“Να μου προσέχετε την Έλλα…” Μια ιστορία από τα χρόνια της τζαζ

Enter the rabbit's lair...

Μια ιστορία για την Έλλα Φιτζέραλντ και τη τζαζ της δεκαετίας του 30 - παρουσίαση: το φονικό κουνέλι / Ella Fitzgerald's story

Μια αφήγηση για τα πρώτα χρόνια της Έλλα Φιτζέραλντ

Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ είναι μια αληθινή ιστορία που θα σας μεταφέρει πίσω στα χρόνια της δεκαετίας του 30. Στα χρόνια της παλιάς οικονομικής κρίσης και στα χρόνια της τζαζ.

Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που ξεκίνησε απ’ τους δρόμους και βρέθηκε απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπροστά στα εκτυφλωτικά φώτα των προβολέων. Ήταν μια μαύρη γυναίκα σ’ έναν κόσμο λευκών αντρών. Ήταν επίσης μια γυναίκα που δεν την έλεγες όμορφη – μια γυναίκα που δεν γυρνούσες να της ρίξεις δεύτερη ματιά.

Αυτή η γυναίκα είχε ένα και μοναδικό όπλο στη διάθεσή της: τη φωνή της. Μια φωνή που έμοιαζε διάφανη σαν λίμνης που ζεσταίνουν οι ακτίνες του ήλιου. Ακολουθώντας την πορεία που χάραξαν πρώτες οι μεγάλες κυρίες των μπλουζ, η γυναίκα αξιοποίησε το μοναδικό αυτό χάρισμα για να χαράξει έναν δρόμο που αλλιώς θα ήταν ερμητικά κλειστός γι’ αυτήν.

Είναι επίσης η ιστορία ενός μικροκαμωμένου, ασθενικού ντράμερ. Το μουσικό ταλέντο του και μόνο επέτρεψε να γίνει αρχηγός μιας από τις μεγαλύτερες ορχήστρες των καιρών του. Αυτός ο μικρούλης ντράμερ έμοιαζε με γίγαντα όταν έπιανε τις μπαγκέτες του.

Ο ντράμερ λεγόταν Chick Webb. Όσο αφορά τη γυναίκα… λεγόταν Ella Fitzgerald.

Έγραψα πρώτη φορά αυτό το κείμενο πίσω, το 2015. Τον καιρό εκείνο μοιραζόμουν περισσότερα κείμενα σαν αυτό. Τον καιρό εκείνο δεν είχαν κατακλύσει ακόμα το διαδίκτυο οι γρήγορες δημοσιεύσεις της λεζάντας και της μίας παραγράφου. Ο κόσμος διάβαζε περισσότερο.

Ένιωσα όμως την ανάγκη ν’ ανασύρω το κείμενο απ’ τη λήθη. Το επεξεργάστηκα εκ νέου… και το παρουσιάζω απ’ την αρχή. Σκέφτηκα πως είναι κρίμα να χαθεί. Όπως είναι κρίμα να περιορίζουμε το γράψιμο εξαιτίας των τάσεων των καιρών.

Αφιερωμένο σε όλους όσους δεν το βάζουν κάτω και παλεύουν ενάντια στις δυσκολίες. Οποιεσδήποτε δυσκολίες. Αυτή είναι η πρώιμη ιστορία της Έλλα Φιτζέραλντ.

Η Έλλα Φιτζέραλντ σε νεαρή ηλικία / Young Ella Fitzgerald singing

Το κορίτσι

Δεν την έλεγες όμορφη. Η μύτη της πλακουτσωτή, τα χείλια της χοντρά και το κορμί της παχουλό. Το μαλλί της ατημέλητο, τα ρούχα της παραμελημένα. Σα να μην έφτανε αυτό, περιφερόταν ανήλικη στους δρόμους, μια κουκίδα στη σκιά των κτιρίων που την περιέβαλαν, καταμεσής του πλήθους που την αγνοούσε. Πρόσωπα σκυθρωπά, ξεθωριασμένα σαν παλιές φωτογραφίες. Ήταν τα χρόνια της Κρίσης, μετά το ’29, και στους δρόμους της Νέας Υόρκης κανείς δεν ενδιαφερόταν για μια μικρή, άστεγη νέγρα που είχε χάσει τους γονείς της.

Κάποιες φορές περνούσε έξω από μαγαζιά με ζωντανή μουσική. Έριχνε ματιές απ’ το παράθυρο και τα μάτια της αντανακλούσαν το φως απ’ τα σαξόφωνα – και τα παράνομα ποτά. Της άρεσε να τραγουδά – το τραγούδι υπήρξε η διέξοδός της, η σανίδα πάνω στην οποία έστεκε για ν’ αποφύγει τον κατακλυσμό. Είχε μάλιστα κερδίσει και διακρίσεις σε τοπικούς διαγωνισμούς, όταν ο κόσμος μαζευόταν και θαύμαζε τις φωνητικές ικανότητες της μικρής.

Λίγοι γνώριζαν πως το ταλαντούχο αυτό κορίτσι – το όνομα της οποίας ήταν Έλλα – έπαιρνε το βραβείο κι επέστρεφε στον δρόμο: στον δρόμο, δηλαδή το σπίτι της.

Ουρά για συσσίτιο στα χρόνια της αμερικανικής οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 30 / 30s Depression breadline

Ένας μικρόσωμος ντράμερ

Τον καιρό εκείνον – βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 – το πιο καυτό όνομα ίσως στη νεοϋορκέζικη τζαζ σκηνή ήταν εκείνο του Τσικ Γουέμπ [Chick Webb]. Ντράμερ ο ίδιος και αρχηγός μιας από τις σημαντικότερες μπάντες των καιρών του, ο Τσικ ήταν ένας μικροκαμωμένος τυπάκος, μισή μερίδα κυριολεκτικά – μα γίγαντας των ντραμς, εντυπωσιάζοντας κόσμο και κοσμάκη με την επιδεξιότητα και την ταχύτητά του…

Από πολλές απόψεις αυτός και το κορίτσι έμοιαζαν. Ήταν απόκληροι της φύσης, γεννημένοι χωρίς εντυπωσιακά εξωτερικά προσόντα, ριγμένοι σ’ έναν κόσμο που δεν πλάστηκε γι’ αυτούς. Μαύροι σ’ έναν κόσμο λευκών, καταμεσής της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που είχε γνωρίσει ο κόσμος μέχρι τότε.

Ο Τσικ ωστόσο έχαιρε της εκτίμησης του κοινού. Το κορίτσι ζούσε στους δρόμους.

Ο ντράμερ της τζαζ της δεκαετίας του 30 Τσικ Γουέμπ / Chick Webb and his drums

Και ο κόσμος συνέχιζε να κινείται, όπως κινείται πάντα… Ο ήλιος ακολουθούσε την καθημερινή του διαδρομή απ’ τα ψηλά στα χαμηλά και πίσω πάλι και τα πουλιά κελαηδούσαν – ως συνήθως – χαιρετώντας τη νέα μέρα που φώτιζε τα καφεκόκκινα κτίρια της Νέας Υόρκης. Η τζαζ ήταν η πρώτη σε απήχηση μουσική της εποχής και τα πλήθη αποζητούσαν μια διέξοδο από τις σκοτούρες και το άγχος, συρρέοντας μαζικά στα μουσικά κέντρα διασκέδασης και στον κινηματογράφο.

Τότε ήταν που ο Τσικ Γουέμπ έβγαλε την ακόλουθη δημόσια ανακοίνωση: η μπάντα του αποζητούσε μια γυναίκα στα φωνητικά. Ήταν μια σημαντική στιγμή – αρκεί να σκεφτούμε την απήχηση που είχε ο Τσικ στο μουσικόφιλο κοινό της εποχής. Μεταξύ άλλων υπήρξαν ξακουστές οι εμφανίσεις της μπάντας του στο περίφημο “Savoy” – ένα από τα θρυλικότερα μουσικά κέντρα των καιρών του κι ένα από τα στέκια που έκτισαν τον μύθο της «εποχής της Τζαζ». Μια καλή τραγουδίστρια σίγουρα θα εκτόξευε τη φήμη του Τσικ και της μπάντας του σε άλλο επίπεδο.

Λίγοι όμως γνώριζαν πως ο Τσικ υπέφερε από ένα σοβαρότατο πρόβλημα υγείας: έπασχε από φυματίωση της σπονδυλικής του στήλης. Και η ασθένειά του χειροτέρευε, χρόνο με τον χρόνο.

Και ο ήλιος συνέχιζε ν’ ακολουθεί την καθημερινή του διαδρομή πέρα και πάνω από τα καφεκόκκινα κτίρια της Νέας Υόρκης.

Ο ντράμερ της τζαζ της δεκαετίας του 30 Τσικ Γουέμπ / Chick Webb and his drums

Αναζητώντας μια φωνή

Ο Τσικ δεν είχε χρόνο να ψάξει ο ίδιος να βρει τραγουδίστρια – η κατάσταση της υγείας του δεν προσφερόταν. Έστειλε λοιπόν τον τραγουδιστή του, Charles Linton, να κάνει τη δουλειά. «Βγες έξω και ψάξε», του είπε. «Ψάξε παντού, ακόμα και σε απίθανα μέρη. Μη ξεχνάς, θέλουμε νέα, φρέσκα ταλέντα».

Όμως πριν ο Τσαρλς βγει από την πόρτα, ο Τσικ του τόνισε: «να είναι εμφανίσιμη, ε».

Έτσι ο Τσαρλς άρχισε την αναζήτησή του. Έψαξε εδώ, έψαξε εκεί – μα δεν έβρισκε κάποια κοπέλα που να τη θεωρεί πραγματικά άξια. Βγήκε λοιπόν στους δρόμους, βαδίζοντας στα βήματα των φτωχών και των ανέργων, των αναζητητών της νύχτας και των κοριτσιών που συχνάζουνε στα σπίτια με τα κόκκινα φωτάκια.

Στους δρόμους ήταν που εντόπισε τη δεκαοχτάχρονη Έλλα. Η ίδια τον πλησίασε διστακτικά. «Άκουσα πως κέρδισες σε έναν σημαντικό διαγωνισμό τραγουδιού», της είπε. «Τι λες. Μπορείς να μου τραγουδήσεις κάτι;».

Η νύχτα γύρω άπλωνε το νεφελώδες πέπλο της. Τα φώτα στα γύρω σπίτια έκλειναν. Οι σκιές απλώνονταν στους δρόμους, υγρές σα πατημασιές γάτας. Η Έλλα ήταν διστακτική αρχικά – μα στη συνέχεια η φωνή της λύθηκε. Τραγούδησε και ο Τσαρλς έμεινε άφωνος. Τί φωνή κρυστάλλινη ήταν αυτή, που ως και τις σκιές γύρω απομάκρυνε! Τότε πρόσεξε τα βρώμικά της ρούχα, τα ατημέλητα μαλλιά. Πρόσεξε το φοβισμένο της χαμόγελο, ανίκανο ν’ αφυπνίσει επιθυμίες, το ταπεινό της βλέμμα, ανίκανο να γοητεύσει.

«Έλα μαζί μου, κορίτσι. Απλά έλα μαζί μου», φαίνεται να της είπε. Και η Έλλα ακολούθησε, νιώθοντας πως δεν είχε τίποτα να χάσει.

Το θρυλικό νυχτερινό κέντρο της τζαζ Savoy / Savoy Ballroom in the 40s

Λίγο καιρό μετά ο Τσαρλς επέστρεψε. «Σου βρήκα τραγουδίστρια», είπε στον Τσικ. Ο κοντός ντράμερ χαμογέλασε ικανοποιημένος. Μα σαν είδε την κοπέλα, απέμεινε με ανοιχτό το στόμα. Η Έλλα τον κοιτούσε κι ένα δειλό χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στην έκφρασή της. Τα ρούχα της εξέπνεαν τη μπόχα του δρόμου και των σκουπιδιών. H ζωγραφιά έμοιαζε μ’ εκείνη ενός μικρού παιδιού: μισοτελειωμένη και αδέξια.

Ο Τσικ πήρε γρήγορα στο μέσα δωμάτιο τον Τσαρλς και του έβαλε τις φωνές: «Τι είναι αυτό που βρήκες;! Σε στέλνω τόσες μέρες ν’ αναζητήσεις τραγουδίστρια και μου φέρνεις αυτήν; Αυτή δε βλέπεται, άνθρωπέ μου!». Ο μάνατζερ της μπάντας είχε την ίδια άποψη: «Μα, αυτή είναι άσχημη! Έχουμε την πιο καυτή μπάντα της Νέας Υόρκης και θα παρουσιάζουμε μια τραγουδίστρια που θα έσπαγε τον καθρέπτη, αν κοιτούσε μέσα του; Εδώ είναι business, όχι φιλανθρωπία!»

Η Έλλα άκουγε τις φωνές τους και ας βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο. Χωρίς να καταλαβαίνει όλα όσα λένε, ήξερε πως έλεγαν γι’ αυτήν. Και καταλάβαινε πως αυτό δεν ήταν καλό. «Πίσω στους δρόμους πάλι…», φάνηκε να σκέφτεται.

Μα ο Τσαρλς επέμενε. «Δώστε της μια ευκαιρία τουλάχιστον! Μια ευκαιρία! Αλλιώς, μα την αλήθεια, θα υποβάλλω την παραίτησή μου!».

Αυτό δεν άρεσε καθόλου, ούτε στον Τσικ, ούτε στον μάνατζερ. Για την άσχημη μικρή δεν έδιναν δεκάρα. Μα ο Τσαρλς ήταν ο τραγουδιστής τους, φημισμένος και ικανός όσο ελάχιστοι. «Καλά λοιπόν», είπε ο μάνατζερ. «Θα την έχει την ευκαιρία. Ντύστε τη, φτιάχτε τη – όσο είναι δυνατό να φτιαχτεί τέλος πάντων – και σε δυο βδομάδες θα τραγουδήσει στη σκηνή, μαζί με τη μπάντα, στο Savoy. Aν πάει καλά και αν ο κόσμος τη γουστάρει… την κρατάμε. Αλλιώς έχει φύγει χωρίς δεύτερη σκέψη – και χωρίς πληρωμή φυσικά!».

Έλλα Φιτζέραλντ και Τσικ Ουέμπ / Ella Fitzgerald and Chick Webb

Η προετοιμασία

Έτσι κι έγινε λοιπόν. Οι επόμενες δύο εβδομάδες έμελε να μείνουν στην ιστορία ως οι καθοριστικότερες ίσως της ζωής της – θυμίζοντας εκείνο το επώδυνο, συχνά, διάστημα, που πολλοί ανάμεσά μας έχουμε περάσει, περιμένοντας να δώσουμε κάποιες εξετάσεις. Εντός δύο εβδομάδων έπρεπε να μεταμορφωθεί από τραγουδίστρια του περιθωρίου σε κεντρική φιγούρα μιας μεγάλης μπάντας.

«Ας είμαι τυχερή, αχ, ας είμαι τυχερή», σκεφτόταν η Έλλα.

Ο Τσαρλς ανέλαβε να της εξασφαλίσει ένα μέρος για να μείνει. Δεν ήταν κάτι σπουδαίο: ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα δίπλα στο δικό του. Τουλάχιστον όμως είχε τον χώρο της και δεν έμενε πια στους δρόμους. Άρχισε τις πρόβες, σε καθημερινή βάση, μαζί με τα μέλη της μπάντας. Εκείνοι συχνά την πείραζαν για το παράξενο μαλλί και τα ατημέλητά της ρούχα. Μα στα πειράγματά τους υπήρχε μια νότα καλοσύνης. Είχαν αρχίσει να συμπαθούν το καλόβολο αυτό κορίτσι, που χαμογελούσε δίχως γοητεία – μα το χαμόγελό της ήταν πάντα αυθεντικό.

Ο Τσικ, με τη σειρά του, την παρακολουθούσε σκεπτικός πίσω από το βουνό των ντραμς – ένας νάνος μπροστά από ένα θεόρατο φρούριο, έτσι φάνταζε στους άλλους. Μα σαν άρχιζε να παίζει και να δίνει τον ρυθμό, όλοι αναγνώριζαν πως ήταν ένας αληθινός μουσικός ηγέτης. Κανένα φρούριο δεν εμπόδιζε αυτόν εδώ το νάνο, κανένα θεόρατο βουνό. Η υγεία του μονάχα τον ταλαιπωρούσε – και υπήρξαν στιγμές που οι πόνοι στην σπονδυλική του στήλη γίνονταν αφόρητοι. Μα αυτό ήταν δικό του προσωπικό θέμα, κανενός άλλου.

Το παν ήταν η επιτυχία της μπάντας – και στη μουσική σημασία έχει να λειτουργείς συλλογικά. Αυτή συνιστά εξάλλου τη μαγεία της τζαζ. Αυτοσχεδιάζεις, απελευθερώνεις πλήρως τη δημιουργική σου δύναμη – μα ταυτόχρονα εντάσσεσαι στο σύνολο και το υπηρετείς με τον ρυθμό σου, δίνοντας πάσα στους συμπαίχτες σου.

Η εξέταση

Η μεγάλη βραδιά είχε έρθει. Το κοινό είχε κατακλύσει το Savoy και περίμενε… Γνώριζαν πως η ξακουστή μπάντα του Τσικ Γουέμπ θα παρουσιάσει στη σκηνή μια νέα τραγουδίστρια. Ήταν όλοι τους περίεργοι.

Ανακοινωθέν. Τα φώτα στράφηκαν στους πρωταγωνιστές – και στη σκηνή ξεπρόβαλλε η μπάντα. Σε πρώτη θέα δέσποζε η φιγούρα της Έλλα. Μια μάλλον παχουλή, νεαρή νέγρα, ντυμένη προσεγμένα – μα όχι ιδιαίτερα εμφανίσιμη. Η Έλλα χαμογελούσε και το χαμόγελό της ήταν αθώο και δειλό. Καμία σχέση με τον μαγνητισμό και τη γοητεία που θα ασκούσε τα επόμενα χρόνια η Billie Holiday. Η Έλλα έμοιαζε με ένα απλό – υπερβολικά απλό – κορίτσι.

Και ο Τσικ σήμανε τον ρυθμό, ξεκινώντας να παίζει τα ντραμς. Ο ίδιος ένιωθε πως η βραδιά εκείνη είχε κάτι μαγικό – και ήταν στην καλύτερη δυνατή φόρμα. «Πάμε παιδιά!», πρόσταξε… και το συγκρότημα ξεκίνησε! Τύμπανα, πιάνο, τρομπέτα, σαξόφωνο, τρομπόνια, κοντραμπάσο. Η μουσική ήταν ανεβαστική και ξεσηκωτική, προκαλώντας μια τρελή επιθυμία για χορό. Τον καιρό εκείνον είχε μόλις αρχίσει να διαδίδεται η λέξη που θα χαρακτήριζε αυτό το νέο ανεβαστικό είδος της τζαζ – μια λέξη που πολύ σύντομα θα έφτανε στα χείλια όλου του κόσμου: Σουίνγκ.

Τότε η Έλλα άρχισε να τραγουδά. Τραγούδησε γι’ αγάπη και για έρωτα, για χορό και για παιχνίδι. Η φωνή της αντηχούσε καθαρή σαν στραφταλιστό κρύσταλλο, αγνή σα πεντακάθαρο χιόνι. Ο κόσμος είχε μαγευτεί. Κάποια χειροκροτήματα άρχισαν να ξεσπούν σταδιακά – και σταδιακά έγιναν περισσότερα. Και όσο περνούσε η ώρα, η Έλλα ένιωσε πως το άγχος της υποχωρούσε και η αυτοπεποίθησή της όλο και μεγάλωνε. «Τους αρέσουν! Τα τραγούδια μου… τους αρέσουν!», σκέφτηκε χαρούμενη. «Πάμε καλά!»

Δεν ένιωθε μόνη έτσι. Καθένας από τα μέλη της μπάντας αντανακλούσε το συναίσθημα, μεταδίδοντας όλο και μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Τα χειροκροτήματα πλήθαιναν, η μουσική δυνάμωνε, το Savoy δονούνταν στον ρυθμό της μαγικής βραδιάς. Και πάνω απ’ όλους δέσποζε ο μικροκαμωμένος Τσικ – έχοντας γίνει ξανά Γίγαντας, πίσω από τα ντραμς και μ’ ένα χαμόγελο που του έφτανε μέχρι τ’ αυτιά.

Η Έλλα τα είχε καταφέρει. Είχε κερδίσει τη θέση της στη μπάντα.

Διαφημιστική αφίσα της μπάντας του Τσικ Γουέμπ και της Έλλα Φιτζέραλντ από τη δεκαετία του 30 / Chick Webb's Orchestra featuring Ella Fitzgerald poster

Διαφημιστική αφίσα της μπάντας του Τσικ Γουέμπ από τη δεκαετία του 30 / Chick Webb's Orchestra Savoy Ballroom poster

Διαφημιστική αφίσα της μπάντας του Τσικ Γουέμπ και της Έλλα Φιτζέραλντ από τη δεκαετία του 30 / Chick Webb's Orchestra featuring Ella Fitzgerald poster

Τα χρόνια της επιτυχίας

Τα επόμενα χρόνια η δημοτικότητα του Swing έμελλε να φτάσει στο απόγειό της – οι μπάντες του Benny Goodman, του Glenn Miller, του Count Basie και του Duke Ellington ξεχώριζαν ανάμεσα στις δημοφιλέστερες των καιρών – μα εκείνη του Chick Webb παρέμενε μία από τις αγαπημένες του κοινού. Ήταν πολλοί και ικανοί οι ντράμερ των καιρών, κανένας όμως δεν είχε φτάσει το επίπεδο του μικροκαμωμένου Τσικ.

Όσο αφορά την Έλλα; Χρόνο με τον χρόνο θα κέρδιζε όλο και περισσότερες καρδιές. Υπήρχε μια καθαρότητα στη φωνή της που δεν τη συναντούσες αλλού. Αρκετά τραγούδια της έμελλε να γίνουν μεγάλες επιτυχίες – και ο κόσμος πραγματικά απολάμβανε εκείνη την τόσο χαρακτηριστική ζεστή φωνή, που άκουγε απ’ τα ραδιόφωνα ή τα γραμμόφωνά του. Μια φωνή με πεντακάθαρη χροιά που έμοιαζε ν’ αντανακλά τον χαρακτήρα της.

Όσο καιρό παρέμενε στη μπάντα, η Έλλα συνεχώς μάθαινε καινούργια πράγματα από τους μουσικούς, που είχαν γίνει πλέον φίλοι της. Περισσότερο φίλος της ήταν ο Τσικ – ο ίδιος Τσικ που την είχε σχεδόν απορρίψει στην αρχή. Δεν άργησε όμως να καταλάβει πως εκείνος και η Έλλα έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους. Κανέναν απ’ τους δυο δεν είχε ευνοήσει η φύση στον τομέα της εξωτερικής εμφάνισης. Πόσα άλλα χαρίσματα τους είχε δώσει όμως! Κανείς λοιπόν δεν καταλάβαινε την Έλλα περισσότερο από τον Τσικ – και φυσικά τον παλιόφιλό της, τον Τσαρλς, που διαπίστωνε με ικανοποίηση πως η επιμονή του είχε τελικά κερδίσει.

Η τραγουδίστρια Έλλα Φιτζέραλντ στα χρόνια της δεκαετίας του 30 με τη μπάντα του Τσικ Ουέμπ / Ella Fitzgerald and Chick Webb's Orchestra during the 30s

Έλλα Φιτζέραλντ και Τσικ Ουέμπ / Ella Fitzgerald and Chick Webb

Κάποια μέρα ένας ανταγωνιστής του Τσικ – ο Jimmie Lunceford, αρχηγός μπάντας ο ίδιος – πρότεινε στην Έλλα να εγκαταλείψει τον Τσικ και το συγκρότημά του και να μετοικήσει σε αυτούς. Της πρόσφερε μάλιστα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό.

Ο Τσικ έγινε έξαλλος. Η Έλλα ν’ αφήσει το συγκρότημα; – όχι δα! Της ανέβασε λοιπόν τον μισθό και η Έλλα παρέμεινε με τους παλιούς της φίλους, συνεχίζοντας να σημειώνει επιτυχίες. Και όποτε διάφοροι παράγοντες εξέφραζαν τον δισταγμό τους για την εμφάνισή της, ο Τσικ απαντούσε κατηγορηματικά και απερίφραστα: «Μη μένετε στην εμφάνιση! Ακούστε τη φωνή της! Τη φωνή της!

Αποκορύφωμα της λαμπρής συνεργασίας τους ήταν ένα τραγούδι που έγραψε η ίδια η Έλλα – ήταν βασισμένο σ’ ένα παιδικό τραγουδάκι που συνήθιζε να λέει μικρή και πήγαινε κάπως έτσι: «a-tisket a-tasket, I lost my yellow basket…”. Ήταν πια άνοιξη του 1938. Το “A-Tisket, A-Tasket” έμελλε να γίνει η μεγαλύτερη επιτυχία της μπάντας κι ένα από τα κλασικότερα χιτ της εποχής του Swing. Ανάλαφρο, εύθυμο, αθώο και ευφάνταστο ταυτόχρονα – από εκείνα τα τραγούδια που καθρεπτίζουν μια εποχή που πάλεψε να είναι αισιόδοξη, κόντρα στη σκληρή πραγματικότητα των καιρών.

Μια παράκληση

Η πραγματικότητα υπήρξε όντως σκληρή. Δεν ήταν μόνο οι δυσκολίες της οικονομικής κρίσης· δεν ήταν μόνο οι πανταχού παρούσες φυλετικές διακρίσεις· δεν ήταν μόνο τα σύννεφα του πολέμου που μαζεύονταν – ήταν και τα προβλήματα υγείας που τόσα χρόνια βασάνιζαν τον μικροκαμωμένο Τσικ.

Κάποια στιγμή το πρόβλημα της φυματίωσής του εντάθηκε σε ακραίο βαθμό – ο γιατρός του είπε πως επείγει χειρουργική επέμβαση… Ο Τσικ δεν είχε εναλλακτικές επιλογές. Άφησε τη μπάντα (που συνέχιζε να δίνει συναυλίες με τ’ όνομά του) και μαζί με αυτήν το αγαπημένο του σετ των ντραμς. Αν όλα πήγαιναν καλά, θα επέστρεφε, υγιής και δυνατός…

Μα αυτή η μέρα φάνταζε μακρινή – σαν κάποιο ομιχλώδες, άπιαστο όνειρο. Ήταν καλοκαίρι του ‘39 όταν ο Τσικ είδε τον φίλο του και μουσικό Teddy McRae.

«Αν συμβεί οτιδήποτε σε μένα…», του είπε, «θέλω να μου προσέχετε την Έλλα».

«Μα τί είναι αυτά που λες;», του απάντησε ο Τέντυ. «Τίποτα δεν θα συμβεί».

Ο Τσικ όμως χαμογέλασε – το χαμόγελό του έμοιαζε με χαμόγελο μικρού παιδιού. «Απλά να προσέχετε την Έλλα», είπε με νόημα.

Λίγο καιρό μετά ο Τσικ άφησε την τελευταία του πνοή. Η κηδεία του στην Βαλτιμόρη συγκέντρωσε τέτοια πλήθη κόσμου, που η αστυνομία αναγκάστηκε να διακόψει την κίνηση στους δρόμους. Είχαν πάει όλοι εκεί, προκειμένου ν’ αποτίσουν έναν ύστατο χαιρετισμό στον μικροκαμωμένο αυτό γίγαντα των ντραμς – τον σημαντικότερο ντράμερ των καιρών του – που άκουγε στο όνομα Τσικ Γουέμπ.

Ήταν εκεί και τα μέλη της μπάντας – οι συνάδελφοι και φίλοι του. Ήταν εκεί και η Έλλα.

Το κορίτσι που ήρθε κάποτε απ’ τους δρόμους. Το κορίτσι που απέρριψε αρχικά – και τελικά έγινε η καλύτερή του φίλη.

Κι εκεί, μπροστά στον κόσμο, η Έλλα τραγούδησε ένα τραγούδι για τον Τσικ. Λένε πως ήταν μια από τις κορυφαίες της ερμηνείες. Όσοι την άκουσαν, τη μέρα εκείνη, δεν θα ξεχνούσαν ποτέ αυτό το τραγούδι – για το οποίο μπορούμε μονάχα να μαντεύουμε, καθώς δεν έχουμε ηχογραφημένη μαρτυρία του.

Ο τίτλος του τραγουδιού ήταν: “My Buddy”.

Αυτή ήταν η ιστορία του Τσικ Γουέμπ. Και αυτή ήταν η πρώιμη ιστορία της γυναίκας που καταξιώθηκε, κατά τις επόμενες δεκαετίες, ως μία από τις σημαντικότερες φωνές στην ιστορία της τζαζ. Για την Έλλα Φιτζέραλντ, στα τέλη της δεκαετίας του 30, η ιστορία είχε μόλις ξεκινήσει.

Μα είμαι βέβαιος πως εκείνα τα λόγια του Τσικ έμελλε να λειτουργήσουν σαν ασπίδα και να την προστατέψουν.

“Να μου προσέχετε την Έλλα”…

Περισσότερη τζαζ στο Λαγούμι του Κουνελιού εδώ:

Η Ιστορία της Τζαζ, μέρος 1: Ο Αρχέγονος Ρυθμός

Κείμενο-Παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι, 2015-2022

Έλλα Φιτζέραλντ και Τσικ Γουέμπ / Ella Fitzgerald and Chick Webb

Φωτογραφία της μοναδικής Έλλα Φιτζέραλντ / Ella Fitzgerald

Tags: , , , , , , , , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *