Ερνέστο Σάμπατο: Η λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά

Enter the rabbit's lair...

Ερνέστο Σάμπατο. Η λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά (ένα απόσπασμα από Το Τούνελ)

Η λεπτομέρεια κάνει άραγε τη διαφορά; Στην αγάπη, η απάντηση ίσως είναι θετική. Μπορεί να φέρεις πολλαπλές ιδιότητες – όμως μόνο το αγαπημένο πρόσωπο θα εκτιμήσει πάνω σου εκείνη τη μικρή λεπτομέρεια, που μάλλον θα περάσει απαρατήρητη στους άλλους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τους στίχους ενός παλιού τραγουδιού της δεκαετίας του 30… Ένα τραγούδι που εκθειάζει στην αγαπημένη “το καμάρι και τη χάρη… και τη βελουδένια την ελιά σου”.

Κάποιες άλλες λεπτομέρειες για σένα ίσως σημαίνουν τον κόσμο όλο. Μια σκέψη, μια αίσθηση, μια εντύπωση, μια καθημερινή σκηνή. Σκέψου ν’ αναφέρεσαι σε μια συζήτηση (με κρυφή προσδοκία, ίσως) “σ’ εκείνη τη μικρή λεπτομέρεια” που σε άγγιξε κάπου – και ο συνομιλητής σου να προσπερνά το σχόλιό σου, σα να τινάσσει αδιάφορα ένα κουνούπι και να μετατοπίζει το θέμα της κουβέντας. Ποιος θα σε καταλάβει όταν αγνοεί πως εκείνο το “μικρό και ασήμαντο” δεν είναι καθόλου μικρό και ασήμαντο για σένα;

Εδώ ερχόμαστε λοιπόν στο σημερινό μας λογοτεχνικό απόσπασμα. Ο λόγος για το αρχικό κεφάλαιο του βιβλίου “Το Τούνελ” του αργεντινού Ερνέστο Σάμπατο, δημοσιευμένο το 1948. Ένας ζωγράφος παρουσιάζει το έργο του σε κάποια έκθεση. Ο κόσμος, κριτικοί και επισκέπτες, εκτιμούν το έργο στο σύνολό του… όμως μόνο μια κοπέλα, μια άγνωστη επισκέπτης, δείχνει να παρατηρεί μια μικρή λεπτομέρεια στο έργο: ο λόγος για “ένα παραθυράκι, όπου διακρινόταν μια σκηνή μικρή και μακρινή: μια πλαγιά μοναχική και μια γυναίκα που ατένιζε τη θάλασσα”.

Μια σκηνή που καταλάμβανε μια μικροσκοπική γωνίτσα του πίνακα… που για τον δημιουργό του, όμως, έμοιαζε να περικλείει όλη την ουσία του. Όμως η γυναίκα που έδειχνε να παρατηρεί και ν’ αναγνωρίζει εκείνη τη λεπτομέρεια εξαφανίζεται… και ο ζωγράφος απομένει μάταια να την αναζητά.

Ας δούμε το απόσπασμα. Η σκυτάλη στον Ερνέστο Σάμπατο.

«ΣΤΟ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ ΣΑΛΟΝΙ του 1946 παρουσίασα έναν πίνακα με τον τίτλο Μητρότητα. Είχε την ίδια τεχνοτροπία με πολλούς άλλους προγενέστερους. Όπως λένε οι κριτικοί με την ανυπόφορη διάλεκτό τους, ήταν μια σύνθεση στέρεα, με σωστή αρχιτεκτονική. Είχε, τέλος πάντων, τις ιδιότητες που εκείνοι οι τσαρλατάνοι έβρισκαν πάντα στα έργα μου. Κι επιπλέον, κάτι το «βαθιά πνευματικό». Αλλά ψηλά, στ’ αριστερά, μέσ’ από ένα παραθυράκι, διακρινόταν μια σκηνή μικρή και μακρινή: μια πλαγιά μοναχική και μια γυναίκα που ατένιζε τη θάλασσα. Ήταν μια γυναίκα που κοιτούσε σαν να περίμενε κάτι, ίσως ένα κάλεσμα σβησμένο και μακρινό. Ή σκηνή απέπνεε, κατά τη γνώμη μου, εναγώνια και απόλυτη μοναξιά.

Κανείς δε σταμάτησε σ’ αυτή τη σκηνή. Της έριχναν μια περαστική ματιά, σαν να ήταν κάτι δευτερεύον, ίσως και διακοσμητικό. Μ’ εξαίρεση ένα μόνο πρόσωπο, κανείς δε φάνηκε να καταλαβαίνει πως αυτή η σκηνή αποτελούσε κάτι το ουσιώδες.

Ήρθε η μέρα των εγκαινίων. Μια άγνωστη κοπέλα στάθηκε πολλή ώρα μπροστά στον πίνακά μου, χωρίς φαινομενικά να δώσει σημασία στη μεγάλη γυναίκα που βρισκόταν σε πρώτο πλάνο. Τη γυναίκα που κοιτούσε το μωρό να παίζει. Αντίθετα, παρατηρούσε μ’ ένταση τη σκηνή του παραθυριού κι όση ώρα την κοιτούσε, είχα τη βεβαιότητα πώς ήταν αποκομμένη απ’ ολόκληρο τον κόσμο. Δεν έβλεπε, ούτε άκουγε τούς ανθρώπους, που περνούσαν ή σταματούσαν μπροστά στον πίνακά μου.

Την παρακολούθησα όλη την ώρα με ανησυχία. Μετά χάθηκε μες στο πλήθος, ενώ εγώ ταλαντευόμουν ανάμεσα σ’ ένα φόβο ακατανίκητο, και μια αγωνιώδη επιθυμία να τη φωνάξω. Φόβο για ποιο πράγμα; Ίσως ένα φόβο σαν εκείνο που νιώθεις, όταν πρόκειται να παίξεις όλα σου τα χρήματα, όλη σου τη ζωή σ’ έναν αριθμό στη ρουλέτα.

Πάντως, όταν εξαφανίστηκε, ένιωσα εκνευρισμένος, δυστυχής, καθώς σκεφτόμουν πώς μπορεί να μην την ξανάβλεπα πια, χαμένη μέσα στα εκατομμύρια των ανώνυμων που κατοικούσαν στο Μπουένος Άιρες.

Εκείνο το βράδυ γύρισα στο σπίτι νευρικός, κατσούφης, θλιμμένος.

Ώσπου έκλεισε η έκθεση, πήγαινα κάθε μέρα και στεκόμουν αρκετά κοντά, ώστε να μπορώ να διακρίνω καλά τα πρόσωπα εκείνων που σταματούσαν μπροστά στον πίνακά μου. Άλλα εκείνη δεν ξαναφάνηκε.

Στους μήνες που ακολούθησαν, δε σκεφτόμουν παρά εκείνη τη δυνατότητα να την ξαναδώ. Και, κατά κάποιο τρόπο, δε ζωγράφιζα παρά μόνο για κείνη. Λες και η μικρή σκηνή του παραθυριού είχε αρχίσει να μεγαλώνει και να κατακυριεύει ολόκληρο το μουσαμά, όλο μου το έργο.»

Ερνέστο Σάμπατο, “Το Τούνελ” (Ernesto Sabato, “El túnel”, 1948, μτφ: Μάγια-Μαρία Ρούσσου)

Κλείνω με το τραγούδι που αναφέρω στην εισαγωγή.

Παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, Ιούλιος-Αύγουστος 2023

Tags: , , , , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *