Βραδινή ανάγνωση στο μπαλκόνι. Νωχελική διάθεση, απόλυτα ταιριαστή στη ραθυμία του μεσοκαλόκαιρου. Τα μάτια μου πάσχιζαν ν’ αγκιστρωθούν στις τυπωμένες αράδες του βιβλίου. Ο υπνωτικός ρυθμός ενός τζίτζικα παρέδερνε μπρος-πίσω, παντού και πουθενά – σαν μια βάρκα που μετέφερε τις σκέψεις μου σε μακρινά νησιά.
Τότε στα ηχεία του υπολογιστή αντήχησε το “Historia De Un Amor”. Η ταξιδιάρικη φωνή της Eydie Gormé και η κιθαριστική συνοδεία των Trio Los Panchos.
Αυτό ήταν. Έκλεισα το βιβλίο. Χάθηκα στη μουσική. Η βάρκα της σκέψης μου είχε βρει τον προσανατολισμό της. Εικόνες μιας άλλης εποχής τύλιξαν το νου μου. Εικόνες γυναικών με τριαντάφυλλα στα μαλλιά και αντρών με μαχαίρια σε πολύχρωμα ζωνάρια. Σκηνές καταχωνιασμένες στα άδυτα κάποιου ποιήματος του Λόρκα. Βλέμματα που σταλάζουν πρόκληση, μίσος, ηδονή. Εκστατικοί χοροί που τελειώνουν σε όρκους σφραγισμένους με αίμα.
Κοίταξα τον νυχτερινό ουρανό, περιμένοντας να δω κάποιο βαθυκόκκινο φεγγάρι να με παρατηρεί, εκεί ψηλά. Δεν είχε φεγγάρι όμως. Μια μαυρίλα μόνο, που έσπαγαν κάποια αχνά αστέρια.
Στο τραπέζι δίπλα μου δεν είχε κόκκινο κρασί. Μόνο έναν πιωμένο από ώρα καφέ κι ένα ποτήρι χυμό φρούτων του δάσους. Ο χυμός ήταν κόκκινος, άρα μετέδιδε κάπως την ψευδαίσθηση.
Και η Λατίνα με το διφορούμενο χαμόγελο; Και ο Ληστής με το σκληρό βλέμμα; Πού είναι; Υπήρξαν, άραγε, ποτέ; – ή είναι ένας ακόμα μύθος που έπλασαν οι ποιητές; Ένας μύθος από εκείνους που οικοδομούν θρησκείες; Δυο μάτια που θα λάτρευες και θα ύψωνες σε είδωλο. Πού είναι αυτά τα μάτια; Πού είναι τα είδωλά μας;
Δεν υπήρχε καμία Λατίνα κοντά μου, κανείς Ληστής. Ήταν όμως δυο χνουδωτές γατούλες. Μια θηλυκή… κι ένας αρσενικός. Παραδομένες στο αόρατο τραγούδι της νύχτας, εναρμονισμένες στο τραγούδι του τζίτζικα, ρίχνοντάς μου βλέμματα που έμοιαζαν να τυλίγουν τις απορίες μου με νόημα.
Και το τραγούδι τελείωσε. Ο υπνωτικός ρυθμός του τζίτζικα έμοιαζε καθησυχαστικός. Τα γατιά απολάμβαναν κάθε στιγμή.
«Αυτή είναι η πραγματικότητα», έμοιαζαν να λένε. «Δεν είναι ό,τι καλύτερο, δεν είναι ό,τι χειρότερο. Αυτήν έχουμε, όμως.»
Αυτήν έχουμε, ναι. Μα ας βάλω το τραγούδι να παίξει άλλη μια φορά. Και ας φανταστώ πως βλέπω το φεγγάρι να ξεπροβάλλει – ματοβαμμένο σαν το τριαντάφυλλο στα μαλλιά της.
3 Responses
Τι όμορφη, αισθαντική ανάρτηση, και πόσο ταιριαστό το τραγούδι στο κείμενο (και το αντίστροφο)! Μπαίνω στον πειρασμό να σου ευχηθώ να είναι όλες οι καλοκαιρινές σου βραδιές έτσι. Και γιατί όχι;
Να περνάς όμορφα και να ζεις το παρόν, όπως τόσο σοφά σου συνέστησαν οι γατούλες. Και να έρχεται στα αυτιά σου πάντα η κατάλληλη μουσική, για να υπογραμμίζει τις στιγμές σου.
Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού
Καλησπέρα, Κούνελε!
Μας μάγεψες με τη μουσική ου επιλογή, για την ιστορία ενός έρωτα που ήρθε και χάθηκε, ενός έρωτα που θα ‘ρθει…
Τέλεια συντροφιά είχες, αυτά τα μικρά γλυκά ματάκια!
Κι εγώ εδώ επάνω που βρίσκομαι δέχομαι καθημερινά επισκέψεις πολύωρες ενός μικρού γάτου από τον φίλο γείτονα που έχει έναν κήπο με δέκα γατιά…! Ετούτος όμως είναι ο Κοσμάς ο ανθρωπάκιας. Έτσι τον λέω γιατί είναι αυτοκόλλητος με τους ανθρώπους! Απίθανος! Είναι αν αντικαθιστά ον μικρό της Αθήνας, μια και είναι στα ίδια χρώματα (πορτοκαλί, άσπρο).
Εύχομαι να περνάς όμορφα και αρκετά νωχελικά, αφού το σηκώνει η εποχή!
Υ.Γ.
Την επόμενη φορά ένα ποτήρι κόκκινο κρασάκι στη βεράντα θα κάνει ακόμη καλύτερη την ατμόσφαιρα, πιο ταξιδιάρικη 😉
@ Αγαπητή μου Πίπη, αγαπητή μου Γλαύκη, εκλεκτές θαμώνες της Κουνελοχώρας… τα επόμενα ποτήρια κρασί που θα πιω θα τα πιω στην υγεια σας. Εύχομαι να έχετε ένα ωραιότατο υπόλοιπο καλοκαιριού!