Πρίμο Λέβι : Η ημέρα που φτάσαμε στο Άουσβιτς

Enter the rabbit's lair...

Ο Πρίμο Λέβι και η εμπειρία του Άουσβιτς. Από το βιβλίο "Εάν Αυτό Είναι ο Άνθρωπος". Παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι / Primo Levi, If This is a Man

Από το βιβλίο του Πρίμο Λέβι: «Εάν Αυτό Είναι ο Άνθρωπος»

“Το όνομά μου είναι 174 517. Μας βάφτισαν· για όλη την υπόλοιπη ζωή μας θα έχουμε το νούμερο χαραγμένο στο αριστερό μας μπράτσο.”

Ο τίτλος της αποψινής παρουσίασης μοιάζει σαν όνομα παιδικής έκθεσης. Μα είναι μια πραγματικότητα από την οποία μας χωρίζουν μόνο δυο γενιές – η γενιά των παππούδων μας. Συνέβη όχι στα χρόνια του Μεσαίωνα, όχι αιώνες πριν, μα στον «πολιτισμένο» άνθρωπο του εικοστού αιώνα. Είναι δίπλα σου, σχεδόν σ’ αγγίζει με τ’ ακροδάχτυλά του: αν τεντώσεις τ’ αυτιά σου, θα μπορέσεις ν’ ακούσεις τη τσιριχτή κραυγή από τις μεταλλικές ράγες, τη στιγμή που καταφτάνει στη στάση το τρένο. Όνομα σταθμού: Άουσβιτς, «στρατόπεδο εργασίας».

Ένας μικροκαμωμένος ιταλοεβραίος, χημικός στην ιδιότητα, ο Πρίμο Λέβι, ήταν ένας από εκείνους που συνέλαβαν οι ναζί στις 22 Φλεβάρη του 1944 και οδηγήθηκε στο Άουσβιτς. Έζησε εκεί έναν χρόνο, μέχρι που απελευθερώθηκε από τον ρωσικό στρατό το 1945. Από τους 650 ανθρώπους που μεταφέρθηκαν μαζί του εκείνη τη νύχτα, μια χούφτα μόνο επέζησαν: ο Πρίμο Λέβι ήταν ανάμεσά τους.

Δύο χρόνια μετά κατέγραψε τις εμπειρίες του στο βιβλίο «Εάν Αυτό Είναι ο Άνθρωπος» [Primo Levi: Se questo è un uomo]. Από τα πρώτα δύο κεφάλαια του βιβλίου θα μοιραστώ απόψε, μαζί σας, ορισμένα αποσπάσματα. Δίχως περισσότερα σχόλια, ας μεταφερθούμε πίσω σε εκείνη τη κρύα νύχτα του Φλεβάρη, σε εκείνον τον παγερό σιδηροδρομικό σταθμό…

Λίγο πριν την αναχώρηση

«Τη στιγμή της άφιξής μου στο στρατόπεδο, στα τέλη του Ιανουαρίου 1944, οι Ιταλοί Εβραίοι ήταν περίπου εκατόν πενήντα, αλλά μέσα σε λίγες εβδομάδες ξεπέρασαν τους εξακόσιους. Στην πλειονότητά τους ήταν ολόκληρες οικογένειες που είχαν συλληφθεί απ’ τους φασίστες ή τους ναζί είτε γιατί δεν είχαν φανεί προνοητικοί είτε γιατί τους είχαν καταδώσει. Λίγοι είχαν παρουσιαστεί αυθόρμητα, απελπισμένοι από την πλάνητα ζωή τους, ή γιατί δεν είχαν πια τα μέσα για να ζήσουν, ή για να μην αποχωριστούν κάποιο κρατούμενο συγγενή τους, ή εντελώς παράλογα «για να είναι εντάξει με το νόμο». Υπήρχαν επίσης και εκατό Γιουγκοσλάβοι στρατιωτικοί, καθώς και μερικοί ξένοι, πολιτικά ύποπτοι. […]

Και έφτασε η νύχτα, μια νύχτα που ανθρώπινα μάτια δεν θα έπρεπε ποτέ να δουν. Όλοι μας αισθανθήκαμε ότι κανείς από τους φρουρούς, ούτε Ιταλός ούτε Γερμανός, δεν είχε το κουράγιο να δει τί κάνουν οι άνθρωποι όταν ξέρουν ότι πρόκειται να πεθάνουν.

Ο καθένας αποχαιρέτησε τη ζωή με τον δικό του τρόπο. Μερικοί προσευχήθηκαν, άλλοι μέθυσαν και άλλοι βυθίστηκαν για τελευταία φορά σ’ ένα ακατονόμαστο πάθος. Αλλά οι μητέρες ξενύχτησαν για να ετοιμάσουν το φαγητό για το ταξίδι, για να πλύνουν τα παιδιά και να φροντίσουν τις αποσκευές, και την άλλη μέρα το πρωί άπλωσαν στα συρματοπλέγματα τα ρούχα των παιδιών για να στεγνώσουν· δεν ξέχασαν τις φασκιές, τα παιγνίδια, τα μαξιλάρια και τα χιλιάδες μικροπράγματα που χρειάζονται πάντα τα παιδιά. Κι εσείς δεν θα κάνατε το ίδιο; Ακόμα κι αν ξέρατε ότι αύριο θα σας σκοτώσουν μαζί με το παιδί σας, σήμερα δεν θα του δίνατε να φάει; […]

Η αυγή μας ξάφνιασε σαν προδοσία · η καινούργια μέρα συμμαχούσε κι αυτή στην εξόντωσή μας. Τα διαφορετικά συναισθήματα που πάλευαν μέσα μας, της συνειδητής υποταγής, της εξέγερσης χωρίς ελπίδα, της εγκαρτέρησης, του φόβου, της απελπισίας, τώρα συγχωνεύονταν – μετά από μια άυπνη νύχτα – σε μια ομαδική και ανεξέλεγκτη παραφροσύνη. Ο χρόνος της περισυλλογής και των αποφάσεων έκλεισε και κάθε λογική σκέψη διαλυόταν, μέσα στην ταραχή που διαπερνούσαν, σαν αστραπές και οδυνηρές σαν μαχαιριές, οι αναμνήσεις των σπιτιών μας ακόμα τόσο κοντινές στο χώρο και το χρόνο.

Πολλά πράγματα έγιναν και ειπώθηκαν ανάμεσά μας· αλλά γι’ αυτά είναι καλύτερο να μην υπάρξει μαρτυρία.

Με την παράλογη ακρίβεια στην οποία υποχρεωτικά θα συνηθίζαμε κι εμείς αργότερα, οι Γερμανοί έκαναν το προσκλητήριο. Στο τέλος, -Wievel Stück?- ρώτησε ο διοικητής· ο δεκανέας χαιρέτησε στρατιωτικά, και απάντησε ότι τα «κομμάτια» ήταν εξακόσια πενήντα και ήταν όλα εντάξει· τότε μας φόρτωσαν σε ανοιχτά αυτοκίνητα με προορισμό το σταθμό του Κάπρι. Εδώ μας περίμενε το τρένο και η φρουρά για το ταξίδι. Και εδώ μας χτύπησαν για πρώτη φορά: κάτι τόσο απροσδόκητο και παράλογο που δεν νιώσαμε πόνο, ούτε στην ψυχή ούτε στο σώμα. Μόνο βαθιά έκπληξη: πώς γίνεται να χτυπάς κάποιον χωρίς να είσαι θυμωμένος;

Τα βαγόνια ήταν δώδεκα κι εμείς εξακόσιοι πενήντα· στο δικό μου βαγόνι ήμασταν μόνο σαρανταπέντε, αλλά ήταν μικρό. Να, λοιπόν, μπροστά στα μάτια μας ένα απ’ τα περίφημα μεταγωγικά τρένα των Γερμανών, τα τρένα χωρίς επιστροφή, για τα όποια με φρίκη αλλά και δυσπιστία ακούγαμε να μιλούν συχνά. Έτσι ακριβώς: βαγόνια για εμπορεύματα, σφραγισμένα, και μέσα τους άντρες, γυναίκες, παιδιά, στοιβαγμένοι χωρίς έλεος, σαν φτηνό εμπόρευμα, στο ταξίδι για το πουθενά, στο ταξίδι προς τα κάτω, προς τον πάτο. Αυτή τη φορά μέσα είμαστε εμείς.»

Τρένο με προορισμό το Άουσβιτς. Από το βιβλίο του Πρίμο Λέβι "Εάν Αυτό Είναι ο Άνθρωπος" / Train destination: Auschwitz

Στα τρένα για το Άουσβιτς... Πρίμο Λέβι, "Εάν Αυτό Είναι ο Άνθρωπος" / Train destination: Auschwitz... Primo Levi's "If This is a Man"

Στο βαγόνι του μεταγωγικού

» Στη ζωή όλοι ανακαλύπτουν – αργά ή γρήγορα – ότι η απόλυτη ευτυχία είναι ανέφικτη, αλλά λίγοι θα εμβαθύνουν στον αντίθετο συλλογισμό: ότι ανέφικτη είναι και η απόλυτη δυστυχία. Οι περιστάσεις της ζωής που αποκλείουν την πραγματοποίηση και των δύο αυτών οριακών καταστάσεων, απορρέουν απ’ την ανθρώπινη φύση, φύση εχθρική προς την έννοια του άπειρου. Τις αποκλείει η σταθερή άγνοια του μέλλοντος που άλλοτε ονομάζεται ελπίδα και άλλοτε αβεβαιότητα για το αύριο. Τις αποκλείει η βεβαιότητα του θανάτου που βάζει τέλος σε κάθε χαρά αλλά και σε κάθε θλίψη. Τις αποκλείουν οι αναπόφευκτες υλικές φροντίδες που όπως δηλητηριάζουν τη διαρκή ευτυχία, με τον ίδιο τρόπο μας αποσπούν αδιάκοπα από τη σκέψη της δυστυχίας που μας απειλεί, καθιστώντας την αποσπασματική και γι’ αυτό υποφερτή.

Οι στερήσεις, το κρύο, η δίψα, τα χτυπήματα ήταν ακριβώς αυτά που δεν μας άφησαν να βουλιάξουμε στο κενό της απέραντης απελπισίας, στη διάρκεια του ταξιδιού και μετά. Όχι ακριβώς η επιθυμία μας να ζήσουμε ούτε η συνειδητή εγκαρτέρηση: γιατί οι άνθρωποι που είναι ικανοί γι’ αυτό είναι λίγοι και εξαιρετικοί, κι εμείς δεν ήμασταν παρά κοινοί άνθρωποι. […] Η πείνα, η κούραση και η αϋπνία μας φαίνονταν λιγότερο βασανιστικά γιατί είχαμε τεντωμένα νεύρα· αλλά οι νύχτες ήταν ένας ατέλειωτος εφιάλτης. […]

Σε όλο το ταξίδι, στριμωγμένη δίπλα μου, ήταν μια γυναίκα που τη γνώριζα εδώ και πολλά χρόνια. Δεν ξέραμε καλά ο ένας τον άλλον, αλλά μας ένωνε η κοινή δυστυχία. Τότε λοιπόν, στην ώρα της απόφασης, είπαμε πράγματα που οι ζωντανοί δεν λένε ποτέ. Αποχαιρετήσαμε ο ένας τον άλλο σαν να αποχαιρετούσαμε την ίδια τη ζωή. Δεν φοβόμασταν πια.»

Το Άουσβιτς όπως το έζησε ο Πρίμο Λέβι στο βιβλίο του "Εάν Αυτό Είναι ο Άνθρωπος" / Primo Levi: Se questo è un uomo

Η είσοδος στο Άουσβιτς... Auschwitz nazi concentration camp entrance...

Η άφιξη

» Και ξαφνικά γράφτηκε ο επίλογος. Οι πόρτες άνοιξαν με πάταγο, το σκοτάδι αντήχησε από ξενικές διαταγές, από τα βάρβαρα ουρλιαχτά των Γερμανών όταν διατάζουν, που μοιάζουν με ξέσπασμα ενός πανάρχαιου θυμού.

Είδαμε μια μεγάλη αποβάθρα, φωτισμένη από προβολείς. Λίγο πιο κει μια σειρά από φορτηγά αυτοκίνητα. Και μετά έγινε σιωπή. Κάποιος μετέφρασε: έπρεπε να κατέβουμε με τις αποσκευές και να τις αφήσουμε κατά μήκος του τρένου. Αμέσως η αποβάθρα γέμισε σκιές: αλλά φοβόμασταν μη σπάσουμε τη σιωπή, και τακτοποιούσαμε τα πράγματα, ψάχναμε και φωνάζαμε ο ένας τον άλλον διστακτικά, χαμηλόφωνα.

Δέκα Ές Ές στέκονταν παράμερα, στητοί, με πρόσωπα σκληρά σαν πέτρα, με ύφος αδιάφορο. Διασκορπίστηκαν ανάμεσά μας και με σιγανή φωνή άρχισαν να μας ανακρίνουν έναν έναν σε άσχημα ιταλικά. « Πόσων ετών; Υγιής ή άρρωστος; » και ανάλογα με την απάντησή μας υποδείκνυαν δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.

Όλα ήταν σιωπηλά σαν σε ενυδρείο, ή όπως σε μερικά όνειρα. Περιμέναμε κάτι πιο τρομακτικό, σαν την Αποκάλυψη: αυτοί έμοιαζαν με απλούς φρουρούς. Ήταν αφοπλιστικοί και καθησυχαστικοί. Κάποιος τόλμησε να ρωτήσει για τις αποσκευές: απάντησαν «αποσκευές μετά»· κάποιος άλλος δεν ήθελε να αποχωριστεί τη γυναίκα του: είπαν «ξανά μαζί, μετά »· πολλές μητέρες δεν ήθελαν να χωριστούν απ’ τα παιδιά τους: είπαν «καλά, μείνε με παιδί». Πάντα με την ήρεμη σιγουριά του ανθρώπου που απλώς εκτελεί το καθημερινό του καθήκον· αλλά τον Ρέντζο που καθυστέρησε λίγο αποχαιρετώντας τη Φραντσέσκα, την αρραβωνιαστικιά του, τον έριξαν κάτω με μια γροθιά καταπρόσωπο· ήταν το καθημερινό τους καθήκον.

Σε λιγότερο από δέκα λεπτά όλοι οι ικανοί άντρες είχαμε συγκεντρωθεί σε μια ομάδα. Τί συνέβη στους άλλους, στις γυναίκες, τα παιδιά και τους γέρους δεν μάθαμε ποτέ: απλώς τους κατάπιε η νύχτα.

Σήμερα όμως ξέρουμε ότι το κριτήριο σ’ εκείνη τη και συνοπτική επιλογή ήταν η ικανότητα του καθενός να δουλέψει, για το Ράιχ. […] Ξέρουμε ότι αυτό το διάφανο κατά τα άλλα κριτήριο διαχωρισμού σε ικανούς και μη ικανούς δεν εφαρμοζόταν πάντα και ότι στη συνέχεια υιοθετήθηκε το πολύ απλό σύστημα του ν’ ανοίγουν οι πόρτες των βαγονιών και από τις δύο πλευρές, χωρίς καμία προειδοποίηση ή οδηγία προς τους νεοφερμένους. Αυτοί που έπεφταν με το άνοιγμα οδηγούνταν στο στρατόπεδο· όλοι οι υπόλοιποι οδηγούνταν στους θαλάμους αερίων.

Έτσι πέθανε η Εμίλια, μόλις τριών χρόνων· επειδή για τους Γερμανούς ήταν προφανής η ιστορική ανάγκη να εξοντώσουν τα παιδιά των Εβραίων. Η Εμίλια, κόρη του μηχανικού Άλντο Λέβι από το Μιλάνο, ένα παιδί γεμάτο περιέργεια, έξυπνη και χαρούμενη· η Εμίλια που έκανε το τελευταίο της μπάνιο μέσα στο κατάμεστο βαγόνι, σ’ έναν τσίγκινο κουβά με χλιαρό νερό, που ο «εκφυλισμένος» Γερμανός μηχανοδηγός επέτρεψε να πάρουμε απ’ την ατμομηχανή που μας πήγαινε όλους στο θάνατο.

Έτσι, ξαφνικά και απροσδόκητα, χάθηκαν οι γυναίκες μας, οι γονείς μας, τα παιδιά μας. Κανείς δεν μπόρεσε να τους αποχαιρετήσει. Τους είδαμε για λίγο στην άκρη της αποβάθρας, σαν μια σκοτεινή μάζα, και μετά δεν τους ξανάδαμε πια. […]

Σχεδόν χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα μαζί με άλλους τριάντα σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο που ξεκίνησε με ιλιγγιώδη ταχύτητα· ήταν σκεπαστό και δεν βλέπαμε έξω, αλλά, συμπεραίνοντας απ’ τα τραντάγματα, έπρεπε να ήταν ένας δρόμος γεμάτος στροφές και λακκούβες. Ήμασταν χωρίς φρουρούς;… Να το σκάσουμε; Πολύ αργά πια, πολύ αργά, πηγαίνουμε όλοι προς τα «κάτω». Και υπάρχει φρουρός που μας συνοδεύει. Ένας πάνοπλος Γερμανός στρατιώτης. Δεν τον βλέπουμε μες στο πυκνό σκοτάδι, αλλά τον «αισθανόμαστε» κάθε φορά που ένα τράνταγμα μας ρίχνει όλους μαζί, σαν σωρό, αριστερά ή δεξιά. Ανάβει ένα φακό τσέπης, και αντί να ουρλιάξει «αλί, ψυχές αφορεσμένες!», μας ρωτάει ευγενικά, έναν έναν, στα γερμανικά ανάμεικτα με ιταλικά, εάν έχουμε να του παραδώσουμε χρήματα ή ρολόγια: έτσι κι αλλιώς δεν μας χρειάζονται πλέον. Δεν είναι διαταγή ούτε κανονισμός. Είναι μια μικρή πρωτοβουλία του δικού μας Χάροντα. Η σκηνή μας φέρνει γέλια, θυμό αλλά και μια παράξενη ανακούφιση.»

Είσοδος στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς / Prisoners entering Auschwitz nazi concentration camp

Φυλακισμένες μητέρες και παιδιά στο Άουσβιτς / Women and children prisoners in Auschwitz

Στο στρατόπεδο εργασίας

» Είμαστε στο στρατόπεδο Μόνοβιτς, κοντά στο Άουσβιτς, στην Άνω Σιλεσία· οι κάτοικοι της περιοχής είναι Γερμανοί και Πολωνοί. Είμαστε σε στρατόπεδο εργασίας, Arbeitslager στα γερμανικά· όλοι οι κρατούμενοι (περίπου δέκα χιλιάδες) δουλεύουν στο εργοστάσιο συνθετικού ελαστικού με το όνομα Μπούνα, γι’ αυτό και το ίδιο στρατόπεδο ονομάζεται Μπούνα.

Θα μας δώσουν ρούχα και παπούτσια, αλλά όχι τα δικά μας. Μας έχουν βάλει εδώ γυμνούς γιατί περιμένουμε το ντους και την απολύμανση, που θα γίνουν μετά το πρωινό εγερτήριο, γιατί κανείς δεν μπαίνει στο στρατόπεδο χωρίς να έχει απολυμανθεί προηγουμένως.

Με τον ήχο της καμπάνας το σκοτεινό στρατόπεδο ξυπνάει. Απ’ τα ντους ξεπήδησε καυτό νερό, πέντε λεπτά ευδαιμονίας· γιατί αμέσως εισβάλλουν τέσσερις (ίσως είναι οι κουρείς) και έτσι βρεγμένους και αχνίζοντες ακόμη μας σπρώχνουν με κραυγές και σπρωξιές στον διπλανό θάλαμο που είναι παγωμένος· εδώ, κάποιοι άλλοι, ωρυόμενοι, μας πετούν κάτι κουρέλια, μας βάζουν στα χέρια ένα ζευγάρι παλιοπάπουτσα με ξύλινη σόλα, και χωρίς να καταλάβουμε πως, βρισκόμαστε έξω, στο γαλάζιο, παγωμένο χιόνι της αυγής, ξυπόλυτοι και γυμνοί, κρατώντας τα ρούχα· τώρα πρέπει να τρέξουμε σε ένα άλλο παράπηγμα, εκατό μέτρα πιο μακριά. εδώ θα μας επιτραπεί να ντύνουμε.

Όταν τελειώσαμε, ο καθένας έμεινε στη γωνιά του, χωρίς να τολμάμε να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλον. Δεν έχουμε καθρέφτη για να δούμε το πρόσωπό μας, αλλά ο καθρέφτης βρίσκεται απέναντί μας, η όψη μας αντανακλάται σε εκατό μελανιασμένα πρόσωπα, σε εκατό ρυπαρές και αξιοθρήνητες μαριονέτες. Μεταμορφωθήκαμε ήδη σε φαντάσματα, ίδια μ’ εκείνα που είδαμε χθες.

Τότε, για πρώτη φορά, συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει τις λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβρι, την εκμηδένιση του άνθρωπου. σαν προικισμένοι με την ενορατική ικανότητα των προφητών είδαμε την πραγματικότητα: είμαστε στον πάτο. Πιο κάτω δεν γίνεται να πάμε: δεν μπορούμε να σκεφτούμε αθλιότερη ύπαρξη από τη δική μας. Τίποτα πια δεν μας ανήκει: μας στέρησαν τα ρούχα, τα παπούτσια, τα μαλλιά μας· εάν μιλήσουμε δεν θα μας ακούσουν, και εάν μας άκουγαν δεν θα μας καταλάβαιναν. Θα μας στερήσουν και τ’ όνομά μας: κι αν θέλουμε να το κρατήσουμε, θα πρέπει να βρούμε τη δύναμη μέσα μας, τη δύναμη να το σώσουμε και μαζί μ’ αυτό να σώσουμε κάτι από μας, απ’ αυτό που υπήρξαμε.»

Το Άουσβιτς όπως το έζησε ο Πρίμο Λέβι στο βιβλίο του "Εάν Αυτό Είναι ο Άνθρωπος" / Primo Levi: Se questo è un uomo

Ο κωδικός αριθμός του Άουσβιτς. Από το βιβλίο του Πρίμο Λέβι "Εάν Αυτό Είναι ο Άνθρωπος". / Primo Levi, If This is a Man

Κωδικό νούμερο 174 517

» Häftling [φυλακισμένος]: έμαθα ότι είμαι ένας Häftling. Το όνομά μου είναι 174 517. Μας βάφτισαν· για όλη την υπόλοιπη ζωή μας θα έχουμε το νούμερο χαραγμένο στο αριστερό μας μπράτσο.

Η επέμβαση ήταν ελαφρά επώδυνη και εξαιρετικά γρήγορη: μπήκαμε στη σειρά και ένας ένας, κατ’ αλφαβητική σειρά, περάσαμε μπροστά από έναν επιδέξιο εκτελεστή, εφοδιασμένο μ’ ένα εργαλείο με λεπτότατη βελόνα. Τώρα αρχίζει η πραγματική μύηση: γιατί μόνο «δείχνοντας το νούμερο» παίρνεις το ψωμί και τη σούπα. Χρειάστηκαν αρκετές μέρες και όχι λίγα χαστούκια και γροθιές, μέχρι να συνηθίσουμε να δείχνουμε αμέσως το νούμερο, χωρίς καμία καθυστέρηση, για να μην παρεμποδίζεται η καθημερινή διανομή του συσσιτίου. Χρειάστηκαν μήνες ολόκληροι για να συνηθίσουμε στο άκουσμα των γερμανικών. Και για πολλές μέρες μετά, όταν από συνήθεια, μια συνήθεια που ερχόταν από την προηγούμενη ζωή μου, έψαχνα την ώρα στο ρολόι του χεριού, τότε έβλεπα μόνο το καινούργιο μου όνομα, το διάστικτο γαλαζωπό νούμερο. […]

Αφού τελείωσε η επιχείρηση τατουάζ, μας έκλεισαν σ’ ένα άδειο παράπηγμα. Οι κουκέτες είναι στρωμένες αλλά μας απαγόρευσαν ρητά να τις άγγίξουμε ή να καθίσουμε επάνω: κι έτσι γυροφέρνουμε για ώρες, χωρίς σκοπό, στον ελάχιστο διαθέσιμο χώρο, με τη δίψα να μας βασανίζει ασταμάτητα. Μετά η πόρτα άνοιξε και μπήκε ένας νεαρός με ριγέ στολή, μικροκαμωμένος και αδύνατος, ξανθός, με αρκετά ευγενική δψη. Αυτός μίλα γαλλικά και πέφτουμε πάνω του, κατακλύζοντάς τον με όλες τις ερωτήσεις που μάταια απευθύναμε μέχρι πριν ο ένας στον άλλον.

Αλλά δεν έχει όρεξη να μιλήσει: εδώ κανείς δεν μιλάει με προθυμία. Είμαστε καινούργιοι, δεν έχουμε και δεν ξέρουμε τίποτα· γιατί να χάνουν χρόνο μαζί μας; Μας εξηγεί απρόθυμα ότι όλοι οι άλλοι είναι έξω και δουλεύουν και θα γυρίσουν το βράδυ. Αυτός δεν δουλεύει γιατί σήμερα βγήκε απ’ το αναρρωτήριο. Τον ρωτάω (με μια αφέλεια που λίγες μέρες μετά και στα δικά μου μάτια θα φάνταζε απίστευτη) εάν θα μας επέστρεφαν τουλάχιστον τις οδοντόβουρτσες· δεν γέλασε αλλά με φανερή περιφρόνηση μου πέταξε: Vous n’etes pas a la maison». Και αυτή είναι η επωδός που επαναλαμβάνουν όλοι: δεν είστε στο σπίτι σας, εδώ δεν είναι σανατόριο, από δω βγαίνεις μόνο απ’ την Καμινάδα (τί σημαίνει αυτό θα το μαθαίναμε αργότερα).

Πράγματι: Κοιτάζοντας έξω πρόσεξα να κρέμεται απ’ τη στέγη ένα κομμάτι πάγου. Σπρωγμένος από τη δίψα, άνοιξα το παράθυρο και ξεκόλλησα το κομμάτι, αλλά στη στιγμή εμφανίστηκε ένας σωματώδης που τριγύριζε εκεί έξω και μου το άρπαξε με βία. «Warum?», τον ρώτησα με τα φτωχά γερμανικά μου. «Hier ist kein warum» (εδώ δεν υπάρχει γιατί), μου απάντησε και με μια σπρωξιά μ’ έκλεισε μέσα.»

Μουσική ψυχαγωγία

» Μας βάζουν για άλλη μια φορά στη γραμμή και μας οδηγούν σε μια μεγάλη πλατεία στο κέντρο του στρατοπέδου όπου θα παραταχθούμε με τάξη και ακρίβεια. Μετά για άλλη μια ώρα δεν συμβαίνει τίποτα: φαίνεται σαν να περιμένουν κάποιον.

Μια ορχήστρα αρχίζει να παίζει δίπλα στην είσοδο του στρατοπέδου: παίζει τη «Ροζαμούντα», το γνωστό αισθηματικό τραγουδάκι, κι αυτό μας φαίνεται τόσο αλλόκοτο που κοιταζόμαστε γελώντας σαρκαστικά· αλλά μια υποψία ανακούφισης γεννιέται μέσα μας, ίσως όλες αυτές οι τελετουργίες να μην είναι τίποτ’ άλλο παρά μια γιγάντια φαρσοκωμωδία τευτονικού γούστου. Τελείωσε η «Ροζαμούντα», αλλά η ορχήστρα δεν σταματά, τώρα παίζει διάφορα εμβατήρια το ένα μετά το άλλο και να! εμφανίζονται οι ομάδες των συντρόφων που γυρίζουν από τη δουλειά. Περπατούν στοιχημένοι ανά πέντε, με βάδισμα αφύσικο, σκληρό, κινούνται σαν μαριονέτες από κόκαλα αλλά ακολουθούν επακριβώς το ρυθμό.»

Κρατούμενοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς / Prisoners in Auschwitz

Κρατούμενοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς / Prisoners in Auschwitz

Τρεις κατηγορίες κρατουμένων

» Μάθαμε πολύ γρήγορα ότι οι « φιλοξενούμενοι» του στρατοπέδου χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: στους ποινικούς, στους πολιτικούς και στους Εβραίους. Όλοι φορούν τη ριγέ στολή, όλοι είναι Häftlinge, αλλά οι ποινικοί έχουν ραμμένο στη ζακέτα δίπλα στο νούμερο ένα πράσινο τρίγωνο· οι πολιτικοί ένα κόκκινο, και οι Εβραίοι, που είναι και η πλειονότητα, το εβραϊκό άστρο, κόκκινο και κίτρινο. Οι Ές Ές υπάρχουν, αλλά είναι λίγοι και έκτος στρατοπέδου, εμφανίζονται σχετικά σπάνια: τα πραγματικά αφεντικά μας είναι τα πράσινα τρίγωνα που έχουν πλήρη εξουσία πάνω μας και επιπλέον όσοι από τις άλλες δύο κατηγορίες προσφέρονται να συνδράμουν· και δεν είναι λίγοι.

Μάθαμε και άλλα ακόμα, άλλος γρήγορα άλλος σιγά σιγά, ανάλογα με το χαρακτήρα του· μάθαμε ν’ άπανταμε «Jawohl», να μην κάνουμε ποτέ ερωτήσεις, να προσποιούμαστε ότι καταλάβαμε τα πάντα. Μάθαμε πόσο πολύτιμη είναι η τροφή· τώρα κι εμείς ξύνουμε επιμελώς τον πάτο της καραβάνας μετά το συσσίτιο, και την κρατάμε με προσοχή κοντά στο πηγούνι, όταν τρώμε το ψωμί, για να μη χάσουμε ούτε ένα ψίχουλο. Ξέρουμε τώρα ότι είναι διαφορετική η σούπα που σου σερβίρουν από το πάνω πάνω του μαστέλου και διαφορετική αυτή από τον πάτο, και τώρα είμαστε σε θέση να υπολογίσουμε – η σύμφωνα με τη χωρητικότητα του κάθε μαστέλου – ποιο να βάλουμε στο μάτι όταν μπαίνουμε στην ουρά για το συσσίτιο.

Μάθαμε ότι το καθετί είναι χρήσιμο· το σύρμα για να δένουμε τα παπούτσια· κάθε λογής κουρέλι για να τυλίγουμε τα πόδια· κάθε κομμάτι χαρτί για να τυλιγόμαστε (παράνομα) κάτω απ’ τη ζακέτα για να προστατευτούμε από το κρύο. Μάθαμε ότι μπορεί να σου κλέψουν τα πάντα ή καλύτερα, λίγο να χαλαρώσεις την προσοχή σου, αυτομάτως σου έκλεψαν τα πάντα· και για να το αποφύγουμε μάθαμε την τέχνη του να κοιμόμαστε έχοντας για μαξιλάρι έναν μπόγο με όλα μας τα υπάρχοντα, από την καραβάνα μέχρι τα παπούτσια.»

Κρατούμενοι σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης / Prisoners in nazi concentration camp

Και η ζωή συνεχίζεται

«Βρίσκομαι στον πάτο. Μαθαίνει κανείς πολύ γρήγορα να σβήνει το παρελθόν εάν σπρώχνει η ανάγκη. Μετά από δεκαπέντε μέρες στο Λάγκερ, υποφέρω ήδη από χρόνια πείνα, αυτή την πείνα που είναι άγνωστη στους ελεύθερους ανθρώπους, την πείνα που την ονειρεύεσαι τη νύχτα και που εξουσιάζει όλα μας τα μέλη· ξέρω πώς να φυλάγομαι για να μη με κλέψουν, και αν βρω κάποιο κουτάλι τριγύρω, σπάγκο η κουμπί και δεν υπάρχει κίνδυνος να με αντιληφθούν, τα βάζω στην τσέπη μου και τα θεωρώ δικά μου· τα πόδια μου είναι ήδη γεμάτα πληγές που δεν θα γιατρευτούν. Σπρώχνω βαγόνια, σκάβω με το φτυάρι, εξαντλούμαι στη βροχή, τρέμω στο κρύο· δεν αισθάνομαι πλέον το σώμα για δικό μου: η κοιλιά μου έχει πρηστεί, τα μέλη μου είναι αδύνατα και ξερά σαν ξύλα, το πρόσωπό μου πρησμένο το πρωί και βαθουλωμένο το βράδυ· σε μερικούς κιτρίνισε το δέρμα, σε άλλους είναι γκρίζο· αν δεν ιδωθούμε για τρεις-τέσσερις μέρες, μετά δύσκολα αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον.

Είχαμε αποφασίσει να συναντιόμαστε, εμείς οι Ιταλοί, κάθε Κυριακή βράδυ σε μια γωνία του Λάγκερ. Αλλά γρήγορα σταματήσαμε. Ήταν πολύ οδυνηρό να μετριόμαστε και κάθε φορά να είμαστε όλο και λιγότεροι, κάθε φορά πιο παραμορφωμένοι, πιο ελεεινοί. Και ήταν κουραστικό να κάνεις αυτά τα λίγα βήματα· και το να συναντηθούμε σήμαινε να θυμηθούμε και να σκεφτούμε, και ήταν καλύτερα να το αποφύγουμε.»

Τα αποσπάσματα περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Πρίμο Λέβι: «Εάν Αυτό Είναι ο Άνθρωπος» [Primo Levi: Se questo è un uomo]. Η μετάφραση είναι της Χαράς Σαρλικιώτη. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία το 1947.

Για την ψηφιοποίηση του κειμένου και την παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι, Μάιος 21.

Ο ιταλός συγγραφέας Πρίμο Λέβι στο γραφείο του / Primo Levi in his office

Tags: , , , , , , , , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *


Notice: Trying to access array offset on value of type null in /usr/www/users/tofoni/wp-content/plugins/wp-optimize-premium/wp-optimize.php on line 1892