Χένρι Ντέιβιντ Θόρω: Επιστροφή στο Δάσος του Walden

Enter the rabbit's lair...

Ένα αφιέρωμα στο Walden ή Η Ζωή στο Δάσος του Χένρι Ντέιβιντ Θόρω. Παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι / Walden by H. D. Thoreau

«Είναι αλήθεια πως δε βοήθησα ποτέ τον ήλιο να ανατείλει, μου φτάνει όμως που ήμουν παρών όταν το έκανε.»

«Πήγα στο δάσος επειδή επιθυμούσα να ζήσω συνειδητά, να αντιμετωπίσω μονάχα τα ουσιώδη της ζωής και να δω αν θα μπορούσα να μάθω όσα είχε να μου διδάξει, έτσι ώστε, όταν θα ερχόταν η ώρα μου να πεθάνω, να μην ανακάλυπτα ξαφνικά ότι δεν είχα ζήσει ποτέ.»

Τον Ιούλιο του 1845 ένας νεαρός απόφοιτος του Χάρβαρντ, ο Χένρι Ντέιβιντ Θόρω [Henry David Thoreau] έκανε κάτι υπερβολικά απλό και υπερβολικά παράξενο, σχεδόν ακατανόητο για πολύ κόσμο: αποφάσισε για ένα διάστημα της ζωής του να ΖΗΣΕΙ ΑΛΛΙΩΣ. Κατέφυγε στις όχθες της λίμνης Ουόλντεν, έχτισε με ξύλα της περιοχής κι ένα δανεικό τσεκούρι μια μικροσκοπική καλύβα, φύτεψε ένα τόσο δα χωραφάκι με λαχανικά… και κατέγραψε τις εμπειρίες του. Τις εμπειρίες της ζωής στο δάσος. Οι εμπειρίες αυτές έμελλε μετά από χρόνια να γίνουν βιβλίο. Κι έτσι γεννήθηκε το “Walden ή η Ζωή στο Δάσος”.

Εάν έπρεπε να συνοψίσω το “Walden” με μια σύντομη περιγραφή, θα ήταν αυτή: ένας άνθρωπος δραπέτευσε. Κανείς δεν τον κρατούσε φυλακισμένο – μα δραπέτευσε. Κι αυτό διότι αυτή η φυλακή δεν έχει κάγκελα, συχνά δεν έχει ούτε τοίχους. Μα βρίσκεται παντού, όπως ο αέρας που ανασαίνουμε. Βρίσκεται στις συνήθειες, στις συμβάσεις, τις υποχρεώσεις, τις τάσεις, τις μόδες, τις λέξεις, στα πρέπει που θέτουμε στους εαυτούς μας, στα θέλω που θέτουν οι άλλοι σε μας. Είναι μια φυλακή που μοιάζει αναγκαία και αναπόφευκτη – και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τα δεσμά της δείχνουν ακατάλυτα. Δεν μοιάζουν καν με δεσμά: είναι η αναγκαιότητα μεταμφιεσμένη. Είναι η πραγματικότητα που ποτέ δεν είδαμε αλλιώς – γιατί δεν σκεφτήκαμε ποτέ πως θα μπορούσαν να υπάρξουν εναλλακτικές πραγματικότητες.

Ο Θόρω δεν περιορίστηκε να διακηρύξει την αναγκαιότητα μιας εναλλακτικής ζωής – την έκανε πράξη. Φανέρωσε μια αλήθεια που μένει άσβηστη στο πέρασμα του χρόνου: αν θες να κάνεις τη διαφορά γύρω σου, ξεκίνα από το παράδειγμα που θέτεις.

Πριν 150 χρόνια ένας απόφοιτος φοιτητής έζησε μόνος του σε μια καλύβα στις όχθες κάποιας λίμνης. Ποιος ξέρει. Σήμερα αν επιχειρούσε κάποιος το ίδιο πιθανό να συνόδευε την «επιστροφή του στη φύση» με το αναγκαίο ηλεκτρικό ρεύμα, ώστε να έχει συνεχή πρόσβαση σε κινητά και ίντερνετ, ενώ το απαραίτητο σουπερμάρκετ θα βρισκόταν τριάντα λεπτά απόσταση. Ή ενδεχομένως να έτρεχε άρον άρον να σωθεί από τον κίνδυνο κάποιας πυρκαγιάς. Ή θα γυρόφερνε μέρες και μέρες ώσπου να βρει ένα καθαρό σημείο μες στο δάσος, δίχως απορρίμματα και λοιπά απομεινάρια του ανθρώπινου πολιτισμού. Ή θα τον κατήγγειλαν με την κατηγορία του… «παράνομου camping». Αλίμονο, αγαπητέ μου Χένρι Ντέιβιντ Θόρω: το παράδειγμά σου μοιάζει ν’ απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από την πραγματικότητά μας. Σε ένα μόνο πράγμα δεν έχουμε εξελιχθεί από την εποχή των σπηλαίων: στην ικανότητά μας να κάνουμε τον εαυτό μας δυστυχή και να μην γνωρίζουμε την αιτία. Εδώ μπορείς να μας παρέχεις τα φώτα σου.

Το σημερινό είναι ένα αφιέρωμα στο υπέροχο και πάντα διαχρονικό “Walden”. Επέλεξα ορισμένα από τα αγαπημένα μου αποσπάσματα του βιβλίου, σε ένα αφιέρωμα που καλύπτει (ως συνήθως) μια κάποια έκταση. Όσοι δε φοβάστε το διάβασμα, περάστε για να πάρετε μια γεύση ενός ξεχωριστού βιβλίου. Ένα βιβλίο που βρίσκεται εκεί για να μας θυμίζει πάντα πως «θα μπορούσε να υπάρχει εναλλακτική λύση». Και πως τίποτα δεν είναι δεδομένο μια για πάντα.

Επιλογές αποσπασμάτων από το “Walden” του Χένρι Ντέιβιντ Θόρω.

Walden or Life in the Woods by H. D. Thoreau / Από το βιβλίο Ουόλντεν του Χένρι Ντέιβιντ Θόρω

Η καθημερινή μας δυστυχία

«Μερικές φορές απορώ με την επιπολαιότητά μας, και ας μου επιτραπεί η έκφραση, που μας κάνει να ασχολούμαστε τόσο πολύ με την απεχθή αλλά κάπως ξένη σε εμάς μορφή σκλαβιάς που ονομάζεται Δουλεία των Νέγρων, τη στιγμή που όχι μόνο στο Νότο, αλλά και στο Βορρά υπάρχουν τόσο πολλοί άλλοι ικανοί και πονηροί δουλέμποροι. Είναι σκληρό να έχεις από πάνω σου έναν επιστάτη Νότιο. Ακόμη πιο δύσκολο γίνεται αν είναι Βόρειος. Το χειρότερο όμως είναι να είσαι εσύ ο ίδιος ο μαστιγωτής του εαυτού σου. Κι έπειτα καθόμαστε και μιλάμε για τη θεϊκή υπόσταση του ανθρώπου!

Κοιτάξτε τον αγωγιάτη στο δημόσιο δρόμο, που μέρα νύχτα πηγαινοέρχεται στην αγορά με το κάρο του. Βλέπετε να σαλεύει μέσα του καμιά θεία πνοή; Αυτός που υψηλότερο καθήκον του δε θεωρεί άλλο από το τάισμα και το πότισμα των αλόγων του! Τι σημασία έχει γι’ αυτόν το πεπρωμένο του μπροστά στα χρήματα που παίρνει για να μεταφέρει τα εμπορεύματα; Ή μήπως τάχα δε δουλεύει κι ο ίδιος, όπως και ο επιστάτης των δούλων, για κάποιον αφέντη τσιφλικά; Είναι άραγε πλασμένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού, είναι η ψυχή του αθάνατη; Δέστε τον πώς ζαρώνει και πώς πορεύεται στα μουλωχτά, πόσο τον κατατρέχει ολημερίς ένας αόριστος φόβος. Ούτε αθάνατος είναι ούτε θείος, μόνο σκλάβος και αιχμάλωτος της εικόνας που ο ίδιος έχει φτιάξει για τον εαυτό του, της φήμης που απέκτησε με τις ίδιες του τις πράξεις.

Η γνώμη των άλλων είναι πολύ αδύναμος τύραννος σε σύγκριση με το πώς βλέπουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας. Ό,τι πιστεύει κανείς για τον εαυτό του, αυτό είναι που καθορίζει ή, πιο σωστά, προμηνύει τη μοίρα του. […]

Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν τη ζωή τους μέσα σε μια σιωπηλή απόγνωση. Αυτό που άλλοι ονομάζουν αποδοχή των συνθηκών, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα είδος επιβεβαιωμένης απελπισίας. Από την απόγνωση της πόλης φεύγεις και πας στην απόγνωση της εξοχής, και μένεις εκεί να παρηγοριέσαι με την παλικαριά των τρωκτικών του δάσους. Ακόμα και κάτω από αυτά που ο άνθρωπος ονομάζει παιχνίδια και διασκεδάσεις κρύβεται μια στερεότυπη, αν και ασυνείδητη, απελπισία. […]

Το αδιάκοπο άγχος και η ακατάπαυστη πίεση που νιώθουν κάποιοι άνθρωποι αποτελούν σχεδόν ανίατη ασθένεια. Παρασυρόμαστε και θεωρούμε την εργασία που κάνουμε πιο σημαντική απ’ ό,τι είναι στ’ αλήθεια. Κι όμως, πόσες εργασίες δεν εκτελούνται από άλλους, πόσα πράγματα αφήνουμε χωρίς να τα κάνουμε! Κι αν αρρωστήσουμε; Τι γίνεται τότε; […] Όλη μέρα σε επαγρύπνηση, τη νύχτα λέμε με το ζόρι την προσευχή μας και αφηνόμαστε στην αβεβαιότητα. Η ζωή μας είναι ένας ψυχαναγκασμός, ένα αντικείμενο λατρείας, η πιθανότητα για αλλαγή κάτι που αρνιόμαστε σθεναρά. «Αυτός είναι ο μόνος τρόπος», λέμε. Όμως η αλήθεια είναι πως υπάρχουν τόσοι τρόποι όσες και οι ακτίνες που ξεκινούν από το κέντρο ενός
κύκλου.

Η κάθε αλλαγή ισοδυναμεί με θαύμα, μ’ ένα χάρμα οφθαλμών · πρόκειται όμως για ένα θαύμα που συντελείται κάθε στιγμή. Ο Κομφούκιος είπε: «Το να γνωρίζουμε ότι γνωρίζουμε εκείνα που γνωρίζουμε, καθώς και ότι δε γνωρίζουμε εκείνα που δε γνωρίζουμε, αυτή είναι η αληθινή γνώση». Αν ένας μονάχα άνθρωπος καταφέρει να κάνει ένα κομμάτι της φαντασίας του πραγματικότητα, προβλέπω ότι πολύ σύντομα όλοι οι άνθρωποι θα θεμελιώσουν τις ζωές τους πάνω σ’ αυτή τη βάση.»

Τα απολύτως απαραίτητα

«Θα μας ωφελούσε να ζήσουμε μια πρωτόγονη ζωή, σαν εκείνους που βρίσκονται στα σύνορα του πολιτισμού, χωρίς όμως να φύγουμε μακριά από τις πολιτισμένες μας κοινωνίες. Έτσι θα μαθαίναμε ποια είναι τα απολύτως απαραίτητα για τη ζωή και με ποιες μεθόδους μπορούν να αποκτηθούν. Ένας άλλος τρόπος θα ήταν να μελετήσουμε τα παλιά βιβλία των εμπόρων, για να δούμε ποια ήταν τα είδη εκείνα που αγόραζαν πιο συχνά οι άνθρωποι στα καταστήματα, τι έβαζαν στα κελάρια τους, ποια είναι με άλλα λόγια τα απαραίτητα τρόφιμα. […]

Με τον όρο απαραίτητα για τη ζωή εννοώ όσα από το σύνολο των αγαθών που αποκτά ο άνθρωπος με τους κόπους του είναι ήδη από την αρχή του ανθρώπινου γένους, ή έχουν γίνει εξαιτίας της μακρόχρονης χρήσης, τόσο σημαντικά για τη ζωή του ανθρώπου, ώστε ελάχιστοι, για να μην πω κανείς, μπορούν να τα στερηθούν, είτε λόγω πρωτογονισμού είτε λόγω ανέχειας είτε λόγω φιλοσοφίας. Κατ’ αυτή την έννοια, για τα περισσότερα πλάσματα δεν υπάρχει παρά μόνο ένα και μοναδικό απαραίτητο πράγμα στη ζωή: η τροφή.

Για το βίσωνα των απέραντων λιβαδιών είναι μερικά εκατοστά από εύγευστο γρασίδι και νερό, μαζί με τη δυνατότητα να καταφεύγει στο δάσος ή στη σκιά των βουνών. Κανένα πλάσμα της άγριας φύσης δε χρειάζεται κάτι περισσότερο από τροφή και καταφύγιο. Για τον άνθρωπο, από την άλλη, τα απαραίτητα είναι η τροφή, το καταφύγιο, ο ρουχισμός και τα καύσιμα. Μόνο όταν τα έχουμε εξασφαλίσει είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τα πραγματικά προβλήματα της ζωής με ελευθερία και με κάποια προοπτική επιτυχίας. Ο άνθρωπος επινόησε όχι μόνο την κατοικία, αλλά και τα ρούχα και τη μαγειρεμένη τροφή. Και ίσως μετά την τυχαία ανακάλυψη της ζεστασιάς που χαρίζει η φωτιά και τη μετέπειτα χρήση της, εκείνο το οποίο αρχικά αποτελούσε πολυτέλεια εξελίχθηκε σε αναγκαιότητα: το να κάθεται κανείς κοντά της. Παρατηρούμε τους σκύλους και τις γάτες να αποκτούν κι εκείνοι τη δεύτερη αυτή φύση. Με τη βοήθεια του κατάλληλου καταφύγιου και ρουχισμού καταφέρνουμε και διατηρούμε τη δική μας, εσωτερική ζέστη. Η αφθονία των καυσίμων, το γεγονός ότι η εξωτερική ζέστη έγινε μεγαλύτερη από τη θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος, αποτέλεσε την απαρχή του μαγειρέματος της τροφής. […]

Η μεγαλύτερη λοιπόν ανάγκη του σώματός μας είναι να κρατιέται ζεστό, να διατηρεί τη ζωική θερμότητα μέσα του. Πόσο κόπο δεν κάνουμε για να το καταφέρουμε αυτό, όχι μονάχα με την τροφή, τα ρούχα και τις κατοικίες μας, αλλά και με τα κρεβάτια και τα σκεπάσματά μας, δηλαδή με τα νυχτερινά μας ρούχα! […] Την σήμερον ημέραν και στη χώρα αυτή, όπως ανακάλυψα από πρώτο χέρι, μερικά σύνεργα, όπως ένα μαχαίρι, ένα τσεκούρι, ένα φτυάρι, μια χειράμαξα και για τους μελετηρούς μια λάμπα, χαρτί, μολύβι και πρόσβαση σε μερικά βιβλία, έρχονται αμέσως μετά τα απολύτως απαραίτητα για τη ζωή και το κόστος τους είναι μηδαμινό. […]

Οι περισσότερες από τις πολυτέλειες και πολλές από τις λεγόμενες ανέσεις όχι μόνο δεν είναι αναντικατάστατες, αλλά αποτελούν και εμπόδια στην εξύψωση του ανθρώπου. Σε όλη την ιστορία του ανθρώπου, η ζωή των σοφότερων ήταν πάντα πιο απλή και πιο λιτή ακόμα κι από τους πιο φτωχούς. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι, οι Κινέζοι, οι Ινδοί, οι Πέρσες και οι Έλληνες, αποτελούσαν μια τάξη που φτωχότερή της δεν υπήρξε ποτέ σε εξωτερικά πλούτη, ούτε και πλουσιότερή της σε εσωτερικά. Δεν ξέρουμε πολλά γι’ αυτούς. Πάλι καλά που γνωρίζουμε όσα γνωρίζουμε. Το ίδιο ισχύει και για τους πιο σύγχρονους μεταρρυθμιστές και ευεργέτες της ανθρώπινης φυλής.»

Henry David Thoreau's Walden. Cabin in the woods / Ξύλινη καλύβα στο δάσος, από το Walden του Χ. Ντ. Θόρω

Η χρυσές αλυσίδες που σε δένουν

«Δεν έχω σκοπό να υπαγορεύσω κανόνες στους δυνατούς και στους γενναίους, σ’ εκείνους που κοιτάζουν πάντα τη δουλειά τους, είτε στην κόλαση βρεθούν είτε στον παράδεισο, σ’ εκείνους που μπορούν να χτίζουν παλάτια και να ξοδεύουν περισσότερα κι από τους πιο πλούσιους χωρίς ποτέ να φτωχαίνουν, χωρίς να δίνουν σημασία στο πώς ζουν – αν δηλαδή υπάρχουν τέτοιοι, όπως πολλοί ονειρεύτηκαν. Ούτε και θέλω να δώσω οδηγίες σε όσους βρίσκουν έμπνευση και θάρρος στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, την οποία περιβάλλουν με τη στοργή και τον ενθουσιασμό του εραστή – και, ως ένα σημείο, θεωρώ τον εαυτό μου μέλος της ομάδας αυτής. Δε μιλώ σ’ εκείνους που έχουν καλή δουλειά, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, και το γνωρίζουν. Απευθύνομαι κυρίως στη μεγάλη μάζα των δυσαρεστημένων ανθρώπων, εκείνων που παραπονιούνται μοιρολατρικά για το σκληρό τους ριζικό ή για τους δύσκολους καιρούς, τη στιγμή που είναι στο χέρι τους να τα αλλάξουν όλα αυτά.

Υπάρχουν κάποιοι ανάμεσα σ’ αυτούς που παραπονιούνται πιο δυνατά απ’ όλους και δε βρίσκουν καμία παρηγοριά, επειδή, όπως λένε, κάνουν το καθήκον τους. Σκέφτομαι ακόμα εκείνη την τάξη τη φαινομενικά πλούσια, που όμως στην πραγματικότητα είναι η πιο φτωχή απ’ όλες: την τάξη που την αποτελούν οι άνθρωποι εκείνοι που έχουν συσσωρεύσει άχρηστα πράγματα, που όμως δεν ξέρουν πώς να τα χρησιμοποιήσουν, ούτε και μπορούν να τα ξεφορτωθούν, και με τον τρόπο αυτό σφυρηλατούν οι ίδιοι σιγά σιγά τους κρίκους της χρυσής ή ασημένιας αλυσίδας που τους κρατά δεμένους.»

Μια άλλη ζωή

«Φανταστείτε να αδημονεί κανείς όχι μόνο να έρθει το χάραμα της μέρας αλλά, αν κάτι τέτοιο είναι δυνατόν, να λαχταρά τη Φύση την ίδια! Πόσα πρωινά, χειμώνα καλοκαίρι, πριν ακόμα οποιοσδήποτε από τους γείτονές μου ξεκινήσει για τη δουλειά του, εγώ είχα ήδη αρχίσει τη δική μου! Πολλοί συχωριανοί μου με έβλεπαν καθώς επέστρεφα το σούρουπο, αγρότες που ξεκινούσαν για τη Βοστόνη ή ξυλοκόποι που πήγαιναν στη δική τους δουλειά. Είναι αλήθεια πως δε βοήθησα ποτέ τον ήλιο να ανατείλει, μου φτάνει όμως που ήμουν παρών όταν το έκανε.

Πόσες φθινοπωρινές και χειμωνιάτικες μέρες δεν πέρασα στην εξοχή, προσπαθώντας να ακούσω τι έλεγε ο άνεμος κι έπειτα να το πω στον κόσμο! Ξόδεψα σχεδόν όλη μου την περιουσία στην προσπάθεια αυτή, και μαζί και την ανάσα μου, έτσι όπως έτρεχα κόντρα στον άνεμο. Αν το εγχείρημά μου αυτό είχε σχέση με κάποιο από τα δύο πολιτικά κόμματα, να είστε σίγουροι ότι με την πρώτη ευκαιρία θα το είχαν γράψει όλες οι εφημερίδες. Άλλες φορές πάλι παρακολουθούσα από το παρατηρητήριό μου, που είχα στήσει σε κάποιο βράχο ή δέντρο, για να προλάβω να ειδοποιήσω μόλις έβλεπα κάποια νέα άφιξη• ή περίμενα το σούρουπο στις κορυφές των λόφων να ανοίξουν οι ουρανοί, μήπως και κατόρθωνα να πιάσω λίγο μάννα, αν και ποτέ δεν έπιασα κάτι ιδιαίτερο και ό,τι ερχόταν στα χέρια μου διαλυόταν αμέσως στο φως του ήλιου.»

Για τα ρούχα και τις μόδες

«Πιστεύω πως η στάση μας απέναντι στα ρούχα καθορίζεται συχνότερα από την αγάπη μας για το καινούργιο και από τη γνώμη των άλλων παρά από την πραγματική χρησιμότητά τους. Όσοι εργάζονται, ας αναλογιστούν πως σκοπός των ρούχων είναι, πρώτον, να μας κρατούν ζεστούς και, δεύτερον, στη σημερινή κοινωνία τουλάχιστον, να καλύπτουν τη γύμνια μας. Έπειτα ας κρίνουν οι ίδιοι αν για να φέρουν εις πέρας τις δουλειές τους πρέπει να προσθέσουν κάτι στην γκαρνταρόμπα τους. Οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες που φορούν την κάθε ενδυμασία τους από μια φορά μονάχα, όλες τους φτιαγμένες από τον προσωπικό τους ράφτη ειδικά για τη μεγαλειότητά τους, δεν έχουν μεγάλη διαφορά από τις κρεμάστρες που έχουμε για τα καθαρά μας ρούχα: δεν ξέρουν την απόλαυση του να γλιστράς μέσα σε μια ενδυμασία πολυφορεμένη, που σου ταιριάζει γάντι.

Κάθε μέρα που περνά τα ρούχα μας εφαρμόζουν όλο και καλύτερα πάνω μας. Σ’ αυτά αποτυπώνεται όχι μόνο το σχήμα του κορμιού μας, αλλά και ο χαρακτήρας μας, ώσπου φτάνει μια στιγμή που διστάζουμε να τα αποχωριστούμε, λες κι έχουν γίνει ένα με το πετσί μας. Κανείς δεν έπεσε ποτέ στην εκτίμηση μου επειδή έτυχε να φορά μπαλωμένα ρούχα. Κι όμως, είμαι σίγουρος ότι ο πολύς κόσμος νοιάζεται περισσότερο να έχει ρούχα της μόδας, ή τουλάχιστον καθαρά και αμπάλωτα, παρά να έχει καθαρή συνείδηση. Ακόμα όμως κι αν το σκίσιμο στο ρούχο κάποιου δεν έχει μονταριστεί, το χειρότερο ελάττωμα που μπορεί κανείς να του προσάψει είναι η αμέλεια.

Μερικές φορές δοκιμάζω τους γνωστούς μου με ερωτήσεις σαν κι αυτήν: ποιος από σας μπορεί, τους λέω, να κυκλοφορήσει δημοσίως με ένα μπάλωμα στο παντελόνι, στο σημείο ακριβώς πάνω από το γόνατο; Οι περισσότεροι αντιδρούν σαν να είναι σίγουροι πως η ζωή τους θα καταστραφεί αν τολμήσουν ποτέ να κάνουν κάτι τέτοιο. Θα το έβρισκαν πιο εύκολο να βγουν στο δρόμο κουτσαίνοντας, με κάταγμα στο πόδι, παρά με σκισμένο παντελόνι. Αν το πόδι κάποιου κυρίου σπάσει σε ένα ατύχημα, τις περισσότερες φορές διορθώνεται. Αν όμως πάθει κάτι ανάλογο το παντελόνι του, τότε πάει, τελείωσε. Κι αυτό γιατί ο κύριος δίνει σημασία σ’ εκείνα που ο κόσμος θεωρεί άξια σεβασμού κι όχι σ’ αυτά που πραγματικά είναι. Πιο μεγάλη σημασία δίνουμε στο κοστούμι, παρά στον άνθρωπο που το φοράει. Αν ντύσετε ένα σκιάχτρο με τα πιο καινούργια ρούχα σας κι εσείς σταθείτε δίπλα του γυμνός, όλοι θα χαιρετήσουν το σκιάχτρο. […]

Δυσπιστείτε, λέω, απέναντι σε κάθε εγχείρημα που απαιτεί καινούργια ρούχα αντί για καινούργιους ανθρώπους. Αν δεν είναι ανανεωμένος ο άνθρωπος, τότε πώς μπορούν να του ταιριάζουν τα καινούργια ρούχα; […] Το φίδι χάνει το δέρμα του και η κάμπια το κουκούλι της, και τα δυο χάρη σε μια εσωτερική διεργασία και σε μια διαστολή του σώματός τους. Έτσι και για μας, τα ρούχα δεν είναι παρά το εξωτερικό, απονεκρωμένο στρώμα της επιδερμίδας μας, το πιο ασήμαντο κομμάτι του θνητού μας κορμιού. Αν δεν τα ξεφορτωθούμε, αν εξακολουθούμε να φοράμε στολές που δεν είναι δικές μας, κάποια στιγμή είναι αναπόφευκτο η απάτη μας να αποκαλυφθεί και τα ψεύτικα παράσημα μας να ξηλωθούν, μια και θα έχουμε πέσει στην υπόληψη όχι μόνο των συνανθρώπων μας, αλλά και του εαυτού μας. […]

Καμιά φορά, όταν ζητάω από τη ράφτρα μου κάποιο ρούχο φτιαγμένο με ένα συγκεκριμένο τρόπο, μου απαντά με βλοσυρό ύφος: «Δεν τα φτιάχνουν πια έτσι». Δεν αναφέρει ποτέ ποιοι είναι αυτοί που «δεν τα φτιάχνουν πια έτσι», λες και πρόκειται για κάποιες θεότητες απρόσωπες, όπως οι Μοίρες. Κι έτσι δυσκολεύομαι να βρω αυτό που θέλω, να μου φτιάξει το ρούχο που επιθυμώ, μόνο και μόνο επειδή δεν μπορεί να πιστέψει ότι εννοώ στ’ αλήθεια αυτό που της λέω, το βρίσκει αδιανόητο ότι θα μπορούσα να είμαι τόσο άξεστος. […] Σε τι ωφελεί να μου παίρνει τα μέτρα αν δε μετρά το χαρακτήρα μου αλλά μόνο το φάρδος των ώμων μου, λες και δεν είμαι τίποτε άλλο από ένα κρεμαστάρι για να ακουμπήσει το σακάκι που θα μου ράψει; Δεν πιστεύουμε πια ούτε στις τρεις Χάριτες ούτε στις τρεις Μοίρες, παρά μόνο στη θεά Μόδα. Εκείνη είναι που γνέθει και υφαίνει, που κόβει και ράβει και έχει όλη την εξουσία πάνω στις ζωές μας.»

Henry David Thoreau's Walden graphic novel / Καρέ από το κόμικ για το Walden του Χένρι Ντέιβιντ Θορώ

Οι νοικοκύρηδες

«Η απλότητα και η γύμνια της ζωής του πρωτόγονου ανθρώπου μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι ένα τουλάχιστον πλεονέκτημα που του χάρισαν ήταν να τον κάνουν ταξιδιώτη από τη φύση του. Μόλις αναζωογονούνταν από το φαγητό και τον ύπνο ξανάπιανε να σκέφτεται το ταξίδι του. Ζούσε, σαν να λέμε, μόνιμα σε ένα αντίσκηνο κάπου στη γη, είτε κατέβαινε στις κοιλάδες είτε διέσχιζε τις πεδιάδες είτε σκαρφάλωνε στις βουνοκορφές. Αλίμονο όμως! Οι άνθρωποι έγιναν εργαλεία των εργαλείων τους. Ο άνθρωπος που μάζευε μόνος του τα φρούτα όποτε πεινούσε, έγινε γεωργός• κι εκείνος που στεκόταν κάτω από ένα δέντρο για να προφυλαχτεί από τον καιρό, έγινε νοικοκύρης.

Τώρα πια δεν κατασκηνώνουμε για να περάσουμε τη νύχτα, αλλά ριζώσαμε στη γη και ξεχάσαμε τα ουράνια. Υιοθετήσαμε το χριστιανισμό απλά και μόνο ως μια βελτιωμένη μέθοδο αγροκαλλιέργειας. Χτίσαμε για αυτό τον κόσμο ένα οικογενειακό αρχοντικό και για τον άλλο κόσμο έναν οικογενειακό τάφο. Τα σπουδαιότερα έργα τέχνης αποτελούν έκφραση της προσπάθειας του ανθρώπου να ελευθερωθεί από την κατάσταση αυτή, όμως ο στόχος τους περιορίζεται στο να μας κάνουν να νιώσουμε πιο άνετα στη χαμηλή αυτή θέση μας και να ξεχάσουμε τα υψηλά ιδανικά.»

Να χτίζεις το σπίτι σου

«Ο άνθρωπος που χτίζει το δικό του σπίτι έχει πολλά κοινά με το πουλί που φτιάχνει τη φωλιά του. Ποιος ξέρει, αν οι άνθρωποι κατασκεύαζαν τις κατοικίες τους με τα ίδια τους τα χέρια και αν έβρισκαν απλούς και τίμιους τρόπους για να εξασφαλίσουν τροφή για τους εαυτούς τους και για τις οικογένειές τους, ίσως η ποιητική ικανότητα να αναπτυσσόταν παγκοσμίως, όπως συμβαίνει με τα πουλιά, που όλα τους τραγουδούν όντας απασχολημένα με το χτίσιμο της φωλιάς και την εξεύρεση της τροφής. Αλίμονο όμως! Εμείς μοιάζουμε με τον κούκο, που αφήνει τα αυγά του σε φωλιές που έχουν χτίσει άλλα πουλιά, που οι ενοχλητικές και άμουσες κραυγές του μόνο ευφορία δεν προκαλούν στους οδοιπόρους. Θα πρέπει άραγε να αφήσουμε για πάντα την απόλαυση της κατασκευής στον ξυλουργό;

Τι σημαίνει αρχιτεκτονική για την πλειονότητα των ανθρώπων; Τι είδους εμπειρία έχουν σχετικά μ’ αυτή; Σε κανέναν από τους περιπάτους μου δε συνάντησα κάποιον άνθρωπο που να είναι απασχολημένος με μια τόσο απλή και φυσική εργασία όπως το χτίσιμο του δικού του σπιτιού. Ανήκουμε στην κοινότητα. Δεν είναι μόνο ο ράφτης που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού ανθρώπου. Είναι και ο παπάς, ο έμπορος, ο γεωργός. Πού θα σταματήσει αυτός ο καταμερισμός της εργασίας; Και, σε τελική ανάλυση, τι σκοπό εξυπηρετεί; Δεν αμφιβάλλω πως είναι πιθανό κάποτε να υπάρξει ακόμα και κάποιος που θα σκέφτεται για λογαριασμό μου. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι εγώ θα πρέπει να σταματήσω να σκέφτομαι.»

Για την αληθινή μορφή διδασκαλίας

«Ο σπουδαστής που εξασφαλίζει τον ελεύθερο χρόνο και την άνεση που τόσο λαχταρά με το να αποφεύγει συστηματικά κάθε είδους χειρωνακτική εργασία απαραίτητη στον άνθρωπο, τελικά αποκτά έναν ελεύθερο χρόνο ανέντιμο και ασύμφορο, αφού στερεί από τον εαυτό του τη μοναδική εμπειρία που θα μπορούσε να κάνει γόνιμο αυτό το χρόνο. «Μα τι εννοείς;» θα μου πείτε. «Ότι οι φοιτητές θα πρέπει τάχα να πάνε να δουλέψουν με τα χέρια τους και όχι με το μυαλό τους;» Δεν εννοώ ακριβώς αυτό. Εκείνο που θέλω να πω είναι, σε γενικές γραμμές, ότι οι φοιτητές δεν πρέπει να παίζουν τη ζωή ή απλά να τη μελετούν ενώ τους στηρίζει οικονομικά η οικογένειά τους στο ακριβό τους αυτό παιχνίδι, αλλά να τη ΖΟΥΝ με όλες τους τις δυνάμεις, από την αρχή ως το τέλος. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να μάθουν οι νέοι να ζουν, παρά με το να δοκιμάσουν άμεσα το πείραμα της ζωής; Νομίζω πως αυτό θα αποτελούσε εξάσκηση για το μυαλό τους το ίδιο καλή με τα μαθηματικά.

Αν ήθελα, για παράδειγμα, να μάθει ο γιος μου κάποια πράγματα για τις τέχνες και τις επιστήμες, δε θα ακολουθούσα τη συνηθισμένη οδό, να τον στείλω δηλαδή σε κάποιον καθηγητή που θα δίδασκε και θα εξασκούσε τα πάντα εκτός από την τέχνη της ζωής – σε έναν καθηγητή που θα του μάθαινε να παρατηρεί τον κόσμο μέσα από το τηλεσκόπιο ή το μικροσκόπιο, αλλά ποτέ με το γυμνό του μάτι- που θα του δίδασκε χημεία, αλλά όχι πώς φτιάχνεται το ψωμί που τρώει κάθε μέρα, ή μηχανική, αλλά όχι πώς μπορεί να κερδίσει κανείς το ψωμί του- που θα τον βοηθούσε να ανακαλύψει καινούργιους δορυφόρους γύρω από τον πλανήτη Ποσειδώνα, αλλά όχι να αντιληφθεί το κάρφος στον οφθαλμό του ή να μάθει τίνος παλιάνθρωπου δορυφόρος είναι ο ίδιος• για να τον καταβροχθίσουν τελικά τα τέρατα που βρίσκονται πλήθος ολόγυρά του, την ώρα που ο ίδιος θα μελετάει στο μικροσκόπιο τα άλλα τέρατα, που κρύβονται σε μια σταγόνα ξύδι.

Ποιος από τους δύο λέτε ότι θα είχε προοδεύσει περισσότερο στο τέλος του μήνα: το αγόρι που θα είχε κατασκευάσει το ίδιο το σουγιά του από το σίδερο που θα είχε εξορύξει και λιώσει μόνο του, διαβάζοντας όσα είναι απαραίτητα για να μπορέσει να τα καταφέρει, ή το αγόρι που θα είχε παρακολουθήσει μαθήματα μεταλλουργίας στο πανεπιστήμιο, του οποίου ο πατέρας θα του είχε χαρίσει έναν ακριβό σουγιά «Ρότζερς»; Ποιο από τα δύο θα είχε μεγαλύτερες πιθανότητες να κόψει το δάχτυλο του; Όταν τέλειωσα το κολέγιο, προς μεγάλη μου έκπληξη πληροφορήθηκα ότι είχα σπουδάσει ναυσιπλοΐα! Μα, μια βόλτα στο λιμάνι να είχα κάνει, θα ήξερα πολύ περισσότερα πάνω στο αντικείμενο αυτό.

Ακόμη και ο φτωχός σπουδαστής δε μελετά και δε διδάσκεται παρά μόνο πολιτική οικονομία, ενώ η οικονομία της ζωής, που είναι συνώνυμη με τη φιλοσοφία, δεν υπάρχει σαν μάθημα στα πανεπιστήμιά μας.»

Πώς να διαθέτεις τον χρόνο σου

«Αυτή η τάση του ανθρώπου να ξοδεύει τα καλύτερά του χρόνια για να μπορέσει να απολαύσει μια αμφιβόλου ποιότητας ελευθερία την τελευταία πολύτιμη περίοδο της ζωής του, μου θυμίζει εκείνο τον Άγγλο που πήγε στην Ινδία για να κάνει περιουσία, έτσι ώστε να μπορέσει κάποια μέρα να επιστρέψει στην Αγγλία και να ζήσει ως ποιητής. Αφού ήθελε να γίνει ποιητής, γιατί δεν πήγαινε κατευθείαν να ζήσει σε μια σοφίτα; «Τι!» αναφωνούν ένα εκατομμύριο Ιρλανδοί, από όλα τα φτωχοκάλυβα της χώρας. «Δεν είναι λοιπόν καλό πράγμα ο σιδηρόδρομος που φτιάξαμε;» Ναι, τους απαντώ, πρόκειται για ένα σχετικά καλό έργο – εννοώ ότι θα μπορούσατε να είχατε φτιάξει και χειρότερα πράγματα. Όμως εύχομαι, αδέρφια μου, να είχατε διαθέσει καλύτερα το χρόνο σας από το να σκάβετε το χώμα.»

Η ανωτερότητα του πνεύματος

«Γιατί τα έθνη να επιζητούν να μνημονεύονται για την αρχιτεκτονική τους και όχι για τη δύναμη της αφηρημένης σκέψης τους; Πόσο πιο θαυμαστό είναι το Μπαγκαβάτ-Γκίτα από όλα μαζί τα ερείπια της Ανατολής! Οι πύργοι και οι ναοί δεν είναι παρά πολυτέλειες για τους πρίγκιπες. Ένας άνθρωπος με απλό και ανεξάρτητο νου δε μοχθεί για λογαριασμό κανενός πρίγκιπα. Το πνεύμα δεν είναι υπηρέτης κανενός αυτοκράτορα, ούτε και χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη το ασήμι, το χρυσό ή το μάρμαρο, παρά μόνο ίσως σε ελάχιστο βαθμό. Ποιο σκοπό εξυπηρετεί να λαξεύονται τόσες και τόσες πέτρες;

Όταν ήμουν κι εγώ στην Αρκαδία δεν είδα πουθενά κάποιον να πελεκάει πέτρες. Τα έθνη κατατρύχονται από την παράλογη επιθυμία να διαιωνίσουν τη μνήμη του εαυτού τους μέσα από τις ποσότητες πελεκημένης πέτρας που αφήνουν πίσω τους. Τι θα γινόταν άραγε αν κατέβαλλαν την ίδια προσπάθεια για να διαμορφώσουν και να γυαλίσουν όχι την πέτρα, αλλά τους τρόπους τους; Ένα μονάχα κομμάτι κοινής λογικής θα ήταν πιο αξιοσημείωτο και από ένα μνημείο ψηλό όσο το φεγγάρι. Προτιμώ να βλέπω τις πέτρες στη θέση τους. Το μεγαλείο των Θηβών της αρχαίας Αιγύπτου ήταν ένα μεγαλείο γεμάτο ευτέλεια. Περισσότερη λογική έχουν τα πέντε μέτρα του πέτρινου τοίχου που φράσσουν το χωράφι ενός τίμιου ανθρώπου παρά οι Θήβες με τις εκατό πύλες, μνημείο που έχει ξεστρατίσει από το αληθινό νόημα της ζωής.»

Το δάσος και η λίμνη Ουόλντεν, όπου κατέγραψε το βιβλίο του ο Χένρι Ντέιβιντ Θορώ / Walden lake

Για τη μη-αναγκαιότητα της φιλανθρωπίας

«Ίσως εκείνοι που διαθέτουν τον περισσότερο χρόνο και το περισσότερο χρήμα τους στους άπορους τελικά συμβάλλουν με το χειρότερο τρόπο στη διαιώνιση εκείνης ακριβώς της αθλιότητας που μάταια προσπαθούν να ανακουφίσουν. Μοιάζουν με ευσεβείς δουλεμπόρους που διαθέτουν τα έσοδα που αποκόμισαν από την πώληση ενός από τους δέκα σκλάβους τους για να προσφέρουν μια ελεύθερη Κυριακή στους υπόλοιπους.

Κάποιοι δείχνουν την καλοσύνη τους στους φτωχούς προσφέροντάς τους δουλειά στην κουζίνα τους. Δε θα ήταν άραγε μεγαλύτερη καλοσύνη αν δούλευαν οι ίδιοι εκεί; Καυχιέστε ότι ξοδεύετε το ένα δέκατο του εισοδήματός σας σε φιλανθρωπίες• δε θα ήταν προτιμότερο να δίνατε τα εννέα δέκατα και να τέλειωνε πια αυτή η ιστορία; Η κοινωνία καρπώνεται μόνο το ένα δέκατο αυτού του πλούτου. Πού οφείλεται άραγε η κατάσταση αυτή; Στη γενναιοδωρία του εισοδηματία ή μήπως στην ασυνέπεια των δικαστικών μας λειτουργών;

Η φιλανθρωπία αποτελεί ίσως τη μοναδική αρετή που εκτιμά η ανθρωπότητα. Μα τι λέω, την υπερεκτιμά, και πολύ μάλιστα. Και γι’ αυτό φταίει ο εγωισμός μας. […] Μια φορά άκουσα έναν αξιοσέβαστο ομιλητή, έναν άνδρα σπουδασμένο και βαθυστόχαστο, να δίνει μια διάλεξη με θέμα την Αγγλία. Αφού απαρίθμησε τις μεγάλες μορφές της επιστήμης, της λογοτεχνίας και της πολιτικής, το Σαίξπηρ, τον Μπέικον, τον Κρόμγουελ, το Μίλτον, το Νεύτωνα και άλλους, έπιασε να μιλά για τους χριστιανούς ήρωες της χώρας, τους οποίους τοποθέτησε στην κορυφή, πιο ψηλά από όλους τους υπόλοιπους, λες και ήταν υποχρεωμένος να κάνει κάτι τέτοιο λόγω επαγγέλματος. Τα ονόματα αυτών των τελευταίων ήταν Πεν , Χάουαρντ και Ελίζαμπεθ Φράι . Δε νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που να μη νιώθει την ψευτιά και την υποκρισία ενός τέτοιου ισχυρισμού. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν βέβαια οι πιο αξιόλογοι που έβγαλε η Αγγλία, αλλά μονάχα οι πιο φιλάνθρωποι.

Σκοπός μου δεν είναι να μειώσω ούτε στο ελάχιστο τον έπαινο που δικαιούται να λάβει η φιλανθρωπία. Το μόνο που απαιτώ είναι να αναγνωριστεί το έργο όλων εκείνων που με τις ζωές και τις πράξεις τους δοξάζουν αληθινά την ανθρωπότητα. Δε δίνω τόσο μεγάλη αξία στην εντιμότητα και την αγαθή προαίρεση, ιδιότητες που αποτελούν, τρόπον τινά, τον κορμό και τα φύλλα του ανθρώπου. Με αυτά, αφού τα ξεράνουμε, φτιάχνουμε αφεψήματα για τους αρρώστους. Η χρησιμότητά τους είναι πολύ μικρή και αποτελούν κυρίως φάρμακο που συστήνουν οι κομπογιαννίτες. Αυτά που θέλω εγώ είναι το άνθος και ο καρπός του ανθρώπου. Θέλω κάποιο άρωμα να φτάσει από εκείνον σε μένα, θέλω η συναλλαγή μας να έχει γεύση γλυκιά και πλούσια. Η καλοσύνη του δεν πρέπει να αποτελεί υστερόβουλη και παροδική πράξη αλλά μόνιμο περίσσευμα, που να μην του κοστίζει τίποτε και την ύπαρξή του να μην τη συνειδητοποιεί καν.

Πολλές φορές οι φιλανθρωπίες κρύβουν πίσω τους ένα πλήθος αμαρτιών. Πολύ συχνά ο φιλάνθρωπος περιβάλλει την ανθρωπότητα με την αύρα των δικών του αποδιωγμένων θλίψεων κι αυτό το αποκαλεί συμπόνια. Πρέπει να μεταδίδουμε το θάρρος μας και όχι την απελπισία μας, την υγεία και την ευρωστία μας και όχι την αρρώστια μας και να προσέχουμε να μην εξαπλωθεί η τελευταία σαν λοιμός. […]

Η υγεία και κάθε επιτυχία μου κάνουν καλό, όσο μακρινές, όσο ξένες κι αν φαίνονται• κάθε αρρώστια και κάθε αποτυχία με θλίβουν και μου κάνουν κακό, όση συμπόνια κι αν μου δείχνουν, όση συμπόνια κι αν τους δείχνω. Αν, επομένως, θέλουμε πράγματι να βοηθήσουμε την ανθρωπότητα με ινδιάνικα, φυτικά, μαγνητικά ή φυσικά μέσα, ας γίνουμε πρώτα οι ίδιοι απλοί και υγιείς όπως η φύση, ας διώξουμε πρώτα τα σύννεφα που κρέμονται πάνω από τα δικά μας μέτωπα και ας αφήσουμε τη ζωή να εισχωρήσει στον κάθε πόρο μας. Μην παραμένετε επιστάτες των φτωχών, αλλά αγωνιστείτε να γίνετε ένας από τους αξιόλογους ανθρώπους του κόσμου αυτού.

Στο Γκουλιστάν, ή Ανθόκηπο, το ποίημα του σεΐχη Σααντί από το Σιράζ , διάβασα τα εξής: «Ρώτησαν κάποτε ένα σοφό: “Από τα πολλά και ονομαστά δέντρα με τον ψηλό κορμό και τις πλούσιες φυλλωσιές που δημιούργησε ο Ένας, Μοναδικός και Ύψιστος Θεός, κανένα δεν αποκαλούν αζάντ, δηλαδή ελεύθερο, παρεκτός το κυπαρίσσι, που δε δίνει καρπούς. Ποιο είναι το μυστήριο σ’ αυτό;” Κι εκείνος απάντησε: “Κάθε δέντρο δίνει τους κατάλληλους καρπούς κι έχει τη δική του εποχή, κατά την οποία είναι φρέσκο και ολάνθιστο, ενώ τις άλλες εποχές ξεραίνεται και μαραζώνει. Το κυπαρίσσι δε βρίσκεται ποτέ σε καμία από τις δύο αυτές καταστάσεις, αλλά είναι πάντοτε θαλερό• αυτή είναι η φύση των αζάντ, των θρησκευτικά ανεξάρτητων. Μη δένετε την καρδιά σας σε ό,τι είναι παροδικό• γιατί ο Τίγρης θα συνεχίσει να κυλάει μέσα από τη Βαγδάτη και αφού θα έχει σβήσει η τελευταία γενιά των χαλίφηδων. Αν τα χέρια σας είναι γεμάτα, προσφέρετε απλόχερα, όπως η χουρμαδιά. Αν όμως δεν έχετε τίποτε να προσφέρετε, γίνετε αζάντ, ελεύθεροι σαν το κυπαρίσσι”».

Ο αμερικανός συγγραφέας Χένρι Ντέιβιντ Θορώ / Henry David Thoreau

Απλότητα, απλότητα, απλότητα!

«Πήγα στο δάσος επειδή επιθυμούσα να ζήσω συνειδητά, να αντιμετωπίσω μονάχα τα ουσιώδη της ζωής και να δω αν θα μπορούσα να μάθω όσα είχε να μου διδάξει, έτσι ώστε, όταν θα ερχόταν η ώρα μου να πεθάνω, να μην ανακάλυπτα ξαφνικά ότι δεν είχα ζήσει ποτέ. Δεν ήθελα να ζήσω οτιδήποτε δεν ήταν ζωή – το να ζει κανείς είναι τόσο πολύτιμο – ούτε ήθελα να παραιτηθώ, εκτός πια κι αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Ήθελα να γευτώ μια ζωή γεμάτη και να ρουφήξω όλο της το μεδούλι, να ζήσω με τρόπο τόσο αυστηρό και σπαρτιάτικο ώστε να τρέψω σε άτακτη φυγή οτιδήποτε δεν ήταν ζωή, να ανοίξω ένα φαρδύ διάδρομο ανάμεσα στα στάχυα της με το δρεπάνι μου, να τη στριμώξω σε μια γωνιά, να τη ρίξω όσο πιο χαμηλά γίνεται και, αν τότε αποδεικνυόταν ευτελής, να καταγράψω όλη αυτή την αυθεντική ευτέλεια και να τη δείξω στον κόσμο• ή, αν ήταν θεσπέσια, να τη γνωρίσω από πρώτο χέρι, έτσι ώστε στο επόμενο ταξίδι μου να είμαι σε θέση να δώσω μια πιστή περιγραφή της. Γιατί έχω την αίσθηση πως οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν μια παράξενη αβεβαιότητα σχετικά με τη ζωή, για το αν είναι δώρο του Θεού ή του διαβόλου, και καταλήγουν στο κάπως βιαστικό συμπέρασμα ότι ο βασικός προορισμός του ανθρώπου πάνω στη γη είναι «να δοξάζει το Θεό και να Τον απολαμβάνει αιώνια»;

Παρ’ όλα αυτά ζούμε ταπεινά, σαν τα μυρμήγκια, κι ας λέει ο μύθος ότι μεταμορφωθήκαμε σε ανθρώπους πολύ καιρό πριν. Είμαστε σαν τους πυγμαίους που πολεμούν με τα λελέκια- το ένα λάθος πάνω στο άλλο, το ένα πλήγμα μετά το άλλο. Ακόμα και οι υψηλότερες αρετές μας προέρχονται από μια άχρηστη και καθόλου αναπόφευκτη αθλιότητα. Οι ζωές μας χαραμίζονται στις λεπτομέρειες. Ένας τίμιος άνθρωπος δε χρειάζεται να ξέρει να μετράει παραπάνω από τα δέκα του δάχτυλα. Άντε, σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να προσθέσει και τα δέκα δάχτυλα των ποδιών του, κι αυτό του φτάνει. Απλότητα, απλότητα, απλότητα! Φροντίστε, λέω, να είναι οι υποθέσεις σας δυο, το πολύ τρεις, και όχι εκατό ή χίλιες. Αντί για ένα εκατομμύριο μετρήστε μισή ντουζίνα και περιορίστε τους λογαριασμούς σας. Καταμεσής σ’ αυτό το φουρτουνιασμένο πέλαγο της πολιτισμένης ζωής, τόσα πολλά είναι τα σύννεφα και οι καταιγίδες, οι ξέρες και τα χίλια μύρια πράγματα που έχει να σκεφτεί ο άνθρωπος, ώστε πρέπει να ζει – αν δηλαδή δεν καταποντιστεί, αν δε βρεθεί στον πάτο χωρίς να καταφέρει να πιάσει λιμάνι – με διαρκείς υπολογισμούς κι εκείνος που τελικά θα τα καταφέρνει δεν μπορεί παρά να είναι δεινός λογιστής.

Απλουστεύετε, απλουστεύετε. Αντί για τρία γεύματα την ημέρα, αν μπορείτε τρώτε μόνο ένα- αντί για εκατό πιάτα, πέντε- και μειώστε ανάλογα και όλα τα άλλα. […]

Ο σύγχρονος άνθρωπος ζει πολύ γρήγορα. Θεωρεί ουσιώδες και αδιαμφισβήτητο να έχει το έθνος αναπτυγμένο εμπόριο, να εξάγει πάγο, να μιλά μέσα από τον τηλέγραφο και να τρέχει με τριάντα μίλια την ώρα, ακόμα και αν ο ίδιος δεν τα έχει όλα αυτά. Όμως για το αν θα πρέπει να ζούμε σαν μπαμπουίνοι ή σαν άνθρωποι, γι’ αυτό δεν είναι και τόσο βέβαιος.»

Πέρα από τον κόσμο της ενημέρωσης

«Προσωπικά, θα ζούσα μια χαρά χωρίς το ταχυδρομείο. Πιστεύω πως είναι ελάχιστες οι χρήσιμες επικοινωνίες που διεκπεραιώνει. Μπορεί να σας φανεί υπερβολικό, αλλά σε όλη μου τη ζωή δεν έχω λάβει παραπάνω από ένα δυο γράμματα που να άξιζαν τα λεφτά του γραμματοσήμου τους – κι αυτό είναι κάτι που το έχω ξαναγράψει πριν από μερικά χρόνια. […] Επίσης μπορώ να πω με σιγουριά ότι δεν έχω διαβάσει ποτέ κάποια αξιομνημόνευτη είδηση στην εφημερίδα. Αν διαβάσεις μια φορά για κάποιον που λήστεψε, δολοφόνησε ή σκοτώθηκε σε ατύχημα, για ένα σπίτι που κάηκε, για ένα σκαρί που βούλιαξε, για ένα ατμόπλοιο που ανατινάχτηκε, για μια αγελάδα που την πάτησε ο Δυτικός Σιδηρόδρομος, για ένα λυσσασμένο σκυλί που το πυροβόλησαν ή για μια έφοδο από ακρίδες μες στο καταχείμωνο, δε σου χρειάζεται να ξαναδιαβάσεις για κάτι παρόμοιο. Μια φορά φτάνει. Αν γνωρίζεις τη γενεσιουργό αιτία, τι σε νοιάζουν τα μυριάδες παραδείγματα και τα αποτελέσματά της; Για ένα φιλόσοφο, όλες οι ειδήσεις, όπως τις αποκαλούν, δεν είναι παρά κουτσομπολιά και όσοι τις γράφουν και τις διαβάζουν δεν είναι παρά γριές που κουτσομπολεύουν καθώς πίνουν το απογευματινό τσάι τους. Κι όμως, υπάρχει πολύς κόσμος που όλα αυτά τα κουτσομπολιά τα καταβροχθίζει με ακόρεστη λαιμαργία. […]

Νέα, σου λέει! Πόσο πιο σημαντικό είναι να γνωρίζουμε εκείνα που ποτέ δεν ήταν παλιά!»

Walden lake / Φωτογραφία από τη λίμνη Ουόλντεν

Η αλήθεια σαν παραμύθι

«Τα ψεύδη και οι αυταπάτες περνιούνται για τις πιο ατράνταχτες αλήθειες, ενώ η πραγματικότητα αντιμετωπίζεται σαν παραμύθι. Αν οι άνθρωποι ασχολούνταν σταθερά με ό,τι είναι πραγματικό και δεν επέτρεπαν στους εαυτούς τους να παρασύρονται σε πλάνες, η ζωή, για να τη συγκρίνουμε με κάτι που γνωρίζουμε, θα έμοιαζε με παραμύθι, με διήγηση μέσα από τις Χίλιες και μια νύχτες. Αν δείχναμε σεβασμό μονάχα σε ό,τι είναι αναπόφευκτο και του αναγνωρίζαμε το δικαίωμα να υπάρχει, οι δρόμοι θ’ αντηχούσαν από μουσική και ποίηση.

Σε στιγμές ανάπαυλας και σύνεσης αντιλαμβανόμαστε πως μονάχα τα μεγάλα και αξιέπαινα πράγματα έχουν μόνιμη και απόλυτη ταυτότητα – πως οι ασήμαντοι φόβοι και οι ασήμαντες ηδονές δεν είναι παρά σκιές της πραγματικότητας. Αυτή είναι μια συνειδητοποίηση που πάντοτε μας ενθουσιάζει και μας εξυψώνει. Κλείνοντας τα μάτια και βυθιζόμενοι στον ύπνο, και επιτρέποντας στους εαυτούς τους να ξεγελιούνται από τις εντυπώσεις, οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο χτίζουν την καθημερινή, μονότονη ζωή τους πάνω σε θεμέλια ψευδαισθήσεων.

Τα παιδιά, που στα παιχνίδια τους παίζουν τη ζωή, μπορούν και διακρίνουν τους αληθινούς νόμους και συσχετισμούς της πιο καθαρά από τους μεγάλους, οι οποίοι, ενώ αποτυγχάνουν να ζήσουν άξια τη ζωή τους, νομίζουν ότι τους κάνει πιο σοφούς η εμπειρία τους – δηλαδή η αποτυχία τους. […]

Πιστεύω πως ο λόγος που εμείς, οι κάτοικοι της Νέας Αγγλίας, ζούμε μια τόσο ευτελή ζωή είναι ότι η αντίληψή μας δε φτάνει κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Νομίζουμε πως ό,τι φαίνεται, αυτό είναι. Αν έκανε κάποιος έναν περίπατο μέσα στην πόλη και το βλέμμα του εστιαζόταν μονάχα στην πραγματικότητα, πώς νομίζετε ότι θα του φαινόταν το εμπορικό μας κέντρο; Αν τυχόν μας παρουσίαζε τα όσα πραγματικά είχε αντικρίσει, αποκλείεται από την περιγραφή του να αναγνωρίζαμε το μέρος για το οποίο μας μιλούσε. Κοιτάξτε ένα δημαρχείο, ένα δικαστήριο, μια φυλακή, ένα κατάστημα ή μια κατοικία και πείτε τι είναι το καθένα από αυτά αν το αντικρίσει κανείς με το βλέμμα της αλήθειας: όλα τους θα διαλυθούν στα εξ ων συνετέθησαν αμέσως μόλις ξεκινήσετε την περιγραφή σας.

Οι άνθρωποι θεωρούν ότι η αλήθεια είναι απόμακρη, ότι βρίσκεται στις παρυφές του ηλιακού συστήματος, πίσω από το πιο μακρινό αστέρι, πριν από τον Αδάμ και μετά τον τελευταίο άνθρωπο. Πράγματι, υπάρχει κάτι αληθινό και υψηλό στην αιωνιότητα. Όμως όλες αυτές οι στιγμές, οι τόποι και οι περιστάσεις βρίσκονται στο εδώ και στο τώρα. Ο ίδιος ο Θεός πραγματώνεται σε κάθε παρούσα στιγμή και δεν πρόκειται να γίνει περισσότερο θεϊκός, όσοι αιώνες κι αν περάσουν. Όσο για εμάς, γινόμαστε ικανοί να κατανοήσουμε όλα όσα είναι υψηλά και ευγενή μονάχα αν εμπνεόμαστε διαρκώς από την πραγματικότητα που μας περιβάλλει, αν αφήνουμε την πραγματικότητα να μας διαπερνά. Το σύμπαν ανταποκρίνεται ανελλιπώς και υπάκουα στις ιδέες μας• είτε ταξιδεύουμε γρήγορα είτε αργά, ο δρόμος μας είναι στρωμένος. Ας αφιερώσουμε λοιπόν τις ζωές μας στη δημιουργία ιδεών. Ο ποιητής και ο καλλιτέχνης ποτέ ως τώρα δε διακατέχονταν από έναν τόσο ευγενή σκοπό και ίσως κάποιοι από τις επόμενες γενιές καταφέρουν να τον πραγματοποιήσουν.

Ας περάσουμε μια μέρα με τρόπο τόσο απλό και άμεσο όσο η ίδια η Φύση κι ας μην αφήσουμε το κάθε καρυδότσουφλο ή κουνούπι που έτυχε να βρεθεί μπροστά μας να μας βγάλει από την πορεία μας. Ας σηκωθούμε νωρίς και γρήγορα, ας πάρουμε το πρωινό μας ήρεμα, ατάραχα. Ας έρθουν παρέες κι ας φύγουν, ας χτυπήσουν οι καμπάνες κι ας κλάψουν τα παιδιά – ας αποφασίσουμε να ζήσουμε μια μέρα, να ζήσουμε στ’ αλήθεια. […] Πλεύστε γύρω από τον κίνδυνο, με τις αισθήσεις σας σε εγρήγορση, με τη ζωντάνια του πρωινού, κοιτάζοντας από την άλλη, καθώς είστε δεμένοι στο κατάρτι σαν τον Οδυσσέα. Αν σφυρίξει η μηχανή, αφήστε τη να σφυρίζει μέχρι να βραχνιάσει. Αν χτυπήσει η καμπάνα, γιατί πρέπει σώνει και καλά να τρέξουμε αμέσως; Ας καθίσουμε πρώτα να στοχαστούμε πάνω στη μουσική που βγάζει. Ας βρούμε πρώτα γερό πάτημα, ας βυθίσουμε τα πόδια μας μέσα στη λάσπη της κοινής γνώμης, της προκατάληψης, της παράδοσης, της ψευδαίσθησης και της επίφασης, μέσα σ’ αυτές τις προσχώσεις που σκεπάζουν ολόκληρο τον πλανήτη, από το Παρίσι και το Λονδίνο ως τη Νέα Υόρκη, τη Βοστόνη και το Κόνκορντ, που σκεπάζουν εκκλησία και κράτος, ποίηση, φιλοσοφία και θρησκεία, ώσπου να βρούμε το στέρεο πυθμένα, το πετρώδες έδαφος που θα μπορούμε να αποκαλέσουμε πραγματικότητα και να πούμε: αυτή είναι, δε χωράει καμία αμφιβολία. […]

Στη ζωή ή στο θάνατο, αυτό που λαχταράμε είναι μονάχα η πραγματικότητα. Αν στ’ αλήθεια πεθαίνουμε, ας ακούσουμε λοιπόν τον επιθανάτιο ρόγχο στα λαρύγγια μας κι ας νιώσουμε το κρύο να μουδιάζει τα άκρα μας. Αν ζούμε, ας κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε.

Ο χρόνος δεν είναι παρά ένα ρυάκι στο οποίο πηγαίνω να ψαρέψω. Πίνω το νερό του• καθώς όμως πίνω, βλέπω την άμμο στο βυθό και διαπιστώνω πόσο ρηχό είναι. Τα λιγοστά του νερά περνούν και φεύγουν, όμως η αιωνιότητα μένει. Θέλω να πιω κι άλλο- θέλω να ψαρέψω στον ουρανό, με το χαλικοστρωμένο του βυθό γεμάτο αστέρια. Δεν ξέρω να μετράω μέχρι το ένα. Δεν ξέρω ποιο είναι το πρώτο γράμμα του αλφάβητου. Όλη μου τη ζωή μετανιώνω που δεν ήμουν ποτέ τόσο σοφός όσο τη μέρα που γεννήθηκα.

Η διάνοια μοιάζει με νυστέρι: ανοίγει δρόμο και φτάνει στην καρδιά των πραγμάτων. Δεν επιθυμώ να εργαστώ περισσότερο με τα χέρια μου απ’ όσο είναι απαραίτητο. Το κεφάλι μου είναι χέρια μαζί και πόδια. Νιώθω πως ό,τι καλύτερο έχω βρίσκεται συγκεντρωμένο εκεί. Το ένστικτό μου λέει πως το κεφάλι μου είναι ένα όργανο για να σκάβω λαγούμια, όπως κάποια πλάσματα χρησιμοποιούν το μουσούδι και τα μπροστινά τους πόδια. Έτσι κι εγώ με το κεφάλι μου θα σκάψω λαγούμι, θα ανοίξω δρόμο μέσα από αυτούς τους λόφους. Έχω την αίσθηση ότι η πιο πλούσια φλέβα βρίσκεται κάπου εδώ γύρω- σ’ αυτό το συμπέρασμα με οδηγεί το μαγικό μου ραβδί και οι αναθυμιάσεις που βλέπω να υψώνονται. Εδώ, λοιπόν, θα αρχίσω να σκάβω.»

H. D. Thoreau's Walden book / Το βιβλίο Walden ή Η Ζωή στο Δάσος του Χένρι Ντέιβιντ Θόρω

Βιβλία: Ο μεγαλύτερος θησαυρός του κόσμου

«Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που ο Μέγας Αλέξανδρος κουβαλούσε μαζί του σε όλες του τις εκστρατείες την Ιλιάδα σε μια πολύτιμη κοσμηματοθήκη. Ο γραπτός λόγος είναι το πιο διαλεχτό κατάλοιπο του παρελθόντος. Είναι το πιο προσωπικό και ταυτόχρονα το πιο παγκόσμιο απ’ όλα τα έργα τέχνης. Είναι το έργο τέχνης που βρίσκεται πιο κοντά στην ίδια τη ζωή. Μπορεί να μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες της γης και όχι μόνο να διαβαστεί, αλλά και να γίνει ανάσα για όλα τα ανθρώπινα χείλη. Δεν αποτυπώνεται μονάχα στο μάρμαρο ή στο πανί, αλλά σμιλεύεται από την ίδια την πνοή της ζωής. Το σύμβολο της σκέψης ενός ανθρώπου της αρχαιότητας γίνεται λόγος του σύγχρονου ανθρώπου. Δυο χιλιάδες καλοκαίρια δεν κατάφεραν να φθείρουν τα μνημεία της κλασικής ελληνικής λογοτεχνίας• απεναντίας, τους προσέδωσαν μια μεστή, χρυσή φθινοπωρινή απόχρωση, όπως έκαναν και στα αρχαία ελληνικά μάρμαρα. Κι αυτό διότι μεταφέρουν τη δική τους γαλήνια και ουράνια αύρα σε κάθε γωνιά της γης, μια αύρα που τα προστατεύει από τη διάβρωση του χρόνου. Τα βιβλία αποτελούν το θησαυρό του κόσμου και την πιο πολύτιμη κληρονομιά όλων των γενεών και των εθνών.

Τα πιο παλιά και τα πιο καλά βιβλία στέκονται δικαιωματικά στα ράφια κάθε σπιτιού. Δεν έχουν καμιά ανάγκη να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Όσο φωτίζουν τον αναγνώστη και του δίνουν δύναμη, η κοινή του λογική θα τον εμποδίσει να τα απαρνηθεί. Οι συγγραφείς τους αποτελούν τη φυσική και αδιαμφισβήτητη αριστοκρατία κάθε κοινωνίας και η επίδρασή τους πάνω στην ανθρωπότητα είναι ισχυρότερη από κάθε βασιλιά και κάθε αυτοκράτορα. […]

Τα έργα των μεγάλων ποιητών δεν τα έχει ακόμη οικειοποιηθεί η ανθρωπότητα, απλούστατα διότι μόνο οι μεγάλοι ποιητές είναι σε θέση να το κάνουν. Έχουν διαβαστεί μόνο όπως διαβάζει η πλειονότητα των ανθρώπων τα αστέρια, στην καλύτερη περίπτωση με τον τρόπο της αστρολογίας και όχι μ’ εκείνον της αστρονομίας. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μάθει να διαβάζουν μόνο και μόνο για να λένε ότι χαλαρώνουν, όπως έχουν μάθει να μετρούν μόνο και μόνο για να μπορούν να κρατούν τους λογαριασμούς τους ώστε να μην τους κοροϊδεύουν στο εμπόριο. Όμως για την ανάγνωση ως ευγενή διανοητική άσκηση γνωρίζουν ελάχιστα ή τίποτε. Κι όμως, αυτή μόνο είναι ανάγνωση με την υψηλή έννοια: όχι εκείνη που μας νανουρίζει όπως κάθε πολυτέλεια, βυθίζοντας σε ύπνο μακάριο τις πιο ευγενείς μας ικανότητες, αλλά εκείνη που για να την πετύχουμε πρέπει να σταθούμε στα ακροδάχτυλά μας και να της αφιερώσουμε τις πιο δραστήριες και φωτισμένες ώρες μας.»

Η αναγκαιότητα της συνεχούς εκπαίδευσης

«Καυχιόμαστε ότι είμαστε παιδιά του δέκατου ένατου αιώνα, ότι προχωράμε πιο γρήγορα από κάθε άλλο έθνος στον κόσμο. Σκεφτείτε, όμως, πόσο λίγα κάνει αυτό εδώ το χωριό για τον ίδιο του τον πολιτισμό. Δεν επιθυμώ καθόλου να κολακέψω τους συχωριανούς μου, ούτε και να κολακευτώ από εκείνους, γιατί κάτι τέτοιο δε θα βοηθούσε ούτε εκείνους ούτε εμένα. Έχουμε ανάγκη να μας προκαλούν – να μας τσιγκλούν, όπως κάνουν στα βόδια για να πηγαίνουν πιο γρήγορα. Διαθέτουμε ένα σχετικά ικανοποιητικό σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης, μόνο για τα βρέφη όμως. Αν εξαιρέσουμε τον φιλολογικό και πολιτιστικό μας σύλλογο, που λιμοκτονεί το χειμώνα, και τώρα τελευταία κάποιες αδύναμες προσπάθειες της πολιτείας για την ίδρυση μιας βιβλιοθήκης, δε διαθέτουμε κανενός είδους σχολείο για εμάς τους ίδιους. Ξοδεύουμε περισσότερα για να εξασφαλίσουμε τροφή για το σώμα μας – τόσο πολλά ώστε συχνά φτάνουμε στο σημείο να αρρωστήσουμε – απ’ ό,τι για το πνεύμα μας.

Πρέπει επιτέλους να φτιάξουμε σχολεία διαφορετικά, τέτοια που να μη μας αναγκάζουν να διακόπτουμε την παιδεία μας μόλις αρχίζουμε να γινόμαστε άνδρες ή γυναίκες. Πρέπει επιτέλους τα χωριά να γίνουν πανεπιστήμια και οι γηραιότεροι χωριανοί πρυτάνεις, αφού έχουν την άνεση χρόνου – αν πράγματι την έχουν – να αφιερώσουν την υπόλοιπη ζωή τους στη μελέτη. Γιατί θα πρέπει ο κόσμος να μείνει για πάντα περιορισμένος σε ένα Παρίσι και σε μια Οξφόρδη; Γιατί να μην μπορούν να έρθουν φοιτητές εδώ, στο Κόνκορντ, να μείνουν και να σπουδάσουν; Γιατί να μην μπορούμε να προσλάβουμε κάποιον σαν τον Αβελάρδο για να μας διδάξει;

Αλίμονο! Με το τάισμα των γελαδιών και τη δουλειά στο μαγαζί δε μας μένει χρόνος για σχολείο κι έτσι παραμελούμε την εκπαίδευσή μας σε απελπιστικό βαθμό. Στον τόπο αυτό, τα χωριά θα έπρεπε να πάρουν τρόπον τινά τη θέση που έχουν οι ευγενείς στην Ευρώπη: να γίνουν προστάτες των καλών τεχνών. Στο κάτω κάτω, είναι αρκούντως ευκατάστατα. Το μόνο που τους λείπει είναι η μεγαλοψυχία και ο εξευγενισμός. Ξοδεύουν πολλά χρήματα σε πράγματα που οι αγρότες και οι έμποροι τα νομίζουν σημαντικά, αλλά θεωρούν ουτοπική οποιαδήποτε πρόταση να διαθέσουν χρήματα για πράγματα που οι πιο σοφοί άνθρωποι ξέρουν ότι έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία.»

Η απελευθέρωση της φύσης

«Μερικές φορές ένιωσα ότι η πιο γλυκιά και τρυφερή, η πιο αθώα και ενθαρρυντική παρέα μπορεί να βρεθεί σε οποιοδήποτε αντικείμενο της Φύσης, ακόμα και για τον πιο αξιοθρήνητο μισάνθρωπο, ακόμα και για την πιο μελαγχολική ψυχή. Όποιος ζει μέσα στη Φύση είναι αδύνατο να βυθιστεί στην πιο μαύρη μελαγχολία, φτάνει να μην έχει χάσει όλες του τις αισθήσεις. Δεν υπάρχει καταιγίδα, όσο άγρια κι αν είναι, που να μην ακούγεται σαν μουσική του Αιόλου στα υγιή και αθώα αυτιά. Τίποτε δεν έχει τη δύναμη να παρασύρει έναν απλό και θαρραλέο άνθρωπο στην ελεεινή θλίψη.

Όσο απολαμβάνω τη φιλία των εποχών του έτους έχω πίστη πως τίποτε δεν μπορεί να με κάνει να νιώσω τη ζωή σαν βάρος. Η απαλή βροχή που σήμερα ποτίζει τις φασολιές μου και με αναγκάζει να μείνω μέσα δε μου φέρνει θλίψη και μελαγχολία, αλλά μου κάνει κι εμένα καλό. Παρ’ όλο που με εμποδίζει να σκαλίσω το χωράφι μου, το ευεργετεί πολύ περισσότερο απ’ το σκάλισμα. Αν τυχόν συνεχιζόταν τόσο ώστε να σαπίσει τους σπόρους στο έδαφος και να καταστρέψει τις πατάτες στην πεδιάδα, και πάλι θα έκανε καλό στο γρασίδι στους λόφους, κι αφού θα έκανε καλό στο γρασίδι, θα έκανε καλό και σε μένα.

Ώρες ώρες, όταν συγκρίνω τον εαυτό μου με άλλους ανθρώπους, μου φαίνεται σαν να ‘μαι περισσότερο ευνοημένος από τους θεούς απ’ ό,τι εκείνοι, σε όποια ερημιά κι αν βρεθώ – σαν να έχω μια εγγύηση και μια σιγουριά που λείπουν από τους συνανθρώπους μου, σαν να με προσέχει κάποιος ιδιαίτερα και να με οδηγεί. Δεν κολακεύω τον εαυτό μου, αλλά μάλλον, αν κάτι τέτοιο είναι δυνατόν, οι θεοί κολακεύουν εμένα.»

Ο Χένρι Ντέιβιντ Θόρω και το Walden ή Η Ζωή στο Δάσος / H. D. Thoreau's Walden. Art by John Lautermilch

Πέρα από τη μοναξιά

«Ποτέ μου δεν ένιωσα να με πλακώνει ούτε στο ελάχιστο η μοναξιά, εκτός από μία φορά, λίγες εβδομάδες αφότου πρωτοήρθα στο δάσος, κι αυτό για μια ώρα μονάχα. Με έπιασαν αμφιβολίες, σκεφτόμουν μήπως η ανθρώπινη συντροφιά ήταν τελικά απαραίτητη για μια γαλήνια και υγιή ζωή. Η μοναξιά μου φαινόταν δυσάρεστη. Ταυτόχρονα όμως είχα συνείδηση μιας ελαφριάς παράνοιας στη διάθεσή μου εκείνη, από την οποία προέβλεπα ότι θα ανάρρωνα σύντομα. Άρχισε να πέφτει μια απαλή βροχή, κι ενώ οι σκέψεις αυτές συνέχιζαν να με βασανίζουν, ξαφνικά ένιωσα τόσο έντονα τη γλυκιά και ευεργετική παρέα της Φύσης, στον ήχο που έκαναν οι στάλες της βροχής, σε κάθε ήχο και κάθε εικόνα γύρω από το σπίτι μου, μια άπειρη και ανεξήγητη φιλικότητα παντού, λες και η ίδια η ατμόσφαιρα μου έδινε ζωή, ώστε τα φανταστικά πλεονεκτήματα της ανθρώπινης γειτνίασης έγιναν ευθύς ασήμαντα κι από τότε ούτε που έχουν απασχολήσει καθόλου τη σκέψη μου. Κάθε πευκοβελόνα ξεχείλιζε θαρρείς από συμπάθεια, από φιλία προς το άτομό μου. Τόσο έντονη ήταν η αίσθηση μιας φιλικής και οικείας παρουσίας ολόγυρά μου, ακόμα και σε ένα περιβάλλον που συνηθίζουμε να ονομάζουμε άγριο και καταθλιπτικό, καθώς και η σκέψη ότι τα πλάσματα με τα οποία είχα τη στενότερη συγγένεια, τα πιο ανθρώπινα, δεν ήταν ούτε οι άνθρωποι ούτε οι χωρικοί, ώστε είπα μέσα μου ότι κανένα μέρος δε θα μου είναι ποτέ πια ξένο.

Μερικές από τις πιο ευχάριστες ώρες μου τις πέρασα στις μεγάλες μπόρες της άνοιξης και του φθινοπώρου, που αναγκαζόμουν να μένω στο σπίτι λίγο πριν από το μεσημέρι ως το απόγευμα και να ακούω το αδιάκοπο και καταπραϋντικό μουγκρητό του ανέμου και της βροχής. Τότε το λυκόφως ερχόταν πιο νωρίς απ’ ό,τι συνήθως, αναγγέλλοντας μια μεγάλη νύχτα, στη διάρκεια της οποίας πολλές σκέψεις θα έβρισκαν άφθονο χρόνο για να ριζώσουν και να ξεδιπλωθούν. […]

Πολλοί μου λένε συχνά: «Σίγουρα θα νιώθεις μοναξιά εκεί κάτω, σίγουρα θα θες να βρεθείς πιο κοντά στους ανθρώπους, ειδικά τις μέρες και τις νύχτες που βρέχει και χιονίζει». Μπαίνω στον πειρασμό να τους απαντήσω ως εξής: ολόκληρη η γη που πάνω της κατοικούμε δεν είναι παρά μια κουκκίδα στο διάστημα. Πόσο μακριά ο ένας από τον άλλο λέτε να βρίσκονται οι πιο απομακρυσμένοι κάτοικοι εκείνου εκεί του αστεριού, που τη διάμετρό του τα όργανά μας αδυνατούν να υπολογίσουν; Και γιατί να νιώθω μοναξιά; Μήπως ο πλανήτης μας δε βρίσκεται μέσα στο Γαλαξία; Η ερώτηση που μου κάνετε δε μου φαίνεται να είναι η πιο σημαντική. Τι διάστημα είναι αυτό που χωρίζει τον άνθρωπο από τους συνανθρώπους του και τον αφήνει μόνο; Ανακάλυψα ότι όσο και να κουράσει κανείς τα πόδια του, δεν πρόκειται να έρθει πιο κοντά στον άλλο στο μυαλό. Σε τι επιθυμούμε να κατοικούμε πιο κοντά; Οπωσδήποτε όχι στους πολλούς ανθρώπους, ούτε στο σταθμό του τρένου, στο ταχυδρομείο, ούτε στο καπηλειό, στο δημαρχείο, το σχολείο ή το μπακάλικο, ούτε στο Μπήκον Χιλ ή στο Φάιβ Πόιντς , εκεί όπου συναθροίζεται ο περισσότερος κόσμος, αλλά στην αιώνια πηγή της ζωής μας, την οποία μας έχουν δείξει όλες μας οι εμπειρίες, όπως η ιτιά στέκεται δίπλα στο νερό και στέλνει τις ρίζες της προς την κατεύθυνσή του. Ο τόπος αυτός διαφέρει ανάλογα με το χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου, πάντοτε όμως αποτελεί το σημείο όπου ο συνετός θα σκάψει το κελάρι του…

Ένα βράδυ, στο δρόμο του Ουόλντεν, πρόφτασα ένα συχωριανό μου που οδηγούσε ένα ζευγάρι γελάδια στην αγορά. Ήταν ένας από εκείνους που είχαν φτιάξει αυτό που λένε «καλή περιουσία» – αν και δεν κατάλαβα ποτέ με ποια έννοια ήταν «καλή». Με ρώτησε πώς άντεξα να παρατήσω τόσο πολλές από τις ανέσεις της ζωής. Τον βεβαίωσα, χωρίς να αστειεύομαι, ότι ήμουν αρκούντως ικανοποιημένος από τη ζωή που έκανα. Κι έτσι γύρισα εγώ σπίτι, στο ζεστό μου κρεβάτι, και τον άφησα να συνεχίσει κουτσά στραβά το δρόμο του μέσα στο σκοτάδι και τη λάσπη ως το Μπράιτον – τη φωτεινή πόλη όπου θα έφτανε το επόμενο πρωί. […]

Το βρίσκω υγιές να μένω μόνος τον περισσότερο καιρό. Ακόμη και η καλύτερη παρέα σύντομα κουράζει και αποδυναμώνει. Αγαπώ τη μοναξιά. Δε βρήκα ποτέ καλύτερο σύντροφο από αυτήν. Τις περισσότερες φορές νιώθουμε πιο μόνοι όταν βγαίνουμε έξω και βρισκόμαστε ανάμεσα σε ανθρώπους, παρά όταν μένουμε στο δωμάτιό μας. Κάποιος που σκέφτεται ή δουλεύει είναι πάντα μόνος, όπου κι αν βρίσκεται. Η μοναξιά δε μετριέται από την απόσταση ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και τους συνανθρώπους του. Ο πραγματικά φιλόπονος σπουδαστής σε κάποιο από τα πολύβουα μελίσσια του κολεγί¬ου του Κέιμπριτζ είναι τόσο μόνος, όσο κι ένας δερβίσης στην έρημο. Ο αγρότης μπορεί να δουλεύει όλη μέρα ολομόναχος στο χωράφι ή στο δάσος, οργώνοντας ή κόβοντας ξύλα, χωρίς να νιώσει μοναξιά, γιατί ασχολείται με κάτι. Όταν όμως γυρίζει σπίτι του τη νύχτα δεν μπορεί να καθίσει μόνος στο δωμάτιο, στο έλεος των σκέψεών του, αλλά πρέπει να πάει κάπου όπου θα μπορεί να «δει κόσμο», να ψυχαγωγηθεί και, όπως πιστεύει, να ανταμειφθεί για τη μοναξιά της ημέρας. Κι έτσι απορεί που ο φοιτητής μπορεί και κάθεται ολομόναχος στο σπίτι όλη νύχτα και το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας χωρίς να νιώθει πλήξη και μελαγχολία. Δεν μπορεί να καταλάβει πως ο φοιτητής, παρ’ όλο που είναι κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους, εξακολουθεί να δουλεύει στο δικό του χωράφι και να κόβει ξύλα στο δικό του δάσος, όπως ακριβώς έκανε και ο αγρότης, κι επομένως αναζητά κι εκείνος την ίδια ψυχαγωγία και την ίδια παρέα, αν και η δική του μπορεί να έχει πιο συμπυκνωμένη μορφή.

Συνήθως οι παρέες των ανθρώπων είναι πολύ ευτελείς. Τα διαλείμματα μεταξύ των συναντήσεών μας είναι πολύ σύντομα κι έτσι δεν έχουμε αρκετό χρόνο ώστε να αποκτήσει ο ένας κάποια καινούργια αξία για τον άλλο. Συναντιόμαστε στα γεύματα, τρεις φορές την ημέρα, και προσφέρουμε ο ένας στον άλλο μια καινούργια γεύση του μουχλιασμένου τυριού που είναι ο καθένας μας. Έχουμε αναγκαστεί να συμφωνήσουμε σε κάποιους κανόνες ευγένειας, τους λεγόμενους «τρόπους καλής συμπεριφοράς», έτσι ώστε να γίνουν ανεκτές οι συχνές αυτές συναντήσεις και να αποφευχθούν οι ανοιχτές συγκρούσεις. Συναντιόμαστε στο ταχυδρομείο, στις κοινωνικές συναθροίσεις, κάθε βράδυ μπροστά στο τζάκι. Ζούμε σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον, εμποδίζουμε, σκοντάφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο και πιστεύω ότι έτσι χάνουμε κάτι από το σεβασμό μας για τον άλλο. Οπωσδήποτε, οι λιγότερο συχνές συναντήσεις θα επαρκούσαν για κάθε σημαντική και εγκάρδια επικοινωνία. […] Θα ήταν καλύτερα αν υπήρχε παντού ένας μόνο κάτοικος ανά τετραγωνικό μίλι, όπως συμβαίνει εδώ που ζω εγώ. Η αξία του ανθρώπου δε βρίσκεται στην επιδερμίδα του, ώστε να πρέπει διαρκώς να τον αγγίζουμε. […]

Εγώ, πάντως, έχω μεγάλη παρέα στο σπίτι μου. Ειδικά τα πρωινά, όταν δεν έρχεται κανείς. Επιτρέψτε μου να κάνω μερικές συγκρίσεις, μήπως και κάποια από αυτές σας δώσει μια ιδέα της κατάστασής μου. Δε νιώθω μεγαλύτερη μοναξιά απ’ το νυχτοπούλι της λίμνης που γελά τόσο δυνατά, ή από την ίδια τη λίμνη Ουόλντεν. Πείτε μου παρακαλώ, τι είδους συντροφιά έχει η λίμνη; Καμία. Κι όμως, τα βαθυγάλανα νερά της δεν κρύβουν μέσα τους γαλάζιους διαβόλους, αλλά γαλάζιους αγγέλους. Ο ήλιος είναι κι αυτός μόνος, εκτός από τις μέρες με πολλή υγρασία, τότε που φαίνεται διπλός, ο ένας όμως από τους δύο είναι ψεύτικος, οφθαλμαπάτη. Ο Θεός είναι μόνος – ο διάβολος, όμως, κάθε άλλο. Εκείνος έχει μπόλικη συντροφιά: τις λεγεώνες των δαιμόνων του. Δε νιώθω περισσότερη μοναξιά από ένα μοναχικό φλόμο ή από ένα άγριο ραδίκι στο βοσκότοπο, από ένα φύλλο φασολιάς, από ένα λάπαθο, μια αλογόμυγα ή μια ταπεινή μέλισσα. Δε νιώθω περισσότερη μοναξιά από το μύλο του Κόνκορντ, από έναν ανεμοδείκτη, από το αστέρι του βορρά, από το νοτιά, από μια απριλιάτικη μπόρα ή από το λιώσιμο των πάγων το Γενάρη, από την πρώτη αράχνη σ’ ένα καινούργιο σπίτι.»

Το “Walden ή η Ζωή στο Δάσος” του Henry David Thoreau είναι σε μετάφραση του Βασίλη Αθανασιάδη. Για την επιλογή των αποσπασμάτων και την παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι, Μάιος 21.

Ο Χένρι Ντέιβιντ Θόρω και το Walden ή Η Ζωή στο Δάσος. Άγαλμα του Θόρω στη λίμνη Ουόλντεν / H. D. Thoreau's statue

Tags: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *