Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο και τα Χίλια Πρόσωπα του Ποδοσφαίρου

Enter the rabbit's lair...

Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο και τα Χίλια Πρόσωπα του Ποδοσφαίρου / Eduardo Galeano and the history of football

«Και το κουνέλι προσπερνάει με χοροπηδητά γκελ τους αμυντικούς, μπαίνει φουριόζο στη μεγάλη περιοχή, σερβίρει μια προσποίηση με το δεξί, σουτάρει με τ’ αριστερό… και η μπάλα καρφώνεται απευθείας όχι στο τέρμα του αντιπάλου, μα στον έβδομο ουρανό κι ακόμα παραπέρα, σκίζοντας τα σύννεφα, εγκαταλείποντας με χάρη τον μάταιο τούτο κόσμο. Και το κουνέλι εισχωρεί με στυλ στην ησυχία της φωλιάς του (που για κάποιο λόγο είναι σκαμμένη σε μια τρύπα στο κέντρο του γηπέδου – μα τι δουλειά έχει μια τρύπα στο κέντρο του Wembley, τι θα κάνουμε αν σκοντάψει η βασίλισσα;), κρεμώντας ένα “do not disturb me” πινακίδιο έξω, αφήνοντας άφωνους τους θεατές που αναρωτιούνται: και τώρα πως θα αντλήσουμε το καθημερινό θέαμα που δικαιούμαστε;»

Κύριοι! Απόψε θα μιλήσουμε για μπάλα. Παραμένουμε ωστόσο στο Λαγούμι μας – επομένως θα μιλήσουμε για μπάλα με τον δικό μας τρόπο. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, εξάλλου, το φετινό Euro δεν έχει ακόμα λήξει – επομένως κατά κάποιο τρόπο είμαστε και «επίκαιροι» (κάτι που αποφεύγουμε συνειδητά). Και ο καλύτερος συνοδοιπόρος μας στη σημερινή διαδρομή δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Εδουάρδο Γκαλεάνο [Eduardo Galeano] – ο ουρουγουανός συγγραφέας που, μεταξύ των τόσο ιδιαίτερων έργων του, μας κληροδότησε και «Τα Χίλια Πρόσωπα του Ποδοσφαίρου», aka “El Futbol A Sol y Sombra” – το οποίο κυριολεκτικά μεταφράζεται: «το ποδόσφαιρο στο φως και τη σκιά».

Από αυτό το βιβλίο θα μοιραστώ, σήμερα, ορισμένα απολαυστικά αποσπάσματα. Ο Γκαλεάνο χρησιμοποιεί μια γλώσσα που σε μαγνητίζει με την απλότητα της έκφρασης και την ουσία του περιεχομένου της. Μας παρασέρνει στην ιστορία του αθλήματος από την οπτική γωνία όχι ενός ιστορικού ή ενός οποιουδήποτε οπαδού – μα ενός παιδιού στην καρδιά, που αγαπά το άθλημα και θλίβεται όταν διαπιστώνει πως έχει μετατραπεί σε μια πελώρια επιχείρηση στο όνομα του κέρδους, αποπροσανατολίζοντας συχνά τα πλήθη, τρέφοντας φανατικούς και τεχνοκράτες. Και (σαν παιδί) ενθουσιάζεται όταν το άθλημα υπενθυμίζει κάτι απ’ την αρχέγονη μαγεία του. Καταβυθίζεται στις ιστορικές ρίζες του αθλήματος και παρατηρεί πως το ίδιο άθλημα έχει ταυτιστεί τόσο με τους προύχοντες, όσο και με τα λαϊκά στρώματα, έχει λειτουργήσει τόσο ως μηχανισμός προπαγάνδας, όσο και ως σύμβολο απελευθέρωσης, έχει υπηρετήσει τόσο τους κατέχοντες εξουσία, όσο και τους απλούς ανθρώπους που διεκδικούσαν κάποια διέξοδο, κάποια μορφή έκφρασης καταμεσής μιας αποπνικτικής κοινωνικής πραγματικότητας.

Ας ξεκινήσουμε την αναδρομή μας. Η σκυτάλη στον υπέροχο Εδουάρδο Γκαλεάνο.

Το ποδόσφαιρο

«Η ΙΣΤΟΡΙΑ του ποδοσφαίρου είναι ένα θλιβερό ταξίδι απόλαυσης και καθήκοντος. Στο βαθμό που το άθλημα έχει βιομηχανοποιηθεί, έχει χαθεί σιγά σιγά η ομορφιά που γεννιέται από τη χαρά που νιώθει κανείς μονάχα γιατί παίζει. Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο καταδικάζει οτιδήποτε είναι άχρηστο, και είναι άχρηστο οτιδήποτε δεν αποφέρει κέρδη. Κανείς δεν κερδίζει από αυτή την τρέλα που κάνει τον άντρα παιδί για λίγο, καθώς παίζει όπως ένα παιδάκι με το τόπι του ή μια γάτα με το μάλλινο κουβάρι. Γίνεται ένας χορευτής που χορεύει με μια μπάλα ελαφριά σαν το παιδικό τόπι που το παίρνει ο αέρας και σαν το κουβάρι που κατρακυλάει παίζοντας χωρίς να ξέρει ότι παίζει, χωρίς σκοπό, χωρίς χρονόμετρο, χωρίς διαιτητή.

Το παιχνίδι έχει μετατραπεί σε θέαμα, με λίγους πρωταγωνιστές και πολλούς θεατές, σε ποδόσφαιρο για κοίταγμα, και το θέαμα έχει μετατραπεί σε μια από τις πιο επικερδείς οικονομικές δραστηριότητες στον κόσμο, δεν οργανώνεται για να γίνει παιχνίδι, αλλά για να αποφευχθεί το παιχνίδι. Οι τεχνοκράτες του επαγγελματικού αθλητισμού επέβαλαν ένα ποδόσφαιρο καθαρής ταχύτητας και πολλής δύναμης, που απεμπολεί την απόλαυση, ατροφεί τη φαντασία και απαγορεύει το θράσος.

Ευτυχώς εμφανίζονται ακόμα στα γήπεδα, μολονότι αυτό συμβαίνει περιστασιακά, μερικοί ξεδιάντροποι βρωμιάρηδες που κάνουν του κεφαλιού τους και διαπράττουν το κακούργημα να τριπλάρουν όλη την αντίπαλη ομάδα, το διαιτητή και το κοινό, μόνο και μόνο για την αγνή απόλαυση του κορμιού που ξεχύνεται στην απαγορευμένη περιπέτεια της ελευθερίας.»

Ο γάλλος ποδοσφαιριστής Μισέλ Πλατινί / Michel Platini

Ο γάλλος ποδοσφαιριστής Μισέλ Πλατινί / Michel Platini

Φραντς Μπεκενμπάουερ και Γιόχαν Κρόιφ / Franz Beckenbauer and Johan Cruyff

Ο ποδοσφαιριστής

«ΤΡΕΧΕΙ λαχανιασμένος στην κόψη του ξυραφιού. Από τη μια, τον περιμένει το βάθρο της δόξας, από την άλλη, η άβυσσος της καταστροφής.

Στη γειτονιά του τον ζηλεύουν. Ο επαγγελματίας ποδοσφαιριστής έχει γλιτώσει από το εργοστάσιο ή το γραφείο, τον πληρώνουν για να γλεντάει, έχει κερδίσει τον πρώτο λαχνό. Και μολονότι πρέπει να χύνει τον ιδρώτα με τους κουβάδες, χωρίς να έχει το δικαίωμα να κουραστεί ή να κάνει λάθος, φιλοξενείται στις εφημερίδες και στην τηλεόραση. Τα ραδιόφωνα αναφέρουν το όνομά του, οι γυναίκες τον ονειρεύονται, τα παιδιά θέλουν να του μοιάσουν. Αλλά αυτός, που άρχισε να παίζει μπάλα για την ευχαρίστηση του παιχνιδιού στους χωματόδρομους των φτωχογειτονιών, τώρα παίζει από επαγγελματικό καθήκον και έχει την υποχρέωση να κερδίζει και μόνο να κερδίζει.

Οι επιχειρηματίες τον αγοράζουν, τον πουλάνε, τον δανείζουν, και αυτός αφήνεται με αντάλλαγμα την υπόσχεση για περισσότερη φήμη και χρήμα. Όσο περισσότερη επιτυχία γνωρίζει και όσο περισσότερα χρήματα κερδίζει, τόσο περισσότερο γίνεται όμηρος του συστήματος.

Υποχρεωμένος σε στρατιωτική πειθαρχία, υποφέρει το μαρτύριο των άγριων προπονήσεων και υποβάλλεται στους βομβαρδισμούς των παυσίπονων και της κορτιζόνης, που τον κάνουν να ξεχνάει τον πόνο και δίνουν ψευδή εικόνα για την υγεία του. Και στις παραμονές σημαντικών αγώνων τον κλείνουν σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου υποβάλλεται σε καταναγκαστικά έργα, τρέφεται με άνοστα φαγητά, μεθάει με νερό και κοιμάται μόνος του.

Στις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες η παρακμή έρχεται μαζί με τα γηρατειά, αλλά ο ποδοσφαιριστής συχνά γερνάει στα τριάντα του. Οι μύες κουράζονται νωρίς. Καμιά φορά η παρακμή έρχεται και πριν από τα τριάντα, αν κάποια μπαλιά τον χτυπήσει άσχημα, αν, για κακή τύχη, κάποιος μυς καταστραφεί, ή κάποιο χτύπημα του προκαλέσει κάταγμα σε κάποιο από τα οστά που δεν αποκαθίστανται. Και κάποια αποφράδα ημέρα ο ποδοσφαιριστής διαπιστώνει ότι έπαιξε τη ζωή του σε μια μόνο ζαριά, και ότι τα χρήματα, μαζί με τη δόξα, έχουν πετάξει. Η δόξα, αυτή η τρελή κι αδέσποτη, δεν του άφησε ούτε ένα γράμμα παρηγοριάς.»

Ο πορτογάλος Ρονάλντο / Portugal's Ronaldo

Ο οπαδός

«ΜΙΑ ΦΟΡΑ την εβδομάδα ο οπαδός το σκάει από το σπίτι του και πηγαίνει στο γήπεδο.

Ανεμίζουν οι σημαίες, ηχούν οι ροκάνες, τα πυροτεχνήματα και τα ταμπούρλα, βρέχει κορδέλες και ψιλοκομμένο χαρτί. Σε αυτόν τον ιερό τόπο η μοναδική θρησκεία που δεν έχει άθεους επιδεικνύει τις θεότητές της. Μολονότι ο οπαδός μπορεί να παρακολουθήσει το θαύμα με μεγαλύτερη άνεση από την τηλεόραση, προτιμάει την περιπλάνηση προς αυτόν τον τόπο προσκυνήματος, όπου θα δει τους αγγέλους του να αγωνίζονται με σάρκα και οστά ενάντια στους δαίμονες που έχουν βάρδια.

Εδώ ο οπαδός κουνάει το μαντίλι του, καταπίνει το σάλιο του, γκλουπ, καταπίνει φαρμάκι, μασάει το σκούφο του, ψιθυρίζει προσευχές και κατάρες, και ξαφνικά γδέρνει το λαιμό του σε μια επευφημία και πηδάει σαν τον ψύλλο, αγκαλιάζοντας τον άγνωστο που φωνάζει γκολ δίπλα του. Όσο διαρκεί αυτή η ειδωλολατρική τελετουργία, ο οπαδός δεν είναι ένας αλλά πολλοί. Μαζί με χιλιάδες άλλους πιστούς συμμερίζεται την πεποίθηση άτι είμαστε οι καλύτεροι, ότι όλοι οι διαιτητές είναι πουλημένοι, όλοι οι αντίπαλοι είναι ύπουλοι.

Σπάνια ο οπαδός θα πει: Απόψε παίζει η ομάδα μου. Συνήθως λέει: Απόψε παίζουμε εμείς. Ο δωδέκατος αυτός παίκτης γνωρίζει καλά ότι αυτός είναι που φυσάει τους ανέμους του πάθους που σηκώνουν την μπάλα όταν αυτή κοιμάται, όπως οι άλλοι έντεκα παίκτες γνωρίζουν καλά ότι αγώνας χωρίς οπαδούς είναι σαν να χορεύεις χωρίς μουσική.

Όταν τελειώνει ο αγώνας, ο οπαδός, που δεν έχει κουνηθεί από τις κερκίδες, γιορτάζει τη νίκη του: τους σκίσαμε, τους ρίξαμε στ’ αυτιά· ή θρηνεί την ήττα του: πάλι μας την έφεραν, παλιοκερατά διαιτητή. Τότε ο ήλιος πέφτει και ο οπαδός φεύγει. Στο γήπεδο που αδειάζει πέφτουν σκιές. Στις τσιμεντένιες κερκίδες, ενώ σβήνουν τα φώτα και οι φωνές, καίνε μερικές μικρές εστίες φωτιάς εδώ και εκεί. Το γήπεδο μένει μόνο του, και ο οπαδός επιστρέφει και αυτός στη μοναξιά του, αυτός που υπήρξε εμείς. Ο οπαδός απομακρύνεται, διαλύεται, χάνεται, και η Κυριακή γίνεται μελαγχολική, όπως μια Καθαρή Δευτέρα μετά το τέλος του καρναβαλιού.»

Θεατές σε αγώνα ποδοσφαίρου / Soccer fans

Ο φανατικός

«Ο ΦΑΝΑΤΙΚΟΣ είναι ένας οπαδός σε κατάσταση παραφροσύνης. Η επίμονη άρνηση της πραγματικότητας οδηγεί στην εξαφάνιση του ορθού λόγου και σε οτιδήποτε άλλο προσομοιάζει σ’ αυτόν, και τα λείψανα του ναυαγίου πλέουν άσκοπα σε μανιασμένα νερά, τα οποία αναταράσσονται συνεχώς από μια οργή που δεν καταλαγιάζει.

Ο φανατικός μπαίνει στο γήπεδο τυλιγμένος με τη σημαία της ομάδας του, το πρόσωπό του βαμμένο με τα χρώματα της αγαπημένης φανέλας, φτιαγμένος με τη βοήθεια θορυβωδών και επικίνδυνων αντικειμένων, προκαλώντας πολλή φασαρία και αναστάτωση. Ποτέ δεν είναι μόνος του. Ανώνυμος μέσο στο επιθετικό πλήθος, αυτή την επικίνδυνη σαρανταποδαρούσα, ο ταπεινωμένος ταπεινώνει και προκαλεί τρόμο ο φοβισμένος. Η παντοδυναμία της Κυριακής εξορκίζει τη σκυφτή ζωή της υπόλοιπης εβδομάδας, το κρεβάτι το χωρίς πόθο, τη δουλειά χωρίς ενδιαφέρον ή την απουσία δουλειάς. Απελευθερωμένος για μια μέρα, ο φανατικός έχει πολλούς και πολλά να εκδικηθεί.

Παρακολουθεί τον αγώνα σε κατάσταση επιληψίας, αλλά δεν τον βλέπει. Ο δικός του αγώνας είναι στην κερκίδα. Εκεί είναι το πεδίο μάχης του. Και μόνη η παρουσία του οπαδού της άλλης ομάδας συνιστά απαράδεκτη πρόκληση. Ο Καλός δεν είναι βίαιος, αλλά τον υποχρεώνει να γίνει ο Κακός. Ο εχθρός φταίει πάντα, του αξίζει να του στρίψουν το λαρύγγι. Ο φανατικός δεν μπορεί να χαλαρώσει, γιατί ο εχθρός παραμονεύει παντού. Μπορεί να κρύβεται ακόμα και σε αυτόν το σιωπηλό θεατή, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκφράσει την άποψη ότι ο αντίπαλος παίζει σωστά, οπότε θα τιμωρηθεί όπως του αξίζει.»

Football fanatic / Φανατικός οπαδός ποδοσφαίρου

Μια σύντομη ιστορία του ποδοσφαίρου

«ΣΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ, όπως σχεδόν στα πάντα, οι πρώτοι διδάξαντες ήταν οι Κινέζοι. Πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια, οι Κινέζοι ταχυδακτυλουργοί χόρευαν την μπάλα με τα πόδια τους, και στην Κίνα οργανώθηκαν, αρκετά αργότερα, οι πρώτοι αγώνες. Η εστία ήταν στο κέντρο, και οι παίκτες προσπαθούσαν, χωρίς να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους, να μην αφήσουν την μπάλα να χτυπήσει στο έδαφος. Το έθιμο συνεχίστηκε από δυναστεία σε δυναστεία, όπως φαίνεται σε μερικά ανάγλυφα μνημείων της προ Χριστού εποχής, αλλά και σε γκραβούρες της μετά Χριστόν εποχής, που δείχνουν Κινέζους της δυναστείας των Μινγκ να παίζουν με μια μπάλα που μοιάζει με Adidas.

Είναι γνωστό ότι κατά την αρχαιότητα οι Αιγύπτιοι και οι Ιάπωνες διασκέδαζαν κλοτσώντας μια μπάλα. Σε ένα ελληνικό μάρμαρο του 5ου προ Χριστού αιώνα φαίνεται ένας άντρας που παίζει με μια μπάλα με το γόνατό του. Στις κωμωδίες του Αντιφάνη υπάρχουν αποκαλυπτικές εκφράσεις: μακρινή μπαλιά, κοντινή πάσα, προωθημένη μπαλιά… Λέγεται ότι ο Ιούλιος Καίσαρ ήταν αρκετά καλός και στα δυο πόδια, ενώ ο Νέρων δεν τα πήγαινε καθόλου καλά. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ρωμαίοι έπαιζαν ένα παιχνίδι που έμοιαζε αρκετά με το ποδόσφαιρο, την εποχή που ο Ιησούς και οι Απόστολοι πέθαιναν στο σταυρό.

Η καταγωγή του ποδοσφαίρου από την Κίνα / Chinese origin of football

Από τα πόδια των Ρωμαίων λεγεωνάριων ο νεωτερισμός έφτασε στα βρετανικά νησιά. Αιώνες αργότερα, στα 1314, ο βασιλιάς Εδουάρδος Β’ έβαζε τη σφραγίδα του σε ένα βασιλικό διάταγμα που καταδίκαζε αυτό το λαϊκό και ταραχώδες παιχνίδι, αυτές τις συμπλοκές γύρω από μεγάλου μεγέθους μπάλες, αποτέλεσμα των οποίων είναι πολλά δεινά, που ο θεός δεν επιτρέπει. Το ποδόσφαιρο, που ήδη είχε αυτό το όνομα, προκαλούσε πλήθος θυμάτων. Οι αγώνες γίνονταν στα αλώνια, και δεν υπήρχε ούτε καθορισμένος αριθμός παικτών, ούτε χρονικό όριο, ούτε οποιοσδήποτε άλλος περιορισμός. Ένα ολόκληρο χωριό κλοτσούσε μια μπάλα εναντίον ενός άλλου χωριού, σπρώχνοντάς την με κλοτσιές και μπουνιές προς την εστία, που την εποχή εκείνη ήταν ένας απομακρυσμένος τροχός μύλου. Οι αγώνες εκτείνονταν σε μήκος πολλών λευγών, για πολλές μέρες και με βαρύ φόρο αίματος. Οι βασιλείς απαγόρευαν αυτά τα αιματηρά επεισόδια: στα 1349 ο Εδουάρδος Γ’ συμπεριέλαβε το ποδόσφαιρο μεταξύ των ανόητων και χωρίς καμιά χρησιμότητα παιχνιδιών· υπάρχουν επίσης σχετικά διατάγματα, που υπέγραψαν ο Ερρίκος Δ’ στα 1410 και ο Ερρίκος ΣΤ’ στα 1547. Όσο περισσότερο το απαγόρευαν, τόσο περισσότερο παιζόταν, γεγονός που απλώς επιβεβαιώνει την ικανότητα των απαγορεύσεων να ενισχύουν το απαγορευμένο.

To 1592, στην “Κωμωδία των Λαθών”, ο Σαίξπηρ κατέφυγε στο ποδόσφαιρο για να διατυπώσει τα παράπονα ενός προσώπου του έργου:

«Περιφέρομαι για σας κατά τρόπο που αναρωτιέμαι μήπως με θεωρείτε μπάλα ποδοσφαίρου. Εσείς με κλοτσάτε προς τα εκεί, εκείνος με κλοτσάει προς τα εδώ. Αν πρέπει να συνεχίσω να προσφέρω αυτή την υπηρεσία, πρέπει να με καλύψετε με δέρμα.»

Και λίγα χρόνια αργότερα, στο “Βασιλιά Ληρ”, ο κόμης του Κεντ έβριζε με τα παρακάτω λόγια:

«Εσύ, αποκρουστικέ ποδοσφαιριστή!»

Στη Φλωρεντία το ποδόσφαιρο αποκαλούνταν κάλτσιο, ονομασία που διατηρεί μέχρι σήμερα στην Ιταλία. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι ήταν φανατικός οπαδός, ενώ ο Μακιαβέλι έπαιζε ποδόσφαιρο συστηματικά. Οι ομάδες είχαν 27 παίκτες η καθεμία, που μοιράζονταν σε τρεις γραμμές και μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν χέρια και πόδια για να χτυπήσουν την μπάλα και να θέσουν εκτός μάχης τους αντιπάλους τους. Πλήθος θεατών παρακολουθούσε τους αγώνες, που λάμβαναν χώρα στις μεγαλύτερες πλατείες και πάνω από τα παγωμένα νερά του Άρνο. Μακριά από τη Φλωρεντία, στους κήπους του Βατικανού, οι πάπες Κλήμης VII, Λέων IX και Ουρβανός VIII, συνήθιζαν να ανασκουμπώνονται για να παίξουν κάλτσιο.

Στο Μεξικό και στην Κεντρική Αμερική η μπάλα από καουτσούκ ήταν ο ήλιος σε μια ιερή τελετή που χρονολογείται από το 1500 π.Χ. περίπου – αλλά δεν είναι γνωστό από πότε παιζόταν ποδόσφαιρο σε διάφορα μέρη της Αμερικής.»

Στιγμές από την ιστορία του ποδοσφαίρου: το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 στην Αγγλία / 1966 World Cup

Στιγμές από την ιστορία του ποδοσφαίρου: το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 στην Αγγλία / 1966 World Cup

Το ποδόσφαιρο μετακομίζει στην Αγγλία

«ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ της βασίλισσας Βικτωρίας το ποδόσφαιρο ήταν κοινά αποδεκτό, όχι μονάχα ως διαστροφή το όχλου αλλά και ως αριστοκρατική αρετή.

Οι μελλοντικοί ηγήτορες της κοινωνίας μάθαιναν να νικούν παίζοντας ποδόσφαιρο στις αυλές των κολεγίων και των πανεπιστημίων. Εκεί οι γόνοι της ανώτερης τάξης κατασίγαζαν τα νεανικά τους πάθη, ενίσχυαν την πειθαρχία τους, σφυρηλατούσαν το θάρρος τους και όξυναν την εφευρετικότητά τους. Στην άλλη άκρη της κοινωνικής κλίμακας, οι προλετάριοι δεν είχαν ανάγκη να εξαντλήσουν το κορμί τους, γι’ αυτό ήταν τα εργαστήρια και τα εργοστάσια. Αλλά η πατρίδα του βιομηχανικού καπιταλισμού είχε ανακαλύψει ότι το ποδόσφαιρο, που πάθιαζε τις μάζες, πρόσφερε διασκέδαση και παρηγοριά στους φτωχούς και τους απέτρεπε από απεργίες και άλλες κακές σκέψεις.

Η σημερινή μορφή του ποδοσφαίρου είναι αποτέλεσμα μιας συμφωνίας κυρίων που υπέγραφαν οι εκπρόσωποι δώδεκα αγγλικών ομάδων το 1863 σε μια ταβέρνα του Λονδίνου. Οι ομάδες ενστερνίστηκαν τους κανόνες που είχε καθιερώσει το 1846 το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Στο Κέμπριτζ το ποδόσφαιρο είχε πάρει διαζύγιο από το ράγκμπι. Απαγορευόταν να δώσει κατεύθυνση ο παίκτης στην μπάλα με το χέρι, μολονότι επιτρεπόταν να την πιάσει, και απαγορεύονταν οι κλοτσιές στους αντιπάλους. Τα λακτίσματα πρέπει να κατευθύνονται μόνο προς την μπάλα, προειδοποιούσε ένας από τους κανόνες: ενάμιση αιώνα μετά υπάρχουν ακόμα ποδοσφαιριστές που μπερδεύουν την μπάλα με το κρανίο του αντιπάλου, ίσως λόγω της ομοιότητας του σχήματός του με αυτό της μπάλας.

Η συμφωνία του Λονδίνου δεν περιόριζε τον αριθμό των παικτών, ούτε την έκταση του γηπέδου, ούτε το ύφος του τέρματος, ούτε τη διάρκεια των αγώνων. Οι αγώνες διαρκούσαν δυο με τρεις ώρες, και οι παίκτες κάπνιζαν και συζητούσαν όταν η μπάλα παιζόταν μακριά τους. Αλλά υπήρχε, μάλιστα υπήρχε, από τότε το οφσάιντ. Απαγορευόταν να βάλεις γκολ πίσω από τις πλάτες των αντιπάλων.

Εκείνη την εποχή κανείς δεν είχε συγκεκριμένη θέση μέσα στο γήπεδο: όλοι έτρεχαν χαρούμενα γύρω από την μπάλα, ο καθένας πήγαινε όπου ήθελε και άλλαζε θέση κατά βούληση. Η πρώτη οργάνωση των ομάδων σε άμυνα, μεσαία γραμμή και επίθεση έγινε στη Σκοτία γύρω στα 1870. Τότε οι ομάδες είχαν ήδη έντεκα παίκτες. Από το 1869 κανείς δεν επιτρεπόταν να πιάσει την μπάλα, ούτε καν για να τη σταματήσει και να τη στήσει μπροστά στα πόδια του. Αλλά το 1871 γεννήθηκε ο τερματοφύλακας, μοναδική εξαίρεση σε αυτή την απαγόρευση, που μπορούσε να υπερασπιστεί την εστία με όλο του το σώμα. […]

History of Football in 19th Century England / Η ιστορία του ποδοσφαίρου στην Αγγλία του 19ου αιώνα

History of Football in 19th Century England / Η ιστορία του ποδοσφαίρου στην Αγγλία του 19ου αιώνα

Το 1872 εμφανίστηκε ο διαιτητής. Μέχρι τότε κριτές ήταν οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές και αυτοί οι ίδιοι τιμωρούσαν τα σφάλματά τους. Το 1880 ο διαιτητής, με το χρονόμετρο στο χέρι, αποφάσιζε πότε θα τέλειωνε το παιχνίδι και απέβαλλε από τον αγώνα αυτόν που επιδείκνυε κακή συμπεριφορά, αλλά τον αγώνα τον διηύθυνε απ’ έξω και με φωνές. Το 1891 ο διαιτητής μπήκε για πρώτη φορά στον αγωνιστικό χώρο· σφυρίζοντας με μια σφυρίχτρα καταλόγισε το πρώτο πέναλτι και βαδίζοντας δώδεκα βήματα σημείωσε το σημείο εκτέλεσής του. Καιρό πριν ο βρετανικός Τύπος έκανε εκστρατεία υπέρ του πέναλτι. Ήταν απαραίτητο να προστατευτούν οι παίκτες στην περιοχή του τέρματος, που ήταν θέατρο σφαγών. Η Gaceta de Westminster είχε δημοσιεύσει έναν τρομακτικό κατάλογο με παίκτες νεκρούς και με σπασμένα κόκαλα.

Το 1882 οι Άγγλοι διοικούντες επέτρεψαν την εκτέλεση του πλάγιου άουτ. Το 1890 οι περιοχές των τερμάτων σχεδιάστηκαν με ασβέστη και χαράχτηκε ένας κύκλος στο κέντρο. Την ίδια χρονιά το τέρμα απέκτησε δίχτυ. Το δίχτυ, πιάνοντας την μπάλα, απέτρεπε τις διαφωνίες για το αν μπήκε ή όχι γκολ.

Έπειτα άλλαξε αιώνας και μαζί του τελείωσε το βρετανικό μονοπώλιο. Το 1904 γεννήθηκε η F1FA (Διεθνής Ομοσπονδία των Ποδοσφαιρικών Συλλόγων), που έκτοτε αποφασίζει, σε παγκόσμια κλίμακα, για τις σχέσεις μεταξύ μπάλας και ποδιού. Και με την πάροδο του χρόνου, από Μουντιάλ σε Μουντιάλ, η FIFA εισήγαγε μερικές αλλαγές σ’ αυτούς τους βρετανικούς κανόνες, που οργάνωσαν το παιχνίδι.»

Στιγμές από την ιστορία του ποδοσφαίρου / History of football

Οι αγγλικές εισβολές

«ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το ποδόσφαιρο θεωρούνταν ένα παιχνίδι τρελών στο Ρίο ντε λα Πλάτα. Αλλά σε περίοδο ιμπεριαλιστικής επέκτασης, το ποδόσφαιρο ήταν ένα βρετανικό εξαγώγιμο προϊόν, τόσο τυπικό όσο και τα υφάσματα του Μάντσεστερ, οι σιδηρόδρομοι, τα δάνεια της τράπεζας Μπάρινγκ και το δόγμα του ελεύθερου εμπορίου. Είχε έρθει στα πόδια των ναυτικών, που το έπαιζαν γύρω από τις αποβάθρες του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβίδεο, ενώ τα πλοία της Αυτής Υψηλότητος ξεφόρτωναν πόντσος, μπότες και αλεύρι, και φόρτωναν μαλλί, δέρματα και στάρι, για να παράγουν, εκεί μακριά, πόντσος, μπότες και αλεύρι. Τις πρώτες τοπικές ομάδες ίδρυσαν Άγγλοι πολίτες, διπλωμάτες και υπάλληλοι των εταιρειών σιδηροδρόμων και αερίου. Ο πρώτος διεθνής αγώνας που δόθηκε στην Ουρουγουάη ήταν μεταξύ των Άγγλων του Μοντεβίδεο και του Μπουένος Άιρες κάτω από ένα τεράστιο πορτρέτο της βασίλισσας Βικτωρίας με τα βλέφαρα πεσμένα και ένα μορφασμό απέχθειας, όπως επίσης έγινε κι άλλος αγώνας, υπό την αιγίδα ενός άλλου πορτρέτου της βασίλισσας των θαλασσών, μεταξύ των Βρετανών υπηκόων της Gas Company και της Sao Paulo Railway. […]

Η μετάδοση δεν άργησε. Χωρίς να χάσουν καιρό οι κύριοι της τοπικής κοινωνίας βάλθηκαν να καταγίνονται με αυτή την αγγλική τρέλα. Από το Λονδίνο εισήγαγαν τα μπλουζάκια, τα μποτάκια, τις χοντρές κάλτσες και τα παντελόνια, που φορούσαν από το στήθος μέχρι κάτω από τα γόνατα. Οι μπάλες ποδοσφαίρου δεν προκαλούσαν πια την προσοχή των τελωνειακών, που στην αρχή δεν ήξεραν πού να τις κατατάξουν. Τα καράβια έφερναν επίσης και τα εγχειρίδια και, μαζί με αυτά, λέξεις που έρχονταν σε αυτές τις μακρινές ακτές της Νότιας Αμερικής για να μείνουν για πολλά χρόνια: σκορ, γκολ, γκολκίπερ, μπακ, χαφ, φορ, άουτ, πέναλτι, οφσάιντ. Το φάουλ άξιζε την τιμωρία από το διαιτητή, αλλά ο παίκτης που το υπέστη μπορούσε να δεχτεί τη συγγνώμη του τιμωρημένου, «με την προϋπόθεση ότι αυτή θα ήταν ειλικρινής και θα διατυπωνόταν σε σωστά αγγλικά», όπως δίδασκε ο πρώτος δεκάλογος του ποδοσφαίρου, που κυκλοφόρησε στο Ρίο ντε λα Πλάτα.»

Το ποδόσφαιρο των μιγάδων

«ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ κιόλας χρόνια του εικοστού αιώνα το ποδόσφαιρο είχε αρχίσει να εκλαϊκεύεται και να εθνικοποιείται στις όχθες του Ρίο ντε λα Πλάτα. Αυτή η εισαγόμενη διασκέδαση, που αποτελούσε ψυχαγωγία των παιδιών των καλών οικογενειών, είχε δραπετεύσει από το ψηλό της βάθρο, είχε κατέβει στη γη και ρίζωνε.

Ήταν μια αναπότρεπτη διαδικασία. Όπως και το ταγκό, το ποδόσφαιρο αναπτύχθηκε στις φτωχογειτονιές. Ήταν ένα άθλημα που δεν απαιτούσε χρήματα και μπορούσε να ασχοληθεί κανείς μ’ αυτό χωρίς τίποτα περισσότερο από την επιθυμία να παίξει ποδόσφαιρο. Στις εισόδους, στα σοκάκια και στις παραλίες τα παιδιά των μιγάδων και οι νέοι μετανάστες οργάνωναν αγώνες με μπάλες φτιαγμένες από παλιές κάλτσες, γεμισμένες με κουρέλια ή χαρτιά, και δυο πέτρες για απομίμηση της εστίας. Χάρη στο λεξιλόγιο του ποδοσφαίρου, που είχε αρχίσει να γίνεται παγκόσμιο, οι διωγμένοι από τη γη εργάτες συνεννοούνταν κατά τον καλύτερο τρόπο με τους εργάτες τους διωγμένους από την Ευρώπη. Η εσπεράντο της μπάλας ένωνε τους γεννημένους φτωχούς με τους εργάτες που είχαν διασχίσει τη θάλασσα από το Βίγο, τη Λισαβόνα, τη Νάπολι, τη Βηρυτό ή τη Βεσσαραβία και ονειρεύονταν να φτιαχτούν στην Αμερική χτίζοντας τοίχους, φορτώνοντας κασόνια, φουρνίζοντας ψωμί ή σκουπίζοντας δρόμους. Ωραίο ταξίδι είχε κάνει το ποδόσφαιρο: είχε οργανωθεί στα αγγλικά κολέγια και πανεπιστήμια, και στη Νότια Αμερική ομόρφαινε τη ζωή ανθρώπων που ποτέ τους δεν είχαν πατήσει σε σχολείο.

Στα γήπεδα του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβίδεο γεννιόνταν ένα στιλ. Ένας νέος τρόπος ποδοσφαιρικού παιχνιδιού έβρισκε το δρόμο του, ενώ στις αυλές της μιλόνγκα καθιερωνόταν ένας ιδιαίτερος χορός. Οι χορευτές ζωγράφιζαν κυριολεκτικά, λικνιζόμενοι πάνω σε ένα μόνο πλακάκι, και οι ποδοσφαιριστές ανακάλυπταν τη δική τους γλώσσα στον ελάχιστο χώρο στον οποίο η μπάλα δεν κλοτσιόταν, αλλά αγκαλιαζόταν και καταχτιόταν, σαν να ήταν τα πόδια χέρια και αγκάλιαζαν το δέρμα. Και στα πόδια των πρώτων μιγάδων βιρτουόζων γεννήθηκε το παίξιμο: την μπάλα την παίζουν σαν να ήταν κιθάρα, μουσικό όργανο.

Ταυτόχρονα το ποδόσφαιρο εγκλιματιζόταν στους τροπικούς, στο Ρίο ντε Τζανέιρο και στο Σάο Πάολο. Ήταν οι φτωχοί αυτοί που, ενώ το απαλλοτρίωναν, το εμπλούτιζαν. Το ξένο αυτό άθλημα γινόταν βραζιλιάνικο, στο βαθμό που έπαυε να είναι προνόμιο κάποιων λίγων εύπορων νέων, οι οποίοι το έπαιζαν αντιγράφοντας, και γονιμοποιούνταν από τη δημιουργική ενέργεια του λαού, ο οποίος το ανακάλυπτε. Γεννιόταν έτσι το πιο όμορφο ποδόσφαιρο του κόσμου, αποτελούμενο από σπασίματα της μέσης, κυματισμούς του σώματος και άλματα των ποδιών, που προέρχονταν από την καποέιρα, τον πολεμικό χορό των μαύρων σκλάβων και τα χαρούμενα μπαϊλόνγκος των προαστίων των μεγάλων πόλεων.

Το ποδόσφαιρο σιγά σιγά πάθιαζε το λαό και αποκάλυπτε τη μυστική του ομορφιά, ενώ ταυτόχρονα υποβαθμιζόταν ως αριστοκρατική ψυχαγωγία. Το 1915 ο εκδημοκρατισμός του ποδοσφαίρου προκαλούσε αντιδράσεις στο περιοδικό Σπορ του Ρίο ντε Τζανέιρο: «Όσοι κατέχουμε μια θέση σε αυτή την κοινωνία είμαστε υποχρεωμένοι να παίζουμε με έναν εργάτη ή έναν οδηγό αυτοκινήτου… Η ενασχόληση με το άθλημα γίνεται μαρτύριο, μια θυσία, δεν είναι πια διασκέδαση».

Ο βραζιλιάνος Πελέ σε στιγμιότυπο από ποδοσφαιρικό αγώνα / Pele's bicycle kick during a football game

Ο βραζιλιάνος Πελέ σε στιγμιότυπο από ποδοσφαιρικό αγώνα / Pele’s bicycle kick during a football game

Η ιστορία του ποδοσφαίρου, όπως την είδε ο Εδουάρδο Γκαλεάνο / History of soccer, as seen by Eduardo Galeano

Το όπιο των λαών;

«ΣΕ ΤΙ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ο Θεός και το ποδόσφαιρο; Στην αφοσίωση που επιδεικνύουν απέναντί τους πολλοί πιστοί και στη δυσπιστία πολλών διανοούμενων απέναντί τους.

Το 1880, στο Λονδίνο, ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ ειρωνεύτηκε το ποδόσφαιρο και τις φτωχές ψυχές, που μπορούν να ξεδιψάσουν από τους λασπωμένους που το παίζουν. Έναν αιώνα αργότερα, στο Μπουένος Άιρες, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες επέδειξε περισσότερη λεπτότητα: έδωσε μια διάλεξη σχετικά με την αθανασία την ίδια μέρα και ώρα που η εθνική ομάδα της Αργεντινής έδινε τον πρώτο της αγώνα στα πλαίσια του Παγκοσμίου Κυπέλλου του ’78.

Η αποστροφή πολλών συντηρητικών διανοούμενων απέναντι στο ποδόσφαιρο βασίζεται στη βεβαιότητα ότι η ειδωλολατρία της μπάλας είναι η πρόληψη που αξίζει στο λαό. Ο όχλος υπό την επήρεια χου ποδοσφαίρου σκέφτεται με χα πόδια, κάτι που τον χαρακτηρίζει, και αναδεικνύεται μέσα από αυτή την ταπεινή ευχαρίστηση. Το ένστικτο του ζώου επιβάλλεται στον ανθρώπινο ορθό λόγο, η άγνοια συνθλίβει τον πολιτισμό και έτσι ο όχλος έχει αυτό που επιθυμεί.

Αντίθετα, πολλοί αριστεροί διανοούμενοι απορρίπτουν το ποδόσφαιρο, γιατί ευνουχίζει τις μάζες και αποπροσανατολίζει τον επαναστατικό τους δυναμισμό. Άρτος και θεάματα, θεάματα και άρτος: υπνωτισμένοι από την μπάλα, που ασκεί μια διεστραμμένη γοητεία, οι εργάτες αφήνουν να ατροφήσει η ταξική τους συνείδηση και αφήνονται να άγονται και να φέρονται σαν κοπάδι από τους ταξικούς τους εχθρούς.

Όταν το ποδόσφαιρο έπαψε να είναι υπόθεση των Άγγλων και των πλουσίων, στο Ρίο ντε λα Πλάτα γεννήθηκαν οι πρώτες λαϊκές ομάδες, οργανωμένες στα εργαστήρια των σιδηροδρόμων και στη χαλυβουργία των λιμανιών. Τότε μερικοί αναρχικοί και σοσιαλιστές ηγέτες κατήγγειλαν αυτή τη ραδιουργία της αστικής τάξης, η οποία αποσκοπούσε στην αποφυγή των απεργιών και στη συγκάλυψη των κοινωνικών αντιφάσεων. Η διάδοση του ποδοσφαίρου στον κόσμο ήταν αποτέλεσμα ενός ιμπεριαλιστικού τεχνάσματος για τη διατήρηση των καταπιεσμένων λαών στην παιδική τους ηλικία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ομάδα Αρχεντίνος Τζούνιορς γεννήθηκε αποκαλούμενη «Μάρτυρες του Σικάγο» προς τιμή των αναρχικών εργατών που απαγχονίστηκαν μια Πρωτομαγιά, και ήταν Πρωτομαγιά η μέρα που επιλέχτηκε για να γεννηθεί η ομάδα Τσακαρίτα, η οποία πήρε την ονομασία της μέσα σε μια αναρχική βιβλιοθήκη του Μπουένος λίρες. Εκείνα τα πρώτα χρόνια του αιώνα δεν έλειψαν οι αριστεροί διανοούμενοι που αγκάλιασαν το ποδόσφαιρο αντί να το απορρίψουν δημόσια ως αναισθητικό της συνείδησης. Μεταξύ αυτών ο Ιταλός μαρξιστής Αντόνιο Γκράμσι, που έπλεξε το εγκώμιο αυτού του βασιλείου της ανθρώπινης πίστης, η οποία ασκείται σε ελεύθερο χώρο.»

Θεατές σε παλιό αγώνα ποδοσφαίρου / Ιστορία του ποδοσφαίρου, το ποδόσφαιρο ως "όπιο των λαών" / Old Photo of Football Fans from 1900–1940Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα με τατουάζ Τσε Γκεβάρα / Maradona's Che Guevara tattoo

Μπάλα και πολιτική

«ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1916, μεσούντος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας Άγγλος λοχαγός έδωσε το σύνθημα της επίθεσης κλοτσώντας μια μπάλα. Ο λοχαγός Νέβιλ εγκατέλειψε το οχυρό του και, τρέχοντας πίσω από μια μπάλα, τέθηκε επικεφαλής της επίθεσης εναντίον των γερμανικών χαρακωμάτων. Το σύνταγμά του, που δίσταζε, τον ακολούθησε. Ο λοχαγός σκοτώθηκε από μια οβίδα, αλλά η Αγγλία κατέκτησε εκείνη τη νεκρή ζώνη και μπόρεσε να γιορτάσει τη μάχη ως την πρώτη νίκη του αγγλικού ποδοσφαίρου στο πολεμικό μέτωπο.

Πολλά χρόνια αργότερα, ήδη στα τέλη του αιώνα, ο πρόεδρος της Μίλαν κέρδισε τις ιταλικές εκλογές με το σύνθημα «FORZA ITALIA», που προερχόταν από τις κερκίδες των γηπέδων. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι υποσχέθηκε να σώσει την Ιταλία, όπως είχε σώσει τη Μίλαν, την υπερομάδα που είχε κατακτήσει όλους τους τίτλους, και οι εκλογείς ξέχασαν πως ορισμένες από τις επιχειρήσεις του ήταν στο χείλος της καταστροφής.

Το ποδόσφαιρο και η πατρίδα συνδέονται πάντα άμεσα• και συχνά οι πολιτικοί και οι δικτάτορες επωφελούνται αυτών των ταυτίσεων. Η ομάδα της Ιταλίας κέρδισε τα Παγκόσμια Κύπελλα του ’34 και του ’38 στο όνομα της πατρίδας και του Μουσολίνι, και οι παίκτες της άρχιζαν αι τελείωναν κάθε αγώνα ζητωκραυγάζοντας την Ιταλία και χαιρετώντας με το φασιστικό χαιρετισμό.

Το ποδόσφαιρο ήταν κρατική υπόθεση και για τους ναζί. Στην Ουκρανία έχει αναγερθεί μνημείο στη μνήμη των παικτών της Ντυναμό Κιέβου του 1942. Μεσούσης της γερμανικής κατοχής διέπραξαν την τρέλα να νικήσουν μια ομάδα επίλεκτων του Χίτλερ στο τοπικό στάδιο. Τους είχαν προειδοποιήσει:

– Αν τυχόν κερδίσετε, θα πεθάνετε.

Μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο αποφασισμένοι να χάσουν, τρέμοντας από το φόβο και την πείνα, αλλά δεν μπόρεσαν να καταπνίξουν την επιθυμία τους για αξιοπρέπεια. Μόλις τελείωσε ο αγώνας, τουφεκίστηκαν και οι έντεκα σε έναν γκρεμό φορώντας τις φανέλες της ομάδας.

Ποδόσφαιρο και πατρίδα, αλλά και ποδόσφαιρο και λαός: το 1934, ενώ η Βολιβία και η Παραγουάη σφάζονταν στον πόλεμο του Τσάκο, διεκδικώντας ένα έρημο κομμάτι του χάρτη, ο Ερυθρός Σταυρός της Παραγουάης συγκρότησε μια ποδοσφαιρική ομάδα, που έπαιξε σε πολλές πόλεις της Αργεντινής και της Ουρουγουάης και συγκέντρωσε αρκετά χρήματα για την παροχή βοήθειας στους τραυματίες και των δυο πλευρών στα πεδία των μαχών.

Τρία χρόνια αργότερα, στον ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, δυο περιπλανώμενες ομάδες έγιναν σύμβολα της δημοκρατικής αντίστασης. Ενώ ο στρατηγός Φράνκο διά χειρός των Χίτλερ και Μουσολίνι βομβάρδιζε την ισπανική δημοκρατία, μια ομάδα Βάσκων επίλεκτων ταξίδευε στην Ευρώπη, και η ομάδα της Μπαρτσελόνα έδινε αγώνες στις ΗΠΑ και στο Μεξικό. Η βασκική κυβέρνηση έστειλε την ομάδα του Εουσκάντι στη Γαλλία και σε άλλες χώρες με αποστολή να κάνει προπαγάνδα και να βρει χρήματα για την άμυνα. Ταυτόχρονα, η Μπαρτσελόνα μπαρκάρισε για την Αμερική. Είχε ήδη μπει το 1937 και ο πρόεδρος της ομάδας είχε ήδη πέσει από τις σφαίρες των φρανκιστών. Και οι δυο ομάδες ενσάρκωσαν, στα ποδοσφαιρικά γήπεδα αλλά και έξω από αυτά, την απειλούμενη δημοκρατία.

Μόνο τέσσερις Καταλανοί παίκτες επέστρεψαν στην Ισπανία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Από τους Βάσκους μονάχα ένας. Όταν η δημοκρατία νικήθηκε, η FIFA θεώρησε αντάρτες τους εξόριστους παίκτες και τους απείλησε με οριστικό αποκλεισμό, αλλά αρκετοί από αυτούς κατόρθωσαν να ενταχθούν στο λατινοαμερικανικό ποδόσφαιρο. Στο Μεξικό δημιουργήθηκε, με πολλούς Βάσκους στη σύνθεσή της, η ομάδα Εσπάνια, που κατά τα πρώτα χρόνια ήταν ακατανίκητη. […]

Η Ρεάλ Μαδρίτης, η ομάδα πρότυπο της Ισπανίας του Φράνκο, κυριάρχησε στον κόσμο από το 1956 ως το 1960. Η εντυπωσιακή αυτή ομάδα κέρδισε στη σειρά τέσσερα πρωταθλήματα Ισπανίας, πέντε κύπελλα Ευρώπης και ένα διηπειρωτικό κύπελλο. Η Ρεάλ Μαδρίτης πήγαινε παντού και πάντα άφηνε όλο τον κόσμο με το στόμα ανοιχτό. Η δικτατορία του Φράνκο είχε βρει μια ανυπέρβλητη κινητή πρεσβεία. Τα γκολ που αναμετάδιδε το ραδιόφωνο ήταν πολύ πιο αποτελεσματικά νικητήρια εμβατήρια από το φρανκικό ύμνο «CARA AL SOL». TO 1959 ο Χοσέ Σολίς, ένας από τους ηγέτες του καθεστώτος, εκφώνησε έναν ευχαριστήριο λόγο προς τους παίκτες, «γιατί άνθρωποι που άλλοτε μας μισούσαν τώρα μας κατανοούν χάρη σ’ εσάς. Όπως και ο Ελ Σιντ, η Ρεάλ Μαδρίτης συγκέντρωνε όλες της αρετές της φυλής, παρά το γεγονός ότι η ομάδα της έμοιαζε περισσότερο με λεγεώνα των ξένων. Στην ομάδα αυτή έπαιζαν ένας Γάλλος, ο Κοπά, δυο Αργεντινοί, οι Ντι Στέφανο και Ριάλ, ο Ουρουγουανός Σανταμαρία και ο Ούγγρος Φέρεντς Πούσκας.»

Η Ρεάλ Μαδρίτης στα χρόνια του ισπανικού Εμφυλίου και του Φράνκο / Real Madrid and the spanish civil war

Η Ρεάλ Μαδρίτης στα χρόνια του ισπανικού Εμφυλίου και του Φράνκο / Real Madrid and the spanish civil war

Η Μπαρτσελόνα και ο ισπανικός εμφύλιος / Barcelona and the spanish civil war

Η Μπαρτσελόνα και ο ισπανικός εμφύλιος / Barcelona and the spanish civil war

Η ιστορία του ποδοσφαίρου στην Ουρουγουάη / Uruguay's football team

Η ιστορία του ποδοσφαίρου στην Ουρουγουάη / Uruguay’s football team

Η πρωτοπορία της Ουρουγουάης

«ΤΟ 1916, στο πρώτο πρωτάθλημα της Λατινικής Αμερικής, η Ουρουγουάη κατατρόπωσε τη Χιλή με 4-0. Την επαύριο η χιλιανή αντιπροσωπεία ζήτησε την ακύρωση του αγώνα γιατί η Ουρουγουάη χρησιμοποίησε δυο Αφρικανούς. Επρόκειτο για τους Ισαμπελίνο Γκραντίν και Χουάν Ντελγκάδο. Ο Γκραντίν είχε βάλει τα δυο από τα τέσσερα γκολ της Ουρουγουάης.

Δισέγγονος σκλάβων ο Γκραντίν είχε γεννηθεί στο Μοντεβίδεο. Ο κόσμος σηκωνόταν από τις θέσεις του όταν ξεχυνόταν με εκπληκτική ταχύτητα, ελέγχοντας την μπάλα σαν να περπατούσε, και ο οποίος, χωρίς να σταματάει, απέφευγε τους αντιπάλους και σουτάριζε. Είχε ένα αγαθό πρόσωπο και ήταν από τους ανθρώπους που όταν κάνουν τους κακούς δεν τους πιστεύει κανείς.

Ο Χουάν Ντελγκάδο, δισέγγονος και αυτός σκλάβων, είχε γεννηθεί στη Φλόριδα, στο εσωτερικό της Ουρουγουάης. Διέπρεπε χορεύοντας με τη σκούπα στα καρναβάλια και με την μπάλα στα γήπεδα. Όταν έπαιζε συζητούσε και εκνεύριζε τους αντιπάλους:

– Πάρε μου αυτό το τσαμπί, έλεγε σηκώνοντας την μπάλα. Και όταν σουτάριζε έλεγε:

– Τραβήξου, έχει άμμο.

Εκείνη την εποχή η Ουρουγουάη ήταν η μόνη χώρα στον κόσμο που είχε μαύρους παίκτες στην εθνική της ομάδα.»

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Εντουάρντο Γκαλεάνο «Τα Χίλια Πρόσωπα του Ποδοσφαίρου». Μετάφραση: Γ. Χρυσοβέργης. Για την παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, Ιούλιος 21.

Ο ουρουγουανός συγγραφέας Εδουάρδο Γκαλεάνο / Eduardo Galeano

Tags: , , , , , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *