Ίσως η ωραιότερη λογοτεχνική εξύμνηση του γυναικείου σωματικού κάλλους, που έχω διαβάσει ως σήμερα, να βρίσκεται καταχωνιασμένη σε μια κρυφή γωνιά από τις “Χίλιες και μια Νύχτες”. Το χιλιόχρονο αυτό ορόσημο αποτελεί, μεταξύ πολλών άλλων, ένα από τα πλέον αισθησιακά έργα στην ιστορία της λογοτεχνίας – δεν είναι τυχαίο που ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι το επέλεξε ως μέρος της περίφημης ερωτικής “μεσαιωνικής” του τριλογίας στα χρόνια της δεκαετίας του 70. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, πως όταν οι Δυτικοί ανακάλυψαν το έργο για πρώτη φορά, κατά τον 18ο αιώνα, επέλεξαν να το διασκευάσουν παρεμβαίνοντας αλύπητα στο περιεχόμενό του, κόβοντας ράβοντας και αφαιρώντας πελώρια κομμάτια του, ώστε να το εντάξουν στα στενόχωρα ηθικολογικά τους καλούπια.
Όπως αναφέρει ο μεταφραστής της ολοκληρωμένης έκδοσης του έργου στα ελληνικά, Κ. Τρικογλίδης, στην εισαγωγή του: «Δυστυχώς η σεμνοτυφία του πολιτισμού μας επενέβη θλιβερότατα στη “Χαλιμά”. Η λογοκρισία της κακώς εννοούμενης ηθικής ψαλίδισε άγρια από τις ιστορίες αυτές – ιστορίες που μπορεί κανείς να πει πως βρίσκονται «πέραν του καλού και του κακού» – ό,τι νόμισε πως προσβάλλει τα δικαιώματά της.»
Πάμε λοιπόν στο σημερινό μας απόσπασμα – ένα απόσπασμα απόλυτα χαρακτηριστικό της βαθιά αισθησιακής φύσης του έργου. Πρόκειται για έναν ύμνο προς τα σωματικά θέλγητρα μιας γυναίκας, από την κορυφή ως τα νύχια. Χρησιμοποιώντας υπέροχες παρομοιώσεις, ο ανώνυμος συγγραφέας εκθειάζει όχι μόνο τα φανερά σημεία, μα και τα αφανέρωτα και πιο ερωτικά: τα στήθη, τους μηρούς, τους γοφούς και τα οπίσθια.
Κείμενα σαν αυτό δεν χωρούν στην ασφυκτική πολιτική ορθότητα των ημερών που ζούμε. Δεν θα το αγαπήσουν οι πουριτανοί, που φτάνουν να δυσανασχετούν απέναντι στην ίδια τη γύμνια της σκιάς τους• και δεν θα το επικροτήσουν οι σύγχρονοι κήνσορες που παλεύουν να χωρέσουν κάθε εμφανή απεικόνιση γυναικείου σωματικού ερωτισμού στα στενά, ανερωτικά καλούπια της “ατζέντας” τους – και να καταδικάσουν έτσι αυτή την απεικόνιση ως μέρος μιας “αντικειμενοποίησης”, αγνοώντας πως η πραγματική αντικειμενοποίηση βρίσκεται αλλού, όχι στον ερωτισμό.
Υιοθετώντας μια πληθωρική γλώσσα, που μοιάζει να κυλά σαν τους παντοτινούς χυμούς της ηδονής, ο ανώνυμος συγγραφέας από τις Χίλιες και μια Νύχτες (ή μήπως είναι η ίδια η αφηγήτρια Σαχραζάτ;) δεν φοβάται να πει εκείνο που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο (και που οι καλλιτέχνες πάντα γνώριζαν): πως ο ερωτισμός είναι η δύναμη που κινεί (και θα συνεχίσει να κινεί) τον κόσμο.
Εξύμνηση του σωματικού κάλλους μιας γυναίκας (από τις “Χίλιες και μια Νύχτες”)
«Έχει μια μύτη σαν τη κόψη αστραφτερής ρομφαίας, και μάγουλα σαν το πορφυρένιο κρασί ή σαν τα φύλλα κόκκινης ανεμώνης, χείλη σαν κοράλλια και σαν άλικα γαρύφαλα, και το νερό του στόματός της είναι πιο γλυκό κι από το παλιό κρασί: η γεύση του, αλήθεια, θα μπορούσε να σβήσει τη δίψα μιας ψυχής κολασμένης στον Άδη.
Η γλώσσα της, σα μίλα, πλάθει λογάκια γλυκά σα μελωδία, που φανερώνουν όλη την ετοιμότητα του πνεύματός της και τον μέγιστο βαθμό της εξυπνάδας της. Το στήθος της είναι μια σαγήνη για όλους εκείνους που το βλέπουν (δόξα σ’ Εκείνον τον Μεγάλο Τεχνίτη που το ‘πλασε και το ‘βγαλε τέλειο απ’ το καλούπι του!) κι ενωμένα μ’ αυτό είναι δυο μπράτσα αφράτα κι ολοστρόγγυλα και λεία σαν αλάβαστρο, σαν κι εκείνα που, περιγράφει ο ποιητής Αλ–Ουαλαχάν:
“Έχει χέρια που, αν δε φορούσε τα βραχιόλια της, θα νόμιζες πως πέφτουν έξω απ’ τα μανίκια της σα βροχή ασημένια”.
Έχει βυζιά σα δυο σφαίρες από αβόρι, που από το λαμποκόπημά τους το φεγγάρι δανείζεται το φως του, και στομάχι με μικρούς κυματισμούς, σα να ήταν ένα ποικιλμένο ύφασμα από το πιο εξαίσιο Αιγυπτιακό λινό που υφαίνουνε οι Κόπτες, με δίπλες βαθιές, σαν τυλιγμένοι πάπυροι, που τελειώνουν σε μια μέση λυγερή, που ξεπερνά κάθε δύναμη νου και φαντασίας, στηριγμένη απάνω σε πισινά που είναι σαν δυο κολλητά βουναλάκια από άμμο, που την αναγκάζουνε να κάθεται όταν θέλει να σταθεί ορθή, και να μένει ξυπνή όταν μ’ ευχαρίστηση θα ‘θελε να κοιμηθεί, τα ίδια σαν εκείνα που περιγράφει ένας ποιητής:
“Έχει εκείνους τους γοφούς που ενώνονται με τον κρίκο της μέσης της,— γοφούς που κι εμένα κι εκείνην τυραννούν —
εμένα, μου φέρνουν ζάλη στο μυαλό σαν τους σκέπτομαι, κι εκείνην, την βαραίνουν κάθε φορά που θέλει να σηκωθεί”.
Και τα πισίνα αυτά στηρίζονται απάνω σε μηριά σφιχτά και λεία κι ολοστρόγγυλα, σαν κολόνες μαργαριταρένιες κι όλα αυτά αναπαύουνται απάνω σε δυο ποδαράκια, λεπτά σαν καλαμάκια, και λυγερά και μυτερά στις άκρες σα λόγχες, τέλειο έργο των χεριών του Πάνσοφου και Δημιουργού. Απορώ και θαυμάζω, πως τέτοια μικρούλικα ποδαράκια μπορούν και βαστούν όλον εκείνον τον πλούτο και το βάρος που στηρίζεται σ’ αυτά.
Μα σταματώ ως εδώ τα παινέματα της ομορφιάς της και των θέλγητρων της τα εγκώμια, γιατί φοβούμαι μήπως, όπως σου τα περιγράφω, με την ανίκανή μου γλώσσα, σου φανώ βαρετός. [….]
Αλήθεια, πίστεψέ με, είναι τέτοια η ομορφιά της, που όποιος την κοιτάξει θα ζηλέψει τον ίδιο τον εαυτό του που την είδε».
Το απόσπασμα περιλαμβάνεται στην “Ιστορία του Κάμαρ Εζ-Ζαμάν”, στην ολοκληρωμένη έκδοση από τις “Χίλιες και μια Νύχτες”. Μετάφραση: Κ. Τρικογλίδη. Πίνακας: “Odalisque au Tambourin” του Adrien Henri Tanoux.
Παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι, Φεβρ. 2024.