Ιονέσκο: “Οι κριτικοί μου κι εγώ”

Enter the rabbit's lair...

Ιονέσκο - Οι κριτικοί μου κι εγώ (παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι) / Ionesco: my critics and me @fonikokouneli

Υπάρχουν δύο τρόποι ν’ αντιμετωπίσεις τη βλακεία των ανθρώπων – ή, για να υιοθετήσουμε μια εναλλακτική “βαθύτερη” έκφραση: δύο τρόποι ν’ αντιμετωπίσεις το παράλογο της ύπαρξης. Ο ένας είναι να τα βάψεις μαύρα – όπως έκανε ο Κάφκα. Και ο άλλος είναι με το χιούμορ – όπως έκανε ο κύριος του σημερινού μας θέματος.

Κατά το ήμισυ Γάλλος, κατά το άλλο ήμισυ Ρουμάνος, ο κύριος αυτός, έχοντας ζήσει σε μια από τις πλέον ταραγμένες περιόδους του 20ου αιώνα, αναγνώρισε σύντομα την αληθινή όψη της πραγματικότητας του κόσμου – και επέλεξε να την παρουσιάσει με έναν δικό του, απόλυτα χαρακτηριστικό τρόπο. Εξιστορώντας κάποια βιογραφικά στοιχεία του, ο κύριος παρουσιάζει τη νεανική μεταπήδησή του από τη μια πατρίδα (Γαλλία) στην άλλη (Ρουμανία) – και αν το ακόλουθο απόσπασμα σου φανεί “αστείο”, να ξέρεις: ναι, είναι πολύ αστείο. Μα πίσω από το χιούμορ του υπάρχει κάτι άλλο ακόμα. Κάτι βαθύτερο.

«ΜΕ ΕΙΧΑΝ ΔΙΔΑΞΕΙ πως τα γαλλικά ήταν η πιο όμορφη γλώσσα του κόσμου, πως οι γάλλοι στρατιώτες ήταν οι πιο ανδρείοι και πως δεν νικήθηκαν ποτέ, παρά μόνο μετά από προδοσία. Έγραψα, λοιπόν, σε τριάντα δύο σελίδες το δράμα ενός στρατιώτη, θύμα του πολέμου, που απαγγέλλει ένα μονόλογο για τη δόξα της πατρίδας. Ο τίτλος άλλωστε του έργου ήταν “Για την Πατρίδα”. Όταν έφτασα στη Ρουμανία (1925), διδάχτηκα πως τα ρουμάνικα ήταν η πιο όμορφη γλώσσα του κόσμου, πως οι ρουμάνοι στρατιώτες ήταν οι πιο ανδρείοι και πως δεν νικήθηκαν ποτέ παρά μόνο μετά από προδοσία. Τότε δεν είχα παρά να μεταφράσω το έργο μου στα ρουμάνικα κάνοντας μερικές μετατροπές σε ελάχιστες λεπτομέρειες».

******

Αυτός είναι ο Ευγένιος Ιονέσκο! Ο άνθρωπος που ανέβασε στη σκηνή, εν έτει 1950, ένα έργο που ονόμασε “Η Φαλακρή Τραγουδίστρια” – και σημείωσε παταγώδη αποτυχία.

Μα ο κύριος δεν πτοήθηκε. Συνέχισε, με όπλο του το χιούμορ. Στη θέση της μίας ή της άλλης εθνικής γλώσσας, η γλώσσα που επέλεξε να πρωτοστατήσει στα έργα του ήταν κοινή για όλους τους λαούς του κόσμου: η γλώσσα του παραλόγου.

Και όταν, κάποια χρόνια μετά, κι ενώ η φήμη του είχε πια εξαπλωθεί, ο γαλλορουμάνος συγγραφέας επέλεξε να σχολιάσει “σε τι ακριβώς αναφέρεται το έργο του” – επέλεξε να κάνει εκείνο που οφείλει κάθε δημιουργός που σέβεται τον εαυτό του: να δει το έργο του μέσα από τα μάτια των κριτικών του!

Γιατί, σε τελική ανάλυση, τί είμαστε αν όχι εκείνο που οι άλλοι βλέπουν σε μας, ναι; Ποιοι είμαστε εμείς που θα εκφέρουμε γνώμη για τον εαυτό μας, σε τελική ανάλυση; Ας μιλήσει ο κριτικός λοιπόν! Γιατί να σχηματίζουμε δική μας κρίση, όταν μπορούν να το κάνουν άλλοι για μας. Ναι;

Το αποτέλεσμα ήταν ένα ακόμα πανέξυπνο, σατιρικό κείμενο του Ιονέσκο, με τίτλο “Οι κριτικοί μου κι εγώ”. Και αυτό σας παρουσιάζω στη συνέχεια. Αποκαλύπτει, σε αρχική βάση, τη σύγχυση που προκάλεσε στους κριτικούς της εποχής του – που αδυνατούσαν να τον “κατατάξουν” στη μία ή την άλλη κατηγορία. Πάνω απ’ όλα, όμως, αποκαλύπτει πως γνώριζε να διεισδύει λίγο βαθύτερα στην πραγματικότητα του ανθρώπινου είδους. Μια πραγματικότητα ορθολογικά παράλογη.

“Οι κριτικοί μου κι εγώ” (ένα χιουμοριστικό σχόλιο για μια ανθρώπινη – υπερβολικά ανθρώπινη – πραγματικότητα)

«[…] Θέλησα λοιπόν κάποτε να μάθω, με τρόπο ξεκαθαρισμένο, αν έπρεπε ή όχι να επιμένω να γράφω θέατρο και τι είδους θέατρο. Ποιον να συμβουλευτώ; Φυσικά τους κριτικούς μου. Μόνο αυτοί θα μπορούσαν να λύσουν το πρόβλημά μου. Ξαναδιάβασα λοιπόν ή καλύτερα μελέτησα με το μεγαλύτερο σεβασμό και την απαιτουμένη προσοχή ό,τι οι εν λόγω κύριοι είχαν την καλοσύνη να σκεφτούν και να γράψουν για τα έργα μου.

»Έτσι έμαθα πως δε μου έλειπε το ταλέντο: μικρό, μεγάλο, υπερβολικό, καθόλου. Πως διέθετα χιούμορ, πως ήμουν τελείως ατάλαντος. Πως ήμουνα μαέστρος του παραδόξου, πως είχα μια μυστικιστική ιδιοσυγκρασία. Ότι στα έργα μου συναντούσες μεταφυσικές προεκτάσεις, ότι – κατά τη γνώμη ενός άλλου – κατά βάθος διέθετα έναν ρεαλιστικό στοχασμό, ψυχολογία, σωστή παρατήρηση της ανθρώπινης ψυχής, και ότι προς αυτή την κατεύθυνση έπρεπε να κατευθύνω τη δημιουργία μου. Πως το γράψιμό μου ήταν μάλλον συγκεχυμένο και θολό, πως το γράψιμό μου ήταν φωτεινό και ξεκάθαρο, πως το λεξιλόγιό μου ήταν περιορισμένο, πως είχα πλούσιο λεξιλόγιο. Ότι ήμουνα μεγάλος επικριτής της σημερινής κοινωνίας, ότι το μεγαλύτερο μειονέκτημα του θεάτρου μου συνίστατο στο ότι δεν καυτηρίαζα την αδικία των κοινωνικών τάξεων, την αταξία του κατεστημένου.

»Με κατηγορούσαν πως ήμουνα αντικοινωνικός. Έμαθα επίσης, πως δεν είχα καθόλου ποίηση, και φυσικά έπρεπε γιατί «θέατρο χωρίς ποίηση δεν υφίσταται», πως ήμουνα υπερβολικά ποιητικός και πως ακριβώς δεν έπρεπε γιατί «ποία σχέση μπορεί να έχει η ποίηση με το θέατρο». Πως το θέατρό μου ήταν πολύ συγκεκριμένο, εγκεφαλικό και, αντίθετα, πρωτόγονο, απλό, στα σπάργανα. Ότι ήμουνα στερημένος από φαντασία, σχηματικός, ξερός, πως δεν ξέρω πώς να περιορίσω μια ξεχειλίζουσα απειθάρχητη φαντασία και πως – αντί να είμαι λιτός και συγκρατημένος όπως θα ‘πρεπε – με διέκρινε ακατάσχετη φλυαρία. Πως το ενδιαφέρον που παρουσίαζε η περίπτωσή μου ήταν πως θα γινόμουν ένας απ’ τους δημιουργούς μιας δραματουργίας αντικειμένων. «Θέατρο χωρίς πολλά σκηνικά βοηθήματα» κήρυττε κάποιος άλλος, «είναι ολέθριο, αυτό που έχει αξία είναι το κείμενο». […]

»Πελάγωσα… Σκέφτηκα πως θα ‘ταν προτιμότερο να συμβουλευτώ μόνο έναν κριτικό, διάλεξα λοιπόν έναν και μελέτησα στην τύχη μερικές απόψεις του. Έγραφε πως το μειονέκτημα που με χαρακτήριζε ήταν ότι το θέατρό μου παραήταν εύκολο και χωρίς προεκτάσεις. Λίγο καιρό αργότερα, ο ίδιος, παρατηρούσε πως τα έργα μου ήταν γεμάτα από σκοτεινά και ακατανόητα σύμβολα και αναρωτιόμουν αν υπήρχε κανείς που να ήταν σε θέση να τα εξηγήσει.

»”Ας δούμε κάποιον άλλο” σκέφτηκα. Ο καινούργιος γαργάλαγε κολακευτικά τη ματαιοδοξία μου. Έτσι έμαθα πως είχα ξεπεράσει όλα τα παλιά θεατρικά πρότυπα, πως τα έργα μου ήταν πρωτότυπα, νεωτεριστικά, πως περιείχαν καινούργιες ιδέες και πως ήμουν ένας επαναστάτης. Αλίμονο! Αργότερα ο ίδιος δηλώνει πως συνέχιζα μια πεπαλαιωμένη παράδοση και πως επαναλάμβανα κάτι που είχε ειπωθεί και ξαναειπωθεί αμέτρητες φορές.

»Μου απέδειξαν πως με είχε επηρεάσει ο Στρίντμπεργκ. Αυτό με ανάγκασε να πέσω με τα μούτρα στη μελέτη του. Συνειδητοποίησα πως ήταν αλήθεια. Όχι απ’ τον Στρίντμπεργκ διαβεβαίωναν άλλοι, μάλλον απ’ τον Ζαρρύ, μα πως δεν πείραζε γιατί ήξερα να το συνδυάζω με μια προσωπική προσφορά. Πως ήταν ολέθριο γιατί δεν υπήρχε καμιά προσωπική προσφορά.

»Πως ήμουνα επηρεασμένος από τον Τσέχωφ, τον Μολιέρο, τον Φλωμπέρ, τον Βιτράκ, τον Πικάσο, τον Πιραντέλο, τον Κουρτελίν, τον Κάφκα. Τους ελισαβετιανούς, τους εξπρεσιονιστές, κάτι που θύμιζε Σύνγκε, κάτι που θύμιζε Αρτώ, χωρίς να λογαριάσουμε την επίδραση του Ρεμπώ, του Ναπολέοντα, του Ρισελιέ, του Μαζαρέν, και πολλών άλλων ακόμα.

»Θα με πιστέψετε; Τα ‘χασα τελείως. Τώρα σκοπεύω να διαβάσω ένα παλιό μύθο του Λα Φονταίν Ο Μυλωνάς, ο Γιος του και ο Γάιδαρος. Ίσως απ’ αυτόν να βγάλω κάποιο οριστικό συμπέρασμα. Αλίμονο! Και αυτό δε θα είναι παρά το συμπέρασμα ενός τρίτου».

Από το Περιοδικό Τέχνη, 22 – 28 Φλεβάρη 1956. Περιλαμβάνεται στην εισαγωγή του βιβλίου “Η Πείνα και η Δίψα / Η Φαλακρή Τραγουδίστρια”, σε μετάφραση Γ. Πρωτοπαπά, των εκδόσεων Δωδώνη. Για την παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, Δεκέμβρης 23.

Tags: , , , , , , , , , , , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *