Σήμερα θα σας μιλήσω για έναν πίνακα. Ο λόγος για το «Καρναβάλι στην Αθήνα» του Νικολάου Γύζη. Σε αντιστοιχία με το σύνολο των έργων του, η αποκριάτικη αυτή σκηνή μοιάζει σαν ανοιχτό παράθυρο σε κάποια άλλη εποχή – μια εποχή που όσο μακρινή μας φαίνεται, άλλο τόσο δείχνει να ριζώνει στα βάθη των συλλογικών μας αναμνήσεων. Κοιτάζοντας τον πίνακα, παρασυρόμενος σαν καράβι που αρμενίζει σε κάποια αλλοτινή (ρευστή μα πάντα ίδια) θάλασσα, σχεδόν αισθάνεσαι πως βρέθηκες κι εσύ εκεί – κάπως, κάποτε. Γίνεσαι κι εσύ μέρος της εύθυμης αυτής παρέας: ντύνεσαι καλικάντζαρος μαζί με τους άντρες, γελάς μαζί με τις γυναίκες, τρομάζεις μαζί με τα παιδιά. Ακόμα και αν δεν ανήκεις σ’ εκείνους που ξεφαντώνουν με τις σύγχρονες απόκριες, απολαμβάνεις βαθιά το καρναβάλι της εποχής αυτής που πέρασε – σαν τον γέρο που καπνίζει το τσιμπούκι του.
Τα έργα του Γύζη παρουσιάζουν με φωτογραφικό σχεδόν ρεαλισμό τις συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Άραγε αν ζωγραφίζαμε το σύγχρονο αστικό καρναβάλι, ποια μορφή θα επιλέγαμε να του δώσουμε; Η εύλογη απάντηση θα ήταν κάτι σχετικό με το ξεφάντωμα στους δρόμους, ή ενδεχομένως μια σκηνή από ένα αποκριάτικο πάρτι. Ωστόσο ο ίδιος θα επέλεγα κάτι που ίσως χαρακτήριζε ακόμα περισσότερο την εποχή μας: το βαγόνι ενός τρένου της πόλης, κάποιο απόγευμα στα τέλη του Φλεβάρη.
Απεικονίστε τη σκηνή μαζί μου: Κόσμος που κάθεται σε θέσεις, άλλοι όρθιοι. Πολλοί σκυμμένοι πάνω από τα κινητά τους. Ένας κοιμάται, κατάκοπος μετά τη δουλειά. Μια κοπέλα ρεμβάζει απ’ το παράθυρο. Ένας άντρας δείχνει προβληματισμένος. Μια γυναίκα διαβάζει ένα βιβλίο – δεν φαίνεται ο τίτλος του. Ένας άλλος μια εφημερίδα – οι τίτλοι της αρκούν για να σκορπίσουν πανικό σε κάποιον που τους παρατηρεί για πρώτη φορά, μα εσύ τους βλέπεις κάθε μέρα. Ένα παιδί μ’ ένα μπαγλαμαδάκι (μάλλον τσιγγάνος) γυρεύει «ό,τι έχετε ευχαρίστηση». Κι εκεί, ανάμεσά τους, κάποιοι μασκαρεμένοι, έτοιμοι για τη βραδινή τους αποκριάτικη εξόρμηση.
[παρένθεση: χθες στο τρένο ήταν ένα παιδί σαν αυτό που σας περιέγραψα – κι έπαιζε τη «Φραγκοσυριανή». Μια παρέα γυναικών του έδωσε ένα κέρμα και το ρώτησε «τον Παντελίδη τον ξέρεις;». «Λίγο», απάντησε εκείνο, κι έφυγε. Αναστέναξα με δυσθυμία. Το τσιγγανόπουλο για μια στιγμή έμοιαζε να έχει μεγαλύτερη παιδεία από τις ενήλικες αυτές αστές. «Μείνε στη Φραγκοσυριανή, μικρέ…», σκέφτηκα και έπιασα να διαβάσω το βιβλίο μου – μα δυσκολευόμουν να αρχίσω πάλι την ανάγνωση. Όχι μετά από αυτό που άκουσα.]
Αν περιέγραφα, με άλλα λόγια, τις σύγχρονες Απόκριες στην πόλη, θα ήταν μια εικόνα που να ταιριάζει με αυτό το συνονθύλευμα αντιφατικών εικόνων και συναισθημάτων που την χαρακτηρίζει.
Γι’ αυτό ας πάμε πάλι πίσω. Πίσω στο καρναβάλι του παλιού καιρού και στον πίνακα του Γύζη. Εκεί που τα πράγματα μοιάζουν λιγότερο συγκεχυμένα μεταξύ τους, με μεγαλύτερη σαφήνεια. Τέτοια, που μπορούν να σου γεννήσουν ένα γνήσιο αίσθημα νοσταλγίας για εκείνες τις Απόκριες που δεν έζησες.
Μπροστά στα μάτια μας ξετυλίγεται μια οικογενειακή σκηνή. Άντρες, γυναίκες, νέοι, γέροι και παιδιά – ο καθένας συμμετέχει στο γλέντι με το δικό του τρόπο. Οι νεαροί άντρες έχουν μασκαρευτεί καλικάντζαροι ή τελώνια, φορώντας γκροτέσκες μάσκες με τρομακτικές εκφράσεις. Ενός η μύτη είναι στην πραγματικότητα μια μεγάλη πιπεριά. Ο ρουχισμός τους με γουναρικά και δέρματα μοιάζει να παραπέμπει σε εποχές που χάθηκαν στα βάθη των θρύλων – όταν αληθινά ξωτικά και τέρατα έμοιαζαν να γυροφέρνουν στα δάση και τα βουνά της χώρας. Γιατί τι είναι το πνεύμα της Αποκριάς, αν το καλοσκεφτούμε, αν όχι εκείνη η σύνδεση με το συλλογικό ασυνείδητο των πιο μακρινών εποχών; Εκείνο που αναβρύζει γλέντι, ηδονή κι ελευθερία στο κάθε του πέρασμα. Μια μυρωδιά που φτάνει πίσω, ως τον καιρό που κάποιος τραγόμορφος Παν περιδιάβαινε τα δάση, σε αναζήτηση ποτού και συνουσίας.
Οι γυναίκες το απολαμβάνουν με την ψυχή τους. «Ω, δες, οι καλικάντζαροι!», μοιάζει να λέει μία στην έντρομη κόρη της, η οποία κουκουλώνεται με τρομάρα στην αγκαλιά της. «Μαμά, βοήθεια!», φωνάζει η μικρούλα. «Πίσω, δαίμονες, πίσω!», τους κάνει απωθώντας τους με το χέρι η μαμά, ενώ γελά χαρούμενη, παρέα με τις φίλες της. Ο άντρας στο βάθος του τραπεζιού γελά με βροντερή φωνή. «Μπράβο παιδιά, και του χρόνου!», θα μπορούσε να λέει. Δίπλα του ένας άλλος κραδαίνει προστατευτικά του ραβδί του τσέλιγκα. «Όξω, τέρατα, μακριά από μας!», φτάνει στ’ αυτιά σου η φωνή του. Όσο αφορά τον ηλικιωμένο στη γωνιά του τραπεζιού; Ρουφά με ευχαρίστηση το τσιμπούκι του. «Είναι αλήθεια καλικάντζαροι, παππού;», τον ρωτά το παιδάκι στην αγκαλιά του. Κι εκείνος του απαντά μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Αυτοί οι νέοι!
Στο τραπέζι το γαλακτομπούρεκο μοσχοβολά. Περιμένει να βάλουν στην άκρη τις μάσκες οι καλικάντζαροι και να πάρουν με χαρά ένα κομμάτι από την πίτα. “Trick or treat!” – σας θυμίζει κάτι; Η μήπως γίνομαι αναχρονιστικός; Πόσο αλλάζουν οι καιροί! Πόσο ίδιοι παραμένουν!
Ας κρατήσουμε το άρωμα εκείνο της Αποκριάς όπως μας το μετέδωσε ο Νικόλας Γύζης. Την ειλικρίνεια μιας εποχής που άφησε πίσω της βενετσιάνικες μάσκες, ρούχα από δέρματα και ζεστά χαμόγελα. Ο καπνός από το τσιμπούκι του ηλικιωμένου μοιάζει να ξεφτίζει. Το όραμα χάνεται – κι επιστρέφουμε στο παρόν. Μα εκείνο που για μια στιγμή μονάχα είδαμε – η ματιά που ρίξαμε πίσω στο χρόνο δεν ξεχνιέται. Ας την πάρουμε μαζί μας, λοιπόν. Ας φέρουμε ξανά κάτι από το πνεύμα της στο τώρα. Λίγη απ’ τη μαγεία μιας εποχής που δεν είχε ανάγκη από μάσκες – γι’ αυτό και απολάμβανε να τις φορά.
Ας θυμόμαστε τις παλιές αυτές Απόκριες. Και ίσως ακούσουμε να αντηχεί ξανά ο ήχος από το χαρούμενο ποδοβολητό των καλικάντζαρων τις νύχτες…
* Το «Καρναβάλι στην Αθήνα» του Νικολάου Γύζη εκτίθεται στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, ίδρυμα Βούρου-Ευταξία.
2 Responses
Μου αρέσει πάρα πολύ που μέσα από μια ανάλυση αυτού του υπέροχου μοναδικού πίνακα κάνεις προσέγγιση στη σημερινή μας κοινωνική πραγματικότητα.
Παίρνεις κάποια καρέ από την καθημερινή μας ζωή σε ένα κοινότυπο μέσο μεταφοράς όπου συνωστίζονται χιλιάδες ψυχές και σκέψεις που αντανακλούν και αξίες ζωής.
Μια ακόμα φορά θα πω ότι αυτές σου οι αναλύσεις Κούνελε με αγγίζουν βαθύτατα και με συγκινούν.
Καλή βδομάδα φίλε.
Κάθε παρελθόν μπορεί να σημαίνει πολλά για το παρόν που ζούμε, φίλε Γιάννη. Αρκεί να βλέπουμε τη συνέχεια ανάμεσα στις εποχές και να μη χάνουμε την κριτική ματιά μας… Καλή βδομάδα να έχεις!