Πιεράκο, αυτό το αφιέρωμα είναι δικό σου

Enter the rabbit's lair...

Ένα αφιέρωμα σε έναν υπέροχο γάτο, τον Πιέρ

Και η ζωή συνεχίζεται, φίλε μου. Συνεχίζουμε να τρώμε, να κοιμόμαστε, να ονειρευόμαστε και να κάνουμε δύσκολες τις ζωές μας. Η γνωστή ανθρώπινη, υπερβολικά ανθρώπινη πραγματικότητα, όπως τη θυμάσαι και την έζησες. Ακόμα δίνουμε αξία σε λάθος πράγματα. Και η ζωή κυλά και ορισμένες στιγμές αναλογιζόμαστε την φρενίτιδα του χρόνου και την ευθραυστότητα όσων αγαπούμε – σπάνια όμως η συνειδητοποίηση μας ταρακουνά προς τη σωστή κατεύθυνση. Τον περισσότερο καιρό επιλέγουμε απλά να το αγνοήσουμε και να πράξουμε λες και όλα διαρκούν για πάντα, λες κι εμείς οι ίδιοι είμαστε αιώνιοι.

Η τέχνη. Να ποια είναι η παρηγοριά και το φάρμακό μας. Η δικαίωση της παρουσίας μας εδώ – τουλάχιστον για εμάς τους ίδιους. Για τους εκπροσώπους τους είδους σου βέβαια τέτοια πράγματα είναι αμελητέα. Δεν έχετε ανάγκη από παρηγοριές και καρυκεύματα. Φαγητό, χάδι, παιχνίδι – αρκούν και είστε ευτυχισμένοι. Ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά που αγάπησα σε σένα: η ανεπιτήδευτη απλότητά σου. Η ατέλειωτή σου άνεση. Η ήρεμή σου δύναμη. Κάθε κίνηση ήταν μεστή σημασίας, κάθε τέντωμα της ουράς, κάθε τίναγμα του αυτιού, κάθε γουργουρητό. Ένας γάτος-βούδας. Ζούσες στο τώρα και για τον λόγο αυτό ήσουν άχρονος. Κοιτάζω τα μάτια της γάτας και βλέπω την αιωνιότητα, είχε πει ο Μπωντλαίρ. Η τέχνη, που λες. Ευτυχώς που υπάρχει και μας υπενθυμίζει εκείνο που λησμόνησαν τα ένστικτά μας, εκείνο που γνωρίζετε καλύτερα από μας.

Αυτό είναι το αφιέρωμά μου σε σένα, Πιεράκο. Πέρασαν σχεδόν δύο μήνες και το έγραψα σε δόσεις – δυσκολευόμουν, ομολογώ. Μα όσο περνάει ο καιρός και κοιτάζω πίσω, γνωρίζω καλά ένα πράγμα: σημασία δεν έχει το τέλος, μα η ζωή που έκανες όσο ήσουν εδώ. Η αγάπη που έδωσες και πήρες. Και αυτό ισχύει για κάθε έναν από μας ξεχωριστά.

Ποιος ξέρει. Ίσως κάποτε το άχρονο αυτό πνεύμα σου βρει τον τρόπο να τρυπώσει μες στις λέξεις κάποιου βιβλίου. Όπως έγινε με τον πνευματώδη γάτο Μουρ του Χόφμαν, τον αξιαγάπητο γάτο του Εμμανουήλ Ροΐδη, το Μαγικό Ζώο του Μπόρχες, τη γατοπαρέα του Μουρακάμι, τις εξεγερμένες γάτες του Νιλ Γκέιμαν, τα αιλουροειδή του Μπουκόφσκι, τον φιλοσοφημένο γάτο του Νατσούμε Σοσέκι – και φυσικά το αιώνιο αιλουροειδές που ύμνησε ο Μπωντλαίρ.

Μα προς το παρόν καταχωρώ αυτά εδώ τα λόγια. Κι εσύ, φίλε μου, μπορείς ελεύθερα να γυρίζεις εδώ κι εκεί, ανάμεσα στις λέξεις, γεμίζοντάς τες νόημα.

Ο Πιεράκος, ένας αγαπημένος γατούλης

Πρώτο μέρος. Η μικρή Εδέμ.

Στην αρχή πάντα βρίσκεται ένας Παράδεισος. Και κάποια στιγμή εξαναγκάζεσαι να φύγεις. Είτε μιλάμε για τους θρησκευτικούς μύθους, είτε για την απώλεια της παιδικής ηλικίας, είτε για το ξεκίνημα μιας σχέσης, είτε ακόμα και για την απόπειρα ανασύστασης κάποιας αρχέγονης κοινωνικής ουτοπίας, η ζωή δεν είναι τίποτα περισσότερο από την προσπάθειά μας να ζήσουμε ξανά εκείνο που χάσαμε. Να επαναφέρουμε κάποιο ουσιώδες νόημα σε μια πραγματικότητα που μοιάζει να το έχασε. Να αναβιώσουμε την επαφή με τη φύση έξω από εμάς και τη φύση μέσα μας. Να γίνουμε πάλι ένα με τον κόσμο που μας περιβάλλει.

Αλίμονο – κάπου χάσαμε τη μπάλα. Που να βρίσκεται η Αριάδνη να μας καθοδηγήσει έξω απ’ τον λαβύρινθο με το νήμα της; Και αν στην άκρη του νήματος δεν βρίσκεται η Αριάδνη, μα μια μεγάλη χνουδωτή γάτα – μια γάτα που παίζει μ’ ένα κουβάρι;…

Οι παλιοί αναγνώστες του Κουνελιού θα θυμούνται την ιστορία της Φατσούλας. Βρίσκεται εκεί, καταχωνιασμένη σε μια ζεστή γωνιά της Κουνελοχώρας. Η απώλεια της Φατσούλας, τον καιρό εκείνο, ήταν εκείνη που με ώθησε να κάνω ένα καινούργιο ξεκίνημα και ν’ αναζητήσω ένα νέο σπίτι. Η απώλεια της Φατσούλας ήταν εκείνη που με οδήγησε, με τον τρόπο της, στον Πιέρ.

Κύκλος.

Το νέο σπίτι που βρήκα ήταν μια μικροσκοπική χαμηλή φωλιά. Βρισκόταν σε μια όμορφη περιοχή μπροστά σε πεζόδρομο, ξέχειλη με αδέσποτες γάτες. Μια περιοχή που δεν θύμιζε πόλη. Ασφαλώς οι γάτες δεν άργησαν να με ανακαλύψουν και άρχισαν να με επισκέπτονται, αρχικά στην εξώπορτα, σταδιακά κάνοντας κάποιες επιφυλακτικές επισκέψεις στο εσωτερικό. Τις άφηνα όλες. Στην πορεία ο αριθμός τους αυξανόταν. Σα να σφύριζαν η μία στην άλλη: «ε, παιδιά, εδώ είναι ένας τύπος με μάσα! Δικός μας! Ντου!»

Ανάμεσα στους επισκέπτες ήταν το περήφανο Ρινάκι, η αφοσιωμένη Βούρτσα, ο πανέξυπνος Μάγκας, ο τρυφερός Μπούμπης, η ηλικιωμένη Αρκούδα, η χνουδωτή Φρου Φρου, η μαυριδερή Μπιλίτσα – και, έναν χρόνο αφού είχα εγκατασταθεί στο νέο σπίτι, ο Πιέρ.

Σπίτι με τον Πιέρ και τα γατιά

Ο Πιέρ και η γατοπαρέα

Ο Πιεράκος, ένας αγαπημένος γατούλης

Ο Πιεράκος, ένας αγαπημένος γατούλης

Ο Πιέρ αραχτός. Ένας αξιαγάπητος γατούλης

Εμφανίστηκε σαν τζίνι, από το πουθενά. Μπήκε μέσα, δίχως περιφράσεις, δίχως αναστολές. Έφαγε και άραξε μετά πάνω στο κρεβάτι, γλύφοντας με περιπάθεια τον εαυτό του. Αυτό ήταν. Όλα έμοιαζαν απλά και εύκολα – μα τέτοιος ήταν ο Πιέρ: τα έκανε όλα να μοιάζουν απλά και εύκολα. Εκεί που άλλες γάτες ήθελαν τον χρόνο τους και άφθονη επιμονή εκ μέρους μου για να εξοικειωθούν με το περιβάλλον και με μένα τον ίδιο, ο Πιέρ ήρθε χαλαρά και άπλωσε, από την πρώτη κιόλας μέρα, το μεγαλόσωμο κορμί του στα μαλακά παπλώματα. Να είχε άραγε εξοικειωθεί από παλιά με κάποιο άλλο περιβάλλον σπιτιού; Ποιος ξέρει.

Επέλεξα το όνομα «Πιέρ» από τον «Πόλεμο και Ειρήνη» του Τολστόι. Στο βιβλίο ο Πιέρ είναι ένας αγαθός, ανεπιτήδευτος γίγαντας, ένας άντρας με ψυχή παιδιού που πασχίζει να βγάλει νόημα μέσα στον κόσμο των ανθρώπων που τον περιβάλλει. Ο Πιέρ ο γάτος, με τη σειρά του, ήταν μοναδικός. Διπλάσιος σε μέγεθος συγκριτικά με άλλα γατιά, με μια απίθανη γυριστή ουρά κι ένα αρχοντικό βάδισμα που θύμιζε τον μακρινό του ξάδερφο, το λιοντάρι. Ένα ατσούμπαλο, χοντρούλικο, συμπαθέστατο λιοντάρι. Ένας αυθεντικός Γάτος-Βούδας, καλόβολος και καλοφαγάς. Η παρουσία του και μόνο απέπνεε μια ήρεμη δύναμη.

Σταδιακά τα γατιά έκαναν το αδιανόητο: έμαθαν να μπαίνουν μόνα τους σπίτι, παρά την απουσία μου! Τα παράθυρα ήταν χαμηλά, βλέπετε, με κάγκελα. Τα είχα μονίμως ανοιχτά – με μόνη εξαίρεση τη σίτα για τα κουνούπια. Κάποιο βράδυ όμως ένας μάγκας γάτος (τον οποίο ονόμασα «Μάγκα» γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο) άνοιξε με τα πόδια του τη σίτα, κατέβηκε τη σκάλα και τρύπωσε μέσα. Και αυτό ήταν: σύντομα η γατοπαρέα τον μιμήθηκε.

Και έτσι το σπίτι μετετράπη κυριολεκτικά σε μια γατοφωλιά.

Ο Πιέρ και η γατοπαρέα

Ο Πιέρ και η γατοπαρέα

Ο Πιέρ και η γατοπαρέα

Αρκετά βράδια έφταναν να κοιμούνται σπίτι ως και οχτώ γάτες – όλες αδέσποτες ως τότε. Σέβονταν απόλυτα τον χώρο: ποτέ δεν έσπασαν κάτι, δεν λέρωναν ποτέ, αποκαλύπτοντας ένα αξιοθαύμαστο ένστικτο καθαριότητας. Καναδυο είχαν μάθει να χρησιμοποιούν την άμμο (ο Πιέρ ήταν ένας απ’ τα δυο), οι υπόλοιπες έβγαιναν έξω. Ήταν σχεδόν όλες στειρωμένες (ο Πιέρ ανάμεσά τους), χάρη σε εκείνες τις υπέροχες φιλοζωικές οργανώσεις που γυρίζουν στα στενά της πόλης και αναλαμβάνουν αυτό το σημαντικό έργο.

Πέρασε έτσι ο καιρός, με τα αιλουροειδή να γυροφέρνουν και να τεντώνονται νωχελικά στις απαλές κουβέρτες, ξετυλίγοντας σύντομες σκηνές θαλπωρής καταμεσής βιβλίων και μουσικής.

Ο Πιέρ φάνταζε σαν βασιλιάς τους. Ένας κοιλαράς, καλοβολεμένος, γαλήνιος βασιλιάς μιας μαγικής πολιτείας. Έμοιαζε αυτονόητο για όποιον τον έβλεπε να μεταφέρει το μεγαλόσωμο φουσκωτό κορμί του. Πασάς σε χαρέμι. Απόλυτα γαλήνιος, πράος, δίχως ίχνος επιθετικότητας, μπορούσες να τον χαϊδεύεις με τις ώρες. Ήταν ο πιο άφοβος απ’ τα γατιά, ο μόνος που δεν έφευγε ποτέ όταν δεχόμουν επισκέψεις φίλων, ο μόνος που δεν τρόμαζε στον ήχο της ηλεκτρικής σκούπας, ο μόνος που καθόταν αμέριμνος σα να μη συμβαίνει τίποτα. Κι ενώ άλλα γατιά κάθονταν συγκεκριμένες μόνο ώρες στο σπίτι (συνήθως τα βράδια), ο Πιέρ άραζε μέσα απ’ το πρωί ως το βράδυ – με μικροσκοπικά μόνο διαλείμματα όπου έβγαινε για έναν σύντομο περίπατο.

Με άλλα λόγια: ήταν ο πιο σπιτόγατος ανάμεσά τους. Το σπίτι μου ήταν σπίτι του.

Και όταν ερχόταν η ώρα του φαγητού και μαζώχνονταν οι γάτες – ο Πιέρ είχε την τιμητική του και σέρβιρα πάντα πρώτα σε αυτόν. Να μην αναφέρω την αχαλίνωτή του όρεξη! Μην αναφέρω τι συνέβαινε όταν παρήγγελνα σουβλάκια. Ενώ τα άλλα γατιά με άφηναν στην ησυχία μου να φάω, ο Πιέρ έπεφτε με τα μούτρα καταπάνω σε μένα και καταπάνω στο πιάτο – ήταν αδύνατο να μην του δώσω έναν εκλεκτό μεζέ. Αν δεν του έδινα, θα μου άρπαζε το φαγητό με το ζόρι. Κάποιες φορές έφτανα να δημιουργώ αντιπερισπασμούς, τοποθετώντας για παράδειγμα γατοτροφή σε απομακρυσμένο σημείο, ώστε να φάει εκεί και να προλάβω στο μεταξύ να φάω το σουβλάκι.

Αν και με κατάφερνε εύκολα, ο μούργος. Όλο και κάτι θα τσιμπούσε στο τέλος.

Δεν ήταν δίχως τις φυσικές αδυναμίες του. Τα μάτια του, συγκεκριμένα, είχαν ένα χρόνιο πρόβλημα και του παρείχα ανά διαστήματα μια θεραπεία με σταγόνες και καθαρισμό. Η ηλικία του ήταν αμφίβολη: κάποιοι τον έκαναν ηλικιωμένο, ο κτηνίατρος τον χαρακτήρισε «άχρονο» – κρατώ αυτόν τον χαρακτηρισμό. Δεν ήταν ο πιο χαριτωμένος γάτος, ή ο πιο ζωηρός γάτος, ή ο πιο ναζιάρης γάτος – μα για τον Πιέρ αυτά δεν είχαν τόση σημασία. Η παρουσία του από μόνη της απέπνεε κάτι μοναδικό. Σαν ένα παράθυρο σε έναν άλλο κόσμο.

Εξάλλου είχε κι ένα αξιαγάπητο χαρακτηριστικό γνώρισμα: έβγαζε συχνά τη γλώσσα του έξω στον ύπνο. Δεν το έχω ξαναδεί σε τέτοια έκταση αυτό σε άλλη γάτα. Ήταν ό,τι γλυκύτερο!

Ο Πιέρ αραχτός. Ένας αξιαγάπητος γατούλης

Ο Πιέρ αραχτός. Ένας αξιαγάπητος γατούλης

Ο Πιεράκος με τη γλωσσούλα του

Ο Πιέρ αραχτός. Ένας αξιαγάπητος γατούλης

Οι σχέσεις του με τις άλλες γάτες ήταν καλές – με εξαίρεση τη Βούρτσα, με την οποία για κάποιο μυστήριο λόγο είχαν μια ανταγωνιστική σχέση και τσακώνονταν συχνά. Ποιος ξέρει. Ίσως γιατί τον συναγωνιζόταν στις ώρες παραμονής στο σπίτι. Ερχόταν δεύτερη, μετά τον Πιέρ.

Μα για δύο θηλυκές γάτες έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία: η μία ήταν μια μικροσκοπική γατούλα που εμφανίστηκε κάποια μέρα σπίτι και ο Πιέρ έμοιαζε να την περιθάλπει υπό την προστασία του. Ήταν η μοναδική φορά που αγρίεψε απέναντί μου, όταν δοκίμασα να αποσπάσω τη γατούλα από την αγκαλιά του. Στην πορεία η συγκεκριμένη γατούλα ξεθάρρεψε και έμελλε να συνδεθεί «στενά» με άφθονα αρσενικά γατιά της γειτονιάς.

Πιεράκος και Μικρή. Δύο αγαπημένα γατιά

Η άλλη γάτα ήταν η Μπιλίτσα. Μια πανέμορφη και ιδιαίτερα φιλική μαύρη γάτα με ψιλή φωνή – έμοιαζε με τη Billie Holiday, εξ’ ού και το όνομα που της έδωσα. Η Μπιλίτσα υπήρξε το έτερο μισό του Πιέρ. Δεν γνωρίζω ποια ήταν η μεταξύ τους σχέση – μα κοιμόνταν συχνά αγκαλιά και αγαπούσαν βαθιά ο ένας τον άλλο. Εκείνη του έκανε μασάζ με τις πατούσες της κι εκείνος την έγλειφε με στοργή.

Κάποιες φορές, όταν κοιμόνταν, έμοιαζαν να μπλέκουν μεταξύ τους και να σχηματίζουν το σύμβολο «8»: στον ύπνο τους έσμιγαν με την αιωνιότητα.

Δύο αγαπημένα γατιά, ο Πιέρ και η Μπιλίτσα

Δύο αγαπημένα γατιά, ο Πιέρ και η Μπιλίτσα

Η πανέμορφη Μπιλίτσα, η γατούλα

 

Ο Πιέρ και η Βούρτσα. Δύο αγαπημένα γατιά

Ο Πιέρ και η γατοπαρέα

Ο Πιέρ αραχτός. Ένας αξιαγάπητος γατούλης

Δεύτερο Μέρος. Οι περιπέτειες. Η εξαναγκαστική μετακόμιση

Αυτή υπήρξε η μικρή μας Εδέμ. Και από αυτή τη μικρή Εδέμ εξαναγκάστηκα ν’ αποσχιστώ βίαια και απότομα, όταν η ιδιοκτήτρια αποφάσισε πως θέλει να «πουλήσει το σπίτι» και πως επιθυμεί να γίνουν όλα το δυνατόν γρηγορότερα. Είχα μόλις δύο μήνες στη διάθεσή μου, ώσπου να λήξει το συμβόλαιο, για να βρω καινούργιο σπίτι και να μετακομίσω. Ζήτησα περισσότερο χρόνο, κάτι που ασφαλώς προβλέπεται και ένας ανθρώπινος ιδιοκτήτης θα το λάμβανε υπόψη του. Μα η ιδιοκτήτρια αναζητούσε αφορμή για να φύγω άμεσα και τη βρήκε σε ζητήματα ηλεκτρολογικής ανεπάρκειας του σπιτιού – πως χρειάζονται επισκευές για λόγους ασφαλείας – κάτι που όφειλε να παρέχει εξαρχής ούτως ή άλλως και δεν αφορούσαν καθόλου εμένα τον ίδιο. Κάτι που θα μπορούσε να έχει γίνει δίχως να φύγω – μα, όπως έγραψα, αναζητούσε αφορμή. Ήταν ένας βαθύτατα διπρόσωπος άνθρωπος, που ως τότε με προσκαλούσε σπίτι της για κουβεντούλα (έμενε από πάνω) και μου έδινε τα κλειδιά για να ταΐζω τον γάτο της τις μέρες που απουσίαζε. Όλη η επερχόμενη ταλαιπωρία που έζησα ξεκίνησε από την εξαναγκαστική εκείνη μετακόμιση και – ναι –οφείλω να καταθέσω αυτήν εδώ την παράγραφο, για τον άνθρωπο από τον οποίο ξεκίνησε όλο αυτό. Το οφείλω στον εαυτό μου.

Από τη μέρα που έφυγα ως σήμερα, εννιά μήνες μετά, έχω επισκεφτεί πολλές φορές το παλιό σπίτι. Είναι άδειο, σκοτεινό, ακατοίκητο. Ναι, άδειο. Μια τρύπα που χάσκει. Μια τρύπα που άλλοτε φιλοξενούσε έναν μικρό παράδεισο. Τα άλλα γατιά βρίσκονται ακόμα εκεί έξω. Ξανά αδέσποτα, έχοντας πάρει και αυτά μια γεύση σπιτικής θαλπωρής. Και όταν με βλέπουν κάποια βράδια, τις ώρες που δεν έχει κόσμο, έρχονται και τα ταΐζω. Τα χαϊδεύω, κοιτάζω την κλειστή πόρτα του σπιτιού και τα μαύρα του παράθυρα – και σκέφτομαι τις μέρες που ζήσαμε παρέα και τις ωραίες μας στιγμές. Εγώ, ο Πιέρ και η γατοπαρέα.

Μα ήμασταν εκεί και τις ζήσαμε. Και αυτό μετράει επίσης. Και αυτό απαλύνει τη θλίψη.

Ο Πιέρ στη σκάλα του σπιτιού. Ένας αγαπημένος γατούλης

Ο Πιέρ αραχτός. Ένας αξιαγάπητος γατούλης

Μικροί άνθρωποι, μεγάλα ζώα

Μεταφέρω νοερά τον εαυτό μου πίσω στον δύσκολο εκείνο χειμώνα του 20. Μόνος παρέα με τον Πιέρ σ’ ένα αφιλόξενο δυάρι στην περιοχή του Θησείου – η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα πως μια όμορφη περιοχή δεν επαρκεί για να εξασφαλίσει μια ευχάριστη διαμονή. Και πως η αναζήτηση σπιτιού δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται γρήγορα και καταναγκαστικά – εκτός αν είσαι τυχερός. Η διαμονή στο νέο σπίτι υπήρξε καθ’ όλα δυσάρεστη και έληξε απότομα, μόλις έναν μήνα μετά.

Κλεισμένοι στο διαμέρισμα, σαν σαρδέλες σε κονσέρβα. Δίχως εξωτερικό χώρο, μικροσκοπικά κλειστά μπαλκόνια. Ο Πιέρ υπέφερε τις πρώτες μέρες. Έκλαιγε τις ώρες που απουσίαζα και ηρεμούσε όταν ερχόμουν. Είχε μάθει αλλιώς. Με τη γειτόνισσα (που όλως τυχαίως ήταν η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας) μας χώριζε ένας τοίχος που έμοιαζε λεπτός σαν τσιγαρόχαρτο – ακούγονταν τα πάντα. Δεν θα ξεχάσω την καταναγκαστική έκθεσή μου στην ειδησεογραφία της ημέρας, κάθε απόγευμα στις οχτώ, όταν έβλεπε τηλεόραση, αναπαυτικά ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Δεν θα ξεχάσω το καλωσόρισμα που μου επεφύλαξε λίγες μέρες αφ’ ότου ήρθα, όταν χτύπησε την πόρτα, με ενημέρωσε για τα κοινόχρηστα και μου υπαγόρεψε πως το ζώο μου «ενοχλεί» και πως «δεν επιτρέπονται κατοικίδια σύμφωνα με το καταστατικό της πολυκατοικίας». Και πως χρειάζεται «είτε να το κλείσω στον μέσα χώρο για να μην ακούγεται, είτε να το ξεφορτωθώ». Έτσι στεγνά. Καλή σας μέρα και καλώς ήρθατε.

Είχε προηγηθεί μια φρικτή περίοδος αναζήτησης σπιτιού. Έπρεπε να γίνουν όλα γρήγορα, καθώς δεν μου δόθηκε χρόνος από την πρώην ιδιοκτήτρια. Γύριζα τρεχάτος στις γειτονιές με το ποδήλατο στη βροχή, φέροντας σκόρπιες σημειώσεις αγγελιών και διευθύνσεις πάνω σε τσαλακωμένα χαρτιά. Εκτέθηκα στην ψυχρότητα μεσιτών και στη στυγνή εκμεταλλευτική διάθεση ιδιοκτητών – που αντιμετωπίζουν ένα τόσο δα διαμέρισμα σαν παλάτι και γυρεύουν να πληρώνεις τα μαλλιά της κεφαλής σου και να τους ευχαριστείς και από πάνω.

Αυτά στην πολιτεία που (ως τότε) κάλπαζε το σύστημα των air B’n’B – ή αλλιώς το σύστημα που μετατρέπει κάθε μικροϊδιοκτήτη σε στυγνό καπιταλιστή και του δίνει τη δυνατότητα να κερδοφορεί σε βάρος των στοιχειωδών αναγκών του πληθυσμού. Άντε να βρεις σπίτι της προκοπής σε μια πόλη που έχει ξεπουληθεί στη δύναμη του εύκολου κέρδους. Να ζήσουν οι πανδημίες που στερούν αυτή τη δυνατότητα και υποχρεώνουν τους ιδιοκτήτες να θυμηθούν πως υπάρχουμε κι εμείς, οι κάτοικοι αυτής της πόλης, που γυρεύουμε να ζήσουμε μέσα της σαν άνθρωποι και όχι σαν τουρίστες!

Έκλαιγε ο γατούλης. Και ακουγόταν. Τι να κάνουμε. Κι εμένα με ενοχλούσε η τηλεόραση της διπλανής – και ακόμα χειρότερα, μου προσέβαλε τη νοημοσύνη – μα το ανεχόμουν. Ο ιδιοκτήτης ήταν ενήμερος ως προς τον γάτο και είχε δώσει τη συμφωνία του. Μα το καλωσόρισμα ήταν δυσάρεστο, η περίοδος αναζήτησης που προηγήθηκε υπήρξε ιδιαίτερα δυσάρεστη, η ανάμνηση του πρώτου σπιτιού πονούσε, το νέο σπίτι έμοιαζε σαν σπιρτόκουτο – κι εγώ ήμουν το σπίρτο που ετοιμαζόταν ν’ αναφλεγεί. Δεν ήξερα τι να κάνω. Περίμενα να δω πως θα αντιμετωπίσει τη συνέχεια ο Πιεράκος. Ήμουν έτοιμος να τον γυρίσω πίσω και να τον αφήσω, αδέσποτο πάλι, με τα άλλα γατιά.

Ο Πιεράκος όμως τελικά ησύχασε. Έφερα για ένα διάστημα και μια δεύτερη γατούλα και τα πράγματα έδειξαν να ηρεμούν – για λίγο. Μα το σπίτι εξακολουθούσε να μη με ικανοποιεί σε βάθος – και η γειτόνισσα ασκούσε ψυχολογικό πόλεμο. Ένα βράδυ, αργά, έφτασε να κοπανήσει τον τοίχο και να φωνάξει να «σκάσουμε», γιατί δεν την αφήναμε να κοιμηθεί. Ήμασταν με μια φίλη και συνομιλούσαμε, μα οι τοίχοι δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τη φωνή μας. Λίγες μέρες μετά η γειτόνισσα μου είπε με θράσος πως «δεν γίνεται να μιλάω τις μεταμεσονύχτιες ώρες». Έμαθα πως έδινε αναφορά στον ιδιοκτήτη του σπιτιού, μιλούσαν οι δυο τους στο τηλέφωνο. Του έλεγε πως «δεν μένω μόνος στο σπίτι» και πως «μένουν κι άλλα άτομα εδώ». Ένιωθα λες και ζούσα στο σπίτι του Μεγάλου Αδερφού.

Αηδίασα. Οι αναφορές, οι παρατηρήσεις, η ψυχρή προτροπή της να αφήσω τον γάτο μου. Η γελοιότητα της κατάστασης. Η γαμημένη τηλεόραση που παρακολουθούσε με ευλάβεια. Μικροαστική αηδία. Ήθελα να πάρω τον Πιέρ – και να φύγω, δίχως πολλά πολλά. Θα μπορούσα να είχα κάτσει, ναι. Μα αισθανόμουν αηδία – είναι η μόνη λέξη που μπορεί να περιγράψει αυτό που ένιωθα, γι’ αυτό και την επαναλαμβάνω. Ιδού τα ανθρωπάκια που γυρεύουν την «ησυχία» τους και τους ενοχλεί αν ακούν ένα γατάκι να κλαίει. Θέλουν την ησυχία τους για να παρακολουθήσουν τις ειδήσεις και το τηλεπαιχνίδι της ημέρας. Και σου πουλάνε εξουσία από πάνω, διαχειριστές και ιδιοκτήτες. Κατασταστικά πολυκατοικίας, έλεγε η μία. Θα φέρω την αστυνομία, έλεγε. Και ο ιδιοκτήτης να συνομιλεί μαζί της και να μου κάνει υποδείξεις. Μικροί άνθρωποι. Έγραψα ένα σχετικό κείμενο τότε, που μοιράστηκα στο Κουνέλι. Το ονόμασα «Σπιρτόκουτα» (κλικ).

Πήρα τον Πιέρ και έφυγα. «Μας αξίζει κάτι καλύτερο από αυτό», του είπα.

Ήμασταν σωστοί με τους λάθος ανθρώπους. Λόγια σε τοίχο

Καραντίνα

Βρισκόμαστε στις αρχές Μαρτίου, κι ενώ τα νέα σχετικά με την εξάπλωση της πανδημίας εξαπλώνονται. Έγραφα στο blog και παρακινούσα τον κόσμο να «μη φοβάται». Άλλο παίρνω τα μέτρα μου, άλλο ζω στον φόβο. Τόνιζα πως πλάι στον κυριολεκτικό ιό (ανεξαρτήτως της έκτασης του συγκεκριμένου) δεσπόζει κι ένας άλλος ιός, εξίσου ή περισσότερο επικίνδυνος: ο ψυχολογικός ιός. Εκείνος που μεταδίδει παντού γύρω του καχυποψία και άγχος και πανικό. Εκείνος που μηρυκάζουν από γεννησιμιού τους, με σαδιστική απόλαυση, τα κυρίαρχα μέσα «ενημέρωσης». Υπενθύμιζα πως ο Βοκάκιος έγραψε το «Δεκαήμερο» (έναν ύμνο στη ζωή και τον έρωτα) καταμεσής των χρόνων της πανούκλας. Πως οι δυσκολίες μπορούν να μας βοηθήσουν να αναπτυχθούμε. Και πως η απάντηση βρίσκεται στη φύση, τη δημιουργικότητα και την ανθρώπινη επαφή – κόντρα στα εμπόδια. Γιατί μπορούν να υπάρχουν χαμόγελα και πίσω από τις μάσκες. Τότε και τώρα.

Ζούσα με τους γονείς μου εκείνο το διάστημα. Πίσω στο πατρικό, παρέα με τον Πιεράκο. Μαζί περάσαμε την καραντίνα του Απρίλη. Ο γατούλης παρέμενε η σταθερή επαφή μου με εκείνο το «άλλο», εκείνο το σημαντικό, εκείνο που μας λείπει. Πες το φύση, πες το άρρητη επικοινωνία. Οι αναμνήσεις του πρώτου σπιτιού, τα κοινά μας βιώματα, ζωντάνευαν όσο ήμασταν παρέα. Και περίμενα πότε θα έρθει εκείνη η μέρα που θα αναζητήσω εκ νέου κάποιο σπίτι, περισσότερο κατάλληλο και για τους δυο μας.

Και… υπέμενα τις αναπόφευκτες δυσκολίες της οικογενειακής συνύπαρξης, καταμεσής του εγκλεισμού.

Στο μεταξύ ανακάλυπτα νέες πτυχές στον Πιέρ. Παλιά ζούσαμε περισσότερο κοινοβιακά, παρέα με τα υπόλοιπα γατιά. Τώρα ήμασταν οι δυο μας – οι δυο μας και ο κόσμος. Το πατρικό μου τον ικανοποιούσε σαφώς περισσότερο, συγκριτικά με το σπίτι στο Θησείο. Ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στον τρίτο όροφο, με άπλα και μεγάλο μπαλκόνι. Ή ενδεχομένως αισθανόμουν ο ίδιος καλύτερα και το ζώο αντανακλούσε τα συναισθήματά μου – συμβαίνει με τις γάτες αυτό, όντας βαθύτατα διαισθητικά πλάσματα. Περνούσαμε τον καιρό παρέα, ακούγοντας μουσική, διαβάζοντας και γράφοντας, αράζοντας με τις ώρες στο κρεβάτι – κλεισμένοι μεν, κάνοντας υπομονή για κάτι καλύτερο δε.

Εκ των υστέρων σκέφτομαι πως δεν περάσαμε άσχημα. Απουσίαζε μεν το συλλογικό γλέντι του πρώτου μας σπιτιού, η ελευθερία κίνησης ήταν περιορισμένη και η συνύπαρξη με την οικογένεια όχι πάντα εύκολη… μα το σπίτι παρείχε όλες τις ανέσεις και το διάστημα που μείναμε χάρισε όμορφες στιγμές και άφθονη σπιτική γαλήνη.

Ο Πιέρ αραχτός. Ένας αξιαγάπητος γατούλης

Ο Πιέρ αραχτός. Ένας αξιαγάπητος γατούλης

Ο Πιέρ στο μαξιλάρι του. Ένας αξιαγάπητος γατούλης

Ο Πιεράκος

Ο Πιέρ αραχτός. Ένας αξιαγάπητος γατούλης

Ο Πιέρ αραχτός και ένα γραμμόφωνο. Ένας αξιαγάπητος γατούλης

Ο Πιέρ και το βιβλίο Είμαι Ένας Γάτος [ I Am A Cat ] του Soseki Natsume.

Οι τελευταίες μέρες

Και έτσι φτάσαμε στον Αύγουστο. Και βρέθηκε καινούργιο σπίτι. Ήθελα εξαρχής ν’ αποφύγω έναν καινούργιο εγκλεισμό, επιθυμούσα να παρέχω τόσο στον εαυτό μου, όσο και στον Πιέρ, έναν ανοιχτό χώρο – όπως ήμασταν στο πρώτο μας σπίτι, τον καιρό που τα γατιά μπαινόβγαιναν με τη θέλησή τους και συνδύαζαν τη ζεστασιά του εσωτερικού χώρου με την καθημερινή τους βόλτα και την έκθεση στον ήλιο. Έτσι είχε μάθει εξαρχής ο Πιέρ και αυτό επιθυμούσα κάπως να επαναφέρω.

Αναζήτησα και βρήκα λοιπόν ένα σπίτι με χαμηλή αυλή. Ήταν πίσω αυλή ακάλυπτου πολυκατοικίας, σπαρμένη με δέντρα. Μικρό, μα όμορφο σπίτι. Ο Πιέρ το εκτίμησε αμέσως – από την πρώτη κιόλας μέρα παρατηρούσα τη συμπεριφορά του. Για πρώτη φορά μετά από καιρό τον έβλεπα να κινείται τόσο άνετα στον χώρο. Ούτε στιγμή δεν γκρίνιαξε. Έμοιαζε να έχει ανανεωθεί. Αισθάνθηκα πως έκανα καλή επιλογή.

Περάσαμε δύο χαρούμενες εβδομάδες, κάνοντας σκέψεις για μια δεύτερη γάτα στην πορεία. Όλα έδειχναν να μπαίνουν πια σ’ έναν καλό δρόμο.

Η ακόλουθη φωτογραφία ανήκει στις τελευταίες που τον τράβηξα: είναι η μόνη που φαίνονται τόσο καθαρά τα μάτια του.

Κι εδώ θυμάμαι τον Μπωντλαίρ και τα “μάτια της αιωνιότητας”.

Ο Πιέρ και η παρέα του. Ένας αξιαγάπητος γατούλης

Το επόμενο βράδυ από εκείνο της φωτογραφίας βγήκα για μια βόλτα. Γύρισα και ο Πιερ απουσίαζε. Αυτό ήταν.

Δεν θεωρούσα πιθανό σενάριο να φύγει – και αν έβγαινε, σκεφτόμουν, θα επέστρεφε, όπως έκανε καθημερινά για πολύ καιρό στο πρώτο σπίτι μας.

Ακολούθησαν δύο επώδυνες ημέρες αναζήτησης. Από το ξημέρωμα ως το χάραμα. Δύο από τις πιο μακροσκελείς ημέρες της ζωής μου. Και την τρίτη μέρα με κάλεσαν στο τηλέφωνο και μου ανακοίνωσαν πως βρέθηκε… όχι πια ζωντανός.

Ήταν ξαπλωμένος δίπλα σ’ έναν δρόμο στον οποίο τα αυτοκίνητα έτρεχαν βολίδα. Κάτω από ένα δέντρο, κοντά στο σπίτι. Πάντα το ίδιο όμορφος, πάντα το ίδιο αξιαγάπητος…

***

Επέλεξα να συνοδεύσω τον Πιεράκο στο επόμενο σπιτάκι του – ποιο θα ήταν άραγε αυτό; Η καρδιά μου έλεγε ένα πράγμα: επέστρεψέ τον στην αφετηρία. Εκεί που ήρθε σε σένα, εκεί που τον γνώρισες. Εκεί που παραμένουν ακόμα οι άλλες φίλες μας, οι γάτες που ζήσαμε παρέα. Κλείσε τον κύκλο.

Κι έτσι έκανα, λοιπόν. Επέστρεψα στο πρώτο σπίτι μας και τον τοποθέτησα σ’ ένα ήσυχο σημείο κάτω απ’ τα φυλλώματα. Είναι εκεί η Βούρτσα και η τσαχπίνα η Μικρή και ο Μπούμπης και η αγαπημένη του Πιέρ, η Μπιλίτσα. Και όταν τις επισκέπτομαι και ταΐζω τις παλιόφιλες, εκείνες τις παράξενες μικρές ώρες της νύχτας, όταν μου νιαουρίζουν με νόημα και κάθονται πάνω μου για λίγη ώρα ώσπου να φύγω, σκέφτομαι πως καταλαβαίνουν πολύ περισσότερα από εκείνα που δείχνουν.

Δεν έχω σταματήσει ανά διαστήματα να επισκέπτομαι αυτές τις γάτες, μήνες μετά την αποχώρησή μου από το πρώτο σπίτι. Και αν κάποια στιγμή εγκαταλείψω αυτήν την πόλη – σενάριο διόλου απίθανο πλέον – ξέρω πως θα γυρνάω από καιρό σε καιρό, έστω αραιά. Θα τις βλέπω όπως βλέπουμε τους παλιούς μας φίλους. Και μαζί τους – θα επισκέπτομαι και τον Πιεράκο.

Ποιος ξέρει, φίλε αναγνώστη. Ίσως σε κάποια εξόρμησή σου στο κέντρο της Αθήνας, σε κάποια παλιά, γραφική γειτονιά, δίπλα σε μια όμορφη πεζοδρομημένη πλατεία… να επισκεφτείς κι εσύ ο ίδιος την γατοπαρέα που σου περιέγραψα. Ίσως να το έχεις ήδη κάνει.

Εσωτερικές διαδρομές

Οι μέρες της απώλειας έφεραν μαζί τους διάφορα ενοχικά συναισθήματα – με εκείνη την τρομερή λέξη «ΑΝ» να κυριαρχεί: «αν» είχα κάνει αυτό και «αν» είχα κάνει εκείνο. Ανώφελες σκέψεις, κενές σαν τον άνεμο. Προσπάθησα ν’ απαλλαγώ απ’ αυτά τα συναισθήματα και να σκεφτώ πως έκανα εκείνο που θεωρούσα το καλύτερο δυνατό, υπό τις δεδομένες συνθήκες και με βάση εκείνα που γνώριζα. Αλίμονο: τα ζώα μας δεν μπορούν να μας μιλήσουν και να μας πουν τι προτιμούν τα ίδια – και αυτό εντείνει την αίσθηση υπευθυνότητας που νιώθουμε απέναντί τους, μα και την αμφιβολία για τις επιλογές μας.

Ναι, τον πήρα μαζί μου από το πρώτο σπίτι – μα το έκανα διότι σκέφτηκα πως δεν θα τα έβγαζε πέρα αν τον άφηνα πίσω, αδέσποτο ξανά. Όχι ο συγκεκριμένος γάτος, σκεφτόμουν, που κάθεται όλη μέρα μέσα και φέρει διάφορες σωματικές αδυναμίες. Και η ανοιχτή αυλή στο νέο σπίτι; Σύμφωνοι – θα μπορούσα να τον είχα διατηρήσει έγκλειστο μόνιμα σ’ ένα μικρό δωμάτιο, με τον φόβο μη τυχόν το σκάσει. Μα δεν θα ήταν χαρούμενος. Δεν ξεχνώ πως αντέδρασε όταν μετακόμισα στο Θησείο και τον είχα έναν ολόκληρο μήνα έγκλειστο. Όχι, δεν ήθελα να το επαναλάβω. Και δεν μετανιώνω για τις επιλογές μου. Εκ των υστέρων πάντα το βλέπουμε αλλιώς, πάντα σκεφτόμαστε τις εναλλακτικές επιλογές – μα εκείνο τον καιρό αυτά τα δεδομένα είχα, αυτόν τον χρόνο διέθετα. Και η «ελευθερία επιλογής» μοιάζει περισσότερο με ψευδαίσθηση που τρέφουμε οι άνθρωποι, μέρος της μεγαλύτερης εκείνης αυταπάτης του «ελέγχου».

«Ήταν να γίνει», μου είπε μια καλή γυναίκα. Κρατάω τον λόγο της. Θυμάμαι εκείνη τη φοβερή αλληλουχία σκηνών από την αγαπημένη μου «Ημέρα της Μαρμότας»: εκείνη με τον ηλικιωμένο που κάθε βράδυ πεθαίνει με διαφορετικό τρόπο. Και όσο και αν προσπαθεί ο Bill Murray ν’ αποτρέψει τον θάνατό του, εκείνος έρχεται πάντα. Γιατί κάποια πράγματα θα συμβούν και είναι πέρα απ’ τις δυνάμεις και τον έλεγχό μας.

Η αίσθηση ελέγχου: πάνω στα πράγματα, πάνω στις εξελίξεις, πάνω στη φύση την ίδια. Πόσο ψυχαναγκαστική είναι, πόσο ανθρωποκεντρική είναι, πόσο λαθεμένη είναι! Εκείνη η σχέση «αιτίας» και «αποτελέσματος» που τείνουμε ν’ αποδίδουμε σε όλα τα γεγονότα που μας περιβάλλουν, η τάση να τοποθετούμε τον εαυτό μας στο επίκεντρο των πάντων και να νομίζουμε πως όλα περιστρέφονται γύρω από τις πράξεις μας…

Η φύση θα έστρεφε με αδιαφορία την πλάτη της απέναντι σε όλα αυτά. «Αιτία» και «αποτέλεσμα», ανθρώπινα κατασκευάσματα που αδυνατούν να χωρέσουν το τιτάνιο εύρος της φυσικής πραγματικότητας. Μια πραγματικότητα που πάντα θα βρίσκει τον τρόπο να μας ξεπερνά. Να την καταλάβουμε… ίσως να μπορούμε. Μα να την ελέγξουμε… ποτέ!

Με τον ιδιαίτερο εκείνο, νωχελικό του τρόπο, πιστεύω πως ο ίδιος ο Πιεράκος θα μου επιβεβαίωνε πως στάθηκα καλός σύντροφος στο πλευρό του και πως περάσαμε όμορφα μαζί. «Σκέψου όσα ζήσαμε παρέα! Σκέψου πόσο καλά περάσαμε μαζί – αυτό να σκέφτεσαι και τίποτα άλλο!»

Ο Πιέρ και η μικρή του φίλη

Οι άνθρωποι που ταΐζουν τις γάτες

Έχω γνωρίσει ανθρώπους που γυρίζουν στην πόλη – μόνοι τους, τα βράδια, και ταΐζουν τις αδέσποτες γάτες. Ανώνυμοι, δίχως να μιλούν γι’ αυτούς τα ειδησεογραφικά πρακτορεία και οι φανταχτεροί τίτλοι στα κοινωνικά δίκτυα, δίχως selfies και αυτοπροβολή – μόνη τους ανταμοιβή η χαρά της επαφής με τα ζώα. Η χαρά της προσφοράς. Θέλω να στείλω έναν χαιρετισμό σε αυτούς τους ανθρώπους. Να τους ευχαριστήσω.

Θέλω να στείλω έναν δεύτερο χαιρετισμό σε μια κυρία που ταΐζει τις γάτες έξω απ’ το πρώτο νεκροταφείο της Αθήνας. Κάθε χάραμα συγκεντρώνονται γύρω της δεκάδες αδέσποτες γάτες και τις περιποιείται, με δική της τροφή, παλεύοντας ταυτόχρονα να τις προφυλάξει από τα αυτοκίνητα που τρέχουν ασταμάτητα στον κεντρικό δρόμο. Ήταν ο δρόμος που βρέθηκε ο Πιεράκος. Μίλησα μαζί της, μου είπε πόσο δύσκολο είναι κάποιες φορές. Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει πάντα, κάποιοι την αντιμετωπίζουν εχθρικά, άλλοι με περιφρόνηση. Τις προάλλες ορισμένα παιδιά πετούσαν πέτρες στις γάτες και γελούσαν. Εύχομαι στην κυρία αυτή να βρει κι άλλους συμμάχους στο έργο της. Από την πλευρά μου την ευχαριστώ. Είδα πως δεν μασάει και αυτό μου δίνει χαρά.

Αδυνατώ να καταλάβω πως υπάρχουν άνθρωποι που εχθρεύονται τα ζώα. Που φτάνουν μέχρι και να τα σκοτώσουν με τη θέλησή τους. Αδυνατεί να συλλάβει ο νους μου το μέγεθος αυτής της φρικαλεότητας. Άνθρωποι που ζουν καθημερινά τις ζωές τους, πάνε στις δουλειές τους, έχουν τις οικογένειές τους και προσεύχονται – σε ποιον άγνωστο θεό, αναρωτιέμαι. Αδυνατώ.

Όσο αναζητούσα τον Πιέρ, μια νύχτα στη διπλανή πολυκατοικία, με πλησίασαν τρία υπέροχα γατιά. Αδέσποτα, της γειτονιάς. Τους έδωσα λίγη ξηρή τροφή. Μια γυναίκα ξεπρόβαλε τότε από ένα μπαλκόνι ψηλά και μου είπε «να απομακρυνθώ και να μην ταΐζω εδώ τα ζώα, γιατί έχουμε και παιδιά.» Και πως ο άντρας της είναι «δικηγόρος» και μπορεί να «φωνάξει την αστυνομία». Μα την αλήθεια – αυτά ήταν τα λόγια της. Αιφνιδιάστηκα και σοκαρίστηκα. «Δεν ενοχλώ, δίπλα μένω», της λέω, «απλά αναζητώ τον γάτο μου και ταΐζω τα γατιά. Δεν λερώνω, ξηρή τροφή είναι». Μα η τύπισσα συνέχιζε. Δίνω κακό παράδειγμα στα παιδιά! Κι όμως – το ξεστόμισε, όπως ακριβώς το γράφω. Οποία ανθρώπινη παραφροσύνη!

Μέχρι που πετάχτηκε εκείνη τη στιγμή, από ένα άλλο μπαλκόνι, ένας νεαρός. Παλικαράκι, μόλις 17 χρονών. «Δεν απαγορεύεται, κυρία μου, να ταΐζουμε εδώ τις γάτες, κοινόχρηστος δημόσιος χώρος είναι», της λέει. Και η γυναίκα, μόλις είδε πως συναντά αντίσταση, το βούλωσε και μπήκε μέσα. Ο νεαρός με τη σειρά του κατέβηκε κάτω, γνωριστήκαμε και με βοήθησε στην αναζήτηση. Μέσα στην άγρια νύχτα. Σ’ ευχαριστώ, Βαγγέλη. Είναι παρήγορο να βλέπεις πως δίπλα στην ανθρώπινη παραφροσύνη και κακία υπάρχουν και εκείνοι που ξεχωρίζουν – εκείνοι που δεν έχουν ξεχάσει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Και ειδικά αν είσαι νέος… μετράει πολύ αυτό.

Θέλω να χαιρετίσω επίσης τις φιλοζωικές οργανώσεις για τον κόπο και την προσπάθεια που κάνουν. Για το γεγονός πως μαζεύουν τα γατιά των πόλεων και τις στειρώνουν – δίχως κέρδος, ανώνυμα.

Θέλω, τέλος, να προσκαλέσω κάθε άνθρωπο, σε κάθε γειτονία, κάθε πόλης, κάθε επαρχίας, να φροντίζει όσο μπορεί τους μικρούς αδέσποτούς μας φίλους. Και ας μην είναι «φιλόζωος». Λίγη ξηρή τροφή, εδώ κι εκεί, αρκεί. Φτηνή είναι, δεν λερώνει. Λίγη προσοχή με τους δρόμους, ας μη μαζεύονται κοντά σε κεντρικούς δρόμους τα ζωάκια. Προσοχή με τα αμάξια.

Υπάρχει μια βαθιά σοφία σε αυτά τα ζώα που σπάνια αφουγκραζόμαστε – μια σοφία που μας καλεί πίσω σε εκείνο που έχουμε καταχωνιάσει μέσα μας. Γιατί όσο επανερχόμαστε σε εκείνο που χάσαμε, τόσο βρίσκουμε τον δρόμο για την επαφή με τον εαυτό μας. Όσο ασπαζόμαστε τη φύση και το ζώο, όσο συνειδητοποιούμε την απόλυτη ευθραυστότητα και την απόλυτη αθωότητά τους, τόσο θυμόμαστε πόσα μας ενώνουν μαζί τους – και πόσα έχουμε ξεχάσει, εμείς σαν άνθρωποι.

Να ένας προορισμός που αξίζει να τον θέσουμε σαν επόμενο στόχο μας, όταν αναζητήσουμε ένα καινούργιο πάλι σπίτι. Ε, Πιεράκο;…

Ο Πιέρ, ένας υπέροχος γάτος

Σπίτι με τον Πιέρ και τα γατιά

Ο Πιέρ αραχτός. Ένας αξιαγάπητος γατούλης

Κάθε τέλος μια αρχή

Αυτό ήταν το αφιέρωμά σου, φίλε μου. Χωρισμένο σε δύο ευδιάκριτα μέρη: το μέρος της ευχάριστης αναπόλησης, από τη μία, και το μέρος της κριτικής και των δυσκολιών από την άλλη. Και αν έγραψα για κάποιους άσχημους ανθρώπους μέσα του, το έκανα μόνο για να φωτίσω καλύτερα τους άλλους – εκείνους που σας αγαπούν και σας φροντίζουν. Αν κάτι οφείλει να βγει απ’ το σημερινό κείμενο είναι ένα πελώριο κύμα αγάπης: απέναντι σε σένα και απέναντι σε όλα τα ζωάκια που γυρίζουν, εκεί έξω, και περιμένουν τους ανθρώπους που θα τα αγαπήσουν.

Σ’ ευχαριστώ, Πιεράκο. Και επειδή κάποιες φορές ο ίδιος ο χρόνος με την γραμμικότητά του και όλα φαντάζει υπερβολικά «ανθρώπινος» σαν κατασκευή… παραπέμπω ξανά στην ιδέα του κύκλου. Μια ιδέα που νομίζω πως θα ασπαζόσουν πλήρως – όπως όλες οι γατούλες, όπως έκανε με τον τρόπο της η Φατσούλα πριν μερικά χρόνια. Όλα γυρίζουν λοιπόν – και το τέλος ποτέ δεν είναι τέλος… παρά μια στιγμή στον κύκλο.

Κλείνω εδώ με το βίντεο που έφτιαξα, στο οποίο συμπεριλαμβάνω ορισμένες από τις ωραιότερες στιγμές μας. Δίνει φωνή και ήχο και συμπληρώνει τέλεια το αφιέρωμα. Αποκαλύπτει τον Πιέρ σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Το βλέπω και γυρίζω πίσω και νιώθω πως οι στιγμές είναι παντοτινές και άχρονες οι ίδιες. Όπως εσύ, Πιεράκο.

Κρατάμε την αγάπη, κρατάμε την ενέργεια. Είναι παντοτινά. Μαζί.

“Τι μεγαλύτερο δώρο, από την αγάπη μιας γάτας!” – Κάρολος Ντίκενς

Σεπτέμβρης-Νοέμβρης του 20

Tags: , , , , , , ,

6 Responses

  1. Σταλα says:

    Δε θυμάμαι που το είχα ακούσει,σε κάποια ταινία ίσως,πως τα ζώα ζουν λιγότερο από τους ανθρώπους επιδή ήδη ξέρουν να αγαπούν,σε αντίθεση με τον άνθρωπο που χρειάζεται μια μακριά ζωή για να μάθει το μάθημα.Αναρωτιέμαι τι να σημαίνει αυτό για τις χελώνες που ζουν διακόσια χρόνια…μάλλον είναι μεγάλα καθίκια!(να περάσει το σχόλιο,γκαζέτα,δεν βρίζω,τις αγαπάω τις χελώνες…επειδή είναι καθίκια!χαχα)
    Πολύ όμορφο το αφιέρωμα,νομίζω όλοι όσοι έχουμε χάσει ζώο ή έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με αυτούς τους κακούς ανθρώπους,ταυτιζόμαστε.Και στην ταύτισή μας,υπερασπιζόμαστε και στηρίζουμε ο ένας τον άλλον.Κι ας μας χωρίζουν χιλιόμετρα στεριάς και μίλια θάλασσας,ο αγώνας είναι ο ίδιος παντού στον κόσμο,εμείς που αγαπάμε κάθε ζωή ενάντια σε αυτούς που σε κοιτάνε από μισόκλειστα παράθυρα ενώ πεθαίνεις στους δρόμους.Αυτούς που σε πετάνε έξω,που μένουν μέσα κλειδωμένοι και ακούν τις ειδήσεις στην διαπασών,αυτοί που σου κάνουν παρατήρηση γιατί μιλούσες μετά τις 12.Είναι περισσότεροι από εμάς,αλλά γαμώτο,εμείς θα νικήσουμε στο τέλος.Και ξέρεις γιατί θα νικήσουμε?γιατί όταν ο θάνατος έρθει,που θα έρθει για όλους έτσι και αλλιώς,θα μας βρει χωρίς τύψεις και ενοχές,χωρίς φόβο.Γιατί μόνο όποιος αγαπάει την ζωή στ’αλήθεια,κάθε ζωή,ανθρώπου,φυτού και ζώου,δεν φοβάται τον θάνατο.’Ολοι αυτοί που είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους,που δεν είναι καν σπίτια αλλά μαυσωλεία,είναι άνθρωποι φοβισμένοι και μικροί.
    Πριν αρχίσω να ξεφεύγω περισσότερο (τίποτα δε με νευριάζει πιο πολύ από τους νοικοκυραίους),να σου πω και μια δική μου ιστορία από την καραντίνα.
    Στο μαγαζί μου άφησα λιγάκι ανοιχτό ένα παραθυράκι σε ένα αποθηκάκι που δεν χρησιμοποιούσα και που γενικώς το κούφωμα ήταν δύσκολο να κλείσει.Στο περβάζι λοιπόν του παραθύρου,από την μέσα μεριά,ένα περιστέρι έκανε την φωλιά του όσο ήμασταν κλεισμένοι στην καραντίνα και όταν γύρισα στο μαγαζί βρήκα την φωλιά με δυο αυγά μέσα.Εννοείται πως δεν μου έκανε καρδιά να το ξεσπιτώσω και το άφησα.Όταν το πήρε χαμπάρι η ιδιοκτήτρια μου έβαλε τις φωνές λες και της είχα κάνει κάποια ανεπανόρθωτη ζημιά στο ερείπιο που μου νοικιάζει για παλάτι.Υπερασπίστηκα την φωλιά βεβαίως και προς το παρόν στέκει ακόμα,και ξέρω πως ήδη με χαρακτηρίζει με διάφορα κοσμητικά πίσω από την πλάτη μου η ιδιοκτήτρια.Δε πα να λέει.Η φωλιά θα μείνει όσο θα είμαι εγώ εκεί. 😀
    Πολλή αγάπη για την μνήμη του Πιέρ και για σένα που παλεύεις τους κακούς ανθρώπους.
    Και λίγο doom,να πάνε κάτω τα φαρμάκια.
    https://www.youtube.com/watch?v=AdD4xAGsHts

    • Λοιπόν, Στάλα, χαίρομαι που βλέπω και εδώ αυτό το σχόλιό σου. Ο ίδιος δεν θα προσθέσω πολλά, νομίζω πως η δύναμη όσων έγραψες έγκειται στο ότι μιλούν από μόνα τους: δεν χρειάζονται περαιτέρω σχολιασμό ή πρόσθετα λόγια. Κρατάμε την αγάπη για τις χελώνες και την επική ατάκα “θα νικήσουμε στο τέλος”. Σε συνδυασμό με την επιλογή του δίσκου νομίζω πως δένει τέλεια…!

      Ps – Ας πω δυο λόγια όμως με αφορμή την ιστορία σου. Μια γειτόνισσα στη διπλανή πολυκατοικία εδώ έχει κρεμάσει κάτι… σκιάχτρα στο μπαλκόνι της, ώστε να μην έρχονται τα περιστέρια. Σκιάχτρα που θα μπορούσαν να έχουν βγει εύκολα από καλτ ταινία τρόμου των 80ς. Τα κατάφερε: δεν έρχονται τα περιστέρια. Και μαζί με αυτό το μπαλκόνι της ανακηρύσσεται το πιο κακόγουστο και αφιλόξενο μπαλκόνι της γειτονιάς. Τι κατάλαβε λοιπόν.

      Ναι – είμαστε κι εμείς εδώ και όσο είμαστε δεν θα κάνουμε περισσότερο “φιλήσυχες” τις ζωές αυτών των φιλήσυχων ανθρώπων. Τα αληθινά σκιάχτρα βρίσκονται μέσα τους και όχι στα ζώα που αγαπούμε.

  2. Γλαύκη says:

    Λυπάμαι πολύ για ό,τι έγινε!
    Έφτιαξες ένα συγκινητικότατο αφιέρωμα μα τόσο ανθρώπινο και γατίσιο παράλληλα.
    Ζήσατε πάρα πολλά μαζί κι αυτό είναι που έχει σημασία. Ήταν δώρο και για τους δύο και όλη την υπόλοιπη παρέα! Μοιραστήκατε ανεπανάληπτες στιγμές που μένουν στη μνήμη και δίνουν δύναμη για τη συνέχεια.
    Μια από τις πιο τρυφερές και αγνές μορφές αγάπης, η οποία κάνει τον άνθρωπο καλύτερο πάντα.
    Όσο για τους ανθρώπους με αισχρές συμπεριφορές που περιγράφεις θα ζουν πάντα στη μιζέρια τους και στο βαθύ πηγάδι της απουσίας αγάπης. Εμείς οφείλουμε είτε να απομακρυνόμαστε άμεσα αν υπάρχει η δυνατότητα είτε να τους καθρεφτίζουμε με κάποιο τρόπο αυτό που είναι κι έπειτα να τους αφήνουμε στη δυστυχία τους. Δε θα πρέπει επουδενί να τους επιτρέπουμε να μας βουτήξουν στη δική τους δυστυχία.
    Το φωτογραφικό σου υλικό πλουσιότατο! Έτσι, να μπορείς να κρατήσεις κάτι παραπάνω από τον Πιεράκο.
    Εύχομαι μόνο θετικά από εδώ και πέρα και να βρεθεί πλάι σου ένας άλλος “Πιεράκος”, αν και το κάθε πλάσμα που φεύγει από κοντά μας διατηρεί το δικό του μέρος στην καρδιά μας για πάντα!
    Καλή συνέχεια σε ό,τι κι αν κάνεις!

    • Ευχαριστώ πολύ, Γλαύκη. Δεν θα υπάρξει άλλος Πιέρ: ήταν ένας βασιλιάς των γάτων, με τα όλα του. Οι στιγμές που ζήσαμε θα μείνουν μοναδικές. Μα θα υπάρξουν επίγονοι, αργά ή γρήγορα… Και θα συνεχίσουμε να θυμόμαστε όσα ζήσαμε και θα οικοδομήσουμε νέες καταστάσεις. Κάποια μέρα.

  3. Μια κάποια Ειρήνη says:

    Αγαπητό μου Κουνέλι,

    Διαβάζω τα άρθρα σου από το fb ούτως ή άλλως αλλά τώρα βλέποντας ότι είσαι και εσύ ένας από εμάς (γατάνθρωπος) 😊 απλά με συγκινείς. Πολλοί άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται την εξαίσια και λεπτών αποχρώσεων αγάπη των αιλουροειδών. Η χλεύη ήταν για σειρά ετών μόνιμος σύντροφός μου σε συζητήσεις, ξέρεις…
    Είμαι βέβαιη ότι υπάρχει ένα μέρος στο σύμπαν όπου όλα όσα αγαπήσαμε, ό,τι αγγίξαμε με τρυφερότητα, όλα εκείνα τα βλέμματα και οι σιωπές μας περιμένουν καρτερικά για να αρχίσουμε πάλι από την αρχή.
    Εγώ, ο Τσουρέκης μου, το Γκρέμλιν και η Καρφίτσα, σου στέλνουμε αγάπη και κάνουμε μια επιπλέον αγκαλιά εις ανάμνησιν του Πιεράκου σου.

    • Ειρήνη… με συγκίνησες. Με συγκινεί να επανέρχομαι σε αυτή την ανάρτηση και να βλέπω τέτοια σχόλια. Ο Πιεράκος είναι μέσα μου, η απουσία του πάντα αισθητή. Είχα και μια άλλη καλή τετράποδη φίλη παλιά, τη Φατσούλα, που έκανε τον κύκλο της. Φαίνεται όσοι συνδεόμαστε βαθιά με αυτά τα υπέροχα πλάσματα μπορούμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει η παρουσία – και πόσο στοιχίζει η απουσία τους.

      Τους πιο θερμούς χαιρετισμούς μου στον Τσουρέκη, το Γκρέμλιν και την Καρφίτσα! Πιστεύω πως μια κουβέντα είναι αρκετή για να τους μεταδώσεις… είναι βαθύτατα διαισθητικά ζώα και καταλαβαίνουν πολλά, πάρα πολλά με τον τρόπο τους…

      Να ‘σαι καλά και να προσέχεις τους φίλους μας!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *