Χρόνης Μίσσιος: Η νύχτα της δικτατορίας… και άλλα αποσπάσματα

Enter the rabbit's lair...

Χρόνης Μίσσιος... Η νύχτα της δικτατορίας και άλλα αποσπάσματα από το "Χαμογέλα Ρε... Τι Σου Ζητάνε"

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Χαμογέλα Ρε… Τι Σου Ζητάνε;»

Η νύχτα της 21ης Απριλίου

«Θα πήγαινα λοιπόν στο Βόλο, να οργανώσω την περιφρούρηση της συγκέντρωσης, γιατί είχαμε πληροφορίες όχι θα χτυπούσαν οι παρακρατικοί… Κει που κοιμόμουνα λοιπόν ήσυχα-ήσυχα, ακούω κουδούνι. Σηκώνομαι, ανοίγω, βλέπω το σύντροφο που μιλούσε στη σπουδάζουσα. Λέω, τι συμβαίνει; Μου λέει, κατέβασαν τα τανκς στους δρόμους. Δεν ξέρουμε ακόμα τι συμβαίνει, αλλά καλού κακού κοπάνα την. Αν τελικά είναι δικτατορία και διασωθούμε, θ’ ανταμώσουμε μέσω της τάδε… Ε, ντύνομαι στα σβέλτα και πέφτω μέσα στη νύχτα, τι νύχτα δηλαδή, ξημέρωμα, θα είναι τέσσερις και κάτι η ώρα, τοίχο τοίχο προσπαθώ να βγω από το κέντρο της Αθήνας, θέλω να πάω προς τα βόρεια προάστια.

Φτάνω σε μια πιάτσα ταξί στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, η ώρα θα είναι γύρω στις τεσσερισήμισι. Λέω, θέλω να πάω στο Ψυχικό. Ήθελα να πάω πολύ πιο χαμηλά, στο σπίτι μιας φίλης μου γιατρίνας, σ’ έναν από κείνους τους ανθρώπους που, όταν τους γνωρίσεις, το βλέμμα σου γίνεται τρυφερό, η καρδιά σου γεμίζει καλοσύνη και η όποια αλαζονεία σου εξαφανίζεται. Είναι από κείνους που το άγγιγμα του χεριού τους γιατρεύει τον πόνο, ηρεμεί την ταραγμένη καρδιά. […]

Οι ταξιτζήδες είναι μαζωμένοι σε μια παρέα και κουβεντιάζουν. Λέω, θέλω ένα ταξί να πάω στο Μαρούσι, μου λένε πως αυτό δε γίνεται, γιατί όλοι οι δρόμοι είναι ζωσμένοι από λοκατζήδες με το χέρι στη σκανδάλη. Τι να κάνω όμως, πρέπει να βγω απ’ τον κλοιό, με τα πόδια δε γίνεται, σίγουρα θα πέσω σε κανένα περίπολο και θα με τσακώσουν. Λέω από μέσα μου, εργαζόμενοι είναι, πρώτη μέρα είναι, κανείς ακόμα δεν ξέρει τι γίνεται, κι αν ακόμα κάποιος απ’ αυτούς είναι κάθαρμα, δεν είναι δυνατό να με παραδώσει. Επιμένω λοιπόν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, έχω σοβαρούς λόγους να θέλω να βγω έξω από τον κλοιό. Τότε ξεχωρίζει ένας από την παρέα και λέει: Ελάτε, κύριε, θα σας πάω εγώ, κι ο θεός βοηθός.

Με μπάζει στο πίσω κάθισμα να μην πολυφαίνομαι, και με σβηστά φανάρια με βγάζει ψηλά στη Σεβαστουπόλεως. Μου λέει, εντάξει είσαι εδώ; Λέω, ναι, τι σας χρωστάω; Ήταν γύρω στα εξήντα, πρέπει να κόντευε στη σύνταξη, ένα πρόσωπο χαραγμένο από έγνοιες και βάσανα, απ’ αυτά που συναντάς συχνά πυκνά στις πόλεις και στα χωριά της πατρίδας. Μου λέει, τίποτα… τσιγάρα έχεις; Του λέω, ναι, έχω πέντ’ έξι. Πάρε κι αυτά, και μου δίνει ένα πακέτο. Δεν ξέρω αν είναι η μάρκα σου, αλλά τι να γίνει.. Δε θέλω λεφτά, θα σου χρειαστούν – νομίζω, δηλαδή κι αν πάλι κάνω λάθος, τι να γίνει, πρώτη φορά θα είναι; Άμε στο καλό και καλό κουράγιο… Πάνω στον Υμηττό, ο ήλιος σα διαμάντι χάραζε το κρύσταλλο της νύχτας.

Δυο άνθρωποι, άγνωστοι ως χτες, συνωμότησαν γεμάτοι τρυφερότητα… Κάτι τέτοια απλά πράγματα σώζουν τον άνθρωπο σ’ αυτό τον τόπο…»

Ενοχές

«Ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα, όταν είσαι παράνομος, είναι που βάζεις σε κίνδυνο τη ζωή των άλλων. Στο κάτω κάτω, ο δικός σου κίνδυνος είναι η δική σου περιπέτεια, είναι η δική σου επιλογή, όταν μάλιστα είσαι σχεδόν σίγουρος ότι γι’ άλλη μια φορά η λύση θα δοθεί πέρα από τη θέληση και την αγωνία μας, πέρα από την προσωπική μας περιπέτεια…

Θυμάμαι μια φορά, δεύτερη ή τρίτη μέρα της δικτατορίας. Μένω σ’ ένα σπίτι, πέντε αδέρφια όλων των νεαρών ηλικιών και μια γιαγιά Ικαριώτισσα. Βράδυ, τρώμε στο τραπέζι, η γιαγιά κάθεται στην πολυθρόνα της, το ραδιόφωνο ανοιχτό για ν’ ακούσουμε τις ειδήσεις. Προσοχή, προσοχή, ημερήσια διαταγή του… “Πας όστις φιλοξενεί άτομον και δεν το δηλώσει στα κατά τόπους αστυνομικά αρχάς, παραπέμπεται εις το έκτακτον στρατοδικείον…”

Ένιωσα σα μαχαιριά την ευθύνη που φόρτωνα σ’ ολόκληρη την οικογένεια. Από την παγωμάρα μας έβγαλε η φωνή της γιαγιάς: «Φάτε, παιδιά, το φαγητό σας και αφήστε τα κοπρόσκυλα να φωνάζουν. Κανένας δε θα φύγει ατό δω και κανέναν δεν έχουμε να δηλώσουμε». Αλλά εμένα ποιος θα μου γιατρέψει τις ενοχές;…»

Ιστορική συμφιλίωση

«Θυμάμαι, θυμάμαι και πονάω, μωρέ, το καταλαβαίνεις; Όχι, δε συμφωνώ ότι το πρόβλημα είναι «λήθη» στο παρελθόν, όπως λένε όλοι οι κερχανατζήδες πολιτικοί, από την καθοδήγηση ως τους αστούς και τους δικούς μας στρατηγούς, που λες και παίζανε σκάκι με ανθρώπινες ζωές και πάει τέλειωσε, ήταν, να πούμε, μια «φάση» στην πολιτική μας εξέλιξη…

Τις προάλλες είδα μια φωτογραφία στις εφημερίδες κι έγινα Τούρκος, που λένε. Σ’ ένα σαλόνι, ο δικός μας στρατηγός και ο στρατηγός του αστικού στρατού σε θερμή χειραψία, έδιναν ο ένας συγχαρητήρια στον άλλο για τις στρατηγικές τους ικανότητες… Άρχισα να βρίζω και να χτυπιέμαι και οι πολιτικοί μου απάντησαν: Μα είναι μια χειρονομία συμφιλίωσης, Σαλονικιέ. Πρέπει πια να κλείσει αυτή η ιστορία, ήταν μια «φάση», πρέπει τώρα να κοιτάξουμε το μέλλον… Και γω τους είπα πως, αν θέλανε πραγματικά μια χειρονομία συμφιλίωσης, έπρεπε τουλάχιστον να ιδρύσουν το μουσείο της προϊστορίας του ανθρώπου, με τα ομοιώματα των στρατηγών και των πολιτικών εκείνης της εποχής, και να καλέσουν τις μανάδες όλων των σκοτωμένων παιδιών του ελληνικού λαού, ανεξάρτητα σε ποια παράταξη ανήκαν, και να τους ζητήσουν ταπεινά συγγνώμη, να πάνε στο Γράμμο και στο Βίτσι να τιμήσουν τα νεκρά παλικάρια, να πάνε να φυτέψουν λουλούδια στους τόπους των εκτελέσεων, να κάνουν μουσεία τις φυλακές και τους άλλους τόπους του μαρτυρίου, ώστε οι επερχόμενες γενιές να ξέρουν τι κοστίζουν οι πολιτικοί, τι κοστίζουν οι στρατηγοί, τι κοστίζουν τα «πολιτικά λάθη»… Τι να πεις.

Μια «φάση» στην πολιτική μας εξέλιξη. Τι λέτε, ρε καργιόληδες; Έχετε μπει ποτέ μέσα σ’ ένα ανθρώπινο βλέμμα, είδατε ποτέ μάτια ανθρώπου ερωτευμένου, φοβισμένου, συνεπαρμένου από μύθους και οράματα; Όσο μικρός και ταπεινός – κατά τα δικά σας πάντα κριτήρια – κι αν είναι, βρε καργιόληδες, ένας άνθρωπος, είναι πάντα ένας κόσμος ολόκληρος. Όπως και κάθε πλάσμα, ζώο ή χορταράκι που κατοικεί σε τούτο τον πλανήτη, δεν είναι «υλικό», ρε, δεν είναι «στοιχείο», είναι επιθυμία, όνειρο, φαντασία, συνείδηση, ομορφιά. Είναι ένα αστέρι σαν τη γη ολόκληρη μέσα στο σύμπαν…»

Διαψεύσεις

«Φτάνουμε στο Μεταγωγών Καβάλας βραδάκι πια, με βάζουν μέσα, βρίσκω άλλον έναν. Εγώ, όπως σου είπα, δεν έχω ούτε κουβέρτα. Ε, λέω, γεια. Γεια, μου λέει κι ο άνθρωπος και μου κάνει θέση να κάτσω στο τσαμασίρι του. Κάναμε τσιγάρο και, όπως ήταν φυσικό, άρχισαν οι ερωτήσεις. Η πρώτη γνώση είναι ότι και οι δυο είμαστε πολιτικοί, εγώ για εξορία κι αυτός για στρατοδικείο με τον 375. Τον πιάσανε με ασύρματο καθώς ερχόταν απέξω… Του λέω, από που είσαι; Από δω, μου λέει. Μη στα πολυλογώ, ήταν ο Αναστάσης, ο γιος της μαμής, το καλύτερο παιδί, όπως έλεγε όλος ο κόσμος. Όπως καταλαβαίνεις, αγκαλιές, φιλιά και πιάσαμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι της διαδρομής μας…

Στον πόλεμο μπαίνει στην ΟΚΝΕ, στην Κατοχή πιάνεται από τη βουλγαρική και την ελληνική βέβαια ασφάλεια, βασανίζεται άγρια, αλλά κατορθώνει να δραπετεύσει και βγαίνει στο βουνό, όπου διακρίνεται και σύντομα γίνεται καπετάνιος λόχου…Μετά την απελευθέρωση ξαναπερνάει στην παρανομία και με εντολή του κόμματος βγαίνει από τους πρώτους στο Δημοκρατικό Στρατό… Ταξίαρχος πια, τραυματίζεται δυο φορές, παρασημοφορείται, και με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού υποχωρεί μαζί με τα άλλα τμήματα στην Αλβανία, από κει περνάει στη Σοβιετική Ένωση, σπουδάζει στο πανεπιστήμιο και γίνεται φυσικός. Τον ξαναβουτάει το κόμμα, τον εκπαιδεύει στα σβέλτα, τον φορτώνει μ’ έναν ασύρματο, κώδικες και λοιπά, και τον στέλνει στην Καβάλα να φκιάξει παράνομη οργάνωση… Όταν ο διάολος, λέει, δεν έχει δουλειά, πιάνει και γαμεί τα παιδιά του. Τι να πεις… Τον πιάσανε μόλις μπήκε στην Ελλάδα, και βέβαια τον κράτησαν κρυφό και τον βασάνιζαν σε ειδική μονάδα της ΚΥΠ… Όταν πιαστείς έτσι ξαφνικά, χωρίς ν’ αφήσεις κάποιο μήνυμα πίσω σου, έστω στα μάτια ενός αγνώστου που βλέπει την σύλληψή σου, είναι δράμα, κόβεται ο ομφάλιος λώρος σου με τον κόσμο, η ύπαρξή σου αιωρείται σ’ ένα τρομαχτικό κενό… Στις εξήντα μέρες «έσπασε» ο Αναστάσης και η “Φωνή της Αλήθειας” προδότη τον ανέβαζε, πράκτορα τον κατέβαζε…

«Σαλονικιέ, δέχτηκα την αποστολή να ‘ρθω στην Ελλάδα. απλώς για να πεθάνω μαχόμενος, για τίποτ άλλο. Δεν τα κατάφερα και θα πεθάνω ξεφτιλισμένος…»

«Σταμάτησαν τώρα οι εκτελέσεις, ρε Αναστάση, μη φοβάσαι…»

«Δεν κατάλαβες, Σαλονικιέ. Απέξω είχα πάρει την απόφαση να τελειώνω και δέχτηκα την αποστολή σαν ευλογία… Δεν έγινε… Αλήθεια, τι σημασία έχουν τώρα όλα τ’ άλλα;…»

«Γιατί τόση πίκρα, ρε Αναστάση;…»

«Γιατί τα πράγματα δεν είναι όπως τα πιστεύαμε…»

«Τι συμβαίνει, ρε Αναστάση, τι θέλεις να πεις;…»

Και μου μίλησε για κλίκες, για συντρόφους που δολοφονήθηκαν από συντρόφους, γι’ άλλους που βασανίζονται ακόμα σε διάφορες ασφάλειες των σοσιαλιστικών χωρών, για στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σιβηρία, για τον Μάκη τον τσεβδό που από μέρους του κόμματος βασάνιζε τον Τάκη της κυρά Καλλιόπης στα μπουντρούμια της ρουμάνικης ασφάλειας και τα ρέστα… Τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια, σα να ‘βλεπα φάντασμα. Ρε Αναστάση, αυτά μας τα λέει η ασφάλεια, ρε. Καλά, τόσο πολύ ξέπεσες;… Με κοίταξε με μάτια πληγωμένου που του στρίβεις το μαχαίρι στην πληγή, αλλά εγώ χαμπάρι, ήμουνα βλέπεις από «άλλη πάστα»… Την άλλη μέρα έφυγα για τον Άι Στράτη και σκεφτόμουνα που μπορεί να καταντήσει ακόμα κι ένας τόσο καλός κομουνιστής… Έμαθα αργότερα ότι ο Αναστάσης δεν έφτασε στο στρατοδικείο, κρεμάστηκε στο κελί του… Κι ο πόνος μου τώρα πια, ένα καρφί σφηνωμένο στο μέρος της καρδιάς… Γιατί τώρα πια, που με τα χέρια μου έψαξα τους σταυρωμένους μου συντρόφους, ξέρω…

Τέλος, όπως σου είπα, φτάνω στον Άι Στράτη και μένω άλλα τρία χρόνια ως την κατάργησή του… Είμαστε πια καμιά τρακοσαριά, έχουν σχεδόν σταματήσει να φέρνουν καινούριους, αλλά οι αποφάσεις, με το «επί εν εισέτι έτος», εξακολουθούν να έρχονται κανονικά από τις επιτροπές ασφαλείας… Τι να γίνονται σήμερα όλες αυτές οι χαμούρες; Δικαστικοί, σου λέει ο άλλος, και αρχίδια. Αυτοί, χωρίς καν να μας ξέρουνε, κάθε χρόνο βάζανε την υπογραφή τους κάτω από την απόφαση εκτόπισης. Χωρίς ποτέ ούτε να μας ξέρουν ούτε να τους ξέρουμε, μας καταδίκαζαν σε ισόβια εξορία εν ονόματι της αδέκαστης και ανεξάρτητης δικαιοσύνης. .. Ξέρεις τι γινότανε; Αυτή η συμμορία που παρίστανε τη μετεμφυλιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία, έγραφε σε κάθε περίπτωση στ’ αρχίδια της το σύνταγμα και τα ανθρώπινα δικαιώματα, έβαζε το νομάρχη, δηλαδή τον υπάλληλό της, κάνα δυο δικαστικούς και την ασφάλεια, έλεγε ο χαφιές, να πούμε, πόσο επικίνδυνος ήσουνα στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, και λέγανε οι κόπροι «Επί εν εισέτι έτος». Καμία πράξη, κανένα αδίκημα. Κι αυτό συνεχιζόταν επί δεκαετίες, που λένε, δημιουργώντας δράματα και τραγικές καταστάσεις σ’ αυτό τον έρμο το λαό της Αριστεράς, απλώς και μόνο γιατί δεν έλεγε στον κόπρο το χαφιέ «σφάξε με, αγά μ’, ν’ αγιάσω», κατάλαβες; Άλλαξαν κυβερνήσεις, ήρθαν κι έφυγαν δικτατορίες, και βέβαια κανένας κερατάς δε ζήτησε απ’ αυτούς τους τύπου ποτέ ευθύνες. Σκατά, όλοι τώρα θα ‘χουν πάρει την παχυλή τους σύνταξη και θα την ξεκοκαλίζουν σαν έντιμοι και ευυπόληπτοι πολίτες…»

Η πρόκληση του επαναστάτη

«Ρε συ, νομίζω πως μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο επαναστάτης, είναι πώς μέσα στη διαδρομή του δεν θα χάσει την ανθρώπινη ουσία του, πώς θα διαφυλάξει την εσωτερική του πορεία, στην ολοκλήρωσή του σαν ανθρώπου, στο πώς δηλαδή αυτός ο μοναχικός και μοναδικός δρόμος δεν θα μπει μέσα του, δεν θα τον κατακτήσει, δεν θα τον μετατρέψει από στοχαστικό σε πιστό, από ευαίσθητο ρομαντικό σε γραφειοκράτη, από ανθρωπιστή σε εχθρό του ανθρώπου και της κοινωνίας, από επαναστάτη σε πολιτικό. Πώς μπορείς να αντιμετωπίσεις τους βασανιστές σου χωρίς μίσος, πώς μπορείς να αντιμετωπίσεις τη χλεύη, την προσπάθεια εξευτελισμού σου, τη σαδιστική μανία και αλαζονεία της εξουσίας, χωρίς ψυχικά τραύματα, που λένε, πώς να αντιπαλέψεις για χρόνια ολόκληρα, αν όχι για όλη σου τη ζωή, τη σκόπιμη βία στο σώμα σου και στο μυαλό σου.

Θαρρώ πως μονάχα μία βαθιά και μεγάλη αγάπη για τη ζωή μπορεί να σώσει την ανθρώπινη ουσία σου, γιατί όπως η επανάσταση δεν είναι μία πολιτική πράξη αλλά μία βαθιά κοινωνική παιδεία, μία πολύχρωμη ερωτική επικοινωνία με τους ανθρώπους, τη φύση και τα πράγματα, έτσι και ο επαναστάτης δεν μπορεί να είναι ένας πολιτικός άνθρωπος, αλλά ένας άνθρωπος ερωτευμένος…»

Τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου «Χαμογέλα Ρε… Τι Σου Ζητάνε;» [1988]. Για την επιλογή και την παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, Απρίλης 2021.

Tags: , , , , , , , , , , ,

One Response

  1. […] Χρόνης Μίσσιος: Η Νύχτα της Δικτατορίας… και άλλα απ… […]

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *