Η ιστορία του Tom Waits… μέρος 2: Blue Valentines

Enter the rabbit's lair...

Η ιστορία του Τομ Γουέιτς (Tom Waits). Ένα αφιέρωμα από το Φονικό Κουνέλι.

Ήταν ένας νέος παράταιρος με το πνεύμα των καιρών του. Έμοιαζε με κάποιον ξοδεμένο Φρανκ Σινάτρα, όταν έχουν πια σβήσει τα φώτα και μαζί με αυτά η λάμψη του αμερικάνικου ονείρου. Λυμένη γραβάτα, φορεμένο στραβά καπέλο, ένα τσιγάρο στο χέρι, η κιθάρα στο άλλο. Έμοιαζε με κάποιον μπαρουτοκαπνισμένο μπίτνικ της δεκαετίας του 50 – μια εικόνα εκτός τόπου και χρόνου στα φρενήρη και ηλιόλουστα 70’s. Μα δεν τον ενδιέφερε να προσαρμόζεται στο περιβάλλον του. Εμπνευσμένος από τους αγαπημένους του συγγραφείς, εμποτισμένος από το περιθωριακό πνεύμα του Τσαρλς Μπουκόφσκι και τους μελοποιημένους στίχους του Τζακ Κέρουακ, αναζητούσε εκείνη την “άλλη Αμερική” που ένιωθε κοντύτερα στην καρδιά του σε σχέση με την αληθινή Αμερική που τον περιέβαλε.

Αναζητούσε την άλλη Αμερική… και αναζητούσε τον εαυτό του. Σε έναν κόσμο που το να είσαι ο εαυτός σου, ελεύθερος από συμβάσεις και περιορισμούς, φαντάζει ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση.

Να τον εξέφραζε άραγε η εικόνα του μπίτνικ με τη λυμένη γραβάτα και το μόνιμα αναμμένο τσιγάρο; Δεν έχει σημασία σε αυτή τη φάση. Σημασία έχει πως έβρισκε κάτι αυθεντικό εδώ, κάτι που μιλούσε στην καρδιά του. Κάτι που μπορούσε να κάνει δικό του. Και αν η υιοθέτηση αυτού του στυλ ξεκίνησε σαν μια περσόνα, σταδιακά βυθίστηκε σε τέτοιο βαθμό στην περσόνα που είχε κατασκευάσει – που κατέληξε να ΓΙΝΕΙ αυτή η περσόνα. Γιατί κάποιες φορές δεν είσαι εσύ εκείνος που μεταμφιέζεται σε κάτι – μα η ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΗ εκείνη που επιλέγει εσένα.

Στα μισά της δεκαετίας του 70, ο Tom Waits έγινε ο μπαρουτοκαπνισμένος πρωταγωνιστής των βιβλίων που διάβαζε. Των βιβλίων του Κέρουακ, του Γκίνσμπεργκ και του Τσαρλς Μπουκόφσκι. Ξεκίνησε σαν μεταμφίεση… μα έγινε αληθινό.

Το κωμικό στοιχείο των πρώτων show υποχώρησε σταδιακά. Οι τόνοι έγιναν σκοτεινότεροι. Έμοιαζε λες και η αστική νύχτα είχε σηκώσει το ζωηρόχρωμο νέον πέπλο της και άφηνε να φανούν τα βαθιά σκοτάδια που ενεδρεύουν από κάτω. Δεν ήταν πια τα φώτα της πόλης και ο αναστεναγμός των υποσχέσεων, μα το φως ενός μοναχικού σπίρτου που αστραποβολεί ίσα για ν’ ανάψει ένα τσιγάρο. Και μετά σκοτάδι πάλι. Στο βάθος κάποιο σαξόφωνο, βαθύ κι απόμακρο, περιπλέκει τις νότες του με τον καπνό και εξιστορεί μεταμεσονύχτιες ιστορίες για μοναχικούς, απόκληρους και περιπατητές.

Για όσους το έχασαν, διαβάζετε το πρώτο μέρος του μυθιστορηματικού μας αφιερώματος στον Τομ Γουέιτς εδώ:

Η Ιστορία του Τομ Γουέιτς, μέρος 1: Τα Πρώτα Χρόνια

Tom Waits in the 70s

Μια βραδιά με τον Τσαρλς Μπουκόφσκι

Ήταν καιρός για νέες ζωντανές παραστάσεις – η λέξη «παράσταση» ταιριάζει περισσότερο στον Waits από τη λέξη «συναυλία». Το 1976 είχε συστήσει ένα καινούργιο τρίο bebop μουσικών. Ο σαξοφωνίστας Frank Vicary, ο ντράμερ Chip White. Και ο μπασίστας Fitz Jenkins. Και, για δες: στη διάρκεια των πρώτων live του γκρουπ, στο πανεπιστήμιο του Πίτσμπεργκ, support ήταν ο ίδιος ο Τσαρλς Μπουκόφσκι. Ο πνευματικός μέντορας του Waits θα άνοιγε κάποιες από τις παραστάσεις του.

“Πάρε διάβασε αυτά και θα καταλάβεις από πού προέρχονται”, είχε πει ο Waits στον White, δίνοντάς του να διαβάσει ορισμένα βιβλία του Μπουκόφσκι. Πράγμα ασυνήθιστο: η προετοιμασία ενός live σημαίνει εξάσκηση στη μουσική, όχι διάβασμα βιβλίων. Μα εδώ μιλάμε για τον κόσμο του Tom Waits.

Ποιος ήταν ο ρόλος του Μπουκόφσκι; Η ανάγνωση βιβλίων, τι άλλο. Στη διάρκεια ενός live, ο Μπουκόφσκι είχε ανεβάσει στη σκηνή ένα ψυγείο με μπύρες, πίνοντας τη μία μετά την άλλη δίχως να αρθρώνει λέξη – αυτά μέχρι που κάποιος διαμαρτυρήθηκε από το κοινό και του ζήτησε “να πει κάτι, οτιδήποτε”.

Ο Μπουκόφσκι ρεύτηκε και ξεκίνησε το διάβασμα.

Charles Bukowski

Για τον Waits ο Μπουκόφσκι έμοιαζε σαν κάποιος μακρινός, σεβάσμιος δάσκαλος. Όσο τον συνάρπαζε με την επιβλητική του παρουσία, άλλο τόσο προσπαθούσε να μην του γίνεται βάρος. Λέγεται πάντως πως όταν ο Μπουκόφσκι ρωτήθηκε για τον Waits, είπε πως “ο νεαρός δεν έχει ούτε ένα αυθεντικό κόκκαλο στο σώμα του”. Στα μάτια του έμοιαζε περισσότερο με καρικατούρα των χαρακτήρων που περιέγραφε στα βιβλία του. Πράγμα που δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση: ο Μπουκόφσκι είχε ζήσει μια ολόκληρη ζωή στην αντίπερα όχθη του αμερικανικού ονείρου. Ο ίδιος ΗΤΑΝ εκείνη η «άλλη Αμερική». Στα μάτια του, ο Waits έμοιαζε με ένα παιδί αστών που έπαιζε τον μπίτνικ.

Μα κάποια παιχνίδια μπορεί να τα πάρεις πολύ στα σοβαρά. Και ο Waits είχε πια πάρει πολύ στα σοβαρά το παιχνίδι του.

Όλο και πιο ανήσυχος, βυθιζόταν επικίνδυνα στον κόσμο του ποτού, ακροβατώντας μεταξύ μοναξιάς και αναπόλησης, έχοντας κυριολεκτικά πια μετατραπεί ο ίδιος σε μυθιστορηματική φιγούρα. Τα άφθονα tour τον καταπόνησαν. “Όταν βρίσκεσαι στον δρόμο όλη την ώρα, είναι δύσκολο να μένεις έξω από τα μπαρ τα απογεύματα. Καταλήγεις να συχνάζεις στα club όλη τη νύχτα, και το ξημέρωμα σε βρίσκει στα coffee shop.[…] Ήμουν άρρωστος όλη εκείνη την περίοδο. Ταξίδευα πολύ, ζούσα σε ξενοδοχεία, έτρωγα κακό φαγητό, έπινα πολύ – πάρα πολύ.”

Ειδικά το ποτό έμοιαζε να έχει κυριαρχήσει πάνω του – κατά τον ίδιο τρόπο που είχε κυριαρχήσει στον πατέρα του.

Όταν ζεις τη νύχτα. Όταν γίνεσαι η νύχτα

Το 1976 έφερε τις πρώτες περιοδείες στην Ευρώπη – ξεκινώντας από το Λονδίνο. Γνωρίζοντας την αρνητική φήμη που έχουν οι Αμερικανοί στην Ευρώπη, ο Waits είχε δηλώσει τότε σε ένα περιοδικό πως φοβόταν ότι “τη νύχτα, ενώ το φεγγάρι είναι ψηλά και το δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο είναι σκοτεινό, θ’ αρχίσουν να ξεπετάγονται φωτογραφικές κάμερες γύρω απ’ το λαιμό μου, το παλτό μου θα μεταμορφωθεί σ’ ένα λουλουδάτο πουκάμισο και τα μαύρα μου παντελόνια θα πάρουν τη μορφή βερμούδων.” Ευτυχώς, δεν συνέβη (θα είχε πλάκα ομολογουμένως).

Άξιο αναφοράς: Μεταξύ των ανθρώπων που τον είχαν δει στις πρώτες του live εμφανίσεις στο Λονδίνο ήταν και ο Joe Strummer – που τον καιρό εκείνο έκανε τα πρώτα του βήματα με τους Clash. Τι σχέση είχε ο Waits με το αναδυόμενο κίνημα του Punk; Μουσικά, καμία. Είχε και παραείχε όμως σχέση από άποψη attitude.

Ήταν μία δύσκολη και ιδιαίτερα αντικοινωνική περίοδος για τον ίδιο τον Waits. Συχνά γινόταν εχθρικός και ξεσπούσε σε καυγάδες με τον κόσμο. Μια φορά, σ’ ένα φαγάδικο, ζήτησε ενός συγκεκριμένου τύπου σάντουιτς. Όταν ο υπάλληλος αποκρίθηκε πως δεν μπορεί να φτιάξει αυτό το σάντουιτς, ο Waits πήδηξε πάνω από το ταμείο και άρχισε να το φτιάχνει μόνος του – ενώ ο εξαγριωμένος υπάλληλος απειλούσε πως θα καλέσει την αστυνομία. Τόσα χρόνια δουλειάς στην πιτσαρία δεν πήγαν χαμένα!

Κάποια άλλη φορά, σ’ ένα ξενοδοχείο, ο συμπαίκτης του στην μπάντα Chip White άκουσε μία γυναίκα να στριγγλίζει. Είδε τότε μια καμαριέρα να διασχίζει αγανακτισμένη τον διάδρομο. Στην πόρτα του δωματίου του ο Waits έστεκε ολόγυμνος, τσαντισμένος επειδή έπρεπε κάθε τρεις και λίγο ν’ ανοίγει την πόρτα. “Αυτές οι καμαριέρες είναι εμμονικές”, είπε.

Οι ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων έδιναν χορούς μες στο κεφάλι του. Υλικό για αφηγήσεις, υλικό για στίχους. Κάποια μέρα πήρε ένα λεωφορείο και επισκέφτηκε μια περιθωριακή γειτονιά του Λος Άντζελες. Εντόπισε μια κάβα ποτών, άραξε χάμω στο πεζοδρόμιο και έπιασε κουβέντα με κάθε περαστικό που πέρναγε από εκεί. «Όταν γύρισα σπίτι μου, ξέρασα και έγραψα το “Tom Trawbert’s Blues”.»

Tom Waits, London 1976

Tom Waitsl, London 1976

Tom Waits in his apartment, Tropicana Motel 70s

Tom Waits in his apartment, Tropicana Motel 70s

Μετακόμισε στο μοτέλ Tropicana – σ’ ένα δυάρι ανάστατο με αντικείμενα, δίσκους, βιβλία, τασάκια, άδεια κουτάκια μπύρας και πορνοπεριοδικά. Και αν ο ίδιος αισθανόταν άνετα καταμεσής αυτού του χάους, ντρεπόταν να φέρει κάποια κοπέλα στο διαμέρισμά του. Τον καιρό εκείνο διατηρούσε έναν ελεύθερο δεσμό με την Μπέτι Mίντλερ – τον είχε δει στη διάρκεια ενός live πριν δύο χρόνια και έκτοτε είχε σκαλώσει μαζί του. Μα δεν την άφηνε ποτέ να τον επισκεφτεί στο Tropicana. Κάθε σχέση έχει και τα όριά της. Δεν είχε έρθει ακόμα η γυναίκα που θα της επέτρεπε, άφοβα, να διεισδύσει στον κόσμο του.

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που απορούσαν με τον τρόπο ζωής του: Την επιτηδευμένη ατημελησία, την αίσθηση χάους, την διάθεσή του να ξενυχτάει στους δρόμους, να κοιμάται στα πεζοδρόμια, πλάι στ’ αμάξια. «Χρειάζεται να δημιουργήσεις καταστάσεις τέτοιες, ώστε να μπορείς να γράψεις γι’ αυτές. Ζω λοιπόν σε μία συνεχή κατάσταση αυτοεπιβεβλημένης φτώχειας» – είχε πει σε μία συνέντευξή του. «Υπάρχουν διαφορετικά κριτήρια για εκείνο που λέμε “επιτυχία”. Για κάποιους είναι η αμερικανική πιστωτική κάρτα. Ο ίδιος βρίσκω τη ζωή στους δρόμους περισσότερο συναρπαστική.»

Οι συνθήκες ήταν πλέον ώριμες για την ηχογράφηση του νέου δίσκου.

Tom Waits reading Last Exit To Brooklyn

Tom Waits reading Last Exit To Brooklyn

The Piano Has Been Drinking, Not Me

Τον καιρό που ηχογραφήθηκε το “Small Change” ο Tom Waits του παρελθόντος – ο νεαρός που προσπαθούσε να υποδυθεί τον χαρακτήρα ενός βιβλίου, καταμεσής κωμικών αφηγήσεων και μελοποιημένης φολκ – είχε παραχωρήσει τη θέση του σ’ έναν καλλιτέχνη που έμοιαζε ο ίδιος με μυθιστορηματική φιγούρα. Απόλυτα συνειδητοποιημένος και ταγμένος στην υπηρεσία του ρόλου του. Έναν ρόλο με τον οποίο ταυτιζόταν πλέον σε βαθμό αυτοκαταστροφής. Και πουθενά αλλού δεν φαίνεται τόσο έντονη αυτή η ταύτιση, παρά στην ίδια τη φωνή του.

Ήδη από τις πρώτες νότες του “Tom Traubert’s Blues” είναι αισθητή η διαφορά. Αυτό που ακούς δεν είναι ένας ερμηνευτής – μα η καρδιά ενός ανθρώπου που ξεχύνεται σπαρακτικά, λέξη προς λέξη, από κάποια απύθμενα βάθη.

Η φωνή του δεν είχε πια καμία σχέση με τη φωνή των πρώτων χρόνων. Τραχιά, βραχνή, άγρια και συναισθηματική ταυτόχρονα. Έμοιαζε σαν τη φωνή αμέτρητων χαρακτήρων του περιθωρίου που είχαν μάθει στη σιωπή – και τώρα πια μιλούσαν. Μια φωνή που ξεχείλιζε ακατέργαστο συναίσθημα, πέρα από φτιασιδώματα και καλλωπισμούς. Αυτός ήταν ο νέος Tom Waits, απόλυτα κατασταλαγμένος και ενταγμένος σ’ έναν ρόλο που δεν ήταν πλέον ρόλος και σ’ έναν μυθιστορηματικό χαρακτήρα που δεν ήταν πλέον μυθιστορηματικός χαρακτήρας. Ήταν η πραγματικότητα.

Το εξώφυλλο του δίσκου είναι απόλυτα χαρακτηριστικό – και προσωπικά το συγκαταλέγω στα αγαπημένα μου εξώφυλλα δίσκων όλων των εποχών. Ο Waits στο προσωπικό καμαρίνι κάποιας χορεύτριας ενός στριπτιζάδικου, κοιτάζοντας αμήχανος εκεί που δεν υπάρχουν βλέμματα, ενώ η χορεύτρια με τη σειρά της στέκει αμίλητη, ενοχλημένη, τα προτεταμένα στήθη της ξεχύνοντας λίμπιντο στο πάτωμα. Μια σχέση απόλυτης αποξένωσης.

Tom Waits and stripper, Small Change album cover

Tom Waits and stripper, Small Change albumTom Waits and stripper, Small Change album

Το “Small Change” είναι ένας από τους βαθύτερους και σκοτεινότερους δίσκους του Waits. Μα η σατιρική διάθεση του παρελθόντος επανέρχεται στο δεύτερο κομμάτι του άλμπουμ, “Step Right Up”. Εδώ ο Waits υποδύεται έναν φανταστικό πωλητή, που πουλάει κάποιο φανταστικό προϊόν, ικανό (μεταξύ πολλών τρομερών προσόντων) «να κουρεύει το γκαζόν, να βγάζει βόλτα το σκύλο σου, να σε απαλλάσσει από τα χρέη, να κόβει το κάπνισμα, να δικαιολογεί εκείνο το κραγιόν στον γιακά του πουκαμίσου σου, να κερδίζει τις εκλογές, να σου δίνει στύση”. Το Τέλειο Προϊόν – γιατί κάθε προϊόν είναι ιδανικό και τέλειο στον κόσμο της διαφήμισης. Οι στίχοι συνιστούν μια αληθινή απόλαυση, βαθιά κυνικοί μες στη σαρκαστική τους διάθεση, απογυμνώνοντας το αμερικανικό όνειρο. Αυτή ήταν η μάτια ενός καλλιτέχνη που αγάπησε το περιθώριο, απέναντι σε μια κοινωνία βαθιά υποκριτική μέσα στην καλογυαλισμένη της ομοιομορφία.

Το κομμάτι με τον εμβληματικό τίτλο “The Piano Has Been Drinking Not Me” έμοιαζε με απολογία του Waits – μα και σφραγίδα της αναδυόμενης εικόνας του των τελευταίων χρόνων: Μια εικόνα στην οποία το ποτό έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο. Το “Invitation To The Blues” ανήκει στα αγαπημένα μου τραγούδια του άλμπουμ: ξετυλίγεται η ιστορία κάποιας femme fatale, μυστήρια και μελαγχολική ταυτόχρονα – τραγούδι που θα μπορούσε να συνοδεύει ένα Film Noir του παλιού καιρού.

Noir style. Man and woman behind a window

Ο δίσκος γενικά διαπνέεται από μια νουάρ αισθητική. Σκοτεινός, ατμοσφαιρικός, βαθιά εσωστρεφής. Μα τα σκοτεινότερα τραγούδια του δίσκου είναι και τα πιο κινηματογραφικά: “The One That Got Away” και το ομότιτλο “Small Change”. Ιστορίες φονικών, ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε κάποια ομιχλώδη αλέα ενός δρόμου της Νέας Υόρκης: εκεί που συμμορίες νυχτερινών περιπατητών ξεκαθαρίζουν τους λογαριασμούς τους. Το ντουέτο «σαξόφωνο-φωνή» στο “Small Change” μπορεί κυριολεκτικά να σκορπίσει ανατριχίλες. Ένα κομμάτι όπου η σιωπή μοιάζει ν’ αναπληρώνει τη μουσική, σαν τρίτος παίχτης.

Κι εκεί που νιώθεις πως έχεις παρασυρθεί σε κάποια νύχτα δίχως τέλος, έρχεται το κομμάτι που κλείνει τον δίσκο για ν’ απαλύνει – ως έναν βαθμό – τις σκοτεινές διαθέσεις: “I Can’t Wait To Get Off Work (And See My Baby On Montgomery Avenue)”. Στίχοι που παραπέμπουν στις πρώιμες ανέμελες μέρες του νεαρού Waits, τον καιρό που δούλευε στην πιτσαρία του Napoleone.

Μοιάζει λες και αναζητά ο Waits του παρόντος κάποια απάντηση σ’ ένα ερώτημα που δεν έχει τεθεί – και να εντοπίζει προσωρινά μια απάντηση στον καιρό της παλιάς του εργασίας… και στα ραντεβουδάκια που έδινε με την τότε κοπέλα του. Μια εποχή λιγότερο δημιουργική, μα περισσότερο ανέμελη.

Τελικά, τί είναι πιο σημαντικό;

Tom Waits For No One, animation still

Φιλμ Νουάρ

Το “Small Change” γνώρισε σημαντική επιτυχία και αποδοχή, σε κοινό και κριτικούς. Μα ο Waits ακολουθούσε έναν δικό του δρόμο. «Μεταμορφώθηκα σε χαρακτήρα της ίδιας της ιστορίας μου», έλεγε για την persona που είχε υιοθετήσει. «Έβγαινα έξω τις νύχτες, μεθούσα, με έπαιρνε ο ύπνος κάτω από κάποιο αμάξι. Επέστρεφα σπίτι με φύλλα στα μαλλιά μου, παραπατούσα στην κουζίνα, κουτουλούσα το κεφάλι μου στο πιάνο και κατέγραφα την ίδια μου την πτώση και τα διάφορα τρομερά που συνέβαιναν στη διπλανή πόρτα.»

Το 1977 έκανε την πρώτη του περιοδεία στην Ιαπωνία – μεταξύ άλλων, τον εντυπωσίασε ο βαθύς σεβασμός και η ησυχία που έκανε ο κόσμος στα live. «Βγαίναμε στη σκηνή μπροστά σε 2000 ανθρώπους, και ήταν τόσο ήσυχα λες και έκανες sound check! Έμοιαζαν με ακροατές-σαμουράι: Σε άκουγαν με μία θανατηφόρα προσήλωση.»

Και ο ρυθμός των πραγμάτων κυλάει προς τα μπρος – μα για τον ποταμό του Tom Waits “μπρος” και “πίσω” είναι ο ίδιος δρόμος. Ήρθε ο καιρός για την ηχογράφηση του καινούργιου δίσκου – ένας δίσκος που έμελλε να εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στο μοτίβο και τη θεματολογία του προηγούμενου. Περισσότερο αφηγηματικός και ατμοσφαιρικός συγκριτικά με το “Small Change” (πράγμα που έμοιαζε αδύνατο, κι όμως συνέβη), ο νέος δίσκος θυμίζει soundtrack για κάποιο φιλμ νουάρ – στα οποία ο Waits έτρεφε μεγάλη αδυναμία. Έργα όπως το “Double Indemnity” τα γνώριζε απέξω κι ανακατωτά.

Foreign Affairs album, by Tom Waits

Το όνομα του άλμπουμ: “Foreign Affairs”. Το εξώφυλλο αντανακλά την κινηματογραφική αισθητική, παρουσιάζοντας τον Waits και μια κοπέλα μισοθαμμένους στη σκιά. Για πρώτη φορά μπαίνουμε στον δίσκο μ’ ένα ορχηστρικό κομμάτι: το “Cinny’s Waltz” μοιάζει να σε εισάγει στην ιστορία μιας ταινίας της δεκαετίας του σαράντα. Λες και βλέπεις τους τίτλους του έργου να παρελαύνουν μπρος στα μάτια σου. Και καθώς σηκώνεται η αυλαία, ιδού, παρουσιάζεται μπροστά σου η σκηνή ενός μισοφωτισμένου μπαρ: ένα πιάνο κι ένας αφηγητής πού ξεχύνει σκοπούς ενός χαμένου έρωτα: Αυτό είναι το “Muriel”, η εξομολόγηση απέναντι σ’ έναν τέτοιο αλλοτινό έρωτα… Γιατί κάθε φιλμ noir που σέβεται τον εαυτό του χρειάζεται να έχει μία γυναίκα στο επίκεντρο της ιστορίας.

Η κινηματογραφική προσέγγιση εμβαθύνει ολοένα και περισσότερο, παρέχοντας ρόλους όχι μόνο στον άντρα αφηγητή, μα και στη γυναίκα – και για πρώτη φορά μια γυναίκα συνοδεύει τον Waits στα φωνητικά. Ο λόγος για το τρίτο τραγούδι του δίσκου, “I Never Talk to Strangers”, και την καλή φίλη του Waits, Mπέτι Mίντλερ.

Το σκηνικό είναι γνωστό – κάποιο νυχτερινό μπαρ της πόλης – μα η αφήγηση παρουσιάζεται από δύο ταυτόχρονα οπτικές γωνίες: εκείνη του άντρα κι εκείνη της γυναίκας. Δύο άγνωστοι που πίνουν το ποτό τους στο μπαρ κι εξιστορούν τη μεταξύ τους επαφή. Εκείνος την προσεγγίζει με φανερό σκοπό το φλερτ, αποφασιστικός και άχαρος ταυτόχρονα, εκείνη τον αποκρούει κυνικά, έχοντας πια “μάθει με τύπους σαν αυτόν” και τονίζοντας εμφατικά πως “δεν πιάνει κουβέντες με αγνώστους”… μα να που τελικά καταλήγουν να συζητούν ο ένας με τον άλλον, σαν “δυο κορόιδα που ερωτεύονται”… Και στο τέλος δεν είναι πια ξένοι μεταξύ τους…

Tom Waits performing on stage with Bette Midler at the Troubadour in Los Angeles, California on September 17, 1977.

Tom Waits & Bette Midler / Τομ Γουέιτς και Μπέτι Μίντλερ

Το “Sight for Sore Eyes” επαναφέρει τον Tom Waits του προηγούμενου δίσκου: Τον μελαγχολικό ποιητή που παραδίδεται στο αλκοόλ και τη γλυκιά νοσταλγία, θωπεύοντας τις χορδές του πιάνου από τη μία, το άδειο μπουκάλι από την άλλη, ξετυλίγοντας βραχνές αναμνήσεις που λικνίζονται μοναχικά στον αέρα ενός κλειστού δωματίου, σμίγοντας με τους καπνούς. Στο “Burma Shave” η φωνή του έχει καθαρίσει και ακούγεται περισσότερο μελωδική από ποτέ – όμως η νυχτερινή ταξιδιάρικη διάθεση παραμένει ίδια. Μοιάζει σαν το ξύπνημα της επόμενης ημέρας… με μια μικρή διαφορά: για τον μεταμεσονύχτιο ποιητή, η “επόμενη μέρα” είναι πάλι νύχτα.

Το αποκορύφωμα του δίσκου είναι το δεκάλεπτο “Potter’s Field” – ίσως το πιο ατμοσφαιρικό κομμάτι στο σύνολο της δισκογραφίας του Waits. Λιγότερο «τραγούδι» με τη συμβατική έννοια (ή, μάλλον, καθόλου τραγούδι) και περισσότερο μελοποιημένη αφήγηση, πρόκειται για μια μοναδική ακροαστική εμπειρία – την οποία οφείλεις να χαρίσεις στον εαυτό σου κάποια νυχτερινή ώρα, στην ησυχία, ενώ διαβάζεις ταυτόχρονα τους στίχους. Μεταξύ μας, ο μόνος σωστός τρόπος να ακούς τον Waits είναι αυτός. Κατά τις ήσυχες ώρες της νύχτας.

Ο κόσμος της νυχτερινής Νέας Υόρκης με τις αμφιλεγόμενες φιγούρες της, πρόσωπα που καταστρώνουν σκιερά σχέδια, χαμόγελα αποπλάνησης μοιραίων femme fatale, εγκλήματα θαμμένα στην ομίχλη, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών που σφραγίζονται με δυο κουβέντες και μια πιστολιά… Και η βραχνή φωνή ενός επιβλητικού αφηγητή, σαν άλλος Orson Welles που κάνει γαργάρες με αλκοόλ. Τέτοιο είναι το “Potter’s Field”. Αυτός ήταν ο Tom Waits στην πιο κινηματογραφική του διάθεση.

Rainy City night

Night in the city, 70s

Σε αντίθεση με το “Small Change”, οι κριτικοί υποδέχτηκαν με χλιαρή διάθεση το νέο δίσκο. Ακόμα και σήμερα το “Foreign Affairs” δεν συγκαταλέγεται, σε διάφορες λίστες που βρίσκεις εδώ και εκεί, στους κορυφαίους δίσκους του Waits – κάτι που αδικεί, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά άλμπουμ που μας παρέδωσε ποτέ. Ένα άλμπουμ που συνεχίζει ουσιαστικά από εκεί ακριβώς που άφησε το “Small Change”, εμβαθύνοντας ακόμα περισσότερο στη διάθεση και την αισθητική του. Ίσως αυτό ακριβώς – το γεγονός πως το άλμπουμ μοιάζει περισσότερο με “διάδοχο” παρά με κάτι αυτοτελές – να το επισκιάζει στα μάτια κάποιων. To “Small Change” έφερε κάτι καινούργιο, μα το “Foreign Affairs” συνέχιζε στο ίδιο στυλ.

Φαίνεται πως ο κόσμος περίμενε κάτι διαφορετικό από τον Tom Waits – ή ενδεχομένως η φιγούρα του μπαρουτοκαπνισμένου beatnik να χρειαζόταν μια ανανέωση… ακόμα και στα μάτια του ίδιου του δημιουργού του.

Ένα είναι βέβαιο: αν ποτέ άλλαζε ο Waits, αυτό δεν θα γινόταν προς την κατεύθυνση μιας “καθαρότερης”, περισσότερο εύπεπτης για το ευρύ κοινό, περσόνας. Δεν είχε σκοπό να γίνει «αποδεκτός» από τις μάζες. «Προτιμώ να παίζω σ’ ένα κλειστό club με ξερατά τριγύρω μου, παρά σ’ ένα καθαρό κολλέγιο με πρόσχαρα κοριτσάκια και τύπους με κοντοκουρεμένα μαλλιά και κουταλάκια κόκας περασμένα από το λαιμό τους.»

Tom Waits, Portobello Road 1976

Tom Waits, Portobello Road 1976

Living on the Wild Side

Την περίοδο εκείνη γνώρισε την Rickie Lee Jones. Έμοιαζε λες κι έσμιγαν δυο αδέσποτα αιλουροειδή.

Η Rickie Lee ήταν ένα αγριοκόριτσο. Βαθιά αντισυμβατικό και ελεύθερο πνεύμα, ανερχόμενη τραγουδίστρια η ίδια. «Την πρώτη φορά που την είδα μου θύμισε την Jayne Mansfield… Μου φάνηκε ιδιαίτερα ελκυστική, και οι αντιδράσεις μου απέναντί της θα έλεγα πως ήταν μάλλον πρωτόγονες.» Υπήρχε κάτι στην Rickie Lee που ενδεχομένως παρέπεμπε σε μια θηλυκή εκδοχή του ίδιου του Waits. Η εναλλακτική της παρουσία, η αθυρόστομη διάθεση, η αγάπη της για τη τζαζ και τους μπίτνικ (φυσικά!) – και, ναι, η σχέση της με το αλκοόλ. «Έπινε πολύ, έπινα κι εγώ, καταλήξαμε να πίνουμε μαζί. Μπορείς να μάθεις πολλά για μια γυναίκα μεθώντας μαζί της.»

Τις νύχτες η Rickie Lee σύχναζε στο Tropicana, στο ενοικιαζόμενο πανδοχείο που έμενε ο Waits. Αφηνόταν στα νερά της πισίνας κι έπλαθε όνειρα κοιτάζοντας το φεγγάρι. Όπως ο Waits, προτιμούσε τη νύχτα και την ησυχία της…

Rickie Lee Jones

Tom Waits & Rickie Lee Jones

Tom Waits & Rickie Lee Jones

«Είναι ευκολότερο εκείνη την ώρα να γεμίζεις το σκοτάδι με τη φαντασία σου», είχε πει η Rickie Lee. Τα όνειρά της, τον καιρό εκείνο, ήταν τα όνειρα του ίδιου του Waits. Όνειρα που παραδέρνονται πέρα τις συμβατικότητες των καιρών, μακριά από τα όνειρα του πλήθους, ξεβράζοντας σαν άγρια κύματα σε απόμερες μυστικές παραλίες. «Ζούμε στην jazz πλευρά της ζωής».

Η περιφρόνηση του ζεύγους για τον κόσμο της showbiz άφηνε συχνά απορημένους τους εκπροσώπους της. Οι στόχοι της showbiz δεν ήταν οι στόχοι τους, η γλώσσα της showbiz δεν ήταν η γλώσσα τους. Μια μέρα ένας εκπρόσωπος κάποιας δισκογραφικής εταιρείας πέρασε ανέμελα στο καμαρίνι του Waits και τον χαιρέτησε με την προσφώνηση “Hey, babe!”. Δίχως να πει κουβέντα, o Waits ενοχλημένος σηκώθηκε κι έφυγε, αφήνοντας τον εκπρόσωπο να απορεί. «Τι είπα;», ρώτησε. «Μην ξαναπείς “μωρό μου” τον Waits ξανά», του απάντησαν.

Ηλεκτρικές διαθέσεις

Στο μεταξύ οι ζωντανές εμφανίσεις του Waits γίνονταν όλο και πιο θεατρικές. Στη σκηνή δέσποζε τώρα μια μεγάλη νυχτερινή λάμπα, στο σκιόφως της οποίας γυρόφερνε ο Waits, περισσότερο παραστατικός από ποτέ. Έμοιαζε περισσότερο με θεατρική παράσταση, παρά με συναυλία με τη συμβατική έννοια του όρου.

Βρισκόμαστε στην εποχή που είχε εκτοξευτεί, σαν γροθιά στα μούτρα, το άστρο του πανκ. Παρά τις αχανείς διαφορές ανάμεσα στο πανκ και τη μουσική του, ο Waits διατηρούσε μία στάση επιδοκιμασίας απέναντί του. Στα μαθημένα αυτιά του, η πλειοψηφία των άτεχνων punk συγκροτημάτων της εποχής ακούγονταν σαν “ένα μάτσο σκατά”. Ταυτόχρονα όμως, το κίνημα σηματοδοτούσε μία κίνηση ανανέωσης, ένα κύμα φρέσκου αέρα, μια νέα ματιά απέναντι σε μια εποχή που έδειχνε ξεπουλημένη στη δύναμη του χρήματος. «Μπορεί να φαίνεται αποκρουστικό σε μία μερίδα ανθρώπων, δεν παύει όμως να είναι κάτι γνήσια εναλλακτικό απέναντι στα σκουπίδια που κυκλοφορούν εδώ και 10 χρόνια… Προτιμώ ν’ ακούω κάποιο παιδαρέλι σε δερμάτινο τζάκετ να τραγουδάει “θέλω να καταβροχθίσω τη μαμά μου”, παρά να ακούω αυτούς τους άνοστους τύπους με τις καουμπόικες μπότες να τραγουδάνε τραγούδια τύπου “Six Days On the Road”.»

Τέτοια έλεγε ο Waits στα τέλη της δεκαετίας του 70. Στόχος των επιθέσεών του ήταν η δημοφιλής «φολκ ροκ» μουσική των καιρών – τύπου Eagles και Crosby, Stills &Nash. Μεγαλώνοντας, πάντως, έβαλε νερό στο κρασί του και αναθεώρησε κάποιες απ’ τις απόψεις που είχε εκφράσει εκείνον τον καιρό.

Τί σήμαιναν όλα αυτά για τον δημιουργικό προσανατολισμό του Waits; Πως είναι αναγκαίος κάποιος αέρας ανανέωσης. «Αν χρειαστεί να γράψω ένα ακόμα τραγούδι για ποτό και για μεθύσι και όλα αυτά, νομίζω θα ξεράσω!» Έμοιαζε λες και η περσόνα του ξοδεμένου μπίτνικ, που τόσο έθρεψε και καλλιέργησε στη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων, είχε πλέον κάνει έναν πλήρη κύκλο γύρω από τον εαυτό της… Ο κύκλος είχε κλείσει – και χρειαζόταν μια αλλαγή. Όχι για τους ακροατές, όχι για τους μάνατζερ, όχι για τις εταιρείες… Μα για τον ίδιο.

Η μετακόμιση από τη γειτονιά των τελευταίων χρόνων, η εγκατάλειψη του Tropicana, ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε. Και όταν μία μέρα ήρθαν στο στούντιο οι μουσικοί συνεργάτες του για την ηχογράφηση των τραγουδιών του νέου δίσκου, αντίκρισαν με έκπληξη τον Waits να εξασκείται, για πρώτη φορά, με μια ηλεκτρική κιθάρα. Τα δεδομένα αλλάζουν!

Blue Valentine record, by Tom Waits

Ο νέος δίσκος ονομάστηκε “Blue Valentine”. Αυτός δεν ήταν ο Waits της μελαγχολικής μπαλάντας, δεν ήταν ο αναπολητής των περασμένων, δεν ήταν ο νεαρός που θέλει να μοιάσει στους μεσήλικες. Αν στους προηγούμενους δίσκους ξετυλίγει αφηγηματικές εξομολογήσεις χαρακτήρων της νύχτας, αυτή τη φορά αποφάσισε να μεταφέρει τη νύχτα στην ίδια την καρδιά των τραγουδιών: Λιγότερες ιστορίες αγάπης, περισσότερες ιστορίες περιθωρίου. Ιστορίες για συμμορίες και πόρνες και ντετέκτιβ που ξεθάβουν μυστικά στο σκοτάδι.

Η μουσική αφήνει στην άκρη τη τζαζ και πιάνει περισσότερο blues διαθέσεις – αν και το κυρίαρχο αίσθημα είναι εκείνο μιας ατμόσφαιρας που παραδέρνει μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Πρόκειται για τον περισσότερο πειραματικό δίσκο που είχε καταθέσει ο Waits ως τότε. Κανένα τραγούδι εδώ δεν μοιάζει με το άλλο – μια στάση που έμελλε να επεκταθεί ακόμα περισσότερο στους επόμενους δίσκους του. Σε αυτή την πανδαισία διάθεσης και ήχων, το πρώτο τραγούδι, “Somewhere”, μοιάζει να συνεχίζει από εκεί ακριβώς που άφησε ο προηγούμενος δίσκος. Είναι ταξιδιάρικο, ονειρικό, ρομαντικό. Η φωνή του Waits επαναφέρει μια μελωδία που είχαμε καιρό ν’ ακούσουμε.

Η συνέχεια όμως μπαίνει στα βαθιά – βαθύτερα από ποτέ. Αν ο προηγούμενος δίσκος θύμιζε soundtrack, ο νέος δίσκος στην εξέλιξή του μοιάζει περισσότερο με την ζωντανή κατάθεση του ίδιου του πρωταγωνιστή του έργου. Όταν ακούς το “Romeo is Bleeding” δεν έχεις καμία αμφιβολία πως τραγουδιστής δεν είναι κάποιος εξωτερικός παρατηρητής, μα ένα μέλος της ίδιας της συμμορίας του Romeo – μιας συμμορίας Μεξικανών που χορεύουν αγκαζέ με τον θάνατο..

Αυτή η αμεσότητα είναι που κάνει τη διαφορά. Τα τραγούδια εδώ δεν χαρίζουν κάστανα, δεν αναλύονται σε συναισθηματισμούς, η πραγματικότητα παρουσιάζεται δίχως διάθεση καλλωπισμού. Το “Christmas Card from a Hooker in Minneapolis” είναι αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος του – και ακόμα περισσότερα. Είναι η αφήγηση μιας γυναίκας που ακροβατεί μεταξύ προσδοκίας και πραγματικότητας, συχνά χάνοντας τα όρια ανάμεσά τους. Πίσω από το προκλητικό προσωπείο της, πέρα από το κυνηγετικό χαμόγελο που σκορπά στα καθημερινά θηράματά της, βλέπεις μια γυναίκα που εξιστορεί τις δυσκολίες της καθημερινότητάς της… Που ενίοτε εξιδανικεύει το παρόν της, δημιουργώντας εικονικές πραγματικότητες, γυρεύοντας μια μικρή υποστήριξη, λίγα χρήματα έστω, προσπαθώντας να εκμαιεύσει τη συμπάθεια του αποδέκτη της χριστουγεννιάτικής της κάρτας… εξίσου μοναχικός, όπως κι εκείνη.

Automat, by Edward Hopper

Automat, by Edward Hopper

Tom Waits, The Piano Has Been Drinking

Ιστορίες για κορίτσια αφηγείται και το “$29.00” – το πιο καθαρόαιμο blues κομμάτι που έχει εμφανιστεί ως τώρα σε άλμπουμ του Waits, με την ηλεκτρική κιθάρα να πρωταγωνιστεί. Ιστορίες για ονειροπαρμένα κορίτσια που κατευθύνονται στο LA με σκοπό ν’ αναδειχτούν στον κόσμο του θεάματος – και καταλήγουν ν’ αναδειχτούν στον κόσμο του πεζοδρομίου. Η αντίπερα όχθη του αμερικανικού ονείρου.

Το “Red Shoes by the Drugstore” αφηγείται την ιστορία ενός ζεύγους. Της είπε να τον περιμένει έξω από το φαρμακείο, κάποια βροχερή νύχτα, μια παραμονή Χριστουγέννων… Της είπε να φορέσει τα κόκκινα παπούτσια της. Στο μεταξύ εκείνος θα “τακτοποιούσε μια δουλειά”. Κι εκείνη τον περιμένει υπομονετικά. Τον περιμένει, ενώ τα σκυλιά γαυγίζουν και ο Άι-Βασίλης γυρίζει μεθυσμένος στους δρόμους… Θα της έφερνε δώρο ένα διαμάντι, είπε… Κι εκείνη τον περιμένει υπομονετικά, όσο η νύχτα ξετυλίγει το πέπλο της, όσο εκείνος δεν κάνει την εμφάνισή του, τα κόκκινα παπούτσια της λαμπρά μες στο σκοτάδι. Και συνεχίζει να τον περιμένει…

Δεν υπήρξε άλλος δίσκος σαν το “Blue Valentine”. Ακροβατώντας μεταξύ των σκοτεινών νυχτερινών αφηγήσεων και μιας μουσικής διάθεσης πειραματισμού και ανανέωσης, έμελλε ν’ αποτελέσει το ατμοσφαιρικότερο άλμπουμ του Waits. Κατά τη γνώμη μου, ο κορυφαίος δίσκος του ως τώρα – κι ένας από καλύτερους στη δισκογραφία του. Ο Waits άφηνε πίσω του τη δεκαετία του 70, όχι μ’ έναν αναστεναγμό, μα μ’ έναν βρυχηθμό άγριου θηρίου.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, Δεκέμβρης 21

Tags: , , , , , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *