Μαρκ Τουέιν: Ανθολογία χιουμοριστικών και σατιρικών κειμένων

Enter the rabbit's lair...

Μαρκ Τουέιν. Ανθολογία χιούμορ και σάτιρας. Παρουσίαση: το φονικό κουνέλι / Humour and satire in Mark Twain's books

Για έναν μαθητή του Δημοτικού στα χρόνια της δεκαετίας του 90, το σαββατιάτικο πρωινό σήμαινε ένα πράγμα: μαραθώνιος κινουμένων σχεδίων στην τηλεόραση. Ήταν μια συνήθεια που ο συγκεκριμένος μαθητής τηρούσε ευλαβικά, ανοίγοντας την τηλεόραση στις 8 το πρωί και βλέποντας ασταμάτητα κινούμενα σχέδια ως τις 12. Μα εκείνο το πρωινό Σαββάτου ήταν διαφορετικό… ο συγκεκριμένος μαθητής το θυμάται λες και ήταν χθες: αντί να σηκωθεί, επέλεξε να παραμείνει κουκουλωμένος στο κρεβάτι του. Μήπως ήταν άρρωστος;… Όχι. Είχε όμως συμβεί το αδιανόητο: είχε βρεθεί μια απασχόληση ικανή να τον κρατήσει στο κρεβάτι του και να τον αποσπάσει από την πρωινή συντροφιά της τηλεόρασης.

Ο μαθητής παρέμενε ξύπνιος μέσα στο κρεβάτι του – μα δεν άνοιγε τα παντζούρια να μπει το φως του ήλιου. Είχε κουκουλωθεί στα παπλώματα σαν τυφλοπόντικας. Στο ένα χέρι του κρατούσε έναν αναμμένο φακό. Στο άλλο χέρι… ένα ανοιχτό βιβλίο. Ο μαθητής διάβαζε το βιβλίο μέσα στο κρεβάτι, φωτίζοντας τις σελίδες με τον φακό. Ήταν μια μοναδική, μια ιερή εμπειρία, μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Αν ένα βιβλίο φέρει τη δύναμη να σε κερδίσει από τη συντροφιά των σαββατιάτικων κινουμένων σχεδίων… τότε πρόκειται για κάτι παντοδύναμο, μα την αλήθεια.

Αυτό το βιβλίο λεγόταν: «Οι Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ». Συγγραφέας του ήταν ο κύριος Μαρκ Τουέιν.

Ο μαθητής αγάπησε παράφορα το βιβλίο και τους νεαρούς πρωταγωνιστές του. Τον επόμενο καιρό γέμιζε τα τετράδιά του με ζωγραφιές του Τομ Σόγιερ και του φιλαράκου του, Χάκλμπερι Φινν – δυο παιδιά που είχαν ατημέλητη εμφάνιση, φορούσαν μεγάλα καπέλα και είχαν ζήσει έναν αιώνα πριν. Ονειρευόταν νυχτερινές εξορμήσεις σε απαγορευμένα σπήλαια και νησιά με θησαυρούς. Στο βάθος της φαντασίας του δέσποζε μια άλλη Μπέκυ – κάποια συμμαθήτριά του, στην οποία θα ήθελε πολύ να εξομολογηθεί τον έρωτά του, όπως έκανε ο ήρωάς του, Τομ.

Ο μαθητής μεγάλωσε. Σε κάποια πράγματα, τουλάχιστον. Σε άλλα όχι τόσο. Και απόψε, αρκετά χρόνια μετά, καταθέτει ένα μεγάλο αφιέρωμα στον συγγραφέα του βιβλίου, Μαρκ Τουέιν, μέσα από το ιστολόγιό του. Το ιστολόγιο φέρει το όνομα «Το Φονικό Κουνέλι» – ένα όνομα μάλλον παράξενο, θα έλεγε κάποιος, για μια σελίδα που καταπιάνεται με θέματα λογοτεχνίας και τέχνης. Μα ο Μαρκ Τουέιν θα καταλάβαινε – και θα ενέκρινε αυτό το όνομα, είμαι απολύτως βέβαιος. Ο Μαρκ Τουέιν γνώριζε περισσότερο από κάθε άλλο συγγραφέα της γενιάς του τι σημαίνει «σάτιρα» και ποια είναι η σημασία της.

Αυτό, λοιπόν, είναι ένα αφιέρωμα στη χιουμοριστική και σατιρική πλευρά του μεγάλου αμερικανού συγγραφέα. Μια πτυχή που κάποιες φορές διέφευγε από τον υπογράφοντα, σαν διάβαζε τις ιστορίες του όταν ήταν παιδί… μα αυτές οι ιστορίες δεν προορίζονταν μόνο για παιδιά. Ο Μαρκ Τουέιν ήταν ένας αλητάμπουρας με αριστοκρατική καρδιά. Ένας ροκ σταρ πριν την εμφάνιση της ροκ. Η σάτιρά του δεν σεβόταν ιερά και όσια – καμία κοινωνική υποκρισία δεν άντεχε μπρος στο ξεσπάθωμα της πένας του. Ήταν ένα μικρό παιδί με ένα μεγάλο μουστάκι που αποκάλυπτε, γελώντας, πως «ο βασιλιάς είναι γυμνός».

Στο αφιέρωμα συμπεριλαμβάνω ορισμένα αγαπημένα αποσπάσματα από πλήθος κειμένων, χωρισμένα σε ενότητες. Όλη η χιουμοριστική και σατιρική πλευρά του συγγραφέα ξετυλίγεται εδώ. Μεταξύ άλλων, θα δούμε: τις ξεκαρδιστικές περιγραφές του Μαρκ Τουέιν από την περίοδο που προσπαθούσε να μάθει ποδήλατο· την σατιρική απεικόνιση του εμπορικού πνεύματος των συμπατριωτών του από τα ταξίδια του στην Ευρώπη· την αδυσώπητη περιγραφή του κόσμου της δημοσιογραφίας των καιρών του· τα σχόλιά του γύρω από τα θρησκευτικά ήθη και τις δεισιδαιμονίες του Μεσαίωνα, όπως τα κατέθεσε στα κλασικά του μυθιστορήματα «Πρίγκιπας και Φτωχός» και «Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην Αυλή του Βασιλιά Αρθούρου».

Θα πάρουμε επίσης μια γεύση από την προσπάθεια του συγγραφέα να αντιμετωπίσει ένα κρυολόγημα και από τις απόψεις του γύρω από το κάπνισμα. Και άλλα.

Όπως καταλαβαίνεις, αναγνώστη, αυτή δεν είναι ανάρτηση «της ατάκας», σαν εκείνες που κατακλύζουν τα social media. Αγαπούμε πολύ τη λογοτεχνία και τη γραφή του Μαρκ Τουέιν για να την περιορίσουμε σε φαστφουντάδικες αναρτήσεις-με-ατάκες-των-τριών-δευτερολέπτων. Και αν αγαπώ κάτι, καταθέτω χρόνο γι’ αυτό. Καταθέτω κείμενα μιας κάποιας έκτασης. Και αυτόν εδώ τον κύριο… τον αγαπώ πραγματικά.

Αυτή η παρουσίαση, λοιπόν, είναι ένας φόρος τιμής σε έναν πολύ αγαπημένο συγγραφέα. Έναν συγγραφέα που μου φανέρωσε, για πρώτη φορά, τη δύναμη των βιβλίων: αν κατορθώνει ένα βιβλίο να σε αποσπάσει από τα κινούμενα σχέδια του σαββατιάτικου πρωινού και να σε καθηλώσει κουκουλωμένο στο κρεβάτι σου… αυτό, να ξέρεις, είναι μεγάλο πράγμα.

Μαρκ Τουέιν, Οι Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ / Mark Twain, The Adventures of Tom Sawyer

Μετά την επιδημία. Ένα απόσπασμα από τον «Τομ Σόγιερ»

Είναι αδύνατο να ξεκινήσω την παρουσίαση με κάποιο άλλο βιβλίο. Ο Τομ Σόγιερ [Mark Twain, “The Adventures of Tom Sawyer”, 1876] παραμένει ο εμβληματικότερος ήρωας του Μαρκ Τουέιν και οι περιπέτειές του συνιστούν ένα από τα σημαντικότερα έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας.

Το απόσπασμα που παραθέτω μοιάζει με μια γεμάτη μπουκιά σοκολάτας. Είναι μικρό, απολαυστικό και αμαρτωλό. Ξετυλίγει σε δυο παραγράφους όλες κι όλες το υπέροχο ανατρεπτικό πνεύμα του Μαρκ Τουέιν. Αποκαλύπτει επίσης γιατί είναι πάντα καλύτερο να διαβάζουμε το ολοκληρωμένο έργο και όχι τις άφθονες διασκευές του – αποσπάσματα όπως το ακόλουθο απουσιάζουν από τις δεύτερες… και μαζί με αυτά χάνεται ένα σημαντικό μέρος της σάτιρας του συγγραφέα. Η μετάφραση είναι του Ι. Ι. Καλαϊτζή.

«Τέλος ήρθε και η ιλαρά. Δυο βδομάδες ο Τομ έμεινε σαν φυλακισμένος στο κρεβάτι του και χάθηκε από τον κόσμο. Όταν επί τέλους σηκώθηκε στα πόδια του κι έκανε την πρώτη του βόλτα στο χωριό, του φάνηκαν όλοι και όλα σαν να είχαν πάθει κάποια τρομερή αλλαγή. Όλοι είχαν γίνει πιο θρήσκοι, όχι μόνο οι μεγάλοι, αλλά ακόμα και τα παιδιά. Ο Τομ τριγύριζε εδώ κι εκεί, ελπίζοντας να βρει κανένα ευλογημένο αμαρτωλό πρόσωπο, παντού όμως συναντούσε απογοήτευση.

Βρήκε τον Τζο Χάρπερ να διαβάζει την Καινή Διαθήκη κι έτρεξε μακριά από το θέαμα αυτό που του έφερνε στενοχώρια. Έψαξε να δει τον Μπεν Ρότζερς και τον βρήκε να πηγαίνει για επίσκεψη στους φτωχούς μ’ ένα καλάθι θρησκευτικά φυλλάδια. Έτρεξε να βρει τον Τζιμ Χόλλις αλλά κι αυτός του επέστησε την προσοχή στην τελευταία επιδημία της ιλαράς και του εξήγησε ότι αυτό ήταν μια προειδοποίηση από το Θεό για να μετανοήσουν. Όλοι, όσους συναντούσε, πρόσθεταν και κάτι στη στενοχώρια του• και όταν, πάνω στην απελπισία του, θέλησε να καταφύγει στον Χάκλμπερρυ Φίνν, κι αυτός τον υποδέχτηκε μ’ ένα ρητό από το Ευαγγέλιο, τότε η καρδιά του ράγισε και τράβηξε για το σπίτι του με τη συναίσθηση ότι μόνος αυτός, μέσα στο χωριό, ήταν χαμένος για πάντα.»

Μαρκ Τουέιν, Δαμάζοντας το Ποδήλατο / Mark Twain, Taming the Bicycle

Μαθαίνοντας ποδήλατο

Στο ακόλουθο απόσπασμα ο Μαρκ Τουέιν εξιστορεί την ενδιαφέρουσα εμπειρία του από τον καιρό που μάθαινε ποδήλατο. Αξίζει να θυμίσουμε πως βρισκόμαστε στον 19ο αιώνα – τα ποδήλατα των καιρών ήταν εκείνα με την πελώρια μπροστινή ρόδα και τη μικροσκοπική πίσω ρόδα… ασύγκριτα δυσκολότερα στην οδήγηση και τη διατήρηση ισορροπίας, σε σχέση με τα μετεγενέστερα μοντέλα…

Όσοι ανάμεσά μας έχουμε γνωρίσει τις χαρές της εκμάθησης της τέχνης της ποδηλασίας θα νιώσουμε.

«Αφού φτάσεις στο σημείο εκείνο της ποδηλασίας, όπου μπορείς πια να ισορροπείς το ποδήλατο υποφερτά, να το προωθείς και να χειρίζεσαι καλά το δοιάκι [τιμόνι], έρχεται τώρα το επόμενο στάδιο — πώς να το καβαλάς. Το κάνεις με τον εξής τρόπο: τρέχεις ξοπίσω του χοροπηδώντας στο δεξί σου πόδι, αφήνοντας το άλλο πάνω στον αναβατήρα, και σφίγγοντας με τα χέρια σου το δοιάκι. Μόλις δοθεί το σύνθημα, στέκεσαι πάνω στον αναβατήρα, τεντώνεις το αριστερό σου πόδι, κρεμάς το δεξί σου γύρω στον αέρα με ένα γενικό και αόριστο τρόπο, γέρνεις το στομάχι πάνω στο πίσω μέρος της σέλας, και μετά… πέφτεις, ίσως από τη μια μεριά, ίσως από την άλλη, δεν έχει σημασία, πάντως πέφτεις. Σηκώνεσαι και το ξανακάνεις• κι άλλη μία φορά• και μετά πολλές φορές. […]

Άλλες έξι προσπάθειες κι άλλες έξι ακόμα πτώσεις σε κάνουν δεξιοτέχνη. Προσγειώνεσαι άνετα πάνω στη σέλα, την επόμενη φορά, και εκεί μένεις — αν δηλαδή σ’ ευχαριστεί να αφήσεις τα κανιά σου αιωρούμενα και τα πεντάλια ελεύθερα για λίγο• αν όμως αρπάξεις αμέσως τα πεντάλια, πάλι έφυγες. Σύντομα, βεβαίως, μαθαίνεις να περιμένεις λίγο και να τελειοποιείς την ισορροπία σου, προτού απλώσεις τα πόδια σου για τα πεντάλια• τότε έχει κατακτηθεί η τέχνη του αναβάτη, έχει γίνει η δεύτερη φύση σου, και με λίγη πρακτική εξάσκηση θα γίνει μια απλή και εύκολη υπόθεση για σένα, αν και καλά θα κάνουν οι θεατές να κρατάνε κάνα δυο μέτρα απόσταση ασφαλείας από τη μια μεριά, απ’ τις δυο στην αρχή, στην περίπτωση βέβαια που δεν έχεις κάτι εναντίον τους.

Κι ερχόμαστε τώρα στο εκούσιο ξεκαβαλίκεμα• το άλλο το έμαθες πρώτο πρώτο. Είναι πανεύκολο να πεις στον άλλο πώς να κάνει το εκούσιο ξεκαβαλίκεμα• λίγες οι λέξεις, απλή η απαιτούμενη προσπάθεια και φαινομενικά όχι δύσκολη• άσε το αριστερό σου πεντάλ να κατέβει, ώσπου το αριστερό σου πόδι να είναι σχεδόν τεντωμένο, στρίψε τη ρόδα σου αριστερά, και κατέβα όπως θα αφίππευες. Ακούγεται βέβαια πανεύκολο• έλα που δεν είναι. Δεν ξέρω γιατί δεν είναι, πάντως δεν είναι. Όσο κι αν προσπαθήσεις, δεν κατεβαίνεις όπως από ένα άλογο, κατεβαίνεις όπως από ένα σπίτι που έχει αρπάξει φωτιά. Γίνεσαι ρόμπα κάθε φορά.

Από το αφήγημα «Δαμάζοντας το Ποδήλατο». Μετάφραση: Παντελής Ανδρικόπουλος.

Ο αμερικανός συγγραφέας Μαρκ Τουέιν / Mark Twain, american author

Η αναγκαιότητα ενός δασκάλου

Μένουμε στο αφήγημα «Δαμάζοντας το ποδήματο» – και εδώ ο συγγραφέας αναγνωρίζει την αναγκαιότητα των δασκάλων…

«Ο αυτοδίδακτος σπανίως γνωρίζει οτιδήποτε σωστά, και δεν σκαμπάζει ούτε το ένα δέκατο απ’ όσα θα μάθαινε με δασκάλους• άσε που κοκορεύεται πως τα έμαθε μονάχος του και παρασύρει άλλους άμυαλους να τον μιμηθούν. Υπάρχον εκείνοι που φαντάζονται πως οι ατυχίες της ζωής – οι «εμπειρίες» της ζωής – μας είναι κατά κάποιο τρόπο χρήσιμες. Μακάρι να μπορούσα να μάθω πώς συμβαίνει αυτό. Δεν γνώρισα ποτέ μια από αυτές που να συνέβη δύο φορές. Εναλλάσσονται πάντοτε, σαρώνουν το σύμπαν σου και σε χτυπάνε στο αδύνατο σημείο σου: την άπειρα πλευρά σου.

Αν η προσωπική εμπειρία έχει μια κάποια αξία ως εκπαίδευση, είναι μάλλον απίθανο ότι θα μπορούσες να μπερδέψεις τον Μαθουσάλα• κι όμως, αν εκείνος ο αρχαίος αιωνόβιος μπορούσε να γυρίσει εδώ, είναι παραπάνω από πιθανό ότι ένα από τα πρώτα πράγματα που θα έκανε θα ήταν να πιάσει ένα από κείνα τα ηλεκτροφόρα καλώδια, να το δέσει κόμπο και να μπουρδουκλωθεί μόνος του. Βέβαια, το πλέον ασφαλές και το πλέον συνετό θα ήταν να ρωτήσει κάποιον αν ήταν ή όχι σωστό να πιάσει το καλώδιο. Αυτό, όμως, δεν θα του ταίριαζε• θα ήταν ένας από τους αυτοδίδακτους που πορεύονται εμπειρικά• θα ήθελε να ερευνήσει το πράγμα ιδίαις χερσίν. Και θα ανακάλυπτε, προς γνώσιν και συμμόρφωσίν του, μετά την ηλεκτροπληξία, ότι όποιος καεί με το χυλό φυσά και το γιαούρτι. Και θα του ήταν όντως πολύ χρήσιμο, και θα παρατούσε την εκπαίδευσή του σώος και αβλαβής, ώσπου να επανέλθει, κάποτε, και να αρχίσει τις κλοτσιές σε κάνα κουτί με δυναμίτη για να μάθει τι στα κομμάτια έχει μέσα.

Αλλά, ξεφύγαμε από το θέμα μας. Όπως και να ‘χει, βρες ένα δάσκαλο• γλιτώνεις χρόνο και αλοιφή Ποντς.»

Ο Μαρκ Τουέιν στο γραφείο του / Mark Twain at his desk, writing

Όταν οι κακές πράξεις φέρνουν καλά αποτελέσματα

«Ήταν μια φορά ένα κακό αγόρι που το έλεγαν Τζιμ, αν και – δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει – όλα τα κακά αγόρια τα λένε σχεδόν πάντοτε Τζέιμς, στα βιβλία του κατηχητικού. […]

Μια φορά, λοιπόν, αυτό το κακό παιδί έκλεψε το κλειδί του κελαριού, γλίστρησε εκεί μέσα και καταβρόχθισε μπόλικη μαρμελάδα. Έπειτα γέμισε το βάζο ως πάνω με πίσσα για να μη μυριστεί τη διαφορά η μάνα του• ωστόσο, δεν ένιωσε αμέσως ένα φοβερό συναίσθημα και δεν φάνηκε κάτι να του ψιθυρίσει στ’ αυτί: «Είναι σωστό να παρακούς τη μητέρα σου; Δεν είναι αμάρτημα αυτό; Πού πάνε τα κακά παιδιά που αρπάζουν τη μαρμελάδα της καλής τους της μητέρας;» Και δεν γονάτισε ολομόναχος και δεν υποσχέθηκε πως δεν θα είναι πια κακό παιδί από δω και πέρα, και δεν σηκώθηκε με καρδιά ξαλαφρωμένη και γιομάτη ευτυχία, και δεν πήγε και τα είπε όλα στη μητέρα του, και της ζήτησε συγχώρεση και εκείνη τον συγχώρεσε με δάκρυα χαράς και περηφάνιας στα μάτια.

Ε, ναι λοιπόν, τίποτε τέτοιο δεν συνέβη• αυτά συμβαίνουν σε όλα τα άλλα κακά παιδιά, στα βιβλία• αλλά με τούτον δω τον Τζιμ έγιναν διαφορετικά, όσο κι αν ακούγεται παράξενο. Καταβρόχθισε εκείνη τη μαρμελάδα, και είπε πως αυτό ήταν μαγκιά, με τον αμαρτωλό και πρόστυχο τρόπο του – και έπειτα έβαλε την πίσσα και είπε πως κι αυτό ήταν μαγκιά, και γέλασε, και παρατήρησε ότι «η γριά θα μπήξει τις φωνές», όταν το ανακαλύψει• και όταν πράγματι το ανακάλυψε τον τσάκισε στο ξύλο με το βούρδουλα και έμπηξε αυτός τις φωνές. Όλα ήταν περίεργα με αυτό το αγόρι — όλα κατέληγαν διαφορετικά απ’ ό,τι συνέβαινε με τους κακούς Τζέιμς των βιβλίων.»

Από την «Ιστορία του Κακού Αγοριού που Καλοπέρασε». Μαρκ Τουέιν: «Ανθολόγιον». Μετάφραση: Παντελής Ανδρικόπουλος.

Το Ημερολόγιο του Αδάμ και της Εύας, του Μαρκ Τουέιν / The Private Life of Adam and Eve, by Mark Twain

Η πρώτη πατάτα. Απόσπασμα από το «Ημερολόγιο του Αδάμ και της Εύας».

Ακολουθεί ένα πέρασμα από το απολαυστικό «Ημερολόγιο του Αδάμ και της Εύας» [Mark Twain, “The Diary of Adam and Eve”, 1905]. Το κείμενο παρακολουθεί την πορεία των πρωτόπλαστων, όπως την κατέγραψαν στα ημερολόγιά τους και ανήκει στα πλέον αξιομνημόνευτα του συγγραφέα. Η μετάφραση είναι της Αλεξάνδρας Δημητριάδη.

Το απόσπασμα καταρρίπτει έναν προαιώνιο μύθο – και αποκαλύπτει επιτέλους ποια ήταν η αλήθεια γύρω από το περιβόητο «απαγορευμένο μήλο»…!

«Η Εύα κατηγορεί εμένα ότι είμαι η αιτία της καταστροφής μας!» είπε ο Αδάμ. «Λέει, με φανερή ειλικρίνεια κι εντιμότητα, ότι ο Όφις τη διαβεβαίωσε ότι ο απαγορευμένος καρπός δεν ήταν μήλο, αλλά πατάτα. Εγώ τότε είπα ότι ήμουν αθώος, καθώς δεν είχα φάει καθόλου πατάτες. Είπε ότι ο Όφις την πληροφόρησε ότι “πατάτες” ήταν μεταφορικός όρος, και σήμαινε εν προκείμενο το παλιό ή άνοστο αστείο.

Χλόμιασα• έλεγα πολλά αστεία για να περάσω την ώρα μου, και μερικά από αυτά θα μπορούσαν να είναι τέτοιου είδους, αν και, ειλικρινά, όταν τα έλεγα, υπέθετα ότι ήταν πρωτότυπα. Με ρώτησε αν είχα πει κάποιο αστείο την ώρα ακριβώς της καταστροφής. Ήμουν υποχρεωμένος να παραδεχτώ ότι είχα πει ένα τέτοιο αστείο στον εαυτό μου, αν και όχι φωναχτά. Το εξής:

Σκεφτόμουν τους Καταρράκτες και είπα μέσα μου: “Πόσο όμορφα είναι να βλέπεις αυτό τον τεράστιο όγκο νερού να κατρακυλάει εκεί κάτω!” και αμέσως, μια λαμπρή ιδέα άστραψε στο μυαλό μου, και την άφησα να βγει, λέγοντας: “Θα ήταν ακόμα πιο όμορφα να το βλέπεις να κατρακυλά προς τα πάνω!” – κι ετοιμαζόμουν να σκάσω στα γέλια όταν ο πόλεμος και ο θάνατος ξέσπασαν σε όλη την πλάση κι εγώ έπρεπε να το βάλω στα πόδια για να σώσω τη ζωή μου.

«Ορίστε» είπε θριαμβευτικά η Εύα «αυτό ακριβώς είναι. Ο Όφις μου ανέφερε αυτό ακριβώς το αστείο, και το ονόμασε Η Πρώτη Πατάτα, και είπε ότι ήταν τόσο παλιό όσο και η δημιουργία».

«Αλίμονο, είμαι αξιοκατάκριτος. Μακάρι να μην ήμουν τόσο πνευματώδης. Ω, ας μην είχα κάνει ποτέ αυτή τη λαμπρή σκέψη!»

Πρίγκιπας και Φτωχός, του Μαρκ Τουέιν / The Prince and the Pauper, by Mark Twain

Οι μάγισσες και ο σατανάς. Ένα απόσπασμα από το «Ο Πρίγκιπας και ο Φτωχός».

Να που καταφτάσαμε και σε ένα από τα κλασικότερα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Ο «Πρίγκιπας και ο Φτωχός» [Mark Twain, “The Prince and the Pauper”, 1881] έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές και έχει διασκευαστεί σε κάθε δυνατό μέσο. Η ιστορία των παιδιών που έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό και αποφάσισαν να «ανταλλάξουν ρόλους», υποδυόμενος ο ένας τον πρίγκιπα και ο άλλος τον φτωχό, αποτελεί ίσως την πεμπτουσία του έργου του Μαρκ Τουέιν: είναι ίσως το τέλειο «παιδικό μυθιστόρημα». Σε εισαγωγικά, καθώς η σάτιρα του Μαρκ Τουέιν δεν στοχεύει στον κόσμο των παιδιών, μα στον κόσμο των ενηλίκων…

Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, σε μετάφραση Φώντα Κονδύλη. Ο Τομ, υποδυόμενος τον πρίγκιπα, βρίσκεται στο παλάτι και δέχεται τις επισκέψεις των αυλικών του. Μέχρι που κάποια στιγμή…

«Με διαταγή έφεραν μπροστά στον Τομ, τρομοκρατημένα, τα δυο εκείνα πλάσματα, που έκλαιγαν με αναφιλητά.

— Τι έκαναν αυτές; ρώτησε το δικαστή.

— Ένα τρομερό έγκλημα τις βαραίνει, Μεγαλειότατε, που αποδείχτηκε πέρα για πέρα. Κρίθηκαν ένοχες γι’ αυτό και, σύμφωνα με το νόμο, καταδικάστηκαν να πάνε στην κρεμάλα. Πούλησαν την ψυχή τους στο σατανά! Αυτό είναι το έγκλημά τους.

Ανατρίχιασε ο Τομ. Του είχαν μάθει να απεχθάνεται όσους έκαναν αυτό το απαίσιο πράγμα. Παρ’ όλ’ αυτά, θέλοντας να ικανοποιήσει την περιέργειά του, ρώτησε:

— Που έγινε αυτό; Και πότε;

— Ήταν μεσάνυχτα, Μεγαλειότατε. Σε μια ερειπωμένη εκκλησία, το Δεκέμβριο που μας πέρασε.

Ο Τομ και πάλι ανατρίχιασε.

— Βρισκόταν κανείς εκεί;

— Μόνο αυτές οι δυο, Μεγαλειότατε… κι ο σατανάς!

— Ομολόγησαν;

— Όχι, Μεγαλειότατε. Και μάλιστα το αρνούνται.

— Τότε; Πώς έγινε γνωστό αυτό;

— Μερικοί μάρτυρες τις είδαν να πηγαίνουν, Μεγαλειότατε. Αυτό τους έβαλε σε υποψία, που ήρθαν έκτοτε να την επιβεβαιώσουν και να τη δικαιολογήσουν τα γεγονότα. Συγκεκριμένα, αποδείχτηκε ότι μέσα απ’ τη δύναμη που απέκτησαν, πουλώντας την ψυχή τους στο σατανά, προκάλεσαν μια καταιγίδα που ρήμαξε όλη την περιοχή. Την καταιγίδα επιβεβαίωσαν πάνω από σαράντα μάρτυρες, και ειν’ αλήθεια πως θα μπορούσαν και χίλιοι να την επιβεβαιώσουν, γιατί δεν ήταν δυνατόν να την ξεχάσουν απ’ τις τόσες ζημιές που έπαθαν.

Ο Τομ, αφού στριφογύρισε για λίγο στο μυαλό του αυτή τη σκοτεινή ιστορία αγυρτείας, είπε:

— Πρόκειται ασφαλώς για σοβαρή υπόθεση. Έπαθε ζημιές και η ίδια η γυναίκα από την καταιγίδα;

Κάμποσα γηραλέα κεφάλια ανάμεσα στην ομήγυρη κούνησαν επιδοκιμαστικά για τη σοφία της ερώτησης αυτής. Ο διχαστής πάντως δεν είδε τίποτε το πονηρό στην ερώτηση. Απάντησε λοιπόν με μακάρια αφέλεια:

— Μάλιστα, Μεγαλειότατε, και καλά να πάθει. Το σπίτι της γκρεμίστηκε εκ θεμελίων κι έμεινε άστεγη κι αυτή και η κόρη της.

— Μου φαίνεται πως αγόρασε πολύ ακριβά τη δύναμη να κάνει τόσο κακό στον εαυτό της. […] Τι ηλικίας είναι το παιδί; ρώτησε ο Τομ.

— Εννέα χρονών, Μεγαλειότατε.

— Σύμφωνα με τους νόμους της Αγγλίας, Εξοχότατε, ρώτησε ο Τομ γυρίζοντας σ’ ένα νομομαθή της Αυλής, μπορεί τάχα ένα παιδί να συμφωνήσει να πουλήσει είτε το σώμα του είτε την ψυχή του;

— Ο νόμος δεν επιτρέπει σ’ ένα παιδί, Μεγαλειότατε, να κάνει οποιαδήποτε πράξη εξαγοράς, δεδομένου ότι δε διαθέτει την ωριμότητα ν’ ανταποκριθεί στις πονηρίες των μεγαλυτέρων του. Ο σατανάς τώρα μπορεί να εξαγοράσει ένα παιδί, αν το παιδί το επιθυμεί και συμφωνήσει σ’ αυτό, μα όχι κι ένας ενήλικος. Στην τελευταία ταύτη περίπτωση η συμφωνία θεωρείται άκυρη κι ανίσχυρη.

— Μου φαίνεται πολύ αντιχριστιανικό και δόλιο ν’ αρνείται ο αγγλικός νόμος ορισμένα προνόμια στους Άγγλους και να τα επιτρέπει στο σατανά! φώναξε ο Τομ με δίκαιη αγανάκτηση.»

Ο Μαρκ Τουέιν σε σκίτσο εποχής / Mark Twain drawing

Η χαρά του να έχεις γείτονα που εξασκείται σε κάποιο μουσικό όργανο

«Αν τον γείτονά σου τον ευχαριστεί να σπάει την ιερή και απαραβίαστη ηρεμία της νύχτας με το ρουθούνισμα ενός ανόσιου τρομπονιού, καθήκον σου είναι να υπομείνεις την άθλια μουσική του και προνόμιό σου να τον οικτίρεις για το ατυχές ορμέμφυτο που τον ωθεί να αρέσκεται σε τόση κακοφωνία. Δεν σκεφτόμουν ανέκαθεν έτσι: ετούτη η έγνοια για τους ερασιτέχνες μουσικούς γεννήθηκε από ορισμένες δυσάρεστες προσωπικές εμπειρίες, που ακολούθησαν την ανάπτυξη ενός παρόμοιου ορμέμφυτου σε μένα τον ίδιο.

Αυτός, λοιπόν, ο απέναντι διάολος που μαθαίνει τρομπόνι, και που ο βραδύτατος ρυθμός εκμάθησής του είναι ασύλληπτος, συνεχίζει κάθε νύχτα το ληστρικό του έργο, δίχως τις βλαστήμιες μου, αλλά απεναντίας με τρυφερή συμπόνια. Δέκα χρόνια πριν, για την ίδια ενόχληση, θα είχα πυρπολήσει το σπίτι του. Τότε ήμουν βορά ενός ερασιτέχνη βιολιστή για δυο τρεις βδομάδες, και τα βάσανα που τράβηξα στα χέρια του είναι αφάνταστα. Έπαιζε τον «Γέρο Νταν Τάκερ», και ποτέ δεν έπαιζε κάτι άλλο• αλλά κι αυτό το εκτελούσε τόσο άσχημα που μου προκαλούσε νευρική κρίση αν ήμουν ξύπνιος ή εφιάλτη, αν κοιμόμουν. Παρ’ όλα αυτά, όσο περιοριζόταν στον «Γέρο Νταν Τάκερ», έδινα τόπο στην οργή και δεν κατέφευγα στη βία• όταν, όμως, επέκτεινε το ρεπερτόριό του με ένα νέο ανοσιούργημα, και αποπειράθηκε να εκτελέσει τη «Γλυκιά πατρίδα», πήγα και τον έκαψα.

Ο επόμενος επιδρομέας ήταν ένας φουκαράς που ξάφνου ένιωσε ως επιτακτική αποστολή του να παίξει κλαρινέτο. Έπαιζε μόνο την κλίμακα, ωστόσο, με το ταλανισμένο όργανό του• έτσι τον άφησα κι αυτόν τον δόλιο να εξαντλήσει την υπομονή μου. Στο τέλος όμως, όταν επεκτάθηκε σε έναν απαίσιο σκοπό, ένιωσα να με εγκαταλείπει η λογική κάτω από την πίεση του αβάσταχτου μαρτυρίου: όρμησα και τον έκαψα κι αυτόν.

Τα δυο επόμενα χρόνια έκαψα έναν ερασιτέχνη κορνετίστα, έναν τρομπετίστα, έναν δευτεροετή φαγκοτίστα, και έναν βάρβαρο ταλαντούχο μπασοντραμίστα.

Είναι βέβαιο ότι, εάν ο τρομπονίστας είχε μετακομίσει στη γειτονιά μου, τότε θα τον είχα λαμπαδιάσει. Αλλά όπως προείπα τον αφήνω να βγάλει μόνος του τα μάτια του, γιατί απέκτησα πείρα ως ερασιτέχνης μουσικός ο ίδιος, και δεν νιώθω παρά συμπόνια για το συγκεκριμένο ανθρώπινο είδος. Άλλωστε έχω μάθει ότι στις ψυχές όλων των ανθρώπων λαγοκοιμάται κουρνιασμένη μια κλίση για κάποιο συγκεκριμένο μουσικό όργανο και μια ανύποπτη λαχτάρα να μάθει να παίζει αυτό το όργανο, που αναπόφευκτα θα ξυπνήσουν μία των ημερών και θα απαιτήσουν προσοχή. Επομένως, σεις που δυσανασχετείτε με ό,τι διαταράζει τους ύπνους σας με ανεπιτυχείς και αποθαρρυντικές προσπάθειες υποταγής ενός βιολιού, το νου σας! γιατί αργά ή γρήγορα θα έρθει κι η σειρά σας. […]

Κατόπιν μιας μακρόχρονης ανοσίας στη φοβερή παράνοια που σπρώχνει κάποιον να γίνει μουσικός ενάντια στο θέλημα του Θεού — το οποίο θέλημα είναι να περιοριστεί ο προαναφερθείς σε ένα και μόνο όργανο: το πριόνι του — έπεσα θύμα τελικά του οργάνου που καλείται ακορντεόν. Σήμερα που μιλάμε, το μισώ αυτό το μαραφέτι όσο τίποτε άλλο, αλλά την εποχή για την οποία σας λέω ένιωσα ξαφνικά μια αηδιαστική και ειδωλολατρική αγάπη γι’ αυτό. Απόκτησα ένα εξαιρετικής απόδοσης, και έμαθα να παίζω το «Πάει ο παλιός ο χρόνος». Τώρα μου φαίνεται πως πρέπει να είχα μεγάλη έμπνευση για να καταφέρω, στην κατάσταση απόλυτης άγνοιας που βρισκόμουν τότε, να διαλέξω απ’ όλο το φάσμα της μουσικής σύνθεσης το μοναδικό σκοπό που ακούγεται όσο πιο άθλια γίνεται όταν εκτελείται στο ακορντεόν. Δεν νομίζω πως υπάρχει στον κόσμο άλλος σκοπός που αν τον έπαιζα θα είχα ταλανίσει τόσο πολύ τη ράτσα μου, όσο με αυτό στη διάρκεια της σύντομης σταδιοδρομίας μου σαν μουσικός.»

Απόσπασμα από το «Μια Συγκινητική Ιστορία από την Παιδική Ηλικία του Τζορτζ Ουάσινγκτον». Μετάφραση: Παντελής Ανδρικόπουλος.

Mark Twain on a train, art by Ben Shannon

Mark Twain on a train, art by Ben Shannon

Δημοσιογραφία στον αμερικανικό νότο του 19ου αιώνα

Ο Μαρκ Τουέιν γνώριζε καλά τον χώρο της δημοσιογραφίας – υπήρξε για πολλά χρόνια, εξάλλου, ανταποκριτής εφημερίδων. Θα πάρουμε μια σατιρική γεύση του τι σήμαινε να είναι κανείς δημοσιογράφος στον αμερικανικό νότο του 19ου αιώνα. Το ακόλουθο απόσπασμα εξελίσσεται στο γραφείο μιας εφημερίδας του Τενεσί, όπου ο αφηγητής εργάζεται ως βοηθός συντάκτη…

«Έτρεμα ολόκληρος. Στο τέλος των επόμενων τριών ωρών γνώρισα κινδύνους τόσο τρομερούς που όλη μου η πνευματική γαλήνη και η αισιοδοξία μου πήγαν περίπατο. Ο Γκιλέσπι ήρθε πράγματι και με πέταξε απ’ το παράθυρο. Ο Τζόουνς έφτασε στην ώρα του, και όταν ετοιμάστηκα να τον μαστιγώσω μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια. Στην επαφή μου με έναν άγνωστο, εκτός προγράμματος αυτό, έχασα το σκαλπ μου. Ένας άλλος άγνωστος, ο Τόμσον, με άφησε ράκος μέσα σ’ ένα χάος από συντρίμμια.

Και επιτέλους, στριμωγμένος στη γωνιά, και περικυκλωμένος από ένα μανιασμένο όχλο από συντάκτες, χαρτοκλέφτες, πολιτικάντηδες, αλογοκλέφτες και κακοποιούς, που αλώνιζαν κι έβριζαν και κράδαιναν τα όπλα τους γύρω στο κεφάλι μου ώσπου φεγγοβόλησε ο αέρας από αστραφτερό ατσάλι, ήμουν έτοιμος να τα βροντήξω στην εφημερίδα, όταν κατέφτασε ο αρχισυντάκτης, και μαζί του ένας συρφετός από φανατικούς και ενθουσιώδεις φίλους. Ακολούθησε μια σκηνή χλαπαταγής και μακελειού που δεν μπορεί να περιγράψει ανθρώπινη πένα, ούτε και ατσάλινη. Άνθρωποι έφαγαν σφαίρες, πετσοκόφτηκαν, διαμελίστηκαν, εκτινάχτηκαν, εκπαραθυρώθηκαν. Υπήρξε μια σύντομη λαίλαπα από άγριες βλαστήμιες, με ένα συγκεχυμένο και αλλόφρονα πυρρίχιο ενδιαμέσως, κι έπειτα όλα τελείωσαν. Σε πέντε λεπτά έπεσε σιωπή, και ο καθημαγμένος αρχισυντάκτης κι εγώ καθίσαμε μόνοι και επιθεωρήσαμε το αιμοσταγές πεδίο και τα συντρίμμια που ήταν σκόρπια στο πάτωμα γύρω μας.

Μου λέει: «Θα σ’ αρέσει αυτό το μέρος όταν το συνηθίσεις».

Από το «Δημοσιογραφία στο Τενεσί». Μετάφραση: Παντελής Ανδρικόπουλος.

Φωτογραφία του συγγραφέα Μαρκ Τουέιν / Mark Twain photo

Αναζητώντας θεραπεία για το κρυολόγημα

Αυτό το «σεντονόλουτρο» θα με στοιχειώνει… Διάβασε, αγαπητέ αναγνώστη.

«Την πρώτη φορά που άρχισα να φταρνίζομαι, ένας φίλος μου είπε να πάω να κάνω ένα ζεστό ποδόλουτρο και να κρεβατωθώ. Το έκανα. Λίγο αργότερα, ένας άλλος φίλος με συμβούλεψε να σηκωθώ και να κάνω κρύο ντους. Το έκανα και αυτό. Δεν πέρασε μία ώρα, και ένας άλλος φίλος με διαβεβαίωσε πως ο κανόνας ήταν «Τάισε το κρυολόγημα κι άσε να πεινάσει ο πυρετός». Είχα και από τα δυο. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι καλύτερα να φάω του σκασμού για το κρυολόγημά μου, και μετά να λουφάξω και να αφήσω τον πυρετό να ψοφήσει της πείνας για λίγο.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, σπανίως κάνω μισές δουλειές• έφαγα, λοιπόν, τον περίδρομο• είπα τον καημό μου σε έναν άγνωστο που μόλις είχε ανοίξει το εστιατόριο του εκείνο το πρωί• στεκόταν πλάι μου σιωπηλός με σεβασμό, ώσπου να ταΐσω το κρυολόγημά μου, όταν με ρώτησε αν ο κόσμος στα περίχωρα της Βιρτζίνια κρυολογούσε συχνά. Του είπα πως έτσι νόμιζα.
Τότε βγήκε έξω και κρέμασε την ταμπέλα «Κλειστόν».

Ξεκίνησα να πάω στη δουλειά μου και στο δρόμο συνάντησα έναν άλλο στενό μου φίλο, που μου είπε ότι ένα τέταρτο του γαλονιού αλατόνερο, αν το έπινα ζεστό, ήταν ό,τι καλύτερο για να γιατρέψει κανείς το κρυολόγημα. Δεν ήξερα που στην οργή θα χωρούσε όλο αυτό, αλλά εν πάση περιπτώσει εγώ το δοκίμασα. Το αποτέλεσμα ήταν όντως εκπληκτικό. Φρονώ ότι μαζί με τα άντερά μου ξέρασα και την αθάνατη ψυχή μου. […]

Αφού κόπασε η θύελλα που είχε ξεσπάσει στο στομάχι μου, και δεν βρέθηκαν στο δρόμο μου άλλοι καλοί Σαμαρείτες, εξακολούθησα να δανείζομαι μαντίλια και να φυσάω τη μύτη μου μέσα τους μέχρι να σκάσουν σαν μπαλόνια, όπως συνήθιζα στα αρχικά στάδια του κρυολογήματος, ώσπου έπεσα πάνω σε μια κυρία νεοαφιχθείσα από τα πεδινά, η οποία μου είπε ότι, έχοντας ζήσει σε μια περιοχή της χώρας όπου σπάνιζαν οι γιατροί, εξ’ ανάγκης είχε αποκτήσει σημαντική πείρα στη γιατρειά απλών «οικογενειακών παραπόνων», όπως τα αποκαλούσε. Ήμουν βέβαιος ότι είχε μεγάλη πείρα, γιατί έμοιαζε εκατόν πενήντα χρόνων.

Έφτιαξε λοιπόν ένα παρασκεύασμα από μελάσα, ακουαφόρτε, νέφτι και διάφορα άλλα φάρμακα, και με συμβούλεψε να πίνω ένα ποτήρι του κρασιού από αυτό κάθε τέταρτο. Δεν πήρα παρά μονάχα μια δόση• ήταν αρκετή• με ξεγύμνωσε απ’ όλες τις ηθικές αρχές μου, και ξύπνησε κάθε ευτελή παρόρμηση της φύσης μου. Κάτω από τη βλαβερή επίδρασή του, το μυαλό μου συνέλαβε θαύματα μοχθηρίας, αλλά τα χέρια μου ήταν πολύ αδύναμα για να τα εκτελέσω• εκείνο τον καιρό, αν δεν είχαν υποκύψει οι δυνάμεις μου σε μια διαδοχή επιθέσεων από αλάνθαστα γιατρικά για το κρυολόγημά μου, είμαι απολύτως βέβαιος ότι θα είχα αποπειραθεί να ληστέψω το νεκροταφείο.

Συχνά νιώθω κακός, και ενεργώ αναλόγως, όπως εξάλλου ο περισσότερος κόσμος• όμως, μέχρι που πήρα αυτό το γιατρικό δεν είχα ξεφαντώσει σε τέτοια κραιπάλη εξαχρείωσης, που να με κάνει κιόλας να νιώθω περήφανος γι’ αυτή. […]

Μου συνέστησαν σεντονόλουτρο. Δεν είχα απορρίψει κανένα γιατροσόφι μέχρι στιγμής, και έμοιαζε κακή τακτική να αρχίσω τώρα• αποφάσισα επομένως να πάρω ένα σεντονόλουτρο, κι ας μην είχα ιδέα περί τίνος επρόκειτο.

Έλαβε χώρα τα μεσάνυχτα και ο καιρός ήταν πολύ παγερός. Μου ξεγύμνωσαν στήθος και πλάτη και με ένα σεντόνι (θα ‘ταν και χίλια μέτρα) μουσκεμένο με παγωμένο νερό με φάσκιωσαν, ώσπου έμοιαζα με πατσαβούρα από κείνες που καθαρίζουν τις κάνες στα κανόνια.

Άγρια κόλπα αυτά. Όταν το παγωμένο κουρέλι αγγίζει τη ζεστή σου σάρκα σε κάνει να τινάζεσαι απ’ το ξαφνικό σοκ πασχίζοντας να πάρεις ανάσα, όπως κάνουν οι άνθρωποι όταν τους βγαίνει η ψυχή. Μου πάγωσε το μεδούλι και μου διέκοψε τους χτύπους της καρδιάς. Νόμιζα ότι ήρθε η ώρα μου.

Ποτέ μην κάνετε σεντονόλουτρο — μ’ ακούτε; Ποτέ. Μετά τη συνάντηση με μια γνώριμη κυρία, η οποία, για λόγους που μόνο εκείνη ξέρει, δεν σε βλέπει όταν σε κοιτάζει, κι όταν όντως σε βλέπει δεν σε αναγνωρίζει, είναι το πιο δυσάρεστο πράγμα στον κόσμο.»

Μαρκ Τουέιν: «Γιατρειά για Κρυολόγημα». Μετάφραση: Παντελής Ανδρικόπουλος.

Διάλεξη του Μαρκ Τουέιν σε σκίτσο εποχής / Mark Twain lecturing, drawing

Αμερικανική επιχειρηματικότητα

Εδώ ο Μαρκ Τουέιν εξιστορεί τις εμπειρίες του από μια κρουαζιέρα σε κάποια γραφική τοποθεσία της κεντρικής Ευρώπης. Με σαρκαστικό πνεύμα παρουσιάζει εκείνη την όψη της αμερικανικής κουλτούρας που έμελλε να κυριαρχήσει στη διάρκεια του εικοστού αιώνα: η μετατροπή των πάντων σε δυνητικά εμπορεύματα.

«Καθόμουν σ’ έναν πάγκο παρατηρώντας, με μεγάλο ενδιαφέρον, έναν επιβλητικό μονόλιθο όπως τον προσπερνούσαμε ξαφρίζοντας τα νερά της λίμνης — ένα μονόλιθο που δεν το σμίλεψε ανθρώπου χέρι αλλά της Φύσης το ελεύθερο μέγα χέρι — ένα συμπαγή πυραμιδοειδή βράχο ύψους είκοσι πέντε μέτρων, που σκάρωσε η Φύση εδώ και δέκα εκατομμύρια χρόνια για τη μέρα που κάποιος άξιος γι’ αυτό θα το χρειαζόταν για δικό του μνημείο. Η μέρα αυτή ήρθε επιτέλους, και τώρα αυτός ο μέγας αξιωματούχος με τα υπενθυμητικά καθήκοντα φέρει το όνομα του Σίλερ με τεράστια γράμματα πάνω στην επιφάνειά του.

Πράγμα παράξενο, ετούτος ο βράχος δεν αλλοιώθηκε ούτε βεβηλώθηκε με οιοδήποτε τρόπο. Λένε πως πριν από δύο χρόνια ένας ξένος κατέβηκε από την κορφή του με σχοινιά και τροχαλίες, και ζωγράφισε πάνω σε όλη την επιφάνειά του, με γαλάζια γράμματα μεγαλύτερα από το όνομα του Σίλερ, αυτά τα λόγια:

ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ΟΔΟΝΤΟΚΡΕΜΑ SOZODONT
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΒΕΡΝΙΚΙ SUN STOVE
ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΟ BUCHU της HELMBOLD
BENZALINE ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΜΑ

Συνελήφθη, και αποδείχτηκε Αμερικανός. Στη δίκη του ο δικαστής του είπε:

«Έρχεστε από μια χώρα όπου κάθε αναιδής έχει το προνόμιο να βεβηλώνει και να προσβάλλει κατά βούλησιν τη Φύση, και, μέσω αυτής, τον θεό της Φύσης, εάν ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να κερδίσει κάποιο άθλιο μικροποσό. Εδώ όμως η κατάσταση διαφέρει. Επειδή είστε ξένος και άσχετος, η ποινή σας θα είναι ελαφριά• αν ήσαστε ντόπιος θα ήμουν εξαιρετικά αυστηρός. Ακούστε, λοιπόν, και υπακούστε: Θα εξαφανίσετε αμέσως από το μνημείο του Σίλερ κάθε ίχνος από το προσβλητικό σας έργο• θα πληρώσετε πρόστιμο δέκα χιλιάδες φράγκα• θα υποστείτε φυλάκιση δύο ετών σε καταναγκαστικά έργα• έπειτα θα μαστιγωθείτε με το καμουτσίκι, θα πισσωθείτε και θα καλυφτείτε με φτερά, θα σας αποκοπούν τα αυτιά, θα συρθείτε πάνω σε ένα φράχτη στα περίχωρα του καντονιού και θα εξοριστείτε διά παντός. Οι αυστηρότερες ποινές παραλείπονται στην περίπτωσή σας, όχι προς χάριν σας, αλλά προς χάριν της μεγάλης δημοκρατίας που είχε την ατυχία να είστε εσείς γέννημά της».

Από το «Ένας Αμερικάνος στην Ευρώπη». Μετάφραση: Παντελής Ανδρικόπουλος.

Αλίμονο, σήμερα δε θα έφταναν όλη η πίσσα και όλα τα πούπουλα του κόσμου, αγαπητέ Μαρκ…

Ο Μαρκ Τουέιν καπνίζοντας πούρο / Mark Twain smoking a cigar

Εξομολόγηση ενός καπνιστή

Ο υπογράφων δεν είναι καπνιστής – ζήτημα αν έχω καπνίσει έξι τσιγάρα στη ζωή μου. Εκτιμώ όμως την ειλικρίνεια ενός συγγραφέα που είναι. Και αντιπαθώ βαθιά εκείνη την ατέλειωτη πολιτική ορθότητα που κυριαρχεί στα social media – εκεί όπου όλα οφείλουν να είναι καλογυαλισμένα και τακτοποιημένα στα μικρά καλούπια τους, ένα ατέλειωτο χαλί υποκρισίας που υφίσταται ίσα για να καλύπτει τη μπόχα που στοιβάζεται από κάτω.

Κάποια μέρα θέλησα να προωθήσω μια δημοσίευσή μου στο Facebook. To Facebook δεν το επέτρεψε – και με ενημέρωσε πως η «φωτογραφία με την οποία συνοδεύω το κείμενο δείχνει έναν άντρα με τσιγάρο στο χέρι – και αυτό είναι αντίθετο στην πολιτική μας».

Ιδού, λοιπόν, τι μας λέει ο Μαρκ Τουέιν για το κάπνισμα – τονίζοντας εκείνο το πολύ σημαντικό: αυτό που είναι καλό για μένα, δεν σημαίνει πως είναι καλό για τους άλλους.

«Έχω για κανόνα μου να μην καπνίζω ποτέ παραπάνω από ένα πούρο τη φορά. Δεν έχω κανέναν άλλον περιορισμό όσον αφορά το κάπνισμα. Δεν ξέρω πότε ακριβώς άρχισα να καπνίζω, ξέρω μόνο ότι ζούσε ο πατέρας μου κι ότι ήμουν διακριτικός. Έφυγε από τη ζωή στις αρχές του 1847, όταν είχα μόλις κλείσει τα έντεκά μου χρόνια. Από τότε κι ύστερα κάπνιζα φανερά. Ως παράδειγμα για τους άλλους, και όχι επειδή με ενδιαφέρει προσωπικά η εγκράτεια, είχα πάντα τον κανόνα να μην καπνίζω ποτέ όταν κοιμάμαι και να μη σταματώ ποτέ να καπνίζω όταν είμαι ξύπνιος. Είναι ένας καλός κανόνας. Δηλαδή, για μένα. Όμως μερικοί από σας ξέρετε ότι δεν θα βοηθούσε όλους εκείνους που προσπαθούν να φτάσουν στα εβδομήντα.

Καπνίζω στο κρεβάτι ώσπου να με πάρει ο ύπνος. Τη νύχτα ξυπνάω, πότε μία, πότε δύο, πότε τρεις φορές και ποτέ δεν χάνω κάποια απ’ αυτές τις ευκαιρίες για να καπνίσω. Αυτή η συνήθεια είναι για μένα τόσο παλιά, αγαπητή και πολύτιμη, ώστε, αν την έκοβα, θα αισθανόμουν όπως θα αισθανόσασταν εσείς, κύριε, αν χάνατε τη μοναδική ηθική που έχετε — εννοώ τον Πρόεδρο — αν έχετε κάποια: Δεν κατηγορώ κανέναν. Θα ομολογήσω ότι έκοψα μερικές φορές το κάπνισμα, όχι όμως για λόγους αρχής, αλλά μόνο και μόνο για να κάνω επίδειξη. Για να κονιορτοποιήσω τους επικριτές μου, που έλεγαν ότι ήμουν σκλάβος του καπνίσματος κι ότι δεν μπορούσα να σπάσω τα δεσμά μου.

Σήμερα έχουν περάσει εξήντα ολόκληρα χρόνια από τότε που άρχισα να καπνίζω ασταμάτητα.
Ποτέ δεν αγόρασα πούρα με σωσίβια γύρω τους. Ανακάλυψα εγκαίρως ότι αυτά μου έπεφταν ακριβά. Αγόραζα πάντα φτηνά πούρα — ή τουλάχιστον λογικά φτηνά. Πριν από εξήντα χρόνια μού στοίχιζαν τέσσερα δολάρια το κουτί, όμως τελευταία το γούστο μου βελτιώθηκε και τώρα πληρώνω επτά. Ή έξι ή επτά. Επτά, νομίζω. Ναι, είναι επτά. Όμως στην τιμή συμπεριλαμβάνεται και το κουτί. Συνήθως προσκαλώ κόσμο στο σπίτι μου για να καπνίσουμε. Όμως οι άνθρωποι που έρχονται λένε ότι μόλις το έχουν κόψει. Αναρωτιέμαι γιατί;»

Από το κείμενο «Κάπνισμα, Διατροφή και Υγεία στην Ηλικία των Εβδομήντα Ετών». Μετάφραση: Παντελής Ανδρικόπουλος.

Για τα θρησκευτικά ήθη του Μεσαίωνα. Από το «Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην Αυλή του Βασιλιά Αρθούρου».

Κλείνω την παρουσίαση με ακόμα ένα κλασικό έργο του Μαρκ Τουέιν… το οποίο, όπως πολλά άλλα, έμαθα πρώτα διαβάζοντας τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο «Γιάνκης του Κονέκτικατ στην Αυλή του Βασιλιά Αρθούρου» [Mark Twain, “A Connecticut Yankee in King Arthur’s Court”, 1889] εμβαθύνει σε εκείνο που είχε ξεκινήσει με τον «Πρίγκιπα και Φτωχό»: σατιρίζοντας την κοινωνία και τα ήθη του Μεσαίωνα ο Μαρκ Τουέιν παρουσιάζει, ταυτόχρονα, τις απόψεις του γύρω από τους κοινωνικούς θεσμούς της εποχής του. Η μετάφραση είναι του Νίκου Νικολόπουλου.

Θα παραθέσω δύο αποσπάσματα από το βιβλίο. Στο πρώτο ο Μαρκ Τουέιν επανέρχεται σε ένα αγαπημένο του θέμα: τις θρησκευτικές συνήθειες των ανθρώπων…

«Ένα έχω να πω για την αριστοκρατία: Ότι όσο τυραννικοί, δολοφονικοί, λιγούρηδες και διεφθαρμένοι και αν ήταν, ήταν βαθιά και όλο ευλάβεια θρησκόληπτοι. Τίποτα δεν μπορούσε να τους κάνει να αμελήσουν την τακτική και όλο πίστη εξάσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων που ευλογούσε η Εκκλησία. Πολλές φορές είχε συμβεί να δω ευγενή να έχει φέρει σε δυσμενή θέση έναν αντίπαλο και να σταματάει την ύστατη στιγμή για να προσευχηθεί, κι ύστερα να τον αποκεφαλίζει. Όχι μία φορά και δυο μου είχε συμβεί να δω ευγενή, αφού είχε κομματιάσει κάποιον αντίπαλο, να αποσύρεται στο πλησιέστερο παρεκκλήσι και να ευχαριστεί γεμάτος ταπεινοφροσύνη, πριν καν πάρει τα λάφυρα από το νεκρό.

Όλοι οι ευγενείς της Βρετανίας, μαζί με τις οικογένειές τους, παρακολουθούσαν θείες λειτουργίες μέρα-νύχτα και κάθε μέρα, στα ιδιωτικά τους παρεκκλήσια, κι ακόμα και οι λιγότερο εύποροι απ’ αυτούς είχαν καθιερώσει πέντε-έξι επιπλέον προσευχές μέσα στη μέρα. Αυτό πιστωνόταν αποκλειστικά στην Εκκλησία. Αν και μόνο φιλικά συναισθήματα δεν έτρεφα για την Καθολική Εκκλησία εκείνης της εποχής, οφείλω να το παραδεχτώ. Και συχνά, υποσυνείδητα, πέρα από τη βούλησή μου, έπιανα τον εαυτό μου να λέει: «Τι θα γινόταν αυτή η χώρα χωρίς την Εκκλησία;»

A Connecticut Yankee in King Arthur's Court, by Mark Twain / Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην Αυλή του Βασιλιά Αρθούρου

Οι δυσκολίες του να είσαι ιππότης

Το δεύτερο απόσπασμα από το «Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην Αυλή του Βασιλιά Αρθούρου» είναι απλά ξεκαρδιστικό – σίγουρα θα το ζήλευαν οι Monty Python… Ιδού, κύριοι, η πραγματικότητα ενός ιππότη, ενδεδυμένου στην περίλαμπρη πανοπλία του… πέρα από εξιδανικεύσεις.

Νομίζω είναι το ιδανικό κείμενο για να ολοκληρώσω τη μεγάλη αυτή παρουσίαση!

«Είχε αρχίσει να κάνει ζέστη. Και μπορούσες πολύ εύκολα να το αντιληφθείς αυτό. Μας περίμενε ένα τεράστιο ξέφωτο δίχως ίχνος σκιάς. Ε, λοιπόν, είναι αξιοπερίεργο το πως διογκώνονται και πολλαπλασιάζονται τα προβλήματα. Τις πρώτες δέκα-δεκαπέντε φορές που χρειάστηκα το μαντίλι δεν με ένοιαξε και πολύ. Είπα δεν πειράζει, δεν τρέχει και τίποτα, και το έδιωχνα απ’ τη σκέψη μου. Και στο μεταξύ μ’ έπιασαν τα νεύρα μου και είπα ότι θα στείλω στην κρεμάλα όποιον ξαναφτιάξει κοστούμι-πανοπλία χωρίς τσέπες. Βλέπετε, είχα το μαντίλι μου στην περικεφαλαία. Καθώς και κάποια άλλα πράγματα. Αλλά ήταν από τις περικεφαλαίες που δεν μπορείς να βγάλεις μόνος σου. Δεν το σκέφτηκα αυτό όταν έβαζα εκεί το μαντίλι. Ή μάλλον, για να το θέσω καλύτερα, δεν το ήξερα. Είχα την εντύπωση ότι θα ήταν πολύ βολικά εκεί. Και τώρα, η σκέψη πως ήταν εκεί μέσα, τόσο κοντά μου, αλλά συγχρόνως και τόσο απρόσιτο, έκανε την κατάσταση μου αφόρητη.

Ναι, είναι γεγονός, όσο δεν μπορεί να έχεις κάτι, τόσο περισσότερο το θέλεις. Όλοι θα το έχουν προσέξει αυτό. Αυτό το πράγμα αποσπούσε το μυαλό μου από το καθετί, όλες μου οι σκέψεις συγκεντρώνονταν στην περικεφαλαία. Και όσο διανύαμε αποστάσεις, μίλι με το μίλι, είχε κολλήσει εκεί, στο όραμα του μαντιλιού. Κι ήταν φριχτό κι απαίσιο να κυλάει ο αλμυρός ιδρώτας και να μπαίνει μέσα στα μάτια μου, και γω να μην μπορώ να τον εμποδίσω. Τώρα, στο χαρτί, φαίνεται σαν μην ήταν τόσο τρομερό: κι όμως ήταν• ήταν η πιο χειροπιαστή μορφή της δυστυχίας. Δεν θα το ανέφερα αν δεν ήταν πραγματικά έτσι.

Αποφάσισα την επόμενη φορά να πάρω παραμάσχαλα και ένα μικρό τσαντάκι, κι ας έλεγαν οι άλλοι ό, τι θέλουν. Βέβαια αυτοί οι σιδερόφραχτοι δανδήδες της Στρογγυλής Τραπέζης θα έλεγαν πως είναι σκάνδαλο και ικανούς τους έχω να ξεσήκωναν και τον κόσμο αλλά για μένα η βολή μου ήταν πάνω απ’ όλα, η φινέτσα ερχόταν σε δεύτερη μοίρα.

Συνεχίσαμε να προχωρούμε, λοιπόν, και όταν μπαίναμε μέσα σε κάποιο σύννεφο σκόνης, η σκόνη τρύπωνε στα ρουθούνια και μ’ έκανε να φταρνίζομαι αδιάκοπα. Και, το παραδέχομαι, έλεγα πράγματα που δεν έπρεπε να λέω. Δεν είμαι καλύτερος απ’ τους άλλους. […]

Στο μεταξύ έκανε όλο και περισσότερη ζέστη. Ο ήλιος έπεφτε πάνω στο μέταλλο, και το θέρμαινε ολοένα και περισσότερο. Ε, λοιπόν, όταν σκας από τη ζέστη, το παραμικρό πραγματάκι σου δίνει στα νεύρα. Ο τρόπος που κάλπαζα θύμιζε δίσκο που πάνω του είχε μία στοίβα πιάτα και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και η ασπίδα που τραντάζεται και βρόνταγε, μία στην πλάτη μου και μία στο στήθος μου, μου ήταν ανυπόφορη. Κι άμα κατέβαινα από το άλογο να περπατήσω λίγο, όλες μου οι κλειδώσεις έτριζαν και στρίγκλιζαν με εκείνο τον εκνευριστικό θόρυβο που κάνουν τα στεφάνια των βαρελιών, και καθώς η συντροφιά μας δεν ήταν ικανή να δημιουργήσει ένα ρεύμα αέρα, ένιωθα σαν ψητό αρνί στο φούρνο. Κι ακόμα, όσο πιο αργά και ήρεμα προχωρούσες, τόσο πιο βαριά ένιωθες πάνω σου τα σίδερα, λες και κουβαλούσες τόνους. Κι έπρεπε να αλλάζεις κάθε τόσο χέρι στο ακόντιό σου, γιατί ήταν παρά πολύ κουραστικό να το κρατάς συνέχεια με το ένα χέρι.

Πρέπει να σας πω πως όταν έχεις χύσει τόνους ιδρώτα, έρχεται μια στιγμή που σε πιάνει φαγούρα. Εσύ είσαι μέσα, τα χέρια απ’ έξω. Έτσι ακριβώς είναι. Τίποτα άλλο πέρα από σίδερο στο ενδιάμεσο. Και δεν είναι λίγο αυτό, κι ας ακούγεται έτσι απλό. Ένιωθα φαγούρα στην αρχή σ’ ένα σημείο, μετά σ’ ένα άλλο. Κι όταν πια η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, σε σημείο που ήταν εντελώς ανυπόφορη, μία μύγα πέρασε μέσα από τα καγκελάκια της περικεφαλαίας και πήγε και εγκαταστάθηκε στη μύτη μου. Και η μάσκα δε δούλευε και δεν μπορούσα να τη σηκώσω. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κουνάω το κεφάλι μου, το οποίο ήδη έβραζε από τη ζέστη, κι η μύγα – γνωρίζετε βέβαια πως ενεργεί μια μύγα όταν νιώθει ασφάλεια – ενοχλούνταν από το κούνημα του κεφαλιού μου τόσο ώστε να μετακινείται από τη μύτη στα χείλη μου, από τα χείλη μου στο αυτί, κι όλο ζουζούνιζε τριγύρω και συνέχεια με τσίμπαγε με έναν τρόπο που κανείς στην κατάστασή μου δε θα μπορούσε να αντέξει. Έτσι λοιπόν, υπέκυψα κι έβαλα τη Σάντι να λύσει την περικεφαλαία και να με απαλλάξει από του λόγου της. Στη συνέχεια τη γέμισε με νερό. Ήπια λίγο και το υπόλοιπο το έριξε μέσα στην πανοπλία. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο δροσιστικό ήταν αυτό. Συνέχισε να φέρνει νερό και να με λούζει, μέχρι που ένιωσα απόλυτη αγαλλίαση.»

Για την επιλογή των αποσπασμάτων και την παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, Μάιος 21.

Ο Μαρκ Τουέιν ταξιδεύοντας σε καράβι / Mark Twain travelling in a boat

Tags: , , , , , , , , , , , , , , , ,

2 Responses

  1. Dimitris says:

    Ξεχωριστα αποσπασματα μοναφδικων κ υπεροχων λογοτεχνικων κειμενων παρουσιασμενα με απεραντη αγαπη… Λογοτεχνικα κειμενα που αποκτουν ιδιαιτερη ομορφια γιατι περιεχουν κ το βιωματικο , το προσωπικο στοιχειο. Απο τις πιο ομορφες αναρτησεις….
    Keep it up Κουνελε☺

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *