Ο Φρίντριχ Νίτσε και η Γέννηση της Τραγωδίας

Enter the rabbit's lair...

Ο Φρίντριχ Νίτσε και η Γέννηση της Τραγωδίας. Μια αναλυτική παρουσίαση στο πρώτο βιβλίο του φιλοσόφου, από το φονικό κουνέλι. Friedrich Nietzsche and the Birth of Tragedy - Die Geburt der Tragödie aus dem Geiste der Musik

«Διακηρύσσω την πεποίθησή μου ότι η τέχνη είναι το μεγαλύτερο εγχείρημα και η αληθινά μεταφυσική δραστηριότητα αυτής εδώ της ζωής.»

Βρισκόμαστε στο έτος 1872. Ένας νεαρός γερμανός καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας δημοσιεύει το πρώτο του βιβλίο. Το βιβλίο φέρει τον φιλόδοξο τίτλο: «Η Γέννηση της Τραγωδίας μέσα από το Πνεύμα της Μουσικής» [Die Geburt der Tragödie aus dem Geiste der Musik]. Το όνομα αυτού του καθηγητή ήταν Φρίντριχ Νίτσε. Το βιβλίο ήταν αφιερωμένο στον Ρίχαρντ Βάγκνερ.

Ο ανυποψίαστος αναγνώστης του βιβλίου, που πιθανότατα περίμενε κάποια ιστορική πραγματεία γύρω από την εξέλιξη της αρχαιοελληνικής τραγωδίας (όπως τόσες που υπάρχουν) απέμενε να διαβάζει έκθαμβος για πράγματα που έσκαβαν βαθύτερα – πολύ βαθύτερα: για απολλώνιους κόσμους οραμάτων που καλύπτουν, σαν μάσκες, διονυσιακές αβύσσους έκστασης… Για μουσικές που δεσπόζουν στον πυρήνα κάθε πραγματικότητας, στην πηγή κάθε αλήθειας γύρω από τη φύση και τον άνθρωπο… Για μυστικιστικές κραυγές, για συμβολικές γλώσσες, για αρχέγονα τραγούδια που διαλαλούν τον σκοπό όλης της τέχνης.

Διάβαζε για έναν αρχαίο θεό-χορευτή που στον ξέφρενο χορό του έμοιαζε σημαντικότερος από κάθε άλλη θεότητα, κάθε άλλης θρησκείας…

Διάβαζε για τη φρίκη της εκμηδένισης, για τον κατακερματισμό της ατομικότητας – και για την ηδονή της ένωσης, την άφατη λήθη της ενσωμάτωσης… Για την απόλυτη ευτυχία να χορεύεις έχοντας για παρτενέρ σου την ίδια τη φύση… Διάβαζε για τον απόλυτο τρόμο και το απόλυτο αντίδοτο στον τρόμο.

Τι βιβλίο ήταν αυτό; Ένα βιβλίο φιλοσοφίας; Ένα φιλολογικό ή ένα ιστορικό έργο; Μήπως ήταν αποτέλεσμα κάποιου εκστατικού οράματος, σαν εκείνα που έβλεπαν οι στοχαστές στη μεσαιωνική Μέση Ανατολή; O προάγγελος μιας νέας θρησκείας; Ή ο καταστροφέας όσων έχουν υπάρξει;

Και αυτός ο νεαρός φιλόλογος, αυτός ο Φρίντριχ Νίτσε; Τι παίζει με την πάρτη του; Ένα είναι βέβαιο: αυτός ο κύριος δεν είναι ένας φιλόλογος σαν τους άλλους.

Σε αυτό το βιβλίο αφιερώνω την αποψινή μου παρουσίαση! Είναι μια κατάθεση των σημαντικότερων ιδεών του έργου, μέσα από εκτενή αποσπάσματα του συγγραφέα και συνοδευόμενες με εισαγωγικά σχόλια δικά μου, χωρισμένα σε ενότητες – με σκοπό την καλύτερη δυνατή κατατόπιση του αναγνώστη στον πολυδαίδαλο κόσμο του συγγραφέα.

Είναι, επίσης, το δεύτερο μέρος της σειράς παρουσιάσεών μου στο έργο και τη σκέψη του Φρίντριχ Νίτσε. Απευθύνομαι τόσο στους μελετητές του έργου του, όσο και σε εκείνους που δεν έχουν ασχοληθεί ποτέ – μα γυρεύουν μια αφορμή για να το κάνουν. Θα ακολουθήσουν κι άλλες παρουσιάσεις για τον Νίτσε στο μέλλον. Για το πρώτο μέρος των παρουσιάσεων, κάνεις κλικ εδώ.

Ένα είναι βέβαιο, αγαπητέ αναγνώστη: η «Γέννηση της Τραγωδίας» δεν ήταν συνηθισμένο βιβλίο. Όταν ένα βιβλίο περιλαμβάνει φράσεις όπως η ακόλουθη, τότε γνωρίζεις πως δεν έχουμε να κάνουμε απλά με ένα φιλολογικό έργο…

«Ολόκληρη η σύλληψη του ποιητή δεν είναι τίποτα άλλο απ’ αυτή τη φωτεινή εικόνα που προβάλλει μπροστά μας η φύση για να μας γιατρέψει ύστερα από μια ματιά στην άβυσσο.»

Εάν νιώθεις πως είσαι έτοιμος να μεταβείς στον κόσμο του Φρίντριχ Νίτσε… συνέχισε την ανάγνωση.

Μάσκες αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας σε ρωμαϊκό μωσαϊκό

Το απολλώνιο και το διονυσιακό στοιχείο

Στον πυρήνα της «Γέννησης της Τραγωδίας», στην καρδιά κάθε τέχνης, στο απώτατο βάθος της ανθρώπινης κατάστασης, συναντούμε τη διάκριση ανάμεσα σε δύο πρωταρχικές ενορμήσεις, δύο φυσικές τάσεις, δύο θεότητες που στέκουν αντικριστά η μία από την άλλη: ο Απόλλωνας και ο Διόνυσος. Η απολλώνια η διονυσιακή ενόρμηση. Θα μπορούσαμε να το δούμε ως το νιτσεϊκό «γιν και γιανγκ».

«Η εξέλιξη της τέχνης είναι συνδεδεμένη με τη δυϊκότητα του απολλώνιου και του διονυσιακού: με τον ίδιο περίπου τρόπο με τον οποίο εξαρτάται η τεκνοποιία από τη δυϊκότητα των φύλων, μέσα σε αέναη πάλη και με περιοδικές μόνο συμφιλιώσεις.»

«Προσηλώνω τη ματιά μου στις δύο καλλιτεχνικές θεότητες των Ελλήνων, στον Απόλλωνα και στον Διόνυσο, και αναγνωρίζω σ’ αυτούς τους ζωντανούς και περιφανείς εκπρόσωπους δύο κόσμων τέχνης, που διαφέρουν τόσο στη βαθύτερη ουσία τους όσο και στους υψηλότερους στόχους τους.»

Στην αντίθεση και, ταυτόχρονα, στη συμπληρωματικότητα αυτών των δύο ενορμήσεων, χρωστάει την ύπαρξή της η ελληνική τραγωδία.

«Αυτή η δυϊκότητα είναι η καταγωγή και η ουσία της ελληνικής τραγωδίας: η έκφραση δύο συνυφασμένων καλλιτεχνικών ενορμήσεων, της απολλώνιας και της διονυσιακής».

Το απολλώνιο: τάξη, ομορφιά, ατομικότητα

Ο Απόλλωνας είναι ο θεός της τάξης, του μέτρου, της ομορφιάς. Καλλιτεχνική του έκφραση είναι η πλαστική τέχνη, όπως αντανακλάται στα αρμονικά γλυπτά της κλασικής εποχής. Ο Νίτσε, φανερά επηρεασμένος από την καντιανή διάκριση ανάμεσα στη «φαινομενικότητα» (τον κόσμο που μπορούμε να γνωρίσουμε και να ερμηνεύσουμε) και το «πράγμα καθ’ εαυτό» (την αληθινή φύση του κόσμου που παραμένει πέρα και έξω από τη νοητική μας ικανότητα), ταυτίζει το «απολλώνιο στοιχείο» με τον κόσμο των φαινομένων.

«Ο Απόλλωνας είναι για μένα το μεταμορφωτικό πνεύμα της principium individuationis [αρχής της εξατομίκευσης], το οποίο είναι το μόνο που μπορεί να προκαλέσει τη λύτρωση μέσα στη φαινομενικότητα.»

Ο κόσμος των φαινομένων μοιάζει με εκείνον του ονείρου: η ίδια η ζωή μας φαίνεται σαν ένα όνειρο από το οποίο δεν επιθυμούμε να ξυπνήσουμε. Μέσα στα όνειρα κάθε άνθρωπος είναι σμιλευτής μορφών και καλλιτέχνης.

«Η ωραία φαινομενικότητα των κόσμων του ονείρου, στη δημιουργία των οποίων κάθε άνθρωπος είναι ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, είναι προϋπόθεση κάθε πλαστικής τέχνης και ενός σημαντικού μέρους της ποίησης. […] Και ίσως μερικοί να θυμούνται πως σαν εμένα φώναζαν μέσα στον φόβο και στον κίνδυνο του ονείρου, ενθαρρύνοντας τον εαυτό τους κι όχι δίχως επιτυχία: «Είναι όνειρο! Θέλω να το βλέπω ακόμα!»

Ο Απόλλωνας και η μούσα της αστρονομίας, Ουρανία, σε πίνακα του Charles Meynier / Apollo God of Light with Urania Muse of Astronomy, by Charles Meynier (1798)

Το διονυσιακό: μέθη και χάος

Στον κόσμο της απολλώνιας ομορφιάς ξεχωρίζει το «Εγώ» – ή αλλιώς, η ατομικότητα. Μπορούμε να κάνουμε διακρίσεις ανάμεσα σε ανθρώπους, σε πολλαπλές ταυτότητες, σε εμένα και σε σένα. Μα για τον Νίτσε όλα αυτά παραμένουν ένας κόσμος ονείρων. Ένα πέπλο που καλύπτει, σαν άλλη ινδική Μάγια, την αληθινή φύση του κόσμου.

Ποια είναι η αληθινή φύση του κόσμου; Ο Διόνυσος! Ή αλλιώς: η μέθη, το χάος, η ένωση με το αρχέγονο είναι – εκεί που δεν υπάρχουν άτομα, δεν υπάρχουν πια «εγώ». Εκείνο που υπάρχει μόνο είναι η αέναη γέννηση και η αέναη φθορά των πάντων. Το ατέλειωτο γίγνεσθαι. Η μέθη που οδηγεί στη λήθη του εαυτού.

«Με τη μυστικιστική θριαμβευτική κραυγή του Διόνυσου σπάει η μαγεία της εξατομίκευσης και ανοίγει ο δρόμος που οδηγεί στις Μητέρες του Είναι, στον ενδότατο πυρήνα των πραγμάτων.»

Οι «Μητέρες του Είναι» (στις οποίες αναφέρεται, σχεδόν κρυπτογραφικά, ο Γκαίτε στο δεύτερο μέρος του «Φάουστ») δεσπόζουν στον σκοτεινό πυρήνα των πάντων – και μας θυμίζουν τις ανατολικές θεότητες της γέννησης και της καταστροφής, τον ατέλειωτο κύκλο της φυσικής φθοράς και ανανέωσης.

Οι διονυσιακές ορμές είναι οι ορμές της μέθης και, ταυτόχρονα, οι ορμές του έρωτα. Στην καρδιά τους δεσπόζει η εγκατάλειψη του εαυτού, η ένωση με την ολότητα.

«Είτε μέσω της επίδρασης του ναρκωτικού ποτού, για το οποίο μιλούν οι ύμνοι όλων των πρωτόγονων λαών, είτε με τον πανίσχυρο ερχομό της άνοιξης, που διαποτίζει χαρούμενα όλη την φύση, οι διονυσιακές ορμές αφυπνίζονται συμπαρασύροντας στην άνθισή τους το υποκειμενικό στοιχείο, μέχρι που το εκμηδενίζουν σε μια πλήρη λήθη του εαυτού του».

Η μαγεία του διονυσιακού

Ένωση με το διονυσιακό σημαίνει απαλλαγή από τον εαυτό: σημαίνει σμίξιμο με το εμείς, την κοινότητα, τη φύση, την ολότητα. Σύμβολα αυτής της ένωσης η τέχνη του χορού και η τέχνη της μουσικής. Οι μόνες τέχνες στις οποίες ο άνθρωπος «χάνει τον εαυτό του» – και από αυτή την άποψη, οι τέχνες που προσεγγίζουν, περισσότερο από τις άλλες, την καρδιά του Είναι.

«Κάτω από τη μαγεία του διονυσιακού δεν επαναβεβαιώνεται μόνον η ένωση ανθρώπου με άνθρωπο, αλλά και η ίδια η αποξενωμένη, εχθρική ή υποδουλωμένη φύση γιορτάζει πάλι τη συμφιλίωσή της με τον άσωτο υιό της, τον άνθρωπο. Η γη προσφέρει αυθόρμητα τα δώρα της και τα άγρια θηρία των βράχων και της ερήμου ζυγώνουν ειρηνικά. Το άρμα του Διόνυσου είναι σκεπασμένο από λουλούδια και στεφάνια• το σέρνουν πάνθηρες και τίγρεις. Μετατρέψτε τον «Ύμνο στη Χαρά» του Μπετόβεν σε πίνακα ζωγραφικής• αφήστε τη φαντασία σας να συλλάβει τα εκατομμύρια όντα που γονατίζουν κατατρομαγμένα στη σκόνη: τότε θα πλησιάσετε το διονυσιακό.

Τώρα ο σκλάβος είναι ελεύθερος άνθρωπος• τώρα σπάνε όλοι οι άτεγκτοι, εχθρικοί φραγμοί μεταξύ των ανθρώπων, που στήθηκαν από την αθλιότητα, την αυθαιρεσία ή την «αναίσχυντη μόδα». Τώρα, με το ευαγγέλιο της παγκόσμιας αρμονίας, ο καθένας αισθάνεται, όχι μόνον πως είναι ενωμένος, συμφιλιωμένος και συγχωνευμένος με τον πλησίον του, αλλά ακόμα πως είναι ένα με τον εαυτό του, λες και ξεσκίστηκε ο πέπλος της μάγια και κυματίζουν μόνον τα κουρέλια του μπροστά στο μυστηριώδες πρωταρχικό Ένα.

Χορεύοντας και τραγουδώντας, ο άνθρωπος εκφράζεται ως μέλος μιας ανώτερης κοινότητας: έχει ξεχάσει να περπατάει και να μιλάει κι είναι έτοιμος να πετάξει στους αιθέρες, χορεύοντας. Στις χειρονομίες του μιλάει το μάγεμα. Όπως τα ζώα τώρα μιλούν και η γη ρέει μέλι και γάλα, έτσι κι απ’ αυτόν ακούγεται κάτι υπερφυσικό: αισθάνεται πως είναι θεός και περπατάει τώρα μαγεμένος και εκστατικός, όπως οι θεοί που είδε στα όνειρά του. Δεν είναι πια καλλιτέχνης, έχει γίνει έργο τέχνης: η καλλιτεχνική δύναμη ολόκληρης της φύσης αποκαλύπτεται εδώ κάτω από τις ανατριχίλες της μέθης, προς μεγάλη ικανοποίηση του πρωταρχικού Ενός.

Ο ευγενέστερος πηλός, το ακριβότερο μάρμαρο, δηλαδή ο άνθρωπος, πλάθεται και κόβεται εδώ• και στα χτυπήματα της σμίλης του διονυσιακού καλλιτέχνη–των–κόσμων αντηχεί η κραυγή των Ελευσίνιων μυστηρίων: «Γονατίζετε, εσείς εκατομμύρια όντα; Διαισθάνεσαι τον Πλάστη σου, κόσμε;»

Ο θρίαμβος του Βάκχου, πίνακας του Βελάσκεθ / Velázquez – Triumph of Bacchus / El Triunfo deBaco o Los Borrachos (Museo del Prado)

Για τη δημιουργία των Ολύμπιων θεών

Από το χάος γεννήθηκε η τάξη: αυτή είναι η συμβολική εξέλιξη των αρχαιοελληνικών μύθων. Ο Νίτσε βλέπει στην ίδια της εξέλιξη της ελληνικής θεογονίας μια μετάβαση από το πρωταρχικό διονυσιακό στοιχείο στο απολλώνιο: έκφραση του πρώτου είναι οι Τιτάνες και οι χθόνιες πρωταρχικές θεότητες. Έκφραση του δεύτερου είναι οι θεοί του Ολύμπου. Η μετάβαση από τους πρώτους στους δεύτερους σηματοδοτεί μια αλλαγή αντίληψης της πραγματικότητας. Ο Κρόνος νικήθηκε από τον Δία, το χάος από την τάξη.

«Για να μπορέσουν να ζήσουν οι Έλληνες ήταν υποχρεωμένοι, από βαθύτερη ανάγκη, να δημιουργήσουν τους Ολύμπιους θεούς. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε αυτή τη διαδικασία ως εξής: μέσα από την πρωταρχική θεϊκή τιτανική τάξη του κόσμου βγήκε και εξελίχθηκε βαθμιαία, μέσω της απολλώνιας ενόρμησης για ομορφιά, η ολύμπια θεϊκή τάξη της χαράς, όπως βγαίνουν τα τριαντάφυλλα μέσα από τους αγκαθωτούς θάμνους».

Προσοχή όμως: στο βάθος παραμένουν πάντα οι ίδιοι αγκαθωτοί θάμνοι. Ο κόσμος των Ολύμπιων θεών, ο κόσμος του Απόλλωνα, παραμένει ένας «κόσμος φαινομένων». Ένας κόσμος ονείρων. Η υποκειμενικότητα συνιστά αυταπάτη.

Το όνειρο και η φαινομενικότητα (και οι Iron Maiden)

Αυτός είναι ο κόσμος των ονείρων: όμοιος με το πέπλο της ινδικής μάγια. Η εμπειρική πραγματικότητα, που επιβεβαιώνει εκείνον τον φοβερό στίχο από το “Hallowed Be Thy Name” των Iron Maiden:

When you know that your time is close at hand
Maybe then you’ll begin to understand
Life down here is just a strange illusion

«Γιατί, όσο πιο πολύ ανακαλύπτω στη φύση αυτές τις πανίσχυρες καλλιτεχνικές ενορμήσεις, και σ’ αυτές έναν φλογερό πόθο για φαινομενικότητα, για λύτρωση διαμέσου της φαινομενικότητας, τόσο πιο πολύ νιώθω να έλκομαι από τη μεταφυσική παραδοχή ότι το αληθινό ον, το πρωταρχικό ένα, ως το αιωνίως υποφέρον και αντιφατικό, χρειάζεται, για τη συνεχή λύτρωσή του, το εκστατικό όραμα και συγχρόνως την ηδονική φαινομενικότητα• κι εμείς, τυλιγμένοι εντελώς απ’ αυτή τη φαινομενικότητα και φτιαγμένοι απ’ αυτήν, είμαστε υποχρεωμένοι να τη συλλάβουμε ως το αληθινό μη ον, δηλαδή, ως ένα αέναο γίγνεσθαι στον χρόνο, στον χώρο και στην αιτιότητα – μ’ άλλα λόγια, ως εμπειρική πραγματικότητα.

Αν παραβλέψουμε, προς στιγμήν, την ίδια μας την «πραγματικότητα», αν συλλάβουμε την εμπειρική μας ύπαρξη, κι εκείνη του κόσμου γενικά, ως μια ανά πάσα στιγμή γεννώμενη παράσταση του πρωταρχικού Ενός, τότε θα δούμε το όνειρο ως φαινομενικότητα της φαινομενικότητας, δηλαδή ως μια ακόμη πιο μεγάλη ικανοποίηση της πρωταρχικής επιθυμίας για φαινομενικότητα. Και για τον ίδιο ακριβώς λόγο αισθάνεται ο ενδότατος πυρήνας της φύσης εκείνη την ανείπωτη χαρά με τον απλοϊκό καλλιτέχνη και το απλοϊκό έργο τέχνης, το οποίο είναι επίσης “φαινομενικότητα της φαινομενικότητας”.»

Το όνειρο και η φαινομενικότητα στη Γέννηση της Τραγωδίας του Νίτσε / Dream and reality in Nietzsche's Birth of Tragedy

H συμπληρωματικότητα του απολλώνιου και του διονυσιακού

Όσο και αν ο Νίτσε τονίζει πως «στο βάθος των πραγμάτων» δεσπόζει η αδιάκοπη ροή του διονυσιακού κύκλου της φθοράς και της γέννησης, ξεκαθαρίζει πως η ζωή θα ήταν αβίωτη δίχως το γλυκό όραμα του απολλώνιου στοιχείου. Στην πραγματικότητα έχουν ανάγκη το ένα από το άλλο – και δεν ήταν τυχαίο που στο μαντείο των Δελφών ο Απόλλων και ο Διόνυσος στέκονταν αντίκρυ, ο ένας του άλλου.

«Και όμως! Ο Απόλλωνας δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς τον Διόνυσο! Σε τελευταία ανάλυση, το «τιτανικό» και το «βάρβαρο» ήταν εξίσου επιτακτική αναγκαιότητα με το απολλώνιο!»

Για την επική και τη λυρική ποίηση, τον λόγο και τη μουσική

Μία από τις ενδιαφέρουσες διακρίσεις του βιβλίου είναι εκείνη ανάμεσα στην επική και τη λυρική ποίηση. Σύμφωνα με τον Νίτσε, το επικό έργο είναι αποστασιοποιημένο από τους χαρακτήρες του, κατά τον ίδιο τρόπο που ένας ζωγράφος κρατάει αποστάσεις από τον πίνακά του και ένας μυθιστοριογράφος εξιστορεί «αφ’ υψηλού» τις περιπέτειες των πρωταγωνιστών του.

«Ο ραψωδός δεν συγχωνεύεται με τις εικόνες του, αλλά τις βλέπει και τις παρατηρεί έξω από τον εαυτό του, όπως κάνει και ο ζωγράφος.»

«Το ομηρικό έπος είναι το ποίημα της ολύμπιας κουλτούρας, με το οποίο αυτή τραγούδησε το τραγούδι της νίκης πάνω στη φρίκη του πολέμου της Τιτανομαχίας.»

Από την άλλη πλευρά, η λυρική ποίηση είναι περισσότερο βιωματική – και ως τέτοια, αγγίζει βαθύτερα τον πυρήνα του διονυσιακού πνεύματος – και το αρχέγονο πνεύμα της μουσικής. Ωστόσο η λυρική ποίηση παραμένει στον κόσμο των λέξεων – άρα και στον κόσμο του Απόλλωνα.

Η λυρική ποίηση είναι «μιμητική αναλαμπή της μουσικής σε εικόνες».

Ο κόσμος του Διονύσου, όμως, δεν γνωρίζει από λέξεις – μόνο από ήχους, μόνο από μουσική. Ο ανθρώπινος λόγος, ο κόσμος των λέξεων, παραμένει στη δικαιοδοσία του απολλώνιου πνεύματος – επομένως δεν αγγίζει τον απώτατο πυρήνα των πραγμάτων. Αυτό το τελευταίο μόνο η μουσική το κατορθώνει.

«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η γλώσσα δεν μπορεί ποτέ να αποδώσει πλήρως τον καθολικό συμβολισμό της μουσικής, επειδή η τελευταία συνδέεται συμβολικά με την πρωταρχική αντίφαση και τον πρωταρχικό πόνο που υπάρχουν μέσα στην καρδιά του πρωταρχικού Ενός, και συνεπώς συμβολίζει μια σφαίρα που είναι πάνω απ’ όλα τα φαινόμενα και υπάρχει πριν απ’ όλα τα φαινόμενα. Σε σύγκριση με τη μουσική, όλα τα φαινόμενα είναι απλώς σύμβολα: κατά συνέπεια η γλώσσα, ως όργανο και σύμβολο των φαινομένων, δεν μπορεί ποτέ και πουθενά να βγάλει προς τα έξω το βαθύτερο εσωτερικό της μουσικής».

Μουσικοί σε ψηφιδωτό του Διοσκουρίδη του Σάμιου, από την Πομπηία / Pompeii mosaic musicians by Dioscurides of Samos

Η μουσική στην καρδιά των πάντων

Έτσι λοιπόν η μουσική δεσπόζει στην καρδιά της πραγματικότητας – πίσω και πέρα από τον κόσμο των φαινομένων, ως έκφραση της αιώνιας μεταβολής, του ατέλειωτου γίγνεσθαι, του πόνου του θανάτου, της ηδονής της αναγέννησης.

Ο Νίτσε πηγαίνει ακόμα παραπέρα: η μουσική διάθεση προηγείται της ίδιας της σκέψης:

«Πρώτα έρχεται μια ορισμένη μουσική διάθεση, και μετά ακολουθεί η ποιητική ιδέα».

«Αν δεχτούμε ότι σωστά ονομάστηκε η μουσική επανάληψη και δεύτερο πλάσιμο του κόσμου [Σοπενχάουερ], μπορούμε να πούμε ότι ο λυρικός καλλιτέχνης παράγει, υπό τη μορφή μουσικής, το αντίγραφο αυτού του πρωταρχικού Ενός.»

Το ποίημα δεν γεννιέται μέσα από τις λέξεις του – μα από τη μουσική του.

«Η μελωδία γεννά το ποίημα από μέσα της, ξανά και ξανά».

Ποια είναι η βαθύτερη μουσική που γέννησε ο άνθρωπος; H λαϊκή μουσική! Κι αυτό γιατί μόνο αυτή εκφράζει το πνεύμα της κοινότητας και όχι των μεμονωμένων ατόμων – άρα και το διονυσιακό πνεύμα. Προσοχή, εδώ μιλάμε για σοβαρή λαϊκή μουσική ε, εκείνη που χάνεται στα βάθη του χρόνου και των παραδόσεων των λαών (όχι τίποτ’ άλλο, αλλά εδώ στη χώρα μας κάποιοι λένε «λαϊκή μουσική» και εννοούν άλλα).

«Κάθε περίοδος πλούσια σε λαϊκά τραγούδια κλυδωνίστηκε επίσης στον ανώτατο βαθμό από διονυσιακά ρεύματα, τα οποία πρέπει πάντα να θεωρούμε υπόβαθρο και προϋπόθεση του λαϊκού τραγουδιού».

Ο κόσμος δικαιολογείται μόνο ως αισθητικό φαινόμενο

«Στον βαθμό που το υποκείμενο είναι ο καλλιτέχνης, έχει ήδη λυτρωθεί από την ατομική του θέληση κι έχει γίνει, ούτως ειπείν, μέσο, διαμέσου του οποίου γιορτάζει το ένα και μοναδικό αληθινά υπάρχον υποκείμενο τη λύτρωσή του μέσα στη φαινομενικότητα. Γιατί, προς ταπείνωση και εξύψωσή μας, ένα πράγμα πρέπει να καταλάβουμε καλά. Ολόκληρη η κωμωδία της τέχνης δεν παίζεται κατά κανένα τρόπο από μας για την καλυτέρευσή μας και για την καλλιέργειά μας, ούτε είμαστε οι αληθινοί δημιουργοί αυτού του κόσμου τέχνης. Αντίθετα, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι είμαστε εικόνες και καλλιτεχνικές προβολές για τον αληθινό δημιουργό της, κι ότι η μεγαλύτερη αξία μας έγκειται στη σημασία μας ως έργων τέχνης – επειδή η ενθάδε ύπαρξη και ο κόσμος ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ εσαεί μόνον ως αισθητικό φαινόμενο.»

Ο χορός των σατύρων

Όπως η μουσική διάθεση προηγείται του λόγου, αντίστοιχα, η αρχαία τραγωδία πηγάζει από τον χορό.

«Η τραγωδία γεννήθηκε από τον τραγικό χορό και ήταν στην αρχή χορός και μόνο χορός».

«Αρχικά η τραγωδία ήταν μόνο χορός και όχι δράμα.»

Είναι γνωστό πως ο ηθοποιός έκανε την εμφάνισή του στη σκηνή σταδιακά, ξεπροβάλλοντας μέσα από τον διονυσιακό διθύραμβο. Τι προηγείται του ηθοποιού; O χορευτής! Ή ακριβέστερα, σύμφωνα με τον Νίτσε: ο σάτυρος.

«Ο σάτυρος, ως διονυσιακός χορευτής, ζει μέσα σε μια θρησκευτικά αναγνωρισμένη πραγματικότητα, που την επικυρώνει ο μύθος και η λατρεία. Το ότι η τραγωδία αρχίζει μ’ αυτόν, το ότι με το στόμα του μιλάει η διονυσιακή σοφία της τραγωδίας, είναι για μας ένα φαινόμενο τόσο παράξενο όσο και η καταγωγή της τραγωδίας από τον χορό. Ίσως βρούμε όμως ένα σημείο εκκίνησης για την έρευνά μας, αν υποστηρίξω την πρόταση ότι ο σάτυρος, αυτό το πλασματικό φυσικό ον, έχει με τον πολιτισμένο άνθρωπο την ίδια σχέση που έχει η διονυσιακή μουσική με τον πολιτισμό.

Σχετικά με τον τελευταίο, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ λέει ότι καταργείται από τη μουσική όπως ακριβώς καταργείται το φως της λάμπας από το φως της μέρας. Παρόμοια, πιστεύω, ο έλληνας πολιτισμένος άνθρωπος ένιωθε εκμηδενισμένος μπροστά στον χορό των σατύρων, και τούτο είναι το αμεσότερο αποτέλεσμα της διονυσιακής τραγωδίας, ότι το κράτος και η κοινωνία, και γενικά τα χάσματα που υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων, υποχωρούν μπροστά σ’ ένα πανίσχυρο αίσθημα ενότητας που οδηγεί πίσω στην ίδια την καρδιά της φύσης. Η μεταφυσική παρηγοριά –την οποία μας δίνει, επαναλαμβάνω, κάθε αληθινή τραγωδία – ότι η ζωή βρίσκεται στο βάθος των πραγμάτων, παρά τις αλλαγές των φαινομένων, αδιατάρακτη, ισχυρή και ηδονική, αυτή η παρηγοριά εμφανίζεται με ενσαρκωμένη διαύγεια στον χορό των σατύρων, έναν χορό φυσικών όντων που ζουν άφθαρτα πίσω από κάθε πολιτισμό και παραμένουν αιωνίως τα ίδια, παρά τις αλλαγές των γενεών και της ιστορίας των λαών.»

Η απογοήτευση με την πραγματικότητα και η σωτηρία της τέχνης

Αυτή είναι η πραγματικότητα του χορού των σατύρων: η επιστροφή στην αρχέγονη διονυσιακή κατάσταση, η εκμηδένιση των διαφορών ανάμεσα στα άτομα, η ζωή πέρα από τις μάσκες της, η πραγματικότητα πέρα από τις ψευδαισθήσεις της.

«Μ’ αυτό τον χορό παρηγορεί τον εαυτό του ο βαθυστόχαστος Έλληνας, ο μοναδικά ικανός να αισθάνεται την πιο ελαφριά όσο και την πιο βαριά οδύνη• είδε με ενεργητικό μάτι τις φοβερές καταστροφικές αναταραχές της λεγόμενης παγκόσμιας ιστορίας και τη σκληρότητα της φύσης, διατρέχοντας τον κίνδυνο να λαχταρήσει μια βουδιστική άρνηση της θέλησης. Η τέχνη τον σώζει και μέσω της τέχνης – η ζωή.

Διότι η έκσταση της διονυσιακής κατάστασης, με την εκμηδένιση των συνηθισμένων ορίων και περιορισμών της ενθάδε ύπαρξης που συνεπιφέρει, εμπεριέχει, όσο διαρκεί, ένα ληθαργικό στοιχείο, στο οποίο χάνονται όλα τα προσωπικά βιώματα του παρελθόντος. Αυτό το χάσμα της λήθης χωρίζει τον κόσμο της καθημερινής πραγματικότητας από τον κόσμο της διονυσιακής πραγματικότητας.»

Αυτή η πραγματικότητα πέρα από τις μάσκες μπορεί να γίνει τρομακτική – μπορεί να επιφέρει την απόλυτη αίσθηση παραίτησης, όταν ο πρωταγωνιστής, σαν άλλος Άμλετ, καταλαμβάνεται από μια ματαιότητα απέναντι στον παραλογισμό μιας πραγματικότητας δίχως νόημα.

«Μόλις όμως ξαναμπαίνει στη συνείδηση αυτή η καθημερινή πραγματικότητα, γίνεται αισθητή ως τέτοια με αηδία: ο καρπός των διονυσιακών καταστάσεων είναι μια ασκητική, αρνούμενη τη θέληση ψυχική διάθεση. Μ’ αυτή την έννοια, ο διονυσιακός άνθρωπος μοιάζει με τον Άμλετ: και οι δυο έριξαν μια φορά μια αληθινή ματιά στην ουσία των πραγμάτων, απόκτησαν γνώση, και αηδίασαν με τη δράση• διότι η δράση τους δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα στην αιώνια φύση των πραγμάτων• νιώθουν πως είναι γελοίο η ταπεινωτικό να τους ζητηθεί να ξαναφτιάξουν έναν εξαρθρωμένο κόσμο. Η γνώση σκοτώνει τη δράση• η δράση χρειάζεται τα πέπλα της ψευδαίσθησης: αυτή είναι η διδασκαλία του Άμλετ, όχι εκείνη η φτηνή σοφία του Χανς του Ονειροπόλου, που από την υπερβολική σκέψη, ούτως ειπείν από μια περίσσεια δυνατοτήτων, δεν μπορεί πια να καταφέρει να δράσει• δεν είναι η σκέψη, όχι! – είναι η αληθινή γνώση, η θέαση της φοβερής αλήθειας, αυτή που υπερφαλαγγίζει κάθε κίνητρο για δράση, τόσο στον Άμλετ όσο και στον διονυσιακό άνθρωπο.

Τώρα δεν ωφελεί πια καμιά παρηγοριά, η επιθυμία ανεβαίνει πάνω από έναν κόσμο μετά τον θάνατο, ακόμη και πάνω από τους ίδιους τους θεούς• λαμβάνει χώρα άρνηση τόσο της ύπαρξης όσο και της απατηλής αντανάκλασης της εικόνας της στους θεούς ή σε ένα αθάνατο επέκεινα. Ο άνθρωπος, έχοντας συνείδηση της αλήθειας που είδε μια φορά, βλέπει τώρα παντού μόνον τη φρίκη ή τον παραλογισμό του Είναι• τώρα καταλαβαίνει το συμβολικό στη μοίρα της Οφηλίας, τώρα καταλαβαίνει τη σοφία του θεού των δασών, του Σειληνού: τον κυριεύει η αηδία.»

Κι εδώ εμφανίζεται, σαν άλλη σανίδα σωτηρίας, η τέχνη, προσφέροντας απλόχερα τη γιατρειά της. Και ο Νίτσε αποδεικνύεται ένας πιστός μαθητής του Σοπενχάουερ.

«Εδώ, μέσα σ’ αυτό τον ύψιστο κίνδυνο για τη θέλησή του, τον πλησιάζει η τέχνη σαν σωτήρια μάγισσα, ειδική στη γιατρειά• μόνον αυτή ξέρει πως να μετατρέψει αυτές τις γεμάτες αηδία σκέψεις για τη φρίκη ή τον παραλογισμό της ενθάδε ύπαρξης σε παραστάσεις με τις οποίες μπορεί να ζήσει κανείς: αυτές είναι το υψηλό ως καλλιτεχνικό δάμασμα του φρικτού, και το κωμικό ως καλλιτεχνική εκφόρτιση της αηδίας που νιώθουμε με τον παραλογισμό. Ο χορός των σατύρων του διθυράμβου είναι η σωτήρια πράξη της ελληνικής τέχνης• στην επαφή με τον ενδιάμεσο κόσμο των συντρόφων του Διονύσου εξαφανίστηκαν τα παθήματα που μόλις περιγράψαμε.»

Ο σάτυρος και η σημασία του για τους Έλληνες

Ακολουθεί μία από τις ωραιότερες περιγραφές του βιβλίου: ο διονυσιακός σάτυρος ως πρότυπο της αιώνιας φύσης απέναντι στις συμβάσεις ενός κάλπικου πολιτισμού. Άραγε μπορούμε να διακρίνουμε στην ακόλουθη περιγραφή του σατύρου κάποιους σπόρους που έμελλε, μελλοντικά, να βλαστήσουν στην ιδέα του «υπεράνθρωπου»;

«Ο σάτυρος, όπως και ο βοσκός του σύγχρονού μας ειδυλλίου, είναι γόνοι ενός πόθου για το πρωτόγονο και το φυσικό. Πόσο αποφασιστικά και άφοβα όμως αγκάλιασε ο Έλληνας τον άνθρωπο των δασών και πόσο δειλά και σαχλά ερωτοτρόπησε ο σύγχρονος άνθρωπος με τη χαϊδευτική εικόνα ενός τρυφερού, μαλθακού, αυλητή βοσκού!

Η φύση, ανεπεξέργαστη ακόμη από την γνώση, μανταλωμένη ακόμη απέναντι στην κουλτούρα – αυτό είδε ο Έλληνας στον σάτυρό του, που δεν ήταν μολαταύτα απλός πίθηκος. Αντίθετα, ο σάτυρος ήταν το αρχέτυπο του ανθρώπου, η έκφραση των υψηλότερων και σφοδρότερων συγκινήσεών του, ως εκστατικός ζηλωτής που μαγεύεται από τη γειτνίαση του θεού του, ως συμπάσχων σύντροφος στον οποίο επαναλαμβάνεται η οδύνη του θεού, ως διαλαλητής της σοφίας που βγαίνει μέσα από τους κόλπους της φύσης, ως σύμβολο της σεξουαλικής παντοδυναμίας της φύσης, την οποία συνήθιζαν να θωρούν οι Έλληνες με γεμάτη σεβασμό έκπληξη.

Ο σάτυρος ήταν κάτι υψηλό και θείο: έτσι έπρεπε να φαίνεται ιδίως στην οδυνηρά κομματιασμένη ματιά του διονυσιακού ανθρώπου. Αυτός εδώ είχε προσβληθεί από τον καλλωπισμένο, κάλπικο βοσκό: τα μάτια του διονυσιακού ανθρώπου έμεναν κολλημένα με υψηλή ικανοποίηση στα αμεταμφίεστα και μεγαλειώδη χαρακτηριστικά της φύσης• εδώ φανερωνόταν το αληθινό ανθρώπινο ον, ο γενειοφόρος σάτυρος, που αλάλαζε από χαρά μπροστά στον θεό του. Απέναντι σ’ αυτόν, ο πολιτισμένος άνθρωπος συρρικνωνόταν τόσο που κατέληξε να γίνει ψευδόλογη καρικατούρα.»

Ο χορός των σατύρων 2 – Το διονυσιακό πλήθος

Ο χορός των σατύρων καταργεί τον διαχωρισμό μεταξύ «κοινού» και «ορχήστρας» – οι θεατές ταυτίζονται με τον χορό και βλέπουν σε αυτόν την έκφραση των ανείπωτων, αρχέγονων αισθημάτων τους. Γίνονται κι αυτοί χορός, γίνονται ένα με το διονυσιακό πλήθος.

«Ο συμβολισμός του χορού των σατύρων εκφράζει την πρωταρχική σχέση μεταξύ του πράγματος καθ’ εαυτού και του φαινομένου. […]

Το κοινό της αττικής τραγωδίας ξανάβρισκε τον εαυτό του στον χορό της ορχήστρας. Κατά βάθος δεν υπήρχε αντίθεση μεταξύ κοινού και χορού: το καθετί είναι απλώς ένας μεγάλος υψηλός χορός σατύρων που χορεύουν και τραγουδούν – ή ανθρώπων που επιτρέπουν ν’ αντιπροσωπεύονται απ’ αυτούς τους σάτυρους.»

«Μπορούμε ν’ αποκαλέσουμε τον χορό, στο πρωτόγονο στάδιό του στην πρωταρχική τραγωδία, καθρέφτισμα στο οποίο ο διονυσιακός άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του».

Το νόημα της τραγωδίας

Και ερχόμαστε, πια, στον πυρήνα του έργου: στη γέννηση και το νόημα της τραγωδίας. Είναι η αρχέγονη διονυσιακή μήτρα – όπως εκφράζεται στον χορό των σατύρων – που μεταμφιέζεται σε απολλώνιο λόγο και εικόνα. Η τέλεια συγχώνευση του απολλώνιου και του διονυσιακού πνεύματος.

«Πρέπει να κατανοήσουμε την ελληνική τραγωδία ως τον διονυσιακό χορό που εκφορτίζεται ακατάπαυστα σ’ έναν απολλώνιο κόσμο εικόνων. Τα χορικά μέρη είναι, ως ένα βαθμό, η μήτρα που γεννά ολόκληρο τον λεγόμενο διάλογο, δηλαδή ολόκληρο τον κόσμο της σκηνής, το αληθινό δράμα. […] Το όραμα αυτό του δράματος είναι, από τη μία μεριά, εμφάνιση ονείρου – και σ’ αυτό τον βαθμό, επικής φύσης. Από την άλλη μεριά όμως, επειδή είναι αντικειμενοποίηση μιας διονυσιακής κατάστασης, δεν αντιπροσωπεύει την απολλώνια λύτρωση μέσα στη φαινομενικότητα, αλλά, αντίθετα, το κομμάτιασμα του ατόμου και τη συγχώνευσή του με το πρωταρχικό Είναι.»

Τι είναι η δράση πάνω στη σκηνή, οι ηθοποιοί, τα λόγια που ανταλλάσσουν, οι κινήσεις, οι ενδυμασίες, οι ρόλοι, τα πρόσωπα, τα τραγούδια, οι ιστορίες που αφηγούνται; Τι είναι η θεατρική πράξη στο σύνολό της; Είναι η ΖΩΗ η ίδια. Και τι είναι η ζωή;…

Ένα ΟΡΑΜΑ είναι η ζωή!…

«Τώρα καταλαβαίνουμε ότι η σκηνή και μαζί η δράση θεωρούνταν κατά βάση και αρχικά απλώς ένα ΟΡΑΜΑ: ότι ο χορός είναι η μόνη «πραγματικότητα» που γεννά το όραμα και μιλά γι’ αυτό μ’ ολόκληρη τη συμβολική του χορού, του ήχου και της ομιλίας.»

Ποιος, λοιπόν, ο ρόλος του Απόλλωνα; Ποια η σημασία του οράματος; Εμπρός, Νίτσε – αποτέλειωσέ μας:

«Ολόκληρη η σύλληψη του ποιητή δεν είναι τίποτα άλλο απ’ αυτή τη φωτεινή εικόνα που προβάλλει μπροστά μας η φύση για να μας γιατρέψει ύστερα από μια ματιά στην άβυσσο.»

Βάκχος, έργο του Τσίρο Φέρι / Bacchus, painting by Ciro Ferri

Ο Διόνυσος ως ο πρωταρχικός ήρωας της τραγωδίας

Και ο Διόνυσος; Ο Νίτσε σκάβει ακόμα βαθύτερα: ο Διόνυσος είναι ο πρωταγωνιστής της τραγωδίας – κάθε τραγωδίας, πίσω και πέρα από τις μάσκες.

«Η ελληνική τραγωδία, στην παλαιότερη μορφή της, είχε ως μοναδικό της θέμα τις οδύνες του Διόνυσου, και ότι για πολύ καιρό ο μόνος σκηνικός ήρωας ήταν ο ίδιος ο Διόνυσος. Θα μπορούσε όμως να βεβαιώσει κανείς ότι, ως τον Ευριπίδη, ο Διόνυσος δεν έπαψε ποτέ να είναι ο τραγικός ήρωας και ότι όλες οι περίφημες μορφές της ελληνικής σκηνής – ο Προμηθέας, ο Οιδίποδας, κτλ – είναι απλώς μάσκες του πρωταρχικού ήρωα, του Διόνυσου.»

Δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος ο Νίτσε ένιωθε ένα βαθύ δέσιμο με τον Διόνυσο – τον θεό με τα ελαφρά πόδια, τον χορευτή, τον εραστή της ζωής. Με το πέρασμα των χρόνων έμελε να αναθεωρήσει αρκετές από τις θέσεις που ανέπτυξε στη «Γέννηση της Τραγωδίας» – όχι όμως την αγάπη που έτρεφε για τον Διόνυσο.

Ίσως τον μόνο θεό στον οποίο πίστεψε πραγματικά.

Η οδύνη της εξατομίκευσης και η λύτρωση του διονυσιακού

«Κάποιος, δεν ξέρω ποιος, ισχυρίστηκε ότι όλα τα άτομα ως άτομα είναι κωμικά και κατά συνέπεια μη τραγικά• από δω θα έβγαινε το συμπέρασμα ότι οι Έλληνες απλώς δεν μπορούσαν να ανεχθούν να εμφανίζονται άτομα στην τραγική σκηνή. Φαίνεται πως πράγματι το ένιωθαν αυτό, όπως μοιάζει να υποδείχνει η βαθιά ριζωμένη στην ελληνική φύση πλατωνική διάκριση και εκτίμηση της «Ιδέας» σε αντίθεση με το «είδωλο», την απλή εικόνα.

Αν χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Πλάτωνα, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τις τραγικές μορφές της ελληνικής σκηνής περίπου ως εξής: ο μόνος αληθινά πραγματικός Διόνυσος εμφανίζεται σε ένα πλήθος μορφών κάτω από τη μάσκα ενός αγωνιζόμενου ήρωα και επίσης μπλεγμένος, θα λέγαμε, στο δίχτυ της ατομικής θέλησης. Ο θεός εμφανίζεται τότε, με τα λόγια και τις πράξεις του, σαν ένα άτομο που πλανάται, που πασχίζει, που υποφέρει. Το ότι εμφανίζεται μ’ αυτή την επική ακρίβεια και σαφήνεια, οφείλεται στον ονειροκρίτη, τον Απόλλωνα, ο οποίος, μ’ αυτή την αλληγορική εμφάνιση, εξηγεί στον χορό τη διονυσιακή του κατάσταση.

Στην πραγματικότητα όμως, ο ήρωας είναι ο υποφέρων Διόνυσος των Μυστηρίων, ο θεός που νιώθει μέσα του τις οδύνες της εξατομίκευσης, ο θεός για τον οποίο θαυμαστοί μύθοι λένε πως, όταν ήταν νήπιο, διαμελίστηκε από τους Τιτάνες και τώρα λατρεύεται σε τούτη την κατάσταση ως Ζαγρεύς. Έτσι γίνεται γνωστό ότι αυτός ο διαμελισμός, η καθαυτό διονυσιακή οδύνη, μοιάζει με μετασχηματισμό σε αέρα, νερό, γη και φωτιά• επομένως, στο εξής, η κατάσταση της εξατομίκευσης πρέπει να θεωρείται πηγή και πρώτη αιτία όλων των οδυνών, κάτι απορριπτέο καθ’ εαυτό. Από το χαμόγελο αυτού του Διόνυσου γεννήθηκαν οι ολύμπιοι θεοί, από τα δάκρυά του γεννήθηκαν οι άνθρωποι. […]

Η ελπίδα των εποπτών όμως στρεφόταν σε μια αναγέννηση του Διονύσου, την οποία πρέπει να συλλάβουμε τώρα ως το τέλος της εξατομίκευσης. Γι’ αυτό τον τρίτο ερχομό του Διονύσου ηχούσαν οι βροντεροί, γεμάτοι αγαλλίαση, ύμνοι των εποπτών. Και μόνον αυτή η ελπίδα ρίχνει μια ακτίνα χαράς στα χαρακτηριστικά ενός κόσμου καθημαγμένου και κομματιασμένου σε άτομα.»

Ναι, αγαπητέ αναγνώστη. Όπως διάβασες, αναφέρεται στην «αναγέννηση του Διονύσου». Δεν μπορούμε παρά να κάνουμε έναν ακόμα αναχρονιστικό συσχετισμό με τον μεταγενέστερο μύθο του «υπεράνθρωπου» – και να καταλάβουμε καλύτερα τι εννοούσε ο Νίτσε με τον δεύτερο.

Η αναγέννηση της τραγωδίας μέσα από το πνεύμα της μουσικής

Ακολουθεί η σημασία της μουσικής – στην οποία ο Νίτσε βλέπει την έκφραση και αντανάκλαση του αρχέγονου διονυσιακού πνεύματος. Περισσότερο από κάθε άλλη τέχνη, η μουσική βλέπει την «καρδιά των πραγμάτων», την αλήθεια (υπέροχη και τρομακτική ταυτόχρονα) πέρα από τις μάσκες.

«Η τραγωδία χάνεται με την εξαφάνιση του πνεύματος της μουσικής και μπορεί να ξαναγεννηθεί μόνο με αυτό το πνεύμα».

Ποια είναι η αληθινή φύση του κόσμου; Ενσαρκωμένη μουσική! Και ενσαρκωμένη θέληση, σύμφωνα με τις θεωρίες του δασκάλου Σοπενχάουερ, τον οποίο ο Νίτσε ακολουθεί πιστά σε αυτό το στάδιο.

«Τούτη η φοβερή αντίθεση, που χάσκει ανάμεσα στην πλαστική τέχνη ως την απολλώνια τέχνη και στη μουσική ως τη διονυσιακή τέχνη, έγινε αντιληπτή μονάχα από έναν από τους μεγάλους στοχαστές. Και έγινε αντιληπτή σε τέτοιο βαθμό που ο στοχαστής αυτός, παρ’ όλο που δεν είχε την καθοδήγηση του συμβολισμού των ελληνικών θεοτήτων, έδωσε στη μουσική έναν χαρακτήρα και μια καταγωγή διαφορετική απ’ όλες τις άλλες τέχνες επειδή, αντίθετα μ’ αυτές, “η μουσική δεν είναι αντίγραφο του φαινομένου, αλλά άμεσο αντίγραφο της ίδιας της θέλησης και, κατά συνέπεια, εκφράζει αυτό που είναι μεταφυσικό μέσα στον φυσικό κόσμο, το πράγμα καθ’ εαυτό κάθε φαινομένου” [Σοπενχάουερ, “Ο κόσμος ως θέληση και παράσταση”]» […]

Κατά συνέπεια, μπορούμε να ονομάσουμε τον κόσμο τόσο ενσαρκωμένη μουσική, όσο και ενσαρκωμένη θέληση. […] Η μουσική δίνει τον ενδότερο πυρήνα που προηγείται όλων των μορφών, με άλλα λόγια την καρδιά των πραγμάτων. […]

Σύμφωνα με τη θεωρία του Σοπενχάουερ, λοιπόν, κατανοούμε άμεσα τη μουσική ως γλώσσα της θέλησης. […] Η μουσική είναι ικανή να γεννήσει τον μύθο, δηλαδή το πιο σημαντικό παράδειγμα, και ακριβώς τον τραγικό μύθο: τον μύθο που εκφράζει με παραβολές τη διονυσιακή γνώση.»

Η αιώνια χαρά του διονυσιακού πνεύματος

«Η διονυσιακή τέχνη επίσης θέλει να μας πείσει για την αιώνια χαρά της ενθάδε ύπαρξης: μόνο που πρέπει να αναζητήσουμε αυτή τη χαρά όχι στα φαινόμενα, αλλά πίσω απ’ αυτά. Πρέπει να παραδεχτούμε πως ό,τι γεννιέται πρέπει να είναι έτοιμο για ένα επώδυνο τέλος• είμαστε υποχρεωμένοι να δούμε μέσα στη φρίκη της ατομικής ύπαρξης – ωστόσο δεν πρέπει να παγώσουμε από φόβο: μια μεταφυσική παρηγοριά μας αποτραβά στιγμιαία από τα γρανάζια των μεταβαλλόμενων μορφών. Είμαστε πράγματι, για μικρές στιγμές, η ίδια η πρωταρχική ουσία, νιώθουμε τη φοβερή της επιθυμία για ύπαρξη και χαρά μέσα στην ύπαρξη• ο αγώνας, το μαρτύριο, η εκμηδένιση των φαινομένων, φαίνονται τώρα αναγκαία σε μας, απέναντι στην περίσσεια αναρίθμητων μορφών ενθάδε ύπαρξης που πιέζονται και ωθούνται προς τη ζωή, απέναντι στην υπεράφθονη γονιμότητα της θέλησης του κόσμου• κεντριζόμαστε από το εξαγριωμένο κεντρί αυτών των βασάνων ακριβώς τη στιγμή που έχουμε γίνει ένα με την απροσμέτρητη πρωταρχική χαρά με την ενθάδε ύπαρξη και προαισθανόμαστε, μέσα σε διονυσιακή έκσταση, την αφθαρσία και την αιωνιότητα της χαράς αυτής.

Παρά τον φόβο και τον οίκτο, είμαστε τα ευτυχισμένα ζώντα όντα, όχι ως άτομα, αλλά ως το ένα ζων ον, με του οποίου τη δημιουργική χαρά είμαστε ενωμένοι.»

Διόνυσος και Απόλλωνας δίνουν τα χέρια / Apollo and Dionysus shaking hands

Η ένωση του απολλώνιου και του διονυσιακού στην τραγωδία

Τελικά, Απόλλωνας και Διόνυσος, Διόνυσος και Απόλλωνας, καταλήγουν ν’ ανταλλάξουν μάσκες – και να τραγουδήσουν ο ένας τα τραγούδια του άλλου. Αυτή είναι η μεγαλύτερη χαρά της τέχνης και το βαθύτερο νόημα της τραγωδίας: όταν «μύθος» και «πραγματικότητα» σμίγουν και μεταμορφώνονται – ο μύθος γίνεται πραγματικότητα και η πραγματικότητα μύθος…

«Η περίπλοκη σχέση του απολλώνιου και του διονυσιακού στην τραγωδία, μπορεί να συμβολιστεί στην πραγματικότητα με μια αδελφική ένωση των δύο θεοτήτων: ο Διόνυσος μιλάει τη γλώσσα του Απόλλωνα και ο Απόλλωνας μιλάει τελικά τη γλώσσα του Διονύσου – κι έτσι επιτυγχάνεται τελικά ο ύψιστος στόχος της τραγωδίας και της τέχνης.»

Και ο Βάγκνερ; Κάποιες σημαντικές αναφορές πριν το κλείσιμο

Κι εδώ επιλέγω να βάλω μια άνω τελεία στην παρουσίασή μας. Πιστεύω πως τη χάρηκες, φίλε αναγνώστη.

Δεν κάλυψα σκόπιμα όλο το περιεχόμενο του βιβλίου – το οποίο δεν εξαντλείται στα αποσπάσματα που μοιράστηκα. Ένα σημαντικό μέρος του έργου καλύπτει το θέμα του «σωκρατικού οπτιμισμού», όπως εκφράζεται στο πνεύμα της επιστήμης – το οποίο ο Νίτσε των καιρών αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό(ή και περιφρόνηση) και θεωρούσε υποδεέστερο σε σχέση με την βαθύτερη αλήθεια της τέχνης. Στα επόμενα χρόνια ο Νίτσε έμελλε να αναθεωρήσει πάνω σε αυτή την άποψη – και μετά να την ασπαστεί εκ νέου. Ποιος είπε πως ο Νίτσε μπαίνει σε καλούπια;

Δεν αναφέρθηκα, επίσης, στον άνθρωπο στον οποίο ο Νίτσε αφιέρωσε το βιβλίο – και στο πρόσωπο του οποίο έβλεπε την ίδια την «αναγέννηση της τραγωδίας μέσω της μουσικής» μετουσιωμένη: τον Ρίχαρντ Βάγκνερ. Ο Νίτσε λάτρευε, δίχως υπερβολή, τον Βάγκνερ, κατά τον ίδιο τρόπο που λάτρευε τον δάσκαλό του, Σοπενχάουερ. Κατά την περίοδο που καλύπτουμε, ο Νίτσε προσδοκούσε στη δημιουργία μιας «νέας τέχνης» που ενσαρκώνει όλες τις τέχνες, τέτοια που θα συμβόλιζε την πολιτισμική αναγέννηση της ίδιας της Γερμανίας. Ο Βάγκνερ ήταν ο εκφραστής αυτής της τέχνης.

Όλα αυτά έμελλε να καταρρεύσουν τα επόμενα χρόνια. Οι σχέσεις του με τον Βάγκνερ θα διακόπτονταν, ενώ η άποψη του Νίτσε για την πατρίδα του, Γερμανία, θα έπαιρνε την κατιούσα – για να μην ανέβει ποτέ ξανά. Δεν θα ήταν υπερβολή αν πούμε πως η «Γέννηση της Τραγωδίας» αποτελεί το πιο «ιδεαλιστικό» από τα βιβλία του Νίτσε – και, ταυτόχρονα, το πιο «γερμανικό». Σύντομα όμως οι νεανικοί ιδεαλισμοί θα εγκαταλείπονταν δια παντός από τον συγγραφέα. Και αν σε αυτό το βιβλίο εκφράζει μια κάποια αίσθηση «γερμανικής ταυτότητας», στη διάρκεια των επόμενων χρόνων θα κατέληγε να εκφράζεται με απόλυτη απαρέσκεια και περιφρόνηση απέναντι στη Γερμανία και τους Γερμανούς.

Ταυτόχρονα θα απομακρυνόταν από την επιρροή του Σοπενχάουερ. Πολλά θα άλλαζαν τα επόμενα χρόνια. Και ο φίλος μας με το μεγάλο μουστάκι θα επανερχόταν δριμύτερος και φλογερός όσο ποτέ.

Μα ας μείνουμε σε όσα είπαμε. Επέλεξα να εστιάσω σε εκείνα που θεωρώ την ουσία του έργου – εκείνα που συνιστούν τα βαθύτερα και διαχρονικότερα, κατά τη γνώμη μου, στοιχεία του. Η σύλληψη του διαχωρισμού ανάμεσα στο απολλώνιο και το διονυσιακό πνεύμα, η σύμπλευσή τους στον κόσμο της τραγωδίας και η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας του ενός για το άλλο έχουν, πλέον, γίνει μυθικές ιδέες οι ίδιες. Συνιστούν μία από τις κορυφαίες παρακαταθήκες του Νίτσε στο σύνολο της φιλοσοφικής και καλλιτεχνικής σκέψης.

Κλείνω με ένα τελευταίο απόσπασμα από το βιβλίο.

«Ο τραγικός μύθος πρέπει να κατανοηθεί μόνον ως συμβολική παράσταση της διονυσιακής σοφίας με τη βοήθεια απολλώνιων καλλιτεχνικών μέσων. Ο μύθος οδηγεί τον κόσμο των φαινομένων στα όριά του, όπου αυτός αρνείται τον εαυτό του και επιδιώκει να καταφύγει πίσω στη μήτρα της μόνης και αληθινής πραγματικότητας, όπου ακούγεται τότε να τραγουδάει το μεταφυσικό του κύκνειο άσμα, σαν την Ιζόλδη:

“Στα φουρτουνιασμένα κύματα
της θάλασσας της τέρψης
στον βουερό ήχο των ευωδιαστών κυμάτων
στο φτερούγισμα της ανάσας του κόσμου
να πνίγεσαι, να βυθίζεσαι ασύνειδα
αυτό είναι η υπέρτατη χαρά!”

Η μετάφραση της «Γέννησης της Τραγωδίας» είναι του Ζήση Σαρίκα. Για την παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι, Ιούνιος 21.

Περισσότερος Νίτσε εδώ: Φρίντριχ Νίτσε: η Μοναξιά του Φιλοσόφου

Tags: , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

One Response

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *