Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιαπωνικής λογοτεχνίας είναι η ικανότητά της να παρουσιάζει καθημερινές σκηνές με έναν ονειρικό, σχεδόν εξωπραγματικό τρόπο. Μοιάζει με την εμπειρία που όλοι έχουμε μοιραστεί, σποραδικές έστω στιγμές, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, όταν δεν είμαστε βέβαιοι αν ονειρευόμαστε ή όχι. Κοιτάζουμε με απορία γύρω μας και οι όψεις των πραγμάτων μοιάζουν ν’ ακροβατούν στα σύνορα της απόλυτης ρευστότητας: μήπως διαλυθούν αν δοκιμάσω να τ’ αγγίξω; Μήπως ο στέρεος κόσμος που με περιβάλλει μεταμορφωθεί σε νερό και το νερό πετάξει με φτερά ουράνιου τόξου; Κι εγώ τι θ’ απογίνω – υπάρχω ή είμαι απλά μια φαντασίωση, ένας ιριδισμός ονείρου;
Όλοι οι μεγάλοι ιάπωνες λογοτέχνες έχουν καταφύγει σε στιγμές σαν αυτές στα έργα τους. Από τον Καβαμπάτα ως τον Μουρακάμι, θα συναντήσεις περιγραφές όπου η πεζή πραγματικότητα μοιάζει να σμίγει με κάτι που αιωρείται πέρα και πάνω από αυτήν: δεν είναι όνειρο όμως, ούτε κάποια υπερφυσική δύναμη. Πρόκειται μάλλον για μια εναλλακτική, καταχωνιασμένη όψη του πραγματικού, που εντυπωσιάζει όχι γιατί ξεπερνάει τις αισθήσεις μας – μα γιατί εμβαθύνει σε αυτές. Σα να βλέπουμε κάτι που έχουμε δει ξανά – κι όμως νιώθουμε πως το βλέπουμε για πρώτη φορά.
Το σημερινό λογοτεχνικό απόσπασμα, λοιπόν, θα μας μεταφέρει στο Κιότο της δεκαετίας του 40 – λίγο πριν τη λήξη του πολέμου. Προέρχεται από τον «Ναό του Χρυσού Περιπτέρου» του Γιούκιο Μισίμα [Yukio Mishima, The Temple of the Golden Pavilion (金閣寺, Kinkaku-ji), πρώτη έκδοση το 1956]. Η σκηνή που θα δούμε σίγουρα απέχει πολύ από το να χαρακτηρίζεται «καθημερινή» – μα φέρει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε: την ονειρική διάθεση, την αίσθηση πως βλέπεις μια κρυφή πτυχή της πραγματικότητας. Είναι μια βαθιά ποιητική σκηνή, απόλυτα ρεαλιστική και υπεραισθητή ταυτόχρονα.
Δύο νεαροί φίλοι επισκέπτονται μια μέρα τον βουδιστικό ναό Nanzen-ji, γνωστό και ως «Γκοχόρο». Το τοπίο είναι παραδομένο στις χαρές της άνοιξης, ενώ αισθητή είναι η ανθρώπινη απουσία: λόγω του πολέμου ήταν σπάνια η παρουσία επισκεπτών στον ναό.
Μοιάζει σαν μια μέρα όπως όλες – ήσυχη, ανέμελη. Εκεί που χαζεύουν τ’ αξιοθέατα του ναού, όμως, παρατηρούν μια σκηνή που τους αφήνει έκθαμβους: Μια γυναίκα κάθεται γονατισμένη στο κέντρο μιας αίθουσας. Είναι ενδεδυμένη μ’ ένα πολυτελές κιμονό («τόσο φανταχτερό […], που αν κάποιος έβγαινε με τέτοια εμφάνιση, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα τον επέκριναν για έλλειψη πατριωτικής λιτότητας αναγκάζοντάς τον να γυρίσει στο σπίτι του και να αλλάξει»). Μοιάζει ψεύτικη, «σαν κούκλα».
Τότε εμφανίζεται ένας άντρας, στρατιωτικός. Η γυναίκα του παραχωρεί την κούπα του τσαγιού, σύμφωνα με την καθιερωμένη τελετή… και, τότε, προς έκπληξη των απορημένων φίλων που παρατηρούν κρυμμένοι έξω απ’ το παράθυρο, άνοιξε το κιμονό της……..
Newsletter. Ο ταχυδρόμος του Κουνελιού έχει ξεκινήσει να μοιράζει τα πρώτα μας newsletter. Για να μένετε ενημερωμένοι για τις νεότερες δημοσιεύσεις μας μέσω του email σας, κάντε κι εσείς εγγραφή – είναι πολύ απλό: πηγαίνετε στη δεξιά στήλη και θα δείτε την επιλογή να συμπληρώσετε το email σας και να πατήσετε “εγγραφή”. Και αυτό ήταν – θα λαμβάνετε τρία περίπου γράμματα τον μήνα. Αν είστε σε κινητό, η συγκεκριμένη στήλη βρίσκεται στο κάτω μέρος της ανάρτησης, θα τη δείτε κάνοντας scroll down.
Ένα απόσπασμα από τον «Ναό του Χρυσού Περιπτέρου» του Γιούκιο Μισίμα
«Στην άκρη του χαλικοστρωμένου μονοπατιού κυλούσε ένα ρυάκι με λαγαρό νερό, όπου κάποια όμορφα υδρόβια φυτά πηγαινοέρχονταν με το ρεύμα. Σύντομα ορθώθηκε μπροστά μας η περίφημη «Πύλη Σάμμον». Στον περίβολο του ναού δεν υπήρχε ψυχή. Ανάμεσα στη νιόβγαλτη πρασινάδα αντανακλάτο το φως των κεραμιδιών της στέγης του ναού, ίδιων με μεγάλο ανοιχτό βιβλίο πατιναρισμένο από τον χρόνο. Τι νόημα θα μπορούσε άραγε να έχει ο πόλεμος σε μια τέτοια στιγμή; Σε κάποιους τόπους, κάποιες ώρες, ο πόλεμος μου φαινόταν σαν ένα υπερκόσμιο πνευματικό γεγονός που δεν υπήρχε παρά μόνο στην ανθρώπινη συνείδηση.
Ήταν ίσως στην πύλη Σάμμον, όπου ο περίφημος αρχαιοκάπηλος Ισικάουα Γκοεμόν είχε απολαύσει κάποτε, με το ένα πόδι στο παραπέτο, τη θέα των λουλουδιών που βρίσκονταν εκεί σε πλήρη άνθιση. Αισθανόμασταν κι οι δυο μας σαν παιδιά και, παρότι εκείνη την εποχή οι κερασιές δεν είχαν παρά μόνο τη φυλλωσιά τους, κάναμε τη σκέψη να αγναντέψουμε το τοπίο όπως το είχε αγναντέψει ο Γκοεμόν από την ίδια θέση. Πληρώσαμε το ευτελές δικαίωμα εισόδου και ανεβήκαμε τα ξύλινα σκαλοπάτια, ολότελα μαυρισμένα από το διάβα του χρόνου. Στην πάνω αίθουσα, όπου συνήθως τελούνταν κάποιοι θρησκευτικοί χοροί, ο Τσουρουκάουα χτύπησε το κεφάλι του στο χαμηλό ταβάνι. Έσκασα στα γέλια, την αμέσως επόμενη όμως στιγμή χτύπησα κι εγώ το δικό μου. Κάναμε τον γύρο ακόμη μια φορά, αρχίσαμε και πάλι την ανάβαση, ώσπου, τελικά, φτάσαμε στην κορυφή του πύργου. […]
Αφού χόρτασαν τα μάτια μας από το τοπίο, βγάλαμε τα παπούτσια μας και μπήκαμε στην αίθουσα με σεβασμό σαν δυο τυπικοί νεοφώτιστοι. Ήταν μια αίθουσα σκοτεινή, με εικοσιτέσσερις ψάθες σκορπισμένες στο δάπεδο. Στο κέντρο της, ορθωνόταν ένα άγαλμα του Σακαμούνι. Τα χρυσαφένια μάτια των δεκάξι μαθητών του Δασκάλου έλαμπαν στο πυκνό σκοτάδι. Βρισκόμασταν στο περίφημο Γκοχόρο ή Πύργο των Πέντε Φοινίκων. […]
Σταθήκαμε σαν δυο συνηθισμένα κολεγιόπαιδα, με τον οδηγό στο χέρι, περιφέροντας το βλέμμα μας στις ζωηρόχρωμες τοιχογραφίες της οροφής, που αποδίδονταν στον ζωγράφο Τάνυου Μορινόμπου της σχολής του Κάνο και στον Χόγκαν Τοκουέτσου της σχολής του Τόζα.
Από τη μια πλευρά της οροφής, έβλεπες απεικονίσεις αγγέλων που πετούσαν στον ουρανό παίζοντας φλογέρα και την πανάρχαια biwa. Αλλού, ένα καλαβίνκα φτερούγιζε παρουσιάζοντας στο ράμφος του μια λευκή παιωνία: πρόκειται για το μελωδικό πουλί που, όπως περιγράφεται στις σούτρα, ζει στο όρος Σεσάν. Το επάνω μέρος του σώματός του ανήκει σε ένα στρουμπουλό κορίτσι, ενώ το κάτω έχει μορφή πουλιού. Στο κέντρο της οροφής ήταν ζωγραφισμένο το μυθικό πουλί που υποτίθεται πως είναι σύντροφος του φοίνικα που δεσπόζει στον Χρυσό Ναό. Έμοιαζε με λαμπρό ουράνιο τόξο, εντελώς διαφορετικό από το μεγαλόπρεπο χρυσό πουλί, που μου ήταν τόσο οικείο.
Γονατίσαμε μπροστά στο άγαλμα του Σακαμούνι ενώνοντας ευλαβικά τα χέρια μας. Ύστερα, εγκαταλείψαμε εκείνη την αίθουσα. Ήταν, ωστόσο, δύσκολο να κατέβουμε από την κορυφή του πύργου. Στηριχτήκαμε από τη νότια πλευρά στην κουπαστή της σκάλας την οποία είχαμε ανέβει. Είχα την αίσθηση ότι διέκρινα κάπου μια μικρή ελικοειδή γραμμή, χρωματιστή, θεσπέσια, παραμένον είδωλο, δίχως άλλο, των μεγαλόπρεπων αποχρώσεων που είχα δει πριν λίγο στις τοιχογραφίες της οροφής. Αυτή η συμπύκνωση των πλούσιων χρωμάτων μου έδινε την αίσθηση ότι το πουλί Καλαβίνκα ήταν κρυμμένο κάπου ανάμεσα στα νιόβγαλτα φύλλα ή στα κλαδιά των πράσινων εκείνων πεύκων που βρίσκονταν απλωμένα κάτω μας, αφήνοντας φευγαλέα να διαφανεί μια άκρια των θεσπέσιων φτερών του. […]
Ο κήπος οδηγούσε σε ένα αχανές δωμάτιο, με συρτές πόρτες διάπλατα ανοιγμένες. Στο εσωτερικό του έβλεπες κάθε λεπτομέρεια – και τα κλιμακωτά ράφια του δωματίου. Ένα ζωηρόχρωμο άλικο χαλί ήταν απλωμένο στο δάπεδο: προφανώς το δωμάτιο εχρησιμοποιείτο ή νοικιαζόταν για τις τελετές του τσαγιού. Μια νεαρή γυναίκα ήταν καθισμένη εκεί.
Ακριβώς αυτή η φιγούρα ήταν που με είχε θαμπώσει: στη διάρκεια του πολέμου, κανείς δεν συναντούσε μια γυναίκα ντυμένη με ένα τόσο φανταχτερό κιμονό με μακριά μανίκια. Αν κάποιος έβγαινε με τέτοια εμφάνιση, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα τον επέκριναν για έλλειψη πατριωτικής λιτότητας αναγκάζοντάς τον να γυρίσει στο σπίτι του και να αλλάξει. Πόσο θεσπέσιο ήταν αυτό το φόρεμα! Αν και δεν μπορούσα να διακρίνω τις λεπτομέρειες του σχεδίου, έπεσε στην αντίληψή μου ότι, σε ένα ανοιχτογάλαζο φόντο, ήταν ζωγραφισμένα και κεντημένα διάφορα λουλούδια, και ότι χρυσές κλωστές λαμπύριζαν στην κατακόκκινη ζώνη. Λες και η ατμόσφαιρα γύρω της φωτιζόταν από τη λαμπρότητα της αμφίεσής της. Η όμορφη νεαρή γυναίκα καθόταν στο δάπεδο σε μια στάση υπέρκομψη. Αντικρίζοντας τη χλομή της κατατομή, ίδιο σμιλεμένο ανάγλυφο, δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ αν ήταν πράγματι ζωντανή.
«Θεέ μου!», είπα τραυλίζοντας ελεεινά. «Μπορεί να είναι όντως ζωντανή;»
«Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ. Θα ‘λεγες ότι πρόκειται για κούκλα!» αποκρίθηκε ο Τσουρουκάουα.
Στηριγμένος γερά στο κιγκλίδωμα, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της.
Εκείνη τη στιγμή, ξεπρόβαλε από το βάθος του δωματίου ένας νεαρός αξιωματικός του στρατού με τη στολή του. Έμειναν για μια στιγμή ήρεμα καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον.
Η γυναίκα σηκώθηκε και εξαφανίστηκε αθόρυβα στο σκοτάδι του διαδρόμου. Ύστερα από λίγο ξαναγύρισε φέρνοντας ένα φλιτζάνι τσάι. Μια ανάλαφρη αύρα λίκνιζε τα μακριά μανίκια της. Γονατισμένη μπροστά στον άντρα, του πρόσφερε το τσάι. Αφού έγιναν όλα σύμφωνα με τους καθιερωμένους τύπους, ξαναγύρισε στην αρχική της θέση. Ο άντρας είπε κάτι δίχως τα χείλη του να αγγίξουν ακόμη το τσάι. Αυτές οι στιγμές μου φάνηκαν παράξενα μακρόσυρτες και γεμάτες ένταση. Η γυναίκα έσκυψε με σεβασμό το μέτωπό της.
Τότε ακριβώς συνέβη το απίστευτο. Καθισμένη με απόλυτη ακαμψία, εκείνη ξέσφιξε ξαφνικά το γιακά του κιμονό της. Μπορούσα σχεδόν να ακούσω το θρόισμα του μεταξιού καθώς τραβούσε το ρούχο της κάτω από τη δύσκαμπτη ζώνη. Είδα τότε τα άσπρα της στήθια. Κράτησα την ανάσα μου. Η γυναίκα έπιασε τον έναν από τους κατάλευκους μαστούς στα χέρια της. Κρατώντας το σκοτεινόχρωμο φλιτζάνι με το τσάι, ο αξιωματικός γονάτισε μπροστά της. Εκείνη έτριψε το στήθος της με τα δυο της χέρια.
Χωρίς να μπορώ να πω ότι τα είδα όλα αυτά, ένιωσα με κάθε σαφήνεια – σαν να είχαν όλα συμβεί μπροστά στα μάτια μου – πώς το άσπρο και ζεστό γάλα ανέβλυσε από το στήθος στο βαθυπράσινο τσάι που άφρισε στο φλιτζάνι, πώς καταστάλαξε μέσα στο υγρό αφήνοντας πάνω πάνω λευκές σταγόνες, πώς η ήρεμη επιφάνεια του τσαγιού έγινε θολή και άφρισε από το χιονάτο εκείνο στήθος.
Ο άντρας έφερε το φλιτζάνι στα χείλη του και ήπιε κάθε σταγόνα από το μυστηριώδες εκείνο τσάι. Η γυναίκα έκρυψε ξανά το στήθος της μέσα στο κιμονό.
Ο Τσουρουκάουα και εγώ κοιτάζαμε τη σκηνή με τεταμένη την προσοχή μας. Αργότερα, όταν τα εξετάσαμε όλα αυτά μεθοδικά, πιστέψαμε πως θα επρόκειτο σίγουρα για την αποχαιρετιστήρια τελετή ανάμεσα σε έναν αξιωματικό, έτοιμο να ξεκινήσει για το μέτωπο, και τη γυναίκα που του είχε χαρίσει ένα παιδί. Ωστόσο, η συγκίνηση εκείνης της στιγμής μας εμπόδιζε να δώσουμε οποιαδήποτε λογική εξήγηση.
Είχαμε το βλέμμα τόσο έντονα καρφωμένο εκεί, που μας έλειπε κάθε άνεση για να παρατηρήσουμε ότι το ζευγάρι είχε βγει από το δωμάτιο όπου δεν απέμενε παρά το μεγάλο κόκκινο χαλί.»
Η μετάφραση του «Ναού του Χρυσού Περιπτέρου» είναι της Λήδας Παλλαντιου. Παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι, Μάρτιος 21.
3 Responses
Υπέροχο απόσπασμα!! Συγχαρητήρια για το blog σου Κούνελε!!
Ανακάλυψα τον Γιούκιο Μισίμα τον προηγούμενο μήνα εντελώς τυχαία, μιας και είπα να δοκιμάσω λιγάκι την αντοχή μου στην ιαπωνική λογοτεχνία και δίχως να έχω και πολλές προσδοκίες καθότι η σύγχρονη ιαπωνική κουλτούρα μου είναι κάπως απωθητική. Τελικά ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Πρόκειται για συγκλονιστικό συγγραφέα και είναι κατάφωρη αδικία που δεν πήρε το Νόμπελ. Αν δεν έχεις ήδη διαβάσει το “οι εξομολογήσεις μιας μάσκας” διάβασέ το. Θα σε στοιχειώνει για πάντα.
Γεια σου, Άλκηστη! Καλώς ήρθες στα λημέρια μου. Πόσο ωραίο είναι να ανακαλύπτουμε συγγραφείς που δεν γνωρίζαμε και να μας κάνουν το κλικ, ε? Ο Μισίμα έχει εξαιρετική γραφή και αξίζει να τον ψάξει περισσότερο ο κόσμος – ο ίδιος θα επανέλθω, μελλοντικά. Δεν το έχω διαβάσει το βιβλίο που μου πρότεινες, μα είναι βέβαιο πως θα το κάνω – ευχαριστώ πολύ!
Να είσαι καλά και να γεμίζεις με πολιτισμικό φως τις σελίδες της ζωής μας!! Καλώς σε βρήκα!