Βρέχει βατράχια στην οδό Τερψιχόρης

Enter the rabbit's lair...

Βρέχει βατράχια στην οδό Τερψιχόρης. Ένα χιουμοριστικό αφήγημα από το φονικό κουνέλι

Ξημέρωνε μια καθ’ όλα υπέροχη μέρα στην οδό Τερψιχόρης. Υπέροχη, αν εξαιρέσεις τη ζέστη, την υγρή ατμόσφαιρα που έκανε τα ρούχα να κολλάνε, τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων, τα νευρωτικά βλέμματα των περαστικών – και το γεγονός πως έβρεχε βατράχια. Στο φιλόξενο πανδοχείο της γειτονιάς, γωνία Τερψιχόρης και Ευτέρπης, η κυρία Φρόσω έπαιρνε αγανακτισμένη το πρωινό της με τον σύζυγό της.

«Ορίστε μας», είπε η κυρία Φρόσω, αφήνοντας απότομα το φλιτζάνι του καφέ στο πιατάκι του. «Μια μέρα αποφασίσαμε κι εμείς να περιπλανηθούμε, μετά από έναν χρόνο εγκλεισμού σπίτι, και τι καταλάβαμε; Βρέχει βατράχια! Δεν θα το ανεχτώ αυτό, ακούς; Δεν θα το ανεχτώ! Εσύ φταις που με φέρνεις στα χειρότερα μέρη!»

Ο σύζυγός της – ένας μικροκαμωμένος κύριος με μουστάκι που έμοιαζε βγαλμένος από ελληνική ταινία της δεκαετίας του 50 – πήρε απολογητική στάση: «Φρόσω μου, δεν το ήξερα, αλήθεια. Δεν είπε κάτι το μετεωρολογικό δελτίο.»

«Κι εσύ περιμένεις από την τηλεόραση να τα ξέρει όλα! Ορίστε, μέχρι και ο καφές μου μοιάζει πράσινος. Λες και τον βούτηξαν στον βάλτο.»

«Φρόσω μου, καταλαβαίνω την αγανάκτησή σου… Μα χρειάζεται ν’ αποδεχτείς εκείνο που δεν μπορείς ν’ αλλάξεις – θα είσαι περισσότερο ευτυχισμένη έτσι…»

Να, κάτι τέτοια ψυχολογικά της έλεγε και την ηρεμούσε. Ικανοποιημένος με τον εαυτό του, ο σύζυγος τσίμπησε ένα κομμάτι κρέπα, ρούφηξε μια γουλιά από το τσάι και έβγαλε τον βάτραχο που είχε χωθεί κάτω απ’ το τραπεζομάντιλο. Η κυρία Φρόσω παρήγγειλε έναν δεύτερο καφέ και ο σερβιτόρος τον έφερε, ένα πλατύ χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη του – ευγενέστατος. «Σας άρεσε ο καφές, κυρία;» «Γευστικότατος, ναι». Σλουρπ.

Έξω στον δρόμο ο Ανέστης – ένας φοιτητής – παρατηρούσε σκεπτικός τα στίφη των βατράχων που χοροπηδούσαν ανέμελα, καταμεσής των αυτοκινήτων. Δυο εκχιονιστικά μηχανήματα άνοιγαν δρόμο – να που χρησίμεψαν και κάπου. Κάποιος διέδωσε τη φήμη πως τα βατράχια ήταν, στην πραγματικότητα, μαγεμένοι πρίγκιπες. Να εξηγεί άραγε αυτό το γεγονός πως έβλεπες κορίτσια να γυροφέρνουν, μόνες τους, εδώ κι εκεί, στα σκοτεινά σημεία των δρόμων; Για μια στιγμή ο Ανέστης νόμιζε πως είδε με την άκρη των ματιών του, στη γωνία μιας πολυκατοικίας, τη Ζιλί – μια συμφοιτήτριά του – να κρατάει έναν βάτραχο στην παλάμη της και να τον κοιτάζει επίμονα – έμοιαζε να βρίσκεται σε δίλημμα. Μόλις όμως κατάλαβε η Ζιλί πως την είχε δει, άφησε απότομα τον βάτραχο κάτω και συνέχισε τον δρόμο της.

Ο Ανέστης προβληματίστηκε. Και αν οι βάτραχοι είναι βατραχίνες; Οι καιροί έχουν αλλάξει, τα δεδομένα έχουν αντιστραφεί. Αν περιμένουν το φιλί ενός άντρα για να μεταμορφωθούν στη γυναίκα των ονείρων σου; Ναι, ακούγεται γελοίο – μα στη ζωή πρέπει να παίρνεις ρίσκα. Πως το έλεγε εκείνος ο συγγραφέας; Πιστεύω επειδή είναι παράλογο; Ένα βατράχι έστεκε στην άκρη του πεζοδρομίου και τον παρατηρούσε. Ο Ανέστης ανταπέδωσε αποφασιστικά το βλέμμα – ποτέ του δεν είχε κοιτάξει γυναίκα τόσο αποφασιστικά. Το βατράχι φούσκωσε το προγούλι του. Να σημαίνει αυτό άραγε «ναι»; Ο Ανέστης έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Το βατράχι του γύρισε την πλάτη και χοροπήδησε μ’ ένα σάλτο. Άραγε θα σταματήσει και θα κοιτάξει πίσω του; To βατράχι σταμάτησε και κοίταξε. Ξεκάθαρη ένδειξη. Γουστάρει. Εμπρός, Ανέστη.

Στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας, γωνία Τερψιχόρης και Δωροθέας, η Ναταλία παρατηρούσε τη θέα απ’ το παράθυρο. Κοντά της καθόταν ο Νίκος – το αγόρι της.

«Πάντα μελαγχολώ όταν βρέχει βατράχια», είπε η Ναταλία. «Τέτοιος καιρός, ξέρεις, αναδύει από μέσα μου μια βαθιά ποιητική διάθεση. Η βατραχοποντή στο χρώμα του βάλτου με γεμίζει μια νοσταλγία για κάτι που είχαμε, μα θαρρώ χάσαμε για πάντα. Μια αρχέγονη θλίψη, μια όψιμη ανάμνηση. Ποιος ο λόγος να εκτιμούμε κάτι μόνο αφού το έχουμε χάσει για πάντα; Ξέρεις, έχω συνθέσει τα καλύτερα ποιήματά μου μέρες σαν τη σημερινή.»

«Μέρες που έβρεχε βατράχια;»

«Ναι. Θέλεις να σου διαβάσω το τελευταίο; Λέγεται «Μουσταλευριά».

«Το έχω διαβάσει.»

«Πότε το διάβασες;»

«Ξυπνώ τις νύχτες και διαβάζω στα κρυφά τα ποιήματά σου, με σένα να κοιμάσαι στο πλευρό μου.»

«Αλήθεια, Νίκο;»

«Ναι, είναι φετίχ. Συνειδητοποιώ πως θέλω να κάνουμε έρωτα απλά και μόνο για να αντλώ την ευχαρίστηση να διαβάζω τα ποιήματά σου στα κρυφά, κατόπιν, ενώ κοιμάσαι δίπλα μου.»

Η Ναταλία δεν αντέδρασε. Δεν ήξερε αν αυτό έπρεπε να την κολακέψει ή να την προσβάλλει. Η ματαιοδοξία της ποιήτριας μέσα της επέλεξε το πρώτο. Εξάλλου τι είναι η ερωτική πράξη; Ένα μισάωρο από την καθημερινότητά της. Τα ποιήματά όμως – αυτά ήταν όλη της η ζωή!

«Νίκο… σε θέλω. Αυτή τη στιγμή. Εδώ και τώρα. Έχω ανάψει.»

Ο Νίκος έδειξε επιφυλακτικός. Η Ναταλία κάθισε πάνω του και άρχισε να τον φιλάει με πάθος. «Έλα Νίκο, έλα… να μας πάει καλά η μέρα. Και να ξέρεις, έχω κάποια κρυμμένα ποιήματα στο τρίτο συρτάρι του κομοδίνου μου…»

Ο Νίκος ενέδωσε. «Εντάξει», είπε, ενώ ξεκούμπωνε το σουτιέν της. «Άσε ανοιχτό το παντζούρι όμως. Μου αρέσει να ακούω τα βρεκεκέψ.»

Κάτω στον δρόμο ο Ανέστης είχε αποθαρρυνθεί. Το ερωτικό κυνήγι δεν οδηγούσε πουθενά. Μήπως να το παίζει δύσκολος; Μα πώς να το παίξεις δύσκολος σ’ ένα βατράχι; Η κόρνα ενός εκχιονιστικού μηχανήματος τον έβγαλε απότομα από τις σκέψεις του. «Κάνε πέρα, ρε φίλε! Θες να καθαρίσουμε κι εσένα μαζί με τα βατράχια;», φώναξε ο οδηγός.

«Με συγχωρείτε, ήμουν αφηρημένος», απάντησε ο Ανέστης. Τζίφος. Απέτυχε κι αυτό. Του έλειπε ο προσανατολισμός στη ζωή – και γι’ αυτό ήταν επιρρεπής σε κάθε λογής ερωτική απογοήτευση. Μήπως να ενταχθεί σε μια από εκείνες τις περιβαλλοντικές Ομάδες Συνακρόασης; Σχηματίστηκαν με τον ερχομό των βατράχων. Ονομάζονται έτσι διότι επιχειρούν να «ακροαστούν τη φωνή των βατράχων, τη φωνή της φύσης που στέλνει ένα μήνυμα στον άνθρωπο.» Τους έβλεπες στον δρόμο: μιμούνταν τους βατράχους, επιδίδονταν σε χοροπηδητά εδώ κι εκεί, αφήνοντας ρεψίματα. Μπερπ. Όχι ρέψιμο, διόρθωση, η λέξη «ρέψιμο» ακούγεται υποτιμητική. Αυτό δεν είναι ρέψιμο, είναι συνακρόαση.

«Αποφάσισες να ενταχθείς στην ομάδα μας;», είπε στον Ανέστη ένας φίλος του που κατέφτασε χοροπηδώντας προς το μέρος του. «Άσε τους συνωμοσιολόγους να λένε τα δικά τους! Τα βατράχια δεν τα έστειλαν ούτε οι Κινέζοι, ούτε οι φαρμακευτικές εταιρίες, ούτε η αντιπολίτευση. Είναι ένα ξεκάθαρο μήνυμα της φύσης. Γίνετε Ένα μαζί μας, προτού είναι αργά! Αυτό είναι το μήνυμά της! Να γίνουμε όλοι Ένα ξανά!»

Είπε και ρεύτηκε δυνατά, σε απομίμηση του βατράχου. Ο Ανέστης πήρε κάποια φυλλάδια (ήταν πράσινα και γλιστρούσαν στο χέρι) και υποσχέθηκε να τα μελετήσει.

Προτιμούσε τις περιβαλλοντικές θεωρίες. Σίγουρα καλύτερες από εκείνους τους θρησκόληπτους που μιλούσαν για τις «νέες πληγές του Θεού» και άλλα κουραφέξαλα. Χθες βράδυ είχε ξενυχτήσει παρακολουθώντας ένα σχετικό debate στην τηλεόραση. «Ο Θεός υπενθυμίζει πως η μέρα της κρίσεως είναι κοντά!», έλεγε ένας θρησκευόμενος. «Ο Θεός σας δεν έχει καθόλου φαντασία» – απαντούσε ένας επιστήμονας. «Είχε εξαπολύσει βατράχια και στον λαό των Αιγυπτίων, την εποχή των Φαραώ. Θα έλεγε κανείς πως μέσα σε κάμποσες χιλιάδες χρόνια θα είχε αναπτύξει νέες μεθόδους ανταπόδοσης και δεν θα κατέφευγε πάλι στη λύση των βατράχων. Δεν αναρωτηθήκατε, εξάλλου, που βρίσκει όλα αυτά τα βατράχια εκεί πάνω στον ουρανό;» «Μήπως ο παράδεισος είναι τα Everglades της Φλόριντα; Έχω ακούσει πως έχει πολλά βατράχια εκεί.» «Τι σχέση έχει ο παράδεισος με τα Everglades, κύριε; Τα Everglades έχουν βάλτους, βρωμάνε! Είναι δυνατό να βρωμάει ο παράδεισος;» «Για τα βατράχια δεν είναι βρωμιά η μυρωδιά του βάλτου. Είναι η καλύτερη μυρωδιά του κόσμου. Μάλλον οι θεωρίες σας βρωμάνε, κύριε.»

Κι έτσι συνεχιζόταν το debate, ως αργά το βράδυ. Ήταν ωραίο debate.

Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Σκέψου να εξαπολύονταν σμήνη ακριδών, για παράδειγμα. Σε συνδυασμό με τη θερινή κάψα θα ήταν ανυπόφορο. Είναι και αηδιαστικές, με τα ποδάρια τους και όλα. Αν και αυτό είναι σχετικό – τα βατράχια αφήνουν υγρές στάμπες όταν προσγειώνονται στον καναπέ του σπιτιού, οι ακρίδες όχι. Ωστόσο υπάρχουν ακόμα χειρότερα: σκέψου να είχαμε ποταμούς με αίμα! Μπλιαχ. Να επιστρέφεις σπίτι κουρασμένος απ’ τη δουλειά, να πας να μπεις στο ασανσέρ και να ξεπετάγεται από μέσα ένας χείμαρρος αίματος καταπάνω σου. Για κάτσε, αυτό είναι κλεμμένο από εκείνη την ταινία. Λυπάμαι, έγινε αυθόρμητα. Μα θα χρειαστεί να ψάξουμε πολύ σε βάθος για να βρούμε κάτι αληθινά αυθεντικό στην τέχνη – δεν υπάρχει δημιουργία ex nihilo. Η τέχνη είναι σύνθεση. Ναι, ρε, το έκλεψα.

Ο Ανέστης πήρε με την άκρη του ματιού δυο επιβάτες σ’ ένα νούφαρο. Μάλλον πρόκειται για την εφαρμογή των Νέων Μέτρων. Κατόπιν εντολής της κυβέρνησης. Για να κυκλοφορείς έξω από το σπίτι χρειάζεται να επιβαίνεις νούφαρο – τα οποία προμηθεύεσαι από το φαρμακείο της γειτονιάς (γωνία Τερψιχόρης και Κίτσου), συνοδευόμενα από σχετικές οδηγίες χρήσης. Πώς να ξετυλίξεις το νούφαρο, πώς να φυσήξεις στη σχετική υποδοχή ώστε να γεμίσει αέρα, πώς να πασαλείψεις τη μούρη σου με δείγμα βαλτόνερου, πώς να πλαταγίσεις τη γλώσσα σου ώστε να προσμιχθεί σιελογόνο δείγμα με το βαλτόνερο της συσκευασίας, πώς να φουσκώσεις τον λαιμό σου σε απομίμηση του βατράχου, πώς να επιβιβαστείς στο νούφαρο, πώς να κάνεις κουπί – και τα λοιπά. Αυτά σε συνδυασμό με το αναγκαίο εμβόλιο, φυσικά. Παρέχονται δέκα διαφορετικά, ένα σε κάθε διαφορετική απόχρωση βατράχου, ξεκινώντας από το ανοιχτό κίτρινο και φτάνοντας στο σκούρο πράσινο. Προς το παρόν το σκουροπράσινο είχε τη μεγαλύτερη απήχηση.

Ωπ! Να τη πάλι η βατραχίνα. Ο Ανέστης ήταν σίγουρος. Ήταν εκείνη! Την είχε μάθει – θα την ξεχώριζε καταμεσής εκατοντάδων όμοιων βατράχων. Μα για τα δικά του μάτια ήταν μία και μοναδική. Αυτό είναι το νόημα της αγάπης. Την κοίταξε καλά-καλά και η βατραχίνα του ανταπέδωσε το βλέμμα. Ένα βλέμμα που έμοιαζε να λέει: «Είσαι καλό παιδί, δε λέω. Μήπως όμως έχουμε ξεφύγει λίγο; Δεν φταις εσύ πάντως, να το ξέρεις.»

Ο Ανέστης το σκέφτηκε και απάντησε. «Έχεις δίκιο.» Την άφησε να φύγει και συνέχισε τον δρόμο του για τη σχολή, κόβοντας δρόμο μέσα από στενά που αντιλαλούσαν τα δελεαστικά βρεκεκέψ των βατράχων.

Το Φονικό Κουνέλι, Ιούλιος 2021

Tags: , , , , , , ,

4 Responses

  1. Λίνα says:

    Πολύ θα ήθελα να μένω στην οδό Τερψιχόρης! Εκεί που έχει χιούμορ, μα και πανέξυπνη θίξη της επικαιρότητας!

  2. Πίπη says:

    Μία υπέροχη ανάρτηση! Τη λάτρεψα! Είχες πολύ καιρό να αναρτήσεις κάτι τέτοιο! Τι να πω, μου έφτιαξες τη μέρα!
    Πολλά φιλιά (στην επόμενη βροχή θα έχω ανοιχτά τα μάτια μου… ίσως ξαναβρέξει βατράχια, μη μου ξεφύγουν αυτή τη φορά…)

    • Ναι βρε Πίπη. Είχα όντως καιρό! Χαίρομαι που πέρασες μια βόλτα, είμαι βέβαιος πως τα βατράχια του κειμένου θα το εκτίμησαν και θα σε περιμένουν με χαρά (και κρυφή λαχτάρα) στην επόμενη βατραχοποντή.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *