Ποια Ζωή ρε Σαλονικιέ;… του Χρόνη Μίσσιου

Enter the rabbit's lair...

Ο Χρόνης Μίσσιος σε αποσπάσματα από το βιβλίο του Χαμογέλα Ρε... Τι Σου Ζητάνε. Σχεδιασμός: Το Φονικό Κουνέλι

«Σκατά, καρντασάκι, σκατά, καλά το ‘πες. Ποια ζωή, ρε Σαλονικιέ; Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ. Και μεις τί την κάνουμε, ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την… Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώνεις τα συναισθήματα…

Έτσι, μ’ αυτή την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή. Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό».

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν’ απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας… Όλα, όλα, Σαλονικιέ, τ’ αφήνουμε γι’ αυτό το αύριο που δε θα έρθει ποτέ…

Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για μας… Όμως τ’ αφήσαμε γι’ αύριο… Για να πάμε που, ρε Σαλονικιέ; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά στο θάνατο, και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε. Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας. Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμιά ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος.

Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά…»

Η συνάντηση δυο σωμάτων στον σκουπιδότοπο του πολιτισμού

«Παρ’ όσα μου λες για τις γυναίκες, ρε Μανόλη, φαίνεται κι απ’ το ποίημά σου άλλωστε να τις ξέρεις καλά και να τις αγαπάς…»

«Ναι, ρε Σαλονικιέ, γιατί τις έζησα μέσα μου, με κάποιο φόβο, είν’ η αλήθεια, αλλά και με κείνη την τρυφερή νοσταλγία της απουσίας, δηλαδή χωρίς τα ψεγάδια της επαφής. Όχι, όχι, ετοιμάζεσαι να διαμαρτυρηθείς. Δε σου μιλώ για την επαφή δυο κορμιών, αυτή τη συμπαντική συνομιλία των σωμάτων, σου μιλώ για τη δυνατότητα που παρέχει η εποχή μας, ή μάλλον ο αυτοκτονικός «πολιτισμός» μας, στην επαφή μας με έναν άλλον άνθρωπο… Είναι γνωστό πια ότι, αν θέλεις ν’ ανταμώσεις με έναν άνθρωπο ελεύθερα, δηλαδή σα μια συναισθηματική ανάγκη, πρέπει να περάσεις μέσα από τέτοιο σκουπιδότοπο για να τον πλησιάσεις, όλον αυτόν που παράγει η κοινωνία και που τον ονομάζετε «πολιτισμό», ώστε όταν φτάσεις στην άλλη άκρη, η μνήμη σου έχει νεκρωθεί και οι αισθήσεις σου κυριαρχούνται από τις αναθυμιάσεις των σκουπιδιών… Δηλαδή είσαι φορτωμένος με τόσα σκουπίδια, ώστε η συνάντηση είναι μια ανταλλαγή απορριμμάτων, όπου βέβαια ενίοτε, υπάρχουν και κάποια ψήγματα χρυσού… Ενώ εγώ, όπως λέει κι ο ποιητής:

“θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής,
των μακρυσμένων ουρανών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές
χωρίς να σκίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων…”»

Η μικρή Εβραία της αλάνας

«Στη χαμένη αλάνα της ΧΑΝ το χιόνι παγωμένο και οι λακκούβες με τα νερό παγίδες. Χωμένη ως τα γόνατα μες στο χιόνι, στην αγκαλιά σου το βιολί, το κίτρινο άστρο στο πέτο του σκισμένου σου παλτού, κύκλο γύρω σου τα «τσογλάνια» της Αγίας Φωτεινής, «Τσιφούτα, τσιφούτα». Στα πράσινα μάτια σου τρικυμίες ο πανικός, δεν έκλαιγες. Όρμησα να σπάσω τον κλοιό, με τράβηξαν πίσω. Το αίμα ζεστό τρέχει από τη μύτη μου και τα σκισμένα μου χείλια, ύστερα ήρθαν τα παιδιά της γειτονιάς και τους πλάκωσαν. Σε πήρα αγκαλιά και σε τράβηξα από τη λακκούβα. Τα ποδαράκια σου μελανιασμένα, δεν τα ‘νιωθες. Έβγαλα τα παπούτσια και τις κάλτσες και τα ‘τριψα με το χιόνι, έβγαλες το μαντίλι σου, το ‘φτυσες και σκούπισες τα ξεραμένα αίματα απ’ το πρόσωπό μου. Σε πήγα σπίτι σου, δίπλα στη Χάβρα, ήτανε Σάββατο κι η μάνα σου δεν μπορούσε ν’ ανάψει φωτιά, άναψα την γκαζιέρα κι έβαλα το νερό να ζεσταθεί. Τότε άνοιξες τη θήκη, έβγαλες το βιολί κι άρχισες να παίζεις κλαίγοντας, δεν την ξέχασα ποτέ τη μουσική, τώρα ξέρω πως ήταν το «Αντάτζιο» του Αλμπινόνι.

Ήσουν εφτά χρονών και ήμουνα έντεκα, μικρή Ιουδήθ, ξανάρθα σπίτι σου τη μέρα που οι Γερμανοί μάζευαν τη φυλή σου, η πόρτα ανοιχτή, το φαγητό ζεστό ακόμα στη φωτιά, τα κρεβάτια ξέστρωτα ακόμα από το βραδινό ύπνο και το βιολί τσακισμένο από μπότα στρατιώτη, το ξέρω πως το πήραν απ’ τα χέρια σου…

Σώθηκες άραγε;… Στην αλάνα, η γερμανική μοίρα, δυο σειρές συρματοπλέγματα, εμείς όμως τα περάσαμε…»

Το χρέος του επαναστάτη

«Ρε συ, νομίζω πως μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο επαναστάτης, είναι πώς μέσα στη διαδρομή του δεν θα χάσει την ανθρώπινη ουσία του, πώς θα διαφυλάξει την εσωτερική του πορεία, στην ολοκλήρωσή του σαν ανθρώπου, στο πώς δηλαδή αυτός ο μοναχικός και μοναδικός δρόμος δεν θα μπει μέσα του, δεν θα τον κατακτήσει, δεν θα τον μετατρέψει από στοχαστικό σε πιστό, από ευαίσθητο ρομαντικό σε γραφειοκράτη, από ανθρωπιστή σε εχθρό του ανθρώπου και της κοινωνίας, από επαναστάτη σε πολιτικό. Πώς μπορείς να αντιμετωπίσεις τους βασανιστές σου χωρίς μίσος, πώς μπορείς να αντιμετωπίσεις τη χλεύη, την προσπάθεια εξευτελισμού σου, τη σαδιστική μανία και αλαζονεία της εξουσίας, χωρίς ψυχικά τραύματα, που λένε, πώς να αντιπαλέψεις για χρόνια ολόκληρα, αν όχι για όλη σου τη ζωή, τη σκόπιμη βία στο σώμα σου και στο μυαλό σου.

Θαρρώ πως μονάχα μία βαθιά και μεγάλη αγάπη για τη ζωή μπορεί να σώσει την ανθρώπινη ουσία σου, γιατί όπως η επανάσταση δεν είναι μία πολιτική πράξη αλλά μία βαθιά κοινωνική παιδεία, μία πολύχρωμη ερωτική επικοινωνία με τους ανθρώπους, τη φύση και τα πράγματα, έτσι και ο επαναστάτης δεν μπορεί να είναι ένας πολιτικός άνθρωπος, αλλά ένας άνθρωπος ερωτευμένος…»

Τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου «Χαμογέλα Ρε… Τι Σου Ζητάνε;». Πρώτη έκδοση: 1988.

Περισσότερος Χρόνης Μίσσιος στο Λαγούμι του Κουνελιού εδώ:

Χρόνης Μίσσιος: Η Νύχτα της Δικτατορίας… και άλλα αποσπάσματα

Επιλογή αποσπασμάτων και σχεδιασμός εικόνας: το Φονικό Κουνέλι, Μάρτιος 22

Tags: , , , , , , , , ,

2 Responses

  1. Δημητρης says:

    Πολλες καλησπερες Κουνελε.. Πισω στα φοιτιτικα χρονια, στην Σινα , λιγο πιο κατω απο το Γαλλικο Ινστιτουτο ηταν ενα bistro… ξυλινη επενδυση, γαλλικη μουσικη, logfire… ειχα ραντεβου με μια φιλη κ λιγο μετα αφου ηρθε βγαζει απο την τσαντα το ‘Καλα, εσυ σκοτωθηκες νωρις’. Απο τοτε λατρεψα το στυλ του, τη γραφη του, το υφος του

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *