Η ιστορία του Tom Waits… μέρος 3: Σκυλιά της Βροχής

Enter the rabbit's lair...

Η ιστορία του Tom Waits. Ένα μυθιστορηματικό αφιέρωμα για τον Τομ Γουέιτς από το Φονικό Κουνέλι / Tom Waits story, part 3

 

Τέλος δεκαετίας 70. Μεταβατική περίοδος. Τα ερωτηματικά είχαν επιστρέψει – και σκόρπιζαν σαν παγερή βροχή. Το τοπίο είχε θολώσει και ο ορίζοντας θαβόταν στην ομίχλη. Και μια κακή σκιά τον ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε.

Η προοπτική μιας ακόμα περιοδείας προκαλούσε δυσφορία στον Waits. «Να βγεις πάλι στον δρόμο για οχτώ μήνες, να στέκεσαι κάτω από μια λάμπα και να υποδύεσαι τον μεθύστακα της πόλης… Ε, είναι περιοριστικό, πώς να το κάνουμε», έλεγε. Το αδιάκοπο πηγαινέλα των περιοδειών είχε αποτινάξει κάθε ρομαντισμό – ήταν πια εφιάλτης. «Τα ίδια μπαρ, με την απαίσια ύδρευση, τους τερμίτες και τα σκουπίδια ολόγυρα στο πάτωμα.» Αυτή είναι η ζωή ενός μουσικού, λοιπόν; Έτσι θα πάει στο εξής;

Το αλκοόλ τον περίμενε στη γωνιά, σαν άλλος Μεφιστοφελής, πρόθυμος να ξεπληρώσει ανείπωτες δεσμεύσεις μ’ ένα τίμημα. Τον καταπονούσε, τον εξαντλούσε σωματικά, ενώ χρειαζόταν να διατηρείται υγιής για να τα βγάζει πέρα με το επίμοχθο πρόγραμμα των συναυλιών. Το πρόβλημα ήταν βαθύτερο όμως. Η εξάρτηση από το αλκοόλ δεν ήταν μόνο οργανική: η ίδια η εικόνα του, ως καλλιτέχνη, η εικόνα που είχαν σχηματίσει οι φίλοι της μουσικής του, έφερε τη σφραγίδα του ποτού. Είναι ο Tom Waits, σωστά; O κύριος «Το Πιάνο Πίνει, όχι Εγώ». Το ποτό είναι μέρος του εξοπλισμού του, μέρος της εικόνας του! Μια εικόνα που έμοιαζε ν’ ανήκει περισσότερο στο κοινό του, παρά στον ίδιο.

Tom Waits drinking and smoking

Έμοιαζε με μυθιστορηματικό χαρακτήρα: από εκείνους που εγκαταλείπουν τον συγγραφέα και ανήκουν στο κοινό τους. Πώς μπορεί ο συγγραφέας να τους επανεντάξει, να τους κάνει ξανά δικούς του; Πως μπορείς να επαναπροσδιορίσεις μια ταυτότητα που δεν ανήκει πια μόνο σε σένα;

Και το ερώτημα επανερχόταν. Το ίδιο ερώτημα που θέτουμε όλοι, μπαίνοντας στην εφηβεία μας – και συχνά μας ακολουθεί μια ζωή, μέχρι να το θάψουμε κάτω από έναν κυκεώνα υποχρεώσεων και κοινωνικών συμβάσεων. Το ίδιο ερώτημα που έθετε ο Waits όταν ήταν μικρός και διάβαζε τους αγαπημένους του συγγραφείς.

Το ερώτημα: ποιος είμαι τελικά;

Αυτό, λοιπόν, είναι το τρίτο μέρος του μεγάλου μας μυθιστορηματικού αφιερώματος στον Τομ Γουέιτς. Για όσους τα έχασαν, μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο και το δεύτερο μέρος εδώ:

Η Ιστορία του Τομ Γουέιτς, μέρος 1

Η Ιστορία του Τομ Γουέιτς, μέρος 2

Tom Waits singing / Τομ Γουέιτς

Δαμάζοντας τους Δαίμονες

Όσο περνούσε ο καιρός, ο Waits ένιωθε αυξανόμενη δυσφορία για τη δισκογραφική εταιρεία του. Η Electra-Asylum αντιμετώπιζε τον Waits περισσότερο σαν μια «αξιοπερίεργη εξαίρεση», ένα είδος «ιδιόμορφου καλλιτέχνη», θα λέγαμε, συγκριτικά με την κύρια ομάδα των συγκροτημάτων της – στην οποία ανήκαν οι Eagles και οι Queen. Ο Waits ήταν ο «εκλεκτικός», εκείνος που θα απευθυνόταν σε «λίγους και καλούς». Η προβολή και η προώθηση που του έκανε ήταν αντίστοιχη. Ο Waits ένιωθε πως άξιζε κάτι καλύτερο. «Με προβληματίζει που δουλεύω τόσο σκληρά για κάτι και κανείς δεν το ακούει στο τέλος.»

Όταν βιώνεις κρίση ταυτότητας, μια ερωτική σχέση μπορεί να κάνει δύο πράγματα: μπορεί να σε βοηθήσει να ορθοποδήσεις… ή μπορεί να σε ρίξει βαθύτερα στον βούρκο. Δυστυχώς για τον Waits η πραγματικότητα έτεινε στο δεύτερο.

Η σχέση του με την Rickie Lee Jones είχε αποτάξει το ρομαντικό της περίβλημα – εκείνο των “ανυπότακτων ερωτευμένων”, με το οποίο είχαν χτίσει τον αρχικό τους μύθο. «Την αγαπώ τρελά με τον τρόπο μου, αλλά με φοβίζει μέχρι θανάτου», είχε πει ο Waits. «Είναι πολύ μεγαλύτερη από μένα σε θέματα σοφίας του δρόμου. Κάποιες φορές μοιάζει αρχαία σαν την άμμο, άλλες όμως φαίνεται σαν ένα μικρό κορίτσι.»

Το βαθύτερο πρόβλημα έγκειτο στο εξής: o Waits είχε ανάγκη από μια δυνατή γυναίκα και η Rickie Lee υπέφερε από τις προσωπικές αδυναμίες της. Για την ίδια την Rickie Lee, o Waits έμοιαζε περισσότερο με κολόνα, πάνω στην οποία μπορούσε να στηρίξει την ανασφάλειά της. Αισθανόταν πως είχε την αυτοπεποίθηση που έλειπε από την ίδια.

Tom Waits and Rickie Lee Jones, late 70's

Ο πρώτος δίσκος της είχε σημειώσει ιδιαίτερη επιτυχία – κατορθώνοντας μάλιστα να διεισδύσει στα αμερικανικά chart, κάτι που δεν είχε καταφέρει ποτέ ο Waits. Κι όμως: υπάρχουν άνθρωποι που η επιτυχία τους τρομάζει. Όσο η Rickie Lee κέρδιζε σε φήμη, όσο έβγαινε στα ανοιχτά της θάλασσας της μουσικής βιομηχανίας, τόσο το σκάφος της παραδινόταν στους ανέμους. Δεν ήξερε πώς να χειριστεί το αυξανόμενο ενδιαφέρον απέναντι στην ίδια. Δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει το βάρος της φήμης της. Έτσι λοιπόν αντλούσε υποκατάστατα στα ναρκωτικά – και η σχέση της με τον Waits βρισκόταν πια στο γέρμα της.

Ο Waits, με τη σειρά του, αγωνιζόταν με τους προσωπικούς του δαίμονες. «Προσπαθώ να σταματήσω το ποτό – μα κάθε φορά που το κάνω αγχώνομαι τόσο, που χρειάζεται να πιω.» Αν μη τι άλλο, δεν έχανε το χιούμορ του.

Η σχέση του με την Rickie Lee και οι αναδυόμενες εξαρτήσεις της τελευταίας, η ζωή του δρόμου, οι επαφές τους με τον κόσμο της νύχτας… έτρεφαν όλα βαθύτατους κινδύνους. Εκείνη η καταχωνιασμένη πλευρά της μεσοαστικής ανατροφής του έμοιαζε να εξεγείρεται απέναντι σε μια ζωή που φλέρταρε διαρκώς με τα άκρα. Η πλευρά της μητέρας του. «Βρέθηκα σε μέρη, από τα οποία ούτε που πιστεύω πώς μπόρεσα να βγω έξω ζωντανός… Άνθρωποι με όπλα. Άνθρωποι με πληγές από όπλα. Άνθρωποι βαθιά εξαρτημένοι από ναρκωτικά. Άνθρωποι που κουβαλούσαν όπλα όπου και αν πήγαιναν… Αν ζεις με τέτοιο τρόπο, καταλήγεις να προσελκύεις τις πιο ποταπές συντροφιές.»

Έπρεπε να μπει ένα τέλος – για το καλό και των δυο τους. Κι έτσι χώρισαν.

Τα επόμενα λίγα χρόνια υπήρξαν δύσκολα για την Rickie Lee, όπως δύσκολη υπήρξε η απεξάρτησή της από τις ουσίες. Τελικά έμελλε να βγει απ’ το αδιέξοδο και ν’ ακολουθήσει τον δρόμο της – αφήνοντας πίσω τη δική της μικρή κατάθεση. Στον δίσκο της “Pirates” του 1981, τραγούδια όπως το “We Belong Together” και “A Lucky Guy” είναι σαφές, για όποιον γνωρίζει, πως αναφέρονται στον Waits και στη σχέση της μαζί του.

Όσο αφορά τον ίδιο τον Waits… αναφέρεται, άραγε, σε κάποιο απ’ τα τραγούδια του, σ’ εκείνη;

Θα δούμε την απάντηση πιο κάτω.

Rickie Lee James

Μεταβάσεις

Η δεκαετία του 80 μπήκε όχι με πυροτεχνήματα, μα με αναστεναγμούς. Η πραγματικότητα έμοιαζε βαριά κι ασήκωτη. Μια πλευρά του επιθυμούσε να κλειστεί στον εαυτό του, να απομακρυνθεί από τα πάντα. Οι σχέσεις με τις γυναίκες τον είχαν απογοητεύσει. «Δοκίμασα όλα τα είδη, και κανένα δεν πιάνει», είχε πει αστειευόμενος σε μία συνέντευξη. Τα περιοδικά, τέτοια για τα οποία τραγουδούσε πριν μερικά χρόνια (“Better Off Without A Wife”) κατέληγαν να είναι η συχνότερη και ασφαλέστερη διέξοδος.

Στο βάθος της σκέψης του όμως δέσποζε η επιθυμία για κάτι βαθύτερο – κάτι σταθερό. Ακόμα και η προοπτική μιας οικογένειας. Ναι, μέσα σε όλη τη φουρτούνα των προσωπικών του βιωμάτων, μέσα στην αβεβαιότητα και την κούραση, ο Waits γύρευε να ξαποστάσει.

Μια αλλαγή παραστάσεων μπορεί να έκανε καλό – αποφάσισε λοιπόν να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, αφήνοντας πίσω του τον κόσμο του Los Angeles. Ούτως ή άλλως, η Νέα Υόρκη ταίριαζε περισσότερο στην ατμόσφαιρα και το στυλ της μουσικής του.

Στη διάρκεια ενός αποχαιρετιστήριου πάρτι συνέβη ένα μικρό γεγονός που έμελλε ν’ αποκτήσει μεγάλη σημασία αργότερα (ακόμα και τα μικρότερα και πιο ασήμαντα γεγονότα μπορεί ν’ αποδειχτούν εκείνες οι πρώτες νιφάδες, απ’ τις οποίες αρχίζει μια χιονοστιβάδα). Εκεί, λοιπόν, στο πάρτι, κάποιος τον γνώρισε σε μια κοπέλα. Ίσα που αντάλλαξαν μερικές κουβέντες, ίσα που πρόλαβε να μάθει το όνομά της: Καθλήν.

Tom Waits and Kathleen Brennan

Μπαμ. «Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας, δεν χωράει αμφιβολία.», είπε αργότερα ο Waits. «Έφευγα την επόμενη μέρα για τη Νέα Υόρκη, με σκοπό να μην επιστρέψω ποτέ ξανά. Αλλά… Ποτέ μη λες ποτέ.»

Παρέμεινε στη Νέα Υόρκη τέσσερις μήνες. Προσπάθησε ν’ αλλάξει τον εαυτό του, ν’ αποτινάξει τις κακές συνήθειες του παρελθόντος. Επισκέφθηκε ψυχίατρο, γράφτηκε σε γυμναστήριο, αποπειράθηκε ν’ εγκαταλείψει το αλκοόλ – δεν τα κατάφερε. «Ήμουν πολύ αυτοκαταστροφικός. Γνώριζα πως έπρεπε ν’ αλλάξω – μα δεν ήξερα τον τρόπο.»

Ήταν ένα τηλεφώνημα που τον έκανε να επιστρέψει στην Καλιφόρνια – ένα τηλεφώνημα από τον σκηνοθέτη Φράνσις Φορντ Κόπολα.

Τομ Γουέιτς και Φράνσις Φορντ Κόπολα / Tom Waits & Francis Ford Coppola, "Cotton Club" outtakes

Σαν κινηματογραφική ταινία

Ο Κόπολα αναζητούσε κάποιον τραγουδοποιό για να γράψει τη μουσική της νέας του ταινίας: “One From The Heart”. Έψαχνε κάτι που να παραπέμπει στο στυλ των παλιών μιούζικαλ. Ο γιος του έτυχε να είναι φαν του Tom Waits – και τον έβαλε ν’ ακούσει τους δίσκους του. Για να δούμε τι έχουμε εδώ… Μελωδική μπαλάντα σε πιάνο: ναι. Φωνή ραγισμένου έρωτα: μια χαρά. Στυλ που παραπέμπει στα παλιά: το ‘χουμε. Μα χρειάζεται και κάτι ακόμα, κάτι ακόμα…

Και τότε ο Κόπολα άκουσε το “I Never Talk To Strangers” – το ντουέτο του Waits με την Μπέτι Μίντλερ – και τα μάτια του πέταξαν σπίθες. Αυτό είναι! Έτσι ακριβώς ήθελε να είναι η μουσική της ταινίας του! Δίχως δεύτερη σκέψη, επικοινώνησε με τον Waits και τον ρώτησε αν ήθελε να γράψει τη μουσική του νέου του film.

Έτσι λοιπόν ξεκίνησε η συνεργασία του Tom Waits με τον Francis Ford Coppola – μια συνεργασία που έμελλε να κρατήσει πολλά χρόνια και ν’ αποδώσει ιδιαίτερους καρπούς.

Στην αρχή ο Waits υπήρξε επιφυλακτικός. Ο κόσμος του κινηματογράφου ασφαλώς τον προσέλκυε βαθύτατα – δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε πόσο «κινηματογραφική» υπήρξε η μουσική του μέχρι τώρα. Η προοπτική συνεργασίας με τον Francis Ford Coppola, τον σκηνοθέτη ενός “Godfather” κι ενός “Αποκάλυψη τώρα”, ήταν ακόμα πιο ελκυστική. Μα το μουσικό στυλ που αναζητούσε ο Κόπολα – το κοκτέιλ μπαρ, το απαλό πιάνο, το ντουέτο με τη γυναίκα στα φωνητικά, το ρομάντζο της νύχτας – έμοιαζε για τον Waits με δημιουργικό πισωγύρισμα. Η προοπτική του συγκεκριμένου soundtrack φάνταζε σαν ταξίδι στο προσωπικό του παρελθόν – σε μια εποχή που ο Waits είχε ανάγκη από αλλαγή.

Tom Waits in New York City, mid-80's / Ο Τομ Γουέιτς στη Νέα Υόρκη στα χρόνια της δεκαετίας του 80

Τι έκανε μόνος του όμως στη Νέα Υόρκη; Το περιβάλλον της Νέας Υόρκης δεν ασκούσε γοητεία πάνω του. Το κρύο του φαινόταν ανυπόφορο, η πόλη έμοιαζε σαν φυλακή, τα θεόρατα κτίρια του προκαλούσαν κλειστοφοβία. Οι προσπάθειες ν’ απαλλαγεί από τα φαντάσματα του παρελθόντος δεν είχαν αποφέρει καρπούς.

Πήρε ένα αεροπλάνο, επέστρεψε στο LA – κι ένιωθε σαν να έχει επιστρέψει σπίτι του. Αργότερα θα έδινε άλλη μια ευκαιρία στη Νέα Υόρκη… μα δεν θα ήταν μόνος του.

Λίγο καιρό μετά ξεκίνησαν οι ηχογραφήσεις του soundtrack. Παραχώρησαν στον Waits ένα γραφείο μ’ ένα πιάνο και τον άφησαν ελεύθερο να γράψει ό,τι του κατέβαινε – αρκεί να εντασσόταν σε εκείνο το μουσικό στυλ που επιθυμούσε ο σκηνοθέτης. Όμως ο Waits δεν ήταν δημιουργός που συνήθιζε στις “παραγγελίες”. Ως τότε έγραφε αποκλειστικά για τον εαυτό του. Επρόκειτο για μία από τις δυσκολότερες δουλειές που είχε κάνει μέχρι τότε. «Ήμουν σε φάση, ααααργγγχχχ, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Χριστέ μου… Καθόμουν στο πιάνο και δεν είχα καμία απολύτως ιδέα, τίποτα.»

Tom Waits sitting by the piano, "One From the Heart" sessions

Ο ίδιος ο Κόπολα δεν διευκόλυνε ιδιαίτερα την κατάσταση, όντας ιδιαίτερα χαοτικός και αναποφάσιστος όσο αφορά τη μουσική κατεύθυνση του έργου.

Και να που η μοίρα έπαιξε ένα παράξενο παιχνίδι: Στο διπλανό γραφείο, τον καιρό εκείνο, είχε προσληφθεί μία νεαρή ιρλανδή-αμερικανίδα, που εργαζόταν στη συντακτική ομάδα της ταινίας. Ήταν η ίδια εκείνη κοπέλα με την οποία είχε σκαλώσει ο Waits στη διάρκεια του αποχαιρετιστήριου πάρτι, πριν φύγει για τη Νέα Υόρκη. Το όνομά της: Kathleen Patricia Brennan.

Η μελλοντική σύζυγος του Tom Waits.

«Άνοιξα την πόρτα, μια μέρα, και ήταν εκεί, μπροστά μου. Αυτό ήταν. Έρωτας στην πρώτη ματιά. Έρωτας στη δεύτερη ματιά.»

Όλα άλλαξαν. Έμοιαζε με ψέμα, με στημένο κινηματογραφικό σενάριο. Και συνέβη εκεί, στα γραφεία της ομάδας ενός σκηνοθέτη.

Η Καθλήν είχε έρθει την κατάλληλη στιγμή. Ήταν σε αυτή τη γυναίκα που ο Waits βρήκε τη σταθερότητα που αναζητούσε. Μια γυναίκα που πατούσε γερά στα πόδια της, ζεστή και αποφασιστική ταυτόχρονα, ικανή να του παρέχει τόσο συναισθηματική υποστήριξη, όσο και φρέσκες δημιουργικές ιδέες. «Από πολλές απόψεις είμαι ζωντανός χάρη σε αυτήν. Βρισκόμουν σ’ ένα κακό χάλι. Ήμουν εξαρτημένος. Δεν θα τα είχα βγάλει πέρα. Σώθηκα κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Ήταν σαν από μηχανής θεός.»

Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα είχαν αρραβωνιαστεί – και το 1980, που είχε μπει με τις χειρότερες προοπτικές, έμοιαζε ξαφνικά με όνειρο.

Ή, μάλλον… έμοιαζε με κινηματογραφική ταινία.

Tom Waits and Kathleen Brennan

Tom Waits and Kathleen Brennan

Heartattack and Vine. Παραστρατημένα καρδιοχτύπια.

Ευκαιρία λοιπόν για τον Waits, αναζωογονημένος όπως ένιωθε, να γράψει τραγούδια για τον νέο προσωπικό του δίσκο. Το soundtrack του Κόπολα μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμα!

Γράφοντας από ένα τραγούδι κάθε βράδυ, μετουσιώνοντας σε μουσική και στίχους τις σκληροπυρηνικές εμπειρίες των τελευταίων δύο χρόνων, διαποτισμένος από μία βαθύτατη ορμή ανανέωσης, κατέθεσε το περιεχόμενο του νέου δίσκου, σαν κύμα που ξεβράζει στη στεριά τα περιεχόμενα του βυθού της. Και τ’ όνομα του δίσκου: Heartattack and Vine.

Κύριοι, εδώ έχουμε να κάνουμε με δισκάρα.

Ήταν το πιο κιθαριστικό από τα άλμπουμ του ως τότε, εκείνο που έφερε περισσότερο πάνω του το αποτύπωμα των blues. Στις φλέβες του ρέουν ο Captain Beefheart και ο Howlin’ Wolf. Ο Waits του “Heartattack and Vine” είναι ένας πολύ πιο δυναμικός Waits, σε σχέση με τον νεαρό δέκα χρόνων πριν. Είχε μεταφέρει στα τραγούδια τη θύελλα και τις τρικυμίες των περασμένων χρόνων. Ταυτόχρονα όμως, ο δίσκος αποπνέει δύναμη, αυτοπεποίθηση. Ήταν η κατάθεση του ναυαγού που έχει επιζήσει απ’ το ναυάγιο.

Heartattack and Vine album, by Tom Waits / Ο δίσκος Heartattack and Vine του Τομ Γουέιτς

Το ομότιτλο κομμάτι περιλαμβάνει ορισμένους απ’ τους χαρακτηριστικότερους στίχους του. Μια τραχιά φωνή που ξεστομίζει κυνικές ιστορίες νεαρών κοριτσιών της Βαβυλώνας του κόσμου του θεάματος και της νύχτας. Μεταξύ άλλων εξομολογείται ένα από τα κορυφαία δίστιχα που κατέθεσε ποτέ:

“Don’t you know there ain’t no devil,
there’s just God when he’s drunk.”

Το “In Shades” είναι ένα μπλουζ instrumental με τον απόηχο ενός μπαρ – κατάλληλο για να πάρεις μια ανάσα μετά το επιβλητικό πρώτο τραγούδι. Μα ο ακροατής χρειάζεται να είναι προετοιμασμένος: εκείνο που ακολουθεί είναι ένα μουσικό rollercoaster, ένα ανεβοκατέβασμα τόνων και διαθέσεων – ενδεικτικό ίσως των αντιφατικών πραγμάτων που παράδερναν στο μυαλό του δημιουργού τους την περίοδο εκείνη.

Το “Saving All My Love For You” επαναφέρει τον ονειροπόλο ποιητή της νύχτας, σε μία από τις ωραιότερες μπαλάντες σε πιάνο που κατέθεσε ποτέ. To “Downtown” ανεβάζει την αδρεναλίνη και φέρει έντονο άρωμα από παλιά καλά rhythm ‘n blues.

Το “Jersey Girl” είναι, θα λέγαμε, ασυνήθιστο. Ό,τι πιο κοντά σε “χιτάκι” είχε γράψει μέχρι τότε – ήταν επίσης η μουσική “πάσα” του Waits προς τον συνάδελφό του, Bruce Springsteen. Ο τελευταίος έμελλε να διασκευάσει το τραγούδι και να το εντάξει στο ρεπερτόριό του, καθιστώντας περισσότερο γνωστό τον Waits σ’ ένα ετερόκλητο πλήθος κόσμου. Μεταξύ μας: είναι παράξενο ν’ ακούς τον Waits να τραγουδάει στο ρεφρέν «σαλα-λαλα». Ωστόσο μπορώ να φανταστώ τον ερωτευμένο Waits να αφιερώνει το τραγούδι στη γυναίκα του – επομένως βγάζει περισσότερο νόημα έτσι.

Tom Waits in New York City, mid-80's. Photo by Anton-Corbijn / Ο Τομ Γουέιτς στη Νέα Υόρκη στα χρόνια της δεκαετίας του 80

Η επιρροή της μαύρης μουσικής και η παράδοση των rhuthm ‘n blues γίνεται πάλι αισθητή στο “Till The Money Runs Out”. Θα ερχόταν η μέρα που ο Waits θα απομιμούνταν τόσο τέλεια το πνεύμα και το στυλ των παλιών rhythm ‘n blues, που θα έλεγες πως είναι «ένας απ’ αυτούς». Το “Mr Siegal”, με τη σειρά του, μοιάζει λες και έχει ηχογραφηθεί σ’ ένα rock n’ roll μπαρ του παλιού καιρού, εκτραχυμένο και αγριεμένο απ’ το ποτό και τη ζωή στον δρόμο. Από τις πιο blues στιγμές του Tom Waits.

Και ο δίσκος κλείνει με το “Ruby’s Arms”… ένα αποχαιρετιστήριο ερωτικό τραγούδι. Και για λίγο δυσκολεύομαι να συνεχίσω αυτό το κείμενο.

Άκουσε το τραγούδι μαζί μου… και ίσως καταλάβεις γιατί.

Είναι, άραγε, η προσωπική αφιέρωση του Waits στην παλιά του φιλενάδα, Rickie Lee; Μήπως είναι ένας αποχαιρετισμός για τη δεκαετία που άφησε, σαν δραπέτης, πίσω του; Μια κατάθεση ψυχής για ανομολόγητους πόθους και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις; Δεν γνωρίζουμε. Εκείνο όμως που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι πως πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα και βαθύτερα τραγούδια που κατέθεσε ποτέ ο Tom Waits.

Ίσως η Rickie Lee να είχε την ίδια γνώμη, λίγο καιρό μετά, όταν έγραφε το τραγούδι “We Belong Together”.

Και θα γράψω αυτό: ένα τραγούδι σαν το “Ruby’s Arms” δεν γράφεται όταν κοιτάζεις προς τα μπρος. Τέτοιο συναίσθημα ξεχειλίζει μόνο όταν κοιτάζεις προς τα πίσω – όταν αναστενάζεις βαθιά για εκείνο που άφησες πίσω σου και δεν θα έρθει ποτέ ξανά.

Και ο δίσκος έμεινε στην ιστορία. Και η συνεργασία του Waits με την Electra-Asylum έφτασε στο τέλος της. Ήταν καιρός να κοιτάξει μπροστά… Ήταν καιρός να γυρίσει εκείνη τη σελίδα της προσωπικής και καλλιτεχνικής του διαδρομής.

Tom Waits and Rickie Lee Jones, late 70's

Στο μεταξύ, ένα ανάλαφρο διάλειμμα

Για μισό λεπτό, όμως. Ας παραμείνουμε στην ίδια σελίδα για λίγο ακόμα. Ας πούμε πως είναι μια σελίδα με μικροσκοπικά γράμματα – τέτοια που αργείς να τη διαβάσεις (πόσο εκνευριστικά είναι τα βιβλία με μικρή γραμματοσειρά!)

Ο Waits έπρεπε να κάνει άμεσα δύο πράγματα. Ένα, να ηχογραφήσει τα τραγούδια για το soundtrack του Κόπολα – ας το βγάλουμε κι αυτό λοιπόν, μην το καθυστερούμε άλλο. Δύο, να παντρευτεί με την Kathleen.

«Η γυναίκα μου είχε πενήντα δολάρια κι εγώ είκοσι. Εκείνη σκέφτηκε πως δεν ήταν η καλύτερη δυνατή αρχή. Μα, για δες, τελικά έπιασε. Κάποιες φορές οι πολύ ακριβοί γάμοι διαρκούν δυο βδομάδες όλες κι όλες.»

Και αυτό ήταν!

Ακολούθησε μια όμορφη, ανάλαφρη περίοδος. Όπως και η ηχογράφηση του “One From The Heart” – το soundtrack του Κόπολα ήταν πια έτοιμο.

One from the Heart album, Tom Waits & Crystal Gayle

Tom Waits & Crystal Gayle, "One from the Heart" recording sessions

To “One From The Heart” συνιστά ένα ιδανικό κλείσιμο για μια δύσκολη μέρα. Είναι ένας δίσκος που σε μεταφέρει στην καρδιά ενός μιούζικαλ σε τζαζ αποχρώσεις. Η πιο broadway στιγμή του Tom Waits. Θα χαλαρώσεις, θα δεις όνειρα γλυκά, θα πλάσεις χάρτινα φεγγαράκια στην ακρογιαλιά. Εδώ δεν θα βρεις την άγρια νύχτα, ούτε τη ζωή του περιθωρίου – μόνο ρομαντισμό. Δεν ακούς τον Waits να βρυχάται, να μουγκρίζει, να γρυλίζει. Η φωνή του είναι καθαρή – σε κάποια τραγούδια σχεδόν ψιθυρίζει τους στίχους. Τα τραγούδια μοιάζουν ν’ ακολουθούν το απαλό ρεύμα κάποιας νυχτερινής βαρκάδας.

Να το πούμε αλλιώς: αυτός είναι ένας αγαπησιάρικος δίσκος, κυρίες, κύριοι κι επίδοξοι εραστές.

Συνοδός του Waits στα φωνητικά ντουέτα του δίσκου είναι η τραγουδίστρια της country, Crystal Gayle. Άξιο αναφοράς: ήταν η Καθλήν, γυναίκα πλέον του Waits, εκείνη που πρότεινε την Gayle για τα φωνητικά του δίσκου. Και έκανε πολύ καλά, μια που η φωνή της είναι υπέροχη και συμπληρώνει εξαίσια εκείνη του Waits. Αν ο Waits είναι ο ήχος του κύματος που ξεβράζει στη στεριά, δικός της είναι ο ήχος του ήσυχου παφλασμού των νερών, όταν ο άνεμος έχει πια κοπάσει.

New York city by night during the 80's / Νέα Υόρκη τη νύχτα στα χρόνια της δεκαετίας του 80

Ξιφίες που μοιάζουν με τρομπόνια

Βρισκόμαστε στη σημαντικότερη μεταβατική περίοδο για το σύνολο της μουσικής διαδρομής του ήρωά μας. Έχοντας διανύσει την πρώτη μουσική δεκαετία του κι έχοντας περιστραφεί 360 μοίρες, καταλήγοντας πίσω στις τζαζ ρίζες του, συμπληρώνοντας τον κύκλο μ’ έναν δίσκο που μοιάζει περισσότερο με επίμετρο, μ’ ένα απαλό υστερόγραφο – ήταν καιρός να δημιουργήσει κάτι νέο. Κάτι απ’ την αρχή ξανά. Erase and rewind (hey, είμαστε στα 80’s, την εποχή της κασέτας εξάλλου).

Και – ναι – θα επανέρχονταν οι βρυχηθμοί και τα μουγκρητά. Η συνέχεια έμελλε να είναι δυνατότερη από ποτέ.

Μια νέα εποχή ξημέρωνε και ο Waits ένιωθε πως ήθελε πλέον να πατάει στα δυο του πόδια. Όχι άλλοι μάνατζερ, όχι άλλες υποδείξεις από δισκογραφικές εταιρείες, όχι άλλη καταναγκαστική τριβή με τον κόσμο της showbiz. Στα τσακίδια τα μουσικά καλούπια και οι ταμπέλες! Ο δρόμος του υπήρξε εξαρχής εκείνος του αυτοδημιούργητου καλλιτέχνη – και αυτόν τον δρόμο θα συνέχιζε να διασχίζει, δυνατότερος τώρα από ποτέ. Σύντομα θα κατέληγε στα δικαστήρια με τον μάνατζερ Herb Cohen για τα δικαιώματα των δίσκων του. H Καθλήν ήταν πλέον στο πλευρό του – δεν είχε να φοβηθεί τίποτα και κανέναν. «Η γυναίκα μου κι εγώ αναλαμβάνουμε από δω και στο εξής»: αυτά ήταν τα λόγια του.

Η επιρροή της Καθλήν υπερέβαινε εκείνη της ψυχολογικής υποστήριξης. Τον υποστήριξε οικονομικά και μοιράστηκε μαζί του άφθονες νέες δημιουργικές κατευθύνσεις. «Η δισκογραφία της ήταν περισσότερο εκλεκτική απ’ τη δική μου», είχε πει ο Waits. «Εκείνη ήταν που ξεκίνησε να παίζει διάφορες περίεργες μουσικές. Μου είπε πως μπορώ να πάρω αυτό κι εκείνο και να τα προσμίξω μεταξύ τους… Enrico Caruso και λαϊκές φυλετικές μουσικές και δίσκους λιθουανικής μουσικής και μπλουζ τύπου Leadbelly… Όλα αυτά μαζί στη χύτρα.»

Ως και την αναμφισβήτητη επιρροή του Captain Beefheart, την οποία διακρίνουμε από εδώ κι πέρα, o Waits φαίνεται πως την χρωστάει στην Καθλήν. «Είναι σαν τους λεκέδες από καφέ ή αίμα… Όταν έχεις ακούσει τον Captain Beefheart, είναι αδύνατο να τον αποτινάξεις μετά από πάνω σου.»

Όλα έμοιαζαν φρέσκα κι αχνιστά, σαν την ομίχλη που ξεπήδησε τις πρώτες μέρες της δημιουργίας. Εκεί, μισοθαμμένες κάτω από το μαγικό της πέπλο, αργοσάλευαν νέες μουσικές και ήχοι. Μαρίμπες, όργανα ατμού σε τσίρκο, χειροποίητες φυσαρμόνικες, ιδιόμορφες σφυρίχτρες, παράξενα κρουστά απ’ το Μπαλί… τέτοια ήταν τα μουσικά όργανα που τέθηκαν στην υπηρεσία της νέας δισκογραφικής δουλειάς του Waits στο πλευρό των γνωστών και καθιερωμένων. Τα υλικά χύθηκαν στη μαγική σούπα του μυαλού του Waits κι άρχισαν ν’ ανακατεύονται μεταξύ τους.

Swordfishtrombones album, by Tom Waits

Στόχος ήταν η πλήρης ανανέωση. Το νέο υλικό έπρεπε να είναι βγαλμένο από την ίδια την καρδιά της ζούγκλας: αγνό και πρωτόγονο. Κατά μία έννοια ο Waits δεν κοιτούσε “μπροστά”, μα πίσω – πίσω ως τις ρίζες των ίδιων των μουσικών του κόσμου, πίσω και πέρα από τα ίδια τα blues. Γιατί κάποιες φορές ο καλύτερος τρόπος να προχωρήσεις είναι να θυμηθείς τις ρίζες σου. Από εδώ πηγάζει και η επιθυμία του να εντάξει στη μουσική του ήχους από όργανα όπως οι μαρίμπες και τα παραδοσιακά κρουστά – ήταν λες και είχε ανοίξει μια εντελώς καινούρια μουσική διάσταση.

Το αποτέλεσμα αυτών των πειραματισμών φαίνεται για πρώτη φορά στο νέο του δίσκο, “Swordfishtrombones”. Ο δίσκος που σηματοδοτεί, επίσημα, το πέρασμα στη «νέα» καλλιτεχνική περίοδο του Tom Waits.

Τρομπόνια που μοιάζουν με ξιφίες, ή αλλιώς, εκεί που σμίγουν η τέχνη με τη φύση, δίνοντας στον κόσμο ένα ιδιόμορφο μουσικό παιδί, που τσαλαβουτά χαρούμενο στη λάσπη, χτυπάει πέτρες και ξεφυσάει ήχους από αυτοσχέδια καλάμια. Μια σουρεαλιστική διάθεση, εμφανής ήδη απ’ το εξώφυλλο του άλμπουμ: Τί δουλειά έχουν αυτές οι παράξενες, σχεδόν γκροτέσκες φιγούρες, που μας θυμίζουν τον “Πιγκουίνο” του Tιμ Mπάρτον; Και τί θα λέγαμε για την ακόλουθη περιγραφή του Waits; «Τα τραγούδια έχουν μια κάποια σχέση μεταξύ τους: Κάποιος τύπος που αφήνει την παλιά του γειτονιά και εντάσσεται στους πεζοναύτες, αντιμετωπίζει μερικά προβλήματα στο Χονγκ Κονγκ, γυρίζει σπίτι, παντρεύεται το κορίτσι, βάζει φωτιά στο σπίτι, και αναχωρεί για κάποια περιπέτεια – τέτοιου είδους ιστορία λένε τα τραγούδια αυτού του δίσκου.»

Το πρώτο τραγούδι ονομάζεται “Underground”. Μοιάζει λες και σκάβει στα υποχθόνια έγκατα του μουσικού κόσμου – και ποιος ξέρει τί παράξενα πετράδια θ’ ανακαλύψει εκεί. Στο πλευρό του Waits μυστήριες φιγούρες νάνων – όμοιες, ενδεχομένως, μ’ εκείνες του εξωφύλλου. Ένα είναι βέβαιο: Αυτοί σκάβουν, όσο ο υπόλοιπος κόσμος κοιμάται.

Ακολουθεί το “Shore Leave”. Αν το πρώτο τραγούδι μας μεταφέρει στα βάθη της γης, το δεύτερο σαλπάρει σε άγνωστα νερά, σε μακρινές χώρες. Μοιάζει σαν όνειρο – ή, πιο σωστά, σαν νουάρ αφήγηση ενός εξωτικού οράματος. Κάποιος άντρας που γυροφέρνει σε μια ξένη πολιτεία, εικόνες από το Χονγκ Κονγκ, ένα πνιγμένο τρομπόνι, μία υπνωτική μαρίμπα, ένας ναύτης που ξεστράτισε κι έχασε τον δρόμο του. Του λείπει η κοπέλα του – μα όλα μοιάζουν μακρινά σε τούτη την άγνωστη γη. Η μελωδία στο ρεφρέν είναι κλασικά rhythm ‘n blues – μα παιγμένα αλλιώς: Είναι τα rhythm ‘n blues, όπως ενδεχομένως αντηχούν μέσα σε κάποιο μακρινό όνειρο.

Και αν αυτά τα τραγούδια δεν ήταν αρκετά για να πείσουν τον ανυποψίαστο ακροατή πως εδώ ακούει κάτι διαφορετικό απ’ τα συνηθισμένα, το τρίτο κομμάτι του άλμπουμ, “Dave the Butcher”, επισφραγίζει τον στόχο. Μοιάζει σαν τη μουσική από κάποιο ξεστρατισμένο, παρανοϊκό καρναβάλι. Welcome to the Freak Show, we hope you enjoy your stay.

Tom Waits in New York City, mid-80's / Ο Τομ Γουέιτς στη Νέα Υόρκη στα χρόνια της δεκαετίας του 80

 

Το “Johnburg, Illinois” μοιάζει με κάποιο χέρι που τραβά το σκάφος πίσω στην ακτή – πριν εκείνο χαθεί εντελώς σε άλλες διαστάσεις. Μια μπαλάντα σε πιάνο, στο κλασικό στυλ του Waits – και ναι, ο Tom Waits του παρελθόντος είναι ακόμα εδώ, δεν τον έχουμε χάσει! Θέλετε μουσική ποικιλία – θα την έχετε λοιπόν! – μοιάζει να μας λέει, κλείνοντας το μάτι.

Ακολουθεί ένας δυναμίτης: “16 Shells From a Thirty-Ought-Six”. Αυτό το τραγούδι θα σε κάνει να σηκωθείς από τη θέση σου. Ένας ρυθμός πρωτόγονης ενέργειας, κάτι σαν blues πριν από τα blues, αρχέγονο industrial, τραγούδι που μοιάζει βγαλμένο από το ρεπερτόριο κάποιας πρωτόγονης αφροαμερικανικής φυλής που έχει μπει στην ηλεκτρική πρίζα. Είναι επίσης ένα τραγούδι που προοικονομεί τις δουλειές του Waits στα 90’s – κυρίως, το “Bone Machine”.

Η συνέχεια μοιάζει με μια σειρά από ποιητικές ανηφόρες και μεθυστικές κατηφόρες – ο ανήφορος φέρει στις αποσκευές του μελωδικά τραγούδια όπως το “In The Neighbourhood”. Μα στον κατήφορο κατρακυλάς υπό τον ήχο του “Down, Down, Down”: Δεν θα τη γλιτώσεις – το κομμάτι θα σε παρασύρει σαν ανεμοστρόβιλο.

Μια από τις πιο ιδιαίτερες στιγμές του δίσκου είναι το “Frank’s Wild Years”. Σύντομο σε διάρκεια, περισσότερο αφηγηματικό, σαν μια μικροσκοπική μελοποιημένη νουβέλα. Ο Φράνκ είναι ένας συνηθισμένος αμερικανός μεσοαστός, παντρεμένος με γυναίκα, παιδιά – κι ένα τσιουάουα. Κοιτάζει να τακτοποιηθεί στο συνηθισμένο μεσοαστικό σπίτι του και να φέρει σε πέρας τα οικονομικά του. Η γυναίκα του (μια συνηθισμένη μεσοαστή) δεν του αντιμιλάει και φτιάχνει καλά bloody mary. Κάποιο βράδυ ο Φρανκ επιστρέφει, αφού έχει περάσει πρώτα από το βενζινάδικο. Πλημμυρίζει το σπίτι με βενζίνη, πετάει ένα σπίρτο και του βάζει φωτιά. Και αυτό ήταν – σηκώνεται και φεύγει. Πάντα του την έσπαγε εκείνο το σκυλί, λέει.

«Υπάρχει μία ιστορία στον Μπουκόφσκι, κεντρικό νόημα της οποίας είναι πως τα μικρά πράγματα είναι εκείνα που μπορεί να τρελάνουν εντελώς, στο τέλος, κάποιους άντρες. Το κομμένο κορδόνι σ’ ένα παπούτσι, για παράδειγμα την ώρα που βιάζεσαι και δεν υπάρχει χρόνος» – είχε πει ο Waits σε μία συνέντευξη. Κάπου αλλού είπε επίσης, για το ίδιο τραγούδι, πως δεν είναι παρά «το αμερικάνικο όνειρο που καταλήγει στην κόλαση.»

Λίγα χρόνια μετά ο χαρακτήρας του Frank θα επέστρεφε – όχι σε τραγούδι, μα σαν κεντρικό πρόσωπο ενός ολοκληρωμένου musical δίσκου: Ο λόγος για τον δίσκο “Frank’s Wild Years” – για τον οποίο θα μιλήσουμε στο επόμενο, τέταρτο μέρος του αφιερώματος.

Tom Waits during the Swordfishtrombones sessions

Από τον δίσκο δεν απουσιάζει και μια καθαρόαιμη blues στιγμή – κι εδώ επανέρχεται το ποτό. Ο ρόλος το επιβάλλει, τί να κάνουμε. “Gin Soaked Boy”, ένα τραγούδι που δεν ζέχνει μόνο ο τίτλος από τζιν, μα κάθε του νότα, κάθε λέξη που ξεστομίζει ο – μεταμορφωμένος σε Howlin Wolf – Tom Waits.

Το ομότιτλο κομμάτι του δίσκου, “Swordfishtrombones”, επαναφέρει τις μαρίμπες και την ονειρική διάσταση. Έχοντας πια ταξιδέψει μέσα από τον σουρεαλιστικό και πολύμορφο κόσμο του “Swordfishtrombones”, μπορούμε με σιγουριά να πούμε πως αυτό το όνειρο δεν θέλουμε να τελειώσει.

Ο κόσμος υποδέχτηκε με έκπληξη το νέο άλμπουμ. Πρόκειται για τον ίδιο καλλιτέχνη που, μόλις έναν χρόνο πριν, κατέθετε τις ρομαντικές μελωδίες του “One From The Heart”! Ποια σχέση μπορεί να έχουν μεταξύ τους; Ωστόσο οποίος γνώριζε τον Tom Waits, όποιος είχε παρακολουθήσει σταθερά την πορεία του στη διάρκεια των περασμένων χρόνων, δεν εξεπλάγη. Πάντα αντισυμβατικός, ακολουθώντας την προσωπική του δημιουργική διαδρομή, δίχως να επηρεάζεται από οποιοδήποτε κυρίαρχο μουσικό ρεύμα.

Η μόνη διαφορά ήταν πως ο τωρινός Waits βαδίζει πλέον στα δικά του παπούτσια – και όχι στα παπούτσια κάποιου λογοτεχνικού χαρακτήρα, σαν εκείνον στον οποίο είχε μεταμορφωθεί ο ίδιος κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Για τον Waits αυτό σηματοδοτούσε την προσωπική του καλλιτεχνική ανέλιξη, την απελευθέρωσή του από δισκογραφικά καλούπια – και την απαλλαγή από την παλιά ζωή της δεκαετίας του 70, που κάποια στιγμή τον έφτασε στα άκρα.

Όμως εμείς, που αγαπούμε τόσο τον μεταμορφωμένο Waits, όσο και τον μπίτνικ των 70s, μπορούμε να απολαύσουμε εξίσου τις διαφορετικές αυτές πτυχές του. Γιατί κανένας άλλος δεν τραγούδησε τόσο πετυχημένα για τη ζωή των χαρακτήρων της νύχτας, κανένας δεν επένδυσε μουσικά τη μυθιστορηματική της διάσταση τόσο πειστικά, όσο ο Waits των 70ς. Αγαπούμε τη φευγάτη διάθεση ενός “Shore Leave”… μα η βαθιά εξομολόγηση ενός “Tom Traubert’s Blues” θα μας μαγεύει πάντα.

Tom Waits live playing the piano, during the 80's / Ο Τομ Γουέιτς στο πιάνο

Ο περιοδεύων θίασος του Μπάρμπα-Τομ

Η δεκαετία του 80 είδε τον Waits να εισχωρεί βαθύτερα στον κόσμο του θεάτρου και του κινηματογράφου – μια εξέλιξη απόλυτα συμβατή με την πορεία του ως τώρα. Η παρουσία του στηριζόταν εξαρχής στο θεατρικό στοιχείο: η υιοθέτηση ρόλων, η εναλλαγή των φωνητικών στυλ, η ερμηνευτική του διάθεση πάνω στη σκηνή, η μουσική και στιχουργική παράθεση χαρακτήρων σαν εκείνους που βρίσκουμε στα βιβλία. Ο Waits μοιάζει με τον μπαρουτοκαπνισμένο καπετάνιο του παλιού καιρού: εκείνον που αφηγείται ιστορίες καπνίζοντας την πίπα του μπροστά στη φωτιά της ταβέρνας, υποδυόμενος ρόλους, καθηλώνοντας το κοινό με τις φαντασμαγορίες και την εναλλαγή των χαρακτήρων του.

Βρισκόμαστε πλέον στο 1983, στην εποχή του MTV – και ο Waits γυρίζει το πρώτο του videoclip για το τραγούδι “In the Neighbouhood”. Τον βλέπουμε να πρωτοστατεί σε μια μουσική παρέλαση που θυμίζει κάποιο λαϊκό καρναβάλι. Στο πλευρό του γυροφέρνουν ξέφρενα νάνοι και παλιάτσοι, ενώ εκείνος οδηγεί τη χαρμόσυνη πομπή φορώντας ημίψηλο καπέλο. Ιδού, λοιπόν, η πρώτη εμφάνιση του Waits στην αναδυόμενη γενιά του MTV. Αν στα seventies είχε αγκαλιάσει την εναλλακτική λογοτεχνία και το film noir, τώρα ήταν η σειρά του θεάτρου και του musical – και αυτό θα φαινόταν ακόμα περισσότερο στη διάρκεια των επόμενων χρόνων.

Το videoclip ήταν ένα καινούργιο φαινόμενο για τα μουσικά δεδομένα των καιρών. Σύντομα έμελλε να κατακτήσει τη νεολαία της δεκαετίας του 80. Κάθε αναδυόμενος μουσικός της ποπ κουλτούρας όφειλε να γυρίσει videoclip και να βγει στο MTV – οι δίσκοι από μόνοι τους δεν ήταν αρκετοί. Ο Waits όμως διατηρούσε επιφυλακτική στάση: «Μου κάνει εντύπωση πόσος πολύς κόσμος τα βλέπει».

Τον ίδιο καιρό έκανε την εμφάνισή του σε δύο φιλμ του Φράνσις Φορντ Κόπολα – επισφραγίζοντας τη σχέση του με τον κόσμο του κινηματογράφου, μα και με τον ίδιο τον Κόπολα. Ήταν τα “Rumble Fish” και “The Outsiders”. Και αυτή τη φορά η συμμετοχή του δεν ήταν μουσική – ανήκε στο καστ των ηθοποιών. Είχε μάλιστα κι έναν μικρό ρόλο στο “The Cotton Club” – το μεγαλύτερο φιλμ του Κόπολα εκείνον τον καιρό. Σκοπός του όμως δεν ήταν να κάνει καριέρα σαν ηθοποιός. Η ηθοποιία υπήρξε πρωτίστως μια δημιουργική πρόκληση για τον ίδιο. Ένας τρόπος να εισχωρήσει ακόμα βαθύτερα στον κόσμο των ιστοριών που τον γοήτευαν.

Αρχές του 1984 – και ο Waits παίρνει μια σκληροπυρηνική απόφαση: Να μετακομίσουν, οικογενειακώς, στη Νέα Υόρκη. Πίσω στην πόλη από την οποία έφυγε τρέχοντας λίγα χρόνια πριν. Όπως είχε πει ο ίδιος: «Υπάρχουν φορές που η Νέα Υόρκη μεταμορφώνεται σε εφιάλτη… Δεν υπάρχει καμία απολύτως λογική. Καμία ένδειξη πως βρίσκεσαι πάνω στη γη. Οτιδήποτε έξω από το Μανχάταν μοιάζει με ωκεανό. Είναι ένα περιβάλλον που μπορεί να κάνει κάποιον απελπισμένο, ακόμα και ψυχωτικό. Εάν δεν μπορέσεις ν’ αναμειχθείς με αυτό, θα σε λυγίσει. Θα μπορούσες να βγεις έξω στον δρόμο, να κατεβάσεις τα παντελόνια σου, ν’ αρχίσεις να τραγουδάς το “Fly Me To The Moon”… και κανείς να μη σου δίνει σημασία.»

Νυχτερινή άποψη ενός δρόμου της Νέας Υόρκης / New York City street by night

Οι καιροί όμως αλλάζουν. Η νέα δισκογραφική εταιρεία που υπέγραψε ο Waits είχε την έδρα της στην ανατολική όχθη των ΗΠΑ, ενώ το musical που είχε στα σκαριά του είχε περισσότερες πιθανότητες ν’ ανέβει στη σκηνή της Νέας Υόρκης, παρά οπουδήποτε αλλού. Πέραν αυτού, τα περίχωρα της Νέας Υόρκης ήταν τα μέρη όπου έμενε παλιά η Καθλήν με τους γονείς της – και τώρα μπορούμε να επιβεβαιώσουμε σε ποιαν απευθύνονταν οι στίχοι του “Jersey girl”… και για ποιο λόγο το τραγούδι ακούγεται τόσο γλυκανάλατο.

Νέα Υόρκη λοιπόν! Γι’ άλλη μια φορά. Κι ενώ ο Waits πάλευε να καταπολεμήσει τη ζαλάδα που του προκαλούσε το χάος της τιτάνιας πολιτείας. Νέες γνωριμίες, νέες επαφές, και το σημαντικότερο όλων: ένα παιδί στα σκαριά. Ναι. Ο Τομ θα γινόταν μπαμπάς. Πόσο αλλάζουν τα πράγματα σε λίγα μόνο χρόνια. Τι λέω. Κάποιες φορές αρκούν λίγες μόνο μέρες. Λίγες στιγμές.

Συνέβη κι ένα άλλο ενδιαφέρον γεγονός εκείνον τον καιρό. Στη διάρκεια ενός πάρτι ήρθε σ’ επαφή μ’ ένα νεαρό σκηνοθέτη με πυκνά πρόωρα γκρίζα μαλλιά. Περισσότερο και απ’ τον ίδιο τον Waits, ο σκηνοθέτης αυτός έμοιαζε με ροκ σταρ. Τ’ όνομά του: Jim Jarmusch.

Όπως ο Waits, έτσι και ο Τζάρμους δεν ένιωθε ιδιαίτερα άνετα με τις κοινωνικές συναναστροφές και τα πάρτι. Δεν ήταν το στυλ του. Προτιμούσε να τραβιέται σε κάποια απόμερη γωνιά και να συζητάει για διάφορα θέματα του γούστου του – εκείνη την περίοδο έβαζε τις τελικές πινελιές στο πρώτο του φιλμ, με τίτλο “Stranger than Paradise”. Διαθέτοντας αυθεντικότητα και έντονη αίσθηση του χιούμορ, δεν άργησαν με τον Waits να γίνουν φιλαράκια.

Αυτή η επαφή απέδωσε όμορφους καρπούς. Κι έτσι ο περιοδεύων θίασος του μπάρμπα-Τομ εμπλουτίζει ακόμα περισσότερο το ρόστερ του.

Τομ Γουέιτς και Τζιμ Τζάρμους / Tom Waits & Jim Jarmusch

Χορεύοντας με τα σκυλιά της βροχής

Αγαπητέ αναγνώστη! Μόλις έλαβες μια ιδιαίτερη πρόσκληση. Καλείσαι να συμμετέχεις, ως καλεσμένος, στον ιδιαίτερο χορό που οργανώνει ο κύριος Τομ Γουέιτς και ο περιοδεύων του θίασος. Τόπος διεξαγωγής του χορού: ένα πειρατικό καράβι που ξέβρασε καταμεσής της Νέας Υόρκης. Συμβαίνουν κι αυτά. Η βροχή λυσσομανά και τα σκυλιά συνοδεύουν τους χορευτές με τα πληθωρικά τους γαβγίσματα. Θα βραχείς, θα μουλιάσεις, θα γλιστρήσεις και θα φας τα μούτρα σου, ενώ πασχίζεις να χορέψεις καταμεσής της πλημμύρας. Δεν έχει σημασία. Η εμπειρία θα σου μείνει αξέχαστη.

Ήρθε η ώρα για τον χορό των σκυλιών της βροχής! Η ώρα του “Rain Dogs”!

Κλεισμένος τον περισσότερο καιρό σε ένα υπόγειο, απομονωμένος όσο μπορούσε από την ανθρωποπλημμύρα της Νέας Υόρκης, ο Waits ξεκίνησε να γράφει τα τραγούδια που έμελλε να αποτελέσουν τον νέο δίσκο. Ένας δίσκος διαποτισμένος από την παραζάλη της ατέλειωτης πολιτείας – τον φρενήρη ρυθμό, τις πολύβουες πλατείες, τα πλήθη που γυρίζουν σαν χαμένα στη σκιά των θεόρατων κτιρίων.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το άρωμα της πόλης μεταφέρεται στην ατμόσφαιρα ενός δίσκου του Waits. Είχε προηγηθεί η σφύζουσα αστική νύχτα του “The Heart of Saturday Night”, δέκα χρόνια πριν. Εκείνη η πολιτεία όμως, συγκριτικά με τη Νέα Υόρκη, μοιάζει περισσότερο με επαρχιακή πόλη, με γειτονιά. Οι άνθρωποί της είναι οικείοι, οι αφηγήσεις τους επώνυμες, η ζωή ακολουθεί έναν συγκεκριμένο ρυθμό. Οι ιστορίες που ξετυλίγονται στα τραγούδια του “Rain Dogs”, από την άλλη… θυμίζουν περισσότερο λαβύρινθο. Ο αφηγητής κρατάει κάποιο νήμα… κι εσύ τον ακολουθείς, καταμεσής πολυδαίδαλων μονοπατιών, στο βάθος μιας ανεξάντλητης πολιτείας. Μιας πολιτείας που περιλαμβάνει τα πάντα.

Δεν είναι τυχαίο πως η ποικιλομορφία στον νέο δίσκο είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Πρόκειται για ένα μουσικό και μυθιστορηματικό ψηφιακό, μεγαλύτερο σε εύρος από οτιδήποτε άλλο είχε παρουσιάσει ως τότε.

Η μουσική κατεύθυνση συνεχίζει από εκεί ακριβώς που άφησε το “Swordfishtrombones”. Το εύρος όμως είναι μεγαλύτερο, οι πειραματισμοί περισσότεροι. Τα μαλακά τραγούδια είναι μαλακότερα, τα δυνατά τραγούδια δυνατότερα, τα παράξενα τραγούδια ακόμα πιο παράξενα και οι ρόλοι εναλλάσσονται αδιάκοπα. Και μια μεγάλη έκπληξη: Ελάχιστες φορές στον δίσκο ακούς τον ήχο του πιάνου! – το μουσικό όργανο που υπήρξε, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, το σήμα κατατεθέν του δημιουργού ως τώρα. Μοιάζει λες και το παρέσυραν τα κύματα του ωκεανού των αισθήσεων και των εικόνων που κατακλύζουν τον δίσκο.

Tom Waits' Rain Dogs album cover

Αρχίζει, λοιπόν, ο δίσκος, τα πανιά φουσκώνουν, το καράβι σαλπάρει, παραδέρνεται στον άνεμο – κι εσύ χορεύεις στο υγρό από την μπόρα κατάστρωμα και δεν σε νοιάζει τίποτα. Κάποιος τρελός καπετάνιος φαίνεται να χορεύει εκεί μαζί σου, γελώντας και αψηφώντας τη φουρτούνα. “We’ re all as mad as hatters here!”, φωνάζει εμφατικά. Για δες – κάτι σου θυμίζει αυτό.

Νόμιζες πως είσαι στην καρδιά της πόλης – λάθος! Είσαι στο καράβι, το πιάνο παλεύει να σωθεί σκαρφαλώνοντας σε μια σχεδία (και υπόσχεται να παρατήσει το ποτό), ο ρυθμός είναι πειρατικός, στο βάθος η εξωτική Άπω Ανατολή σκορπίζει πορφυρές αντανακλάσεις στη βροχή. Και ο τρελός καπετάνιος – του οποίου μόλις άρχισες να παρατηρείς τα χαρακτηριστικά – είναι ένας μονόχειρας νάνος! We’ re all mad here!

Αυτό είναι το “Singapore” – το απίθανο κομμάτι που ανοίγει τον δίσκο και το εισιτήριό σου για έναν άλλο κόσμο. Είμαστε ακόμα στην πόλη; Ή αρμενίζουμε στα σκοτεινά της όνειρα;

Ο προσεκτικός ακροατής θα παρατηρήσει πως υπάρχει μια στενή σύνδεση, όσο αφορά τη δομή και τη διαδοχή των τραγουδιών, μεταξύ αυτού και του προηγούμενου δίσκου. Το “Rain Dogs” μοιάζει να είναι ο μεγαλύτερος, ωριμότερος αδερφός του “Swordfishtrombones”. Ή, μάλλον όχι. Αναδιατυπώνω αυτό που έγραψα. Το “Rain Dogs” είναι ο ωριμότερος αδερφός που ανακαλύπτει εκ νέου την παιδική του ηλικία.

Με μία σημαντική διαφορά: Πρωταγωνιστής εδώ δεν είναι ο Πίτερ Παν, μα ο Captain Hook.

Το “Clap Hands” επαναφέρει τους ήχους των μυστήριων μουσικών οργάνων, συνοδευόμενους από μια υποχθόνια ηλεκτρική κιθάρα. Η υπνωτιστική φωνή του αφηγητή μοιάζει να θέλει να σε μαγνητίσει, να σε μεταφέρει σε κάποια μακρινή πραγματικότητα. Πρόκειται για την πραγματικότητα της πόλης ιδωμένη μέσα από κάποιο σκοτεινό όνειρο. Εκεί που το οικείο φιλτράρεται και γίνεται ανοίκειο. Εμπρός, χτύπα παλαμάκια μια φορά – και ίσως δεις, με τα μάτια του νου σου, εκείνον τον τύπο που βαδίζει στο Χάρλεμ τη νύχτα μ’ ένα πιστόλι στο τζιν του… Πρόσεξε μόνο μην ξυπνήσεις – και το πιστόλι εκπυρσοκροτήσει.

“Cemetary Polka”, ο τίτλος του τρίτου τραγουδιού – και δεν χωράει αμφιβολία, πλέον, πως ακούμε τον πιο θεατρικό δίσκο του Tom Waits. Εδώ πρωταγωνιστεί ο θείος Βέρνον, που είχε κάποτε ξεράσει ένα ψαλίδι – και τη βραχνή φωνή του οποίου ο μικρός Tom ήθελε να μιμηθεί. Αληθινό γεγονός. Τα έχουμε πει αυτά στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας (κλικ εδώ). Παρανοϊκά πλήκτρα οργάνου κι ένα εσωστρεφές ακορντεόν συνοδεύουν αυτή την έξαλλη, μακάβρια πόλκα – ενώ η πτώση συνεχίζεται στην τρύπα του Κουνελιού.

Ακολουθεί το απίθανο “Jockey Full of Burbon”. Εδώ η φωνή του Waits μοιάζει να έχει επανέλθει στην πραγματικότητα, να σε ταρακουνάει, να σου λέει απαλά, μα εμφατικά: «Ε, ξύπνα, μικρό πουλί, το σπίτι σου πήρε φωτιά, τα παιδιά είναι μόνα τους. Ξύπνα!» Ο υποχθόνιος ροκ ρυθμός διώχνει πέρα τις ομίχλες του ονείρου – και στα αγουροξυπνημένα μάτια σου ξετυλίγεται για πρώτη φορά το σκηνικό της πόλης, όπως είναι στην πραγματικότητα.

New York City street by night during the 80s / Σκηνή ενός νυχτερινού δρόμου της Νέας Υόρκης κατά τη δεκαετία του 80

Η συνέχεια μας ταξιδεύει πάλι σε κάποια μακρινή πραγματικότητα. Πίσω στον χρόνο. Να λοιπόν που βρίσκεσαι σε κάποιο στέκι του παλιού καιρού της Νέας Ορλεάνης – και υπό τον ήχο ενός ξεπλυμένου πιάνου (πιθανότατα του καταπονημένου πιάνου που σώθηκε πριν από βέβαιο ναυάγιο, αρμενίζοντας σε μια σχεδία, και καταλήγοντας σε κάποια στεριά της Καραϊβικής) συνοδεύεις τραγούδια για έναν χορό τάνγκο… μέχρι τελικής πτώσης.

Αν δεν ξυπνάς με το καλό, θα ξυπνήσεις με το άγριο. Το “Big Black Mariah” καθιστά σαφείς, σε αυτό το σημείο, τις προθέσεις του δίσκου, και το νόημα της παράξενης εναλλαγής των τραγουδιών του: Από τη μία ο δίσκος είναι θεατρικός κι ονειρικός (ή εφιαλτικός, ανάλογα με την οπτική γωνία του καθένα) – και από την άλλη μας μεταφέρει στην καρδιά της σύγχρονης πραγματικότητας. Σαν ένα νόμισμα με δύο όψεις (όπου, πράγμα μυστήριο μα αληθινό, η μία όψη συνιστά τον αντεστραμμένο καθρέφτη της δεύτερης). Αν στην πρώτη κατηγορία τραγουδιών ταιριάζουν ιδιαίτερα μουσικά όργανα όπως μαρίμπες και ακορντεόν, στη δεύτερη κατηγορία (περισσότερο αστική, περισσότερο μοντέρνα) αρμόζει ο ήχος της ηλεκτρικής κιθάρας.

Σε αυτές τις στιγμές του δίσκου ο Waits αντηχεί πιο ροκ από ποτέ. Τόσο στο “Big Black Mariah”, όσο και στα “Union Square” και “Blind Love” κιθάρα παίζει ένας εκλεκτός επισκέπτης. Κι αυτός δεν είναι άλλος από τον Keith Richards των Rolling Stones.

Το αποτέλεσμα μοιάζει με δυναμίτη καταμεσής κάποιας θεατρικής σκηνής – ίσως αυτή η εικόνα τελικά να ταιριάζει, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, στην περιγραφή του “Rain Dogs”. Το “Big Black Mariah” φέρει μέσα του εκείνη την πρωτόγονη ενέργεια, το αρχέγονο rhythm’n blues των μαύρων, τη μετουσιωμένη σε νότες συνουσία. Αργότερα στον δίσκο, το “Union Square” σε σηκώνει από τη θέση σου, σε στροβιλίζει γύρω από τον εαυτό σου – και σε πετάει ευγενικά στον τοίχο. Το “Blind Love”, με τη σειρά του, παραπέμπει σε southern rock ήχους. Ανεξάντλητος, πλέον, ο Waits!

Και αυτό ακριβώς είναι το δημιουργικό μεγαλείο του “Rain Dogs”: η αστείρευτη ποικιλία του.

Ένας αναγεννημένος ροκ καλλιτέχνης χρειάζεται και τις μοντέρνες ροκ μπαλάντες του: εκείνα τα τραγούδια που ίσως ακούσεις στο ραδιόφωνο, κολλήσεις στον ρυθμό και σιγοσφυρίξεις τη μελωδία τους. Μια τέτοια μελωδία είχε σφυρίξει κάποια μέρα η γυναίκα του Waits, Kathleen. O άντρας της την πήρε και την έκανε τραγούδι: Έτσι προέκυψε το “Hang Down Your Head” – η πρώτη μουσική συνεργασία του αντρόγυνου. Ποτέ άλλοτε δεν είχε τραγουδήσει ο Waits κάτι τόσο πιασάρικο. Το ίδιο θα λέγαμε και για το “Dowtown Train” που ακολουθεί αργότερα στον δίσκο – για το οποίο μάλιστα γύρισε και videoclip.

Όπως γράψαμε πριν: αυτός ο δίσκος είναι δυνατότερος στα δυνατά του και απαλότερος στα απαλά του από κάθε άλλο δίσκο του Waits.

Το άνοιγμα του Waits σε περισσότερο εύπεπτα, για το ευρύ κοινό, μονοπάτια, σε κάποιους άρεσε, σε άλλους όχι τόσο. Η επιτυχία των τραγουδιών πάντως ήταν δεδομένη. O Waits όριζε πλέον πλήρως τον εαυτό του – και αυτή η ελευθερία τον έκανε να νιώθει σαν παιδί. Έμοιαζε λες και είχε γίνει 10 χρόνια νεότερος. Ο μεσήλικας χαρακτήρας που υποδυόταν στα πρώτα άλμπουμ του είχε υποχωρήσει για τα καλά, παραχωρώντας τη θέση του σ’ έναν νεαρό με μια ηλεκτρική κιθάρα στο χέρι. Όπως έκανε ο Bruce Springsteen, διασκευάζοντας το “Jersey Girl”. Όπως θα έκανε αντίστοιχα κάποια χρόνια μετά ο Rod Stewart, όταν θα εκτόξευε τη διασκευή του “Dowtown Train” στο top 5 των charts.

Ήταν η μοναδική φορά, παρεμπιπτόντως, που ένα τραγούδι του Waits εντάχθηκε στο ρόστερ των αμερικανικών chart – έστω, η διασκευή του. Θα λέγαμε πως ο Waits ήταν ιδιαίτερα ευγενικός, παραχωρώντας έτοιμα χιτ σε άλλους καλλιτέχνες.

Τα τραγούδια που περιγράψαμε ως τώρα θα μπορούσαν να έχουν συμπληρώσει όχι έναν, άλλα δύο εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους δίσκους. Κι όμως – βρισκόμαστε ακόμα στο “Rain Dogs”… και ο δίσκος έχει ακόμα συνέχεια!

Rain Dogs, Photo by Ted Fristrom

Rain Dogs, Photo by Ted Fristrom

Για το “9th and Hennepin” τα πολλά λόγια είναι περιττά. Αρκεί η εξιστόρηση του ίδιου του Waits. Ναι, “εξιστόρηση”. Πρόκειται για ένα σκοτεινό μελοποιημένο ποίημα. Εδώ επανέρχεται η νουάρ αφήγηση – και ο Waits μοιάζει με ξεναγός της σκιερής πλευράς του φεγγαριού.

Το ακορντεόν που ανοίγει το ομότιτλο τραγούδι ανήκει στις πιο ξακουστές εισαγωγές τραγουδιών του. Το “Rain Dogs” συνιστά τη μουσική και στιχουργική καρδιά του δίσκου. Το πάντρεμα της αστικής νύχτας και των απόκληρων χαρακτήρων της από τη μία, με την εξπρεσιονιστική μιούζικαλ αισθητική από την άλλη. Το τραγούδι μας θυμίζει ιστορίες σαν εκείνες που μελοποίησε ο Kurt Weill και αφηγήθηκε ο Μπρεχτ στην “Όπερα της Πεντάρας” – ένα έργο που ο Waits γνώριζε πάρα πολύ καλά. Η συμπάθειά του για τους ανθρώπους του περιθωρίου – εκείνους που δεν χώρεσαν στη στιλβωμένη ζωή των πρωτοσέλιδων του αμερικανικού ονείρου – δεν έπαψε ποτέ. Ο Μπουκόφσκι έρεε πάντα στις φλέβες του. Κι αν κάποιες φορές το ύφος αλλάζει, η ουσία μένει ίδια. “For I am a rain dog, too”.

Κι εδώ θα βάλω μια τελεία – ας μου επιτρέψουν τα υπόλοιπα τραγούδια να τα παραλείψω (σκέφτηκα μια ορδή αγριεμένων τραγουδιών να μου χτυπούν το παράθυρο τη νύχτα και να φωνάζουν θυμωμένα: «γιατί δεν μας ανέφερες εμάς;» και να με στοιχειώνουν, έπειτα, με τις μελωδίες τους – δεν φταίω εγώ. The Piano Has Been Drinking, Not Me).

To “Rain Dogs”, στη μουσική ποικιλία του, μοιάζει σχεδόν χαοτικό. Μα το χάος δεσπόζει στην καρδιά κάθε δημιουργίας. Αν η συνοχή και η αίσθηση ενιαίας ταυτότητας είναι το ζητούμενο, ίσως καλύτερα να στραφούμε σε άλλους δίσκους του Waits. Αν όμως το ζητούμενο είναι η δημιουργική έμπνευση, τότε μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως το “Rain Dogs” ανήκει στους πιο εμπνευσμένους δίσκους, όχι μόνο του Tom Waits, μα ολόκληρης της μουσικής δεκαετίας του 80. Παραμένει, ως σήμερα, ένας δίσκος σταθμός.

Κι εδώ τελειώνει το τρίτο μέρος της μεγάλης μας μυθιστορηματικής παρουσίασης. Μέχρι τη συνέχεια… σας αποχαιρετώ.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι. Το παρόν αφιέρωμα στον Τομ Γουέιτς ανέβηκε μια βροχερή μέρα του Νοέμβρη του 22.

Πορτραίτο του Τομ Γουέιτς / Tom Waits portrait

Tags: , , , , , , , , , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *