Νίτσε: Για την πολλαπλότητα της αλήθειας (ή το Λιοντάρι που γίνεται Παιδί)

Enter the rabbit's lair...

Νίτσε, προοπτικισμός και σχετικότητα της αλήθειας - μια παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι / Nietzsche's perspectivism and relativism of truth #fonikokouneli

Γνώση! Αλήθεια! Λογική! Υπέροχες λέξεις που ο άνθρωπος έχει ξεφτιλίσει επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της Ιστορίας του. Ζώντας στα χρόνια του αισιόδοξου και θετικιστικού 19ου αιώνα, ο Φρίντριχ Νίτσε εξαπέλυε επιθέσεις απέναντι στον πολιτισμό των καιρών του που έμοιαζαν παράταιρες. Μα δεν προοδεύει διαρκώς το ανθρώπινο είδος; Δεν εξελίσσεται η γνώση; Δεν θα μας ωθήσει η λογική να χτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο;

…Και μετά ήρθε ο Εικοστός αιώνας.

Όμοιος με κάποιον πανάρχαιο μοναχικό θεό, ο Νίτσε είχε βγάλει ένα σφυρί και κατεδάφιζε βουνά πεποιθήσεων κι οροσειρές βεβαιοτήτων. Ο περιορισμός της ατομικής ματιάς, η ιστορική σχετικότητα, οι συναισθηματικές αγκυλώσεις, η προσήλωση σε ετοιμοπαράδοτες αξίες και δόγματα, η επιρροή της κοινής γνώμης και του περίγυρου, οι εγκλωβισμοί της γλώσσας, της λογικής και των συστημάτων σκέψης… όλα καταδεικνύουν τη δυσκολία του ανθρώπου να σχηματίσει μια συνεκτική αντίληψη για την πραγματικότητα, τέτοια που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ολότελα «δική του» – πόσο μάλλον να θεωρήσει πως αυτή η αντίληψη θα έπρεπε να είναι καθολική και να ισχύει για όλους!

Η ίδια η λογική – ο πυλώνας της δυτικής φιλοσοφίας απ’ τα χρόνια του Πλάτωνα και η περηφάνια του ανθρώπινου είδους – στα μάτια του Νίτσε έδειχνε ολοένα και περισσότερο αδύναμη να ερμηνεύσει τον κόσμο. Επρόκειτο για έναν κόσμο, εξάλλου, που στο όνομα της “λογικής” συχνά έκανε τα πιο παράλογα πράγματα!

Τα πάντα μεταβάλλονται – το ίδιο και οι “αλήθειες” μας. Μπρος στην αδυσώπητη κριτική του Νίτσε, το ερώτημα είναι το εξής: υπάρχει κάποια “σταθερά”, πάνω στην οποία να μπορούμε να βασιστούμε; Ή καταλήγουν όλα αναπόφευκτα στην άβυσσο ενός άτεγκτου σχετικισμού; Αν κάθε “αλήθεια” εμπεριέχει τον σπόρο μιας σχετικότητας μέσα της, τί μας αποτρέπει από το να παραιτηθούμε από κάθε αξίωση γνώσης; Γιατί να μην παραιτηθούμε, απλά, απ’ την προσπάθεια να εκφέρουμε άποψη για οτιδήποτε ή να πιστεύουμε οτιδήποτε;

Κι όμως – μπρος στην προοπτική της παραίτησης, και σε αντίθεση με την παρερμηνεία εκείνων που θεώρησαν πως ρέπει προς τον μηδενισμό, η φιλοσοφία του Νίτσε αντιπαρατάσσει ένα ηχηρό ΝΑΙ. Ναι απέναντι στη ζωή, ΝΑΙ απέναντι σε κάθε προσωπικό αγώνα, ΝΑΙ απέναντι στη θέληση και την πίστη στις δικές σου αξίες. Αρκεί να είναι δικές σου – να αποκαλύπτουν τη γυμνή σου αλήθεια και όχι τα ρούχα που σου φόρεσαν οι άλλοι ή φόρεσες ο ίδιος στον εαυτό σου!

Σήμερα θα ολοκληρώσουμε τη μεγάλη μας παρουσίαση στον φιλόσοφο με το μεγάλο μουστάκι – και ευελπιστώ το παρόν αφιέρωμα να αποτελέσει οδηγό για όσους δυσκολεύονται να περιδιαβούν τις συμπληγάδες της σκέψης του. Η σκέψη του Νίτσε δεν προσφέρεται για γρήγορη και επιφανειακή ανάγνωση, όπως τόσοι έκαναν κατά καιρούς (λόγω της αναμφισβήτητης λογοτεχνικής γοητείας του, που εύκολα μαγνητίζει τον αναγνώστη, μα και εξαιτίας των άφθονων αφορισμών του, που προσφέρονται για εύκολη παραποίηση). Από την πλευρά μου, δεν υπερβάλλω λέγοντας πως προετοιμάζω τη σημερινή παρουσίαση εδώ και χρόνια. Γι’ αυτό και δεν τσιγκουνεύτηκα τα λόγια και επέλεξα να εμπλουτίσω την παρουσίαση με εκτεταμένα αποσπάσματα απ’ το σύνολο της βιβλιογραφίας του Νίτσε. Ασφαλώς η παρουσίασή μου δεν προσφέρεται για γρήγορη ανάγνωση, με τη σειρά της – μα εφόσον μιλάμε για τον Νίτσε, έτσι έπρεπε να γίνει.

Θα μιλήσουμε για το “ανοιχτό βιβλίο της ερμηνείας” που ο Νίτσε αποκάλεσε “προοπτικισμό”. Για τη “θέληση για δύναμη” που υποκαθιστά τη θέληση για γνώση. Για τον δογματισμό εκείνων που πρεσβεύουν πως κατέχουν “απόλυτες αλήθειες”. Για τη συμβολή της φαντασίας και των αισθήσεων στη γνώση μας – κόντρα στην παντοκρατορία της λογικής. Για τη σχετικότητα των ηθικών και αξιολογικών κρίσεων. Για τη σημασία του ασυνείδητου στη γνώση και τις αξιολογήσεις μας. Για την “αγελαία φύση” της γνώσης. Για την αδυναμία διαχωρισμού “υποκειμένου” και “αντικειμένου”.

Τέλος – θα κατανοήσουμε τί εννοούσε ο Νίτσε, όταν έλεγε πως ο άνθρωπος χρειάζεται να περάσει από τρία στάδια: από την καμήλα που κουβαλάει τα βάρη να γίνει λιοντάρι που βρυχάται… και από λιοντάρι που βρυχάται να γίνει, τέλος, ξανά παιδί – ένα παιδί που βλέπει τον κόσμο σαν να έχει δημιουργηθεί απ’ την αρχή ξανά. Και θα κλείσουμε έτσι το κείμενο με μια θετική, δυναμική νότα. Γιατί, στο τέλος, η “αλήθεια”, όπως την έβλεπε ο Νίτσε, συνιστά πρώτα απ’ όλα αυτό: μια δημιουργική διαδικασία. Οικοδομούμε τον κόσμο μας, όπως ο ζωγράφος οικοδομεί έναν ζωγραφικό πίνακα. Και φέρουμε το δικό μας φως και το δικό μας σκοτάδι – όπως ο πίνακας φέρει τις σκιές και τα φωτεινά σημεία του.

Πριν προχωρήσεις όμως, αναγνώστη, μπορείς να διαβάσεις το πρώτο μέρος της μεγάλης αυτής παρουσίασης εδώ.

Έτοιμος; Για πάμε!

Πέρα από τον ρεαλισμό. Δεν υπάρχει ερμηνεία δίχως συναίσθημα, δίχως φαντασία.

Ήταν στις αισθήσεις – και στο σώμα – που ο Νίτσε βρήκε πολύ περισσότερη “λογική” και πολύ μεγαλύτερη «αλήθεια» από το πνεύμα και τη σκέψη. Στις ίδιες «αισθήσεις» που φιλόσοφοι όπως ο Πλάτων αντιμετώπισαν με περιφρόνηση, ταυτίζοντάς τες με την αλλαγή – άρα και την αναλήθεια. Διότι οι αισθήσεις «πάντα μεταβάλλονται» – ισχυρίζονταν αυτοί οι φιλόσοφοι – , άρα δεν μπορούν να καταδείξουν την πραγματικότητα «όπως είναι». Μόνο η σκέψη μπορεί να το κάνει αυτό! Όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια της παρουσίασής μας, όμως, για τον Νίτσε αυτή ακριβώς η πραγματικότητα των αλλαγών και των μεταβλητών δεδομένων… είναι η μόνη πραγματικότητα για την οποία μπορούμε να μιλήσουμε με κάποια βεβαιότητα! Όλα τα άλλα συνιστούν νοητικές κατασκευές – και ως τέτοιες, είναι υποκείμενες στον κίνδυνο του δόγματος και τη στειρότητα της «αιώνιας αλήθειας».

Το ακόλουθο απόσπασμα από τη «Χαρούμενη Επιστήμη» ανήκει στα ωραιότερα που έχει γράψει ο μουστακαλής φίλος μας, κατά τη γνώμη μου. Το νόημά του έγκειται στο εξής: τί μένει από τα “πράγματα” αν αφαιρέσουμε από αυτά τον ανθρώπινο αξιολογικό παράγοντα; Αν αποκόψουμε το βλέμμα μας; Πού βρίσκεται η “αντικειμενική πραγματικότητα” πέρα και έξω από την ερμηνεία μας; Μπορεί να υπάρξει ερμηνεία, που να μη διαποτίζεται με συναίσθημα και φαντασία;

Ή για να θυμίσουμε εκείνο το αρχαίο ανατολικό ρητό: κάνει θόρυβο το δέντρο που πέφτει στο δάσος, αν δεν είναι κανείς εκεί να το ακούσει;

«ΣΤΟΥΣ ΡΕΑΛΙΣΤΕΣ: Εσείς νηφάλιοι άνθρωποι που νιώθετε τόσο καλά θωρακισμένοι απέναντι στο πάθος και στη φαντασιοπληξία και που θα κάνατε πρόθυμα την κενότητά σας περηφάνια και στολίδι: λέτε πως είστε ρεαλιστές και ισχυρίζεστε πως ο κόσμος είναι πράγματι έτσι όπως φαίνεται σε σας. Σαν να στεκόταν ακάλυπτη η αλήθεια μπροστά σε σας μόνο, και σαν να ήσασταν εσείς το καλύτερο ίσως μέρος της — ω, αγαπημένες εικόνες της Σαϊδός!

Αλλά ακόμη και στην πιο ακάλυπτη κατάστασή σας, δεν είστε πάντα εξαιρετικά παθιασμένα και σκοτεινά πλάσματα σε σύγκριση με τα ψάρια; Δεν μοιάζετε πάρα πολύ μ’ έναν ερωτευμένο καλλιτέχνη; — και άλλωστε τί είναι η «πραγματικότητα» για έναν ερωτευμένο καλλιτέχνη; Εξακολουθείτε να φέρετε έναν τρόπο εκτίμησης των πραγμάτων που έχει τη ρίζα του στα πάθη και στους έρωτες των περασμένων αιώνων! Η νηφαλιότητά σας εξακολουθεί να είναι ποτισμένη από ένα κρυφό και αξερίζωτο μεθύσι! Η αγάπη σας για την «πραγματικότητα», λόγου χάρη, αχ, αυτή είναι μια παλιά, παμπάλαια «αγάπη»! Κάθε αίσθηση και αισθητή εντύπωση περιέχει ένα κομμάτι της παλιάς αυτής αγάπης• δεν υπάρχει αίσθηση και αισθητή εντύπωση που να μην έχει δουλευτεί και υφανθεί από κάποια φαντασιοπληξία, από κάποια προκατάληψη, από κάποιο ά-λογο, από κάποια άγνοια, από κάποιο φόβο και δεν ξέρω από τί άλλο ακόμη!

Κοιτάξτε εκείνο το βουνό! Εκείνο το σύννεφο! Τί είναι «πραγματικό» σ’ αυτά; Για προσπαθήστε να αφαιρέσετε το φάντασμα και κάθε ανθρώπινη συμβολή απ’ αυτά, νηφάλιοι φίλοι μου! Αχ, αν το μπορούσατε! Αν μπορούσατε να ξεχάσετε την καταγωγή σας, το παρελθόν σας, το δημοτικό σχολείο σας – όλη την ανθρώπινη και τη ζωική φύση σας! Δεν υπάρχει «πραγματικότητα» για μας — ούτε και για σας, νηφάλιοι φίλοι μου. Δεν είμαστε τόσο ξένοι μεταξύ μας όσο νομίζετε, και ίσως η καλή μας θέληση να ξεπεράσουμε τη μέθη να είναι τόσο αξιοπρόσεκτη όσο και η πίστη σας πως είστε γενικώς ανίκανοι να μεθύσετε.» [«Η Χαρούμενη Επιστήμη»]

Art by Salvador Dali / Έργο του Σαλβαντόρ Νταλί

Το ανοιχτό βιβλίο της ερμηνείας της ζωής μας

Στις αναγκαίες πηγές κατανόησης του Νίτσε, όπως έγραψα στο πρώτο μέρος της παρουσίασης, συμπεριλαμβάνω το εξαιρετικό βιβλίο «Νίτσε: η Ζωή σαν Λογοτεχνία» του Αλέξανδρου Νεχαμά. Ο τίτλος του βιβλίου, ασφαλώς, δεν είναι τυχαίος. Για τον Νίτσε, η ζωή μας μοιάζει ολοένα και περισσότερο με κάποιο βιβλίο – ανοιχτό στην ερμηνεία. Ένα βιβλίο όπου συμμετέχουμε λιγότερο με τη λογική και περισσότερο με τις αισθήσεις μας. Ένα βιβλίο σαν εκείνα που γράφει ένας λογοτέχνης. Ένα βιβλίο που χρίζει πολλαπλές αναγνώσεις και φέρει πολλαπλά νοήματα.

Το ακόλουθο απόσπασμα από τη «Χαραυγή» είναι απόλυτα ενδεικτικό.

«ΟΙ ΗΘΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ και αξιολογήσεις μας είναι απλώς εικόνες και φαντασίες για μία άγνωστη σε εμάς φυσιολογική διαδικασία, δηλαδή ένα είδος επίκτητης γλώσσας για τον χαρακτηρισμό ορισμένων νευρικών ερεθισμάτων. Ολόκληρη η λεγόμενη συνείδησή μας είναι ένα περισσότερο ή λιγότερο φανταστικό σχόλιο για ένα κείμενο που δεν το ξέρουμε, δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε, αλλά μολαταύτα το αισθανόμαστε.

Ας πάρουμε ένα μικρό βίωμα. Αν υποτεθεί ότι παρατηρούμε μία μέρα ότι κάποιος στην αγορά γελάει με μας, καθώς περνάμε: ανάλογα με το αν η μία ή η άλλη ενόρμησή μας βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της εκείνη τη μέρα, το συμβάν αυτό θα σημαίνει για μας το ένα ή το άλλο πράγμα – και θα είναι τελείως διαφορετικό συμβάν, ανάλογα με το τί άνθρωποι είμαστε.

Ο ένας παίρνει το συμβάν αυτό σαν σταγόνα βροχής, ο άλλος το τινάζει από πάνω του σαν να ‘ναι έντομο, ο άλλος επιδιώκει να κάνει καυγά απ’ αυτό, ο άλλος εξετάζει τα ρούχα του, μήπως δίνουν αφορμή για γέλιο, ο άλλος σκέφτεται το γελοίο καθ’ αυτό ξεκινώντας απ’ το συμβάν, ο άλλος νιώθει καλά που έχει δώσει δίχως να το θέλει, μία ακτίνα στην ευθυμία και στο ηλιόφωτο του κόσμου – και σε όλες τις περιπτώσεις θα ικανοποιηθεί μία ενόρμηση, είτε είναι της ενόχλησης ή της θετικότητας είτε του στοχασμού ή της καλοκαγαθίας. Αυτή η ενόρμηση άρπαξε το συμβάν σαν λεία της: γιατί αυτή; Γιατί αυτή καιροφυλακτούσε πεινασμένη και διψασμένη.

Τί είναι λοιπόν τα βιώματά μας; Πολύ περισσότερο αυτό που βάζουμε εμείς μέσα τους, παρά αυτό που έχουν ήδη μέσα τους! Ή μήπως θα έπρεπε να πούμε: μέσα τους δεν έχουν τίποτε! Το να βιώνεις είναι να επινοείς;» [«Χαραυγή»]

Εδώ ο Νίτσε κλείνει με ένα ερωτηματικό: «Το να βιώνεις είναι να επινοείς;» Θα λέγαμε πως αυτή εδώ η φράση είναι το κλειδί που εμπεριέχει τα πάντα – το κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες! Και όπως θα δούμε στη συνέχεια… το κλειδί για να κατανοήσουμε τον ίδιο τον Νίτσε.

Ενάντια στην αιτιότητα και τη μηχανιστική ερμηνεία του κόσμου

Ήταν της μόδας μια φορά κι έναν καιρό, κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, να αντιμετωπίζουν οι φιλόσοφοι και επιστήμονες τον κόσμο σαν μια πελώρια μηχανή. Αναζητώντας εκείνη την «τελική αιτία» που θα «εξηγούσε τα πάντα», ταξινομώντας τα δεδομένα της πραγματικότητας με μηχανιστικές ερμηνείες και καταφεύγοντας σε έναν απόλυτο ντετερμινισμό αιτίας και αποτελέσματος – όπου ένα αίτιο οδηγεί πάντα σε ένα ορισμένο αποτέλεσμα και όπου όλα θα μπορέσουν να ερμηνευτούν με τη δύναμη της σκέψης.

Χρειάζεται να κατανοήσουμε πως ο Νίτσε δεν στρεφόταν ενάντια στην επιστήμη – μα ενάντια σε εκείνη τη μηχανιστική πτυχή της ανθρώπινης σκέψης που γύρευε να τα τοποθετήσει «όλα» σε ένα καλούπι και να μετατρέψει την πραγματικότητα (τόσο του κόσμου, όσο και της νόησης και των συναισθημάτων μας) σε μια απλουστευμένη διαδικασία «αιτίας και αποτελέσματος», τέτοια που μπορεί να γίνει απόλυτα διαυγής και ερμηνεύσιμη με τα μαθηματικά και τους ψυχρούς υπολογισμούς.

Το ακόλουθο απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό.

«ΕΞΗΓΗΣΗ» ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ, αλλά η «περιγραφή» είναι αυτό που μας ξεχωρίζει από παλαιότερα στάδια της γνώσης και της επιστήμης. Περιγράφουμε καλύτερα — εξηγούμε τόσο λίγο όσο οι προγενέστεροί μας. Ανακαλύψαμε μια πολλαπλή διαδοχή εκεί όπου ο απλοϊκός άνθρωπος και ερευνητής των παλιότερων πολιτισμών έβλεπε μόνο δύο χωριστά πράγματα, την «αιτία» και το «αποτέλεσμα», όπως έλεγε. […]

Αιτία και αποτέλεσμα: ένας τέτοιος δυϊσμός ίσως να μην υπήρξε ποτέ• στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα συνεχές, από το οποίο απομονώνουμε λίγα κομμάτια: αυτό ακριβώς κάνουμε όταν αντιλαμβανόμαστε την κίνηση ως απομονωμένα σημεία και μετά τη συνάγουμε χωρίς να την έχουμε δει πραγματικά.

Το γεγονός της αιφνίδιας εμφάνισης πολλών αποτελεσμάτων μας παραπλανεί• αυτό όμως είναι αιφνίδιο μόνο για μας. Σ’ αυτό το δευτερόλεπτο του αιφνίδιου υπάρχει ένας απεριόριστος αριθμός διαδικασιών που μας ξεφεύγουν. Μια διάνοια που θα μπορούσε να δει την αιτία και το αποτέλεσμα ως συνεχές, που θα μπορούσε άρα να δει τη ροή των γεγονότων, και όχι, όπως εμείς, σαν κάτι αυθαίρετα διαιρεμένο και κομματιασμένο, θα απέρριπτε την έννοια της αιτίας και του αποτελέσματος και θα αρνούνταν κάθε εξάρτηση από όρους.» [«Η Χαρούμενη Επιστήμη»]

Γίνεται κατανοητό πως ο Νίτσε στρεφόταν ενάντια σε εκείνες τις ερμηνείες που μετατρέπουν τον κόσμο σε ένα ψυχρό, υπολογιστικό κατασκεύασμα. Ένα «ρομπότ», θα λέγαμε μιλώντας με νεωτερικούς όρους. Μια ερμηνεία της πραγματικότητας που θα στηριζόταν σε απόλυτα διαυγείς μαθηματικές σχέσεις, σύμφωνα με τον Νίτσε, θα απογύμνωνε την πραγματικότητα από την πολυσημαντότητά της – άρα και την ομορφιά της.

Εκείνο που μπορούμε να γνωρίσουμε, όμως, είναι το πιο «επιφανειακό» – το «δέρμα της ύπαρξης», όπως αναφέρει στη συνέχεια.

«Η ΠΙΣΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ικανοποιούνται τόσοι και τόσοι υλιστές φυσικοί επιστήμονες σήμερα, η πίστη σε έναν κόσμο που υποτίθεται πως έχει το ισοδύναμό του και το μέτρο του στην ανθρώπινη σκέψη και στις ανθρώπινες έννοιες των αξιών: Έναν “κόσμο της αλήθειας”, που μπορεί να συλληφθεί με οριστικό τρόπο με τη βοήθεια του τετραγώνου μικρού ανθρώπινου λογικού. Πώς; Θέλουμε πραγματικά να αφήσουμε την ύπαρξη να υποβαθμιστεί για μας έτσι – να αναχθεί σε δουλική άσκηση υπολογισμού και σε κατ’ οίκον διασκέδαση για τους μαθηματικούς;

Πάνω από όλα, δεν πρέπει να θέλουμε να απογυμνώσουμε την ύπαρξη από την πολησημαντότητά της: Αυτό επιβάλλει το καλό γούστο, κύριοί μου, το γούστο του σεβασμού για καθετί που βρίσκεται έξω από τον ορίζοντά σας! […]

Αντίθετα, μήπως είναι αλήθεια ότι εκείνο που μπορούμε να προσεγγίζουμε είναι ακριβώς η πιο επιφανειακή και εξωτερική πλευρά της ύπαρξης – η πλευρά της που φαίνεται περισσότερο, το δέρμα της και η αισθητότητά της; Μια “επιστημονική” ερμηνεία του κόσμου, όπως την εννοείτε εσείς, μπορεί κατά συνέπεια να είναι μία από τις πιο ηλίθιες ερμηνείες του κόσμου, δηλαδή μία από τις πιο φτωχές σε νόημα. Αυτή η σκέψη λέγεται για τα αυτιά και τις συνειδήσεις των κυρίων μηχανιστών, που ανακατεύονται σήμερα πρόθυμα με τους φιλοσόφους και επιμένουν ότι η μηχανική είναι η θεωρία των πρώτων και των τελευταίων νόμων πάνω στους οποίους πρέπει να στηριχθεί σαν σε γερό πάτωμα όλη η ύπαρξη. Αλλά ένας ουσιαστικά μηχανικός κόσμος θα ‘ταν ουσιαστικά ένας κόσμος δίχως νόημα.

Ας υποθέσουμε ότι εκτιμάμε την αξία ενός μουσικού κομματιού ανάλογα με το πόσο πολύ από αυτό μπορεί να μετρηθεί, να υπολογιστεί και να εκφραστεί με φόρμουλες: Όσο παράλογη θα ‘ταν μία τέτοια “επιστημονική” εκτίμηση της μουσικής! Τί θα χαμε καταλάβει, συλλάβει, γνωρίσει από αυτήν; Τίποτα, πραγματικά τίποτα απ’ ότι είναι “μουσική” σε αυτήν!…» [«Η Χαρούμενη Επιστήμη»]

Νομίζω πως η παρομοίωση με τη μουσική είναι απόλυτα χαρακτηριστική. Μην ξεχνάμε, εξάλλου, πως η μουσική για τον Νίτσε ταυτίζεται με το βαθύτερο στρώμα της πραγματικότητας – εκείνη την αδιάκοπη και αέναα μεταβλητή ροή, που ήδη από τη «Γέννηση της Τραγωδίας» είχε ταυτίσει με το «διονυσιακό πνεύμα» των Ελλήνων. Περισσότερα για τη «Γέννηση της Τραγωδίας» μπορείτε σε διαβάσετε σε αυτή την παρουσίασή μου.

Η μηχανιστική νευτώνεια αντίληψη του κόσμου ήταν δημοφιλής την εποχή που έζησε ο Νίτσε. Έπειτα όμως ήρθε η σχετικότητα και η κβαντοφυσική, που απέδειξαν πως η αντίληψη ενός σταθερού σύμπαντος στηριζόμενου σε “αιώνιους νόμους” είναι εσφαλμένη. Έτσι, ο Νίτσε επιβεβαιώθηκε από τις εξελίξεις του εικοστού αιώνα, μπορούμε να πούμε.

Φυλακή των πεποιθήσεων και δογματισμός / The prison of dogmatism and beliefs

Συνείδηση, ασυνείδητο και αγελαία ύπαρξη. Όταν όλη η κοινωνία σκέφτεται μαζί σου.

Και η συνείδησή μας; Εκείνο μέσω του οποίου γίνονται κατανοητές οι σκέψεις μας; Ε λοιπόν, για τον Νίτσε η συνείδηση ανήκει σε αυτόν τον ίδιο επιφανειακό φλοιό της πραγματικότητας – την εξωτερική της φλούδα.

Ήδη από τη μεσαία περίοδό του, ο Νίτσε τόνιζε τη σημασία εκείνου του παράγοντα που ο Φρόυντ, αργότερα, θα ονόμαζε “Ασυνείδητο”.

«ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ που ζουν πολύ διαποτίζονται σταδιακά με τόσο λογικό, ώστε να γίνεται μη αληθοφανής η προέλευσή τους από το ά-λογο.» [«Χαραυγή»]

Το γεγονός πως οι ίδιες οι λογικές σκέψεις μας μπορεί να πηγάζουν από ασυνείδητες ορμές και αισθήματα, αποτέλεσε για τον Νίτσε ένα ακόμα πήλινο ποδάρι, πάνω στο οποίο οικοδομήθηκαν και οικοδομούνται αναρίθμητα οικοδομήματα βεβαιοτήτων. Όταν όμως συνειδητοποιείς πως η λογική σου συχνά καθοδηγείται από ασυνείδητα αισθήματα, πάθη και βιώματα, τότε αρχίζεις ν’ αμφιβάλλεις για την εγκυρότητα της κρίσης σου.

Η απόδοση ασυνείδητων παθών σε λογικά κίνητρα κι αιτίες θα ονομαζόταν αργότερα απ’ τους ψυχαναλυτές «εκλογίκευση» – επιβεβαιώνοντας έτσι τον Νίτσε, για τον οποίο δεν υπήρχε αμφιβολία πως προηγούνται οι αισθήσεις, όχι η σκέψη. Αν λοιπόν γυρεύουμε να βρούμε την “αλήθεια” πάνω σε κάποιο θέμα… χρειάζεται να σκάψουμε πρώτα στο βαθύ έδαφος των αισθημάτων μας.

«ΚΑΘΕ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ, κάθε καλή συνείδηση, κάθε μαρτυρία αλήθειας έρχεται μόνο από τις αισθήσεις.» [«Πέρα από το Καλό και το Κακό»]

«Ουσιαστικό: να αρχίσουμε από το σώμα και να το χρησιμοποιήσουμε ως οδηγό. Είναι το πολύ πιο πλούσιο φαινόμενο, που επιτρέπει μια πιο διαυγή παρατήρηση. Η πίστη στο σώμα εδραιώνεται καλύτερα από την πίστη, στο πνεύμα.» [«Η Θέληση για Δύναμη»]

«Να ξανακερδίσουμε για τον άνθρωπο της γνώσης το δικαίωμα για μεγάλα αισθήματα! Μετά την αποποίηση του εαυτού και τη λατρεία του «αντικειμενικού» έχουμε δημιουργήσει μια ψευδή ιεραρχία και σε τούτη τη σφαίρα. Η πλάνη έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν ο Σοπενχάουερ δίδασκε: ο μόνος δρόμος για το “αληθινό”, για τη γνώση, έγκειται ακριβώς στο να απελευθερωθούμε από τα αισθήματα, από τη θέληση• ο νους απελευθερωμένος από τη θέληση δεν μπορεί παρά να δει την αληθινή πραγματική ουσία των πραγμάτων. Η ίδια πλάνη στην τέχνη: λες και το καθετί ήταν όμορφο από τη στιγμή που το βλέπαμε δίχως θέληση.» [«Η Θέληση για Δύναμη»]

Η συνείδηση αναπτύχθηκε υπό την ανάγκη των ανθρώπων για επικοινωνία και για τον λόγο αυτόν συχνά φέρει μέσα της την πιο κοινωνική πλευρά του ανθρώπινου είδους – την «αγελαία ύπαρξή του», όπως λέει ο Νίτσε.

Με άλλα λόγια: η συνείδηση, υποθέτει ο Νίτσε, είναι ένα εργαλείο, μέσω του οποίου κατανοούμε περισσότερα για τον άνθρωπο ως μέλος μιας ομάδας ή μιας κοινωνικής κατηγορίας – παρά για τον κόσμο «όπως είναι». Σε αντιστοιχία με τη γλώσσα (για τους περιορισμούς της οποίας αναφερθήκαμε στο πρώτο μέρος της παρουσίασης), η συνείδηση αναφέρεται περισσότερο σε συγκεκριμένες ομαδικές αξίες και αντιλήψεις – και για τον λόγο αυτόν δεν μπορεί ν’ αποτελέσει κριτήριο «απόλυτης αλήθειας».

«ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΩ στην εικασία ότι η συνείδηση γενικά αναπτύχθηκε μόνο κάτω από την πίεση της ανάγκης για επικοινωνία. Ότι από την αρχή χρειαζόταν και ήταν ωφέλιμη μεταξύ των ανθρώπων. Και ότι αναπτύχθηκε μόνο σε αναλογία με το βαθμό της ωφελιμότητας αυτής.

Πράγματι, η συνείδηση είναι μόνο ένα δίκτυο επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους – ένας μοναχικός άνθρωπος που θα ζούσε σαν σαρκοβόρο θηρίο δεν θα τη χρειαζόταν. Το ότι οι πράξεις μας, οι σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας και οι κινήσεις μας μπαίνουν στη συνείδησή μας (ή τουλάχιστον ένα μέρος τους), αυτό είναι αποτέλεσμα ενός “πρέπει” που για φοβερά πολύ καιρό κυριαρχούσε τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος, ως το ζώο που διατρέχει τους μεγαλύτερους κινδύνους, χρειαζόταν βοήθεια και προστασία, χρειαζόταν τους ομοίους του, χρειαζόταν να μάθει να εκφράζει την απελπισία του και να κάνει τον εαυτό του κατανοητό. Και για όλα αυτά χρειαζόταν πριν από όλα τη “συνείδηση”, χρειαζόταν να “γνωρίσει” τί του έλειπε, χρειαζόταν να “γνωρίσει” πώς ένιωθε, χρειαζόταν να “γνωρίσει” τί σκεφτόταν.

Γιατί, για να το πούμε άλλη μία φορά: ο άνθρωπος, όπως και κάθε ζωντανό πλάσμα, σκέφτεται συνεχώς, αλλά χωρίς να το ξέρει. Η σκέψη που γίνεται συνειδητή είναι μόνο το μικρότερο μέρος από όλα αυτά – το επιφανειακότερο και χειρότερο μέρος – γιατί μόνο αυτή η συνειδητή σκέψη παίρνει τη μορφή λέξεων, δηλαδή σημείων επικοινωνίας, και το γεγονός αυτό αποκαλύπτει την καταγωγή της συνείδησης. Με λίγα λόγια, η ανάπτυξη της γλώσσας και η ανάπτυξη της συνείδησης (όχι του λογικού, αλλά του τρόπου με τον οποίο γίνεται συνειδητό το λογικό) πάνε χέρι-χέρι. […]

Όπως βλέπετε, η σκέψη μου είναι ότι η συνείδηση δεν ανήκει πραγματικά στην ατομική ύπαρξη του ανθρώπου, αλλά μάλλον στην κοινωνική και στην αγελαία φύση του. Ότι κατά συνέπεια αυτή η συνείδηση απέκτησε λεπτότητα μόνο στο βαθμό που αυτό απαιτούνταν από την κοινωνική ή την αγελαία ωφελιμότητα. Επομένως, όσο καλή θέληση και αν έχουμε για να καταλάβουμε τους εαυτούς μας όσο το δυνατόν πιο ατομικά, για “να γνωρίσουμε τους εαυτούς μας”, το μόνο που καταφέρνουμε πάντα είναι να αποκτήσουμε συνείδηση όχι του ατομικού αλλά του “μέσου όρου”.

Κατά βάθος όλες οι πράξεις μας είναι ασύγκριτα προσωπικές, μοναδικές, απεριόριστα ατομικές – δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Αλλά μόλις τις μεταφράσουμε στη συνείδηση, παύουν να φαίνονται έτσι… Αυτή είναι η ουσία του φαινομεναλισμού και του προοπτικισμού όπως τους εννοώ εγώ: χάρη στη φύση της ζωικής συνείδησης, μπορούμε να αποκτήσουμε συνείδηση ενός κόσμου που δεν είναι ο Κόσμος, αλλά ένας κόσμος επιφάνειας και σημείων, ένας κόσμος που έχει γίνει κοινός και γενικευμένος. Καθετί που γίνεται συνειδητό, γίνεται την ίδια στιγμή επιφανειακό, ισχνό, σχετικά ηλίθιο, γενικό, σημείο, σήμα της αγέλης. Κάθε συνειδητοποίηση συνεπάγεται μία μεγάλη και θεμελιώδη παραποίηση και γενίκευση.»

Ας συνοψίσουμε: σύμφωνα με την οπτική του Νίτσε, όταν κάτι γίνεται συνειδητό και μεταμορφώνεται σε γλώσσα, γίνεται ταυτόχρονα ΚΟΙΝΩΝΙΑ – άρα, «μέσος όρος». Γλώσσα και συνείδηση αποκαλύπτουν περισσότερα για τον «άνθρωπο» ως μέλος μιας ορισμένης κοινωνίας που φέρει συγκεκριμένες οπτικές γωνίες και ορισμένες αξίες και αντιλήψεις – ταυτίζονται, με άλλα λόγια, με το είδος «άνθρωπος» ως κοινωνικό και ιστορικό ον.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, διαφορετικές κοινωνίες και πολιτισμοί φέρουν άλλες αντιλήψεις, άλλες στάσεις, άλλες αξίες, άλλες οπτικές – τις οποίες και ενσωματώνουν στη γλώσσα και τη σκέψη τους. Ο άνθρωπος «σκέφτεται» πρώτα σαν ομαδικό ζώο, μετά σαν ατομικό ζώο.

Δεν «σκεφτόμαστε» μόνοι μας – όταν σκεφτόμαστε, όλη η κοινωνία «σκέφτεται» μαζί μας!

The Unconsious and the Ego / Το Ασυνείδητο και το Εγώ

Πέρα απ’ τον διαχωρισμό «υποκειμένου» και «αντικειμένου»

«Σκέφτομαι, άρα υπάρχω», έλεγε ο Ντεκάρτ. Μα για τον Νίτσε η σκέψη δεν είναι το πρώτο δεδομένο κάθε βεβαιότητας – μα περισσότερο το τελικό!

Αν αφαιρέσουμε το κομμάτι «κοινωνία» από τη σκέψη (που για τον Νίτσε, κάτι τέτοιο είναι μάλλον αδύνατο, όπως διαπιστώσαμε) και μείνουμε στο «υποκείμενο που σκέφτεται»… τότε θα διαπιστώσουμε πως είναι εξίσου αδύνατο να απομονώσουμε τη «σκέψη» από το «συναίσθημα» ή την «επιθυμία».

«Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΠΡΕΠΕΙ να λέει στον εαυτό του: Όταν αναλύω το γεγονός που εκφράζεται με τη λέξη “σκέφτομαι”, αποκτώ μία σειρά από τολμηρές διαβεβαιώσεις, που είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να αποδειχτούν. Για παράδειγμα, ότι εγώ είμαι αυτός που σκέφτεται, ότι γενικά πρέπει να υπάρχει κάτι που σκέπτεται, ότι η σκέψη είναι μία δραστηριότητα και ενέργεια από τη μεριά ενός όντος που θεωρείται αιτία, ότι υπάρχει ένα “εγώ”, και, τέλος, ότι ξέρω τί είναι σκέπτεσθαι. Με ποιο κριτήριο όμως μπορώ να καθορίσω ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι ίσως “θέλειν” ή “αισθάνεσθαι”;» [«Πέρα από το Καλό και το Κακό»]

Δίχως να το συνειδητοποιεί, ο άνθρωπος κατασκευάζει «κόσμους» που ανταποκρίνονται περισσότερο σε ορισμένες αξίες, συναισθήματα και οπτικές γωνίες – και πράττει έπειτα σαν αυτοί οι «κόσμοι» να είναι καθολικοί και ο ίδιος κυρίαρχος πάνω τους. Εδώ ανήκει και ο δυιστικός διαχωρισμός του «υποκειμένου» που δρα πάνω σε έναν «αντικειμενικό κόσμο» ή σε άλλα «αντικείμενα». Εδώ ανήκει η παραδοσιακή στάση που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο σαν… κατακτητή της γνώσης – λες και η «γνώση» είναι μια γη έτοιμη να την κατακτήσει, πέρα και έξω από τον ίδιο, ανεπηρέαστη από τις αξίες και τη θέλησή του.

Ουσιαστικά η φιλοσοφία του Φρίντριχ Νίτσε αντιτίθεται σε αυτόν ακριβώς τον δυισμό «υποκειμένου» και «αντικειμένου» – θεωρώντας πως ο διαχωρισμός τους είναι περισσότερο κατασκεύασμα και λιγότερο πραγματικότητα.

«Ο άνθρωπος πρόβαλε από τον εαυτό του προς τα έξω τα τρία του “εσωτερικά γεγονότα”, δηλαδή εκείνα στα οποία πίστευε περισσότερο, τη θέληση, το πνεύμα, το εγώ – άντλησε την έννοια του Είναι από την έννοια του εγώ, έθεσε τα “πράγματα” ως όντα σύμφωνα με την εικόνα του, σύμφωνα με την έννοιά του του εγώ ως αιτίας. Τί το παράξενο που αργότερα έβρισκε πάντα στα πράγματα αυτό που είχε βάλει ο ίδιος σε αυτά; […] [«Το Λυκόφως των Ειδώλων»]

Ερχόμαστε, λοιπόν, στην καρδιά της θεματικής μας: για τον Νίτσε δεν υπάρχουν «αντικειμενικά γεγονότα» πέρα και έξω από το υποκείμενο που τα ερμηνεύει! Και δεν υπάρχουν «υποκείμενα-που-σκέφτονται» πέρα και έξω απ’ τις αξίες, τις αντιλήψεις, τα αισθήματά τους – κι εκείνο που ο Νίτσε ονόμαζε «θέληση για δύναμη»!

«ΕΝΑ “ΠΡΑΓΜΑ ΚΑΘ’ ΕΑΥΤΟ” εξίσου διεστραμμένο με ένα “νόημα καθ’ εαυτό”, μια “σημασία καθ’ εαυτήν”. Δεν υπάρχουν “γεγονότα καθ’ εαυτά”, γιατί ένα νόημα πρέπει πάντα να προβάλλεται σ’ αυτά έτσι ώστε να μπορούν να υπάρξουν γεγονότα.

Το ερώτημα “τί είναι αυτό;” είναι μια επιβολή νοήματος από κάποια άλλη σκοπιά. Η “ουσία”, η “ουσιαστική φύση”, είναι κάτι προοπτικό και ήδη προϋποθέτει μια πολλότητα. Στο βάθος του υπάρχει πάντα το “τί είναι αυτό για μένα;” (για μας, για καθετί που ζει κτλ.)

Ένα πράγμα θα κατονομαζόταν όταν όλα τα άλλα όντα το ρωτούσαν “τί είναι αυτό;” και απαντούσε στο ερώτημά τους. Αν υποθέσουμε ότι έλειπε ένα μόνο ον, με τις δικές του σχέσεις και προοπτικές για όλα τα πράγματα, τότε το πράγμα δεν θα “κατονομαζόταν”.

Κοντολογίς: η ουσία ενός πράγματος είναι μόνο μια γνώμη για το “πράγμα”. Ή μάλλον, το “θεωρείται” είναι το πραγματικό “Είναι”, το μόνο “Είναι”.

Δεν πρέπει να ρωτήσει κανείς: «τότε ποιος ερμηνεύει;», γιατί η ίδια η ερμηνεία είναι μια μορφή της θέλησης για δύναμη, υπάρχει (όχι όμως ως «ον», αλλά ως διαδικασία, ως γίγνεσθαι) ως αίσθημα.» [«Η Θέληση για Δύναμη»]

Perspectivism / Προοπτικισμός και σχετικότητα

Αντίκρυ στο χάος του γίγνεσθαι

Οι άνθρωποι απαγκιστρώνονται απ’ τις «αντικειμενικές αλήθειες» τους. Μα για τον Νίτσε, η πεποίθηση πως αξίζουν μόνο οι «αντικειμενικές αλήθειες», κοινές για όλους και αναλλοίωτες στον χρόνο, είναι περισσότερο σύμπτωμα αδυναμίας της θέλησης – είναι σύμπτωμα «μηδενισμού»: Η άρνηση των αισθήσεων, η άρνηση της αλλαγής, η άρνηση να δεις τον «εαυτό» σου μέσα στα «πράγματα» – ο φόβος απέναντι στη μεταβολή, τη φθορά, την εξέλιξη, τη μεταμόρφωση.

«ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ φοβούνταν περισσότερο, η αιτία του πιο δυνατού πόνου (δίψα για κυριαρχία, σωματική ηδονή κ.ο.κ.), το αντιμετώπισαν με την περισσότερη έχθρα και το εξάλειψαν από τον «αληθινό» κόσμο. Έτσι εξάλειψαν τα αισθήματα το ένα μετά το άλλο – έθεσαν τον Θεό ως αντίθεση του κακού, δηλαδή, έβαλαν την πραγματικότητα στην άρνηση των επιθυμιών και των αισθημάτων (δηλαδή, στο μηδέν).

Με τον ίδιο τρόπο, μίσησαν το ανορθολογικό, το αυθαίρετο, το τυχαίο (ως αιτίες άμετρου φυσικού πόνου). Κατά συνέπεια, αρνήθηκαν το στοιχείο αυτό στο Είναι καθ’ εαυτό και το συνέλαβαν σαν απόλυτη «ορθολογικότητα» και «σκοπιμότητα».

Με τον ίδιο τρόπο, φοβήθηκαν την αλλαγή, την προσωρινότητα: αυτό εκφράζει μια συμπιεσμένη ψυχή, γεμάτη δυσπιστία και κακές εμπειρίες.» [«Η Θέληση για Δύναμη»]

Κατά τη μεσαία περίοδό του, ο Νίτσε αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό την αξίωση της απόλυτης γνώσης. Κατά την ύστερη περίοδό του, ο Νίτσε πια δεν είχε αμφιβολία: ένας κόσμος σε κατάσταση γίγνεσθαι, ένας κόσμος που μεταβάλλεται διαρκώς, είναι αδύνατο να καταστεί απόλυτα γνωστός. Γνωρίζουμε «μόνο» την εξωτερική φλούδα του, μόνο ό,τι είναι αυστηρά μετρήσιμο και ποσοτικό και καθοδηγούμενοι πάντα από τη ματιά που προβάλλουμε στα πράγματα – μια ματιά που δεν είναι ποτέ αποκλειστικά «ατομική» – καθώς εμπεριέχει τις αξίες και τη γλώσσα της κοινωνίας και του πολιτισμού μας.

Η αντίθεση απέναντι στον «φαινομενικό κόσμο» δεν είναι ο «πραγματικός κόσμος» – μα το χάος. Και απέναντι σε αυτό το χάος υψώνουμε τα ανθρώπινά μας εφόδια της μέτρησης, του υπολογισμού, και της οργάνωσης. Και αυτά δεν είναι ποτέ απαλλαγμένα από τη θέλησή μας και τη ματιά που προβάλλουμε πάνω τους!

«ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ, όπως με τι μπορεί να μοιάζουν τα πράγματα «καθ’ εαυτά», χωριστά από τη αισθητηριακή δεκτικότητά μας και τη δραστηριότητα της διάνοιάς μας, πρέπει να αποκρούονται με το ερώτημα: πώς μπορούμε να γνωρίζουμε ότι υπάρχουν πράγματα; Η «πραγμότητα» δημιουργήθηκε πρώτα από μας. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι δημιουργίας ενός φαινομενικού κόσμου – και αν αυτό το δημιουργείν, λογικοποιείν, προσαρμόζειν, παραποιείν δεν είναι το ίδιο η καλύτερα εγγυημένη πραγματικότητα.» [«Η Θέληση για Δύναμη»]

«Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΓΙΑ το πραγματικό είναι το μέσο για να διαμορφώνουμε τα πράγματα σύμφωνα με την επιθυμία μας. Μπορούμε να συλλάβουμε μόνον έναν κόσμο που έχουμε ΦΤΙΑΞΕΙ εμείς οι ίδιοι.»

Cubist painting by Georges Braque / Κυβιστικός πίνακας του Ζορζ Μπρακ

Πέρα απ’ τον μηδενισμό και την παραίτηση

Είναι, λοιπόν, “τα πάντα σχετικά”; Έχουν όλα την “ίδια αξία”; Τί μένει από την “αλήθεια” όταν την έχουμε απογυμνώσει από τις βάσεις της; Παραιτούμαστε από οποιαδήποτε αξίωση “γνώσης”, άρα και εκφοράς άποψης; Διαβάζοντας ως τώρα την παρουσίασή μας, κάποιος αναγνώστης θα μπορούσε να πει αποθαρρυμένος: “ναι – καθώς δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες, δεν έχει νόημα να εκφράζουμε άποψη για οτιδήποτε πλέον. Δεν έχει νόημα να πιστεύουμε οτιδήποτε και να υπερασπίζουμε οτιδήποτε”.

Όμως ο Νίτσε θα απαντούσε εδώ με ένα ηχηρό “ΟΧΙ”. Στη σκέψη του Νίτσε, ΑΥΤΗ ακριβώς η παραίτηση συνδέεται με τον μηδενισμό. «Μηδενισμός», σύμφωνα με τη νιτσεϊκή αντίληψη, είναι ή 1) να θεωρείς πως καμία αξία δεν αξίζει, από τη στιγμή που όλες υπόκεινται στην αλλαγή και φέρουν αλλεπάλληλες οπτικές γωνίες, ή 2) να θεωρείς πως μπορούν να υπάρξουν απόλυτες αξίες, αναλλοίωτες στον χρόνο, τέτοιες που θα έπρεπε να επιβληθούν δογματικά σε όλους – και με αυτόν τον τρόπο να αποτρέψεις τους ανθρώπους απ’ την αναζήτηση νέων αξιών. Να «παγώσεις» την κίνηση του κόσμου και τη θέληση για αλλαγή, κατασκευάζοντας έναν κόσμο που στέκεται «πέρα και πάνω» από την αλλαγή. Αυτό που έκαναν ουκ ολίγες θρησκείες και δόγματα, με άλλα λόγια.

Ο Νίτσε αναφέρεται στον «μηδενισμό» ως μια μορφή παραίτησης, που καταπνίγει τον άνθρωπο όταν συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχουν έσχατες αξίες.

«Τώρα καταλαβαίνουμε ότι το γίγνεσθαι δεν επιδιώκει τίποτε, δεν πραγματοποιεί τίποτε… Άρα, η απογοήτευση σε σχέση με έναν υποτιθέμενο σκοπό του γίγνεσθαι είναι αιτία του μηδενισμού. […]

Ο μηδενισμός ως ψυχολογική κατάσταση πραγματοποιείται, δεύτερον, όταν έχουμε θέσει μια ολότητα, μια συστηματοποίηση, και μάλιστα μια οργάνωση σε όλα τα συμβάντα, και κάτω από όλα τα συμβάντα. […] Και ένα είδος ενότητας, μια μορφή «μονισμού»: η πίστη αυτή αρκεί για να δώσει στον άνθρωπο ένα βαθύ αίσθημα ότι συνδέεται και εξαρτάται από ένα απείρως ανώτερο απ αυτόν όλον, και βλέπει τον εαυτό του σαν modus [τρόπο] της θεϊκής ιδιότητας… Αλλά για δες, δεν υπάρχει τέτοιο γενικό! Κατά βάθος, ο άνθρωπος έχει χάσει την πίστη του στην αξία του, όταν δεν λειτουργεί μέσω αυτού ένα απέραντα πολύτιμο όλον: δηλαδή, φαντάστηκε ένα τέτοιο όλον, για να μπορέσει να πιστέψει στη δική του αξία.

Ο μηδενισμός ως ψυχολογική κατάσταση έχει ακόμη μια τρίτη και τελευταία μορφή. Δεδομένων των δύο αυτών διοράσεων, ότι δηλαδή το γίγνεσθαι δεν έχει σκοπό και ότι κάτω από κάθε γίγνεσθαι δεν υπάρχει καμιά μεγάλη ενότητα, στην οποία θα μπορούσε να βυθιστεί εντελώς το άτομο όπως σε ένα στοιχείο ύψιστης αξίας, μια διαφυγή μένει: να καταδικαστεί ολόκληρος αυτός ο κόσμος του γίγνεσθαι σαν απάτη και να επινοηθεί ένας κόσμος που βρίσκεται πέρα απ’ αυτόν, ένας ΑΛΗΘΙΝΟΣ κόσμος. Μόλις όμως ανακαλύψει ο άνθρωπος πως ο κόσμος αυτός είναι κατασκευασμένος αποκλειστικά από ψυχολογικές ανάγκες και πως δεν έχει κανένα απολύτως δικαίωμα επ’ αυτού, γεννιέται η τελευταία μορφή του μηδενισμού: περικλείει την απουσία πίστης σε έναν μεταφυσικό κόσμο και απαγορεύει στον εαυτό της κάθε πίστη σε έναν αληθινό κόσμο. Όταν φτάσει κανείς σ’ αυτή την άποψη, δέχεται την πραγματικότητα του γίγνεσθαι ως τη μοναδική πραγματικότητα, απαγορεύει στον εαυτό του να ακολουθήσει οποιοδήποτε κρυφό μονοπάτι προς άλλους κόσμους και ψεύτικες θεότητες – αλλά δεν αντέχει αυτό τον κόσμο, τον οποίο δεν θέλει να αρνηθεί…» [«Η Θέληση για Δύναμη»]

Έτσι, λοιπόν, ο άνθρωπος ίσως απελπιστεί. «Αφού δεν υπάρχουν απόλυτες αξίες και απόλυτες αλήθειες, τότε ο κόσμος δεν αξίζει, τότε δεν αξίζει τίποτα σε αυτή τη ζωή!»: Αυτή είναι η φωνή του μηδενισμού.

Απέναντι σε αυτή τη φωνή της παραίτησης, ο Νίτσε όρθωσε τρεις έννοιες που είναι άρρηκτα δεμένες με τη φιλοσοφική του σκέψη: τον «προοπτικισμό», την «επαναξιολόγηση των αξιών» και τη «θέληση για δύναμη». Για χάρη της μελέτης μας (και για να παραμείνουμε, όσο γίνεται, στο ζήτημα της «γνώσης»), θα εστιάσω στον «προοπτικισμό» – και θ’ αναφερθούμε με λιγότερες λεπτομέρειες στα υπόλοιπα.

Δεν αξίζει τίποτα; Ασφαλώς και αξίζει! θα πει ο Νίτσε. Αρκεί να πεις, «αξίζει, επειδή ΘΕΛΩ να αξίζει! Αξίζει, επειδή αξίζει ΓΙΑ ΜΕΝΑ!»

Friedrich Nietzsche / Φρίντριχ Νίτσε

Προοπτικισμός. Σαν τις αποχρώσεις φωτός και σκιάς ενός ζωγραφικού πίνακα

Φτάσαμε στην ουσία. «Δεν υπάρχουν γεγονότα, υπάρχουν μόνον ερμηνείες», ισχυρίζεται απερίφραστα ο Νίτσε. Και συνεχίζει:

«ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΜΑΣ είναι αυτές που ερμηνεύουν τον κόσμο• οι ενορμήσεις μας και τα υπέρ και τα κατά τους. Κάθε ενόρμηση είναι ένα είδος λαχτάρας για κυριαρχία• καθεμιά έχει την προοπτική της, που θέλει να την επιβάλλει σαν νόρμα σε όλες τις υπόλοιπες ενορμήσεις. […]

Τελικά ο άνθρωπος δεν βρίσκει στα πράγματα τίποτε άλλο εκτός από εκείνο που εισήγαγε ο ίδιος σε αυτά: Η εύρεση ονομάζεται επιστήμη, η εισαγωγή – τέχνη, θρησκεία, αγάπη, περηφάνια.» [«Η Θέληση για Δύναμη»]

Σύμφωνα με εκείνο που ο ίδιος ο Νίτσε ονόμασε «προοπτικισμό» (η μοναδική φορά που χρησιμοποιεί έναν «-ισμό» για να χαρακτηρίσει τις ιδέες του), δεν υπάρχει γνώση και αλήθεια που να μην εμπεριέχεται σε μια ορισμένη οπτική γωνία.

Αυτό ΔΕΝ σημαίνει πως «τα πάντα είναι σχετικά, άρα μη-γνωρίσιμα». Προοπτική γνώση σημαίνει πως κάθε γνώση και αξία είναι γνώση και αξία από αυτή την ορισμένη οπτική γωνία – και η αλήθεια που φέρει μέσα της ισχύει για την συγκεκριμένη οπτική γωνία! Αποκαλύπτει τόσα για τον κόσμο, όσα για την πηγή από την οποία προέρχεται!

«ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΗΡΧΕ καθόλου ζωή, αν όχι πάνω στη βάση προοπτικών εκτιμήσεων και φαινομενικοτήτων. Και αν, με τον ενάρετο ενθουσιασμό και την αδεξιότητα που δείχνουν ορισμένοι φιλόσοφοι, ήθελε κανείς να εξαλείψει εντελώς τον “φαινομενικό κόσμο”, τότε – δεν θα έμενε τίποτε και από την “αλήθεια” σας!» [«Πέρα από το Καλό και το Κακό»]

Η «πραγματικότητα», όπως την ερμηνεύει ο Νίτσε, δεν είναι κάτι «πέρα απ’ τα φαινόμενα», μα το ΣΥΝΟΛΟ των ερμηνειών μας – πέρα από τις οποίες αδυνατούμε να πάμε. Ακόμα κι εκείνες οι αναγκαίες στάσεις που υιοθετούμε για την επιβίωσή μας – λένε περισσότερα για εμάς τους ίδιους και τις ανάγκες μας, παρά για τον κόσμο “καθ’ εαυτό”. Γνώση που είναι απαλλαγμένη από οπτικές γωνίες και εμπεριέχει τα πάντα μέσα της… δεν υπάρχει!

«ΑΣ ΦΥΛΑΧΤΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ από δω και πέρα, αγαπητοί μου φιλόσοφοι, από την επικίνδυνη παλιά μυθοποίηση των εννοιών, η οποία έθεσε ένα «καθαρό, δίχως θέληση, δίχως πόνο, δίχως χρόνο υποκείμενο της γνώσης», ας φυλαχτούμε από τα πλοκάμια τέτοιων αντιφατικών εννοιών όπως «καθαρό λογικό», «απόλυτη πνευματικότητα», «γνώση καθ’ εαυτήν»• – εδώ απαιτείται πάντα να σκεφτόμαστε ένα μάτι το οποίο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς, ένα μάτι το οποίο δεν είναι στραμμένο σε καμιά κατεύθυνση, ένα μάτι του οποίου οι ενεργές ερμηνευτικές λειτουργίες πρέπει να είναι εξουδετερωμένες, να λείπουν, λειτουργίες μέσω των οποίων όμως το “βλέπω” γίνεται “βλέπω κάτι”• εδώ απαιτείται λοιπόν ένας παραλογισμός και μη έννοια από το μάτι. Δεν υπάρχει όμως οράν δίχως προοπτική, “γιγνώσκειν” δίχως προοπτική» [«Γενεαλογία της Ηθικής»]

Ο Αλέξανδρος Νεχαμάς, στο βιβλίο του για τον Νίτσε, κάνει μια εξαιρετική παρομοίωση με τη ζωγραφική. Όπως ο ζωγράφος «επιλέγει» εκείνο που θ’ αναπαραστήσει στον πίνακα (καθώς είναι αδύνατο να συμπεριλάβει «τα πάντα» στο έργο του), αντίστοιχα «επιλεκτικός» είναι και ο προοπτικισμός. «Όλα» αντιστοιχούν σε «τίποτα» – κατά τον ίδιο τρόπο που ένα ζωγραφικό έργο που εμπεριέχει «τα πάντα» είναι ένας αχταρμάς.

Το παράδειγμα του ζωγράφου το αναφέρει και ο Νίτσε – παρομοιάζοντας τις αποχρώσεις της αλήθειας και του ψέματος με τους τόνους της σκιάς και του φωτός…

«ΠΡΑΓΜΑΤΙ, τί μας αναγκάζει γενικά να δεχτούμε ότι υπάρχει μία ουσιώδης αντίθεση μεταξύ “αληθινού” και “ψευδούς”; Δεν αρκεί να δεχτούμε την ύπαρξη βαθμών της φαινομενικότητας, δηλαδή φωτεινότερων και σκοτεινότερων σκιών και τόνων, για να το πούμε στη γλώσσα των ζωγράφων;» [«Πέρα από το Καλό και το Κακό»]

Pablo Picasso - Three Women (1908) / Τρεις Γυναίκες, πίνακας του Πάμπλο Πικάσο

Εδώ εύκολα μπορεί κάποιος να συγχυστεί: είναι η «αλήθεια» και το «ψέμα» ισοδύναμα; Είναι κάθε ερμηνεία «ίση κι όμοια» με τις άλλες;

Ασφαλώς όχι. Η ερμηνεία, για να είναι τέτοια, χρειάζεται να φέρει λόγο κι άποψη, να μπορεί να μοιραστεί με άλλους, να γίνει κοινό κτήμα με άλλους. Με άλλα λόγια… να φέρει οπτική ματιά μέσα της. Και όσο περισσότερες οπτικές ματιές μπορούμε να συνδυάσουμε, τόσο καλύτερη συνολική εικόνα θα έχουμε!

«ΟΣΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ αισθήματα τα αφήνουμε να μιλήσουν για ένα πράγμα, όσο περισσότερα μάτια, διαφορετικά μάτια, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για το ίδιο πράγμα, τόσο πληρέστερη θα είναι η “έννοια” που θα σχηματίσουμε γι’ αυτό το πράγμα, η “αντικειμενικότητά” μας. [«Γενεαλογία της Ηθικής»]

Υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε αυτόν που βλέπει κι εξηγεί και σε αυτόν που είναι θεόστραβος! Άλλο «βλέπω» και άλλο «φαντασιοκοπώ». Αν ισχυριστώ πως βλέπω μπροστά μου ροζ ελέφαντες με βούλες, δεν παρέχω μια «εναλλακτική ερμηνεία του κόσμου» – απλά παραληρώ… ή παρέχω μια ερμηνεία υπό την επήρεια μέθης (χρειάζεται πού και πού).

Αλήθεια που φέρει περιορισμούς παραμένει μια αλήθεια – σαφώς διακριτή από το ψέμα και το παραλήρημα. Ωστόσο η προοπτική παραμένει προοπτική – δεν δίνει μια «πανοπτική εικόνα του κόσμου», γιατί δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια. Δεν κατέχουμε μια «απόλυτη αντικειμενικότητα» – μόνο «βαθμούς της φαινομενικότητας».

Ούτε μπορούμε να τις σμίξουμε όλες τις διαφορετικές οπτικές γωνίες αρμονικά σε μια «κοινή προοπτική για όλους» – γιατί στη ρίζα των προοπτικών βρίσκεται το ανθρώπινο στοιχείο: οι αντιθέσεις τους, οι συγκρουόμενες αξίες τους, και το αναπόφευκτο στοιχείο του γίγνεσθαι και της μεταβολής.

Υπάρχουν, όμως, ερμηνείες που μπορούν να συνδεθούν με άλλες ερμηνείες… κι έτσι να οικοδομήσουν έναν σχετικά συνεκτικό κόσμο γνώσης και συστήματα σκέψης και λογικής. Έτσι εξελίσσεται η ανθρώπινη γνώση, έτσι εξελίσσεται η επιστήμη – και με αντίστοιχο τρόπο, παγιώνονται τα δόγματα, οι ιδεολογίες, οι θρησκείες. Όταν ερμηνείες που συνορεύουν αξιολογικά συναντούν η μία την άλλη και λένε: «Εμείς ταιριάζουμε! Θες να κάνουμε παρέα;»

Έτσι λοιπόν οικοδομείται είτε ο ανθρώπινος κόσμος της γνώσης… είτε ο κόσμος του δόγματος που μεταμφιέζεται σε αλήθεια!

Όμως ένα σύστημα σκέψης που να εμπεριέχει «τα πάντα μέσα του» δεν γίνεται να υπάρχει! Κάποιες κοσμοθεωρίες αναπόφευκτα θα έρθουν σε σύγκρουση με άλλες… και κάποιες οπτικές γωνίες θα επικρατήσουν σε βάρος άλλων! Και σε αυτό το παιχνίδι της δύναμης και της επικράτησης δεν υπάρχει «τέλος»!

«Ατέλειωτοι είναι οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να ερμηνευτεί ο κόσμος• κάθε ερμηνεία είναι σύμπτωμα ανάπτυξης ή παρακμής.» [«Η Θέληση για Δύναμη»]

Perspectivism / Προοπτικισμός και σχετικότητα

Αλήθεια και θέληση για δύναμη

Έτσι λοιπόν η αλήθεια συνδέεται με τη «δύναμη», τονίζει ο Νίτσε. Κάποιες αλήθειες επικρατούν επειδή είναι ισχυρότερες από κάποιες άλλες. Όμως η αλήθεια δεν ταυτίζεται με τη δύναμη! Εκείνο που δίνει δύναμη σ’ ένα ορισμένο πλαίσιο, μπορεί να μετατραπεί στο αντίθετό του σ’ ένα άλλο. Εκείνο που είναι ωφέλιμο σε συγκεκριμένες συνθήκες, γίνεται βλαβερό σε άλλες. Εκείνο που δίνει δύναμη στους μεν, αποσπά δύναμη απ’ τους δε! Η δύναμη δεν κρίνει την «αλήθεια» λοιπόν – μπορεί όμως να ευνοήσει ορισμένες προοπτικές, ώστε να επικρατήσουν έναντι άλλων! Έτσι εξελίσσεται η ιστορία, έτσι αναπτύσσονται οι κυρίαρχες αντιλήψεις, οι θρησκείες και τα δόγματα!

«Η “ΘΕΛΗΣΗ ΓΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ” […] δεν είναι μια ηθική ισχύς, αλλά μια μορφή της θέλησης για δύναμη. Αυτό θα έπρεπε να αποδειχτεί δείχνοντας ότι χρησιμοποιεί όλα τα μη ηθικά μέσα.»

«Ολόκληρος ο μηχανισμός της γνώσης είναι ένας μηχανισμός αφαίρεσης και απλοποίησης – που δεν στρέφεται προς τη γνώση αλλά προς την απόκτηση κυριότητας των πραγμάτων.»

«Το κριτήριο της αλήθειας έγκειται στο δυνάμωμα του αισθήματος της δύναμης.» [«Η Θέληση για Δύναμη»]

«Η ιστορία είναι με το μέρος των νικητών», δεν λέμε; Ε, λοιπόν, για τον Νίτσε, ακόμα και η «αλήθεια» είναι με το μέρος των νικητών!

Δημιουργώντας προσωπικούς ήλιους

Να μπορείς να βλέπεις τις δικές σου αξίες μέσα στα πράγματα και να τις αναγνωρίζεις ως τέτοιες. Επίσης: να αναγνωρίζεις πως ένας κόσμος που εμπεριέχει ΜΙΑ μοναδική ματιά, ΜΙΑ έσχατη θέση, ΜΙΑ τελική αξία… είναι ένας κόσμος που χάνει το νόημά του! Για τον Νίτσε, η ομορφιά βρίσκεται στην ποικιλομορφία!

«Η ΕΝΙΚΟΤΗΤΑ (ο μονισμός) είναι ανάγκη της inertia [αδράνειας]• η πολλότητα των ερμηνειών είναι σημάδι ισχύος. Να μη θέλουμε να στερήσουμε τον κόσμο από τον προκαλούντα αναταραχή και αινιγματικό χαρακτήρα του!» [«Η Θέληση για Δύναμη»]

Κι εδώ επανερχόμαστε σε εκείνο που έλεγε ο Νίτσε στη «Χαρούμενη Επιστήμη»: «Δεν είμαι ερευνητής. Θέλω να δημιουργήσω έναν προσωπικό ήλιο για μένα.»

Η αλήθεια παραμένει “αλήθεια” για έναν άνθρωπο! Παραμένει ο ήλιος του, παραμένει οδηγός του! Χρειάζεται να υπενθυμίζουμε πως ο προοπτικισμός του Νίτσε δεν συνιστά ισοπέδωση κάθε αξίας στο όνομα μιας «σχετικότητας» κοινής για όλους! Η αλήθεια παραμένει ένας ήλιος… όμως δεν είναι ένας ήλιος κατ’ ανάγκη κοινός για όλους!

Ένας φιλοσοφικός/ρητορικός αντίλογος, που μοιάζει περισσότερο με παγίδα, θα μπορούσε να ισχυριστεί: «αφού όλα είναι θέμα προοπτικής, άρα και η ΔΙΚΗ ΣΟΥ θέση είναι μια προοπτική… ΑΡΑ η θέση σου δεν έχει αξία.» Όπως όμως τονίζει ο Αλέξανδρος Νεχαμάς, το ρητορικό αυτό επιχείρημα πέφτει στην παγίδα να προϋποθέτει πως η προοπτική είναι «μια προοπτική και τίποτα άλλο» – υπονοώντας πως θα μπορούσε να υπάρχει κάτι «περισσότερο και πιο αληθινό», μια «αληθινή αλήθεια», μια αλήθεια ΠΕΡΑ από προοπτικές και αξίες. Με άλλα λόγια, βασίζεται στον ίδιο μύθο της βεβαιότητας και της απόλυτης αντικειμενικής αλήθειας. Όμως ο Νίτσε καθιστά σαφές πως ο μύθος είναι αυτό ακριβώς: πως θα μπορούσε να υπάρξει μια αλήθεια “υπεράνω” όλων των άλλων, πέρα και έξω από οπτικές γωνίες.

Μια ακόμα παρερμηνεία συνιστά στο ότι θα μπορούσαμε να αμφισβητήσουμε τα ίδια τα γεγονότα. Χρειάζεται όμως να ξεκαθαρίσουμε εδώ πως το γεγονός παραμένει γεγονός. Εκείνο που διαφοροποιείται είναι η ερμηνεία του! Η κρίση που εκφέρεις γι’ αυτό! Δεν υπάρχουν «γεγονότα» που να μη φέρουν μέσα τους οπτικές γωνίες!

Ένα αντικείμενο πάνω στο τραπέζι είναι εκεί – παραμένει εκεί και δεν μπορώ να αμφιβάλλω για την ύπαρξή του. Όμως αλλιώς το βλέπω εγώ που στέκομαι απέναντί του, αλλιώς κάποιος που φοράει γυαλιά ηλίου, αλλιώς κάποιος που το παρατηρεί έξω απ’ το παράθυρο και αλλιώς το βλέπει η γάτα μου, ή το ζουζούνι που πεταρίζει στο δωμάτιο! Κάτι που γνώριζαν καλά οι κυβιστές ζωγράφοι, όταν αποπειράθηκαν να σπάσουν τη φόρμα των αντικειμένων σε πολλαπλές οπτικές γωνίες! [κι εδώ μπορείτε να μεταβείτε στο αφιέρωμά μου στην ιστορία του κυβισμού]

Αντίστοιχα θα μπορούσαμε να πούμε για ένα ιστορικό ή κοινωνικό γεγονός: η ελληνική επανάσταση ξέσπασε το 1821, δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό κάποιος. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε το 1914. Όμως οι ερμηνείες που μπορούμε να δώσουμε στα ιστορικά δεδομένα των καιρών… είναι ανεξάντλητες!

Το νόημα του προοπτικισμού του Νίτσε έγκειται όχι στο να καταργήσει την ιδέα της αλήθειας ή την αναζήτηση της γνώσης – μα να θραύσει τον δογματισμό και την κυριαρχία των απόλυτων συστημάτων σκέψης. Να δείξει «πως κι άλλοι κόσμοι είναι εφικτοί» – στη σκέψη, την αντίληψη, την ηθική, την πρακτική μας. Να δείξει, επίσης, πως δεν υπάρχει σύστημα σκέψης ανεπηρέαστο από τη θέληση και τις αξίες μας.

Και να τονίσει το εξής φοβερό: εκείνο που ήταν αναγκαίο και αληθινό για μας κάποτε – ίσως στο μέλλον να μας είναι αχρείαστο!

Κι έτσι γίνεται κατανοητό εκείνο που έγραψε για το «φίδι που αλλάζει το δέρμα του»!

 

Προοπτικισμός. Ένας κόσμος που εμπεριέχει πολλούς κόσμους!

Τί σημαίνει πως η ύπαρξη φέρει προοπτικό χαρακτήρα; Μήπως ότι «δεν έχει νόημα»; Ο Νίτσε είναι σαφής: Δεν χρειάζεται κάποιο «έσχατο νόημα» δοσμένο μια για πάντα! Με την πολυσημαντότητά της, η ύπαρξη μπορεί να φέρει μέσα της πολλαπλά νοήματα! Και ο κόσμος που έμοιαζε παγιωμένος σε στείρες αντιλήψεις και λέξεις που μοιάζουν με φυλακές… γίνεται άπειρος!

«ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΦΤΑΝΕΙ ο προοπτικός χαρακτήρας της ύπαρξης; Έχει η ύπαρξη άλλο χαρακτήρα εκτός από αυτόν; Μήπως δεν μετατρέπεται σε “α-νοησία” μία ύπαρξη δίχως ερμηνεία, δίχως “νόημα”; Μήπως, από την άλλη μεριά, κάθε ύπαρξη δεν είναι ουσιαστικά μία ερμηνεύουσα ύπαρξη;

Σε αυτά τα ερωτήματα δεν μπορεί να απαντήσει ακόμη και η πιο επίπονη και ευσυνείδητη ανάλυση. Γιατί, στην πορεία της ανάλυσης αυτής, η ανθρώπινη διάνοια, δεν μπορεί να αποφύγει να δει τον εαυτό της κάτω από τις προοπτικές τις μορφές και μόνο κάτω από αυτές. Δεν μπορούμε να κοιτάξουμε πέρα από τη γωνιά στην οποία βρισκόμαστε.

Είναι καταδικασμένη περιέργεια να θέλεις να μάθεις τι άλλα είδη διανοιών και προοπτικών θα μπορούσαν να υπάρχουν: Για παράδειγμα, αν κάποια όντα μπορούν να αισθάνονται τον χρόνο να κυλάει προς τα πίσω, ή άλλοτε προς τα μπρος και άλλοτε προς τα πίσω (πράγμα που θα συνεπαγόταν μία άλλη κατεύθυνση της ζωής και μία άλλη έννοια της αιτίας και του αποτελέσματος). Νομίζω όμως πως απέχουμε, σήμερα τουλάχιστον, από τη γελοία προπέτεια να θεσπίσουμε από τη γωνιά μας ότι θα ήταν έγκυρες μόνο οι προοπτικές από αυτή τη γωνιά. Αντίθετα, για μας ο κόσμος έχει ξαναγίνει “άπειρος”, στο βαθμό που δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τη δυνατότητά του να περικλείει άπειρες ερμηνείες.

Μας έπιασε πάλι η μεγάλη ανατριχίλα. Ποιος όμως θα έχω όρεξη να θεοποιήσει αμέσως, πάλι, με τον παλιό τρόπο, αυτό το τέρας ενός άγνωστου κόσμου; Και να το λατρέψει στο εξής αυτό το άγνωστο ως “τον άγνωστο θεό”; Αλίμονο, σε αυτό το άγνωστο περικλείονται πάρα πολλές μη θεϊκές δυνατότητες ερμηνείας, πάρα πολλή διαβολιά, ηλιθιότητα και μωρία της ερμηνείας – ακόμη και η ίδια μας η ανθρώπινη, υπερβολικά ανθρώπινη ερμηνεία, που τόσο καλά την ξέρουμε…» [«Η Χαρούμενη Επιστήμη»]

Caspar David Friedrich - Wanderer above the sea of fog

Όταν γίνεσαι ξανά παιδί

Στο εμβληματικό και συχνά αινιγματικό “Έτσι Μίλησε ο Ζαρατούστρα”, ο Νίτσε παρουσιάζει τρία στάδια της ανθρώπινης μεταμόρφωσης: την καμήλα, το λιοντάρι… και το παιδί.

Η καμήλα αντιστοιχεί στην πρώιμη φιλοσοφική σκέψη: όταν ο άνθρωπος κουβαλάει πάνω του τα βάρη της γνώσης, όταν τα συσσωρεύει, όταν τα αξιολογεί με βάση τα υπάρχοντα συστήματα σκέψης, όταν κρίνει τον κόσμο δίχως να αμφισβητεί τα θεμέλιά του. Μα τα βάρη του κόσμου είναι τέτοια, που κάποια στιγμή… μπορεί να λυγίσει.

Το λιοντάρι είναι το επόμενο στάδιο: εκείνο του καταστροφέα. Ο άνθρωπος που δείχνει τα δόντια του και αμφισβητεί όλα τα παραδεδομένα συστήματα, ο κατεδαφιστής βεβαιοτήτων. Το λιοντάρι βρυχάται και είναι ελεύθερο στην αμφισβήτησή του. Όμως αδυνατεί να δημιουργήσει νέους κόσμους. Η αμφισβήτηση παραμένει το έσχατο όριό του. Σαν ένας αιώνιος αναρχικός της σκέψης, έχοντας ως έσχατη και αρνητική κατάληξη τον μηδενισμό.

Όμως η καταστροφή δεν αποτελεί το τέλος – παρά μόνο την αρχή. Κι αυτό διότι στα ερείπια φυτρώνει ο σπόρος της δημιουργίας – και γεννιέται το παιδί! Και τί λέει το παιδί; “Θα δημιουργήσω έναν καινούργιο κόσμο! Έναν κόσμο με βάση τη φαντασία μου, τις αξίες μου, τη θέλησή μου!”

«ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ του ανθρώπου: αυτό σημαίνει να ξαναβρίσκει τη σοβαρότητα που είχε παιδί, όταν έπαιζε.» [Πέρα από το Καλό και το Κακό]

Κατά έναν ιδιόμορφο τρόπο, λοιπόν, ο Νίτσε συναντά εδώ εκείνο που είχε πει ο Μαρξ: «Σημασία δεν έχει να ερμηνεύσουμε τον κόσμο – μα να τον αλλάξουμε!» Ή όπως λέει ο Νίτσε:

«Ο ΜΗ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΣ άνθρωπος θέτει τον κόσμο ως ήδη διαθέσιμο, ψάχνει να βρει τρόπους και μέσα για να τον φτάσει. Η «θέληση για αλήθεια» – ως ανημποριά της θέλησης για δημιουργία.»

«Να μετατρέψουμε την πίστη “αυτό είναι έτσι και έτσι” στη θέληση “αυτό ΠΡΕΠΕΙ να γίνει έτσι και έτσι”.» [«Η Θέληση για Δύναμη»]

Δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια – και δεν χρειάζεται να υπάρχει! Η γνώση αυτής ακριβώς της πολλαπλότητας και της σχετικότητας μπορεί να γίνει πηγή της δύναμής μας.

«ΚΑΘΕ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ γίνεται από μια ορισμένη προοπτική: αυτή της διατήρησης του ατόμου, μιας κοινότητας, μιας ράτσας, ενός κράτους, μιας εκκλησίας, μιας πίστης, μιας κουλτούρας. – Επειδή ξεχνάμε ότι η αξιολόγηση είναι πάντα από μια προοπτική, ένας μεμονωμένος άνθρωπος βρίθει από αντιφατικές αξιολογήσεις και συνεπώς από αντιφατικές παρορμήσεις. Αυτή είναι η έκφραση της ασθένειας στον άνθρωπο, σε αντίθεση με τα ζώα στα οποία όλα τα υπάρχοντα ένστικτα επαρκούν πλήρως για εντελώς καθορισμένα καθήκοντα.

Αυτό το γεμάτο αντιφάσεις πλάσμα έχει όμως στη φύση του μια μεγάλη μέθοδο να αποκτά γνώση: αισθάνεται πολλά υπέρ και κατά, ανεβάζει τον εαυτό του στη δικαιοσύνη – στην κατανόηση πέρα από την εκτίμηση του καλού και του κακού.

Ο σοφότερος άνθρωπος θα ήταν ο πλουσιότερος σε αντιφάσεις, αυτός που έχει όργανα αφής για όλα τα είδη ανθρώπου.» [«Η Θέληση για Δύναμη»]

Η δύναμη να υπερασπίζουμε τη δική μας αλήθεια και γνώμη, πέρα απ’ τη δογματική προσήλωση να γίνεται αυτή η αλήθεια και γνώμη “κοινή για όλους”! Εδώ έγκειται η αληθινή πρόκληση. Τίποτα δεν χρειάζεται να είναι κοινό για όλους – το ίδιο και η αλήθεια. Να προχωράμε, έχοντας πίστη στις αξίες μας και στη δυνατότητα να δημιουργήσουμε νέες αξίες όταν ξεφτίσουν οι παλιές – γιατί τα πάντα υπόκεινται σε αλλαγή. Να προχωράμε… και να γνωρίζουμε πως ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος μεταξύ πολλών.

«ΟΛΟΙ ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ μέχρι τώρα αγαπούσαν τις αλήθειες τους. Σίγουρα όμως οι φιλόσοφοι του μέλλοντος δεν θα είναι δογματικοί. Θα ήταν κάτι ενάντιο προς την περηφάνια τους, και επίσης προς το γούστο τους, το να έπρεπε να ήταν η αλήθεια τους μία αλήθεια για τον καθένα, πράγμα που ήταν μέχρι τώρα η κρυφή επιθυμία όλων των δογματικών εγχειρημάτων. “Η κρίση μου είναι ΔΙΚΗ ΜΟΥ κρίση: Ένας άλλος δεν μπορεί να αποκτήσει εύκολα δικαίωμα σε αυτήν” – λέει ίσως ένας τέτοιος φιλόσοφος του μέλλοντος.

Πρέπει να αποβάλλουμε το κακό γούστο να θέλουμε να συμφωνούμε με πολλούς. Το “καλό” δεν είναι πια καλό όταν το πιάνει στο στόμα του ο γείτονας. Και πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ένα “κοινό καλό”! Η λέξη έρχεται σε αντίφαση με τον εαυτό της: ό,τι μπορεί να είναι κοινό, έχει πάντα λίγη αξία. [«Πέρα από το Καλό και το Κακό»]

Art by René Magritte

Εμπρός για νέους κόσμους!

«ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΠΩΣ επηρεάζεται κάθε άτομο από μία συνολική φιλοσοφική δικαίωση του τρόπου να ζει και να σκέφτεται: την αντιλαμβάνεται σαν ήλιο που λάμπει μονάχα γι’ αυτό και του χαρίζει ζεστασιά, ευλογίες και γονιμότητα. Το κάνει ανεξάρτητο από τον έπαινο και τη μομφή, αύταρκες, πλούσιο, σπάταλο από ευτυχία και καλή θέληση. Αδιάκοπα ανασχηματίζει το κακό σε καλό, κάνει όλες τις δυνάμεις να ανθίζουν και να ωριμάζουν και δεν επιτρέπει στα μικρά και μεγάλα αγριόχορτα της θλίψης και της αθυμίας να ξεμυτίσουν καθόλου.

Πώς θα ‘θελα να δημιουργηθούν πολλοί τέτοιοι καινούργιοι ήλιοι! Ακόμη και ο κακός, ακόμη και ο δυστυχισμένος, ακόμη και ο άνθρωπος που αποτελεί εξαίρεση – όλοι πρέπει να έχουν τη δική τους φιλοσοφία, το δικό τους δίκαιο, το δικό τους ηλιόφωτο! Αυτό που τους χρειάζεται δεν είναι ο οίκτος! Πρέπει να ξεμάθουμε αυτή την αλαζονική ιδέα, μόλο που η ανθρωπότητα ξόδεψε μέχρι τώρα πολύ χρόνο για να τη μάθει και να την εφαρμόσει στην πράξη. Αυτό που χρειάζονται οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι οι εξομολογητές, οι εξορκιστές των ψυχών και οι χορηγοί άφεσης αμαρτιών! Αυτό που χρειάζονται είναι μία καινούργια δικαιοσύνη! Και ένα καινούριο σύνθημα! Και καινούργιους φιλοσόφους! Η ηθική γη είναι κι αυτή στρογγυλή σαν την άλλη! Έχει κι αυτή τους αντίποδές της! Και οι αντίποδες έχουν δικαίωμα να υπάρχουν! Υπάρχει ακόμη ένας κόσμος που πρέπει να ανακαλυφθεί – και παραπάνω από ένας!

Στα πλοία, φιλόσοφοι!»

[«Η Χαρούμενη Επιστήμη»]

Παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι, 2022-23. Πέραν του εδώ Λαγουμιού μας, με βρίσκετε στη Φωλιά του Κουνελιού στο Facebook και στο #fonikokouneli στο Instagram.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Τα βιβλία του Φρίντριχ Νίτσε:

«Παράκαιροι Στοχασμοί» [Friedrich Nietzsche, “Unzeitgemässe Betrachtungen”, 1873]

«Ανθρώπινο, πάρα πολύ Ανθρώπινο» [Friedrich Nietzsche, “Menschliches, Allzumenschliches: Ein Buch für freie Geister” / “Human, All Too Human: A Book for Free Spirits”, 1878–80]

«Χαραυγή» [Friedrich Nietzsche, “Morgenröte – Gedanken über die moralischen Vorurteile” / “The Dawn of Day” or “Dawn” or “Daybreak”, 1881]

«Η Χαρούμενη Επιστήμη» («Η Χαρούμενη Γνώση») [Friedrich Nietzsche, “Die fröhliche Wissenschaft” / The Gay Science or The Joyful Wisdom, 1882]

«Πέρα από το Καλό και το Κακό» [Friedrich Nietzsche, “Jenseits von Gut und Böse: Vorspiel einer Philosophie der Zukunft”/ Beyond Good and Evil: Prelude to a Philosophy of the Future, 1886]

«Γενεαλογία της Ηθικής» [Friedrich Nietzsche, “Zur Genealogie der Moral: Eine Streitschrift” / “On the Genealogy of Morality: A Polemic”, 1887]

«Το Λυκόφως των Ειδώλων» [Friedrich Nietzsche, “Götzen–Dämmerung, oder, Wie man mit dem Hammer philosophiert” / “Twilight of the Idols, or, How to Philosophize with a Hammer”, 1888–89]

«Η Θέληση για Δύναμη» [Friedrich Nietzsche, “Der Wille zur Macht” / “The Will to Power” – Βιβλίο που προέρχεται από αδημοσίευτες σημειώσεις του Νίτσε, που συνέλεξαν οι Elisabeth Förster–Nietzsche και Peter Gast (Heinrich Köselitz), 1910]

Όλες οι μεταφράσεις είναι του Ζήση Σαρίκα, εκτός από τη «Χαρούμενη Επιστήμη», που είναι σε μετάφραση Λίλας Τρουλινου.

Martin Whatson - Behind the Curtain

Tags: , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *