Ο κόσμος του Μπέντζυ… Εισαγωγή στη Βουή και τη Μανία του Γ. Φώκνερ

Enter the rabbit's lair...

Μια εισαγωγή στη Βουή και τη Μανία του Ουίλιαμ Φώκνερ. Παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι

Υπάρχουν βιβλία που σε πιάνουν απαλά από το χέρι και μοιράζεστε παρέα μια ευχάριστη βόλτα στην ακροθαλασσιά. Θα λέγαμε πως οι περισσότεροι συγγραφείς επιδιώκουν αυτό ακριβώς: να μοιραστούν μαζί σου μια βόλτα στην ακροθαλασσιά που θα σου μείνει αλησμόνητη.

Κι έπειτα υπάρχουν και κάποια βιβλία (σαφώς λιγότερα) που σε αρπάζουν, σε πετούν στη θάλασσα και σου λένε: «κολύμπα!». Έτσι, στη ψύχρα. Δεν ενδιαφέρονται να σου παρέχουν μια ευχάριστη εμπειρία – σκοπός τους είναι άλλος. Αυτά τα βιβλία δεν χωνεύονται το ίδιο εύκολα με τα πρώτα και δεν προσφέρονται για εύκολη κατανάλωση. Ίσως σε κουράσουν, ίσως σε ενοχλήσουν. Να ξέρεις αυτό όμως: αυτά είναι τα βιβλία που άνοιξαν νέους δρόμους έκφρασης στη λογοτεχνία, αυτά είναι τα βιβλία που όρισαν μια εποχή – όχι σαν μαζικά αναγνώσματα, μα σαν καλλιτεχνική έκφραση. Και όπως κάθε σκαπανέας, κάθε σκαφτιάς, θέλει δόντια σκληρά για ν’ ανοίξεις δρόμους, να το ξέρεις.

Τέτοιο βιβλίο είναι και η «Βουή και η Μανία» του Ουίλιαμ Φώκνερ [William Faulkner, “The Sound and the Fury”], δημοσιευμένο κατά τη δεκαετία της λογοτεχνικής πρωτοπορίας: το 1929. Ο Φώκνερ παρουσιάζει μια οικογένεια του αμερικανικού νότου, την οικογένεια Κόμπσον, μέσα από τα μάτια τεσσάρων πρωταγωνιστών της. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες, μία για κάθε πρωταγωνιστή – και κάθε ενότητα είναι γραμμένη με άλλο ύφος, ανάλογα με τον αφηγητή της. Έχουμε λοιπόν μια ενότητα για τον νεαρό ιδεαλιστή Κουέντιν, δοσμένη με έναν ατέλειωτο εσωτερικό μονόλογο (θυμίζοντας τους αντίστοιχους μονόλογους στους χαρακτήρες του Τζόυς)· μια ενότητα για τον σκληροτράχηλο ορθολογιστή Τζέησον, πεζή και χύμα σαν τον χαρακτήρα της· μια ενότητα για τη νέγρα καλόπιστη παραμάνα Ντίλσυ, γραμμένη σε παραδοσιακό ύφος· και μια ενότητα για τον μικρότερο αδερφό της οικογένειας, Μπέντζυ: τον εκ γενετής διανοητικά καθυστερημένο Μπέντζυ.

Και από την ενότητα του Μπέντζυ θα μοιραστώ μαζί σας κάποια πολύ χαρακτηριστικά αποσπάσματα. Ο Φώκνερ δεν σε παίρνει από το χέρι, δεν σου εξηγεί ποιος μιλάει, δεν προσπαθεί να σε κατατοπίσει όσο αφορά τους χαρακτήρες, τον τόπο ή τον χρόνο. Δεν περιγράφει την ιστορία του Μπέντζυ σαν εξωτερικός παρατηρητής – μπαίνει ΜΕΣΑ ΤΟΥ, και μιλάει στη ΔΙΚΗ ΤΟΥ γλώσσα. Δίνει φωνή σε εκείνο που δεν είχε φωνή ως τότε. Και αυτό που μένει σε σένα, σαν αναγνώστης, είναι να συμπληρώσεις μόνος σου τα κομμάτια του παζλ.

Ο λόγος του Μπέντζυ, κατακλύζεται από μια ολική παράδοση στις αισθήσεις, από μια αδυναμία συσχέτισης ανάμεσα στις χρονικές ακολουθίες, ζει ένα ατελείωτο «τώρα». Είναι συναισθηματικά ψυχρός και μοιάζει αποστασιοποιημένος από την ορθολογική σύνδεση μεταξύ των καταστάσεων. Βάζει το χέρι του στη φωτιά, καίγεται, πονάει, ουρλιάζει – μα όλα αυτά του φαίνονται «μακρινά», λες και αφορούν κάποιον άλλο, λες και γίνονται ερήμην του. Παρατηρεί τ’ αδέρφια του να τσακώνονται μέσω ενός καθρέφτη – και νομίζει πως έχουν μπει μέσα στον ίδιο τον καθρέφτη. Κλείνουν τα φώτα στο δωμάτιο το βράδυ και η πόρτα «έγινε σκοτάδι» και το σκοτάδι «μπορούν να το ακούσουν», γιατί ακούνε τις φωνές τους να μιλάνε.

Μόνη αγάπη του Μπέντζυ: η μεγαλύτερη αδερφή του, η Κάντυ, που έχει αναλάβει τη φροντίδα του.

Ακολουθούν τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα, από την οπτική γωνία του Μπέντζυ. Να ξέρεις, αναγνώστη: ο Φώκνερ δεν σε παίρνει από το χέρι. Εγώ, για χάρη της παρουσίασης, το έκανα. Λίγο.

Κάθε νέος λόγος θα μπορούσε να συνιστά ένα άνοιγμα προς μια άλλη πραγματικότητα. Τι κρίμα που περιοριζόμαστε σ’ ένα τόσο μικροσκοπικό φάσμα των δυνατοτήτων που θα ξανοίγονταν στο νου και τις αντιλήψεις μας – αρκεί να μαθαίναμε να βλέπουμε τις λέξεις αλλιώς, να διαβάζουμε τις λέξεις αλλιώς, να σκεφτόμαστε τις λέξεις αλλιώς – να μη τα θεωρούσαμε όλα δεδομένα μια για πάντα.

Ο λόγος του διανοητικά καθυστερημένου Μπέντζυ (δια μέσω του Ουίλιαμ Φώκνερ) ίσως μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα κάποια πράγματα. Και ας κολυμπήσεις και λίγο στα βαθιά, δεν βλάπτει.

The Sound and the Fury, by William Faulkner / Η Βουή και η Μανία του Ουίλιαμ Φώκνερ

Απόσπασμα 1. Ο Μπέντζυ καίει το χέρι του. Η Ντίλσυ, η παραμάνα, τον θεραπεύει.

«ΕΓΩ ακούμπησα το χέρι μου εκεί που στεκόταν η φωτιά.

— Πιάσ’ τον. Είπε η Ντίλσυ. Πρόλαβέ τον. Το χέρι μου πετάχτηκε πίσω κι εγώ το έβαλα στο στόμα μου και η Ντίλσυ με άρπαξε. Μπορούσα και άκουγα ακόμη το ρολόι μαζί με τις φωνές μου. Η Ντίλσυ γύρισε κι έδωσε έναν κατακέφαλο στον Λάστερ. Εμένα η φωνή μου έβγαινε όλο και δυνατότερη.

— Πιάσε τη σόδα. Είπε η Ντίλσυ. Μου έβγαλε το χέρι μου από το στόμα μου. Η φωνή μου έγινε ακόμα πιο δυνατή και το χέρι μου ήθελε να ξαναχωθεί στο στόμα μου, όμως η Ντίλσυ δεν το άφηνε. Η φωνή προχώραγε πιο δυνατή. Μου πασπάλισε το χέρι με σόδα.

— Έλα, πάψε εσύ, θέλεις ν’ αρρωστήσεις πάλι τη μάνα σου; Έλα, να, φωτιά, κοίτα τη.
Άνοιξε το πορτάκι της μασίνας. Εγώ είδα τη φωτιά, όμως το χέρι μου δεν έπαυε ούτε εγώ έπαυα. Το χέρι μου πάσχιζε να φύγει και να πάει στο στόμα μου, όμως η Ντίλσυ το κρατούσε. Τύλιξε το χέρι μου με το κουρέλι.»

Απόσπασμα 2: Τα αδέρφια του Μπέντζυ τσακώνονται. Η παρέμβαση του πατέρα.

«Ο ΠΑΤΕΡΑΣ με πήρε στα χέρια του. Μύριζε σαν βροχή.

— Τί έγινε, Μπέντζυ. Είπε. Ήσουνα φρόνιμο παιδάκι σήμερα;

Η Κάντυ και ο Τζέησον είχαν αρπαχτεί μέσα στον καθρέφτη.

— Φρόνιμα, Κάντυ. Είπε ό Πατέρας. Πάλευαν. Ο Τζέησον άρχισε να κλαίει.

— Κάντυ. Είπε ο Πατέρας. Ο Τζέησον έκλαιγε. Δεν πάλευε τώρα, όμως μπορούσαμε και βλέπαμε την Κάντυ που πάλευε μέσα στον καθρέφτη και ο Πατέρας με άφησε κάτω και μπήκε στον καθρέφτη και τσακωνόταν κι αυτός. Σήκωσε ψηλά την Κάντυ. Αυτή χτυπιόταν. Ο Τζέησον ξαπλωμένος στο πάτωμα. Έκλαιγε. Κρατούσε το ψαλίδι στα χέρια του. Ο Πατέρας κρατούσε την Κάντυ.

— Ψαλίδισε όλες τις κούκλες του Μπέντζυ. Είπε η Κάντυ. Θα του σπάσω το κεφάλι.

— Κάντεης. Είπε ο Πατέρας.

— Αμή, θα δεις. Είπε η Κάντυ. Και χτυπιόταν. Ο Πατέρας τη βάσταγε. Εκείνη έδωσε κλωτσιά, στον Τζέησον. Εκείνος κουλουριάστηκε στη γωνία και βγήκε από τον καθρέφτη. Ο Πατέρας έφερε την Κάντυ στη φωτιά. Και οι δύο είχαν βγει από τον καθρέφτη. Μονάχα η φωτιά ήταν τώρα στον καθρέφτη. Λες και ήταν κρεμασμένη σε πόρτα.»

Απόσπασμα 3. Τα παιδιά πέφτουν για ύπνο.

«ΤΗΣ φόρεσε τη νυχτικιά της και η Κάντυ σκαρφάλωσε στο κρεβάτι και η Ντίλσυ πήγε και στάθηκε στην πόρτα με το χέρι στον διακόπτη. Και τώρα τσιμουδιά όλα σας, ακούτε; Είπε.

— Λοιπόν. Είπε η Κάντυ. Η Μητέρα δεν πρόκειται να ‘ρθει από δω απόψε. Είπε. Δηλαδή θ’ ακούτε έμενα.

— Καλά, καλά. Είπε η Ντίλσυ. Άντε τώρα, ύπνο.

— Η Μητέρα είναι άρρωστη. Είπε η Κάντυ. Η Μητέρα και η γιαγιά είναι άρρωστες και οι δύο.

— Σώπαινε. Είπε η Ντίλσυ. Κοιμήσου τώρα.

Το δωμάτιο έγινε σκοτάδι, εκτός από την πόρτα. Μετά έγινε σκοτάδι και η πόρτα. Η Κάντυ είπε, πάψε Μώρυ, το χέρι της απάνω μου. και έτσι εγώ έκανα σιωπή. Μπορούσαμε ν’ ακούμε εμάς. Μπορούσαμε ν’ ακούμε το σκοτάδι.

Το σκοτάδι κάπου μπήκε και ο Πατέρας μας εκοίταζε. Κοίταξε τον Κουέντιν και τον Τζέησον, μετά ήρθε και φίλησε την Κάντυ και ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι μου.

— Είναι πολύ άρρωστη η Μητέρα; Είπε η Κάντυ.

— Όχι. Είπε ο Πατέρας. Θέλω να προσέχεις πολύ τον Μώρυ.

— Μάλιστα. Είπε η Κάντυ.

Ο Πατέρας πήγε στην πόρτα και μας κοίταξε πάλι. Ύστερα το μαύρο ξαναγύρισε και ο Πατέρας μαύρος τώρα όρθιος στην πόρτα, και μετά η πόρτα έγινε μαύρη ξανά. Η Κάντυ με κρατούσε και εγώ μας άκουγα όλους, και το σκοτάδι και κάτι που μου έστελνε την οσμή του. Και μετά μπόρεσα να δω τα παράθυρα με τα δέντρα όλο βουή. Μετά το σκοτάδι άρχισε να έρχεται σε μαλακά, φωτερά σχήματα, όπως έρχεται πάντα, ακόμη και όταν η Κάντυ λέει πως έχω αποκοιμηθεί.»

Η «Βουή και η Μανία» είναι σε μετάφραση Παύλου Μάτεσι. Πίνακας στην εισαγωγική φωτογραφία: “Carnival” by Ben Shahn, 1946. Για την παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι, Ιούλιος 21.

Ο αμερικανός συγγραφέας, Ουίλιαμ Φώκνερ / William Faulkner

Tags: , , , , , , , , , , , , ,

One Response

  1. Λίνα says:

    Όλα συμπλέκονται και όλα συναντώνται ε; Πραγματικότητα και ψευδαίσθηση, χρόνος και μνήμη, συναίσθημα και λογική… το πώς ερμηνεύονται στον Φώκνερ δεν είναι μια “απλή βόλτα”, όπως είπες. Την κατέστησες κάπως πιο εύκολη για εμάς, αλλά μόνο να φανταστώ μπορώ τι ταξίδι είναι το υπόλοιπο βιβλίο…! Μπαίνει στη λίστα (που ολοένα και μακραίνει!)

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *