“Τί θα γινόταν εάν…” Όταν ο Λύκος της Στέπας γύρισε πίσω στον χρόνο

Enter the rabbit's lair...

Τί θα γινόταν εάν... Όταν ο Λύκος της Στέπας του Έσσε γύρισε πίσω στον χρόνο... (λόγια και εικόνα από το Φονικό Κουνέλι) / "What If..." Hermann Hesse's Steppenwolf spring love of youth

«Όλα ήταν όπως τότε και μου φάνηκε πως ποτέ δεν ερωτεύτηκα στη ζωή μου όπως ερωτεύτηκα τη Ρόζα εκείνη τη μέρα. Τώρα, όμως, μου δινόταν η ευκαιρία να τη χαιρετήσω διαφορετικά απ’ ό,τι έκανα τότε…»

Αυτό είναι ένα νυχτερινό κείμενο που γεννήθηκε από δυο πηγές: τον Λύκο της Στέπας του Έρμαν Έσσε και το Loom of the Land του Nick Cave. Άκουσα το τραγούδι (πολλές φορές, στο repeat) – σκέφτηκα το βιβλίο, βρήκα το απόσπασμα – και όσα βλέπεις στη συνέχεια, λόγος και εικόνα, έγιναν σχεδόν αυθόρμητα.

Όταν διάβασα για πρώτη φορά τον Λύκο της Στέπας, στα είκοσί μου, εντυπωσιάστηκα από κάποια πράγματα… και προσπέρασα κάποια άλλα. Με εντυπωσίασε ο αντικομφορμισμός του κεντρικού ήρωα, με συντάραξε η συμπληρωματικότητα των αντιθέτων του, με προβλημάτισε η καυστική κριτική του σύγχρονου πολιτισμού. Στον ανήσυχο και γεμάτο αντιφάσεις εαυτό μου των πρώιμων φοιτητικών χρόνων, ο “Λύκος της Στέπας” έμοιαζε σαν πολύτιμος οδηγός.

Όταν ξαναδιάβασα το βιβλίο στα 36 μου, εντόπισα κάποια άλλα στοιχεία, που είχα παραβλέψει στην πρώτη ανάγνωση. Κάποια στοιχεία που δύσκολα θα κατανοούσε και θα εκτιμούσε ένας εικοσάρης – ένας εικοσάρης που, σε τελική ανάλυση, αποζητά οδηγούς για το μέλλον. Το στοιχείο της αναπόλησης και της νοσταλγίας είναι άγνωστο στον εικοσάρη. Εκείνο το τρομερό “Εάν” – που κάποιες υπερβολικά ήσυχες νύχτες θέτουμε στον εαυτό μας. Εκείνο το “εάν είχα κάνει αυτή την κίνηση, τότε, τί θα είχε συμβεί άραγε;”…

Ένα τέτοιο απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Έσσε θα μοιραστώ σήμερα. Ένα απόσπασμα τόσο απλό σαν σύλληψη, που στα είκοσί μου ίσως να μην το παρατήρησα καν. Σε αντίθεση με άλλα σημεία του βιβλίου, που παραπέμπουν περισσότερο στον ήχο της βροντής, αυτό το απόσπασμα μοιάζει περισσότερο με σιγανό ψιλόβροχο… Φέρει βαθιά μέσα της τη νοτισμένη μυρωδιά της αναπόλησης.

Πάνω απ’ όλα: εκπληρώνει έναν ασίγαστο πόθο όλων μας. Τον πόθο να γυρίζαμε πίσω τον χρόνο και να “πράτταμε αλλιώς”. Να μπορείς να πλησιάσεις πάλι εκείνη την κοπέλα που σου άρεσε και για κάποιο λόγο άφησες να φύγει… Να την πλησιάσεις και να της πεις εκείνο που ποτέ δεν της είπες.

Ή την ευχή: να σου έλεγε εκείνη αυτό που ποτέ δεν σου είπε.

Όταν λοιπόν διάβασα ξανά αυτό το σημείο του βιβλίου, στα 36 μου, απέμεινα για πολλή ώρα σιωπηλός – να σκέφτομαι. “Πώς μου είχε διαφύγει αυτό το απόσπασμα μικρός;”, σκεφτόμουν. Και μαζί με αυτό σκεφτόμουν άλλα… πολλά ακόμα.

Ας δούμε το κείμενο, λοιπόν. Ένα κείμενο όπου ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου του Έσσε, αποκτά για λίγο τη μοναδική δυνατότητα να γυρίσει πίσω στον χρόνο, να δει πάλι την κοπέλα που του άρεσε – και, για μια φορά, να πράξει διαφορετικά.

«ΣΤΕΚΟΜΟΥΝ Σ’ ΕΝΑΝ από τους λοφίσκους της μικρής πόλης όπου είχα ζήσει μικρός. Ο αέρας έφερνε στα μαλλιά μου την πνοή της άνοιξης και τη μυρωδιά των λουλουδιών. […] Τα ξαναθυμήθηκα όλα. Ζούσα την τελευταία ώρα των εφηβικών μου χρόνων, ένα κυριακάτικο απόγευμα στο τέλος της άνοιξης, τη μέρα που σ’ ένα μοναχικό περίπατό μου συνάντησα τη Ρόζα Κράισλερ, τη χαιρέτησα δειλά και την ερωτεύτηκα θεότρελα.

Εκείνη τη μέρα, μόνη και ρεμβαστική, ανέβηκε το λοφίσκο προς τη μεριά μου. Δε με είχε δει κι ο ερχομός της με γέμισε φόβο κι αδημονία. Είδα τα μαλλιά της χωρισμένα σε δυο χοντρές πλεξούδες, είδα τα μάγουλά της να τα χαϊδεύει ο άνεμος, είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου πόσο όμορφη ήταν, πόσο χαριτωμένα και προκλητικά έπεφτε το λεπτό, γαλάζιο φουστάνι πάνω στο νεανικό κορμί της. Κι όπως η πιπεράτη γεύση του μασημένου φύλλου με διαπερνούσε με την τρομαχτική απόλαυση και την οδύνη της άνοιξης, έτσι κι η θέα του κοριτσιού με γέμιζε με το θανάσιμο προμήνυμα του έρωτα, το προμήνυμα της γυναίκας. Η στιγμή εκείνη ήταν ένα ξάφνιασμα και μια ακαθόριστη προειδοποίηση για τις τεράστιες πιθανότητες που ξανοίγονταν μέσα μου, τις διάχυτες υποσχέσεις κι ανείπωτες ηδονές, τους ακατανόητους ακόμα φόβους και αγωνίες, τις οδύνες και την αναμονή μιας λύτρωσης από την πιο βαθιά, πιο ενδόμυχη ενοχή. Ω, πόσο αδρή ήταν η πικρή γεύση της άνοιξης στη γλώσσα μου! Και πόσο παιχνιδιάρικα ανέμιζαν οι πλεξούδες των μαλλιών της πάνω στα ρόδινα μάγουλά της!

Είχε φτάσει πολύ κοντά τώρα. Κοίταξε προς το μέρος μου και με αναγνώρισε. Για μια στιγμή κοκκίνισε και γύρισε το βλέμμα της αλλού, αλλά όταν έβγαλα το μαθητικό πηλίκιό μου και τη χαιρέτησα είχε ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της και μου ανταπόδωσε το χαιρετισμό με το χαμόγελο μιας ώριμης γυναίκας. Ύστερα ολότελα κύρια της κατάστασης συνέχισε αργά τον περίπατό της μέσα σ’ ένα φωτοστέφανο από χιλιάδες λατρευτικές ευχές και ελπίδες που έστειλα ξοπίσω της.

Αυτά είχαν γίνει μια Κυριακή, τριάντα πέντε χρόνια πριν, και ξαναγύρισαν όλα τους μέσα μου εκείνη τη στιγμή. Ο λόφος και η πόλη, ο μαρτιάτικος άνεμος κι η γεύση του φύλλου, η Ρόζα και τα καστανά μαλλιά της, το ανάβλυσμα του πόθου και η γλυκιά ασφυκτική αγωνία. Όλα ήταν όπως τότε και μου φάνηκε πως ποτέ δεν ερωτεύτηκα στη ζωή μου όπως ερωτεύτηκα τη Ρόζα εκείνη τη μέρα. Τώρα, όμως, μου δινόταν η ευκαιρία να τη χαιρετήσω διαφορετικά απ’ ό,τι έκανα τότε. Την είδα να κοκκινίζει όταν με αναγνώρισε και την προσπάθεια που έκανε για να το κρύψει και κατάλαβα μονομιάς πως της άρεσα και πως αυτή η συνάντηση σήμαινε γι’ αυτή το ίδιο που σήμαινε και για μένα. Κι αυτή τη φορά, αντί να κρατήσω τους ανόητους τύπους βγάζοντας το καπέλο μου μέχρι ν’ απομακρυνθεί, σε πείσμα της αγωνίας μου που έφτανε τα όρια της τρέλας, έκανα αυτό που το αίμα μου με πρόσταζε να κάνω. Φώναξα:

«Ρόζα! Δόξα σοι ο θεός, ήρθες ομορφούλα μου. Σ’ αγαπώ τόσο πολύ». Ίσως να μην ήταν το πιο έξυπνο πράγμα που θα μπορούσε να ειπωθεί εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν υπήρχε ανάγκη για εξυπνάδες. Κι αυτό που είπα έφτανε και παράφτανε. Η Ρόζα δε φόρεσε το ύφος της μεγάλης γυναίκας ούτε κι έφυγε. Σταμάτησε, με κοίταξε και, κοκκινίζοντας ακόμα περισσότερο, είπε:

«Ας είναι δοξασμένο τ’ όνομα του θεού, Χάρυ – στ’ αλήθεια σ’ αρέσω;». Τα καστανά της μάτια έλαμψαν φωτίζοντας το δυνατό πρόσωπό της και μου έδειξαν πως η περασμένη μου ζωή κι όλοι οι έρωτές μου ήταν όλα τους ψεύτικα και συγχυσμένα, γεμάτα ανόητη κι ανώφελη δυστυχία από τη στιγμή που εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα είχα αφήσει τη Ρόζα να προσπεράσει. Τώρα, όμως, το λάθος είχε διορθωθεί. Όλα έγιναν σωστά και όλα ήταν ωραία.»

Hermann Hesse, “Der Steppenwolf”, 1927, σε μετάφραση Γ. Κωστόπουλου.

Όπως έχω γράψει αλλού, πολλά κείμενα γεννιούνται μέσα από αισθήματα και αναπολήσεις τραγουδιών. Κλείνω με το τραγούδι που ενέπνευσε, λοιπόν, την παρούσα ανάρτηση… Το τραγούδι που μ’ έκανε να θυμηθώ τον “Λύκο της Στέπας”… και πολλά άλλα.

Tags: , , , , , , , , , , , ,

2 Responses

  1. Γλαύκη says:

    Καλησπέρα, Κούνελε, μετά από καιρό!
    Γνωρίζεις ότι μου αρέσει ο Έσσε και έκανες μια όμορφη επιλογή εδώ! Κι εγώ κάπου στα είκοσι διάβασα τον λύκο του!
    Ταιριάζει απόλυτα το απόσπασμα με αυτό που ήθελες να εκφράσεις. Μετά από τραγικές φάσεις της ζωής μου αντιλήφθηκα ότι κάθε στιγμή έχει αξία και επειδή δεν ξέρουμε τι μας περιμένει, πρέπει να λέμε αυτό που αισθανόμαστε και να μη χάνουμε την ευκαιρία που μας δίνεται. Άργησα να το μάθω, όμως έπαιξε σημαντικό ρόλο για τη συνέχεια.
    Επίσης, πιστεύω ότι ότι ποτέ δεν είναι αργά να εκφράσουμε εκείνο που δεν είπαμε σε όποια συνθήκη, ώστε να μην μένει ως απωθημένο. Μόνη εξαίρεση και εμπόδιο είναι ο θάνατος.
    Ελπίζω να μην βάρυνα την ατμόσφαιρα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *