«Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, μια παρέα σκαντζόχοιροι στριμώχτηκαν κοντά κοντά για να ζεσταθούν και να μην ξεπαγιάσουν. Όμως με το που άρχισαν να αγκυλώνονται, πάλι απομακρύνθηκαν. Κάθε φορά λοιπόν που είχαν ανάγκη να ζεσταθούν, συνέβαινε το δεύτερο κακό· έτσι πήγαιναν πίσω μπρος από το ένα βάσανο στο άλλο, μέχρι που βρήκαν μεταξύ των δύο κακών μια λογική απόσταση, από την οποία μπορούσαν να τα αντέξουν.
Κι αυτή την απόσταση την ονόμασαν ευγένεια και καλούς τρόπους.»
[Άρθουρ Σοπενχάουερ, “Οι Σκαντζόχοιροι”. Από τα “Πάρεργα και Παραλειπόμενα” του 1851]
******
Γνωστό και ως “το δίλημμα του σκαντζόχοιρου”. Με αυτή τη μεταφορά ο Σοπενχάουερ εξέφρασε τη γνώμη του γύρω από τις σχέσεις των ανθρώπων. Των ανθρώπων που έχουν ανάγκη από στενή συναισθηματική επαφή – και ταυτόχρονα φοβούνται μήπως πληγωθούν εξαιτίας αυτής της εγγύτητας. Έτσι καταλήγουν να διατηρούν τις… ευγενικές τους αποστάσεις. Μια οπτική που – ομολογουμένως – δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για ελπίδα.
“Θέλω να σε πλησιάσω – φοβάμαι όμως μήπως πληγωθώ απ’ τα αγκάθια σου – ή μήπως σε πληγώσουν τα δικά μου”.
Και το ερώτημα είναι: τι μπορούν να κάνουν οι σκαντζόχοιροί μας για να ξεφύγουν από αυτό το δίλημμα;
Το σημερινό συμπληρώνει μια σειρά νεότερων δημοσιεύσεών μου, που καταπιάνονται – στην πλειοψηφία τους – με το ίδιο θέμα: τις άμυνες και τα τείχη που υψώνουμε. Μια σειρά που καθόλου τυχαία επέλεξα να μοιραστώ. Άλλες φορές γυρεύω να δώσω μια απάντηση… μα το σημερινό ανήκει στον Σοπενχάουερ.
Αλίμονο. Τα αγκάθια που περιγράφει είναι πολύ αληθινά. Όπως αληθινές είναι και οι καρδιές των σκαντζόχοιρων.