Το Πρώτο Μπάνιο… Μια αφήγηση του Μποστ από τα χρόνια του 60

Enter the rabbit's lair...

Το Πρώτο Μπάνιο... Μια αφήγηση του Μποστ για το καλοκαίρι στην Αθήνα της δεκαετίας του 60. Παρουσίαση: το φονικό κουνέλι

Καθώς οδεύουμε πια στην καρδιά της θερινής περιόδου, κι ενώ τα τζιτζίκια παραδίδουν καθημερινό ρεσιτάλ και η ζέστη χτυπάει κόκκινο, λέω να πάρουμε μια ανάσα και να κλείσουμε τις παρουσιάσεις μας για το φετινό καλοκαίρι με αυτό εδώ το κείμενο. Ένα κείμενο δροσερό και τραγανό σαν φέτα καρπουζιού, που θα μας ταξιδέψει σε κάποια παραλία στα περίχωρα της Αττικής στα χρόνια της δεκαετίας του 60. Αφηγητής και συνταξιδιώτης μας είναι ο Μποστ – ή αλλιώς Μέντης Μποσταντζόγλου, γνωστός για τα ευθυμογραφήματα, τα θεατρικά του έργα και φυσικά τα σκίτσα του. Παρέα με τον Νίκο Τσιφόρο και τον Δημήτρη Ψαθά (για τους οποίους έχουμε γράψει εδώ στο Λαγούμι) συναποτελούν τη χρυσή ομάδα των ελλήνων ευθυμογράφων της δεκαετίας του 50 και του 60 – διαβάζοντάς τους αισθάνεσαι πως έχεις βουτήξει στα παλιά, απολαμβάνοντας ίσως τη στήλη με τις αφηγήσεις ιστοριών σε κάποια εφημερίδα των καιρών… τον καιρό εκείνο που οι εφημερίδες και τα περιοδικά περιελάμβαναν τέτοιες στήλες.

Ο Μποστ μοιράζεται μαζί μας μια αφήγηση που ονομάζει «Το Πρώτο Μπάνιο». Ήρωες, μια τυπική, θα λέγαμε, ελληνική οικογένεια (μπαμπάς, μαμά, παιδιά) της δεκαετίας του 60, ενώ ετοιμάζονται να αλωνίσουν τις παραλίες και να ζήσουν αξέχαστες οικογενειακές στιγμές. Φυσικά οι προτεραιότητές τους είναι διαφορετικές – τα κουτσούβελα νοιάζονται περισσότερο για τη διασκέδασή τους και ο μπαμπάς περισσότερο για την τσέπη του. Διαβάζοντας την εξόρμησή τους – και την προσπάθεια του μπαμπά να καταφύγει σε μια παραλία που να μην τους κοστίζει μια μικρή περιουσία – δεν μπορούμε παρά να κάνουμε συγκρίσεις με τη σημερινή μας εποχή… Σε εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του 60, βλέπετε, ήταν που έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες «οργανωμένες» παραλίες…

Το κείμενο αναδεικνύει έντονο άρωμα εποχής, τόσο από τη γλώσσα του, όσο και από τις πολιτισμικές του αναφορές – για παράδειγμα τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη που τραγουδά η οικογένεια στο αυτοκίνητο. Η καλοκαιρινή Αττική του Μποστ είναι ένας νομός σε εποχή ανάπτυξης – ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, παλεύοντας να χωρέσει στα καλούπια του μοντέρνου κατά τον ίδιο τρόπο που προσπαθείς να χωρέσεις τα πόδια σου σ’ ένα άβολο (μα «μοντέρνο») ζευγάρι παπούτσια.

Πέρα από το ιστορικό του ενδιαφέρον όμως, το κείμενο διαβάζεται ευχάριστα πάνω απ’ όλα για το χιούμορ και τον γλυκό ρεαλισμό του… Ας παραδώσουμε τη σκυτάλη, λοιπόν, στον Μποστ – και ας αράξουμε πίσω, απολαμβάνοντας την αφήγηση, κατά τον ίδιο τρόπο που απολαμβάνουμε μια παλιά ελληνική ταινία.

Το Πρώτο Μπάνιο. Μια αφήγηση του Μποστ από το καλοκαίρι των χρόνων του 60

«Έχω δυο γιούς. Ο μικρός λέγεται Γιαννάκης και ο μεγάλος λέγεται Κωστάκης. Την ημέρα της Αναλήψεως, είπεν ο Γιαννάκης:

— Κωστάκη, λέμε του μπαμπά να μας πάη με τ’ αυτοκίνητο στη θάλασσα, να κάνουμε μπάνιο;

Είπεν τότε ο Κωστάκης:

— Και δεν του το λέμε… Πράγματι, σε λίγο ήρθε η γυναίκα μου και μου ‘πε ότι ο Γιαννάκης κι ο Κωστάκης θέλουν να κάνουν μπάνιο.

Εγώ, όταν μου κάνουν τέτοιες προτάσεις, φέρνω πάντοτε δυο ακλόνητα επιχειρήματα. Πρώτον, ότι δεν έχω λεφτά και δεύτερον ότι έχω πολλή δουλειά. Κατά τας περιστάσεις μεταχειρίζομαι πότε το ένα και πότε το άλλο. Εκείνο όμως το πρωί, διαισθανόμενος μεγάλη πίεση επί της ανεξαρτησίας μου έδωσα μάχην εκ του συστάδην και αμόλησα και τα δύο.

— Έχω πολλή δουλειά και δεν έχω πολλά λεφτά.

— Κάνεις τη δουλειά σου τ’ απόγευμα. Κι όσο για λεφτά, ένα τάλληρο είναι η είσοδος.

— Τάλληρο όμως επί 4, μας κάνει 20.

— Σκέψου όμως ότι με 20 δραχμές θα τους κάνης πανευτυχείς.

— Βάλε και 20 τη βενζίνα, μας κάνουν 40, οπότε γίνομαι δυστυχής εγώ.

— Να μην πάμε μακρυά.

— Μα αν πάμε κοντά, τ’ Αστέρια έχουν 15. Και 4 επί 15 μας κάνουν 60.

— Ναι, αλλά γλυτώνεις τη βενζίνα και θα στοίχιση περίπου το ίδιο.

— Καλά, πάμε και βλέπουμε.

Έβαλα νερό στο ψυγείο, τα παιδιά στο πίσω κάθισμα, τα μαγιώ εμπρός, τη γυναίκα μου δεξιά και τον εαυτό μου αριστερά. Μόλις φθάσαμε στη Λεωφόρο του Συγγρού, σταμάτησα στο πρώτο πρατήριο, άνοιξα την πόρτα, βγήκα από αριστερά ξεκλείδωσα τη μηχανή, έβαλε βενζίνα το παΐδι κι έβγαλα το εικοσάρικο εγώ. Κατόπιν έφυγε το παιδί, κλείδωσα τη μηχανή και φύγαμε κι εμείς. Ήτο η ώρα δεκάτη πρωινή. Ο ήλιος έλαμπε εις τον γαλανόν ουρανόν και εφώτιζεν το εργοστάσιον Φίξ, τα αυτοκίνητα, τους τροχονόμους και διάφορα άλλα αντικείμενα της γης. Χαρούμενοι αντικρίσαμε το παφλάζον Φάληρον και όλοι μαζί είπαμε διάφορα θαλασσινά τραγούδια. Πρώτα είπαμε τη «Μυρτιά» του κ. Μίκη Θεοδωράκη, που λέγει «είχα μια θάλασσα στο νου» και αναφέρει δια «πανιά». Μετά διέδωσα ότι πρέπει να πούμε και το «Βράχο-βράχο» διότι και αυτό ήτο θαλασσινό και θα είμεθα ασυγχώρητοι οικογενειακώς εάν το παραλείπαμε. Κατόπιν βρήκαμε ότι το «είναι μεγάλος ο γιαλός, είναι μακρύ το κύμα» είναι επίσης κατάλληλο και τελικώς πήραμε την απόφαση να λέμε τραγούδια μόνο του κ. Θεοδωράκη, διότι μας ικανοποιούσαν απολύτως.

Στο Φάληρον δεν μείναμε πολύ καθότι προήρχετο μία δυσάρεστος δυσωδία. Έτσι, κατόπιν προχείρου συμβουλίου, απεφασίσθη να θέσωμεν τους εαυτούς μας μακράν του προαστίου αυτού, και απομακρυνθήκαμε και οι 4 δι’ άλλας περιοχάς. Είπαμε την «Νήσο των Αζορών», συζητήσαμε για τη μουσική καθώς και για τους στίχους, και βγάλαμε το συμπέρασμα ότι ουδέποτε είχαν γραφτή τόσον ωραίοι και φιλοσοφημένοι στίχοι. Η απώλεια ολοκλήρου υπερωκεανίου με εκατοντάδας επιβατών εις τας ακτάς μιας Πορτογαλικής κτήσεως, η άφιξις ναυαγοσωστικών και κοττέρων και ολίγου δειν μιας Παγκοσμίου συρράξεως εις εν τετράστιχον, η αυτοκυριαρχία του ποιητού ώστε να μην παρασυρθή εις αιχμάς και κρίσεις διά το καθεστώς Σαλαζάρ, ήσαν άθλοι διά τους οποίους δικαίως θα έπρεπεν να σεμνύνεται. Μόνον ένας ποιητής-διπλωμάτης θα μπορούσε να χειρισθή επιτυχώς το δύσκολον τούτο θέμα. Η λεπτότης του, να μην αναφέρη αριθμόν θυμάτων, αλλά να αναφέρη αορίστως δύο νέους, χωρίς να δίδη ονόματα, αριθμούς και ημερομηνίας, καθιστά και τους τρεις, δηλαδή τον άγνωστον στιχουργόν, τον συνθέτην και τον πονεμένον τροβαδούρον, αμφοτέρους συμπαθείς. Είμαι δε της γνώμης ότι πρέπει όλοι τον δίσκον αυτόν να τον αγοράσετε, και να τον συστήσωμεν εις τους φίλους μας. Δεν έχω ουδέν συμφέρον, ούτε γνωρίζω τον στιχουργόν, αλλά μου αρέσει να λέγω την αλήθειαν πάντοτε, και προς τα άνω και προς τα κάτω, οσονδήποτε πικρά και αν είναι.

***

Σκηνές από το καλοκαίρι στην παλιά Αθήνα της δεκαετίας του 60

Σκηνές από το καλοκαίρι στην παλιά Αθήνα της δεκαετίας του 60... Η παραλία της Βουλιαγμένης

Σκηνές από το καλοκαίρι στην παλιά Αθήνα της δεκαετίας του 60… Η παραλία της Βουλιαγμένης

Εις τας 10 και μισή, ένα μικρόν τροχοφόρον με 4 τροχούς και 4 επιβάτας, ήτο σταθμευμένον εις τας όχθας του Καλαμακίου. Ο φλογώδης ήλιος κατέκαιεν εκατοντάδας ιθαγενών των Αθηνών που έλουζοντο εις τα ιερά ύδατα του Σάρωνος. Διάφοροι φωναί εξήρχοντο εκ του αυτοκινήτου.

— Θέλετε εδώ; ηκούσθη μία φωνή.

— Μέρος που βρήκες να διάλεξης… είπεν ήχος από γυναικείον λάρυγγα.

— Μπαμπά, θα μας πάρετε παγωτό;

— Κι εγώ διψάω.

— Να πίνατε στο σπίτι.

— Έ, αφού διψάω πάλι…

— Τον κακό σου τον καιρό. Σου είπα να πιής πολύ.

Ηκούσθησαν κλαυθμηρισμοί παιδιού και το αυτοκίνητον έξηφανίσθη ηρέμως προς Ανατολικήν κατεύθυνσιν.

***

Εις τας 11, ένας κύριος σοβαρός με την κυρία του και τα δύο του αρσενικά παιδιά, αντήλασσον διαφόρους γνώμας έξωθι της ακτής των «Αστεριών» και είχον ευχάριστον συνομιλίαν με τον θυρωρόν. Η απόλαυσις των νεαρών εστοίχιζεν 15 δραχμάς και το αυτοκίνητον έπρεπεν να πληρώση 5 δραχμάς.

— Πρέπει να πληρώση, αντέτεινεν ο θυρωρός.

— Κύριέ μου, το αυτοκίνητον, σας επαναλαμβάνω, δεν έχει μαγιώ. Ψάξτε το, και -εάν το βρήτε, εγώ να σας πληρώσω τα διπλάσια, εφόσον δεν πείθεσθε.

— Έτσι είναι ο κανονισμός.

— Τότε λυπούμεθα πολύ. 65 δραχμάς που μας ζητείτε και 20 η βενζίνη πού πληρώσαμε, μας κάνει 85. Θα μας επιτρέψετε να πάμε παρακάτω.

— Όπως θέλετε…

— Χαίρετε… Η φιλία μας όμως θα παραμείνη.

— Χαίρετε.

***

Σκηνές από το καλοκαίρι στην παλιά Αθήνα της δεκαετίας του 60...

Εις τας 11μιση εις τον ορίζοντα εφάνη η ωραία ακτή της Βούλας. Χιλιάδες άνθρωποι εβρέχοντο με θαλασσινό νερό. Πουθενά δεν εφαίνετο θυρωρός αλλά υπήρχαν σμήνη παγωτών και λεμονάδων και μεγίστη οχλοβοή. Από Φάληρον μέχρι Βούλας η διαδρομή άνευ σταθμού είναι πολύ κοπιαστική, ιδίως το καλοκαίρι. Δεν μ’ αρέσει να παζαρεύω στις πόρτες των διαφόρων πλαζ και να ρωτώ για την τιμή, όπως κάνουν άλλοι. Δεν είναι του χαρακτήρος μου. Γι’ αυτό μόλις φθάσαμε στη Βούλα, όπως ήταν το αρχικό μου σχέδιο, και είχαμε διψάσει όλοι, αποφάσισα να τους κάνω ένα ωραίο δώρο.

— Παγωτά… εφώναξα με τη βαθειά μου φωνή. Δώσε μας 4.

Ο νέος επαγγελματίας επλησίασεν εις το παράθυρον του αυτοκινήτου και μας εμοίρασεν από ένα ωραίο κύπελλον. Του έδωσα 10 δραχμές και γύρισα να δω τους γιους μου. Οι γιοί μου με τα κύπελλα ανά χείρας, με συγκίνησαν αφάνταστα. Τους είδα με την φαντασία μου, νέους Ολυμπιονίκας και νικητάς εις τους Ιστιοπλοϊκούς αγώνας. Είδα τον κόσμον να τους χειροκροτή, τη φωτογραφία τους στις εφημερίδες, συνεντεύξεις «ο αγών ήχο σκληρός, αλλά ενικήσαμεν» και πολλά τέτοια. Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια και γύρισα να τους ξανακαμαρώσω. Οι Ολυμπιονίκαι μου έγλυφαν τα κύπελλά τους και είχαν πασαλείψει τα καθίσματα. Ωμίλησα προς τον μεγάλον με καλωσύνην.

— Βρε ζώον… Καλά ο μικρός. Κι εσύ 10 χρονών μαντράχαλος, πασαλείφθηκες σαν μωρό;

— Αφού έλυωσε από τη ζέστη καλέ μπαμπά. Τι φταίω εγώ;

— Να σού δώσω κάνα σφάλιαρο, να σου πω ποιός φταίει.

— Πάμε, είπε η γυναίκα μου. Έχει πολύ κόσμο.

— Και που να πάμε;

— Παρακάτω, προς τη Βουλιαγμένη.

— Κι εκεί έχει εισιτήριο.

— Μα εκεί είναι τάλληρο. Δεν έχει 15. Και τα αυτοκίνητα τα παρκάρουν απ’ έξω.

Πετάξαμε τα κύπελλά μας και πεταχτήκαμε προς τα εκεί. Η γυναίκα μου είχε δίκιο. Το εισιτήριο είχε 5 κι επί πλέον τ’ αυτοκίνητα παρκάρανε απ’ έξω.

— Να μπούμε, αποφάσισα. Δεν βλέπω πολύ κόσμο.

Ετοιμαζόμουν να βγάλω εισιτήρια, όταν τα εξασκημένα μάτια των γιων μου είδαν στην παραλία αραδιασμένα κάτι πολύχρωμα μηχανήματα. Ήσαν θαλάσσια ποδήλατα που έχουν 20 δραχμές την ώρα.

Ενήργησα αστραπιαία.

— Πάμε, είπα. Έχει πολύ κόσμο. Δεν θα το φχαριστηθούμε.

— Μπαμπά, θα μας πάρετε κανώ;

— Εσύ κανώ, εγώ ποδήλατο, είπε ο μεγάλος.

— Α! Τώρα φεύγουμε. Εγώ το είπα πρώτος. Πρώτα είπα φεύγουμε και μετά είπατε σεις για ποδήλατα. Έχει και πολύ κόσμο.

Και χωρίς να τους αφήσω καιρό, τους στρίμωξα στο αυτοκίνητο και πήρα πορεία για Βάρκιζα, ενώ τα παιδιά αναλογιζόντουσαν πως στα καλά καθούμενα εκεί που δεν υπήρχε κόσμος, αποτόμως ο πατήρ τους είδε πώς η ακτή ήτο κοσμοβριθής.

— Γιατί δεν μπήκαμε; ρώτησε με τρόπο η γυναίκα μου.

— Μα, αγαπημένη μου, 4 επί 5 μας κάνει 20, η βενζίνα που δώσαμε μας κάνει 40. Και 10 τα παγωτά που φάγαμε, 50. Κι άλλες 15 οι λεμονάδες τους, διότι μετά το παγωτό οπωσδήποτε θα διψάσουν, σύνολον 65. Κι επειδή το μπάνιο θα τους άνοιξη την όρεξη, δεν γλυτώνω και τις τυρόπιττες. Άρα 75. Βάλε και 40 τα ποδήλατα. Φτάνουμε τις 115. Και δεν γυρνάμε στ’ Αστέρια που είναι φτηνότερα να πλυθούμε με τον καλό κόσμο και να μας γράψη κι η Κοσμική Κίνησις;

— Μα γιατί υπολογίζεις 40 τα ποδήλατα. Αφού η ώρα έχει 20. Είναι ανάγκη να κάνουν δυο ώρες ποδήλατο;

— Και ποιος σου πε ότι υπολογίζω δυο ώρες. Υπολογίζω δυο ποδήλατα.

— Γιατί;

— Τί, γιατί; Οι γιοί σου είναι από τους ανθρώπους που κάθονται σ’ ένα ποδήλατο; Ό καθένας θα θέλη το δικό του. Άσε μας πρωί-πρωί. Ξέρω τη δουλειά μου. Να μη σου πω ότι θα χρειαστώ και 3ο ποδήλατο για να τους μαζεύω μετά, ποιός ξέρει πού θα βρίσκονται στο τέλος της ώρας.

— Τότε έχω μια ιδέα.

— Άντε να δούμε τί εξυπνάδα θα πης πάλι.

— Να τραβήξουμε για Βάρκιζα. Μετά το 40ό χιλιόμετρο έχει θαυμάσιες ακτές και ησυχία. Μήτε ποδήλατα, μήτε παγωτατζήδες, ούτε άλλους πειρασμούς. Κάνουμε το μπανάκι μας και ωραία-ωραία γυρίζουμε.

— Δίκιο έχεις. Όποτε με 20 βενζίνα και 10 παγωτά που δώσαμε, τη γλυτώσαμε φθηνά-φθηνά. Πάμε. Ας βάλουμε όμως κι ένα γαλλόνι ακόμα, για καλό και για κακό, μήπως δεν μας φθάση. Δεν βαριέσαι. Τι 30 τι 50.

— Έλα ντε. Μήπως αύριο δε θα σου χρειασθή;

Κι η γυναίκα μου, που είναι πρακτικός άνθρωπος, την ώρα της διαδρομής έδωσε τις κατάλληλες οδηγίες.

— Παιδάκια, βάλτε τα μαγιώ σας, να μην χάνουμε καιρό γιατί αργήσαμε, ώστε μόλις φτάσουμε να βουτήξουμε…

Οι γιοι μου δεν περίμεναν δεύτερη κουβέντα. Πέταξαν φανέλλες, τίναξαν παπούτσια, μπέρδεψαν τα μαγιώ, τσακώθηκαν, και τέλος ο μεγάλος φόρεσε του μικρού κι ο μικρός του μεγάλου. Με αναστατωμένο αμάξι έφτασα στο 42ο.

Βρήκα μια ειδυλλιακή γωνιά κι ένα πεύκο, κι έκανα μανούβρες να το φέρω στη σκιά προσέχοντας να μην κολλήση στην άμμο, και οι γιοί μου είχαν ανοίξει κι όλας τις πόρτες και κολυμπούσαν στα βαθειά.

Ήμουν πανευτυχής. Τόσο φθηνό μπάνιο, πρώτη μου φορά δοκίμαζα. Αποφάσισα να τους φέρνω τακτικά σ’ αυτό το μέρος. Και τρεις φορές την εβδομάδα. Τρεις φορές την εβδομάδα είναι 150 δραχμές. Και το μήνα μας κάνει 600 δραχμές. Τι παίρνεις σήμερα με 600 δραχμές; Τίποτα. Ή μάλλον, τρεις που λέει ο λόγος δεν είναι και απόλυτον. Μπορεί να είναι και δυο φορές την εβδομάδα. Πάντως ας αρχίσω με ένα κάθε Κυριακή και βλέπουμε.

***

Σκηνές από το καλοκαίρι στην παλιά Αθήνα της δεκαετίας του 60... Η παραλία της Βουλιαγμένης

Κατά τις 2, αφού κάναμε όλοι το μπάνιο μας κι έπλυνα τα πόδια μου εγώ, κάνοντας ταυτοχρόνως βαθειές εισπνοές και ελαφρές γυμναστικές ασκήσεις διότι η εργασία μου είναι καθιστική, αποφασίσαμε να γυρίσουμε. Επειδή είχα διψάσει, ερώτησα τα παιδιά εάν διψούν, κι αυτά είπαν «διψάμε» κι αναγκάστηκα για να μην τους χαλάσω το χατίρι να σταματήσω σ’ ένα καφενείο και να παραγγείλω λεμονάδες. Τι 50, σκέφτηκα, τι 60. Την ερχόμενη φορά θα οργανώσω τα πράγματα έτσι ώστε παίρνοντας ένα «θερμός» τακτοποιείται η κατάστασις. Παίρνω και μια ομπρέλλα πολύχρωμη φθηνή, αν βρω και κανένα καρεκλάκι. Το πολύ-πολύ καθιερώνω τα μπάνια ανά 15ήμερον ώσπου να ξελασπώσω. Επίσης μπορώ να αγοράσω κι ένα ψαροτούφεκο φθηνό, αν βρω, και πέδιλα και μάσκα βυθού. Καλύτερα λοιπόν να εξοπλισθώ εντελώς και ν’ αρχίσω τα μπάνια κανονικά από 1ης Αυγούστου φέτος, και του χρόνου τ’ αρχίζω λιγάκι νωρίτερα.

— Τί έχει το πόδι σου; ρώτησα τον μικρό, βλέποντας ένα σημάδι.

— Τί έχει; ρώτησε απορημένος ο μικρός.

— Ωχ δυστυχία μου. Κατράμια, είπε η γυναίκα μου. Που έκατσες παιδάκι μου; Για να δω;

Τον επιθεώρησε παντού. Σήκωνε παντελόνι κι έσταζε πίσσα. Τουβγαλε τη φανέλλα μες στο καφενείο κι η πλάτη του ήταν σα νάχε φάει βουρδουλιές. Ο μεγαλύτερος αυτοεπιθεωρήθηκε κι ανακάλυψε πως έχει κι αυτός.

— Κι εγώ έχω… είπε.

— Με τί βγαίνουν; ρώτησα τον καφετζή.

— Πάρτε ένα γαλλόνι βενζίνα και τρίφτε τους καλά. Και μετά πλύντε τους μ’ αρωματικό σαπούνι να μη βρωμάνε.

Σταμάτησα στο πρώτο βενζινάδικο και άφησα άλλες 20, και 5 δραχμές για το δοχείο. Μετά σταμάτησα σ’ ένα παραλιακό περίπτερο κι ακούμπησα άλλες 5 για ένα αρωματικό σαπούνι. Όπου σταματούσα μοίραζα χρήματα. Ήταν μια διαδρομή διανομής των υπαρχόντων μου. Τώρα δεν μένει, σκεφτόμουνα, παρά να με πιάση λάστιχο ή να πάθη βλάβη τ’ αμάξι και ν’ αναγκαστώ να πάρω λεωφορείο και να μοιράσω στους λεωφορειούχους τα υπόλοιπα. Και ποιό λεωφορείο θα μας πάρη μέσα που χουν γίνει οι γιοί μου σα μαύροι της Αλαμπάμα και θα λερώσουν το σύμπαν. Και διόλου απίθανο να πάρη φωτιά κι η βενζίνα με τη ζέστη και να γίνουν παρανάλωμα οι επιβάτες. Με την ατυχία που με δέρνει, όλα είναι πιθανά.

Ευτυχώς δεν παρέστη ανάγκη να πληρώσω κι άλλα. Το αυτοκίνητο λειτούργησε ομαλά και μας έφερε στις τρεις στην Αθήνα, ξοδεύοντας μόνον 90 δραχμές. Και σήμερα με 90 δραχμές τί παίρνεις; Τίποτα. Κι όμως εμείς με 90 δραχμές κάναμε 4 μπάνια στη θάλασσα κι άλλα 4 στο σπίτι, 8 μπάνια συνολικώς και τρία δωμάτια που μοσχοβολούσανε επί 10 μέρες, νομίζω ότι είναι μία πρώτης τάξεως τιμή. Τα ρούχα μόνο των παιδιών λερωθήκανε λιγάκι και τα στείλαμε στο καθαριστήριο. Και το καθαριστήριο τί μπορεί να πάρη; 30; 40; 50; Σήμερα τί παίρνεις με 50 δραχμές; Τίποτα. Τί είναι 140 δραχμές προκειμένου να απολαύσεις το μπάνιο σου και να κάνης το κέφι σου; Εγώ ευχαρίστως να τις δώσω και κάθε μέρα.

Θα μου πείτε γιατί δεν το κάνω; Διότι έχω πάρα πολλή δουλειά.»

Πηγές φωτογραφιών εδώ κι εδώ. Για περισσότερες διαδρομές στα παλιά ελληνικά καλοκαίρια, δες και αυτό το κείμενο:

Η Αθήνα Σήμερα… του Νίκου Τσιφόρου

Παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι, Ιούλιος 20.

Σκηνές από το καλοκαίρι στην παλιά Αθήνα της δεκαετίας του 60... Η παραλία στον Άλιμο

Σκηνές από το καλοκαίρι στην παλιά Αθήνα της δεκαετίας του 60… Η παραλία στον Άλιμο

Tags: , , , , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *