Εκείνο που ξέχασε η γνώση μας

Enter the rabbit's lair...

The Dream by Henri Rousseau / Το Όνειρο του Ανρί Ρουσσώ

Κάποιες φορές πιάνω τον εαυτό μου να γυροφέρνω σε χώρους με πράσινο και βλάστηση – εκείνους τους λίγους που έχουμε στην πόλη. Και πάντα σκέφτομαι το ίδιο: πως γνωρίζω ελάχιστα για τον φυσικό κόσμο που μας περιβάλλει. Οι γενιές των παππούδων μας μπορούσαν να ξεχωρίσουν δεκάδες τύπους δέντρων και φυτών, να κατονομάσουν βοτάνια, να διακρίνουν τα ζωύφια. Διαβάζω βιβλία παλιών ελλήνων λογοτεχνών, που απαριθμούν ποικιλίες και ποικιλίες δέντρων στις περιγραφές τους – και αισθάνομαι την ανάγκη να πιάσω λεξικό.

Οι καιροί μας γνωρίζουν άλλα, ασφαλώς. Αρκετοί παίζουμε τους υπολογιστές στα δάχτυλά μας. Οι ηλεκτρονικές συσκευές έχουν γίνει προέκτασή μας. Δώσε σε ένα μικρό παιδί ένα κινητό – και θα εκπλαγείς με τη δεξιότητά του.

Γνώση, όμως; Μάλλον πληροφορία, όχι γνώση. Ένας βομβαρδισμός πληροφορίας, για την ακρίβεια – και στην εποχή ενός αδιάκοπου scroll down, οι πληροφορίες μπορεί να σε κατακλύσουν, μα δύσκολα χωνεύονται. Ο ρυθμός της ταχύτητας δεν ευνοεί τη χώνεψη, τη μελέτη, την αφοσίωση, την κατανόηση. Δεν είσαι ταινία δράσης του Χόλυγουντ. Δεν είσαι βιντεοπαιχνίδι να τρέχεις με 60 frames ανά δευτερόλεπτο.

Ο σύγχρονος πολιτισμός τρέχει γρηγορότερα από ποτέ – αυτό σημαίνει ότι εξελίσσεται;

Κάποιες φορές χρειάζεται να πατήσεις ένα “pause”. Ο κόσμος είναι έξω. Κι ό,τι βρίσκεται έξω, είναι επίσης μέσα σου. Μα δεν θα το καταλάβεις όσο τρέχεις.

Εδώ θα παραχωρήσω τη σκυτάλη σ’ ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα του Έρμαν Έσσε, από το διήγημά του “Ο Μάγος της Βροχής”. Ο Έσσε περιγράφει τις συνήθειες μιας παλαιολιθικής κοινωνίας. Τις συνήθειες και τις γνώσεις της. Μιας κοινωνίας που δεν είχε τα θαυμαστά προνόμια που απολαμβάνουμε σήμερα. Μια κοινωνία που θα χαρακτηρίζαμε, υποτιμητικά, “απολίτιστη”. Από την πλευρά μου θα κλείσω με το απόσπασμα… και δεν θα προσθέσω κάτι άλλο.

«ΑΥΤΗ Η ΜΙΚΡΗ, πανάρχαια κοινωνία δε γνώριζε τίποτα από τις σημερινές ευκολίες, ομορφιές και πολιτισμένους τρόπους των καιρών μας, πράγματα που για εμάς τους σύγχρονους είναι αυτονόητα και απαραίτητα, δικαιώματα που ανήκουν και στους πιο φτωχούς ακόμα. Δεν κάτεχε τη Γνώση ούτε τις Τέχνες, δεν ήξερε άλλου είδους κατοικίες εκτός από αυτές εδώ τις στραβοφτιαγμένες λασποκαλύβες, δεν ήξερε επίσης από σιδερένια και ατσάλινα εργαλεία, ούτε είδη όπως το κριθάρι και το κρασί ήταν γνωστά. Τρόποι φωτισμού όπως τα κεριά και οι λάμπες θα ήταν εκθαμβωτικά θαύματα γι’ αυτούς τους ανθρώπους.

Όμως η ζωή του Κνεχτ και ο κόσμος της φαντασίας του δε σήμαινε πως ήταν φτωχότερες σε παραστάσεις. Το Σύμπαν τον κύκλωνε από παντού σαν ένα ατέλειωτο Μυστήριο, σαν ένα απέραντο βιβλίο με εικόνες. Ένα βιβλίο που ο Κνεχτ, κάθε καινούργια ημέρα που περνούσε, κατακτούσε κι από ένα καινούργιο μικρό του κομματάκι. Από τη ζωή των ζώων και των φυτών ως τον έναστρο ουρανό και ανάμεσα στην άφωνη, σιωπηλή, μυστηριακή φύση και την άγουρη ψυχή του που σάλευε έντρομη στο παιδικό του στήθος, πηγαινοέρχονταν τα ρεύματα της Πρωταρχικής Ενότητας και κόχλαζε η Περιέργεια και η Λαχτάρα για κατάκτηση. Οτιδήποτε για το οποίο είναι ικανή η ψυχή του ανθρώπου. […]

Ο Κνεχτ μάζευε φρούτα, μανιτάρια και καυσόξυλα από το δάσος και τα αποθήκευε. Ψάρευε και κυνηγούσε. […] Λέγανε ακόμα ότι κάτεχε μιαν ατέλειωτη σειρά από φυσικούς και μαγικούς τρόπους, μεθόδους, μυστικά, και βοηθητικά μέσα για να κάνει τη δουλειά του. […] Μπορούσε επίσης να κάνει τα καβούρια να έρχονται προς το μέρος του και υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν ότι είχε την ικανότητα να καταλαβαίνει τη γλώσσα μερικών ζώων.

Μεγάλος γνώστης και συλλέκτης του φυτικού και ζωικού κόσμου, ήξερε τί ακριβώς χρησίμευε ως φάρμακο ή δηλητήριο, σαν μαγικό φίλτρο ή σαν ξόρκι και προστατευτικό μέσο ενάντια στα κακά πνεύματα. Ήξερε να βρίσκει το κάθε βοτάνι, ακόμα και το πιο σπάνιο. Ήξερε πού και πότε άνθιζε κ’ έβγαζε σπόρους και πότε ήταν ο καιρός για να το φυτέψει. Γνώριζε όλα τα είδη των φιδιών και των βατράχων, μπορούσε να χρησιμοποιεί με χίλιους δυο τρόπους τα κέρατα των ζώων, τις οπλές, τα νύχια και το τρίχωμα. Μπορούσε ακόμα να θεραπεύει τις αρρώστιες των φυτών και των ζώων. […]

Αλλά το ζώο που πάνω απ’ όλα παραφύλαγαν και καιροφυλακτούσαν να πιάσουν [οι άνθρωποι της φυλής του] δεν ήταν μόνο η αλεπού και ο ασβός, η οχιά και ο βάτραχος, το πουλί και το ψάρι, αλλά το πνεύμα, το Όλο, η Ιδέα, η Συνάφεια. Η προσπάθεια να προσδιορίζονται και να ελέγχονται οι άστατοι, ιδιότροποι καιροί και η επιτυχία της πρόγνωσής τους. Να μπορεί κανείς να διακρίνει τον θάνατο κρυμμένο μέσα σε φαινομενικά αθώους καρπούς και στο δάγκωμα του φιδιού. Να είναι σε θέση να ερμηνεύει το μυστήριο στη σχέση των σύννεφων και των καταιγίδων με τις φάσεις του φεγγαριού που έχουν στη σπορά και γενικότερα στη βλάστηση, στην ακμή και παρακμή της ζωής του ανθρώπου και των ζώων.

Στην πραγματικότητα προσπαθούσαν να φτάσουν στον ίδιο σκοπό με τη σημερινή επιστήμη και τεχνική. Δηλαδή να υποτάξουν τη Φύση και να είναι σε θέση να πειραματίζονται «παίζοντας» με τους νόμους της. Αυτό όμως το κάνανε με ένα διαφορετικό, εξαίσιο τρόπο. Δεν είχαν αποχωριστεί από αυτή και δεν επιχειρούσαν να εισχωρήσουν στα ενδότερα των μυστηρίων της με βίαιο τρόπο. Δεν ήταν ποτέ εχθρικοί και αντίθετοι με τη φύση, αλλά πάντοτε ένιωθαν ότι αποτελούσαν ένα μέρος της και κατέφευγαν σε αυτήν ή της συμπεριφέρονταν με σεβασμό. Είναι πολύ πιθανόν να την ήξεραν καλύτερα από εμάς και να τη μεταχειρίζονταν πολύ πιο έξυπνα.

Ένα πράγμα πάντως θα πρέπει να τους ήταν αδιανόητο, ακόμα και στις πιο παράτολμες σκέψεις τους: να συμπεριφέρονται στη φύση και τον κόσμο των πνευμάτων δίχως φόβο και υποταγή, με μια τάση αυθάδειας και υπεροχής. Αυτή η Ύβρις θα τους ήταν μια πράξη αγνωμοσύνης.»

Το απόσπασμα του Έσσε περιλαμβάνεται στο διήγημα “Ο Μάγος της Βροχής”, γραμμένο το 1943, σε μετάφραση Γ. Κωνστα. Πίνακας: “Το Όνειρο” του Ανρί Ρουσσώ.

Παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, Μάιος 23

Tags: , , , , , , , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *