Αφορμή για τη σημερινή δημοσίευση στάθηκε ένα μάλλον απλό περιστατικό απ’ τα παλιά που έχει μείνει στη μνήμη μου. Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του Φλεβάρη και είχα συναντηθεί με μια κοπέλα για καφέ. Κάποια στιγμή η κουβέντα πήγε στα βιβλία – πράγμα μάλλον συνηθισμένο στις συναναστροφές μου. Θυμάμαι να μου αναφέρει πως «υπάρχουν βιβλία που δεν μπορεί να διαβάσει». Είχα απορήσει – πώς το εννοεί αυτό;
Έμοιαζε να με κοιτάει με σχεδόν απολογητικό ύφος. Χαμογέλασε και είπε: «Κάποια βιβλία είναι καλύτερα να μην τα διαβάζεις… σωστά;»
Είχε πάρει αμυντική στάση. Δεν εννοούσε πως υπάρχουν βιβλία που δεν είναι του γούστου της – κάτι αυτονόητο, όλοι έχουμε τα γούστα μας σε τελική ανάλυση. Όχι – εκείνο που εννοούσε ήταν πως ορισμένα βιβλία είναι καλό να τα αποφεύγεις. Το ύφος της ήταν ύφος κάποιου που του προτείνεις να παρακολουθήσετε μια ταινία τρόμου το βράδυ – κι εκείνος χαμογελάει και λέει: «α, όχι, δεν είναι για μένα αυτό». Θα του προτείνεις ένα βιβλίο από έναν ορισμένο συγγραφέα – κι εκείνος θα τραβήξει ενστικτωδώς το χέρι πίσω, λες και φοβάται την επαφή μαζί του.
Ερχόμαστε, λοιπόν, στο αποψινό μας θέμα. Είναι δυνατόν ένα βιβλίο να συνιστά… πηγή φόβου; Για ποιο λόγο να αποφεύγει κάποιος να διαβάσει ορισμένους συγγραφείς; Υπάρχουν, άραγε, «επικίνδυνα βιβλία»; Επαναλαμβάνω: δεν αναφέρομαι στις διαφορές του γούστου και σε βιβλία που αποφεύγεις απλά γιατί δεν σου αρέσουν. Αναφέρομαι σε βιβλία που αποφεύγεις διότι… κάτι φοβάσαι. Όχι τον όγκο ή την πιθανή αναγνωστική τους δυσκολία, όχι. Κάτι άλλο.
Υπάρχουν «επικίνδυνα βιβλία»; Υπό την οπτική γωνία ενός δικτάτορα, ενός καταπιεστικού κράτους, μιας αυταρχικής εξουσίας, η απάντηση είναι σαφής: ασφαλώς και υπάρχουν, όπως δείχνει μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της λογοκρισίας και των απαγορεύσεων στην ιστορία της λογοτεχνίας.
Ας παραθέσω χαρακτηριστικά τα λόγια του ιστορικού Κρις Χάρμαν, ο οποίος, αναφερόμενος στην πρώτη αυτοκρατορία της Κίνας, γράφει ότι: «οι κυβερνώντες έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους ώστε να διασφαλίζουν πως καμιά άλλη εναλλακτική αντίληψη δεν θα προτεινόταν στον λαό. Ο πρώτος αυτοκράτορας διέταξε να καούν όλα τα βιβλία που αναφέρονταν στις παλιές παραδόσεις: “υπάρχουν μερικοί άνθρωποι των γραμμάτων […] που μελετούν το παρελθόν για να ασκούν κριτική στην παρούσα εποχή. Προκαλούν σύγχυση και εξάπτουν τον λαό […] Είναι σκόπιμο [αυτά τα βιβλία] να απαγορευτούν.” Οι άνθρωποι που τολμούσαν να συζητούν τα απαγορευμένα βιβλία “θα πρέπει να εκτελούνται και τα πτώματά τους να εκτίθενται σε δημόσια θέα. Όσοι χρησιμοποιούν το παρελθόν για να ασκούν κριτική στο παρόν θα πρέπει να θανατώνονται, μαζί με τους συγγενείς τους”» [το απόσπασμα από την «Λαϊκή Ιστορία του Κόσμου, μτφ: Ε. Αστερίου]
Από τους πρώιμους πολιτισμούς ως τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του Εικοστού Αιώνα, η ιστορία της γραπτής και καλλιτεχνικής έκφρασης συμβαδίζει με τις απόπειρες να απαγορευτεί και να τοποθετηθεί σε πάσας μορφής καλούπια. Πρόκειται για ένα θέμα που αξίζει να καταπιαστούμε λεπτομερώς μαζί του – μα επιφυλάσσομαι να το κάνω κάποια άλλη φορά.
Επιθυμώ να επιστρέψω όμως σε εκείνη την κοπέλα – και την αδιαμφισβήτητη επιφύλαξή της. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με… αρχηγό κράτους ή με κάποια ηθικολογική οργάνωση. Γιατί ένας νέος άνθρωπος να φοβάται ορισμένα βιβλία; Τί είναι εκείνο που ωθεί κάποιον να αποφεύγει την επαφή με συγκεκριμένους συγγραφείς;…
******
Φέρνω άλλα δύο παραδείγματα επαφών μου στο νου. Μία εξ’ αυτών είναι μέλος ορισμένης πολιτικής οργάνωσης και της κομματικής της συνιστώσας. Θυμάμαι πόσες φορές ανέφερε πως διάβαζε βιβλία που ενισχύουν τη συγκεκριμένη πολιτική κοσμοθεωρία – και απέφευγε βιβλία που ασκούσαν κριτική σε αυτή. Δεν υποτιμούσε την αξία των δεύτερων – απλά δεν ήθελε να τα διαβάσει. Νομίζω αρκετοί ανάμεσά μας μπορούμε να φέρουμε κάποια σχετικά παραδείγματα κατά νου. Μοιάζει με την τακτική ανάγνωση συγκεκριμένης εφημερίδας, στην οποία επιδίδεται μια μερίδα κόσμου – ή με την παρακολούθηση ορισμένου τηλεοπτικού καναλιού έναντι άλλων. Επιλέγεις ένα χρώμα, μια κατεύθυνση, μια κάστα… κι έπειτα ενισχύεις την επιλογή σου μόνο με τα ερεθίσματα που την επιβεβαιώνουν.
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά μια κοπέλα που έγραφε στα blogs – και είχα έρθει σε γραπτή επαφή μαζί της πριν χρόνια, με αφορμή ένα αφιέρωμά της στον «Χριστό Ξανασταυρώνεται» του Νίκου Καζαντζάκη. Ήταν η πρώτη της επαφή μαζί του. Θυμάμαι είχε προσεγγίσει με περίσσιο θρησκευτικό ζήλο το βιβλίο – και η ερμηνεία που έκανε στον Καζαντζάκη ξεχείλιζε θρησκευτική πίστη. Ένιωσα πως τον παραμορφώνει. Είχα σχολιάσει διακριτικά πως ο Καζαντζάκης ήταν «ελεύθερο πνεύμα» και πως ήταν αδύνατο να τοποθετηθεί σε καλούπια – κάτι που γνώριζε καλά η επίσημη Εκκλησία, τον καιρό που τον αφόριζε. Την είχα μάλιστα παραπέμψει στο αντίστοιχο αφιέρωμα που είχα γράψει, περίπου τον ίδιο καιρό, για τον «Τελευταίο Πειρασμό». Η κοπέλα απάντησε πως «μάλλον θα διαβάσει και τον Τελευταίο Πειρασμό… και μετά δεν θα πιάσει άλλο βιβλίο του».
Κι εκεί τελείωσε η βραχύβια διαδικτυακή μας επαφή! Και υποθέτω πως η κοπέλα έμεινε πιστή στα λόγια της και δεν έπιασε ξανά άλλο βιβλίο του Καζαντζάκη. Μάλλον της τον… χάλασα με αυτά που έγραψα.
Έχοντας παραθέσει και αυτά τα δύο παραδείγματα, νομίζω μπορώ να καταλήξω σε ορισμένα συμπεράσματα.
******
Σε ένα υπέροχο διήγημά του (το οποίο έχω μοιραστεί εδώ στο blog και τιτλοφορώ «Η Ρωγμή στον Τοίχο του Κόσμου σου») ο Μίχαελ Έντε αναφέρεται σε έναν άνθρωπο που ζούσε εντός ενός περίκλειστου δωματίου, όπου οι τοίχοι ήταν ζωγραφισμένοι με πλανήτες και αστέρια – κι ένιωθε ασφαλής εκεί. Ήταν όλα τοποθετημένα στη θέση τους και ο κόσμος έμοιαζε σαφής, μέσα στην αποτυπωμένη στους τοίχους καθαρότητά του. Ώσπου μια μέρα ένας δυνατός σεισμός συνταράζει το δωμάτιο και απλώνεται μια ρωγμή στον χώρο. Ο ζωγραφισμένος τοίχος ανοίγει και πίσω από αυτόν ξεπροβάλλουν… τα αληθινά αστέρια και το διάστημα – αχανές στην απεραντοσύνη του.
Μα ο άνθρωπος αρνείται να κοιτάξει, αρνείται να δεχτεί αυτό που βλέπει. «Παράτα τον φόβο σου και βγες έξω!», του λέει μια φωνή. «Βγες έξω και πέταξε, ενώσου με τ’ αστέρια!»
O άνθρωπος όμως αγκιστρώνεται με πείσμα απ’ τα προσωπικά του αντικείμενα και αρνείται να κάνει το βήμα προς τα έξω. Αρνείται να αποδεχτεί τον κόσμο που υπάρχει πέρα και έξω από αυτόν.
Αυτό κατορθώνει ένα καλό βιβλίο: σε μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο. Όχι με την έννοια της φανταστικής απόδρασης, δεν αναφέρομαι στον Τόλκιν και τα συγγενικά του αναγνώσματα εδώ (τα οποία αγαπώ, παρεμπιπτόντως). Ο κόσμος που αναφέρω είναι κόσμος ιδεών, κόσμος αντιλήψεων. Στις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν εναλλακτικές κοσμοθεωρίες και χαρακτήρες ικανοί να ταρακουνήσουν γερά δομημένες αντιλήψεις. Το καλό βιβλίο ανοίγει πάντα ένα παράθυρο στο νου και την ψυχή – μα ο αέρας που φυσάει εκεί δεν είναι πάντα ευχάριστος! Κάποιες φορές είναι παγερός. Ο καλός συγγραφέας είναι σκαπανέας της ψυχής – και ως τέτοιος σκάβει σε βάθη που για μερίδα κόσμου είναι ανεξερεύνητα και τρομερά.
Κάποιοι άνθρωποι δεν το θέλουν αυτό. Δεν επιθυμούν να έρχονται σε επαφή με τα μύχια των συναισθημάτων τους. Δεν τους αρέσει να διαβάζουν για χαρακτήρες που ανασύρουν τις σκοτεινές πτυχές που αρνούνται ν’ αναγνωρίσουν στον εαυτό τους. Διαβάζουν ένα βιβλίο ίσα για να «αποδράσουν», να «περάσουν καλά», να «χαλαρώσουν».
Πράγμα κατανοητό! Όλοι γυρεύουμε τη βολή και την αναψυχή μας, σε τελική ανάλυση.
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά της ανάγνωσης. Κι εδώ θυμάμαι εκείνο που είχε γράψει ο Κάφκα στον ημερολόγιό του, σχετικά με τα «Βιβλία που Δαγκώνουν»: “Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι πρέπει να διαβάζουμε μόνο βιβλία που μας δαγκώνουν και μας τσιμπούν. Εάν το βιβλίο που διαβάζουμε δε μας ταρακουνάει βίαια, σα γροθιά στο κεφάλι, τότε γιατί να μπούμε καν στον κόπο να αρχίσουμε να το διαβάζουμε; Για να μας κάνει χαρούμενους; Θεέ και κύριε, θα ήμασταν εξίσου χαρούμενοι και αν δεν είχαμε καθόλου βιβλία – βιβλία που μας κάνουν χαρούμενους θα μπορούσαμε να τα γράψουμε και οι ίδιοι.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι βιβλία που μας χτυπούν, σα την μεγαλύτερη κακοτυχία […]. Ένα βιβλίο πρέπει να είναι ο πέλεκυς για την παγωμένη θάλασσα που κουβαλάμε μέσα μας. Αυτό πιστεύω.”»
Ακόμα και αν δεν συμφωνούμε απόλυτα με τον Κάφκα (διότι θέλουμε να ΧΑΛΟΓΕΛΑΜΕ πού και πού, πανάθεμά με), αυτός δεν είναι λόγος να προσπεράσουμε τα λόγια του. Όταν σε ταρακουνάει ένα βιβλίο, σημαίνει πως κατόρθωσε να διαπεράσει κάποιες άμυνές σου. Τα βιβλία που ταρακουνούν είναι εκείνα με την πύρινη φωνή – είναι τα βιβλία που φόβιζαν πάντα τους δικτάτορες και χλεύαζαν τις όποιες πολιτικές «ορθότητες» της εποχής τους. Τα βιβλία που αμφισβητούν κοσμοθεωρίες και κώδικες συμπεριφοράς.
Με άλλα λόγια: αυτά είναι τα «επικίνδυνα βιβλία».
Είναι τα βιβλία που άνοιγαν δρόμους σε μια πραγματικότητα που αποφεύγει τους δρόμους, διότι φοβάται την κίνηση. Κινούμαι σημαίνει αλλάζω. Ποια καθιερωμένη κοινωνική ή ατομική πραγματικότητα επιθυμεί την αλλαγή;
Σκέψου, μάλιστα, αυτή η αλλαγή να συνεπάγεται μια ριζική μεταμόρφωση – σαν την πεταλούδα που πετάει το καλούπι της κάμπιας. Ποιος επιθυμεί να μεταμορφώνεται, τη στιγμή που έχει εξασφαλίσει τη βολή του;
******
Οι άνθρωποι σχηματίζουμε από νεαρή ηλικία ψυχολογικά και ιδεολογικά καλούπια – και περιχαρακώνουμε τους εαυτούς μας μέσα τους. Φέρουμε συγκεκριμένες αντιλήψεις, τις οποίες μοιάζει να έχουμε προμηθευτεί από το Πολύχρωμο Σουπερμάρκετ των Ιδεών: «ΕΧΟΥΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΕΣ ΣΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΤΙΜΕΣ» – τις οποίες επιλέγουμε και φοράμε σαν μπλουζάκι.
Συχνά η κοσμοθεωρία καταλήγει να μας φοράει, δεν τη φοράμε – μα αυτή είναι μια μικροσκοπική λεπτομέρεια που μπορούμε να προσπεράσουμε.
Η ουσία είναι πως ο περισσότερος κόσμος παύει ν’ αναζητεί από νωρίς. Κάποιοι δεν αναζητούν ποτέ. Παίρνουν ετοιμοπαράδοτες ιδέες (από το σχολείο, την οικογένεια, κλπ) – και καλουπώνονται μέσα τους, οικοδομώντας «τον κόσμο τους», δίχως ποτέ να τις αμφισβητήσουν. Δίχως ποτέ να διερωτηθούν «αν υπάρχουν άλλοι κόσμοι εκεί έξω». Άλλες αντιλήψεις, άλλες οπτικές.
Και αν υπάρχουν… σημασία έχει να τις πατάξουμε, σωστά; Να επιβάλλουμε τη δική μας, ναι;
Περισσότερο από οποιαδήποτε μορφή έκφρασης, ο γραπτός λόγος εμπεριέχει τη δύναμη να αμφισβητεί παραδεδομένες κοσμοθεωρίες – και να χτίζει εναλλακτικούς κόσμους αξιών. Αυτή είναι η δύναμη του αναλυτικού γραπτού λόγου, ικανή ν’ αφυπνίσει τον μισοκοιμισμένο ανθρώπινο εγκέφαλο και να οξύνει τη σκέψη. Ως τέτοια, προκαλεί φόβο σε κάποιους που θέλουν πάντα να κοιμούνται.
Κατά τη γνώμη μου, ο ιδανικός αναγνώστης είναι πάντα ένας περιπλανώμενος. Ακόμα και αν αράζει το σκαρί του σε κάποιο νησί ή κάποια πολιτεία, δεν μένει παντοτινά εκεί. Γνωρίζει πως το ταξίδι είναι ο προορισμός του. Η ανοιχτή θάλασσα δεν συνιστά πηγή φόβου – μα μια πρόκληση για εξερεύνηση. Ο περιπλανώμενος που περιγράφω συλλέγει εμπειρίες και γνώση απ’ τα ταξίδια του – μα η γνώση του δεν περιχαρακώνεται σε στεγανά, δεν προσαράζει μόνιμα σε στεγνές ξηρές.
Για τον περιπλανώμενό μου υπάρχει ένας αστείρευτος πλούτος βιβλίων που καλείται να εξερευνήσει. Κάποια καλύτερα από άλλα, δεν έχουν σαφώς όλα τα βιβλία την ίδια αξία και το ίδιο βάθος.
«Επικίνδυνα» βιβλία, όμως; Όχι. Ο περιπλανώμενός μου δεν γνωρίζει από επικίνδυνα βιβλία. Δεν υπάρχουν επικίνδυνα βιβλία. Μόνο ο κίνδυνος των ανθρώπων που φοβούνται να διαβάσουν.
Το Φονικό Κουνέλι, Ιούλιος 22
2 Responses
Μου θυμισες τα φοιτητικα χρονια με την αναρτηση Κουνελε…. Ενοτητα ‘Απο το Διαφωτισμο στον Ρομαντισμο’ κ ο Μarquis de Sade Με το βιβλιο του ‘ Dialogue between a priest and a Dying man’… ενα βιβλιο καπως ταμπου για αρκετους, ακρως ενδιαφερον ομως, λστρεμενο βιβλιο, που ρο εκανα σε συνδιασμο με ρην οπερα του Μοτσαρτ ‘Ντον Τζοβανι’… ποσα κοινα εχουν, ε???? Ο Ντε Σαντ που το εγραψε στη φυλακη , η εμμονη , οι αναφορες στην Φυση , στην De Sade’s alternative religion, στην βια , – ενα βιβλιο κ ενας συγγραφεας που θεωρηθηκε ‘βλασφημος’.. ενα βιβλιο που αντανακλα το ιστορικο κ ποιλιτικο πλαισιο των τελευταιων χρονων του 18ου αιωνα με την Γαλλικη επανασταση, τον Διαφωτισμο κ τον Ρομαντισμο … ειχα βρει κ το συσχετισμο του με το εργο ‘ Ο Κρονος κσταβροχθιζει το παιδι του’ του Γκογια ακρως γοητευτικο, αν κ ο πινακας ειναι καπως μετεγενεστερος… ειχα κ κατα νου να κανω κ ενα post στην Φωλια με αναφορα τον Ντε Σαντ κ το συγκεκριμενο εργο του εργο….. Βιβλια επικινδυνα… ΠΟΤΕ…. Πολλες καλημερες Κουνελε….
Δεν είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύεις στα παλιά με μια ανάρτησή μου, αγαπητέ Δημήτρη! Απόλυτα εύστοχη η αναφορά στον Ντε Σαντ – ένας συγγραφέας που εύκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί “επικίνδυνος” από μερίδα κόσμου, τότε και τώρα ακόμα.
Με αφορμή κάποια σχόλια αναγνωστών στη σελίδα στο Fb, θέλω επί της ευκαιρίας να επεκτείνω τον προβληματισμό του κειμένου και να τονίσω πως το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι οι στάσεις και οι συνήθειες του κόσμου, όχι ο ένας ή ο άλλος συγγραφέας. Φίλοι αναγνώστες ανέφεραν στη σελίδα, ως παράδειγμα “επικίνδυνων βιβλίων”, κακά βιβλία Ιστορίας που φτάνουν να την παραμορφώνουν, ή το βιβλίο του Χίτλερ. Ενώ όμως συμφωνώ πως το περιεχόμενο αυτών των βιβλίων είναι απαράδεκτο, είμαι βέβαιος πως δεν θα είχαν την παραμικρή απήχηση αν δεν σέρβιραν στον κόσμο βολικές και ετοιμοπαράδοτες “αλήθειες”, τέτοιες που να ικανοποιούν τα απωθημένα, τον ναρκισσισμό και – κυρίως – το βόλεμά του.
Στην καρδιά του προβλήματος, είτε μιλάμε για βιβλία που καλλιεργούν ημιμάθεια, είτε για βιβλία φανατικών, είτε για βιβλία “αιρετικά” ή οτιδήποτε σχετικό, βρίσκεται ο κόσμος που δεν αναζητεί, ο κόσμος που περιορίζεται σε στεγανά, ο κόσμος που βολεύεται σε εύκολες “αλήθειες” και δεν αμφισβητεί ποτέ όσα του σερβίρουν. Γι’ αυτό θεωρώ πάντα αυτόν τον κόσμο περισσότερο “επικίνδυνο” από οποιοδήποτε “επικίνδυνο βιβλίο”.