Μυρτιώτισσα… Ποιήματα Βέλη (ο στόχος είσαι εσύ)

Enter the rabbit's lair...

Μυρτιώτισσα... Πέντε ποιήματα βέλη (με στόχο την καρδιά σου). Παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι

Τ’ όνομά της ήταν Θεώνη Δρακοπούλου – μα η γενιά της έμαθε να την αποκαλεί Μυρτιώτισσα. Η γενιά των απαρχών του εικοστού αιώνα, ως τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Πρώτα συγκίνησε τα πλήθη που είχαν την τύχη να τη δουν να ερμηνεύει στη θεατρική σκηνή την Οφηλία και τη Δυσδαιμόνα του Σαίξπηρ. Και έπειτα ήρθαν οι στίχοι της… στίχοι που προσέλκυσαν με τον αρχέγονο μαγνητισμό τους τους ποιητές της εποχής – με πρώτο και σημαντικότερο τον Κωστή Παλαμά, που προλόγισε τα έργα της. Έφεραν μια αισθησιακή, ζωώδη δύναμη, ασυνήθιστη για μια Ελληνίδα των καιρών.

Τα ποιήματα της Μυρτιώτισσας μοιάζουν με βέλη… και ο στόχος είσαι εσύ. Συγκεκριμένα: η καρδιά σου. Στην περίπτωσή μου έπιασαν κέντρο – και το αποτέλεσμα είναι η αποψινή παρουσίαση. Ακολουθούν πέντε από τα ομορφότερα ποιήματα της Μυρτιώτισσας.

Newsletter: Στο εξής, φίλοι μπορείτε να λαμβάνετε ενημερώσεις για τις νεότερες δημοσιεύσεις του Κουνελιού απευθείας στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σας. Συμπληρώνετε το email σας στο πλαίσιο που βρίσκεται στη δεξιά στήλη και πατάτε «εγγραφή». Αν βρίσκεστε σε κινητό, η στήλη βρίσκεται στο κάτω μέρος, κάνετε scroll down και θα τη δείτε – είναι εκεί και σας περιμένει.

Voluptas

Ελάτε, ο κόσμος όλος είμ’ εγώ
Μες απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου
Απ’ τη ματιά, κι από τα δάχτυλά μου
Της ηδονής πετιέται το στοιχειό
Ελάτε, ο κόσμος όλος είμ’ εγώ…

Με ρόδα ευωδιασμένο έχω το στρώμα
Κι απάνω του – μεθυστικό πιοτό –
Χυμένο το αλαβάστρινό μου σώμα.

Όμως Αγάπη μη γυρεύετε από μένα,
Δε θα με δήτε εμπρός σας να λυγίσω,
Και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα.

Μέσα μου άγριες νοιώθω επιθυμίες,
Και τις ερωτευμένες σας καρδιές
Πώς θάθελα να μπόρεια να μασήσω
Μες τα λευκά μου δόντια τα γερά
Σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά
Και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!

Δάκρυα δε θέλω, δε ζητώ
Παρά φωτιά για τη φωτιά μου
Τα σαρκικά φιλιά μου
Στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί.

Ώ! τι με νοιάζει τότες κι αν κοπεί
Το νήμα από της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
Αφού θα νοιώθω πως θα σκορπιστεί
Από Ηδονή το είναι μου σε στάχτη!

Βάλε να πιω!

Βάλε να πιώ!
δε βλέπεις, ξένε, πώς διψώ;
Τί να μου κάνει εμέ το κατοστάρι;
Ο διάβολος, σου λέω, να με πάρει ολόκληρο
βαρέλι αν δε ρουφήξω!
…Τί ψευτοκαμωμένο ανθρωπάκι…
Θάσαι από τζάκι, ως φαίνεται, μεγάλο!
Χλωμός, λιανός, με τόσο ένα χεράκι…
και τί λαιμός! μπορούσα να σε πνίξω,
χωρίς να το ‘παιρνε κανείς χαμπάρι.
Γελάς; κέρνα μ’ ακόμα, κέρνα κι άλλο
και μην κυττάς με μάτι λιγωμένο!
Ε! νάξερες πώς σε μισώ, διαβάτη,
πούρθες στο σπίτι αυτό τ’ άτιμασμένο
για νάμπεις μές στο ξένο μου κρεβάτι!..
Ξένο δεν είν’ αυτό δικό μου·
βρίσκεται κείνο πέρα στο χωριό μου,
στο τίμιο καθαρό μου σπιτικό,
που ζούσα μια φορά κι έναν καιρό…
Εδώ βρωμιά και μούχλα … Τί σε νοιάζει;
Καθένας τα δικά του να κοιτάζει!
Γειά σου! βασιλικά κερνάς, μα ωστόσο
τίποτα γω δεν έχω να σου δώσω…
Πάλι γελάς, γενιά καταραμένη!
Μη τάχα με περνάς για μεθυσμένη;
Μα ως βλέπεις κουβεντιάζω λογικά…
Να φύγω από δώ μέσα πια είν’ αργά…
……………………………………….

Στο δάσος

Σαν μέσ’ απ’ άυλο ποτιστήρι
κάτω απ’ το δέντρο που έχω γείρει
των αρωμάτων ρέει το σμάρι,
φλισκούνι, ρίγανη, θυμάρι!
Ό,τι έχει ο θεός ξέγνοιαστο πλάσει
γύρω απ’ το δάσο έχει κουρνιάσει,
πουλιά στα δέντρα, αρνιά στις στάνες,
και στα τσαντήρια οι ατσιγγάνες.
Θροούν τα πεύκα, αχούν οι γρύλλοι,
ξυπνούν στη μνήμη μου όλοι οι θρύλοι.
Νάρχονταν λέει και να με κάνει
ο δράκος, λεύκα είτε πλατάνι,
μια ρίζα νάμαι εδώ στο χώμα,
και μήτε μάτια, μήτε στόμα!
Το αίμα αυτό που τρέχει εντός μου
και που με καίει σά νάν’ οχτρός μου,
νάρχονταν λέει ξωθιές πηλάλα,
να μου το πιουν στάλα τη στάλα,
και να χυθεί η ψυχή καθάρια
σαν τα νερά, σαν τα χορτάρια!
…Στα μυριοκέντητα κιλίμια
του δάσου, εγώμαι η μόνη ασκήμια,
και κάτι νόθο, κάτι ξένο
μες στο βασίλειο το παρθένο…

Ό,τι για μένα έχει απομείνει

Ό,τι για μένα έχει απομείνει
μες στου σπιτιού μας την ερμιά,
είν’ ένα κάτασπρο γατάκι
και της σομπίτσας μου η φωτιά.

Όλο σκεπάζω, κλειώ τι πόρτες,
Τα τζάμια γύρω, όσο μπορώ,
μα πάντα νοιώθω κάποιο αγέρι
να με κυκλώνει παγερό.

Από της μάνας μου την άδεια
την κάμαρα μη φτάνει αυτό;
μη βγαίνει απ’ τη σιωπή τριγύρω;
μην απ’ τον ίδιο μου εαυτό;
…………………………….

Σκοτείνιασε, και στο ταβάνι
μου υφαίνει η σόμπα μαγικά
ένα χρυσότρεμο στεφάνι
από λουλούδια εξωτικά.

Σ’ αγαπώ

Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ
τίποτ’ άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό
πιο μεγάλο.

Μπρος στα πόδια σου εδώ
με λαχτάρα σκορπώ
τον πολύφυλλο ανθό
της ζωής μου.

Ώ μελίσσι μου, πιές
απ’ αυτόν τις γλυκές
τις αγνές ευωδιές
της ψυχής μου.

Τα δυο χέρια μου, να!
στα προσφέρνω δετά
για να γύρεις γλυκά
το κεφάλι.

Κι η καρδιά μου σκιρτά
κι όλη ζήλεια ζητά
να σου γίνει ως αυτά
προσκεφάλι!

Και για στρώμα, καλέ,
πάρε όλην εμέ,
σβήσ’ τη φλόγα σ’ εμέ
της φωτιάς σου.

Ενώ δίπλα σου εγώ
τη ζωή θα γροικώ
να κυλά στο ρυθμό
της καρδιάς σου.

Σ’ αγαπώ, τι μπορώ,
ακριβέ, να σου πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο.

Η ποιήτρια Μυρτιώτισσα, τον καιρό που ερμήνευε έργα του Σαίξπηρ στο θέατρο...

Tags: , , , ,

2 Responses

  1. Υποκλίνομαι με δέος μπροστά σε μια τέτοια γυναίκα, σε μια τέτοια πνευματική μορφή. Η παρουσία της, το πέρασμά της, οι ιδέες, τα ποιήματά της. Ένα ανεξίτηλο κόσμημα στο διάβα του ελληνικού πνεύματος.
    Καλησπέρα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *