Η Ιστορία του Tom Waits… μέρος 1: Τα πρώτα χρόνια

Enter the rabbit's lair...

Η Ιστορία του Τομ Γουέιτς... Μια παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι / The story of Tom Waits

“We’ll laugh at that old bloodshot moon in that burgundy sky”

Απόψε παρουσιάζω μια σειρά κειμένων που χρωστάω στον εαυτό μου εδώ και πολλά χρόνια. Μοιάζουν με αφιερώματα – στην πραγματικότητα πρόκειται για μια κατάθεση αγάπης για έναν από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες. Η ιστορία του Τομ Γουέιτς… δοσμένη με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Μια παρουσίαση που απευθύνεται τόσο στους φίλους της μουσικής του, όσο και σε εκείνους που ενδιαφέρονται να εξερευνήσουν τα ανεξάντλητα ορυχεία της δημιουργικής πορείας του. Όλη η καλλιτεχνική διαδρομή του, ξεκινώντας από την ανήσυχη παιδική ηλικία και φτάνοντας στις (εξίσου ανήσυχες) ημέρες της ωριμότητας, καλύπτοντας όχι μόνο τη δισκογραφία, μα και τις λογοτεχνικές του ανησυχίες, τις θεατρικές απόπειρες, τις κινηματογραφικές εξορμήσεις.

Θέλω αυτό το ταξίδι να σου μείνει αξέχαστο, αναγνώστη και συνοδοιπόρε. Η μουσική του Waits θα γίνει το όχημά μας – κι εγώ ο οδηγός του. Παρακαλώ πιάσε μια θέση και βολέψου. Πιστεύω κάπου θα μας βγάλει η διαδρομή. Ίσως σε κάποιο μπαρουτοκαπνισμένο νυχτερινό μπαρ… ή ενδεχομένως σ’ ένα χαμένο πειρατικό καράβι… Μπορεί να μας επισκεφτεί ένας θίασος γελωτοποιών που παίζουν το ακορντεόν… ή μια γυναίκα με μελαγχολικά μάτια κι ένα κιτρινισμένο ερωτικό γράμμα καταχωνιασμένο στη χούφτα του χεριού της. Θα δούμε χαρακτήρες που μοιάζουν βγαλμένοι από βιβλία του Μπουκόφσκι… και άλλους που θυμίζουν σκιές που τους καταπίνει το σκοτάδι της νύχτας. Θα μας συντροφέψουν ταξιδιάρικες μελωδίες πιάνου… και βαριά κιθαριστικά ριφ. Θα παίξουμε μια ξεχαρβαλωμένη φυσαρμόνικα σε κάποια καλύβα του αμερικανικού νότου… και θα ξημερωθούμε σ’ ένα ξενυχτάδικο της πόλης, η μπίρα κρύα στο ποτήρι και ο καφές βαρύς γλυκός.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.

Newsletter. Ο ταχυδρόμος του Κουνελιού έχει ξεκινήσει να μοιράζει τα πρώτα μας newsletter. Για να μένετε ενημερωμένοι για τις νεότερες δημοσιεύσεις μας μέσω του email σας, κάντε κι εσείς εγγραφή – είναι πολύ απλό: πηγαίνετε στη δεξιά στήλη και θα δείτε την επιλογή να συμπληρώσετε το email σας και να πατήσετε “εγγραφή”. Και αυτό ήταν – θα λαμβάνετε τρία περίπου γράμματα τον μήνα. Αν είστε σε κινητό, η συγκεκριμένη στήλη βρίσκεται στο κάτω μέρος της ανάρτησης, θα τη δείτε κάνοντας scroll down.

Young Tom Waits, early 70's / Ο νεαρός Τομ Γουέιτς

Ιστορίες του μικρού Τομ

Κάθε αφήγηση χρειάζεται ένα σημείο εκκίνησης – και αν θέλουμε να μιμηθούμε τον Τσαρλς Ντίκενς, θα μπορούσαμε να θέσουμε την αφετηρία στην ευτυχή γέννηση του πρωταγωνιστή μας. «Γεννήθηκα μια βραδιά σ’ ένα ταξί στην Ινδιάνα, που είχε κολλήσει στην κίνηση» – αρέσκεται ν’ αφηγείται ο Tom Waits – και εμείς δεν έχουμε κανέναν λόγο να αντικρούσουμε τον μύθο. Υποθέτω πως οι πρώτες σκέψεις του βρέφους, σαν αφουγκράστηκε τους ήχους του δρόμου και της κίνησης, ήταν η εξής: «αυτή είναι η ανθρώπινη πραγματικότητα, λοιπόν. Καλή, αλλά θορυβώδης.»

Μεγαλώνοντας θέλησε να μεταπλάσει αυτόν τον ακατάσχετο θόρυβο σε κάτι που να βγάζει περισσότερο νόημα: έτσι ασχολήθηκε με τη μουσική – διατηρώντας, όμως, κάτι από εκείνη την αρχέγονη ακαταστασία. Μια σπιθαμή χάους.

«Υποθέτω οι περισσότεροι διασκεδαστές είναι, ως έναν βαθμό, μέρος του Freak Show. Και οι περισσότεροι ανάμεσά τους φέρουν μέσα τους κάποια πληγή, κάποιον θάνατο ή έναν χωρισμό στην οικογένεια, που τους στέλνει σε ένα ταξίδι όπου βρίσκουν τον εαυτό τους να γονατίζει μπροστά από ένα τζουκ μποξ και να προσεύχεται στον Ray Charles.»

Στο βάθος έφερε πάντα κάτι από το πνεύμα της μητέρας του: ήταν μια βαθιά θρησκευόμενη γυναίκα. Μα ο μικρός Τομ έμελλε να γίνει αιρετικός. Οι ωραιότερες προσευχές ήταν εκείνες που απήγγειλαν οι χορωδίες των μαύρων, όπως έμελλε να διαπιστώσει στο μέλλον – και οι ωραιότεροι χοροί ήταν τα εκστασιασμένα λικνίσματα του σώματός τους, όπως παραδίδονταν στην ομαδική λατρεία της μουσικής γκόσπελ. Και αν άπλωναν τα χέρια τους προς τα ουράνια, δεν ήταν ο ουρανός που μαγνήτιζε το βλέμμα του νεαρού Waits – μα η φωτιά που τους έκαιγε.

Αυτή ήταν η αιρετική φωτιά της τέχνης, η φλόγα της μουσικής. Αυτή θα γινόταν η θρησκεία του.

Young Tom Waits, Yearbook 1968

Αν η μητέρα του Waits αντιπροσώπευε το καθησυχαστικό, θρησκευόμενο πνεύμα της μεσοαστικής Αμερικής των μεταπολεμικών χρόνων, ο πατέρας του υπήρξε… το ακριβώς αντίθετο. Έφερε ιρλανδέζικη/σκωτσέζικη καταγωγή, ήταν λάτρης της μεξικανικής μουσικής, ατίθασος, αδάμαστος… και βαθιά παραδομένος στη δύναμη του αλκοόλ. Η έντονη διαφορετικότητα μεταξύ των γονέων του έμελλε να επηρεάσει καθοριστικά τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του στο μέλλον. «Στην πλευρά του πατέρα μου είχαμε τους ψυχοπαθείς και τους αλκοολικούς, και στην πλευρά της μητέρας μου τους ευαγγελιστές», είχε πει κάποτε. Όσο η μητέρα του παρείχε μία αίσθηση ασφάλειας και σταθερότητας, ο πατέρας του την αντιπαρέβαλε με την αυταρχικότητα και τον αντικομφορμισμό.

Το μεσαίο ανάμεσα σε δύο αδέρφια, κορίτσια και τα δύο, ήταν μοναχικό παιδί. Είχε και έναν θείο: τον θείο Vernon, ο οποίος λόγω μιας εγχείρησης μιλούσε με μια άγρια, τραχιά φωνή – λέγεται πως είχαν ξεχάσει μέσα του οι γιατροί ένα ψαλίδι, το οποίο ξέρασε κάποια Χριστούγεννα, στη διάρκεια ενός έντονου βήχα. «Έτσι απέκτησε τη φωνή του, κι έτσι βρήκα κι εγώ τη δική μου – προσπαθώντας να ακουστώ όπως εκείνος. Πάντα μισούσα τον ήχο της φωνής μου όταν ήμουν παιδί. Ήθελα πάντα να ακούγομαι σαν τον θείο μου τον Βέρνον.»

Έτσι κύλησε, λοιπόν, η παιδική ηλικία του πρωταγωνιστή μας. Ένα αγόρι μεταξύ κοριτσιών, έχοντας έναν πατέρα που παρείχε αμφίβολο πρότυπο, γυρίζοντας τις γειτονιές, επιδιδόμενος σε μοναχικές απασχολήσεις τον περισσότερο καιρό – η επιρροή των οποίων χάνεται σ’ εκείνη τη δημιουργική χοάνη που θ’ αποτελέσει, αργότερα, την ανεξάντλητη πηγή πολλών από τα τραγούδια του. «Έκανα το πρώτο μου τσιγάρο όταν ήμουν 7 χρόνων… Ήταν συναρπαστική εμπειρία. Συνήθιζα να τα μαζεύω από το πεζοδρόμιο μετά τη βροχή», είπε κάποτε. Τι άλλο έκανε μικρός; Επισκεύαζε τα ποδήλατα των φίλων του και έσωζε συχνά τις γάτες από τα δέντρα – ένας λόγος για να τον αγαπήσουμε, καθώς αγαπάμε τα ποδήλατα και ακόμα περισσότερο τις γάτες.

Συχνά ένιωθε την ανάγκη ν’ αποτραβηχτεί – πέρα απ’ τους γονείς, τους φίλους, τις συνήθειες της κοινότητας. «Υπήρξαν πολλοί δάσκαλοι στην οικογένειά μου… Δάσκαλοι και ιερείς. Εγώ όμως ήθελα να σπάω παράθυρα, να καπνίζω και να ξενυχτώ μέχρι αργά. Με πιάνεις;» Αυτά ενώ η θρησκευόμενη μητέρα του συχνά υπενθύμιζε: «Μην ξεχνάς πως δεν υπάρχει τίποτε που μισεί περισσότερο ο διάβολος, απ’ ότι ένας χριστιανός που τραγουδάει.»

Κάποια μέρα στο σχολείο, έφερε μαζί του μία μικρή κιθάρα που του είχε δώσει ο πατέρας του και την έπαιξε μπροστά στους συμμαθητές του. Εκείνοι στέκονταν μαγεμένοι, οι βόλοι και οι σβούρες ακίνητοι στα χέρια τους. Ήταν το πρώτο του κοινό. «Υπήρξε μία μεγάλη στιγμή για μένα», δήλωσε αργότερα. Ποιος ξέρει πού θα βρισκόταν ο Tom Waits αν εκείνο, το πρωταρχικό κοινό, τον είχε γιουχάρει, ή τον είχε κοροϊδέψει. Δεν συνέβη όμως – και έτσι μπορούμε τώρα να μιλάμε γι’ αυτόν και να διαβάζουμε τα αφιερώματα που γράφει το Φονικό Κουνέλι.

Σπασμένα αντικείμενα

Χαρακτηριστικό του νεαρού Waits: από μικρός επιθυμούσε να δείχνει μεγαλύτερος απ’ ότι είναι. «Ήθελα να προσπεράσω το στάδιο του μεγαλώματος και να γίνω κατευθείαν σαράντα χρονών». Επρόκειτο για μια ψυχολογική τάση που έμελλε ν’ αποβεί καθοριστική για τη δημιουργική του πορεία – και όπως θα δούμε στη συνέχεια, χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το πρώιμο στάδιο της δισκογραφίας του. Αδιαφορούσε για τις τάσεις τις νεολαίας των καιρών: το ξέφρενο, τότε, ροκ εν ρολ (είμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 60) και τα δερμάτινα τζάκετ τον άφηναν ασυγκίνητο. Το ίδιο ασυγκίνητο θα τον άφηνε η επερχόμενη ψυχεδελική μουσική των hippies. Περισσότερο ένιωθε να έλκεται από τα musical του George Gershwin και τη μορφή του Frank Sinatra.

Εκείνο το εξώφυλλο του δίσκου του Σινάτρα “In The Wee Small Hours” είχε αποτυπωθεί στη μνήμη του σαν τατουάζ. Δεν είναι τυχαίο πως ο δεύτερος δίσκος του Waits [“In The Heart of Saturday Night”] αποτίει άμεσα φόρο τιμής στο συγκεκριμένο εξώφυλλο – θα το δούμε στη συνέχεια του αφιερώματος. Άσε τις μαζικές συναθροίσεις των χίπηδων που παίζουν κιθάρα στα λιβάδια – μόδα είναι, θα περάσει. Κοστούμι, καπέλο, καπνοί κι ένας κλειστός, αχνοφωτισμένος χώρος, πνιγμένος στους καπνούς: έτσι σκεφτόταν τη διασκέδαση ο Waits.

Frank Sinatra, In The Wee Small Hours album cover

Τα ετερώνυμα έλκονται; Ακόμα και αν είναι ΠΟΛΥ ετερώνυμα; Δεν μπορώ να σας δώσω την απάντηση – μπορώ όμως να σας πληροφορήσω εδώ πως οι γονείς του Waits, τελικά, δεν μπόρεσαν να συνταιριάξουν τις διαφορές τους. Το διαζύγιο των γονέων του, όταν ο ίδιος ήταν 10 χρονών, στάθηκε καταλυτικό: «Ήταν μία τεράστια απώλεια δύναμης και εντελώς απρόβλεπτο. Ήμουν σε σύγκρουση μέσα μου για πολύ καιρό» – είχε πει. Εδώ χρειάζεται να θυμίσουμε πως βρισκόμαστε στα χρόνια της δεκαετίας του 60 – μία εποχή που το διαζύγιο υπήρξε λιγότερο συνηθισμένο σαν κοινωνικό φαινόμενο, πόσο μάλλον σε μία μικροσκοπική κοινότητα σαν εκείνη που κατοικούσε ο Waits.

Εκ τότε φαίνεται να έσπασε κάτι μέσα του. Θα χρειαζόταν χρόνια για να ενώσει τα κομμάτια. Ένα από τα πολυτιμότερά του αντικείμενα ήταν ένα σπασμένο ραδιόφωνο που είχε επισκευάσει ο πατέρας του στη διάρκεια του πολέμου – αυτό το ραδιόφωνο αντιπροσώπευε τη χαμένη σύνδεσή τους. «Όταν έρχεσαι από ένα σπασμένο σπίτι, πάντα σε προσελκύουν πράγματα που είναι επίσης σπασμένα. Θέλεις να τα βρεις και να τα επισκευάσεις.»

Δεν είναι τυχαίο πως ένα από τα ωραιότερα και βαθύτερα τραγούδια του Waits ονομάζεται “Broken Bicycles”.

Πάμε τώρα σ’ ένα αίνιγμα. Τι είναι εκείνο που φτιάχνουν οι άνθρωποι και δεν γίνεται να σπάσει; Όχι, βρε παιδιά, δεν αναφέρομαι στο πλαστικό. Ας διατυπώσω καλύτερα την ερώτηση. Τι φτιάχνουν οι άνθρωποι και δεν σπάει, ούτε χαλάει, ούτε σπιλώνεται; Η μουσική είναι η απάντηση. Η αλλιώς: εκεί που θα έβρισκε παντοτινό καταφύγιο ο Waits. Και μαζί του κι εμείς οι υπόλοιποι.

Young Tom Waits, early 70's / Ο νεαρός Τομ Γουέιτς

Μαύρη μουσική και μπιτ λογοτεχνία

Η δεκαετία του 60 υπήρξε καταλυτική όσο αφορά τις μουσικές επιρροές του ήρωά μας. Στη μία πλευρά δέσποζε η μαύρη Soul και τα R’n’B των καιρών [aka, “rhythm ‘n blues”], με τον Ray Charles και τον James Brown να πρωταγωνιστούν… Ο Ray Charles έφερε τη μουσική φλόγα, ο James Brown το πάθος της σκηνικής παρουσίας – ήταν ο Έλβις των μαύρων. Ας θυμηθούμε την περιγραφή για τους εκστασιασμένους θαμώνες της εκκλησίας και ας κάνουμε τη συσχέτιση μεταξύ του τραγουδιστή της αιθέριας γκόσπελ και της κινησιολογίας του James Brown στη σκηνή – και καταλήγουμε σε κάποια ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τη σχέση Ουρανού και Κόλασης, για τα οποία θα ήταν περήφανος ο William Blake.

Η επιρροή της μαύρης μουσικής πάνω του ήταν τέτοια, που ο νεαρός Waits θέλησε να την απομιμηθεί. Εντόπισε, λοιπόν, κάποιους μουσικούς συνδαιτυμόνες και έφτιαξαν μία σχολική μπάντα “Surf and Soul” – ό,τι και αν σημαίνει αυτό. «Ήμασταν άσπρα παιδιά που προσπαθούσαν να εισχωρήσουν στον ήχο της Motown», είπε αργότερα. Ο ίδιος τραγουδούσε κι έπαιζε κιθάρα. Ήταν μάλλον μία πρωτόγονη προσπάθεια – μα φιλότιμη όσο αφορά τις προθέσεις της.

Η μαύρη μουσική δέσποζε στη μία πλευρά του χάρτη. Στην αντίπερα όχθη αναδυόταν η φιγούρα του Bob Dylan. Η επιρροή του έμοιαζε σαν παλιρροϊκό κύμα που δεν άφηνε τίποτα όρθιο – ελάχιστοι μουσικοί των καιρών έμειναν ανεπηρέαστοι από το νέο ύφος που έφερε ο Ντύλαν, και ο Waits δεν θα μπορούσε να συνιστά εξαίρεση.

Αν η Motown παρείχε τον ήχο, ο Μπομπ Ντίλαν έφερε το στιχουργικό υπόβαθρο και το στυλ. Η εικόνα του πρωτοπόρου τραγουδοποιού, με το αφηγηματικό και πολύπλοκο περιεχόμενο των στίχων, υπήρξε βαθιά ριζοσπαστική για τη μουσική γενιά της εποχής, ενώ το αντικομφορμιστικό του ύφος κατόρθωνε να μιλάει στην καρδιά νέων όπως ο Waits – που με τον τρόπο τους ένιωθαν αποτραβηγμένοι από τα κυρίαρχα πρότυπα της κοινωνίας των καιρών τους. Ο Bob Dylan ήταν ένας συγγραφέας μεταξύ των μουσικών – και για ανθρώπους με λογοτεχνικές ευαισθησίες όπως ο Waits, έμοιαζε σαν την απάντηση σ’ ένα ερώτημα που δεν είχε τεθεί ξεκάθαρα, μα πάντα δέσποζε μέσα του.

Young Tom Waits, early 70's, driving in LA / Ο νεαρός Τομ Γουέιτς

Αναφέρθηκα στις λογοτεχνικές ανησυχίες. Ας το πιάσουμε, λοιπόν. Η ανάγνωση του “On The Road” του Jack Kerouac έμοιαζε με ένα παράθυρο στον κόσμο. Ήταν το παράθυρο και η απότομη βουτιά έξω από αυτό. Η αφήγηση του συγγραφέα που αποφάσισε να πάρει τους δρόμους και να γυρίσει όλη τη χώρα, ζώντας συχνά στο περιθώριο και ακροβατώντας στα όρια της καθεστηκυίας τάξης, προσέδωσε μία ιδιαίτερη μυθοπλασία στη ροή μιας υπερβολικά ομαλής κανονικότητας. Η επιρροή του βιβλίου υπήρξε καθοριστική. Η ζωή ξαφνικά έμοιαζε σαν ένα ανεξάντλητο, δύσβατο περιβόλι, σπαρμένο με δέντρα απ’ τα οποία κρέμονταν ώριμα φρούτα, έτοιμα να τα κόψεις. Προσοχή όμως: αυτό το περιβόλι βρίσκεται off limits. Για να το διαβείς πρέπει να περάσεις τον φράχτη των ορίων μιας κοινωνίας που επιλέγει να περιχαρακώνεται στις μικροσκοπικές αυλές της.

Δεν ήταν λίγες οι φορές, που ο Waits, παρέα με έναν φίλο του, επιδίδονταν τα σαββατοκύριακα σε hitchhiking στα περίχωρα της Αριζόνα. Ήταν μια παραμονή Πρωτοχρονιάς που οι δύο νεαροί κατέληξαν σε μία εκκλησία μιας τοπικής πόλης. «Τραγουδούσαν και έπαιζαν μουσική, ενώ ταυτόχρονα μιλούσαν σε γλώσσες. […] Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα εκκλησιαστική μουσική με σεξουαλικά υπονοούμενα. Είχα ακούσει στο παρελθόν την εκκλησία στους δρόμους – μα αυτή υπήρξε η πρώτη φορά που άκουσα τον δρόμο στην εκκλησία. Ήταν μάλλον η πιο καθοριστική θρησκευτική εμπειρία που είχα ποτέ μου.»

Στο μεταξύ η νεότητα κυλούσε με δύσκολους ρυθμούς. Η αντικομφορμιστική πλευρά του εκδηλωνόταν με διάφορους τρόπους, δίχως να εγκλωβίζεται σε ετοιμοπαράδοτα σχήματα – έμοιαζε συχνά με επαναστάτη χωρίς αιτία. Παράλληλα είχε μία τάση να απομονώνεται στην αγαπημένη του μουσική, σε τηλεοπτικές σειρές όπως τα σόου του Alfred Hitchcock και η «Ζώνη του Λυκόφωτος» – κυρίως, όμως στον κόσμο των βιβλίων. Ο Κέρουακ υπήρξε απλά το κερασάκι στην τούρτα – μα η τούρτα έφερε γεύσεις πολλών συγγραφέων. «Έχοντας μεγαλώσει χωρίς την παρουσία ενός πατέρα, οι συγγραφείς έγιναν, κατά μία έννοια, πατρικές φιγούρες».

Young Tom Waits, 1969 / Ο νεαρός Τομ Γουέιτς

Στην πιτσαρία του Napoleone

Εν έτει 1966, ο νεαρός μακρυμάλλης Waits συνήθιζε να κάθεται στο γρασίδι του σχολείου του, να φοράει ένα καπέλο, και να παίζει τραγούδια του Bob Dylan. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον χάζευαν. Τον ίδιο καιρό επιδιδόταν σε διάφορες part time δουλειές: Μεταξύ άλλων, σερβιτόρος, βοηθός σε βενζινάδικο, οδηγός ταξί και φορτηγών παγωτού [μια εμπειρία που έμελλε να βάλει το λιθαράκι της στο τραγούδι “Ice Cream Man”], υπάλληλος σε κοσμηματοπωλείο, και πωλητής σκουπών και εγκυκλοπαιδειών. A man’s got to do, what a man’s got to do.

Ωστόσο η δουλειά που έμελλε να συνδεθεί μ’ εκείνη την περίοδο της ζωής του ήταν μία θέση στην πιτσαρία του “Napoleone”. Κατά το λόγια του πρωταγωνιστή μας: «Το λύκειο ήταν ένα αστείο για μένα. Το αληθινό μου σχολείο το έκανα στου Napoleone».

Φαινομενικά ήταν μια πιτσαρία όπως όλες. Στην ουσία όμως ήταν μια πύλη για έναν άλλο κόσμο: τον κόσμο της νύχτας. Εκεί γύριζαν νυχτερινές φιγούρες και χαρακτήρες που έμελλε να παρέχουν άπλετο υλικό για τα μεταγενέστερα τραγούδια του: μπαρόβιοι και περιθωριακοί, γκάνγκστερ και πόρνες. H γειτονιά της πιτσαρίας του ήταν η γειτονιά που ο Waits αναζήτησε για πρώτη φορά «την καρδιά της σαββατιάτικης νύχτας» [“The Heart of Saturday Night”]. Αντηχούσε σ’ έναν παλμό που τον μετέφερε σε μια άλλη πραγματικότητα, πέρα και μακριά από τον κόσμο της μεσοαστικής Αμερικής. Πάνω από όλα όμως στην πιτσαρία δέσποζε το τζουκ μποξ – ή αλλιώς, το μαγεμένο όχημα που έκανε δυνατές τις πτήσεις της φαντασίας του υπό τη συνοδεία μουσικής.

Napoleone's Pizza

Τα τέλη της δεκαετίας του 60 ήταν μια εποχή γενικευμένης αμφισβήτησης των πάντων – και ο Waits δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ωστόσο η δική του αμφισβήτηση ήταν περισσότερο προσωπική και υπαρξιακή, συγκριτικά με τη μαζική εναλλακτική κουλτούρα των hippies. «Είμαι καχύποπτος απέναντι σε μεγάλες ομάδες ανθρώπων που κάνουν κάτι όλοι από κοινού», είχε πει. Η λογοτεχνική γενιά των μπήτνικ άγγιζε περισσότερο την καρδιά του. Το ταξιδιάρικο πνεύμα τους, η αντικομφορμιστική τους διάθεση απέναντι στην αναδυόμενη καταναλωτική κοινωνία της Αμερικής και η αγάπη τους για τη μαύρη μουσική και τη τζαζ. «Η οχλοβοή του κοινού σε ένα μπαρ τις βραδινές ώρες… Να εργάζεσαι στις ράγες ενός σιδηροδρόμου… Να ζεις σε φτηνά ξενοδοχεία… Να ακούς τζαζ»… τέτοια κέντριζαν τη φαντασία του Waits.

Πέρα από την πιτσαρία του Napoleone, σύχναζε συχνά και στο ολονύχτιο εστιατόριο Rudford του Σαν Ντιέγκο. Οι μικρές ώρες της νύχτας, οι παράξενες περαστικές φιγούρες, τα αμφίβολης ποιότητας χάμπουργκερ, ο φθηνός καφές, οι παιχνιδιάρες σερβιτόρες – όλα έμελλε να βρουν μια θέση στα τραγούδια που έγραψε τα επόμενα χρόνια.

Κάποια ωραία μέρα αποφάσισε να ξεκινήσει μαθήματα πιάνου – τρέφοντας μέσα του φαντασιώσεις να γίνει τραγουδιστής σε σαλούν! Καθοριστική εδώ (στο πιάνο, όχι το σαλούν) στάθηκε η επιρροή των πρωτοπόρων της τζαζ, με προεξέχουσα μορφή εκείνη του Thelonious Monk – ή αλλιώς, του πιανίστα που έδωσε άλλο νόημα στη σημασία της λέξης: cool. «Δεν υπάρχουν λάθος νότες, το θέμα είναι πώς τις παίζεις», είχε πει κάποτε ο Μονκ. Με άλλα λόγια: υπάρχουν τρόποι και τρόποι να ερμηνεύει κάποιος την τέχνη – η αντίληψη του μαζικού κοινού ή των στελεχών μιας εταιρίας δεν είναι ο μόνος τρόπος, ούτε ο καλύτερος.

Δεν ήταν λίγες οι φορές, εξάλλου, που έπιανε τον εαυτό του να τραγουδάει τραγούδια των Doors – μα σε ένα στυλ που παρέπεμπε στον Φρανκ Σινάτρα. Μια τάση πρόσμιξης αντιφατικών (φαινομενικά) επιρροών, που θα βλέπαμε να καρποφορεί με τα χρόνια, όσο εξελισσόταν η δισκογραφία του – και ένας λόγος για τον οποίο στάθηκε αδύνατο, από ένα σημείο και έπειτα, να εντάξει κάποιος τη μουσική του υπό μια ορισμένη ταμπέλα. Γιατί τέχνη σημαίνει σύνθεση, με την κυριολεκτική έννοια: συνθέτω αταίριαστα ερεθίσματα σε κάτι ταιριαστό.

Παρακαλώ, κύριοι – την προσοχή σας, παρακαλώ! Τα φώτα χαμηλώνουν… και ο καλλιτέχνης ετοιμάζεται να δώσει τις πρώτες του συναυλίες! Παρακαλώ κάντε λίγη ησυχία. Δεν τον γνωρίζετε ακόμα, μα αυτός ο νεαρός είναι πολλά υποσχόμενος, να ξέρετε. Δώστε του μια ευκαιρία.

Young Tom Waits with long hair / Ο νεαρός Τομ Γουέιτς

Κάθε αρχή και δύσκολη

Βρισκόμαστε στο νυχτερινό μπαρ Heritage, όπου ο Tom Waits έμελλε να δώσει τα πρώτα του live show. Μα τίποτα δεν έρχεται ετοιμοπαράδοτο, αγαπητοί, και ο πρωταγωνιστής μας δεν συνιστά εξαίρεση. Ναι, έπαιζε κιθάρα, τραγουδούσε, είχε μάθει πιάνο, έγραφε τα πρώτα του τραγούδια. Ωστόσο ήταν χιλιάδες οι νέοι των καιρών που έκαναν το ίδιο. Έπιασε, λοιπόν, δουλειά στο Heritage όχι ως μουσικός, αλλά… πορτιέρης. Μα για τον Waits το περιβάλλον ήταν ιδανικό. «Έφερνα τα βιβλία μου και τον καφέ μου και τα τσιγάρα και έβαζα τα πόδια μου ψηλά… Και διάβαζα τον Κέρουάκ μου και έβλεπα τ’ αμάξια να περνούν, και ένιωθα πως είχα πάρει φωτιά και είχα ένα νόημα να ζω.»

Αυτός, λοιπόν, ήταν ο νεαρός πρωταγωνιστής μας, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 70! Μα για τους επισκέπτες του μπαρ φάνταζε συχνά παράξενος, δύστροπος και απόμακρος – εκτός αν τύχαινε να πιάσουν κουβέντα για βιβλία και μουσική. Τότε αναδυόταν ένα άλλο «πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία». Βαθιά φιλικό και ευχάριστο στη συντροφιά.

Ήθελε λίγο θάρρος – σα να κάνεις μια ερωτική εξομολόγηση. Ο Waits το είχε. Κάποια στιγμή ρώτησε αν μπορούσε να ερμηνεύσει κάποια τραγούδια του σε σκηνή – αν όχι δικά του, τουλάχιστον διασκευές τραγουδιών του Bob Dylan, που ήταν γνωστός και αγαπητός σε όλους. Φορούσε μάλιστα και μία φυσαρμόνικα περασμένη γύρω από τον λαιμό του, σε απομίμηση του ίδιου του Ντίλαν. Πήρε το οκ. Τι έχουμε να χάσουμε, ο νεαρός φαίνεται πως αγαπάει πραγματικά τη μουσική.

Έτσι λοιπόν ξεκίνησε, δειλά στην αρχή, προσπαθώντας να δημιουργήσει κάποιο προσωπικό στίγμα, καταμεσής της απομίμησης του Ντίλαν. Σταδιακά εισήγαγε στοιχεία κωμωδίας στις εμφανίσεις του – κι εδώ ήταν που άρχισε ν’ αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον και να τραβάει τα βλέμματα του κόσμου. Κωμικές παρεμβάσεις εδώ κι εκεί, παρεμβάλλοντας μια ρομαντική διάθεση, όπως βλέπουμε στα πρώτα προσωπικά του τραγούδια. Τα “Ol’ 55” και “Ι Hope That I Don’t Fall In Love With You” αναδύθηκαν εκείνη την περίοδο – και κέρδισαν γρήγορα τις καρδιές των θεατών. Τον καιρό εκείνο είχε μία σύντομη σχέση με μία γυναίκα – δεν κράτησε ούτε δύο μήνες. Το τέλος της σχέσης υπήρξε η πρώτη του βαθιά ερωτική απογοήτευση. Σε αυτή την απογοήτευση χρωστάμε τα συγκεκριμένα τραγούδια κατά πάσα πιθανότητα.

Η αρχή είχε γίνει. Και ήταν διαολεμένα δύσκολη.

Ένας αναδυόμενος μουσικός γνωρίζει πως δεν αρκεί μια χούφτα ζωντανών εμφανίσεων – μα μια συνεχή ροή, σε διαφορετικά μέρη, ώστε να σε βλέπει περισσότερος κόσμος και να χτίζεις, σταδιακά, κάποιο όνομα. Έτσι λοιπόν ο Waits γύριζε εδώ κι εκεί, σε διάφορα νυχτερινά στέκια του Σαν Ντιέγκο, παίζοντας support σε γνωστότερα από τον ίδιο ονόματα – με αποκορύφωμα το support που έκανε στον Tim Buckley.

Το σημαντικότερο μουσικό κέντρο των καιρών για να χτίσει κάποιος τ’ όνομά του ήταν το κλαμπ Troubadour, στο Λος Άντζελες. Πάνε οι ανέμελες μέρες της γειτονιάς. Ο Waits ξυπνούσε από τις 5 τα χαράματα κι έπαιρνε το λεωφορείο των 6. Φτάνοντας στο Λος Άντζελες έπρεπε να πάρει ένα άλλο λεωφορείο και να καταλήξει, κατάκοπος στο νυσταγμένος, στο κλαμπ – και εν συνεχεία να περιμένει στην ουρά. Μια ουρά από επίδοξους νέους καλλιτέχνες, που περίμεναν μπας και τσιμπήσουν κάποια θέση. Περίμεναν… και περίμεναν με τις ώρες. Και όλα αυτά για να εμφανιστεί, κάποια στιγμή, ένας «ειδικός» και να επιλέξει μια χούφτα ανάμεσά τους. Οι τυχεροί θα είχαν τη δυνατότητα να παίξουν τρία-τέσσερα τραγούδια τους στο κοινό του κλαμπ. Αν ήταν καλοί, θα συνέχιζαν. Και αυτό ήταν. Επιστροφή με το λεωφορείο στο Σαν Ντιέγκο.

«Ήταν σαν σκλαβοπάζαρο», είχε πει ο Waits. «Οι άνθρωποι θα πουλήσουν και τις ψυχές τους για να παίξουν μερικά τραγούδια».

Legendary Troubadour club

Κάποιο θερινό βράδυ του 1971, ενώ ο Waits ερμήνευε στο Troubadour, τον εντόπισε ο Herb Cohen – ή αλλιώς, ο μελλοντικός του μάνατζερ. Μεταξύ άλλων, ήταν ο μάνατζερ του Frank Zappa (και αυτό θα απέβαινε σημαντικό για τον Waits τα επόμενα χρόνια). Ωστόσο το αρχικό συμβόλαιο που πρόσφερε στον Waits ήταν εκείνο του συγγραφέα τραγουδιών – όχι του ερμηνευτή. Του Waits δεν του κακοφάνηκε. Πριν 15 χρόνια κανείς δεν έδινε σημασία στον δημιουργό των στίχων – μόνο στον ερμηνευτή. Μα φιγούρες όπως ο Μπομπ Ντίλαν και ο Neil Young έμελλε να μεταμορφώσουν εντελώς αυτή την αντίληψη. Και ο Waits έφερε τη συγγραφή στο αίμα του.

Αυτό ήταν! Είχε πια ένα συμβόλαιο και μια προσωρινή θέση στο Troubadour – καιρός λοιπόν να εγκαταλείψει την πιτσαρία του και να κάνει το επόμενο βήμα: να εγκαταλείψει τα μέρη που μεγάλωσε και να μετακομίσει… «Κάθομαι στη στάση του λεωφορείου στη Santa Monica Boulevard, η βροχή λυσσομανά, κι εγώ τρέμω από το φόβο μου». Ο αχανής κόσμος έμοιαζε να ξεπηδά απ’ τις σελίδες των βιβλίων και να γίνεται πραγματικότητα.

Ο πρώτος δίσκος

Στις αρχές του 1970 νοίκιασε μία γκαρσονιέρα στο Λος Άντζελες – και τη γέμισε ασφυκτικά με τα βιβλία, τους δίσκους και τις αφίσες του. Τα βιβλία εξακολουθούσαν να του κρατούν συντροφιά ως τα ξημερώματα. Τότε ήταν που ανακάλυψε τον Τσαρλς Μπουκόφσκι – και εδώ έμελλε να βρει ένα νέο λογοτεχνικό πάθος. «Ο πατέρας μου περνούσε πολύ από τον χρόνο του σε μπαρ, επομένως με προσέλκυαν μέρη σαν αυτά – τα σκοτεινά μέρη. Ο Μπουκόφσκι ήταν ένας συγγραφέας των απλών ανθρώπων, των ανθρώπων του δρόμου, κοιτάζοντας στις σκοτεινές εκείνες γωνίες, όπου κανένας άλλος δεν ήθελε να πάει – πόσο μάλλον να γράψει για αυτές. Φαίνεται λοιπόν πως ήταν ο συγγραφέας των περιθωριακών, των ανθρώπων που δεν είχαν δική τους φωνή» – είχε πει για τον Μπουκόφσκι.

Ας παρεμβάλλω εδώ την παρουσίασή μου για τον «Άλλο Μπουκόφσκι», για όσους δεν το έχουν δει: Ο Άλλος Μπουκόφσκι < κάνε κλικ εδώ.

Tom Waits in his room, early 70's

Λίγο η εμπειρία του πατέρα του, λίγοι οι συγγραφείς της beat λογοτεχνίας, λίγο τα ερεθίσματα της νυχτερινής ζωής… και σταδιακά ο Waits άρχισε να οικοδομεί μια περσόνα για τον εαυτό του στη σκηνή. «Δεν έπινε τόσο πολύ όταν συχνάζαμε έξω, μα η persona που δημιούργησε είχε ένα φλασκί με ουίσκι στην τσέπη της όλη την ώρα» – είχε πει ένας φίλος του. «Ήταν τόσο ντροπαλός που δυσκολευόταν ακόμα και να σε κοιτάξει – μα στη σκηνή δημιουργούσε κάτι τελείως διαφορετικό. Είχε επανεφεύρει τον εαυτό του με την περσόνα ενός beatnik», είχε πει κάποιος άλλος. Μα βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή – και για την ώρα αυτή η περσόνα μοιάζει περισσότερο με αποκριάτικη φορεσιά και όχι με κάτι αυθεντικό. Θα ερχόταν η ώρα του δεύτερου…

Κάποια στιγμή εντόπισε τον Waits να τραγουδάει ο μάνατζερ της Asylum Records, David Geffen – και του έκανε εντύπωση πως αυτός ο άνθρωπος δεν είχε δισκογραφικό συμβόλαιο ο ίδιος και περιοριζόταν να γράφει τραγούδια για άλλους μουσικούς. «Αυτός ο νεαρός αξίζει μια θέση στη δισκογραφία!», σκέφτηκε ο Geffen – κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για την ηχογράφηση της πρώτης του δουλειάς. Άξιο αναφοράς: οι μουσικοί με τους οποίους συνεργαζόταν ο Geffen είχαν λίγα κοινά με τον Waits και περισσότερα με το κυρίαρχο πνεύμα των καιρών: το πνεύμα του folk rock και country rock, όπως το προσδιόριζαν οι Eagles και οι Crosby, Stills & Nash. Συγκροτήματα με τα οποία ο Waits δεν αισθανόταν ιδιαίτερα άνετα, όπως δεν ένιωθε να ταυτίζεται με το κυρίαρχο φολκ ροκ κύμα των καιρών.

Επιτέλους – φτάσαμε στον πρώτο του δίσκο! Το “Closing Time” παραμένει μια εντελώς ξεχωριστή στιγμή στη δισκογραφία του Waits – και δεν μοιάζει με κανένα από τα άλμπουμ που το διαδέχτηκαν. Βαθιά ρομαντικός και μελαγχολικός δίσκος, με το πιάνο να πρωταγωνιστεί, δίνοντας την αίσθηση πως τραγουδάει όχι κάποιος νέος, μα ένας ώριμος μεσήλικας – ένας μεσήλικας που κοιτάζει πίσω του, αναπολεί τα περασμένα και συνθέτει μελαγχολικές μπαλάντες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τραγούδι “Martha” – οι στίχοι του οποίου περιγράφουν έναν ηλικιωμένο που απευθύνεται στη γυναίκα που αγάπησε 40 χρόνια πριν. Της μιλάει στο τηλέφωνο μετά από καιρό, τη ρωτάει πως είναι τα παιδιά, τι κάνει ο σύζυγός της, της αποκαλύπτει πως «παντρεύτηκε και ο ίδιος», της εξομολογείται πως «ήμασταν νέοι τότε, ανώριμοι»…

And I feel so much older now
And you’re much older too
How’s your husband?
And how’s the kids?
You know that I got married too?
Lucky that you found someone
To make you feel secure
‘Cause we were all so young and foolish

…Και ακούγοντας το τραγούδι αφουγκράζεσαι τ’ ανείπωτα εκείνα λόγια, νιώθεις τους στίχους που κρύβονται ανάμεσα στους στίχους, διακρίνεις τα μάτια του γκριζαρισμένου πια μεσήλικα που σπιθοβολούν και τρεμοπαίζουν συγκινημένα, ξέχειλα καημό και αναπόληση.

Εδώ αναδύεται ο Waits που από μικρός ταυτιζόταν λιγότερο με τους συνομηλίκους του, όπως αναφέραμε, και περισσότερο με τους μεσήλικες φίλους του πατέρα του – οι οποίοι είχαν πολύ πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες να αφηγηθούν.

Closing Time album, by Tom Waits

Το “Ol’ 55” είναι το ιδανικό άνοιγμα στον δίσκο, ξέχειλο με αυτή τη διάθεση γλυκιάς αναπόλησης. Το “Old Shoes (& Picture Postcards)” είναι ένα τραγούδι που ο υπογράφων έλιωσε κάποια βραδιά, πριν χρόνια, όταν σκεφτόταν μια κοπέλα – κι έγραψε ένα μικρό κείμενο καταχωνιασμένο στα άδυτα του λαγουμιού. Το “Virginia Avenue” φέρει μια τζαζ αισθητική και λαμποκοπά με τα φώτα της νύχτας. Όσο αφορά το “I Hope That I Don’t Fall in Love with You”… δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι για ένα τραγούδι που έχει κάνει χιλιάδες καρδιές να χτυπήσουν στον ρυθμό του.

Το “Closing Time” είναι ένας υπέροχος δίσκος. Παραμένει η πιο ρομαντική κατάθεση του Tom Waits στο σύνολο της δισκογραφίας του. Ωστόσο αυτό που ακούμε στον δίσκο δεν είναι ακόμα ο “Tom Waits” – μα ένας νέος που γράφει όμορφα τραγούδια και φέρει αυτό το όνομα. Τον καιρό που ηχογραφήθηκε το άλμπουμ ο Waits είχε ήδη αρχίσει να οικοδομεί τη χαρακτηριστική του καλλιτεχνική περσόνα, μια περσόνα εμποτισμένη από το πνεύμα των μπίτνικ και της τζαζ – και λίγη από αυτή την περσόνα αναδεικνύεται στον δίσκο. Η παραγωγή του δεν τον ικανοποίησε – ήταν περισσότερο φολκ και λιγότερο τζαζ, ταιριάζοντας στα λοιπά συγκροτήματα της δισκογραφικής του εταιρίας, μα όχι στις φιλοδοξίες του Waits.

Όσο αφορά τη φωνή του πρωταγωνιστή μας; Θυμίζει λίγο τον Μπομπ Ντίλαν ή τον Randy Newman (η επιρροή του οποίου είναι έκδηλη σε σημεία του δίσκου) – σίγουρα πάντως δεν θυμίζει τον ίδιο τον Waits που έμελλε να γνωρίσουμε στη συνέχεια. Απουσιάζει η τόσο χαρακτηριστική βραχνάδα που θα γινόταν σήμα κατατεθέν. Μοιάζει παράξενο, μα η φωνή του δισκογραφικού του ντεμπούτου βρίσκεται εγγύτερα στην «πραγματική» φωνή του Waits, όταν μιλάει.

Ωστόσο εδώ και εκεί, τραγούδια όπως το “Ice Cream Man” άφηναν να αναδυθεί η σπίθα εκείνων που έμελλε να έρθουν. Δεν είναι τυχαίο που το “Ice Cream Man” (με τους λιβιδινικούς στίχους και την blues απόχρωση) συνιστά την πιο ανεβαστική στιγμή του δίσκου. Baby, I’ ll be good to you…

Tom Waits in the cover of Music World magazine, 1973

Σκληραγώγηση

Να που νεαρός φίλος μας κέρδισε με το σπαθί του την πρώτη του παρουσίαση σε εξώφυλλο μουσικού περιοδικού! Ο λόγος για το ανεξάρτητο έντυπο Music World, τεύχος του Ιουνίου 1973. Καθώς επρόκειτο για ανεξάρτητο περιοδικό που διανεμόταν ελεύθερα, δεν δίσταζε συχνά να προβεί σε παρουσιάσεις άγνωστων καλλιτεχνών – δεν είχε ανάγκη να πουλήσει, βλέπετε.

Ακολούθησαν οι πρώτες οργανωμένες περιοδείες – φέροντας συχνά απρόβλεπτες συνυπάρξεις. Χαρακτηριστική είναι η βραδιά όπου ο Waits χρειάστηκε να κάνει support στον Buffalo Bob Smith και στο (ξακουστό στις ΗΠΑ των καιρών) παιδικό show του Howdy Doody – αυτά σε ένα εμπορικό κέντρο στην Ατλάντα. Το κοινό της συναυλίας αποτελούνταν από παιδιά που τσίριζαν και μανάδες με μπικουτί στα μαλλιά – ενώ το πιάνο του Waits ήταν γεμάτο με ζαχαρωτά και καραμέλες. Κατά τα λόγια του πρωταγωνιστή μας: «Η showbiz είχε αρχίσει να μοιάζει με εφιάλτη».

Η πιο σκληροπυρηνική, όμως, συναυλιακή εμπειρία του την περίοδο εκείνη ήταν το support στις συναυλίες του Frank Zappa. Ήταν μια εμπειρία που κατατρόμαξε τον νεαρό Waits – και ταυτόχρονα τον σκληραγώγησε. Το κοινό του Ζάπα, βαθιά εκλεκτικό, αδιάφορο απέναντι στις beat ευαισθησίες και τις μπαλάντες του Waits, αντιμετώπιζε με καχυποψία «εκείνον τον τύπο με το κοστούμι και το καπέλο στη σκηνή». Συχνά ήταν βαθύτατα εχθρικό απέναντί του. Ο ίδιος ο Ζάπα επέλεγε να τηρεί μια ουδέτερη στάση και προτιμούσε να χαμογελάει αινιγματικά. Η παρουσία του στις περιοδείες ενέπνεε φόβο στον Waits. «Πάντα με φόβιζε λίγο. Έμοιαζε με κάποιο είδος βαρόνου. Υπήρχε τόση μυθολογία γύρω από το πρόσωπό του και είχε τόση αυτοπεποίθηση.»

Ο Tim Buckley επέλεξε να διασκευάσει τη “Martha” – ήταν η πρώτη από τις άφθονες διασκευές των τραγουδιών του Waits, από τις οποίες έμελλε να γίνει γνωστός σε ένα ευρύτερο κοινό. Θα ακολουθούσε πλήθος άλλων – και πλέον χρειαζόμαστε μια δισκοθήκη για να συμπεριλάβουμε όλες τις διασκευές που έχουν γίνει στα τραγούδια του. Ο ίδιος, στο μεταξύ, καταπιάστηκε με τη συγγραφή των τραγουδιών του νέου του δίσκου.

Και τώρα μπαίνουμε στο ζουμί.

Tom Waits and Frank Zappa live poster

The Heart of Saturday Night

Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως στον δεύτερο δίσκο ο Tom Waits κερδίζει, για πρώτη φορά, το όνομά του. Ας δούμε καταρχάς το εξώφυλλο – το έχουμε ξαναδεί. Εδώ είναι ο Σινάτρα, μεταμφιεσμένος σε Tom Waits – ή μήπως το αντίστροφο;

Η κεντρική ιδέα του “Looking for the Heart of Saturday Night” είναι παρμένη κατευθείαν από το μυθιστόρημα του Τζακ Κέρουακ, “Visions of Cody”. Και εδώ, στον δεύτερο δίσκο του, αποκαλύπτονται για πρώτη φορά οι συνδετικοί κρίκοι του Waits με τον κόσμο της λογοτεχνίας. Το πνεύμα της άγρυπνης νυχτερινής ζωής, η ποίηση του δρόμου, οι αφηγηματικοί στίχοι που μοιάζουν βγαλμένοι από τις σελίδες κάποιου βιβλίου – αυτά ήταν που έφερε στα νέα τραγούδια του ο Waits, εναρμονίζοντάς τα με την αναδυόμενη καλλιτεχνική του persona. Έναν χαρακτήρα βγαλμένο από τις σελίδες των αγαπημένων του συγγραφέων, στον οποίο σταδιακά έμελλε να μεταμορφώσει τον εαυτό του.

Η επιρροή του Κέρουακ υπερβαίνει εκείνη των στίχων – οι αναγνώστες του Κουνελιού θυμούνται την παρουσίασή μας για τα «αμερικανικά χαϊκού», στα οποία ο Κέρουακ είχε δώσει μουσική πνοή στα τέλη της δεκαετίας του 50. Δίχως αμφιβολία οι αφηγηματικοί τζαζ δίσκοι του Κέρουακ δέσποζαν σε κάποιο ράφι του δωματίου του Τομ Γουέιτς.

The Heart of Saturday Night album cover, by Tom Waits

Για την παραγωγή του νέου δίσκου ο David Geffen αποφάσισε να δώσει διέξοδο σε εκείνες τις τζαζ τάσεις που είχαν καταπιεστεί στο ντεμπούτο. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, οι κατάλληλοι μουσικοί για αυτόν τον σκοπό – μεταξύ των οποίων ο μπασίστας Jim Hughart, που είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Φρανκ Σινάτρα.

Ήδη από τις εναρκτήριες πρώτες νότες του “New Coat of Paint” ο δίσκος σε μεταφέρει σε ένα κλίμα εμποτισμένο με μαύρη νυχτερινή μουσική: περισσότερο ατίθασο συγκριτικά με το ντεμπούτο, μυστηριώδες, παιχνιδιάρικο, jazzy. Το άρωμα του Ray Charles διαποτίζει τα τραγούδια. Στην καρδιά όλων δεσπόζει η πολλά υποσχόμενη νύχτα της πόλης, τα νέον φώτα, τα νυχτερινά μπαρ, οι γυναίκες των πεζοδρομίων, η νουάρ διάθεση, η καταφυγή στο ποτό. Αυτό έμοιαζε με το Λος Άντζελες όπως το είχε περιγράψει ο Τσαρλς Mπουκόφσκι.

Είναι ένας νυχτερινός δίσκος – νιώθεις σχεδόν πως χαραμίζεται αν τον ακούσεις σε κάποιον παραφωτισμένο χώρο. Χάνεται η μισή μαγεία και ατμόσφαιρά του. Ο Waits έτρεφε βαθύτατη αγάπη για τη νύχτα. «Το φεγγάρι δίνει και καταλαβαίνει στον ήλιο. Υπάρχει κάτι σαν ψευδαίσθηση στη νύχτα… Η φαντασία σου τότε δουλεύει υπερωρίες.»

Η αφηγηματική διάθεση του δημιουργού ξεδιπλώνεται στο “Diamonds on my Windshield”. Ένα υποβλητικό κοντραμπάσο συνοδεύει την αφήγηση του Waits, ενώ περιγράφει τη μοναχική διαδρομή ενός οδηγού μέσα στη νύχτα. Τα «διαμάντια στο παρμπρίζ, τα δάκρυα του παραδείσου» δεν είναι άλλα από τις σταγόνες της βροχής, όπως πέφτουν στο αμάξι που διασχίζει τους υγρούς δρόμους της πόλης. Περισσότερο από «τραγούδι», το συγκεκριμένο κομμάτι προορίζεται να διαβαστεί υπό τη συνοδεία της μουσικής. Αν ακούς Tom Waits δίχως να διαβάζεις τους στίχους, έχεις χάσει τη μισή μαγεία των τραγουδιών του.

To ομότιτλο “The Heart of Saturday Night” επαναφέρει μια γλυκιά μελαγχολική διάθεση – περισσότερο πολύχρωμη και αισιόδοξη όμως, συγκριτικά με τη μελαγχολία του πρώτου δίσκου. Το “Drunk on the Moon”, συνδυάζοντας πιάνο και σαξόφωνο, είναι ένας τζάζυ ύμνος στην ξελογιάστρα νύχτα, τραγουδημένο από έναν μεταμορφωμένο μποέμ. Όσο αφορά το “Fumblin’ With The Blues”… πρόκειται για ένα απολαυστικό τζαζ-ο-blues άσμα που συνοδεύεται από κλαρινέτο που παραπέμπει στις παλιές καλές μέρες της Νέας Ορλεάνης. “I wanna squeeze you, but I’m scared to death I’d break your back”…

Tom Waits during The Heart of Saturday Night sessions

Τέλος, θα σταθώ στο “San Diego Serenade”. Ένα από τα ερωτικά τραγούδια που θα έπαιρνα στις αποσκευές μου αν επιθυμούσα να μετακομίσω στο περίφημο νησί και να λιώνω στο διηνεκές.

“I never saw the white line, ’til I was leaving you behind
I never knew I needed you ’til I was caught up in a bind
I never spoke ‘I love you’ ’til I cursed you in vain,
I never felt my heartstrings until I nearly went insane.
I never saw the east coast ’til I moved to the west
I never saw the moonlight until it shone off your breast
I never saw your heart ’til someone tried to steal, tried to steal it away”

Αυτές είναι κάποιες από τις στιγμές του δεύτερου δίσκου! Η υποδοχή που επιφύλασσε το κοινό ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή. Μεταξύ άλλων, το “Rolling Stone” συνέκρινε τον Waits με τον, επίσης ανερχόμενο τότε, Bruce Springsteen. Το αναδυόμενο στυλ beatnik του Waits κέρδιζε ολοένα και περισσότερο κόσμο στις live εμφανίσεις – όπου συνόδευε τη μουσική του με άφθονη αφήγηση και απαγγελία ανέκδοτων. Όταν όμως ρωτήθηκε τότε για την αυξανόμενη δημοτικότητά του και για το αφιέρωμα στο “Rolling Stone”, ο Waits υπήρξε επιφυλακτικός: «παραμένω μουσικός που ανοίγω για άλλους μουσικούς». Η παρουσία δύο δίσκων δεν σήμαινε κάτι: ένα άλμπουμ δεν είναι παρά ένα “δίπλωμα” που σε ρίχνει σε «μία ακόμα αρένα, παρέα με χιλιάδες άλλους μάγκες που έχουν δίσκους σαν εσένα.»

Αν ο Waits επέμενε να είναι αυστηρός, εμείς δεν χρειάζεται να είμαστε. Το “The Heart of Saturday Night” παραμένει ένα από τα πιο ταξιδιάρικα και φευγάτα άλμπουμ στη δισκογραφία του. Τώρα, πια, είχε αποκτήσει τ’ όνομά του. Μένει να βρει τη φωνή του και να στερεοποιήσει τη – ρευστή – ακόμα καλλιτεχνική του ταυτότητα. Μα βρίσκεται σε καλό δρόμο.

Tom Waits playing pool, during The Heart of Saturday Night sessions

Εισιτήριο για ένα μπαρουτοκαπνισμένο ζωντανό show

Στο μεταξύ συνεχίζονται οι περιοδείες του παρέα με τον Frank Zappa – και ο εφιάλτης αυτών των συναυλιών, που έμελλε να καταδυναστεύει για πολλά χρόνια τον πρωταγωνιστή μας. «O Φρανκ εμφανίζεται στα όνειρά μου και με ρωτάει πώς ήταν το κοινό… Ονειρεύομαι το πιάνο ν’ αρπάζει φωτιά, τα πόδια του να πέφτουν και το κοινό να έρχεται κατά πάνω μου με πυρσούς και να με δέρνει με παλούκια. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, υποθέτω λοιπόν πως ήταν μία καλή εμπειρία.»

Λέγεται, επίσης, πως στην προσπάθειά του να ακουστεί πάνω από το εχθρικό αυτό κοινό, ο Waits τραυμάτισε ανεπανόρθωτα τη φωνή του. Να πηγάζει άραγε από εδώ η βραχνάδα που έμελλε να ακούσουμε στη συνέχεια; Ή πρόκειται, μήπως, για συνειδητή επιλογή του καλλιτέχνη, που στο βάθος του μυαλού του επιθυμούσε πάντα ν’ ακούγεται «όπως ο θείος του ο Βέρνον»;

Στην πραγματικότητα οι ροκ περιοδείες δεν ταίριαζαν στη μουσική του Waits των καιρών. Όσο διαμορφώνουμε το περιβάλλον μας, άλλο τόσο μας διαμορφώνει εκείνο – και είμαι βέβαιος πως αν οι οπαδοί του Ζάπα είχαν δει τον Γουέιτς να ερμηνεύει τα τραγούδια στο «φυσικό» του περιβάλλον, θα άλλαζαν άποψη.

Εδώ, λοιπόν, ερχόμαστε στο περιεχόμενο του επόμενου δίσκου – ο οποίος έμελλε ν’ αναδείξει το ιδανικό live περιβάλλον του Tom Waits: πρόκειται για μπαρουτοκαπνισμένο νυχτερινό μπαρ, χαμένο στο ημίφως, με το πλήθος να διακρίνεται αμυδρά πίσω από τους καπνούς. Στο βάθος της σκηνής, αντανακλώντας τη λάμψη των μπουκαλιών από τα ποτά, κάθεται o Waits, η κιθάρα του στο χέρι, το πιάνο παραδίπλα. Κι ενώ το κοντραμπάσο ξετυλίγει τις πρώτες ρυθμικές του νότες, η κοστουμαρισμένη μορφή με το καπέλο πιάνει το μικρόφωνο και ξετυλίγει μια ιστορία επί σκηνής. Διακόπτει σποραδικά την αφήγηση για να κάνει μια τζούρα απ’ το τσιγάρο του. Η εκφραστικότητά του μοιάζει με ηθοποιό. Δεν ξέρεις αν αυτό που βλέπεις είναι συναυλία ή θεατρικός μονόλογος.

Αυτό είναι το “Nighthawks at the Diner” – ένας δίσκος που αποτυπώνει όσο κανένας άλλος τη μοναδική εκείνη live ατμόσφαιρα των show του εκείνον τον καιρό! Δεν είναι «συναυλία», η ποπ και ροκ φρασεολογία δεν ταιριάζει εδώ. Πρόκειται για παράσταση. Για μια βραδιά στο καμπαρέ (ή μια βραδιά στο λούκι, ταιριάζει).

Nighthawks at the Diner cover, album by Tom Waits

Τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν υπό συνθήκες εξομοίωσης ενός ζωντανού show. Έστησαν τραπέζια, έφεραν ποτά, συγκέντρωσαν κοινό. Ακούς τον κόσμο να γελάει, να πίνει το ποτό του, να χειροκροτεί. Ο Waits στη σκηνή θυμίζει περισσότερο stand-up comedian παρά μουσικό. Ο δίσκος ξεχειλίζει αφηγηματικές στιγμές και εκτενείς προλόγους και αναδεικνύει (περισσότερο από κάθε άλλη φορά) το χιούμορ του Waits. Περιττό να πω πως η ακρόαση του συγκεκριμένου δίσκου ΔΕΝ γίνεται δίχως την ταυτόχρονη ανάγνωση των στίχων.

Εξάλλου αυτά δεν είναι «τραγούδια» – είναι μελοποιημένες αφηγήσεις. Ιστορίες για μοναχικούς εργένηδες «που δεν σκοπεύουν ποτέ να παντρευτούν και περνούν τις νύχτες τους αγκαλιά μ’ ένα περιοδικό» (“Better off Without a Wife”)· συναισθηματικά καιρικά φαινόμενα και αέρηδες νοσταλγίας που ξεσπούν στις σκοτεινές λεωφόρους του Λος Άντζελες (“Emotional Weather Report”)· ζεστά ποτά και κρύες γυναίκες(“Warm Beer and Cold Women”)· βιαστικά φλερτ με σερβιτόρες ξενυχτάδικων πάνω από μισοφαγωμένα πιάτα αυγών με μπέικον… κι άλλη μια μέρα έφυγε κι εσύ δεν έζησες παρά τη νύχτα της (“Eggs and Sausage”).

Από την πλευρά μου δεν μπορώ να μην παραθέσω την εισαγωγή στο “Better Off Without A Wife” – πάντα θα χαμογελώ με αυτά τα λόγια. Αφιερωμένο στους εργένηδες του κόσμου… τα είπες όλα, φίλε Τομ.

Um…this is um…actually I don’t mind going to weddings or anything
As long as it’s not my own, I show up
But I’ve always kinda been partial to calling myself up on the phone
and asking myself out, you know? […]

Well I ain’t cheap, you know
Take yourself out for a couple of drinks maybe
Then there’d be some provocative conversation on the way home
And park in front of the house, you know
Oh yeah, you smoothly put a little nice music on
Maybe you put on like uh, you know, like shopping music
Something that’s not too interruptive, you know
And then uh slide over real nice and say
“Oh I think you have something in your eye”

Well maybe it’s not that romantic with you, but Christ
I don’t know, you know I get into it, you know
Take myself up to the porch, take myself inside or maybe uh
Or may get a little something in a brandy snifter or something
“Would like you like to listen to some of my back records?
I got something here”
Well, usually about 2.30 in the morning, you’ve ended up taking advantage of yourself.

There ain’t no way around that, you know
Yeah, making a scene with a magazine, there ain’t no way around
I’ll confess you know, I’m no different, you know
I’m not weird about it or anything, I don’t tie myself up first
I just kinda spend a little time with myself
So this is kind of a little anthem here

Εδώ, λοιπόν, τελειώνει το πρώτο μέρος του αφιερώματός μας (που δεν είναι ακριβώς αφιέρωμα, μα κάτι παραπάνω) στον Tom Waits. Τον είδαμε να μεταμορφώνεται από ένα ανήσυχο νεαρό πνεύμα σε έναν θεατρικό καλλιτέχνη επί σκηνής, απολαύσαμε τη μουσική των πρώτων δίσκων του και ταξιδέψαμε στους αφηγηματικούς κόσμους των στίχων του.

Μα γνωρίζεις πως η συνέχεια είναι ακόμα καλύτερη. Όλα όσα είδαμε σήμερα συνιστούν απλά ένα πρελούδιο – ένα ωραιότατο, λαχταριστό πρόγευμα. Ο Tom Waits είχε εφεύρει μια καλλιτεχνική περσόνα ενός μπαρουτοκαπνισμένου μπίτνικ – μα ούτε ο ίδιος φανταζόταν πού θα έφτανε αν έπαιρνε αυτή την περσόνα υπερβολικά σοβαρά… και αν κατέληγε να ταυτιστεί μαζί της.

Κλείνοντας το πρώτο μέρος της παρουσίασης, χρειάζεται να αναφερθώ στο βιβλίο που την κατέστησε δυνατή: ο λόγος για το “Lowside of the Road: A Life of Tom Waits”, του Barney Hoskyns. Από αυτό το βιβλίο έχω αντλήσει το υλικό για τις πληροφορίες που μοιράστηκα – είναι μια εξαιρετική βιογραφία του Waits και το συστήνω στους φίλους που θέλουν να εμβαθύνουν ακόμα περισσότερο στην καλλιτεχνική του διαδρομή.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Lowside of the Road, by Barney Hoskyns

Tags: , , , , , , , , , , , , ,

6 Responses

  1. Εξαίσιο και ενδελεχής αφιέρωμα για ένα εκπληκτικό καλλιτέχνη. Ποιητής, μουσικός, ηθοποιός.
    Περιμένω την συνέχεια.

    • Θα περάσει κάποιος καιρός μέχρι να δούμε τη συνέχεια – ή πιο σωστά, τις συνέχειες. Δεν βιαζόμαστε. Για την ώρα ας αφεθούμε στα παλιά καλά του Waits… και φυσικά ξέρουμε πως η συνέχεια θα είναι ακόμα καλύτερη!

  2. Γλαύκη says:

    Ένα μοναδικό αφιέρωμα που το έπλασες έτσι ώστε να αισθάνεται ο αναγνώστης ότι βρίσκεται πλάι στον αγαπημένο καλλιτέχνη ακολουθώντας τα βήματά του!
    Απολαυστικότατη παρουσίαση με τη συνοδεία των επιλεγμένων μουσικών κομματιών. Πολύ προσεχτική επιλογή θα έλεγα. Συγκινείς με το μέρος που αναφέρεσαι στους εργένηδες…
    Τελικά, οι άνθρωποι που είναι ξεχωρίσουν κάποια στιγμή δεν τους σταματά τίποτε όσες δυσκολίες κι αν συναντήσουν. Το φως που εκπέμπουν είναι τόσο δυνατό που δεν επισκιάζεται!
    Να είσαι καλά, Κούνελε, κι εύχομαι να ξεπερνάς κάθε φορά τον εαυτό σου! Αν και να ήθελες, δεν μπορείς να σταματήσεις αυτή την υπέρβαση, γιατί είναι έξω από σένα!

    • Τα λες ωραία, βρε Γλαύκη! Θα παρομοίαζα το σχόλιό σου με το άρωμα του πρωινού καφέ. Βοηθάει να μας πάει καλά η εβδομάδα. Σου στέλνω τους χαιρετισμούς μου…

  3. […] Η Ιστορία του Τομ Γουέιτς, μέρος 1: Τα Πρώτα Χρόνια […]

  4. […] Η Ιστορία του Τομ Γουέιτς, μέρος 1 […]

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *