Αντίκρυ σ’ έναν πολιτισμό που συχνά καυχιέται για την επίδειξη της ανουσιότητάς του, η ποιητική φόρμα του χαϊκού μοιάζει με την απάντηση σε κάποιο αρχέγονο ερώτημα που ξεχάσαμε να θέτουμε. Σύντομα και περιεκτικά, τα ιαπωνικά χαϊκού περικλείουν σε λίγες μόνο συλλαβές εικόνες ενός κόσμου που δείχνουν αιώνιες. Σαν αποτύπωση στο χαρτί μιας άχρονης αλήθειας, το τίναγμα των φτερών μιας πεταλούδας ή το ελαφρό λίκνισμα των φύλλων του δέντρου, έχοντας αποδράσει από τον κύκλο της φθοράς και της κίνησης, μετουσιωμένα σε παντοτινές σκηνές ενός κόσμου που, ενίοτε, θυμίζει ο ίδιος μια πελώρια σκηνή.
Μεταξύ των λογοτεχνών που επηρεάστηκαν από την τέχνη των χαϊκού ήταν και ο Τζακ Κέρουακ [Jack Kerouac] – ο βασικός εκπρόσωπος μιας ολόκληρης γενιάς αμερικανών συγγραφέων και καλλιτεχνών που έστρεψαν την πλάτη τους στον πολιτισμό των καιρών τους και αναζήτησαν εναλλακτικές μορφές έκφρασης – και όχι μόνο. Για τους εκπροσώπους της “beat” λογοτεχνίας, τέχνη δεν ήταν εκείνο μόνο που καταγράφεις σ’ ένα χαρτί ή αποτυπώνεις σ’ έναν καμβά… μα η ίδια η ζωή σου και ο τρόπος που επιλέγεις να τη ζήσεις. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, πως το περιβόητο «Στο Δρόμο» [“On the Road”] του Κέρουακ συνιστά, πρωτίστως, ένα αυτοβιογραφικό έργο.
Ο Κέρουακ σταδιακά εμβάθυνε στη φιλοσοφία του βουδισμού. Είχε μάλιστα περάσει δύο μήνες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1956 στη λεγόμενη «Κορυφή της Απομόνωσης» [Desolation Peak], ένα βουνό στα σύνορα ΗΠΑ και Καναδά, δουλεύοντας ως επόπτης πυρκαγιών. Εκεί, μόνος και απομονωμένος απ’ τον κόσμο, παρέδωσε ορισμένα από τα κλασικά του έργα πάνω στη μοναχικότητα και τη φιλοσοφία του βουδισμού – καθώς και μια σειρά από χαϊκού.
Πέρα από την ανατολική φιλοσοφία, ο Κέρουακ έτρεφε μια αδυναμία στη τζαζ – όπως όλοι οι μπήτνικ των καιρών του. Δεν δίστασε, μάλιστα, να απαγγείλει ο ίδιος αρκετά από τα πεζά, όσο και ένα μέρος από τα χαϊκού του υπό τη μουσική υπόκρουση τζαζ: το αποτέλεσμα είναι τρεις δίσκοι μελοποιημένης λογοτεχνίας που παρέδωσε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 50. Πρόκειται για μια μοναδική σύζευξη μουσικής και λόγου, που αποκαλύπτει μεταξύ άλλων την πολυδιάστατη φύση των αναζητήσεων της γενιάς του beat – η οποία έμελλε να επηρεάσει με τη σειρά της μεταγενέστερους καλλιτέχνες όπως ο Tom Waits και η Patti Smith.
Μια τέτοια σύζευξη της ποίησης και της μουσικής θα σας παρουσιάσω σήμερα, λοιπόν! Ο λόγος για τον δίσκο του Τζακ Κέρουακ “Blues and Haikus” του 1959, και το εναρκτήριο κομμάτι με τίτλο “American Haikus”. Πρόκειται για μια μοναδική δεκάλεπτη απαγγελία των χαϊκού του Κέρουακ από τον ίδιο, τα οποία συνοδεύονται από δύο σαξόφωνα (ας γίνει μνεία στους σαξοφωνίστες Al Cohn και Zoot Sims). Τα «αμερικάνικα» χαϊκού του Κέρουακ ξεφεύγουν από τους αυστηρούς κανόνες των ιαπωνικών, όσο αφορά τον συλλαβισμό – και όπως αναφέρει ο ίδιος, αγκαλιάζουν όψεις της «ποπ» κουλτούρας των καιρών του. Μην έχετε όμως καμία αμφιβολία: ο Κέρουακ είναι πάντα πρωτοπόρος ακόμα και αν αναφέρεται σε «ποπ».
Κάθε χαϊκού απαγγέλεται στη σιωπή (όπως του αρμόζει) – και συνοδεύεται έπειτα από ένα διαφορετικό ριφ σαξοφώνου, σύντομο και περιεκτικό όπως το αντίστοιχο ποίημα. Και όπως το ποίημα αποτυπώνει σε λίγες μόνο λέξεις εικόνες και διαθέσεις που φαντάζουν άχρονες, αντίστοιχα κάθε μουσικό ριφ μοιάζει να απομιμείται το αντίστοιχο ποίημα, φέροντας μια ξεχωριστή διάθεση και ζωγραφίζοντας με νότες μια σύντομη αιωνιότητα.
Τα χαϊκού του Κέρουακ είναι μοντέρνα και ταξιδιάρικα – όπως ταξιδιάρικη και φευγάτη υπήρξε η συνολική λογοτεχνική του παρουσία. Συγκρίνοντάς τα με τα ιαπωνικά χαϊκού, είχε πει ο ίδιος πως: «τα αμερικάνικα χαϊκού δεν είναι ακριβώς σαν τα ιαπωνικά χαϊκού. Τα ιαπωνικά χαϊκού είναι αυστηρά προσαρμοσμένα σε δεκαεφτά συλλαβές, μα καθώς η δομή της γλώσσας διαφέρει, δε νομίζω πως τα αμερικανικά χαϊκού (σύντομα ποιήματα των τριών στίχων που στοχεύουν να ξεχειλίζουν με το Κενό ή με το Όλο) θα έπρεπε να ανησυχούν για τις συλλαβές, μια που η αμερικανική ομιλία τείνει ούτως ή άλλως προς την ποπ. Πάνω απ’ όλα το χαϊκού οφείλει να είναι απλό και ελεύθερο από κάθε ποιητικό τέχνασμα, να ζωγραφίζει μια μικρή εικόνα και, μολαταύτα, να είναι αέρινο και γεμάτο χάρη, σαν μια Παστορέλα του Βιβάλντι.»
Ήρθε λοιπόν η ώρα ν’ απολαύσουμε τη μελοποιημένη απαγγελία του Κέρουακ! Αρκετά από τα χαϊκού που σας παρουσιάζω περιλαμβάνονται στο δεκάλεπτο “American Haikus”. Επέλεξα να τα παρουσιάσω στην αυθεντική τους γλώσσα – όλοι διαβάζουμε αγγλικά. Στο τέλος της ανάρτησης ακολουθεί το μουσικό κομμάτι, το οποίο και οφείλετε φυσικά να ακούσετε. Ελάχιστες φορές έχουν κατορθώσει η ποίηση και η νεότερη μουσική να εναρμονίσουν τη φωνή τους με τόσο ταιριαστό τρόπο.
Και, για λίγο έστω, η πεταλούδα τίναξε τα φτερά της και φάνηκε να μας μιλά με νόημα, για εκείνο που πάντα φεύγει, πάντα χάνεται – και πάντα ίδιο μένει, πάντα αναγεννημένο, πέρα και έξω από τη φθορά του χρόνου.
Επιλογές από τα μουσικά χαϊκού του Τζακ Κέρουακ
50 miles from N.Y.
all alone in Nature,
The squirrel eating
A big fat flake
of snow
Falling all alone
A car is coming but
the cat knows
It’s not a snake
After supper
on crossed paws,
The cat meditates
After the earthquake,
A child crying
In the silence
After the shower,
among the drenched roses,
the bird thrashing in the bath
Ah, the crickets
are screaming
at the moon
All these sages
Sleep
with their mouths open
Am I a flower
bee, that you
Stare at me?
Among the nervous birds
the morning dove
Nibbles quietly
Ancient ancient world
– tight skirts
By the new car
And the quiet cat
sitting by the post
Perceives the moon
A quiet Autumn night
and these fools
Are starting to argue
At a Coney Island
hamburger
In Vancouver Washington
At night
The girl I denied
Walking away
Aurora borealis
over Mount Hozomeen –
The world is eternal
Barley soup in Scotland
in November –
Misery everywhere
Beautiful young girls running
up the library steps
With shorts on
Blizzard in the suburbs
– old man driving slowly
To the store 3 blocks
Blowing in an afternoon wind,
on a white fence,
A cobweb
Came down from my
ivory tower
And found no world
Cat eating fish heads
– All those eyes
In the starlight
Cloudy autumn nite
– cold water drips
in the sink.
Crossing the football field,
coming home from work,
The lonely businessman
Debris on the lake
– my soul
Is upset
Drunk as a hoot owl
writing letters
By thunderstorm
Dusk – the bird
on the fence
A contemporary of mine
Empty baseball field
– A robin,
Hops along the bench
Evening coming –
The office girl
unloosing her scarf
Flowers
aim crookedly
At the straight death
For a moment
the moon
Wore goggles
Following each other,
my cats stop
When it thunders
Frogs don’t care
just sit there
Brooding on the moon
Glow worms
brightly sleeping
On my flowers
God’s dream,
It’s only
A dream
Haiku, shmaiku, I can’t
understand the intention
of reality
Holding up my purring
cat to the moon,
I sighed
How’d those guys
get in here,
those two flies?
How many cats they need
around here
For any orgy?
I made raspberry fruit jello
The color of rubies
In the setting sun
I’m back here in the middle
of nowhere –
At least I think so
In my medicine cabinet
the winter fly
Has died of old age
In the desert sun
in Arizona,
A yellow railroad caboose
I said a joke
under the stars
– No laughter
I’ve turned up
the lamp again
– The sleeping moth
I went in the woods
to meditate –
It was too cold
Lay the pencil
away – no more
thoughts, no lead
Listening to birds using
different voices, losing
My perspective of History
Looking for my cat
in the weeds,
I found a butterfly
Middle of my Mandala
– Full moon
In the water
Mild spring night –
a teenage girl said
“Good evening” in the dark
Neons, Chinese restaurants
coming on –
Girls come by shades
New neighbors
– light
In the old house
Nightfall,
boy smashing dandelions
with a stick
Nightfall – too dark
to read the page,
Too cold
Nirvana, as when the rain
puts out a little fire
No imaginary judgments
of form,
The clouds
No telegram today
– Only more
Leaves fell
Oh I could drink up
The whole Yellow River
In my love for Li Po!
One flower
on the cliffside
Nodding at the canyon
Peeking at the moon
in January, Bodhisattva
Takes a secret piss
Protected by the clouds,
the moon
Sleeps sailing
Rainy night
– I put on
My pajamas
River wonderland –
The emptiness
Of the golden eternity
Seven birds in a tree,
looking
In every direction
Sleeping on my desk
head on the sutras,
my cat
Spring dusk
on Fifth Avenue,
A bird
Spring night –
a leaf falling
From my chimney
The bird’s still on top
of that tree,
High above the fog
The cow, taking a big
dreamy crap, turning
To look at me
The flowers don’t seem
to mind
the stupid May sunshine
The fly, just as
lonesome as I am
In this empty house
The jazz trombone,
The moving curtain,
– Spring rain
The moon had
a cat’s mustache,
For a second
The new moon
is the toe nail
Of God
There’s no Buddha
because
There’s no me
The sky is still empty,
the rose is still
On the typewriter keys
The sleeping moth –
he doesn’t know
The lamps turned up again
Too hot to write
haiku – crickets
and mosquitoes
Velvet horses
in the valley auction –
Woman sings
Walking down the road with dog
– a crushed leaf
Why’d I open my eyes?
because
I wanted to
What is Buddhism?
– A crazy little
Bird blub
White rose with red
splashes – Oh
Vanilla ice cream cherry!
Who would have guessed
that a January moon
could be so orange!
Why explain?
bear burdens
In silence
Wild to sit on a haypile,
Writing Haikus,
Drinkin wine
Παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, Ιούλιος 20-Απρίλης 22