Σκαρφαλώνοντας το Τείχος των Pink Floyd

Enter the rabbit's lair...

Σκαρφαλώνοντας το Τείχος των Pink Floyd - ένα κείμενο από το Φονικό Κουνέλι / Climbing up The Wall

“Is there anybody out there?…”

Αυτοί οι στίχοι έχουν στοιχειώσει τη γενιά μας. Στίχοι χαραγμένοι με μαύρο μαρκαδόρο σ’ ένα κατάλευκο Τείχος, άσπρο σαν την παχύρευστη ομίχλη της σιωπής. Κι εκεί, πίσω απ’ το συμπαγές οχύρωμα των τούβλων, αντηχεί (ίσα που ακούγεται) μια ψιλή φωνή. Η φωνή κάποιου που ονειρεύεται τα παιδικά του χρόνια, ασφαλισμένος στην πολύχρωμή του φούσκα. Παραδομένος στην αγκαλιά ενός κόσμου σε τάξη, ενός κόσμου που το πάνω ήταν πάνω και το κάτω ήταν κάτω. Ενός κόσμου όπου δεν χρειαζόταν να παίρνει αποφάσεις. “Κοιμήσου, γλυκό μου μωρό, και μην ανησυχείς, είμαι εγώ εδώ για σένα”.

“Is there anybody out there?…”

Αντηχεί η φωνή. Φτάνει από μακριά, πολύ μακριά – ίσα που ακούγεται. Έχεις δει άνθρωπο να μιλάει έξω απ’ το νερό, ενώ εσύ βυθίζεσαι; Βλέπεις το στόμα του να κινείται, μα δεν ακούς τα λόγια του. Φτάνει ν’ απλώσεις το χέρι σου, ίσα να το απλώσεις λίγο…

“Is there anybody out there?…”

Όμως όχι. Είναι τόσο όμορφα εδώ, νιώθεις τόσο ασφαλής! Εδώ, καταμεσής του Τείχους. Γιατί δεν φτιάχνεις κι εσύ ένα δικό σου; Ας περιχαρακωθούμε στα μικρά μας σύνορα, εδώ που κανείς δεν μας πειράζει. Safe spaces, φράση-κλειδί μιας εποχής. Ας παγιδεύσουμε τον κόσμο έξω από μας – δεν μας αφορά αυτός ο κόσμος. Δεν μας χρειάζεται αυτός ο κόσμος. Μας κάνει να νιώθουμε μικρούς αυτός ο κόσμος. Μας κάνει να νιώθουμε ασήμαντους. Τον μισούμε αυτόν τον κόσμο.

Τι όμορφα που ζω μέσα στον ασφαλή, μικρό μου χώρο. Εδώ που δεν υπάρχει άνοιγμα και γι’ αυτό δεν υπάρχει διαρροή. Δεν έδωσα τίποτα, δεν έχασα τίποτα, κανένα ρίσκο, κανένας πόνος. Στο τέλος αντηχούν αυτά τα λόγια:

“This is how I am… I have become Comfortably Numb”.

Και αν κάποια μέρα βγω από το Τείχος, αφηγείται ο Βάρδος… δεν θα είμαι αυτός που ήξερες. Θα έχω σκοτώσει όσα με κάνουν άνθρωπο και θα γίνω ένα με τη μάζα που σκοτώνει.

Εμπρός, γίνε σαν εμάς – και δεν θα πονέσεις πια ξανά!

Εν έτει 1979, τα είπε όλα ο Roger Waters. Όποιος νομίζει πως το “Wall” των Pink Floyd είναι “απλά” ένας μουσικός δίσκος, τότε αγνοεί ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά αποτυπώματα των σύγχρονων καιρών.

Η πρόκληση που μου παρέχει η σημερινή γραπτή κατάθεση είναι μεγάλη: διότι υπάρχουν τείχη και τείχη. Τα τείχη μας χωρίζουν – μα κάποιες φορές μας προστατεύουν. Η κατεδάφιση ενός τείχους δεν συνιστά λύση – όχι όσο ζουν άνθρωποι στα βάθη τους. Τί μπορούμε να κάνουμε, λοιπόν, σ’ έναν κόσμο όπου τα τείχη περισσεύουν και οι άνθρωποι κλείνονται ολοένα και περισσότερο μέσα τους; Να αδιαφορήσουμε; Όχι. Να κατεδαφίσουμε; Όχι. Να υψώσουμε δικά μας τείχη στα τείχη των άλλων; Αλίμονο… όχι.

Τότε; Τι μπορούμε να κάνουμε;

Σε αυτά όλα θα εμβαθύνω σήμερα. Στο έργο των Pink Floyd… και στα νοήματά του. Κι ελπίζω να καταλήξω σ’ ένα θετικό συμπέρασμα. Τι λες, έρχεσαι; Πάμε για μια ορειβασία. Εκεί ψηλά – στο Τείχος. Και αν αφαιρέσουμε κάποια τούβλα στην πορεία, μη φοβάσαι – σκοπός μας είναι ν’ αποκαλύψουμε τον καταγάλανο ουρανό που ξεπροβάλλει από πίσω.

Μια εμβάθυνση στο Wall

Ήταν η πρώτη ουσιαστική εμπειρία μου όχι μόνο με το “Wall”, μα και τους Pink Floyd στο σύνολό τους. Ήμουν 20 και η ελληνική τηλεόραση μου παρείχε το μόνο ίσως πράγμα για το οποίο της είμαι ευγνώμων, όσο αφορά την ενήλικη ζωή μου: κάποιο βράδυ η κρατική τηλεόραση πρόβαλε την ταινία “The Wall” των Pink Floyd.

Την είδα – και μάλιστα την έγραψα στο βίντεο (ναι, είχαμε ακόμα βίντεο εκείνα τα χρόνια, στις αρχές των 00ς! Μια εποχή που ακόμα και τα κινητά τηλέφωνα δεν ήταν δεδομένα και το ίντερνετ αφορούσε τις μειοψηφίες!). Είδα την ταινία, λοιπόν. Και μετά… την είδα ξανά. Και ξανά. Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές. Ναι, η παντοτινή αγάπη μου για τους Pink Floyd ξεκίνησε με την παρακολούθηση αυτού του έργου.

Με είχε συνεπάρει το απίθανο σμίξιμο της μουσικής με την εικόνα, της σκηνοθεσίας με τον στίχο, της θεματικής με την αισθητική. Οι σκηνές του έργου αποτυπώθηκαν στη μνήμη μου – όπως θ’ αποτυπωνόταν σε κάποιον πιστό του Μεσαίωνα μια “Αποκάλυψη” του Ιωάννη. Και αυτά τα απίθανα κινούμενα σχέδια…! Ένιωθα πως αυτό που παρακολουθούσα ήταν κάτι περισσότερο από μια “μουσική ταινία” – ήταν η ίδια η μορφή της πραγματικότητάς μας ενσαρκωμένη σε φιλμ.

Η ψυχολογία του ανθρώπου που βλέπει τα όνειρά του να καταρρέουν, τις σχέσεις του να χάνονται, τον κόσμο να τον αδικεί – ενός ανθρώπου που ένιωθε μια ζωή μικρός, διότι ο κόσμος τον έκανε να νιώθει μικρός. Κάποιος που καταφεύγει στην έσχατη προστασία ενός αδιαπέραστου ψυχολογικού τείχους, ώστε να μπορέσει να διατηρήσει μια ισορροπία, μια σπίθα λογικής.

Ναι, έμοιαζε με αποκάλυψη για τον εικοσάχρονο νου μου. Για πρώτη φορά έβλεπα να συνδέονται τόσο αποτελεσματικά σε μια ταινία δυο τομείς που με ενδιέφεραν βαθύτατα: εκείνος της ψυχολογίας (οι σπουδές μου, τον καιρό εκείνο) και εκείνος της πολιτικής (όπως τόσοι φοιτητές, έτσι κι εγώ άρχιζα τότε να οικοδομώ, κουτσά στραβά, τις πρώτες “κοσμοθεωρίες” μου). Ο πόλεμος από τη μία, το εκπαιδευτικό σύστημα, ο καταναλωτισμός, η ανάδυση του φασισμού… και από την άλλη τα καθημερινά μας όνειρα, οι φιλοδοξίες, οι σχέσεις μας, οι προσδοκίες μας. Η ταινία συνδύαζε αριστοτεχνικά το μακροσκοπικό με το μικροσκοπικό, το πολιτικό με το ψυχολογικό – και αυτά διαθέτοντας ελάχιστο σενάριο, βασισμένη κυρίως σε στίχους τραγουδιών!

The Wall by Pink Floyd, movie still: teacher and students / Σκηνή από την ταινία The Wall των Pink FloydThe Wall by Pink Floyd, movie still: education system / Σκηνή από την ταινία The Wall των Pink Floyd

Πώς μπορούν, αλήθεια, να συνδυαστούν αυτά; Οι κακές γλώσσες είπαν πως το “Wall” δεν ήταν παρά μια προσωπική εξομολόγηση του Roger Waters, διαποτισμένη απ’ τη μελαγχολία ενός ροκ σταρ – που είχε αρχίσει, μάλιστα, να κατέχει δεσποτικό ρόλο στο συγκρότημα. Σύμφωνοι. Ασφαλώς. Ναι, ο Roger Waters είχε αρχίσει να μετατρέπει τους Floyd σε “προσωπικό του project” – και αυτό δεν άρεσε στους υπολοίπους. Καθόλου τυχαίο που θα χώριζαν τους δρόμους τους μετά απ’ το επόμενο άλμπουμ.

Ανεξαρτήτως αυτών όμως… η ουσία μένει: περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο concept album στην ιστορία της μουσικής, το Wall έχτισε μια “ιστορία” που αντανακλά την πραγματικότητα και φέρει μια αμεσότητα ικανή να σε διαπεράσει, να σε ξεγυμνώσει ως τα κόκαλα.

Η σύνδεση του πολιτικού με το ψυχολογικό πεδίο παραμένει αριστοτεχνική – και, αλίμονο, πάντα επίκαιρη. Ήταν το “Wall” εκείνο που μου φανέρωσε, πρώτο, πώς ο φασισμός συνδέεται με το αίσθημα ασημαντότητας των ανθρώπων – που καταλήγουν να τον υποστηρίξουν μαζικά. Πρώτα με δίδαξε ο Roger Waters… και μετά ο Βίλχελμ Ράιχ, ο Έριχ Φρομ, ο Τέοντορ Αντόρνο, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, και όσοι άλλοι στοχαστές συνδύασαν την πολιτική σκέψη με την ψυχολογία.

Άνθρωποι που νιώθουν μικροί, άνθρωποι που νιώθουν αδύναμοι, άνθρωποι που πνίγονται καταμεσής μιας πραγματικότητας που τους αγνοεί – οι ίδιοι άνθρωποι αντλούν δύναμη ταυτιζόμενοι με κάποιο Ισχυρό Έθνος, υψώνοντας σημαιάκια σε παρελάσεις και προσκυνώντας τον Ηγέτη. Η ιστορία μιας απ’ τις σκοτεινότερες πτυχές του 20ου αιώνα δοσμένη αλληγορικά σ’ έναν μουσικό δίσκο.

The Wall by Pink Floyd, movie still: the dictator / Σκηνή από την ταινία The Wall των Pink Floyd

Εκεί όμως που ο δίσκος σκάβει ακόμα βαθύτερα, σπαρακτικά βαθιά, τρομακτικά βαθιά… είναι στην ψυχολογία του μοναχικού ανθρώπου – του οικοδόμου του Τείχους.

Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Ας αφήσουμε τον “κυριολεκτικό” χαρακτήρα του έργου, τον Pink (που είναι ένας επίδοξος ροκ σταρ) και ας κοιτάξουμε αυτό που συμβολίζει: πρόκειται για τον καθημερινό συμπολίτη, φίλο, φίλη, αδερφό, αδερφή, γείτονα, γνωστό ή αγαπημένο μας. Ίσως να είναι και ο ίδιος ο εαυτός μας.

Πολύ απλά: ένας άνθρωπος που πόνεσε. Πόνεσε διότι είδε τις προσδοκίες του να διαψεύδονται – και γιατί οι άνθρωποι που τον περιέβαλαν, από μικρό παιδί, δεν μπόρεσαν να του μεταδώσουν αγάπη. Η μητέρα του ήταν δεσποτική. Ο πατέρας του αδύναμος (και ανύπαρκτος στη συνέχεια). Ο δάσκαλός του αυταρχικός. Η φιλενάδα του αδιάφορη. Αυτός ο άνθρωπος δεν έμαθε ποτέ να “δίνει” – διότι τις λίγες φορές που άπλωσε το χέρι του δέχτηκε χτυπήματα, όχι χειραψίες, όχι αγκαλιές.

Τι κάνεις λοιπόν όταν απλώνεις το χέρι, μια και δυο και τρεις, και κάποιος σε ραπίζει; Είναι απλό: αποτραβιέσαι.

Και αν το πραγματικό χτύπημα που δέχτηκες κάποτε μετατραπεί σε φόβο για το μέλλον;

Είναι απλό… Χτίζεις ένα Τείχος… Εκεί που δεν φτάνουν άλλα χέρια.

Το τείχος του πρωταγωνιστή μοιάζει με την προστατευτική αγκαλιά της Μητέρας – μια πληθωρική μορφή που εξουσιάζει τον ήρωα δια της υπερπροστασίας της. Μόνιμα στην αγκαλιά της, ο ήρωας μένει ένα παντοτινό παιδί – αδύναμος να εξελιχθεί, να πατήσει γερά στα πόδια του, να πάρει αποφάσεις.

Hush now baby don’t you cry
Mama’s gonna make all of your
Nightmares come true
Mama’s gonna put all of her fears into you
Mama’s gonna keep you right here
Under her wing
She won’t let you fly but she might let you sing
Mama will keep baby cozy and warm

The Wall by Pink Floyd, movie still: overprotective mother / Σκηνή από την ταινία The Wall των Pink Floyd

Ο πρωταγωνιστής μας έμαθε από μικρός να ζει μέσα σε τείχη. Το σχολείο, δια της αυστηρής πειθαρχίας του, επέβαλε άλλο ένα τείχος στην ψυχή του: ένα σύστημα οργάνωσης όπου όλα βρίσκονται σε “τάξη”. Καλοκουρδισμένοι μαθητές, σαν ρομπότ, καθηγητές που περιφρονούν την ξεδίπλωση της ατομικότητάς τους. Όλα πρέπει να εξομοιώνονται και η διαφορετικότητα εξοστρακίζεται.

Σ’ ένα τέτοιο σύστημα, ο χαρακτήρας μας καταλήγει να τρέμει το άγνωστο, το διαφορετικό, το ξένο. Φοβάται να εκτεθεί, να διαφοροποιηθεί, να βγει έξω απ’ το καβούκι του. Γυρεύει πάντα την επιβεβαίωση και αν δεν την βρίσκει, αποτραβιέται νιώθοντας αδύναμος. Έτσι καταλήγει να βιώνει τις σχέσεις του με το άλλο φύλο, έτσι δέχεται τις απογοητεύσεις του στον χώρο εργασίας. Πρόκειται για έναν κόσμο που μοιάζει απειλητικός από παντού.

Και τα τούβλα προστίθενται, το ένα πάνω στο άλλο. Λίγο-λίγο, το Τείχος ανυψώνεται. Εκεί που ο κόσμος μένει έξω, εκεί που ο κόσμος παύει να υπάρχει. Ας διώξουμε τον κόσμο που μας πλήγωσε. Ή τον κόσμο που μπορεί να μας πληγώσει κάποια μέρα.

Θέλω να επαναλάβω τους στίχους του Comfortably Numb… Τα λόγια του ανθρώπου που ζει μέσα στην ασφάλεια του Τείχους:

There is no pain you are receding
A distant ship smoke on the horizon
You are only coming through in waves
Your lips move but I can’t hear what you’re saying
When I was a child I had a fever
My hands felt just like two balloons
Now I’ve got that feeling once again
I can’t explain you would not understand
This is not how I am
I have become comfortably numb

The Wall by Pink Floyd, movie still: Comfortably Numb / Σκηνή από την ταινία The Wall των Pink Floyd

Να όμως που έρχονται εκείνες οι στιγμές… που θες να πάρεις λίγο αέρα. Ν’ αντικρίσεις ένα ζευγάρι μάτια. Ν’ ακούσεις μια γλυκιά φωνή να λέει τ’ όνομά σου.

Με ποια δύναμη, αλήθεια, θα στραφείς προς τα έξω – όταν έχεις συνηθίσει τόσο καιρό στη μονοκρατορία του τείχους; Σκέψου έναν άνθρωπο που ζει κλεισμένος σε μια υγειονομική φούσκα – ενώ η πανδημία έχει περάσει προ πολλού. Πώς θ’ αναπτύξει τ’ αναγκαία αντισώματα αυτός ο άνθρωπος – αν δεν βγει, αν δεν έχει τριβή με την πραγματικότητα, αν δεν φθαρεί μαζί της, αν δεν την φθείρει με τη σειρά του;

But it was only fantasy
The wall was too high
As you can see
No matter how he tried
He could not break free
And the worms ate into his brain

Αυτό λοιπόν συμβαίνει στον πρωταγωνιστή του The Wall… Κλείνει τον εαυτό του στο αυτιστικό του τείχος… και αδυνατεί μετά να βγει. Και “τα σκουλήκια έτρωγαν το νου του”, όπως αναφέρουν οι στίχοι του “Hey You”.

Κι εδώ ερχόμαστε στο πολιτικό σκέλος του δίσκου. Κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής βγαίνει έξω από το Τείχος – μα δεν είναι πια αυτός που ήταν. Αδύναμος ν’ ανταποκριθεί στην πραγματικότητα, αποφασίζει ν’ ασκήσει τη δύναμή του πάνω της. Πετάει το κέλυφος της ανθρωπιάς του και γίνεται κτήνος. Η φωνή του, πλέον, είναι η Φωνή της Ισχύος, η Απρόσωπη Φωνή του Αρχηγού.

Μια φωνή που έχει εξαλείψει την ατομικότητά της, τη διαφορετικότητά της, όλα εκείνα που προκαλούσαν πόνο… γιατί παύεις να πονάς όταν σκοτώνεις το Εγώ σου. Όταν σμίγεις το Εγώ σου με χιλιάδες άλλους σαν εσένα, όταν γίνεσαι ένα με τη Μάζα… παύεις να πονάς.

The Wall by Pink Floyd, movie still: march of the hammers / Σκηνή από την ταινία The Wall των Pink Floyd

Είναι τα τείχη αναγκαία; Υπάρχει κάποια διέξοδος;

Πάμε τώρα στην πραγματικότητα όπως τη ζούμε σήμερα. Και να δούμε αν μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιο θετικό συμπέρασμα… Θα βάλω τα δυνατά μου!

Ας ξεκινήσουμε με το πολιτικό σκέλος: φασισμός και τείχη δεν ταυτίζονται απαραίτητα – ευτυχώς! Ωστόσο είναι βέβαιο πως ο φασισμός τρέφεται απ’ τα τείχη: η σιωπή και η κλειστότητα είναι βούτυρο στο ψωμί κάθε δικτατορίας, κάθε πολιτικής αντίδρασης. Ο εξεγερμένος είναι πάντα κάποιος που σπάει τη σιωπή, όπως έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ.

Ας δούμε όμως την πραγματικότητα, όπως τη ζούμε, κατάματα: ατέλειωτη πληροφορία, καταιγισμός επιφανειακών επαφών, μια ρουτίνα που μπορεί να σε τρελάνει, ρηχές σχέσεις, αδύναμη επικοινωνία, αποθέωση του φαίνεσθαι, ασταμάτητη πίεση, άγχος. Το ερώτημα εδώ θα μπορούσε να τεθεί ως εξής: είναι δυνατόν, υπό τέτοιες συνθήκες, να ΜΗ χτίζουμε τείχη; Ποιος λογικός άνθρωπος δεν θα ήθελε κάποιες φορές να κρυφτεί από έναν κόσμο σαν αυτό; Σε τελική ανάλυση: αξίζει ένας τέτοιος κόσμος ν’ ασχολούμαστε μαζί του;

Μπορεί ένα τείχος να είναι ιαματικό; Οφείλω να πω: ναι. Απέναντι σε μια πραγματικότητα αδιάφορη και κατάφορτη θυμό, αρνητισμό και σύγχυση – κάποια τείχη ίσως είναι αναγκαία. Ένας ασφαλής προσωπικός χώρος, μια μικρή ιαματική πηγή, ένα καταφύγιο που έχουμε όλοι ανάγκη που και που.

Κάθε παιδί, μεγαλώνοντας, φέρει τέτοια “τείχη” μέσα του: ονομάζονται “μηχανισμοί άμυνας”. Τέτοιοι μηχανισμοί αναπτύσσονται υγιώς δια της αγάπης που εισπράττει το παιδί. Όσο περισσότερη αγάπη εισπράττει κάποιος, τόσο καλύτερους μηχανισμούς άμυνας μπορεί ν’ αναπτύξει – τέτοιους που θα τον οχυρώσουν μεγαλώνοντας.

Αυτά είναι φυσικά τείχη – ένας θώρακας που σ’ εξοπλίζει και σε κάνει να νιώθεις δυνατό. Ο πρωταγωνιστής του δίσκου των Pink Floyd ποτέ δεν μπόρεσε ν’ αναπτύξει τείχη σαν αυτά. Στο βάθος του παραμένει αδύναμος, νιώθει ασήμαντος, στερημένος αγάπης. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το δικό του Τείχος μοιάζει περισσότερο με Απόρθητο Φρούριο.

Και φτάνουμε στο τρομερό τέλος του έργου – όταν το γκροτέσκο εκείνο Δικαστήριο τον καταδικάζει, παρουσιάζοντάς τον “ένοχο” για όλα τα κακά του κόσμου… και γκρεμίζει με τη βία το τείχος του!

Είναι τρομερό διότι αυτό το τείχος ήταν η μόνη άμυνά του. Και γιατί ποτέ κανείς δεν “φταίει”, αν χτίζει τείχη σαν αυτά.

The Wall by Pink Floyd, movie still: animation / Σκηνή από την ταινία The Wall των Pink Floyd

Τι μπορούμε να κάνουμε; Νομίζουμε, άραγε, πως οι βροντές και οι κεραυνοί θα γκρεμίσουν τα τείχη από τα βάθρα τους; Τους ανθρώπους που ζουν μέσα στα τείχη δεν τους σκεφτήκαμε ποτέ; Τις ανάγκες τους; Τους φόβους τους; Τις ελπίδες τους;

“Το μόνο που έχουν να χάσουν οι προλετάριοι είναι οι αλυσίδες τους”, έλεγε ο Μαρξ. Όχι, δεν είναι έτσι. Έχουν να χάσουν πολλά, πολλά περισσότερα. Κάθε άνθρωπος που νιώθει αδύναμος κλείνεται σ’ ένα τείχος για έναν λόγο. Οφείλουμε να το κατανοήσουμε αυτό.

Δεν μπορώ να δώσω κάποια τελική συμβουλή απέναντι σ’ ένα θέμα που με βασανίζει έντονα. Γνωρίζω όμως πως εκείνο που κατορθώνει, δια της βίας, ο κεραυνός, μπορεί να το πετύχει και η βροχή: είναι γνωστό πως το νερό διαβρώνει την πέτρα. Απλά θέλει τον χρόνο του. Και αν το Τείχος είναι φτιαγμένο από πηλό… Ίσως οι ακτίνες ενός ζεστού ήλιου να το λιώσουν, σιγά σιγά.

Καταλαβαίνεις πού το πάω;

Ο Φρόυντ ανέδειξε τη σκοτεινή πλευρά του Ασυνείδητου – κάνοντας όλους τους ανθρώπους να νιώθουν λίγο πιο μικροί, λίγο πιο αδύναμοι, λίγο πιο ένοχοι. Όμως ο Γιούνγκ έκανε το αντίθετο: τόνισε πως οι άνθρωποι περιλαμβάνουμε, βαθιά στο ασυνείδητό μας, μια ζωτική δημιουργική δύναμη. Μια θετική πτυχή που ίσως δεν γνωρίζουμε καν ότι υπάρχει. Μια πτυχή που ο κόσμος συχνά θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να την αποκρύψει.

Κάποιες φορές εκείνο που χρειάζεται είναι ν’ αναδείξουμε εκείνη την πτυχή μας: ο ένας για τον άλλο. Και έτσι να νιώσουμε πιο δυνατοί. Όχι η αντανάκλαση της μιζέριας – μα η κατανόηση, η αλληλεγγύη, η αγάπη, η θετική παρακίνηση, η δημιουργική ορμή… αυτά θα μπορούσαν να γίνουν ήλιος μας.

Είναι εύκολο; Καθόλου. Μα δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι καλύτερο. Τα σκέφτηκα όλα τα υπόλοιπα – δεν αρκούν. Μόνο ένα άπλωμα χεριού και κάποια όμορφα λόγια. Σαν αυτά ίσως: “είμαι μαζί σου και ας είμαι μακριά σου”.

Όχι να ρίξουμε το Τείχος… μα να γράψουμε δυο όμορφα λόγια με μαρκαδόρο πάνω του – έτσι που να φαίνονται.

Και ίσως κάποια μέρα φτάσουμε στην κορυφή του Τείχους. Και αν κουραστήκαμε… ίσως η αναρρίχηση να μας έκανε λίγο καλύτερους. Τότε πια, μπορεί να διαπιστώσουμε με έκπληξη πως το περιβόητο αυτό Τείχος… δεν ήταν τόσο ψηλό όσο νομίζαμε.

Αφιερωμένο

Λόγια από το Φονικό Κουνέλι, Ιανουάριος ’24

Tags: , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *