Ήταν πριν λίγα χρόνια, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής μου στη Χώρα των Θαυμάτων – γνωστή και με το περισσότερο προσβάσιμο όνομα «Βιβλιοπωλείο» – όταν εντόπισα καταχωνιασμένο σε κάποιο ράφι ένα βιβλίο που μου κίνησε την περιέργεια: “Μύθοι και Ιστορίες του Λεονάρντο ντα Βίντσι”. Το πήρα νομίζοντας πως πρόκειται για ένα ακόμα ιστορικό έργο με θέμα του τη ζωή του μεγάλου καλλιτέχνη. Με έκπληξή μου, όμως, διαπίστωσα πως το βιβλίο περιελάμβανε μύθους, συγγραφέας των οποίων υπήρξε ο ίδιος ο ντα Βίντσι! Επρόκειτο για σύντομες ιστορίες αλληγορικού χαρακτήρα, σχετικές με τα πάθη και τις αδυναμίες των ανθρώπων, με πρωταγωνιστές ζώα, φυτά ή πράγματα – τέτοιες που προοικονομούν τον Λα Φονταίν και θυμίζουν τον Αίσωπο.
Φαίνεται πως ο ντα Βίντσι είχε αναπτύξει ένα ακροατήριο για τους συγκεκριμένους μύθους – και πως οι μύθοι αρχικά είχαν διαδοθεί μεταξύ των κατοίκων της Τοσκάνης, κυκλοφορώντας από στόμα σε στόμα. Αργότερα ο ντα Βίντσι άρχισε να τους καταγράφει στο προσωπικό του σημειωματάριο – και αργότερα κατέληξαν στον τιτάνιο Codex Atlanticus. Σύντομες διδακτικές ιστορίες όμως με τίτλους όπως «Λιοντάρι και Αρνί», «Ο Κροκόδειλος και ο Ποντικός», «Το Παγόνι και ο Κόκορας», «Η Καστανιά και η Συκιά», στις οποίες διαφαίνεται η άποψη του ντα Βίντσι για την ανθρώπινη φύση και το πάθος του για την ελευθερία.
Πλάι λοιπόν στον ζωγράφο ντα Βίντσι, πλάι στον μηχανικό ντα Βίντσι, τον χημικό, τον αρχιτέκτονα, τον ανατόμο, τον μουσικό, τον γεωμέτρη, τον γλύπτη – ενδεχομένως και τον πρώτο άνθρωπο που πάτησε στο φεγγάρι και όχι, μάλλον δεν συνέβη αυτό, μα θα μπορούσε, για τον ντα Βίντσι μιλάμε σε τελική ανάλυση – πλάι σε όλες αυτές τις διαστάσεις της πιο πολύπλευρης προσωπικότητας της Ιστορίας, γνωρίζουμε τώρα και τον μυθοπλάστη ντα Βίντσι!
Επέλεξα μια χούφτα από τους δεκάδες μύθους του και τους παρουσιάζω, κλείνοντας το αφιέρωμα με τον βαθύτατα συγκινητικό «Θάνατο του Κύκνου». Ιδιαίτερη μνεία να δώσουμε στον μεταφραστή Χάρη Σακελλαρίου, ο οποίος απέδωσε τους μύθους τόσο σε πρόζα – που ταιριάζει περισσότερο στο στυλ σημειώσεων του ντα Βίντσι –, όσο και σε έμμετρο ποιητικό λόγο – που ταιριάζει στις λαϊκές αφηγήσεις που συνέβαλαν στη διάδοση αυτών των μύθων. Ειδικά η έμμετρη απόδοση των μύθων είναι υπέροχη και παραπέμπει στην αστείρευτη παράδοση του δημοτικού τραγουδιού.
Ο Γάιδαρος κι ο Πάγος
Μια φορά ήταν ένας γάιδαρος τόσο τεμπέλης, που ακόμη και στο στάβλο του βαριότανε να πάει. Ήταν χειμώνας, έκανε κρύο κι όλοι οι δρόμοι είχαν σκεπαστεί με χιόνι και δε φαίνονταν.
— Δεν πάω πουθενά, είπε ο γάιδαρος ξαπλωμένος καταγής.
Ένα χαριτωμένο σπουργιτάκι πέταξε, κάθισε πάνω στο κεφάλι του και του λέει στ’ αυτί:
— Μην είσαι κουτός. Δε βρίσκεσαι πάνω στο δρόμο, αλλά πάνω σε μια παγωμένη λίμνη. Και πρόσεξε, γιατί είναι βαθιά.
Αλλά ο ξεροκέφαλος γάιδαρος νύσταζε. Χασμουρήθηκε κι αποκοιμήθηκε. Από τη ζέστα όμως του κορμιού του ο πάγος σιγά-σιγά έλιωσε κι ο ύπνος του κόπηκε στη μέση. Ο γάιδαρος βούλιαξε μες στο νερό και ξύπνησε ξαφνικά. Κι άρχισε να κολυμπά, για να σωθεί, αφού πήρε μια γερή ψυχρολουσία.
Τότε κατάλαβε αυτό που λένε: «όπως στρώσεις θα κοιμηθείς».
Μια φορά κι έναν καιρό
σ’ έναν τόπο παγερό
ήταν ένας γάιδαρος
που όλο τεμπελιάζει
κι όπου βρει, ξαπλώνεται
πέφτει και πλαγιάζει.
Ήταν γύρω χειμωνιά
κρύο, αγέρας, παγωνιά
κι είχαν όλοι σκεπαστεί
από χιόνι οι δρόμοι
πήρε, νύχτωσε κι αυτός
ήταν έξω ακόμη
— Μια που τώρα δεν πεινώ
από δω δεν το κουνώ!
είπε και φαρδύς-πλατύς
κάτω ευθύς ξαπλώνει.
Κι είχε στρώμα κρούσταλλο
και σεντόνι χιόνι.
Σπουργιτάκι πεταχτό
σαν τον είδε ξαπλωτό,
πάνω στο κεφάλι του
γρήγορα πετάει
και του λέει σιγά στ’ αυτί
και του τραγουδάει:
— Γάιδαρέ μου, σήκω ευθύς!
Θα βουλιάξεις, θα πνιγείς.
Δεν είν’ ανθολίβαδο
δω που χεις ξαπλώσει
είναι λίμνης κρύσταλλο
γρήγορα θα λιώσει!…
Αλλά ο ξεροκέφαλος
κι ο αρχιτεμπέλαρος
σημασία δεν έδωσε.
Βαριοχασμουριέται
κι όπως κιόλας νύσταζε
γλυκαποκοιμιέται.
Μα απ’ τη ζέστη του κορμιού
λιώνει η κρούστα του χιονιού
λιώνουνε τα κρούσταλλα
και βαθιά βουλιάζει
μες στη λίμνη ο γάιδαρος
που όλο τεμπελιάζει.
Ξύπνησε, ανατρόμαξε
κι ο βαρύς ο ύπνος του
μες στη μέση κόπηκε.
Κολυμπά με βία.
Σώθηκε, αφού άρπαξε
μια ψυχρολουσία!
Τότε πια κατάλαβε
και το καλοχώνεψε
ότι κάτι θα ‘ξερε
κάποιος θα ‘χε γνώσεις
που είπε πως «θα κοιμηθείς
καταπώς θα στρώσεις».
Η Λιονταρίνα
Οπλισμένοι με κοντάρια και με κοφτερά σπαθιά, οι κυνηγοί πλησίαζαν σιωπηλοί. Η λιονταρίνα την ώρα εκείνη θήλαζε τα μικρά της. Έχοντας μάθει να προσέχει και ν’ αντιλαμβάνεται αμέσως και τον παραμικρό θόρυβο και την πιο λεπτή μυρουδιά, κατάλαβε πως πλησίαζαν άνθρωποι. Αλλά ήταν πια πολύ αργά, για να φύγει. Τα μικρά της δε θα μπορούσαν να την ακολουθήσουν. Οι κυνηγοί έκαμαν λίγα ακόμα βήματα κι ήταν έτοιμοι να τη χτυπήσουν.
Βλέποντας τα όπλα ν’ αστράφτουν, η μάνα λιονταρίνα φοβήθηκε κι έκαμε να φύγει. Έτσι όμως θ’ άφηνε τα μικρά της στα χέρια των ανθρώπων. Και τότε, παίρνοντας την απόφαση να τα υπερασπίσει με κάθε τρόπο, χαμήλωσε το βλέμμα της, για να μη βλέπει τις φοβερές μύτες των κονταριών, κι έπειτα, μ’ ένα φοβερό πήδημα, ρίχτηκε καταπάνω στους κυνηγούς.
Μια λιονταρίνα, ξαπλωτή μες στην κρυφή φωλιά της
ευτυχισμένη, ξένοιαστη, βύζαινε τα μικρά της.
Ξάφνου κάτι μυρίστηκε, σα ν’ άκουσε και κάτι
αυτιάζεται, γύρω κοιτά με τ’ ασκημένο μάτι.
Και βλέπει, βλέπει, ω συμφορά! πως είναι κυκλωμένη.
Γύρω της στέκουν κυνηγοί άγριοι κι αρματωμένοι.
Μπορούσε μ’ ένα σάλτο της σαν αστραπή να φύγει
μα είν’ τα παιδάκια της μικρά κι η δύναμή τους λίγη
και δε μπορούν, καθώς αυτή, μες στα κλαριά να τρέξουν
κι αν μείνουν πίσω, θα πιαστούν και στα κλουβιά θα ρέψουν.
Και πήρε την απόφαση, καθώς όλες οι μάνες:
χαμήλωσε το βλέμμα της, να μην κοιτά τις κάνες
κι αφού και σφαίρες και φωτιά και σπάθες αψηφάει
με φοβερό ένα πήδημα στους κυνηγούς χυμάει.
Ερμίνα κι Αλεπού
Μια αλεπού έτρωγε λαίμαργα. Ξάφνου βλέπει να περνά από κοντά της μια ερμίνα. Η αλεπού, χορτάτη τώρα πια, κάλεσε την ερμίνα να μοιραστούν μαζί το φαγητό της.
— Ευχαριστώ πολύ, απάντησε η ερμίνα, αλλά μόλις έχω φάει.
— Α, α! έκαμε η αλεπού κοροϊδευτικά. Θα θελα να ήμουν κι εγώ έτσι λιγόφαγη. Σεις οι ερμίνες είστε τα πιο λιτοδίαιτα πλάσματα του κόσμου. Αλλά το ξέρω γιατί τρώτε μόνο μια φορά τη μέρα. Το κάνετε για να μη χαλάσετε την κομψή σιλουέτα σας.
Τη στιγμή εκείνη έφτασαν εκεί κυνηγοί. Γρήγορα η αλεπού σαν αστραπή έτρεξε και χώθηκε μες στην τρύπα της. Κι η ερμίνα, που ήταν κι αυτή αρκετά ευκίνητη τράβηξε κατά τη φωλιά της.
Μα ο ήλιος, που είχε βγει πριν από λίγο, έκανε το χιόνι ν’ αρχίζει να λιώνει κι οι κυνηγοί βλέποντας τ’ αχνάρια της στη λάσπη, έφτασαν ως τη φωλιά της. Η φωλιά της όμως ήταν κι αυτή γεμάτη λάσπη. Η ερμίνα δίσταζε να μπει μέσα, για να μη λερώσει την πεντακάθαρη γούνα της. Και προτίμησε να πέσει στα χέρια των κυνηγών.
Κάποια αλεπού, σαν χόρτασε, κάλεσε εκεί κοντά της
μια ερμίνα, για να μοιραστεί μαζί της τα φαγιά της.
— Ευχαριστώ, της λέει αυτή, μα μόλις έχω φάει.
— Καταλαβαίνω, ερμίνα μου, ο νους σου πού το πάει.
Είσαι λεπτούλα, ανάλαφρη, αιθέρια σουφραζέτα
και δε χαλάς την όμορφη, κομψή σου σιλουέτα.
Στο λόγο απάνω ξαφνική τα πρόσμενε λαχτάρα
και τα δυο ζώα πήρανε μια φοβερή τρομάρα.
Δυο κυνηγοί ξεπρόβαλαν κι εκείνα τρομαγμένα
τρέχουν αμέσως να κρυφτούν όπου έβρει το καθένα.
Τρύπωσε γρήγορα η αλεπού στη σκοτεινή φωλιά της
και βρήκε εκεί τη βόλεψη και την ασφάλειά της.
Μα η ερμίνα, αριστοκράτισσα και καλομαθημένη,
σαν βρήκε κάπου μια φωλιά λιγάκι λερωμένη
σιχάθηκε μέσα να μπει και γι’ άλλη τρύπα ψάχνει
ώσπου τη φτάνει ο κυνηγός, χυμά και την αδράχνει.
Η Μαϊμουδίτσα και το Πουλάκι
Μια μέρα κάποια μαϊμουδίτσα, πηδώντας από κλωνάρι σε κλωνάρι, βρήκε μια φωλιά γεμάτη μικρά πουλάκια. Όλο χαρά, πλησίασε να τα πιάσει, αλλά τα πουλάκια, που είχαν μάθει να πετάνε, έφυγαν γρήγορα φτερουγίζοντας. Η μαϊμουδίτσα έπιασε το πιο μικρό απ’ όλα, που δεν είχε μάθει να πετά καλά.
Χαρούμενη για το εύρημά της, γύρισε στη φωλιά της κρατώντας το πουλάκι στα χέρια της. Υιοθέτησε το φτερωτό πλασματάκι, του χάιδευε τα πουπουλένια φτερά του και το κανάκευε.
— Μην το σφίγγεις τόσο πολύ! της έλεγε η γριά μητέρα της.
— Το χαϊδεύω και το σφίγγω στην αγκαλιά μου, γιατί τ’ αγαπώ, απαντούσε η μαϊμουδίτσα.
Κι εξακολουθούσε να το χαϊδεύει και να το σφίγγει τόσο δυνατά, που, στο τέλος, το έπνιξε.
Κάποτε μια μαϊμουδίτσα
βρήκε μες σε μια φωλίτσα
ένα τοσοδά πουλάκι
ομορφούλικο σπινάκι.
Χαρωπή για το εύρημά της
το ‘φερε μες στη φωλιά της
κι άρχισε να το νταντεύει
και να το γλυκοχαϊδεύει.
Από την πολλή χαρά της
το σφίγγε στην αγκαλιά της
το κανάκευε, όλο βιάση
με φιλιά να το χορτάσει.
Κι από το πολύ το χάδι
κι απ’ το σφίξιμο, ένα βράδυ
το πουλάκι το καημένο
ξάφνου βρέθηκε πνιγμένο.
Τώρα η μαϊμουδίτσα κλαίει
και μια γριά μαϊμού της λέει:
— Μάθε μιαν αλήθεια τόση
πως κι η αγάπη θέλει γνώση.
Οι Τσίχλες και η Κουκουβάγια
— Ά, η κουκουβάγια πιάστηκε! Ζήτω η λευτεριά! φώναζαν οι τσίχλες, όταν είδαν πως κάποιος είχε πιάσει ζωντανή την κουκουβάγια. Τώρα που η κουκουβάγια θα είναι σε κλουβί, έλεγαν ακόμα, θα μπορούμε να τρώμε όσα σταφύλια θέλουμε, να τραγουδάμε όσο μας αρέσει και να κοιμόμαστε ήσυχες. Δε θα μπορεί πια η κουκουβάγια να έρχεται να μας τρομάζει τη νύχτα…
Κι έτσι οι τσίχλες δε χόρταιναν να λένε, όλο να λένε ενθουσιασμένες, μα και να τρώνε σταφύλια. Μα η πιο μεγάλη χαρά τους ήταν να κοροϊδεύουν την κουκουβάγια, όταν την άκουγαν να σκούζει σιγανά μέσα στο κλουβί της. Ο άνθρωπος όμως που είχε πιάσει την κουκουβάγια ήξερε πως τα πουλιά την κορόιδευαν όσο ήταν μέρα. Κι αν την κρατούσε κλεισμένη στο κλουβί, το έκανε για να μπορέσει να πιάσει ευκολότερα τις τσίχλες.
Έβγαλε λοιπόν την κουκουβάγια απ’ το κλουβί, την έβαλε να σταθεί πάνω σ’ ένα πλατύ ξύλο κι έδεσε τα πόδια της πάνω σ’ αυτό. Έτσι δεμένη εκεί, η κουκουβάγια άρχισε να σκούζει.
Σαν άκουσαν το σκούξιμό της, ήρθαν κοντά οι τσίχλες, κάθισαν πάνω στα κλωνάρια του πιο κοντινού δέντρου και διασκέδαζαν με το θέαμα.
Αλλά τα κλωνάρια του δέντρου αυτού ήταν γεμάτα ξόβεργα. Κι έτσι, όταν οι τσίχλες θέλησαν να φύγουν, είδαν πως δεν μπορούσαν. Ήταν πιασμένες στα ξόβεργα. Έχασε, βέβαια, η κουκουβάγια τη λευτεριά της. Μα οι τσίχλες έχασαν μαζί και τη ζωή τους. Γιατί ο άνθρωπος εκείνος νοστιμευόταν τις τσίχλες, όσο και τα σταφύλια.
Είδαν την κουκουβάγια
κλεισμένη σε κλουβί
να κάθεται θλιμμένη
ασάλευτη, βουβή
κι είχαν χαρές οι τσίχλες
που δίχως φόβο πια
στ’ αμπέλια θα γυρνούνε
γεμάτες ξεγνοιασιά.
Μα αυτό βαστάει μονάχα
η μέρα όσο κρατεί.
Σα νύχτωσε, ο χωριάτης
τη βγάζει απ’ το κλουβί.
Μ’ ένα σκοινί απ’ το πόδι
τη δένει σε κλαδί
αφήνοντας να σκούζει
με θλιβερή φωνή.
Και δίπλα πάει και στήνει
ξόβεργα πονηρά
τις τσίχλες για να πιάσει
σαν πάνε εκεί κοντά.
Γελάστηκαν εκείνες
στα ξόβεργα πατούν
και πια από κει να φύγουν
ποτέ τους δεν μπορούν.
Σε φοβερό τους βγήκε
κακό τόση χαρά
έτσι καθώς χαρήκαν
μ’ άλλου τη συμφορά.
Η Πεταλούδα και το Φως
Μια πολύχρωμη και άστατη πεταλούδα πετούσε από δω κι από κει μες στο σκοτάδι, ώσπου είδε ένα φως κάπου μακριά. Αμέσως τράβηξε κατά κει κι άρχισε να κάνει κύκλους γύρω από τη φλόγα, θαμπωμένη απ’ τη λαμπρή ομορφιά της.
Μα δεν της έφτανε που τη θαύμαζε φέρνοντας γύρω της. Της ήρθε η ιδέα να πετάξει κι από πάνω της, όπως έκανε και με τα λουλούδια. Έτσι, παίρνοντας φόρα, πέρασε άφοβα ανάμεσά της. Αλλά οι άκρες από τα φτερά, τις κεραίες και τα πόδια της κοκκίνισαν λίγο. Κι η πεταλούδα έπεσε στα πόδια του λυχναριού. Παραξενεύτηκε και λυπήθηκε γι’ αυτό κι άρχισε ν’ αναρωτιέται:
— Τι ήταν αυτό που έπαθα! Δεν μπορεί γι’ αυτό να φταίει το φως. Ένα πράμα τόσο όμορφο δεν μπορεί ποτέ να κάνει κακό.
Η κακομοιρούλα! Δεν μπορούσε να καταλάβει πως εδώ κάνει κάποιο λάθος. Μόλις συνήρθε, ξαναδοκίμασε να πετάξει και να περάσει πάλι μέσα από τη φλόγα. Τώρα η πεταλούδα άναψε ολόκληρη κι έπεσε αμέσως μες στο λάδι του λυχναριού. Και τότε κατάλαβε γιατί τα πάθε όλα τούτα.
— Κακό φως! έλεγε καθώς βογκούσε πεθαίνοντας η πεταλούδα. Πίστευα πως σ’ εσένα θα ‘βρισκα την καλοσύνη και βρήκα το χαμό μου! Τώρα άδικα κλαίω γι’ αυτή την παράλογη αγάπη που σου είχα. Έμαθα, αλλά αργά πια για μένα, πόσο επικίνδυνη είναι η παμφάγα φύση.
— Φτωχή μου άμυαλη, απάντησε το φως. Είναι δικό μου λάθος, που ξεπλανεύτηκες απ’ τη φλόγα; Γύρευες τον ήλιο και βρήκες το θάνατο. Μάθε το πως δίνω τη χαρά σ’ εκείνους που ξέρουν να με χρησιμοποιούν σωστά.
Κάποτε μια άσπρη πεταλούδα
σαν είδε μες στα σκοτεινά
να καίει μακριά κάποιο λυχνάρι
τόσο θαμπώθηκε απ’ το φως του
που αμέσως ελαφροπετώντας
να το γνωρίσει ξεκινά.
Γύρω του μύριους κύκλους φέρνει
κι απ’ τη λαμπρή την ομορφιά
ξετρελαμένη, μαγεμένη
ποθεί να πάει να το γνωρίσει
κι ολόσωμα, βαθιά να ζήσει
τούτη την τέλεια ζωγραφιά.
μέσ’ απ’ τη φλόγα του περνάει
καθώς σαΐτα μια φορά
κι είδε πως κάπου εκεί στις άκρες
ρόδινο χρώμα κάπως πήραν
λες πάνε για να γίνουν φλόγα
τα μεταξένια της φτερά.
Κι η πεταλούδα δε χορταίνει
και θέλει ακόμα πιο πολύ
την ομορφιά για ν’ απολάψει
και μέσ’ από τη φλόγα πάλι
και πάλι αδιάκοπα διαβαίνει
δίχως στιγμή να κουραστεί.
Μα απ’ το πολύ το περνοδιάβα
παίρνει το σώμα της φωτιά
και φλόγα τα φτερά της γίναν
κι έτσι όλη πια πυρπολημένη
ανήμπορη, δυστυχισμένη
στη λίμνη του λαδιού βουτά.
Κι ως ξεψυχά, στο φως γυρίζει
και λέει με πόνο και θυμό:
— Ω φως κακό! Κι εγώ θαρρούσα
πως όση εσύ είχες ομορφάδα
θα ‘χες και τόση καλοσύνη
Κι όμως σ’ εσέ βρήκα χαμό…
Κι είπε το φως: — Τρελή καλή μου,
τί φταίω εγώ για όλ’ αυτά;
Η ομορφιά είναι ξελογιάστρα
δίνει χαρά, μα και σκοτώνει.
Δίνω χαρά κι εγώ όπου ξέρουν
να με δουλεύουνε σωστά.
Ο Θάνατος του Κύκνου
Ο κύκνος λύγιζε το χαριτωμένο λαιμό του πάνω απ’ τον καθρέφτη της ρηχής λίμνης και για πολλή ώρα σκεφτόταν.
Καθώς κοιταζόταν, έβλεπε γιατί αισθανόταν αηδία και το χιονάτο σώμα του έτρεμε, λες κι ήταν χειμώνας. Καταλάβαινε πως σε λίγο θα σημάνει η τελευταία του ώρα κι έπρεπε να πει σε όλα το τελευταίο του «αντίο».
Τα κάτασπρα φτερά του είχαν κρατήσει όλη τη μεταξένια τους λάμψη. Καμιά εποχή του χρόνου δεν μπόρεσε να εμποδίσει το μεγαλόπρεπο κολύμπι του. Κι ήταν, μες στη μεγαλειώδη ερημιά του, ευαίσθητος στη σπάνια και λεπτή αρμονία της απλότητας και της μεγαλοπρέπειας.
Ανασηκώνοντας με χάρη το λαιμό του ήρθε και στάθηκε κάτω από μιαν ιτιά, όπου συνήθιζε να έρχεται, όταν ήθελε να δροσιστεί. Το βράδυ ερχόταν σιγά-σιγά κι ο ήλιος που βασίλευε έβαφε τα νερά καταπόρφυρα και μενεξεδιά.
Μες στη σιωπή, που είχε πέσει ολόγυρα, ο κύκνος άρχισε να κελαηδεί με μια πονεμένη κι υπέροχη γλύκα.
Ποτέ ως τότε δε βρέθηκαν τόσο παθητικοί τόνοι, για να υμνήσουν τη φύση, να τραγουδήσουν την ομορφιά του ουρανού, της θάλασσας και της γης. Μια γλυκιά αρμονία χυνόταν μες στο βράδυ, που μόλις τη σκίαζε μια μελαγχολία, κι από λίγο-λίγο έσβηνε, τη στιγμή που τα σκοτάδια γέμισαν τον ορίζοντα. Όλα τα ζώα των λιβαδιών, τ’ αγρίμια των δασών, άκουαν συγκινημένα, συνεπαρμένα τον κύκνο που πέθαινε.
Καθώς στ’ ατάραχα νερά της λίμνης εγλιστρούσε
ένιωσε ο κύκνος ξαφνικά πως κρύωνε και ριγούσε.
Και τότε πια κατάλαβε το τέλος του πως φτάνει
κι είπε να κάμει ό,τι καθείς απ’ τη γενιά του κάνει.
Μ ένα τραγούδι θλιβερό τον κόσμο αυτό ν’ αφήσει
κι όλες της γης τις ομορφιές για ν’ αποχαιρετήσει.
Με χάρη ανασηκώνοντας το φιδωτό λαιμό του
τράβηξε μεγαλόπρεπα στο μέρος το γνωστό του.
Κι έτσι όπως καθρεφτίζεται στης λίμνης τον καθρέφτη
και γύρω απόλυτη σιωπή πάνω στην πλάση πέφτει
κι από το ηλιοβασίλεμα στου σούρουπου την έγνοια
βάφτηκαν κάτω τα νερά, κόκκινα, μενεξένια
λες κι όλα, αχτίνες και νερά, υφάνανε ν’ ανοίξουν
πορφύρα αυτοκρατορική στερνά να τον τυλίξουν
και την ανάσα τους κρατούν, νότα καμιά μη χάσουν,
αγρίμια, σερπετά, πουλιά πριν πέσουν και πλαγιάσουν
τ’ ολόστερνο τραγούδι του ο κύκνος αρχινάει
και το κορμί του απ’ το βαθύ τον πόνο αναριγάει.
Μια μελωδία μοναδική, μια ασύγκριτη αρμονία
με την επιθανάτια σμίγει πικρή αγωνία.
Κι έτσι όπως γύρω πέφτουνε της νύχτας τα σκοτάδια
κι η πλάση μοιάζει να γίνε σαν κουρσεμένη κι άδεια
αργά, απαλά, στην πένθιμη κι επίσημη γαλήνη
μαζί με το τραγούδι του κι ο κύκνος σιγοσβήνει…
Οι μύθοι περιλαμβάνονται στο «Μύθοι και Ιστορίες» του Λεονάρντο ντα Βίντσι, σε μετάφραση Χάρη Σακελλαρίου. Για την παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι, Οκτώβρης 22.
2 Responses
Μερικές φορές είναι σαν να επικοινωνούμε! Έχω ξεκινήσει να διαβάζω μία σειρά με ζωγράφους που είχα πάρει πριν από πολλά χρόνια μέσω κάποιας εφημερίδας (αποφάσισα, επιτέλους, ότι δεν βρίσκονται στο ράφι μοναχά για να το στολίζουν, αλλά ότι ήρθε ο καιρός τους να διαβαστούν κιόλας). Ο πρώτος τόμος ήταν αφιερωμένος στον Βαν Γκογκ. Σήμερα ξεκίνησα τον δεύτερο, που είναι αφιερωμένος – μάντεψε – στον Λεονάρντο Ντα Βίντσι!
Δεν το ήξερα, φυσικά, ότι είχε γράψει και μύθους, αλλά, πάλι, από μια τέτοια μεγαλοφυϊα θα έπρεπε να τα περιμένουμε όλα. Πολύ καλή η επιλογή σου!
Να έχεις ένα όμορφο βράδυ και μια υπέροχη εβδομάδα
Τίποτα δεν είναι τυχαίο, αγαπητή μου Πίπη!