Χιόνια στο Μαγικό Βουνό. Του Τόμας Μαν

Enter the rabbit's lair...

Χιόνια στο Μαγικό Βουνό... του Τόμας Μαν. Μια παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι

 

Ήταν ένα από τα πιο κρύα βράδια του χειμώνα, πριν λίγα χρόνια. Διάβαζα το «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν σε ένα σπίτι δίχως θέρμανση και με παράθυρο ανοιχτό ώστε να μπαινοβγαίνουν οι γάτες (δεν ήθελα να τις αφήσω έξω στο κρύο). Είχα κουκουλωθεί, θυμάμαι, με δυο κουβέρτες και κασκόλ τυλιγμένο μέχρι πάνω, γύριζα τις σελίδες του βιβλίου με δυσκολία (καθώς φορούσα γάντια και τα δάχτυλά μου έτσουζαν), ενώ ένας αχνιστός καφές μου προσέφερε μια σύντομη παρηγοριά, για όση ώρα παρέμενε ζεστός. Έξω ούρλιαζε ο άνεμος.

Και την είχα καταβρεί. Διάβαζα, βλέπετε, «Το Χιόνι». Πρόκειται για ένα πολύ συγκεκριμένο και πολύ μοναδικό κεφάλαιο από το «Μαγικό Βουνό». Είναι το μοναδικό σημείο του βιβλίου (ενός βιβλίου έκτασης πάνω από χίλιες σελίδες) όπου ο κεντρικός χαρακτήρας, Χανς Κάστορπ, αποφασίζει να βγει από το σανατόριο στο οποίο διαμένει – και να έρθει σε άμεση επαφή με τον βαρύ χειμώνα του βουνού. Ξεκινάει λοιπόν μια ορειβασία δίχως σκοπό και δίχως προορισμό. Ο λόγος; Κανένας απολύτως, πέραν εκείνης της βαθιάς ανθρώπινης λαχτάρας για επαφή με το Απόλυτο – μια λαχτάρα πολύ χαρακτηριστική του πνεύματος του γερμανικού ρομαντισμού, από το οποίο, φαίνεται, εμφορείται εδώ ο ήρωάς μας.

Το «Μαγικό Βουνό» είναι ένα πολύ σημαντικό βιβλίο – και ταυτόχρονα, ένα πολύ δύσπεπτο βιβλίο. Η πυκνή γραφή του Τόμας Μαν δυσχεραίνει την ανάγνωση και οι φιλοσοφικές διελκυστίνδες του έργου προσφέρονται για πολλαπλές εντρυφήσεις, ώστε να βγεις αλώβητος από τον πνευματικό τους λαβύρινθο – έναν λαβύρινθο που αντανακλά το πολυσύνθετο ευρωπαϊκό πνεύμα του Μεσοπολέμου. Είναι ένα βιβλίο που όσο ενδιαφέρον το βρήκα, άλλο τόσο με κούρασε.

Μα αυτό το συγκεκριμένο κεφάλαιο – αυτό το κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Το Χιόνι» – είναι πραγματικά το κάτι άλλο. Δεν έχω διαβάσει ποτέ άλλοτε κάτι που να αποδίδει με τόση πειστικότητα την αίσθηση του Απόλυτου Χειμώνα. Ένας οδοιπόρος με ένα μπαστούνι καταμεσής του «ολόλευκου Τίποτα». «Το μπαμπακένιο χάος», όπως το περιγράφει ο Μαν. «Αυτό, δεν ήταν πια πέσιμο χιονιού, ήταν ένα χάος από λευκό σκοτάδι, κάτι τερατώδες, παράξενη υπερβολή μιας περιοχής έξω από τη ζώνη του μέτρου.»

Πράγμα παράξενο, μα είναι το μοναδικό σημείο σε αυτό το ογκώδες έργο που εμφανίζεται το ίδιο το «Βουνό» του τίτλου – και μάλιστα σε ρόλο πρωταγωνιστή.

Και όταν, κάποια στιγμή, ο Χανς Κάστορπ πιάνει στα χέρια του και ερευνά μια απλή νιφάδα, η κρυσταλλένια συμμετρία της προκαλεί δέος – και τρόμο: «Υπήρχε απόλυτη συμμετρία και παγερή κανονικότητα και αυτό ακριβώς ήταν το ανησυχαστικό, το αντιοργανικό και το εχθρικό προς τη ζωή. Ήταν υπερβολικά κανονικά, ενώ η οργανική σύσταση δεν ήταν ποτέ σε αυτό το βαθμό, — η ζωή απόκρουε μία ακρίβεια τόσο μεγάλη, κρίνοντάς την θανάσιμη, ήταν αυτό τούτο το μυστικό του θανάτου, και ο Χανς Κάστορπ πίστευε, ότι καταλάβαινε για ποιο λόγο οι κατασκευαστές ναών της αρχαιότητας είχαν, επίτηδες και κρυφά προβλέψει ορισμένες παραβάσεις στη συμμετρία της διάταξης των κιονοστοιχιών τους.»

Εκείνο, λοιπόν, το βράδυ, όταν έτρεμα από το κρύο και γύριζα με δυσκολία τις σελίδες του βιβλίου, είχα σκεφτεί: «ένα μέρος από αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου πρέπει να το μοιραστώ μια μέρα στο Κουνέλι – μια μέρα που θα ταιριάζουν οι συνθήκες».

Ε, λοιπόν, αυτή η μέρα ήρθε. Στη συνέχεια της παρουσίασης μοιράζομαι εκτενή αποσπάσματα από το καταπληκτικό αυτό κεφάλαιο – τα οποία και προσφέρονται για βραδινή, ήσυχη ανάγνωση, με ένα ζεστό (πολύ ζεστό) ρόφημα στο χέρι. Δεν χρειάζεται γνώση του βιβλίου για να διαβάσεις τα αποσπάσματα, όσα περιέγραψα αρκούν. Και αν έχει θέρμανση το σπίτι… χαλάλι.

Όσο αφορά τις φωτογραφίες; Είναι όλες δικές μου, όλες σημερινές. Δεν υπάρχει Μαγικό Βουνό εδώ – μα ένα άλσος στα προάστια της Αθήνας. Μοιάζει όμως λες και έχεις μεταβεί σε μια άλλη πραγματικότητα. Αυτή είναι η σπάνια δύναμη του χιονισμένου τοπίου. Τόσο χιονισμένο, που μοιάζει σχεδόν ξένο, σχεδόν εξωπραγματικό.

Και η παγερή σιωπή αυτού του τοπίου – μια σιωπή που μοιάζει να δονείται από μουσικές παρηχήσεις κρυστάλλων – μοιάζει με ανάσα θεών.

Χιόνια στην Αθήνα, Φλεβάρης 21. Από το Φονικό Κουνέλι. Μέρος μιας παρουσίασης για το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν

Χιόνια στην Αθήνα, Φλεβάρης 21. Από το Φονικό Κουνέλι. Μέρος μιας παρουσίασης για το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν

Αποσπάσματα από το «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν

Το μπαμπακένιο χάος

«Κι εξακολουθούσε να χιονίζει, πάνω στους σωριασμένους όγκους του πεσμένου κιόλας χιονιού, κάθε μέρα, όλη μέρα, σιωπηλά και με μέτριο κρύο, δέκα, δεκαπέντε βαθμούς κάτω από το μηδέν, που δε σας τρυπούσε ως το μεδούλι,— το νιώθατε ελάχιστα, σαν να ήτανε ούτε πέντε, ούτε δυο καν, βαθμούς, κρύο, κι αυτό γιατί δε φυσούσε κι εξαιτίας της ξηρασίας του αέρα. Το πρωί έκανε πολλή σκοτεινιά. Προγευμάτιζαν, με το τεχνητό φως των σεληνόμορφων πολύφωτων, στην αίθουσα με τους εύθυμα χρωματισμένους θόλους. Έξω ήταν το σκυθρωπό Τίποτα, ο κόσμος, βυθισμένος σε λευκότεφρο μπαμπάκι, που πιεζόταν επάνω στα τζάμια, σαν πακεταρισμένο μέσα στην άχνη των χιονιών και στην καταχνιά.

Το βουνό αόρατο• το πολύ-πολύ να διακρινότανε από καιρό σε καιρό κάτι από τα πιο κοντινά έλατα: ένα κάτι που ορθωνόταν εκεί φορτωμένο χιόνι και χανότανε γρήγορα μέσα στην πύκνια της αχλής, και, πότε – πότε, ένα πεύκο, που ξεφορτωνόταν από το υπερβολικό βάρος του, σκορπίζοντας στο τεφρό της ομίχλης, ένα λευκό σκόνισμα. Κατά τις δέκα η ώρα έκανε την εμφάνισή του ο ήλιος, σαν ένας καπνός αδύναμα φωτισμένος, πάνω από το βουνό του, για να φέρει μια χλομή φασματική ζωή, μια ωχρή αντανάκλαση του αισθητού κόσμου στο Τίποτα του δυσκολογνώριστου τοπίου.

Μα όλα μένανε διαλυμένα σε μία φασματική χλομάδα και αγριότητα, απαλλαγμένα από κάθε γραμμή, που το μάτι θα μπορούσε να ακολουθήσει με βεβαιότητα. Το διάγραμμα των κορυφών χανόταν, ομιχλιαζόταν, ανελυότανε σε καπνό. Οι πελιδνά φωτισμένες επιφάνειες του χιονιού, που η μία διαδεχόταν, πίσω και πάνω, την άλλη, κλιμακωτά, οδηγούσαν το βλέμμα στο άμορφο. Και τότε, κυμάτιζε ένα φωτισμένο σύννεφο, καπνόμορφο, μακρουλό, χωρίς ν’ αλλάζει το σχήμα του, μπροστά σ’ έναν τοίχο από βράχια. […]

Η θέα του κόσμου ήταν παραμυθένια, παιδαριώδης και κωμική. Τα πυκνά μαξιλαράκια, τα νιφαδωτά, τα σαν φρεσκοχτυπημένα, που ακουμπούσανε στα κλαδιά των δέντρων, οι καμπούρες του εδάφους, που κάτω τους κρύβονταν ερπικά δέντρα ή αγκωνάρια, η ανακούρκουδη, βουλιαγμένη και κωμικά μεταλλαγμένη θέα του τοπίου, δημιουργούσε έναν κόσμο ξωτικών, γελοίο στην όψη και βγαλμένο από κανένα βιβλίο παραμυθιών για νεράιδες. Μ’ αν η κοντινή σκηνή, όπου κινιότανε δύσκολα κανείς, έπαιρνε μια όψη φανταστική κι αλλόκοτη, το πιο μακρινό βάθος, η κλιμακωτή αρχιτεκτονική των χιονισμένων Άλπεων, ξυπνούσε εντυπώσεις μεγαλείου και ιερότητας.

Το απόγευμα, από τις δυο ως τις τέσσερις, ο Χανς Κάστορπ βρισκόταν πλαγιασμένος στο μπαλκόνι και […] κοίταζε, πάνω από το χιονοκαπιτοναρισμένο κάγκελο, το δάσος και το βουνό. […] Το βλέμμα, καθώς κινιότανε μέσα σ’ ένα μπαμπακένιο Τίποτα, έρεπε εύκολα προς τον ύπνο. Ένα ρίγος συνόδευε τη νύστα τούτη, μα ύστερα δεν υπήρχε γνησιότερος ύπνος από κείνο τον ύπνο μέσα στο παγερό κρύο, που καμιά ασύνειδη αίσθηση του βάρους της οργανικής ζωής δεν τάραζε την ανονειρευτότητά του, γιατί η εισπνοή του αραιού αέρα, του ασύστατου και δίχως μυρουδιά, δε βάραινε περισσότερο τον οργανισμό, απ’ όσο βάραινε η έλλειψη εισπνοής έναν πεθαμένο.

Όταν τον ξυπνούσαν, το βουνό είχε κιόλας ολότελα χαθεί μέσα στην καταχνιά του χιονιού, απ’ όπου δε φαινότανε πια, παρά από καιρό σε καιρό και για ελάχιστα λεπτά, κάμποσες λεπτομέρειές του μονάχα, μια κορυφή, καμιά μύτη βράχου, για να τυλιχτούν, αμέσως σχεδόν ξανά, μέσα στα λευκά πέπλα της άχνης. […]

Καμιά φορά, ξαπολύονταν χιονοθύελλες, που εμπόδιζαν ολότελα το ξάπλωμα στον εξώστη, γιατί το στροβιλιστό χιόνι πλημμύριζε και το μπαλκόνι ακόμα, σκεπάζοντας τα πάντα, και το πάτωμα και τα έπιπλα, μ’ ένα πυκνό στρώμα. […] Αυτό, δεν ήταν πια πέσιμο χιονιού, ήταν ένα χάος από λευκό σκοτάδι, κάτι τερατώδες, παράξενη υπερβολή μιας περιοχής έξω από τη ζώνη του μέτρου και όπου μόνο ο σπίνος του χιονιού, που έκανε κατά σμήνη ολόκληρα, ξαφνικά την εμφάνισή του, μπορούσε να προσανατολιστεί.

Αυτό, δεν ήταν πια πέσιμο χιονιού, ήταν ένα χάος από λευκό σκοτάδι, κάτι τερατώδες, παράξενη υπερβολή μιας περιοχής έξω από τη ζώνη του μέτρου

Μα ο Χανς Κάστορπ αγαπούσε αυτή τη ζωή στα χιόνια. Εύρισκε πως συγγένευε, από πολλές απόψεις, με τη ζωή στις θαλασσινές ακτές: η πανάρχαιη μονοτονία του τοπίου ήταν κοινή και στις δυο αυτές σφαίρες. Το χιόνι, αυτή η βαθιά, νιφαδωτή κι άσπιλη σκόνη του χιονιού, έπαιζε εδώ πάνω τον ίδιο εντελώς ρόλο που έπαιζε, εκεί κάτω, η άμμος, με την κιτρινωπή ασπρίλα. Το ίδιο καθαρή ήταν η επαφή με τα δυο. Από τα παπούτσια σου κι από τα ρούχα σου μπορούσες να τινάξεις τη λευκή και κρύα τούτη σκόνη, όπως εκεί κάτω, τη σκόνη της πέτρας και του κοχυλιού του βυθού της θάλασσας, χωρίς ν’ αφήσει ίχνη απάνω σου. Και το περπάτημα μέσα στο χιόνι ήταν το ίδιο κουραστικό, όπως ένας περίπατος στην αμμουδιά, όταν τουλάχιστον, η φλόγα του ήλιου είχε λιώσει την επιφάνειά του κι η νύχτα αναλάβαινε το κρουστάλιασμά του. Τότε βάδιζες πιο ελαφρά και πιο ευχάριστα, όσο και στην ισοπεδωμένη άμμο, τη στέρεη, τη ραντισμένη από νερό κι ελαστική, στην παρυφή της θάλασσας.»

Χιόνια στην Αθήνα, Φλεβάρης 21. Από το Φονικό Κουνέλι. Μέρος μιας παρουσίασης για το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν

Χιονισμένο δάσος, Αθήνα Φλεβάρης 21 / Snowy winter forest, Athens 21. Από το Φονικό Κουνέλι

Πέρα από τον πολιτισμό

«Αλλ’ αυτή τη χρονιά έπεσε πάρα πολύ χιόνι, σε τέτοιους όγκους, που περιόριζαν για όλους, εκτός από τους χιονοδρόμους, τις δυνατότητες να κινούνται στον ανοιχτό αέρα. Τα χιονάροτρα δούλευαν αδιάκοπα. […]

Απ’ αυτούς τους περίπατους ο Χανς Κάστορπ ήτανε πια ως το λαιμό, τους είχε παραβαρεθεί. Δεν είχε παρά δυο επιθυμίες: η πιο δυνατή ήταν να είναι μόνος με τις σκέψεις του και τις ονειροπολήσεις του, επιθυμία που ο εξώστης του, στο μπαλκόνι, θα του είχε, ίσως, αν και κάπως επιπόλαια, επιτρέψει να την πραγματοποιήσει. Όσο για την άλλη, συνδεότανε με την πρώτη: ήταν η ανάγκη που ένιωθε να ‘ρθει σε πιο στενή και πιο ελεύθερη επαφή με το ερημωμένο, εξ αιτίας του χιονιού, βουνό για το οποίο είχε αρχίσει να αισθάνεται συμπάθεια, — κι η επιθυμία αυτή δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί όσο καιρό θα ‘τανε ένας πεζός άοπλος και δίχως φτερά. Γιατί θα βρισκόταν αμέσως βουλιαγμένος, ως το στήθος, μέσα σ’ εκείνη τη λευκότητα, αν δοκίμαζε να προχωρήσει πιο πέρα από τα συνηθισμένα μονοπάτια, τα σκαλισμένα με φτυάρια, και που από την αρχή, είχε γνωρίσει, κιόλας, παντού, το τέρμα τους.

Ο Χανς Κάστορπ, αποφάσισε μια μέρα, λοιπόν, ν’ αγοράσει χιονοπέδιλα, για το δεύτερο χειμώνα, που περνούσε εδώ πάνω, και να μάθει να τα χρησιμοποιεί, ως το σημείο τουλάχιστον, που απαιτούσε η πραγματική ανάγκη που ένιωθε. […]

Ήταν όμορφα στο χειμωνιάτικο βουνό, — όχι όμορφα με έναν τρόπο γλυκό και ευχάριστο, παρά έτσι, όπως είναι όμορφα στην άγρια ερημιά της Βορινής Θάλασσας, όταν φυσά δυνατός πουνέντες, — χωρίς πάταγο από βροντές, μάλιστα, μα σε νεκρική σιγή, που ξυπνούσε συναισθήματα ολωσδιόλου συγγενικά με το δέος.

Ο Χανς Κάστορπ χαιρότανε με την κατάκτησή του. Τον τριγύριζε με την επιθυμημένη μοναξιά, με την πιο βαθιά μοναξιά που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, με μία μοναξιά που γιόμιζε την καρδιά με αισθήματα απομάκρυνσης από τους ανθρώπους και με κριτική διάθεση. Εκεί πάνω, είχε λόγου χάρη, από τη μια του μεριά, ένα λαιμό με έλατα, μες στην καταχνιά του χιονιού, και από την άλλη, μια ανηφορική πλαγιά, όλο βράχια, με φοβερούς, κυκλώπειους, θολωτούς και καμπουρωτούς όγκους χιονιού, που σχημάτιζαν σπηλιές και σκούφιες…

Η σιωπή, όταν σταματούσε για να μην ακούει το θόρυβο, που έκανε ο ίδιος, ήταν απόλυτη και τέλεια, μια μπαμπακένια απουσία ήχων, άγνωστη, που δεν την είχες συναντήσει ποτέ και που δεν υπήρχε πουθενά αλλού. Καμιά πνοή δεν πασπάτευε τα δέντρα, ούτε μια φωνή πουλιού. Ήταν η αιώνια σιγή, η σιγή της αρχής του κόσμου, εκείνη η σιωπή που ακροαζόταν ο Χανς Κάστορπ, όταν στεκόταν όρθιος μ’ αυτό τον τρόπο, ακουμπισμένος στο μπαστούνι του, με το κεφάλι γερμένο στον ώμο και με το στόμα ανοιχτό. Κι απαλά, απαλά, αδιάκοπα, το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει, να πέφτει ήσυχα, χωρίς θόρυβο.

Η σιωπή, όταν σταματούσε για να μην ακούει το θόρυβο, που έκανε ο ίδιος, ήταν απόλυτη και τέλεια, μια μπαμπακένια απουσία ήχων, άγνωστη, που δεν την είχες συναντήσει ποτέ και που δεν υπήρχε πουθενά αλλού.

Όχι, τούτος δω ο κόσμος, με αυτή την ανεξιχνίαστη σιωπή του, δεν είχε τίποτα το φιλόξενο. Ανεχόταν τον επισκέπτη του, που ερχότανε με τόση αποκοτιά και κίνδυνο της ζωής του, μα δεν τον υποδεχότανε, — γενικά, υπόμενε την παρείσδυσή του και την παρουσία του, μ’ έναν τρόπο ελάχιστα καθησυχαστικό, χωρίς ν’ αποκρίνεται σε τίποτα, κι έδινε την εντύπωση του βουβού, απειλητικού στοιχείου, όχι καν της εχθρότητας, παρά μιας δολοφονικής αδιαφορίας, που ανάβρυζε από μέσα του. Το παιδί του πολιτισμού, μακρινό και ξένο, από καταγωγή, προς την άγρια φύση, είναι πιο ευαίσθητο μπροστά στο μεγαλείο της, απ’ όσο ο τραχύς γιος της, που έπρεπε ν’ αναμετράται μαζί της από τα παιδικάτα του, έχοντας μαζί της μια οικειότητα χυδαία, ήρεμη, δίχως υποψία έξαρσης. Ο τελευταίος αυτός δεν είχε ιδέα καν από το θρησκευτικό δέος, με το οποίο, ο άλλος, ζαρώνοντας τα φρύδια του, αντιμετωπίζει τη φύση, — ένα δέος που επιδρά σ’ όλες τις ιδιαίτερες σχέσεις του μαζί της και διατηρεί, αδιάκοπα, στην ψυχή του ένα είδος θρησκευτικής ταραχής και μια ανήσυχη συγκίνηση.

Ο Χανς Κάστορπ, μες στην καμηλό ζακέτα του, με τα μακριά μανίκια, τις μαλακές περικνημίδες του και τα πολυτελή χιονοπέδιλά του, αισθανόταν ότι ήταν εξαιρετικά ριψοκίνδυνο το ν’ ακροάζεται έτσι, αυτή την αιώνια σιωπή της άγριας φύσης και σιωπηλά δολοφονική του χειμώνα, και το αίσθημα της ανακούφισης που δοκίμαζε, όταν κατά την επιστροφή του, παρουσιάζονταν, μέσα από την πεπλοφορεμένη ατμόσφαιρα, οι πρώτες ανθρώπινες κατοικίες, τον έκανε ν’ αποχτά συνείδηση της προηγούμενης πνευματικής του κατάστασης και τον πληροφορούσε πως, για πολλές ώρες, ένας μυστικός και ιερός τρόμος είχε βασιλέψει στην ψυχή του.»

Χιονισμένο δάσος, Αθήνα Φλεβάρης 21 / Snowy winter forest, Athens 21. Από το Φονικό Κουνέλι

Χιονισμένο παγκάκι σε άλσος στα προάστια της Αθήνας, Φλεβάρης 21, από το Φονικό Κουνέλι

Χιονισμένο δάσος, Αθήνα Φλεβάρης 21 / Snowy winter forest, Athens 21. Από το Φονικό Κουνέλι

Χιονισμένο δάσος, Αθήνα Φλεβάρης 21 / Snowy winter forest, Athens 21. Από το Φονικό Κουνέλι

Η μοναξιά του οδοιπόρου στο χιόνι

«Με τις γάμπες χιονισμένες, σκαρφάλωνε, ακουμπώντας στα μπαστούνια του, κάποιο κατάλευκο ύψωμα, που οι σεντονόμορφες εκτάσεις του ανέβαιναν, ταρατσωτά, όλο και πιο ψηλά, οδηγώντας δεν ξέρει κανείς που• φαινότανε, πως δεν οδηγούσαν πουθενά. Το πιο πάνω μέρος τους χανότανε μέσα στον ουρανό, που ήταν το ίδιο λευκός κι ομιχλώδης, όπως αυτά, και που δεν ήξερε κανείς από που άρχιζε. Καμιά κορυφή, καμιά κορυφογραμμή δεν ήταν ορατή, ήταν προς το καταχνιασμένο Τίποτα που προχωρούσε ο Χανς Κάστορπ, και καθώς πίσω του, επίσης, ο κόσμος, η κατοικημένη από ανθρώπους κοιλάδα, δεν αργούσε ν’ αποκλειστεί από το βλέμμα του, καθώς κανένας ήχος δεν έφτανε πια από κει κάτω, η μοναξιά του, η απομόνωσή του, γινόταν, πριν το σκεφτεί καν, τόσο βαθιές, όσο θα μπορούσε να το έχει επιθυμήσει — βαθιές ως τον τρόμο, που είναι η προϋπόθεση του θάρρους.

Καμιά κορυφή, καμιά κορυφογραμμή δεν ήταν ορατή, ήταν προς το καταχνιασμένο Τίποτα που προχωρούσε ο Χανς Κάστορπ

Σταμάτησε και στράφηκε γύρω του. Παντού, πουθενά ένα γύρο του, δεν έβλεπε τίποτα πια, εκτός από μερικές μικροσκοπικές νιφάδες, που από τη λευκότητα του ύψους, έπεφταν στη λευκότητα του εδάφους κι η σιωπή, γύρω, παντού, ήταν μεγαλειώδης και απαθής. Ενώ το βλέμμα του συναντούσε παντού το κατάλευκο κενό, που τον τύφλωνε, αισθάνθηκε την καρδιά του να χτυπά, αναστατωμένη από την ανάβαση, — αυτόν τον μυώνα της καρδιάς, που είχε μισοδεί, μ’ ένα εγκληματικό ίσως, θράσος, τη ζωώδη μορφή του και το μηχανισμό του, ανάμεσα στις τριζοβολιστές αστραπές του ακτινοσκοπικού εργαστηρίου. Και τον έπιασε ένα είδος συγκίνησης, μία απλοϊκή και ευλαβική συμπάθεια, για την καρδιά του, την ανθρώπινη καρδιά που χτυπά, τόσο μόνη εδώ πάνω, σ’ αυτό το παγωμένο κενό, με το πρόβλημα και το αίνιγμά της. […]

Δεξιά του, σε κάποια απόσταση, το δάσος χανόταν μέσα στην ομίχλη. Στράφηκε προς αυτή την κατεύθυνση, για να έχει ένα γήινο στόχο μπροστά του κι όχι ένα λευκό ανηφόρισμα, και ξαφνικά γλίστρησε, χωρίς να ‘χει δει ότι ερχόταν ένα κατηφόρισμα του εδάφους. Η εκτυφλωτική μονοτονία τον εμπόδισε ν’ αναγνωρίσει τη μορφή του εδάφους. Δεν έβλεπε τίποτα. Όλα σβήνονταν κάτω από τα μάτια του. Εμπόδια ολωσδιόλου απρόβλεπτα παρουσιάζονταν. Εγκαταλείφτηκε στην πλαγιά του βουνού, χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει, με το βλέμμα, το βαθμό της κλίσης της. […]

Από τη μια μεριά, πίσω και κάτω του, είδε το δάσος των ελατιών, κατευθύνθηκε προς τα κει κι έφτασε, μ’ ένα γρήγορο κατέβασμα, στα φορτωμένα χιόνι έλατα, που διαταγμένα γωνιακά, προχωρούσαν σαν εμπροσθοφυλακή του δάσους, και χάνονταν πιο χαμηλά, μέσα στην ομίχλη, στην ελεύθερη έκταση. Σταμάτησε κάτω από τα κλαδιά τους, να ξαποστάσει, ανάβοντας ένα τσιγάρο, με την ψυχή πάντα λίγο σφιγμένη, σ’ ένταση και σ’ αγωνία, από τη βαθύτατη σιωπή κι από τη ριψοκίνδυνη εκείνη μοναξιά, μα περήφανος, που τις είχε κατακτήσει, με το θάρρος του, έχοντας συνείδηση των δικαιωμάτων, που του έδινε η αξιοσύνη του απάνω σ’ αυτό το τοπίο.»

Χιονισμένο δάσος, Αθήνα Φλεβάρης 21 / Snowy winter forest, Athens 21. Από το Φονικό Κουνέλι

Χιονισμένο δάσος, Αθήνα Φλεβάρης 21 / Snowy winter forest, Athens 21. Από το Φονικό Κουνέλι

Απόλυτη συμμετρία

«Ήταν απόγευμα, κατά τις τρεις. Είχε μπει στο δρόμο, αμέσως μετά το φαγητό, αποφασισμένος να χάσει ένα μέρος από τη μεγάλη κούρα ανάπαυσης και το δείπνο και με την πρόθεση να έχει γυρίσει πίσω, πριν από το πέσιμο της νύχτας. Ένιωθε ψυχωμένος στη σκέψη, ότι είχε ακόμη μπροστά του πολλές ώρες, για να τριγυρίζει, ελεύθερα, ανάμεσα σ’ αυτά τα μεγαλειώδη μέρη. Είχε λίγη σοκολάτα στις τσέπες της φόρμας του κι ένα μικρό μπουκάλι πορτό. […]

Μόλις που μπορούσε να διακρίνει που βρισκόταν ο ήλιος, τόσο η ομίχλη ήταν πυκνή γύρω του. Προς τα πίσω, από τη μεριά της κοιλάδας, τα σύννεφα που έρχονταν από τη γωνιά των βουνών, που δεν φαίνονταν πια, σκοτείνιαζαν, η ομίχλη πύκνωνε όλο και πιο πολύ χαμηλά. Έμοιαζε με χιόνι, φαινόταν πως έπρεπε να περιμένει κανείς πιο πολύ χιόνι, για ν’ ανταποκριθεί σε κάποια επείγουσα ανάγκη, — πως έπρεπε να περιμένει μια αληθινή χιονοθύελλα. Και, πραγματικά, οι μικρές σιωπηλές νιφάδες έπεφταν κιόλας άφθονες.

Ο Χανς Κάστορπ προχώρησε, για να μαζέψει κάμποσες πάνω στο μανίκι του και να τις κοιτάξει, με το εξασκημένο μάτι του ερασιτέχνη φυσιοδίφη. […] Αυτή η αλαφριά και νιφαδωτή λευκή σκόνη, που οι όγκοι της βάραιναν το δάσος και σκέπαζαν την έκταση, που, πάνωθέ της τον έφερναν τα ξύλινα χιονοπέδιλά του, ήταν πραγματικά, πολύ διαφορετική από την άμμο της θάλασσας του τόπου του, που του είχε θυμίσει. Ήταν γνωστό, αλήθεια, πως δεν ήταν πέτρινοι κόκκοι αυτοί που την συνθέτανε τούτη τη σκόνη, μα εκατομμύρια ψιχάλες νερού, συγκεντρωμένες σ’ ένα ομοιόμορφο και κρυσταλλικό πλήθος, ψιχάλες ανόργανης σύστασης, απ’ όπου αναπηδούσε το ζωικό πλάσμα, το σώμα των φυτών και του ανθρώπου — κι ανάμεσα σ’ αυτά τα εκατομμύρια μαγικά αστέρια, μες στην ιερή, αδιαπέραστη λαμπρότητά τους, την αόρατη και καθόλου προορισμένη για το ανθρώπινο μάτι, δεν υπήρχε ούτε ένα που να μοιάζει με άλλο. Ήταν άπειρη η εφευρετική φλόγα στη μεταμόρφωση και στην αβρή εξέλιξη ενός μόνο και του αυτού βασικού θέματος, — το εξάγωνο με πλευρές και μ’ ίσες γωνιές ήταν αυτό που κυριαρχούσε, πρώτα απ’ όλα.

Αλλά, στα ίδια αυτά, σε καθένα από τα τρία αυτά δείγματα, υπήρχε απόλυτη συμμετρία και παγερή κανονικότητα και αυτό ακριβώς ήταν το ανησυχαστικό, το αντιοργανικό και το εχθρικό προς τη ζωή. Ήταν υπερβολικά κανονικά, ενώ η οργανική σύσταση δεν ήταν ποτέ σε αυτό το βαθμό, — η ζωή απόκρουε μία ακρίβεια τόσο μεγάλη, κρίνοντάς την θανάσιμη, ήταν αυτό τούτο το μυστικό του θανάτου, και ο Χανς Κάστορπ πίστευε, ότι καταλάβαινε για ποιο λόγο οι κατασκευαστές ναών της αρχαιότητας είχαν, επίτηδες και κρυφά προβλέψει ορισμένες παραβάσεις στη συμμετρία της διάταξης των κιονοστοιχιών τους.

Αλλά, στα ίδια αυτά, σε καθένα από τα τρία αυτά δείγματα, υπήρχε απόλυτη συμμετρία και παγερή κανονικότητα και αυτό ακριβώς ήταν το ανησυχαστικό, το αντιοργανικό και το εχθρικό προς τη ζωή.

Χρησιμοποίησε τα μπαστούνια του για την εκκίνηση, γλίστρησε με τα χιονοπέδιλά του, και κατηφόρισε κατά μήκος της παρυφής του δάσους, πάνω στο πυκνό στρώμα του χιονιού της βουνοπλαγιάς, προς την ομίχλη. Αφέθηκε να τον παρασέρνει η ίδια του η ταχύτητα και η κλίση του εδάφους, ανεβοκατεβαίνοντας, σαν καράβι, πάντα, σε τρικυμισμένη θάλασσα, κι εξακολουθούσε να περιπλανιέται, χωρίς σκοπό και δίχως βιάση, μέσα από τη νεκρή έκταση, που με τις κυματιστές επιφάνειές της, με την ξερή βλάστησή της, που την αποτελούσανε μεγάλες κηλίδες από έλατα, με τον ορίζοντά της, που τον ορίζανε απαλά υψώματα του εδάφους, έμοιαζε τόσο παράξενα με τοπίο απέραντης αμμούδας.

Αποχτούσε με ικανοποίηση, συνείδηση της φτερωτής ανεξαρτησίας του, της ελεύθερης περιπλάνησής του. Μπροστά του δεν υπήρχε κανένας δρόμος, που να ήταν υποχρεωμένος να τον ακολουθήσει, δεν υπήρχε ούτε πίσω του, για να τον ξαναοδηγήσει εκεί, απ’ όπου είχε ‘ρθει. Στην αρχή, υπήρχανε στύλοι, παλούκια, χωρομετρικοί πάσσαλοι, φυτεμένοι στο χιόνι, μα ο Χανς Κάστορπ δεν άργησε ν’ απολυτρωθεί, σκόπιμα, από την κηδεμονία τους, γιατί όλ’ αυτά, του θύμιζαν τον άνθρωπο με το κόρνο, και του φαίνονταν ν’ ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες σχέσεις του με τη μεγάλη, την άγρια μοναξιά του χειμώνα.»

Χιόνια στα προάστια της Αθήνας, χιόνια και στο Μαγικό Βουνό. Από το Φονικό Κουνέλι

Χιόνια στα προάστια της Αθήνας, χιόνια και στο Μαγικό Βουνό. Από το Φονικό Κουνέλι

Χιόνια στα προάστια της Αθήνας, χιόνια και στο Μαγικό Βουνό. Από το Φονικό Κουνέλι

Χιονισμένο δάσος, Αθήνα Φλεβάρης 21 / Snowy winter forest, Athens 21. Από το Φονικό Κουνέλι

Χιονισμένο δάσος, Αθήνα Φλεβάρης 21 / Snowy winter forest, Athens 21. Από το Φονικό Κουνέλι

Χιόνια στα προάστια της Αθήνας, χιόνια και στο Μαγικό Βουνό. Από το Φονικό Κουνέλι

Μες στη χιονοθύελλα

«Μόλις είχε αρχίσει να ξαναπαίρνει την ανηφόρα, όταν, — όπως ακριβώς μπορούσε να προβλέψει κανείς, — ξέσπασε η χιονοθύελλα και το πέσιμο του χιονιού, για καλά. […]

Μπα, μπα! σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, και στάθηκε, όταν το πρώτο φύσημα του ανέμου πέρασε μέσα από τους πυκνούς στρόβιλους του χιονιού και τον έφτασε. Τι αέρας είναι αυτός! Σε περουνιάζει ως το μεδούλι! […]

Μ’ αυτό πια δεν ήτανε καθόλου διασκέδαση, γιατί δεν μπορούσες να δεις τίποτα, εξαιτίας του χορού των νιφάδων, που χωρίς να φαίνεται το πέσιμό τους, γιόμιζαν όλο το χώρο με το πυκνό πλήθος των στροβιλισμάτων τους. Τα παγερά κύματα που τρυπούσανε αυτούς τους στροβίλους, έκαναν τ’ αυτιά να καίνε με δυνατό πόνο, παραλυούσανε τα μέλη και μαργώνανε τα χέρια, έτσι που δεν ήξερε πια κανείς αν κρατούσε ακόμη τ’ οπλισμένο μπαστούνι του ή όχι. Το χιόνι τρύπωνε, από πίσω, κάτω από το γιακά του, έλιωνε κατά μήκος της πλάτης του, καθότανε πάνω στους ώμους του και σκέπαζε το δεξί του πλευρό. Του φάνηκε, πως θα καρφωνόταν εκεί, σαν κανένας χιονάνθρωπος, κρατώντας στο χέρι το αλύγιστο μπαστούνι του. Η κατάστασή του ήταν ανυπόφορη παρά τους σχετικά ευνοϊκούς όρους: λίγο μόνο αν στρεφότανε θα ήταν πολύ χειρότερα. Κι ωστόσο, ο δρόμος της επιστροφής φαινόταν σαν μια δύσκολη δουλειά, που το καλύτερο θα ήταν να τη βάλει αμέσως μπροστά, χωρίς καμιά αργοπορία. […]

Του φάνηκε, πως θα καρφωνόταν εκεί, σαν κανένας χιονάνθρωπος, κρατώντας στο χέρι το αλύγιστο μπαστούνι του.

Οι νιφάδες πετούσανε σε μεγάλες ποσότητες στο πρόσωπό του κι εκεί λιώνανε, έτσι που το δέρμα του πάγωνε. Πετούσανε μέσα στο στόμα του, όπου έλιωναν, με μια αδύνατη νερένια γεύση, πετούσανε πάνω στα βλέφαρά του, που έκλειναν σπασμωδικά, νότιζαν τα μάτια του και του κόβανε την όραση, που άλλωστε, δεν θα του χρησίμευε και σε τίποτα, γιατί τώρα το πεδίο ήταν σκεπασμένο με ένα πολύ πυκνό παραπέτασμα και όλη εκείνη η εκτυφλωτική λευκότητα παραλυούσε, οπωσδήποτε, την αίσθηση της όρασης. Το βλέμμα του έπεφτε μέσα στο κατάλευκο και στροφιλιζόμενο Τίποτα, κάθε φορά που έκανε κάποια προσπάθεια να κοιτάξει. Από καιρό σε καιρό μονάχα κάτι φαντάσματα: ένας θάμνος από κοντακιανά βελονόδεντρα, η ακαθόριστη σιλουέτα του αχυρώνα, που είχε περάσει δίπλα του. […]

Η επιθυμία κι ο πειρασμός, να ξαπλωθεί και να ξεκουραστεί πάνω στο χιόνι, πολιορκούσανε το πνεύμα του με τούτη δω τη μορφή: έλεγε μέσα του, πως ήταν το ίδιο και τώρα, όπως σε μια αμμοθύελλα στην έρημο, που οι Άραβες έπεφταν με το πρόσωπό τους χαμηλωμένο στη γη και τραβώντας τα μπουρνούζια τους πάνω από τα κεφάλια τους. Μόνο το γεγονός, ότι δεν είχε τραβήξει μια καμηλό ζακέτα ως πάνω από το κεφάλι του, του φαινόταν η πιο αξιόλογη αντιλογία σ’ ένα τέτοιο φέρσιμο, μ’ όλο που δεν ήταν πια παιδί και που, από πολλές διηγήσεις, ήξερε μ’ αρκετή ακρίβεια, το πως μπορεί να πεθάνει κανείς από την παγωνιά.

Ύστερα από μια εκκίνηση, με μέτρια ταχύτητα, σε μια μάλλον ομαλή επιφάνεια, άρχισε ν’ ανεβαίνει πάλι, κι η πλαγιά ήτανε αρκετά απότομη. […] Να ‘τανε το φύσημα του ανέμου που τον έκανε να καμπουριάζει ή μήπως αυτή η απότομη πλαγιά, η λευκά και μαλακά πεπλοφορεμένη, από τη σουρουπώνουσα χιονοθύελλα, ασκούσε ένα είδος μαγνητικής έλξης το σώμα του; Δεν θα ‘χε κανείς παρά να υποκύψει σε τούτη την έλξη, να εγκαταλειφθεί και ο πειρασμός ήταν μεγάλος, — τόσο μεγάλος, επικίνδυνος, τυπικός, όσο τον παρουσίαζαν και τα βιβλία. Μα η επίγνωση αυτή δεν αφαιρούσε τίποτα, ωστόσο, από την ζωντανή και παρούσα της δύναμη. Η έλξη αυτή ισχυριζόταν ότι είχε ατομικά δικαιώματα, δεν ήθελε ν’ αφήσει να την τοποθετήσουν ανάμεσα στα γενικά δεδομένα της εμπειρίας, δεν ήθελε να το παραδεχτεί, δήλωνε πως ήταν μοναδική κι ασύγκριτη στην επίμονή της. […]

Μα ο Χανς Κάστορπ φέρθηκε γενναία κι αντιστάθηκε να υποκύψει στον πειρασμό. Δεν έβλεπε τίποτα, αγωνιζόταν και προχωρούσε. […] Κι όταν, για ν’ αλλάξει, κατέβηκε πάλι μια πλαγιά, αντιμετωπίζοντας, άλλωστε, για μια ακόμη φορά τον άνεμο, διάκρινε μπροστά του, σε κάμποση απόσταση, να κυματίζει ελεύθερα, σαρωμένος, κατά κάποιο τρόπο, από τους ακαθόριστους πέπλους της χιονοθύελλας, ο ίσκιος μιας ανθρώπινης κατοικίας.

Ευπρόσδεκτο, ανακουφιστικό θέαμα! Είχε μοχθήσει γενναία, παρ’ όλα τα εμπόδια, ίσαμε να ξαναντικρίσει ανθρώπινες κατασκευές, που τον προειδοποιούσαν, πως η κατοικημένη κοιλάδα θα ήταν εκεί κοντά. Μπορεί και να βρίσκονταν άνθρωποι εκεί μέσα, ίσως να μπορούσε κανείς να πάει κοντά τους και να περιμένει ίσαμε να σταματήσει η καταιγίδα, και σε περίπτωση ανάγκης να προμηθευτεί ένα σύντροφο ή έναν οδηγό, αν η φυσική σκοτεινιά έπεφτε στο μεταξύ. Βάδισε προς αυτό το σχεδόν χιμαιρικό Κάτι, που συχνά – πυκνά, χανότανε μες στο σκοτείνιασμα της θύελλας. Χρειάστηκε ακόμη να κάμει μια εξαντλητική ανάβαση, ενάντια στον άνεμο, για να φτάσει κι όταν έφτασε εκεί, πείστηκε μ’ αισθήματα ανταρσίας, έκπληξης, φρίκης και ιλίγγου, πως η ανθρώπινη εκείνη κατοικία δεν ήταν παρά το γνωστότατο ξύλινο σπιτάκι, ο αχυρώνας, με τη φορτωμένη, από κομμάτια βράχων στέγη, όπου είχε φτάσει ύστερα από κάθε είδος ανεγυρίσματα και σπατάλη τόσων γενναίων προσπαθειών.

Αει, στο διάβολο! Βαριές βρισιές κύλησαν από τα μαργωμένα αλύγιστα χείλη του Χανς Κάστορπ, που δεν άφηναν τους χειλόφωνους ήχους. Για να προσανατολιστεί, έκανε μια βόλτα γύρω από την καλύβα, με τη βοήθεια του μπαστουνιού του, και διαπίστωσε, πως είχε ανεβεί ως εκεί από το πίσω μέρος και πως, επομένως, επί μια ολόκληρη ώρα, — σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, — είχε παραδοθεί στην πιο γνήσια και πιο άχρηστη ανοησία. Μα έτσι ήτανε τα πράγματα, έτσι το γράφαν όλα τα βιβλία. Γύριζες κυκλικά, ξεθεωνόσουν από την κούραση και φανταζόσουν ότι προχωρείς, ενώ, στην πραγματικότητα, δεν διέγραψες παρά μερικούς κύκλους, που σε ξανάφερναν στο σημείο απ’ όπου είχες ξεκινήσει, όπως ακριβώς και η απατηλή πορεία της χρονιάς. Να πως παραπλανιόταν κάνεις, να πως δεν έφτανες σπίτι σου ποτέ.

Ο Χανς Κάστορπ αναγνώρισε το γνωστό φαινόμενο, με κάποια ικανοποίηση, αν και με φρίκη, και χτύπησε τα μεριά του από θυμό και κατάπληξη, γιατί το Γενικό είχε αναπαραχθεί, με τόση ακρίβεια, στην ιδιαίτερη, ατομική και τωρινή περίπτωσή του.»

Γύριζες κυκλικά, ξεθεωνόσουν από την κούραση και φανταζόσουν ότι προχωρείς, ενώ, στην πραγματικότητα, δεν διέγραψες παρά μερικούς κύκλους

Χιόνια στα προάστια της Αθήνας, χιόνια και στο Μαγικό Βουνό. Από το Φονικό Κουνέλι / Snowy scene in Athens, february 21

Χιονισμένο τοπίο σε άλσος στα προάστια της Αθήνας, Φλεβάρης 21, από το Φονικό Κουνέλι

Το Ρολόι

«Το έρημο αγροτόσπιτο ήταν απροσπέλαστο, η πόρτα ήταν κλεισμένη, δεν μπορούσες να μπεις μέσα από πουθενά. Ο Χανς Κάστορπ αποφάσισε, ωστόσο, να μείνει εκεί, για την ώρα, γιατί ο γύρος της στέγης έδινε κάπως την αυταπάτη του καταφύγιου, κι η ίδια η στέγη, από τη μεριά που ήτανε στραμμένη κατά το βουνό, κι όπου είχε καταφύγει ο Χανς Κάστορπ, πρόσφερε, πραγματικά, κάποια προστασία, από τη χιονοθύελλα. […]

«Στην ανάγκη, θα μπορούσα να μείνω έτσι κι όλη τη νύχτα», είπε μέσα του. «Φτάνει μόνο ν’ αλλάζω πόδι, από καιρό σε καιρό, σαν να πλαγιάζω, να πούμε, από τ’ άλλο πλευρό, και φυσικά που θα κινιέμαι λίγο, στο μεταξύ, πράμα απαραίτητο, άλλωστε. Ας είμαι και μαργωμένος εξωτερικά, έχω όσο να ναι, μαζέψει αρκετή εσωτερική θερμότητα, με την κίνηση που έκανα, ανεβαίνοντας κι η εκδρομή μου δε στάθηκε, λοιπόν, ολωσδιόλου άχρηστη, μ’ όλο που χάθηκα και που το μόνο που κατάφερα ήταν να κάνω έναν κύκλο γύρω από την καλύβα…

«Χάθηκα»… Τι έκφραση είναι αυτή που χρησιμοποίησα, λοιπόν; Δε χρειαζόταν καθόλου, δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό που μου συνέβηκε, τη χρησιμοποίησα εντελώς αφηρημένα, γιατί ακόμη δεν καθάρισε το κεφάλι μου. Κι ωστόσο, από μια άποψη, η λέξη είναι σωστή… Είναι ευτύχημα, που μπορώ και αντέχω ακόμη, γιατί αυτή η θύελλα, – αυτή η χιονοθύελλα, αυτή η χαοτική, από τους χιονοστρόβιλους, θύελλα, μπορεί να κρατήσει, μια χαρά, ίσαμε αύριο το πρωί, μα κι αν δεν κρατήσει, παρά ίσαμε να πέσει η νύχτα, πάλι το πράμα θα ναι αρκετά σοβαρό, γιατί τη νύχτα, ο κίνδυνος να χαθεί κανείς είναι το ίδιο μεγάλος, όσο και μέσα στη χιονοθύελλα… Θα ‘πρεπε να ‘χε, μάλιστα, νυχτώσει κιόλας, θα ναι στις έξι περίπου, — τόσο καιρό μου φαίνεται ότι έχασα στριφογυρίζοντας στο ίδιο μέρος. Τι ώρα να ναι, άραγε;

Και κοίταξε το ρολόι του, μ’ όλο που με τ’ αλύγιστα και νεκρά δάχτυλά του δεν του ήταν καθόλου εύκολο να το ξεθάψει από τα ρούχα του — το χρυσό ρολόι του, με το καπάκι και με το μονόγραμμά του, που έκανε τικ-τακ ζωντανό και πιστό στο καθήκον του, εδώ, σ’ αυτή την ερημωμένη μοναξιά, μοιάζοντας με την καρδιά του σ’ αυτό, με την ανθρώπινη καρδιά, συγκινητική, στην οργανική ζεστασιά της κάμαράς του.»

Υστερόγραφο: Χιονάνθρωπος με μάσκα, Φλεβάρης 21

Για κλείσιμο, μια φωτογραφία που δεν τράβηξα ο ίδιος, μα μια καλή αναγνώστρια. Μου την έδειξε, μου άρεσε, τη ζήτησα. Για να μην ξεχνάμε πως το παρόν αφιέρωμα δημοσιεύτηκε τον Φλεβάρη του 21. Ευχαριστώ, Λίνα.

Τα αποσπάσματα από «Το Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν [Thomas Mann, “Der Zauberberg”]. Πρώτη έκδοση, 1924. Μετάφραση: Άρης Δικταίος. Παρουσίαση και φωτογραφίες: Το Φονικό Κουνέλι, Φλεβάρης 21.

Χιονάνθρωπος με μάσκα στην Αθήνα, Φλεβάρης 21 / Snowman wearing mask in Athens

Tags: , , , , , , , , , , , , , ,

6 Responses

  1. D. says:

    είναι ενας ταξιδευτής ο Χανς Κάτορπ…

  2. Dimitris says:

    ‘Η μοναξια του οδοιπορου στο χιονι’… Σαν πινακας του Friedrich αυτη η εσωτερικοτητα…. Αυτο μου εφερε στο νου το συγκεκριμενο κεφαλαιο… Υπεροχε αναρτηση Κουνελε☺☺☺

    • Να ‘σαι καλά, Δημήτρη! Ξέρεις τι; Τον ίδιο πίνακα του Friedrich σκέφτηκα κι εγώ, παραθέτοντας αυτά τα αποσπάσματα και γράφοντας εκείνο το σημείο περί “γερμανικού ρομαντισμού”. Δεν είναι τυχαίο!

  3. Που μας ταξίδεψες αλήθεια αγαπητέ φίλε. Που! Και με τι εικόνες!
    Όπως πάντα συγκλονιστικά τα θέματά σου. Την καλησπέρα μου.

    • Ευτυχώς που χιόνισε, Γιάννη, και είχαμε την ευκαιρία να “ταξιδέψουμε” κοντά στο σπίτι μας – και την ευκαιρία να το μοιραστώ. Τόσο επέτρεπαν οι συνθήκες… το αποτέλεσμα, πάντως, μοιάζει σχεδόν εξωπραγματικό!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *