Στα Χνάρια του Κούνελου #1: Από τους Dropkick Murphys στο Ασχημόπαπο

Enter the rabbit's lair...



Ακολουθώντας το
κουνέλι ένα μόνο πράγμα είναι βέβαιο: θα βρεθείς στα πιο παράξενα και
ασυνήθιστα μέρη. Σε μια σύγχρονη
punk συναυλία, για παράδειγμα – μόνο που στο τέρμα του
διαδρόμου, στέκεται ένα παράξενο ψυχαναλυτικό ντιβάνι. Ο ίδιος ο Φρόυντ,
μάλιστα, γυροφέρνει εκεί κοντά, κρατώντας σημειώσεις. Για κάποιο λόγο ξαπλώνεις
στο ντιβάνι (πάντα ήθελες να κάνεις κάτι τέτοιο), κλείνεις τα μάτια σου – και
ξεχύνονται μπροστά σου παπάκια και κοτόπουλα που κακαρίζουν ξέφρενα. Τα
ανοίγεις και διαπιστώνεις πως βρίσκεσαι σ’ ένα πολύχρωμο παραμύθι – από εκείνα
που έγραφε ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
Μα το παραμύθι
μιλάει για κοινωνικές διακρίσεις και αποξένωση – αυτός δεν είναι ο ανέμελος
κόσμος της παιδικής ηλικίας, φίλε μου! Κι ενώ έχεις αρχίσει να συγχύζεσαι με
όσα συμβαίνουν γύρω σου, οι νότες από μια γνώριμη τρομπέτα σκορπούν παρηγοριά
στις έγνοιές σου… Κι ένας νεαρός νέγρος γυρίζει εκεί κοντά, σαν άλλος Μάγος του
Χάμελιν, μαγεύοντας με τη μουσική του ζώα και ανθρώπους. «Πως σε λένε, παλικάρι;».
«
Miles», απαντά. Για δες, κάπου το έχω ακούσει αυτό το όνομα…
Όλα μοιάζουν με
όνειρο. Ή ενδεχομένως με μια βουτιά στα άδυτα της Κουνελοχώρας. Τι ήθελες να
ακολουθήσεις το κουνέλι;
Dropkick Murphys live in Athens. Μία
όχι ακριβώς ανταπόκριση.







Δεν πέρασε πολύς
καιρός από την συναυλία των
Dropkick Murhpys, κάπου εκεί στη διάρκεια του Φλεβάρη, κι ακόμα σιγοτραγουδώ
τη μελωδία του Rose Tattoo” (click). Παρέα με το πλήθος των φίλων
που τους αγκάλιασαν, θυμίζοντάς μου πως, τουλάχιστον όσο αφορά ξένους καλλιτέχνες,
δεν έχουμε ξεχάσει σα λαός να εκδηλώνουμε τη φιλοξενία και την αγάπη μας. Εκείνη,
για την οποία λέγαν κάποτε πως φημιζόμαστε σαν λαός. Καλά θα ήταν να το
εφαρμόζαμε και σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις βέβαια.
Μεταφέρομαι πίσω
στο μπαρουτοκαπνισμένο, κατάμεστο χώρο του
live – πείθοντας τον εαυτό μου πως η ατμόσφαιρα
παραπέμπει στο εσωτερικό κάποιας ιρλανδέζικης
pub, μετά από κάποια μάχη των δρόμων ίσως, όταν οι εργάτες
έχουν αποθέσει τα όπλα τους στην άκρη κι έχουν πιάσει τις μπύρες – στην ατμόσφαιρα
μιας
pub και όχι στον κάκιστο εξαερισμό του χώρου.
Θυμάμαι τα τραγούδια, νιώθω τον παλμό, παρασύρομαι απ’ το κέφι που μας μεταφέρει
στα παλιά – όταν το πρώτο από τα συγκροτήματα που προσέμιξαν την παραδοσιακή
κέλτικη μουσική με το
Punk, οι Pogues, έδιναν τα εναρκτήρια live τους μπροστά στο απορημένο, μα και
ενθουσιώδες, βρετανικό
punk κοινό. Και ακόμα πιο πίσω, δεκαετίες πριν – όταν ιρλανδέζικες
μπάντες όπως οι
Dubliners, οι Chieftains, οι Planxty και οι Clancy Brothers αντλούσαν από την τόσο πλούσια μουσική παράδοση της χώρας τους
και αναβίωναν τις κέλτικες μελωδίες που πιάνουν ρίζες στο χρόνο, σαν κάποιο
καταπράσινο δέντρο φυτεμένο στα άδυτα της γης.
Μα δεν είναι μόνο η
παράδοση, ούτε εκείνο το πνεύμα του καταπράσινου θεού του δάσους, που γυροφέρνει
με τον αυλό του ντυμένος με μια αρμαθιά φύλλα – ένας θεός που μας είναι
γνώριμος απ’ τα παλιά, τα πολύ παλιά. Είναι και οι στίχοι – τραγούδια που
μιλούν για μάχη, για οδοφράγματα, για εξέγερση, για επανάσταση. Συνδέονται αυτά
με το πνεύμα του θεού του δάσους; Ασφαλώς και συνδέονται, και το γνωρίζουμε
καλά.
Θα σταθώ στο φινάλε
της συναυλίας. Στη διάρκεια του τελευταίου τους τραγουδιού, κάποιες μεθυσμένες
με κέφι (ή ενδεχομένως με διονυσιακό πνεύμα) κοπέλες ανεβαίνουν πάνω στη σκηνή και
αρχίζουν το χορό. Κάποιες άλλες τις ακολουθούν. Δεν ήθελε πολύ – ένας μετά τον
άλλο, πλήθος κόσμου από τις πρώτες σειρές της συναυλίας ανεβαίνει πάνω στη
σκηνή, πιάνει το χορό και τραγουδάει παρέα με τους μουσικούς. Έχω πάει σε πολλά
live, στη χώρα μας και στο εξωτερικό – μα πρώτη φορά έβλεπα
κάτι τέτοιο.
Μου θύμισε πως
υπάρχουν δύο μορφές τέχνης. Εκείνη που έχουμε συνηθίσει – η τέχνη της παράδοσης,
που απαιτεί μια μορφή αποστασιοποίησης ανάμεσα στο δημιουργό και το κοινό του·
μια ενατένιση από μακριά, μια σχέση πομπού και δέκτη, το έργο από τη μία και ο
καταναλωτής από την άλλη…
Και υπάρχει και η
τέχνη που έχουμε ξεχάσει: εκείνη στην
οποία δημιουργός και δέκτης σμίγουν σε μια διονυσιακή ενότητα – παραπέμποντας
στον Νίτσε. Πλέον δεν είναι το έργο τέχνης «κάπου εκεί έξω» κι εσύ ο θεατής που
το παρατηρείς… μα συναποτελείτε το έργο τέχνης, μαζί, από κοινού. Είναι ο χορός
που μοιράζεστε, τα τραγούδια που τραγουδάτε, η κοινή ενέργεια που μοιράζεστε.
Δεν υπήρχε αμφιβολία: στο φινάλε της συναυλίας τέχνη δεν ήταν η μουσική του συγκροτήματος πάνω στη σκηνή – μα όλος
αυτός ο κόσμος που χόρευε και τραγουδούσε μαζί του. Όλος ο παλμός ενός κλειστού
χώρου που είχε μεταμορφωθεί σε ένα ενιαίο μουσικό ψηφιδωτό.
Για λίγο έστω.
Μέχρι οι νότες να σιγήσουν και να επανέλθει ο κόσμος στα κουκούλια του.
Σε μια εποχή
αναζήτησης εκείνων που μπορούν να μας ενώσουν – γιατί αυτά που μας χωρίζουν
είναι τόσο εύκολο να τα διατυμπανίζει ο καθένας – η αίσθηση που μου μετέδωσε το
φινάλε αυτής της συναυλίας, ήταν εκείνη μιας απάντησης: εδώ βρίσκεται ο δρόμος,
λοιπόν. Στην αναβίωση της δημόσιας τέχνης· στη συμμετοχή του κόσμου· στο
ζωντάνεμα της γειτονιάς, της κοινότητας, της πολιτείας. Όταν χιλιάδες φωνές
τραγουδούν και χορεύουν – ξεχνώντας για λίγο το άχθος και τις έγνοιες που τους βασανίζουν.
Όταν θυμούνται αυτά
που τους ενώνουν. Πόδια που πατούν στη γη. Βλέμματα που ατενίζουν τ’ αστέρια.
Και λίγη μπύρα να δροσίσει τις στεγνές καρδιές.









Ο Φρόυντ και οι γυναίκες

Ο πατέρας της
ψυχανάλυσης, Sigmund Freud, ποτέ δεν είχε κατανοήσει σε βάθος τα μυστικά της
γυναικείας φύσης. Οι αναλύσεις του πάνω στο γυναικείο φύλο υπήρξαν
αμφιλεγόμενες και γεννούσαν περισσότερα ερωτηματικά, παρά έδιναν απαντήσεις.
Πολλοί μίλησαν για “φαλλοκρατισμό” – δεν είχαν και εντελώς άδικο, εδώ
που τα λέμε, μα δε πρέπει να ξεχνάμε το χρονικό και κοινωνικό πλαίσιο, εντός
του οποίου έκανε τις έρευνες του ο Φρόυντ… Το πλαίσιο της βαθύτατα
συντηρητικής στα ήθη (και βαθιά καταπιεστικής) βικτωριανής εποχής.

Ωστόσο οι κατήγοροι
είχαν παραβλέψει το εξής: Ο Φρόυντ ποτέ δεν ισχυρίστηκε πως
“γνωρίζει” τις γυναίκες. Αρκετές φορές επαναλάμβανε στα γραπτά του
για το “ανεξιχνίαστο της γυναικείας φύσης” και η στάση που υιοθετούσε
ήταν εκείνη ενός σκεπτικιστή. Αξίζει να παραθέσουμε εδώ ένα απόσπασμα, με το
οποίο κλείνει η παράδοση του πάνω στο θέμα της “Θηλυκότητας” – μία
από τις τελευταίες παραδόσεις του, στις αρχές της δεκαετίας του 30. Η τελευταία
πρόταση ειδικά, ίσως λέει περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν να πουν όλες οι
επιστήμες μαζεμένες…
«Αυτά ήταν όλα όσα
είχα να σας πω σχετικά με τη θηλυκότητα. Οπωσδήποτε είναι ατελή και
αποσπασματικά, και όχι πάντα ευχάριστα. Μην ξεχνάτε όμως ότι περιέγραψα την
γυναίκα μόνο στον βαθμό που καθορίζεται από τη σεξουαλική λειτουργία της. […].
Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τη θηλυκότητα, ψάξτε στις προσωπικές σας
εμπειρίες, στραφείτε στους ποιητές, ή περιμένετε ώσπου να σας δώσει η επιστήμη
βαθύτερες και πιο σαφείς πληροφορίες».
Το απόσπασμα
προέρχεται από τη “Νέα Σειρά των Παραδόσεων για την Εισαγωγή στην
Ψυχανάλυση”.  Στη φωτογραφία ο Φρόυντ
με την κόρη (και συνεχιστή του έργου του) Anna Freud.







Miles.
Εξομολογήσεις στα χρόνια της (ρατσιστικής) χολέρας

«Η παλιότερη
ανάμνηση μου, από τότε που ήμουν μικρό παιδί, ήταν ένας λευκός άντρας να με
κυνηγάει στον δρόμο και να φωνάζει: «Nέγρε! Νέγρε!», είχε πει σε μια συνέντευξη
του το 1962 ο Miles Davis.
Ευκατάστατος πλέον,
αναγνωρισμένος και περιζήτητος από όλο το μουσικόφιλο κοινό, θυμόταν τα παλιά
και μια λάμψη αχνόφεγγε στα μάτια του. Εν έτει 1962 ο Miles ήταν ένα από τα
μεγαλύτερα ονόματα της διεθνούς μουσικής σκηνής. Μα την εποχή εκείνη οι μαύροι
καλλιτέχνες και μουσικοί στην πλειοψηφία τους εξακολουθούσαν να
αντιμετωπίζονται σαν “entertainers” από το λευκό κοινό, όργανα ψυχαγωγίας,
αντανακλώντας παραδόσεις που βυθίζονταν πίσω στα χρόνια της υποδούλωσης τους.
Ο Miles δεν ήταν
τέτοιος. Πάντα σοβαρός, σπάνια χαμογελούσε στις κάμερες. Δεν έπαιζε θέατρο, δε
πουλούσε κάποιο image. Του άρεσαν οι γυναίκες και τα γρήγορα αμάξια. Κάποιοι
τον κατηγορούσαν πως το έπαιζε πολύ «σκληρός»… Ο Miles αδιαφορούσε. Ήταν απλά
ο εαυτός του.
Σε αντίθεση με
πλήθος άλλων μαύρων μουσικών της Jazz, που έζησαν τα παιδικά τους χρόνια μες
στη φτώχεια, o Miles μεγάλωσε σε μια ευυπόληπτη αστική οικογένεια – ήταν γιος
οδοντίατρου. Ήταν επίσης ομορφόπαιδο. Αυτά δεν υπήρξαν αρκετά ωστόσο για να
γλιτώσει από τις κοροϊδίες των συμμαθητών του – ίσως μάλιστα να τις ενίσχυσαν.
“Pretty boy, pretty boy!”, τον φώναζαν κοροϊδευτικά. Προκειμένου να κερδίσει
την αποδοχή, ο νεαρός Miles το έπαιζε σκληρός. Ίσως για τον λόγο αυτόν,
μεγαλώνοντας, απέκτησε ένα τόσο αρρενωπό, σοβαρό image.











«Ήμουν ο καλύτερος
στη τάξη της μουσικής στην τρομπέτα. Το ήξερα – το ξέραμε όλοι. Μα όλα τα
βραβεία των διαγωνισμών πήγαιναν στα παιδιά με τα γαλάζια μάτια. Με εξόργιζε
τόσο πολύ αυτό, που πήρα απόφαση να ξεπεράσω κάθε λευκό μουσικό στα πνευστά…
Έαν δεν είχα βιώσει τόση προκατάληψη, ίσως το κίνητρο μου στη μουσική να ήταν
μικρότερο».
Στο εξώφυλλο του
δίσκου του “Someday My Prince Will Come” του 1961 (το βλέπουμε στη φωτογραφία πάνω
δεξιά), ο Miles απαίτησε να απεικονίζεται η γυναίκα του – όπως και έγινε. Ήταν
κάτι σπάνιο για τα δεδομένα των καιρών – ένα εξώφυλλο δίσκου με μια μαύρη
γυναίκα ως μοντέλο, χωρίς να είναι η ίδια μουσικός ή τραγουδίστρια. Η κυρίαρχη
τάση ήταν τα μοντέλα να είναι πάντα λευκά, ακόμα και σε δίσκους μαύρων μουσικών.
Και αυτό δε συνέβαινε μόνο στη μουσική, μα παντού στον χώρο του θεάματος. «Εάν
οι ταινίες ή η τηλεόραση υποτίθεται αντανακλούν αυτή τη χώρα, και αν η χώρα
αυτή είναι δημοκρατική, γιατί δε το κάνουν; Ας βλέπουμε όλους τους ανθρώπους να
χορεύουν και να τραγουδούν. Εγώ τους βλέπω συνεχώς στους δρόμους, κάτω στην
πόλη, μα στην τηλεόραση και τις ταινίες μόνο οι λευκοί κάνουν την εμφάνιση
τους».
Τέτοια έλεγε ο
Miles Davis, εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του 60. Και, εν συνεχεία, έπιανε
την τρομπέτα του και ύφαινε νότες σε σκοπούς σα τον ακόλουθο…


Το Ασχημόπαπο. Λόγια και μια
εικονογράφηση.





Πιθανό να έρθει
κάποια στιγμή η μέρα που θα μιλάμε όχι μόνο μέσα από κείμενα, μα και από κάποια
εικαστικά δικά μου. Ή, ακόμα καλύτερα, μέσα από τον συνδυασμό τους. Όπως θα
κάνουμε τώρα, για παράδειγμα. Η εικονογράφηση που βλέπετε είναι πρόσφατη – την
προορίζω (μα όχι στη μορφή που βλέπετε) για ένα παιδικό βιβλίο.
Όπως όλα τα κλασικά
παραμύθια, έτσι και το “Ασχημόπαπο” του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν μπορεί
να μιλήσει σε πολλαπλά επίπεδα. Ένα παιδί θα ευχαριστηθεί τις περιπέτειες του
μικρού ασχημόπαπου και το χαρούμενο φινάλε – όταν πια έχει γίνει ένας όμορφος
κύκνος, και τα παπάκια, που άλλοτε το κορόιδευαν, απομένουν να το κοιτάζουν με
θαυμασμό.
Μα σε ένα
διαφορετικό επίπεδο, τι άλλο συμβολίζει το παραμύθι αν όχι τις κοινωνικές
διακρίσεις και την αντιμετώπισή τους; Σκεφτείτε λίγο. Οι πάπιες που εμπαίζουν
το μέλος της οικογένειας που είχε την ατυχία να μη μοιάζει με αυτές… η
απομόνωση του ασχημόπαπου, ως μοναδική διέξοδος στον εμπαιγμό… μα και το
σημαντικότερο όλων: η αναζήτηση του μοναχικού, προσωπικού του δρόμου.
Σε αυτό το
τελευταίο βρίσκω ο ίδιος και το σημαντικότερο νόημα του παραμυθιού. Στο γεγονός
πως το ασχημόπαπο πήρε το δρόμο του. Μονάχο του – μα πήρε το δρόμο του.
Ακολούθησε την πορεία του. Έζησε την περιπέτειά του.
Σκεφτείτε λοιπόν
πόσο επίκαιρο θα μπορούσε να είναι αυτό το παραμύθι στις μέρες μας. Οι
κοινωνικές διακρίσεις έχουν πολλαπλές μορφές: μπορεί να είναι διακρίσεις
εξωτερικής εμφάνισης, μα μπορεί επίσης να είναι διακρίσεις φύλου, φυλής,
εθνικότητας, κοινωνικής τάξης, τρόπου ζωής, συνηθειών, ή επαγγέλματος.
Και μόνο εκείνος
που έχει νιώσει μόνος και διαφορετικός από όλους τους υπόλοιπους (γιατί ΕΚΕΙΝΟΙ
τον έκαναν να νιώσει έτσι), ξέρει τι σημαίνει αυτό.
Μα αν γραφόταν ξανά
στις μέρες μας το “Ασχημόπαπο”, έχω την αίσθηση πως δεν θα χρειαζόταν
καν να εξελιχθεί σε πανέμορφο κύκνο μεγαλώνοντας… Η μεταμόρφωση θα ήταν
διαφορετικής φύσης. Μεγαλώνοντας, θα συνειδητοποιούσε αυτό και μόνο: πως η
ανακάλυψη του εαυτού του είναι το σημαντικότερο όλων.
Και οι άλλοι – όλοι
εμείς – θα το αποδεχόμασταν γι’ αυτήν ακριβώς την ιδιαιτερότητα και
διαφορετικότητά του.
“Γίνε αυτός
που είσαι” – Φρίντριχ Νίτσε

Υστερόγραφο. Για την αυξανόμενη απήχηση του Κουνελιού.

Ο Φλεβάρης του 17
υπήρξε ο μεγαλύτερος σε επισκέψιμοτητα μήνας στα χρονικά της Κουνελοχώρας.
Καταλύτης στάθηκε η αναδημοσίευση στη σελίδα στο
Facebook της μελέτης για τον Βίλχελμ Ράιχ και το
φασισμό – από εκείνα τα κείμενα που έχω πει πως επιθυμώ να αναδημοσιεύω χρόνο με
το χρόνο, για όσο χρειαστεί, και είναι ευχάριστο να βλέπω μια σημαντική μερίδα
του κόσμου να ανταποκρίνεται θετικά. Πέραν αυτού όμως, και με μια χούφτα
αναρτήσεις όλες κι όλες, ήταν χιλιάδες οι φίλοι που επισκέφτηκαν το Λαγούμι
μέσα στο μήνα που μας πέρασε.
Χιλιάδες; Δεκάδες χιλιάδες ήθελα να πω. Και αυτό
με μια χούφτα μηνιαίες αναρτήσεις κι όλες. Σκέψου να έγραφα κάθε μέρα. Σε μια κοινωνική πραγματικότητα που θα διέθετε, όχι έξι ή εφτά, μα 17 ώρες καθημερινού ελεύθερου
χρόνου, πιθανό να συνέβαινε.
Από την άλλη όμως,
γιατί να γράφει κάποιος κάθε μέρα; Μου αρέσει που ανεβάζω κάποιο κείμενο και
μένει αρκετές μέρες πρωτοσέλιδο, μέχρι να πάμε στο επόμενο – μεστώνει, σαν
κρασί. Εδώ δεν είναι εφημερίδα (μη σας παραπλανεί η εικόνα στο ξεκίνημα!), να ανανεώνονται κάθε τρεις και λίγο οι ειδήσεις
– και να έχεις ξεχάσει τι διάβασες πριν πέντε λεπτά. Στο Λαγούμι του κούνελου
τα ρολόγια των συμβατικών ρυθμών και της διαρκώς ανανεώσιμης, αγχώδους καθημερινής
εναλλαγής, είναι άχρηστα.
Μια χούφτα
αναρτήσεις, λοιπόν. Μεστές όμως, φτιαγμένες με μεράκι. Συνοδευόμενες, ενίοτε, από
εικαστικά που έχω επιμεληθεί ο ίδιος, σε μάκρος χρόνου. Τίποτα εδώ μέσα δεν
γίνεται γρήγορα. Τίποτα δεν τρέχει σε ρυθμούς διαφημιστικών σποτ, σε φευγαλέα ένστικτα μιας λεζάντας, σε ρυθμούς
μαζικής παραγωγής. Κάποια πράγματα θέλουν το χρόνο τους. Και υπάρχει μια μερίδα κόσμου που το γνωρίζει και το εκτιμάει. Άσε τους άλλους να τρέχουν, να χοροπηδούν σαν βάτραχοι, ο ένας στο κεφάλι του άλλου, προσπαθώντας να φτάσουν πιο ψηλά. Εμένα οι ήρεμοι δημιουργικοί ρυθμοί μου ταιριάζουν περισσότερο. Το καλό κρασί δεν το απολαμβάνεις
μονοκοπανιά…
Ως Φονικό Κουνέλι
δεν σκοπεύω να αλλάξω πολλά πράγματα εδώ μέσα. Ό,τι κάνω μέχρι σήμερα, θα το
συνεχίσω με τη μορφή που βλέπετε, για όσο καιρό με ικανοποιεί δημιουργικά και
διαπιστώνω πως έχει ανταπόκριση στους αναγνώστες. Πέραν αυτού όμως, υπάρχουν και
κάποια κρυμμένα τραπουλόχαρτα στο μανίκι – κάποια δημιουργικά
project που έχω στα σκαριά και ξεφεύγουν από τα
πλαίσια των
blogs, των κοινωνικών δικτύων και του ίντερνετ. Μα αυτά με τον
καιρό – καλά να είμαστε.

Για την ώρα, συνεχίζουμε!

Tags: , , , , , , , , ,

6 Responses

  1. Pippi says:

    Μια εξαιρετική (όπως πάντα), πολυμορφική ανάρτηση. Δεν θα σταθώ όμως στις επιμέρους αναρτήσεις. Θα σταθώ περισσότερο στο πρωτοσέλιδο και θα κρατήσω, σαν γνήσια φιλάργυρη, το κουπόνι.
    Θαυμάσιο το σύνολο και, όπως γνωρίζεις, οι αργοί δημιουργικοί ρυθμοί είναι αυτοί που σου δίνουν τη μεγαλύτερη ώθηση.
    Να έχεις μια υπέροχη βδομάδα (χωρίς Δευτέρα, να τα λέμε αυτά)

  2. Giannis Pit says:

    Ανάρτηση-δημιουργία που κάλλιστα θα μπορούσε να στολίζει τη δομή ενός εξαίρετου περιοδικού τέχνης και προβληματισμού από τις παλιές μεγάλες εποχές. Που να τα βρεις αυτά σήμερα ; σε ποιες αξίες να τα αναζητήσεις ;
    Φίλε κάποια συγχαρητήρια δεν λένε τίποτα για το μέγεθος της δουλειάς σου.
    Την καλησπέρα μου.

  3. Γλαύκη says:

    Όλη η ανάρτηση εξαιρετική, ένα κείμενο γεμάτο ζωντάνια, όμως θα σταθώ στο δικό σου σκίτσο.
    Λεπτό, τρυφερό με απίστευτη γλυκύτητα και κομψότητα φτιαγμένο!!!
    Πολύ θα ήθελα να σε δω να εικονογραφείς παιδική λογοτεχνία!
    Έχεις στοιχεία παιδικότητας και πιστεύω θα σου ταίριαζε ιδιαίτερα μια τέτοιου είδους εικαστκή έκφραση!

    Υ.Γ.
    Άργησα, αλλά ήρθα…

    • Η εικονογράφηση για το Ασχημόπαπο δεν είναι μόνο το σχέδιο αυτό που είδες, Γλαύκη. Θα ολοκληρωθεί σε κανονικό βιβλίο, το οποίο θα μοιραστεί σε σχολεία. Μέρος της δουλειάς. Πέραν αυτού… θα δεις πολλά ακόμα πράγματα στο μέλλον. Παιδικά και λιγότερο παιδικά. Καλά να είμαστε.

      Καλή βδομάδα!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *