Καθένας από μας είναι ένας κολυμβητής. Η θάλασσα που κολυμπούμε λέγεται χρόνος.
Όλοι γινόμαστε κολυμβητές, θέλοντας και μη. Μας πέταξαν στη θάλασσα και είπαν: «Κολυμπήστε!». Μα δεν μας έδειξαν τον τρόπο.
Κάποιες μέρες το σώμα σου ακολουθεί τον ρυθμό του νερού: τότε αρμενίζεις στο παρόν. Δεν το σκέφτεσαι – κολυμπάς.
Ορισμένες φορές το νερό είναι ζεστό και η θάλασσα μοιάζει με μέλι. Είναι οι ώρες της αρμονίας. Κάποιες φορές κολυμπούμε παρέα και όλα μοιάζουν όμορφα.
Άλλες στιγμές κρύα ρεύματα σε διαπερνούν. Ο χρόνος εισβάλλει στο παρόν σου με τη μορφή της ανησυχίας. Τα κρύα ρεύματα είναι το άγχος για το μέλλον. Μπορείς τότε να κολυμπήσεις παραπέρα με την ελπίδα ν’ απομακρυνθείς… ή να επιτρέψεις στα ρεύματα να σε περιβάλλουν. Στην πρώτη περίπτωση ίσως τ’ αποφύγεις – μα δεν θα συμβαίνει για πάντα. Στη δεύτερη περίπτωση ίσως παγώσεις – μα κανείς δεν γεννιέται χειμερινός κολυμβητής.
Ορισμένες μέρες σε κυριεύουν τα κύματα. Θέλοντας και μη, αφήνεσαι. Τα κύματα είναι το παρελθόν που εισβάλλει στο παρόν σου. Έχεις την επιλογή ν’ αντισταθείς και την επιλογή να αφεθείς. Όταν αφήνεσαι, το παρελθόν σε κατακλύζει με τη μορφή αναμνήσεων. Άλλοτε ευχάριστες… άλλοτε επώδυνες. Άλλοτε τα κύματα είναι ο φλοίσβος που σε νανουρίζει – και άλλοτε η φουρτούνα που σε τσακίζει.
Δεν επιλέγεις πότε θα σε κατακλύσουν τα κύματα. Έρχονται εκεί που δεν το περιμένεις. Δεν επιλέγεις πότε θα σε πλησιάσουν τα παγωμένα ρεύματα. Ο ουρανός συννεφιάζει πέρα από τη θέλησή σου. Και ο ήλιος χαμογελά εκεί που δεν το περιμένεις.
Μπορείς μόνο να εξασκηθείς στο κολύμπι. Να μάθεις ν’ αρμενίζεις πέρα από τις ασφαλείς στεριές. Να μάθεις να βουτάς καλύτερα στα βάθη. Και να γνωρίσεις πώς να υπομένεις τα παγωμένα ρεύματα, όταν καταφτάνουν δίχως καμιά προειδοποίηση.
Δεν μπορώ να σου υποδείξω πώς να κολυμπάς. Να ξέρεις: θα έρθουν τα κύματα, θα έρθουν και τα κρύα ρεύματα. Ξανά και ξανά.
Και υπάρχουν οι μέρες που νιώθεις καλύτερα όταν αποτραβιέσαι από τα πλήθη που κατακλύζουν τα ρηχά νερά. Και υπάρχουν άλλες μέρες που προσεγγίζεις τα πλήθη γιατί νιώθεις σιγουριά κοντά τους.
Μα δεν θα σου δείξουν τα πλήθη πώς να κολυμπάς. Ίσως να περιμένουν από σένα να το κάνεις. Συνήθως κάποιοι δίνουν τον ρυθμό – και οι υπόλοιποι ακολουθούν. Αν μάθεις ποτέ να κολυμπάς, θα γίνει έτσι μόνο: αν ξανοιχτείς πέρα απ’ τα ρηχά.
Ποιος ξέρει. Ίσως εκεί, στο πέλαγος, ν’ αντικρίσεις κάποιο νησί. Ένα νησί κρυμμένο. Εκεί μπορείς να προσαράξεις. Να πάρεις μια ανάσα. Ίσως φέρεις και κάποιον άλλο κολυμβητή μαζί σου – εκεί, στο κρυμμένο σου νησί. Και από το νησί αυτό κάθε αγριεμένη θάλασσα μοιάζει όμορφη, σαν πίνακας ζωγραφικής του Τέρνερ.
Αυτά μόνο γνωρίζω να σου πω για την τέχνη της κολύμβησης.
***********