Παράξενη διάθεση αυτές τις μέρες. Σε αυτόν τον ανθρωποκεντρικό πολιτισμό μας, καταμεσής της ανθρώπινης (τόσο ανθρώπινης) βοής και της αντάρας, επιθυμώ να κάνω μια αφιέρωση στους μικρούς αθόρυβους φίλους μας. Ένα ποίημα του Νίκου Καββαδία. Το αφιερώνω επίσης σε εκείνη τη μερίδα του κόσμου, εξίσου αθόρυβης, που αγαπά και φροντίζει τα αδέσποτα των πόλεων.
Θέλω να το αφιερώσω, τέλος, σε κάποια τετράποδα προσωπικά φιλαράκια – ορισμένα από τα οποία βλέπουμε στη σύνθεση της εικόνας. Πάνω αριστερά: ο Μολότοφ, ένας σοφός χνουδωτός θαλασσόλυκος. Κάτω, η Μορφούλα, μια γλυκιά αδέσποτη – σε εκείνη και σε όλη τη μεγάλη παρέα της στο κέντρο. Πάνω δεξιά ένα αξιαγάπητο αλητάκι, ο Φουντούκης. Κάτω δεξιά μια πολύ χαδιάρα γάτα, η Βούρτσα. Αυτά τα γατιά ζουν, βασιλεύουν και κάνουν ομορφότερες τις νύχτες της πόλης με το γουργουρητό και τα λαμπερά, σαν άστρα, μάτια τους.
Στις κεντρικές εικόνες δυο φιλαράκια που την έκαναν για άλλες πολιτείες. Αριστερά, η Φάτσα: η πρώτη γάτα που μου δίδαξε πόσο ιδιαίτερη και αποκλειστική μπορεί να είναι η αγάπη ενός αιλουροειδούς – κάτι που μόνο όσοι έχουν ζήσει με γάτες ξέρουν.
Ο επιβλητικός μαυρόασπρος γάτος στην κεντρική εικόνα δεξιά είναι ο Πιέρ. Ένας αγαθός γίγαντας που έμοιαζε να έχει έρθει από μια διάσταση πέρα από τον χρόνο. Πέρυσι, τέτοιες μέρες, έφυγε για να κάνει μια βόλτα και δεν γύρισε ξανά. Τον βρήκα κατόπιν τριών ημερών αγωνιώδους αναζήτησης, όταν ήταν πια αργά. Ξαπλωμένος δίχως πνοή σε ένα πεζοδρόμιο, πλάι σε έναν δρόμο που έτρεχαν ασταμάτητα αμάξια. Ο ανθρωποκεντρικός πολιτισμός μας, βλέπεις, δεν είναι φτιαγμένος για τους αθόρυβους φίλους μας. Κάποιες φορές σκέφτομαι πως δεν είναι φτιαγμένος ούτε για μας τους ίδιους.
Μα ο Πιέρ έζησε καλά και αυτό έχει σημασία. Κάποιες φορές σκέφτομαι αυτό. Και αναλογίζομαι όλα τα υπόλοιπα φιλαράκια που ζουν εκεί έξω κι έχουν ανάγκη από μια χούφτα φαγητό κι ένα τρυφερό πατ-πατ.
Ένα ποίημα του Νίκου Καββαδία, λοιπόν. «Οι Γάτες των Φορτηγών». Αφιερωμένο στους τετράποδους φίλους μας… και εκείνους τους δίποδους φίλους που τους νοιάζονται και τους αγαπούν.
«ΟΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ’ τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι’ αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Είναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό•
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ’ ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι’ αυτό•
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τους κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ’ το μαύρο θάνατο μ’ αυτό.
Γιατί είναι τ’ άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ’ ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ’ το θάνατον από τους ναύτες ένας,
―αυτός οπού ‘δε πράματα στη ζήση του φριχτά―
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μέσ’ στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Και τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.»