Η Κουλτούρα της Νεοελληνικής Παρακμής

Enter the rabbit's lair...

Η κουλτούρα της νεοελληνικής παρακμής... Μια παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι

Το αποψινό θέμα μας διαφέρει από τα άλλα. Είναι οι τέχνες, μα από την ανάποδη… είναι η εικόνα τους αντεστραμμένη στον καθρέπτη, παραμορφωμένη, στρεβλή. Πυρήνας κάθε μορφής τέχνης είναι η δημιουργικότητα και η αισθητική, μα στη σημερινή μας περιπλάνηση θα μιλήσουμε για τον ολικό εκφυλισμό αυτών των χαρακτηριστικών. Για το μεταλλαγμένο στυλ ζωής που ονομάζεται Lifestyle και «διασκέδαση» στην νεοελληνική κουλτούρα των πρόσφατων δεκαετιών – την κουλτούρα του νεοπλουτισμού, της επιδειξιομανίας και των λουλουδιών στην πίστα. Την κουλτούρα του μεγάλου εμπορεύσιμου Τίποτα. Ένα φαινόμενο που μετρά λίγες μόνο δεκαετίες ζωής – με κύρια σημεία αιχμής τη δεκαετία του 80 και του 90 – μα το οποίο συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, στις μέρες της κρίσης.

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι σημαντικό τώρα στο ξεκίνημα: Η «νεοελληνική κουλτούρα» στην οποία αναφέρομαι δεν περιορίζεται στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Βρίσκεται παντού. Τη συναντούμε στις γιγαντοαφίσες των δρόμων· στα περιοδικά και τις εφημερίδες· στις τηλεοπτικές εκπομπές· στις διαφημίσεις· στην τύπισσα που καμαρώνει επειδή αγόρασε μια τσάντα δύο χιλιάδων ευρώ· στον τύπο που καυχιέται για το ανοιχτό αμάξι του και κάνει βόλτες στην παραλιακή με τη μουσική στη διαπασών· βρίσκεται στις πόλεις, μα ακόμα περισσότερο, τη συναντούμε στην επαρχία· στα μπαρ· στις μοδάτες καφετέριες· στις «διακοπές στη Μύκονο»· στη γλώσσα των γηπέδων· στις επιλογές διασκέδασης· στις καταναλωτικές συμπεριφορές· ως και στο φλερτ· στις συζητήσεις· στις αντιλήψεις γύρω από τον έρωτα και τις σχέσεις.

Τη συναντούμε και στα κοινωνικά δίκτυα, όπως το Facebook· στις επιδεικτικές selfies, τα ανούσια check-in και τα προκατασκευασμένα like. Στις φτηνές ατάκες και στα ανόητα site. Μια ρηχή πραγματικότητα που μας καταδυναστεύει, που μας πνίγει στην επιφάνειά της. Και αν επιθυμείς να κάνεις τη διαφορά στην πραγματικότητα αυτή… συχνά νιώθεις πως είσαι μόνος σου, στο τέλος. Απελπιστικά μόνος σου.

Συχνά μετακινούμαι με τα λεωφορεία της πόλης. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω παρατηρήσει αφίσες με γνωστούς τραγουδιστές της πίστας στις στάσεις. Βλέπεις τα αλαζονικά τους πρόσωπα μεγενθυμένα, να σε παρατηρούν με τα κενά τους μάτια και να σου λένε «δίνω στο τάδε μέρος παραστάσεις, μη με χάσεις». Μη χάσεις την ευκαιρία να πληρώσεις 100 ευρώ για ένα τραπέζι και να μου ρίξεις λουλούδια στη σκηνή. Και όλα αυτά για να δεις εμένα, ένα Τίποτα με κεφαλαίο, έναν ανύπαρκτο δημιουργικά και πνευματικά άνθρωπο, να «ψυχαγωγώ» τον κόσμο και να χρυσοπληρώνομαι γι’ αυτό. Μα πόσο λιγότερες είναι εκείνες οι αφίσες που προβάλλουν ανεξάρτητους δημιουργούς… Πόσο ανύπαρκτοι είναι οι ραδιοφωνικοί ή οι τηλεοπτικοί σταθμοί που υποστηρίζουν την ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση, πέρα από τα όρια της βιομηχανίας της διασκέδασης. Πέρα από βύσματα, γνωριμίες, πελάτες και συμφέροντα. Πόσο μηδαμινή είναι η σχολική εκπαίδευση πάνω σε όλα αυτά τα θέματα – αρκεί να θυμηθούμε τι κατάληξη έχουν το μάθημα της Μουσικής ή των Καλλιτεχνικών. Και πόσο δυσκολεύονται οι νέοι δημιουργοί, είτε είναι μουσικοί, εικαστικοί, συγγραφείς, σκηνοθέτες ή οτιδήποτε σχετικό, να βρουν μια αξιοπρεπή απασχόληση που να τους επιτρέπει να είναι δημιουργοί – και όχι κακέκτυπα.

Και όλα αυτά σε μια χώρα που προβάλλει – ως κληρονομιά, ως στοιχείο ταυτότητας, ως τουριστικό αξιοθέατο – τον πολιτισμό της! Μα κανένας δεν προχώρησε ποτέ βασισμένος στην ιστορία του και μόνο. Σημασία έχει το τώρα, το παρόν – όχι το άλλοτε. Η εργασία, επί του παρόντος, όχι τα λόγια τα παχιά. Και όταν βλέπεις να καυχώνται για τον «αρχέγονο πολιτισμό του έθνους» άνθρωποι δίχως την παραμικρή παιδεία, δίχως την παραμικρή αισθητική, δίχως την παραμικρή ικανότητα να δημιουργήσουν τέχνη, να κατανοήσουν τέχνη, ή ακόμα και να συντάξουν μία απλή πρόταση… άνθρωποι που καμαρώνουν για τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα μα διασκεδάζουν ρίχνοντας λουλούδια στην πίστα… άνθρωποι φασίζουσας νοοτροπίας, ημιμαθείς και μισαλλόδοξοι… τότε ξέρεις πως υπάρχει κάτι βαθιά σάπιο γύρω μας.

Η οικονομική κρίση θα υποχωρήσει, αργά ή γρήγορα. Μα αν δεν υποχωρήσει η πολιτισμική κρίση – που είναι πάντα βαθύτερη, και για την οποία δεν βλέπω να γίνονται πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες, ούτε κεντρικά δελτία στις ειδήσεις – τότε να είστε βέβαιοι πως η συνέχεια θα είναι χειρότερη. Γιατί ένας λαός χωρίς χρήματα μπορεί να αντεπεξέλθει. Ένας λαός χωρίς ουσία, όμως, δίχως δημιουργικό πνεύμα, αλήθεια, που βαδίζει;

Κι όμως – επέλεξα να κλείσω με ένα σχετικά αισιόδοξο τόνο την ανάρτηση, όπως θα διαπιστώσετε στο τέλος. Μα ας ξεκινήσουμε με μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Πως προέκυψε η κουλτούρα της «νεοελληνικής παρακμής» και ποια η σύνδεσή της με την πρόσφατη ιστορία και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της χώρας; Για να δούμε.

 
 
 

Η νεοελληνική παρακμή – Μια σύντομη ιστορική αναδρομή

Το πολιτισμικό φαινόμενο του «Νεοέλληνα» πιάνει ρίζες στην ιδιαιτερότητα της ανάπτυξης της ελληνικής αστικής τάξης. Μια ανάπτυξη προβληματική ήδη απ’ τα χρόνια της γέννησης του νεοελληνικού κράτους, δίχως το επιχειρηματικό πνεύμα που χαρακτήριζε την αστική τάξη των δυτικών κρατών, βασισμένη σε μεγάλο βαθμό στις προγενέστερες σχέσεις ιδιοκτησίας (με ρίζες τους μεγάλους τσιφλικάδες του παλιού καιρού). Κεντρικός άξονας αυτής της νόθας αστικής τάξης οι πελατειακές σχέσεις· στόχος το εύκολο και γρήγορο κέρδος. Τα μετεμφυλιακά χρόνια ήταν τα χρόνια της «μεγάλης ανοικοδόμησης» και ταυτόχρονα, τα χρόνια της μεγάλης αρπαγής. Οι παλιές συνήθειες παραχωρούσαν τη θέση τους σε νέες, δίχως όμως να ριζώσουν βαθιά στη νοοτροπία του μέσου Έλληνα. Ο πατριαρχισμός του παλιού καιρού παραχώρησε ανώδυνα τη σκυτάλη σ’ έναν δυτικού τύπου εισαγόμενο καταναλωτισμό, χωρίς να υπάρξει η αναγκαία μεταβολή στις ριζωμένες νοοτροπίες. Κάθε μετάβαση ήταν επιφανειακή και έμοιαζε περισσότερο με κακή απομίμηση – η ουσία παρέμενε ίδια.

Όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Κονδύλης, «οι κατοχικές και μεταπολεμικές ανακατατάξεις επηρέασαν, το ένα μετά το άλλο, όλα τα κοινωνικά στρώματα. Πρώτα-πρώτα άλλαξαν σημαντικά τη σύνθεση του στρώματος που προπολεμικά ονομαζόταν «αστικό», έτσι ώστε αυτό σήμερα να αποτελείται, σε βαθμό καθοριστικό για το ποιόν και τον χαρακτήρα του, από νεόπλουτους, και μάλιστα νεόπλουτους χάρη σε εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες, τις οποίες εξέθρεψαν, μετά τη μαύρη αγορά, η «ανοικοδόμηση» και τα «μεγάλα δημόσια έργα» καθώς και η διοχέτευση όλο και μεγαλύτερου όγκου εισαγωγών στην εσωτερική αγορά. Αλλά και οι υπόλοιποι «επιχειρηματίες», με εξαιρέσεις όχι πια πολυάριθμες, παρά τις διαφορές και την ποικίλη προϊστορία των επιμέρους ασχολιών τους, ελάχιστα διαφέρουν από τους νεόπλουτους ως προς το πολιτισμικό τους επίπεδο και τον πνευματικό τους ορίζοντα, στο επίκεντρο του οποίου συχνότατα βρίσκονται τα όσα συμβαίνουν στα γήπεδα ή στα νυκτερινά κέντρα διασκέδασης. Έτσι, σε γενικές γραμμές, εξέλειψε ακόμα και ο προγενέστερος νόθος αστισμός.

Από την άλλη πλευρά, ο τουρισμός και το ευρύτατο μεταναστευτικό κύμα της δεκαετίας του 1950 και του 1960 αποτέλεσαν την τρίτη μεγάλη νεοελληνική ένταξη στο διεθνές κύκλωμα της καπιταλιστικής οικονομίας και κατέλυσαν οριστικά την πατριαρχική κοινωνική διάρθρωση, καθώς δημιούργησαν κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο (δηλαδή συντείνοντας στη διεύρυνση του τομέα των υπηρεσιών) ένα όλο και πολυπληθέστερο μεσαίο στρώμα, χαρακτηριζόμενο από τον μιμητικό καταναλωτισμό και από την έπαρση της νεοαπόκτητης ευημερίας και της επίσης νεοαπόκτητης ημιμάθειας. Μπορεί να λεχθεί ότι πάνω στη βάση των αξιών του κατά το δυνατόν γρήγορου πλουτισμού και του εσπευσμένου καταναλωτισμού η ελληνική κοινωνία είναι σήμερα πολιτισμικά ίσως όχι καλύτερη, πάντως ομοιογενέστερη απ’ ό,τι προπολεμικά.» [στο «Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας. Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία» (1991)]

Η νόθα αστική τάξη της προπολεμικής εποχής παραχώρησε τη θέση της σε μια μικρή τάξη νεόπλουτων και σε μια μεγάλη τάξη μικρομεσαίων. Οι τελευταίοι έφτασαν να ρουφάνε σαν σφουγγάρια τις τάσεις και τις μόδες του εξωτερικού, κάνοντας όνειρα εύκολου και γρήγορου πλουτισμού. Ο καταναλωτισμός εισήχθη ως τρόπος ζωής και η «διασκέδαση» δίχως νόημα μετετράπη σε ουσία της καθημερινότητας. Σταδιακά νεοπλουτισμός και μικροαστισμός έφτασαν να ενσωματωθούν, όσο αφορά τα πρότυπά τους: ακόμα και αν τους χωρίζουν περιουσίες, νεόπλουτοι και μικροαστοί μπορούν να μοιράζονται ένα κοινό γούστο, ένα κοινό πρότυπο ζωής, κάποιες κοινές αξίες. Οι πρώτοι θέτουν τα πρότυπα…και οι δεύτεροι τους μιμούνται τυφλά, επιθυμώντας να γίνουν σαν αυτούς.

 

Το φαινόμενο του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού και η ανάδειξη του Lifestyle

1 – Η Λαϊκή Τέχνη

Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στον πυρήνα του «νεοελληνικού» τρόπου διασκέδασης δεσπόζει το λεγόμενο «λαϊκό» τραγούδι. Μια λέξη παραποιημένη, καρατομημένη, βιασμένη, έχοντας χάσει το αυθεντικό της νόημα, όπως τόσες και τόσες λέξεις που χρησιμοποιούμε. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες διαστρεβλώσεις στην πολιτισμική ιστορία του 20ου αιώνα.

Ετυμολογικά η λέξη «λαϊκός» παραπέμπει στην αγγλική λέξη “folk”. Πρόκειται για μια μορφή τέχνης που εκπορεύεται από τα λαϊκά στρώματα και αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο αριθμό του πληθυσμού. Η ιστορία της τέχνης ξεχειλίζει με παραδείγματα γνήσιας, λαϊκής δημιουργίας. Κάθε χώρα, κάθε πολιτισμός, έχουν να επιδείξουν μοναδικά δείγματα λαϊκής τέχνης… από την υπέροχη φολκ μουσική των ευρωπαϊκών χωρών… στην λαϊκή τέχνη των Αφρικανών… από τις παγανιστικές καλλιτεχνικές πρακτικές… στην λαϊκή τέχνη του Μεσαίωνα και της Ανατολής… οι λαοί του κόσμου έχουν επιδείξει μοναδικές ικανότητες συλλογικού δημιουργικού πνεύματος.

Ελληνική λαϊκή τέχνη, 18ος αιώνας, μουσείο Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα

Ελληνική λαϊκή τέχνη, 18ος αιώνας, μουσείο Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα

Σε αντίθεση με την τέχνη «των λίγων» (ας χρησιμοποιήσω αυτό τον όρο, έναντι της «καλής τέχνης»), η λαϊκή τέχνη πηγάζει όχι από κάποιους μεμονωμένους δημιουργούς, μα από μια συλλογική οντότητα, την οποία και αντιπροσωπεύει. Μιλάει με το πνεύμα των καιρών και συμπληρώνει την «ανώτερη τέχνη» της εποχής, σε ένα αναπόσπαστο δίπολο: είναι αμφότερες αναγκαίες προκειμένου να κατανοήσουμε το πνεύμα μιας εποχής κι ενός πολιτισμού. Συχνά έφτασαν να συμπληρώνουν η μία την άλλη – δεν είναι λίγες οι φορές που γνωστοί καλλιτέχνες άντλησαν την έμπνευσή τους ή ενσωμάτωσαν στην τέχνη τους στοιχεία από την λαϊκή τέχνη μιας εποχής ή ενός λαού.

Η συλλογική έκφραση του 20ου αιώνα είδε συχνά τα όρια ανάμεσα στα δύο είδη τέχνης να συγκλίνουν. Και σήμερα δεν μπορούμε να μιλάμε για τη μία ή την άλλη τέχνη – είναι πλέον συγκοινωνούντα δοχεία, συχνά αναπόσπαστη η μία απ’ την άλλη.

2 – Από την άνοδο στην παρακμή. Η εξέλιξη της ελληνικής λαϊκής μουσικής

Χαρακτηριστικά δείγματα διεθνούς μουσικής με κοσμικές (φολκ) ρίζες είναι η Country· τα Blues· η Κέλτικη μουσική· τα Oriental· η Latin· η Balkan· η Gypsy· η βορειοευρωπαϊκή Φολκ· η παραδοσιακή μουσική των γηγενών Αμερικανών· της Ινδίας· της Κίνας· των νησιών της Καραϊβικής· της Αφρικής… και ουσιαστικά, κάθε μουσική του κόσμου που φέρει πίσω μια μεγάλη και πλούσια παράδοση.

Κάπου εδώ συμπεριλαμβάνεται και η χώρα μας. Μια χώρα με πελώρια μουσική κληρονομιά (μεταξύ τόσων άλλων), έχοντας να επιδείξει μια μοναδική ποικιλομορφιά γνήσιας μουσικής έκφρασης. Από τα δημοτικά και τα νησιώτικα ως το ρεμπέτικο, το ελληνικό κοσμικό τραγούδι αναπτύχθηκε παράλληλα με τις ιδιαίτερες συνθήκες ζωής των λαϊκών, αγροτικών και αστικών στρωμάτων – μιλώντας τη γλώσσα τους, καθρεφτίζοντας τις συνήθειές τους, αντανακλώντας την εικόνα ενός ολόκληρου λαού και μιας εποχής.

Ρεμπέτικη κομπανία. Διακρίνεται η Ρόζα Εσκενάζυ

Ρεμπέτικη κομπανία. Διακρίνεται η Ρόζα Εσκενάζυ

Κάπου στη διάρκεια της δεκαετίας του 50 το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε να μετασχηματίζεται σε λαϊκό. Η θεματολογία του σταδιακά μεταμορφώθηκε. Η διαμαρτυρία και ο καημός του αυθεντικού ρεμπέτικου μετεξελίχθηκαν σε διασκέδαση και μια γενικότερη διάθεση φυγής – αντίστοιχη με την επιθυμία ενός λαού να αποδράσει, θέλοντας να αποτινάξει τις πληγές ενός Εμφυλίου πολέμου. Είναι το τραγούδι που βλέπουμε στις παλιές ελληνικές ταινίες – και αν η θεματολογία του έχει πια αλλάξει, παραμένει αυθεντικό και γνήσιο, έχοντας να επιδείξει σπουδαίους δημιουργούς όπως ο Τσιτσάνης και ο Χιώτης.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 60 συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις πήγαν ακόμα παραπέρα. Πάντρεψαν το παλιό λαϊκό με τη συνθετική μουσική, συνδυάζοντας τις δυτικές φόρμες, τη λαϊκή μορφή και τη μελοποιημένη ποίηση. Το αποτέλεσμα ήταν μια σπουδαία μορφή τέχνης που κατόρθωσε να αγγίξει τόσο τα λαϊκά στρώματα, όσο και τους φίλους της εκλεκτικής μουσικής, γεφυρώνοντας επιτέλους δύο μουσικούς κόσμους που – κακώς – βρίσκονταν σε αντιπαράθεση. Ονομάστηκε «έντεχνο» ή «έντεχνο-λαϊκό» και η ονομασία υφίσταται ως σήμερα… συχνά καταλήγοντας μια κενή μορφή δίχως περιεχόμενο, αναμασώντας τα παλιά μα διστάζοντας να δημιουργήσει κάθε νέο. Ωστόσο το έργο που άφησαν οι μεγάλοι συνθέτες της δεκαετίας του 60 και του 70… το έργο αυτό παραμένει αξεπέραστο.

Όσο αφορά το λαϊκό τραγούδι και τη… δύστυχή του μοίρα; Ήταν στη διάρκεια της δεκαετίας του 60 και του 70, όταν το λεγόμενο «Ελαφρολαϊκό» άρχισε να κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος στις ψυχαγωγικές επιλογές του κόσμου. Η ίδια η Χούντα είχε υποστηρίξει αυτόν τον τρόπο διασκέδασης (αυτόν και τη Μπάλα, φυσικά) και δεν ήταν λίγα τα κέντρα διασκέδασης της εποχής που φιλοξένησαν τους δικτάτορες πολιτικούς. Μα η Χούντα κάποια στιγμή έπεσε – και το ελληνικό τραγούδι έμελλε να διανύσει αρκετά ακόμα μονοπάτια, μέχρι να φτάσει στο σημείο που βρίσκεται αυτή τη στιγμή.

 
ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος σε χορό με τσολιάδες... ο νέος ελληνικός πολιτισμός

ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος αποκαλύπτει τα ήθη της νέας εποχής

οι αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ εν ώρα εργασίας

οι αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ εν ώρα εργασίας

Ίσως η κομβικότερη στιγμή να βρίσκεται στη δεκαετία του 80. Θυμάμαι ακόμα τα άφθονα εβδομαδιαία περιοδικά που παρουσίαζαν, σε μεγάλες φωτογραφίες, τις τακτικές εξόδους των κομματικών πολιτικών αρχηγών στα διάφορα Κέντρα με μπουζούκια. Θυμάμαι τις χοντρές, καλοφαγωμένες κοιλιές τους, τις λαδωμένες τους γραβάτες, τα υπερφίαλα χαμόγελά τους μπροστά στην κάμερα. Και οι δημοσιογράφοι να τρέχουν από πίσω τους, να προσπαθούν να απαθανατίσουν κάθε τους στιγμή. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως οι πολιτικοί του ΠΑΣΟΚ της εποχής πρώτοι δίδαξαν το Lifestyle – εκείνο που θα καθιέρωνε, την επόμενη δεκαετία, ο Κωστόπουλος και οι όμοιοί του.

Κάπου τότε, στα χρόνια της δεκαετίας του 80, ήταν που καθιερώθηκε και ο όρος «Σκυλάδικο». Μα το είδος παρέμενε, πεισμάτικα θα ‘λεγε κάποιος, ακόμα έξω από το κυρίαρχο ρεύμα της δημοφιλούς (Ποπ) μουσικής της εποχής. Υπήρχε – μα δεν είχε ταυτιστεί με έναν αναγκαίο τρόπο ζωής ή με μια mainstream κουλτούρα. Η ελληνική Ποπ της δεκαετίας του 80 παρέμενε Ποπ – βασισμένη στα δυτικά μουσικά πρότυπα, ανάλαφρη, απλοϊκή μα χαριτωμένη, δίχως την παρουσία του εγχώριου «λαϊκού» στοιχείου στον ήχο της.

3 – Η επέλαση του Lifestyle

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 80 κυριάρχησε, σε διεθνές επίπεδο, η επιφάνεια του εύκολου πλουτισμού· η ατελείωτη επίδειξη της κατανάλωσης· η πτώση των ιδεολογιών και η αντίληψη του «ζήσε για την πάρτη σου, βγάλε λεφτά και ξόδεψέ τα». Οι Yuppies των ανεπτυγμένων χωρών παρείχαν το πρότυπο της νέας εποχής – το πρότυπο του άντρα που ασχολείται με το χρηματιστήριο, αγαπά την πολυτέλεια, αδιαφορεί για τα κοινωνικά ζητήματα και αποζητά τον γρήγορο πλούτο. Ο καπιταλιστής επιχειρηματίας του παλιού καιρού έδωσε τη θέση του στον τζογαδόρο. Οι πιστωτικές κάρτες μπήκαν στο παιχνίδι και υπόσχονταν μια καλύτερη ζωή σε όσους τις έπαιρναν στα σοβαρά. Και σε μια χώρα που απαρτιζόταν κυρίως από νεόπλουτους και μικρομεσαίους απομιμητές, σαν τη δική μας, ήταν πολύ εύκολο να γίνει το επόμενο βήμα.

Η μαζική ψυχαγωγία, αντίστοιχα, έφτασε να αντανακλά τις κυρίαρχες αξίες. Όφειλε να είναι μια ψυχαγωγία απόδρασης από τον άχθο της καθημερινότητας, από το αδιάκοπο κυνήγι του κέρδους. Μια γενικευμένη φυγή σε έναν κόσμο λαμπερό, όμοιο με τις τηλεοπτικές σαπουνόπερες της εποχής και τους στραφταλιστούς αστέρες της. Ο κόσμος έβγαινε για να ξεχάσει – όχι να σκεφτεί.

Έτσι λοιπόν έφτασε το έτος 1988 – το έτος κυκλοφορίας του περιοδικού «ΚΛΙΚ». Ήταν το πρώτο από τα περιοδικά που καθιέρωσε στη χώρα μας ο Πέτρος Κωστόπουλος. Πρότυπά του τα αντίστοιχα περιοδικά των δυτικών ευρωπαϊκών χωρών, στις οποίες ο ανέμελος και ρηχός τρόπος ζωής του γρήγορου πλουτισμού και του επιδεικτικού καταναλωτισμού είχε πιάσει για τα καλά ρίζες.

 
 

Έναν χρόνο μετά, στο μεταίχμιο ανάμεσα σε δυο δεκαετίες, είδαμε και τον ερχομό της ιδιωτικής τηλεόρασης. Δεν είχαν περάσει 2 χρόνια και η ιδιωτική τηλεόραση άρχισε να κατακλύζεται από πλήθος σόου, τηλεπαιχνιδιών, πρωινάδικων, σήριαλ και θεάματος – όλα αντλώντας έμπνευση από τις αντίστοιχες παραγωγές της ξένης τηλεόρασης – ιδιαίτερα των ιταλικών ιδιωτικών καναλιών του πολιτικού και μεγαλοεπιχειρηματία Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ήταν ένα εντελώς καινούργιο φαινόμενο για τα ελληνικά δεδομένα, η λάμψη του οποίου τύφλωνε κάθε λογική. Και εμείς, καρφωμένοι στους δέκτες μας, είχαμε μετατραπεί σε αδηφάγους τηλεθεατές. Καταναλωτές στην κοινωνική ζωή, τηλεθεατές στην σπιτική. Τι σημασία είχε αν ήταν όλα επιφανειακά και το γνωρίζαμε… θέλαμε να αφεθούμε σε αυτή την επιφάνεια, μας στράβωνε η αίγλη του θεάματος.

Τότε ήταν που έγινε η μεγάλη Έκρηξη του Lifestyle. Τα περιοδικά του Πέτρου Κωστόπουλου κατέκλυσαν την αγορά, προβάλλοντας συγκεκριμένα πρότυπα ζωής μέσα από «έξυπνες» συμβουλές, τάχα «ειδικών». «Πως Να Γίνετε Σωστοί Άντρες», «100 Πράγματα Που Πρέπει Να Έχετε Κάνει Μέχρι Τα 40 Για Να Είστε In», «Πως Να Ρίξετε τη Γκόμενα» και άλλα τέτοια ηλίθια. Κι όπως υπήρχαν περιοδικά που απευθύνονταν σε αντρικό κοινό (τύπου “Nitro”), έτσι εμφανίστηκαν και τα αντίστοιχα περιοδικά που απευθύνονταν σε γυναικείο (χαρακτηριστικό παράδειγμα η εγχώρια εκδοχή του διεθνούς “Cosmopolitan”). Αυτά σε συνδυασμό με πλήθη τηλεοπτικών έντυπων ή έντυπων με θέμα τους το κουτσομπολιό – τα τελευταία γνωστά και ως «περιοδικά για παραλίες». Πολλά ζουν και βασιλεύουν ως τις μέρες μας.

Μα είχαν το κοινό τους – και ήταν μεγάλο το κοινό, πολύ μεγάλο. Πίσω από κάθε άρθρο δέσποζε η λάμψη του χρήματος· η αίγλη ενός δυναμικού αυτοκινήτου· η επίδειξη του ρουχισμού ή του καλοφτιαγμένου σώματος· το χτίσιμο αξιών – και η καταβαράθρωση άλλων που θεωρούνταν, πια, «ξεπερασμένες». Άσε στην άκρη τις ιδέες, μην ασχολείσαι με την κοινωνία, αδιαφόρησε για τις τέχνες ή το διάβασμα – τα τελευταία είναι πολύ «κουλτουριάρικα», ενώ εμείς θέλουμε να είμαστε In! Άνετη ζωή, χρήμα, γκόμενες, αμάξια. Και φυσικά κους κους. Εδώ βρίσκεται η ουσία!

 

Αν μάλιστα συνδυάσεις σε αυτά το γεγονός πως παρέχονταν όλα σε ένα άκρως ελκυστικό πακέτο – μέσα από χιουμοριστικά κείμενα, πιασάρικο λόγο, μοντέρνο και αεράτο στυλ, πολύχρωμες σελίδες και φωτογραφίες με ελκυστικούς άντρες και γυναίκες – καταλήγεις πως ήταν αδύνατο να αντισταθεί ο κόσμος.

Σταδιακά τα φαντασμαγορικά τηλεοπτικά σόου της δεκαετίας του 90 παραχώρησαν τη θέση τους στα τηλεοπτικά reality. Το φαινόμενο ασφαλώς ήταν παγκόσμιο – η χώρα μας απλά μιμείτο τις κυρίαρχες τάσεις του εξωτερικού. Κάπως έτσι όμως οι αξίες του νεοπλουτισμού μεταδόθηκαν, στάλα προς στάλα, σπιθαμή προς σπιθαμή, στο σύνολο του πληθυσμού. Κάθε μικροαστός ονειρευόταν να γίνει αστέρας της TV, να έχει πολυτελές αμάξι, σπίτι με θέα τη θάλασσα και δυο τρεις γκόμενες αγκαλιά.

Σταδιακά ο κόσμος των Μέσων – ο κόσμος της ιδιωτικής Τηλεόρασης και ο κόσμος των Περιοδικών – έφτασε να δημιουργήσει μια κοινωνία στα δικά του πρότυπα – και στα πρότυπα του καλπάζοντος καπιταλισμού της εποχής, που έφτασε να διακηρύττει με αλαζονεία «το τέλος της Ιστορίας». Οι τέχνες και η δημιουργικότητα αφορούσαν πια τους «κουλτουριάρηδες». Και αυτό που ονομάζουμε «κουλτούρα» μετατράπηκε σε σνομπ κακέκτυπο του εαυτού του, δημιουργώντας ένα δίπολο ανάμεσα στο «ποιοτικό» και το «μαζικό» – ένα δίπολο προβληματικό από μόνο του, σε μια κοινωνία που δεν είχε ανάγκη από δίπολα – μα από τέχνη, σκέψη και προβληματισμό. Και ουσιαστικό έρωτα, όχι το φτηνό αντίγραφο των περιοδικών του lifestyle.

 

4 – Η παραποίηση της Λαϊκής Κουλτούρας

Ασφαλώς ο διαχωρισμός ανάμεσα στη «μαζική/κοσμική τέχνη» και στην «τέχνη των λίγων» υπήρχε από παλιά, όπως αναφέραμε. Μα η νέα εποχή έφερε κάτι καινούργιο στο δίπολο – κι εδώ έγκειται η μεγάλη διαφορά σε σχέση με παλιότερα. Αν κάποτε η Λαϊκή Τέχνη αντανακλούσε τις προτιμήσεις της πληθώρας του κόσμου, τα γούστα των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων… αν κάποτε μιλούσε στη δική τους γλώσσα, αντικατοπτρίζοντας τις δικές τους αξίες και τον δικό τους τρόπο ζωής… στην εποχή του Lifestyle η Λαϊκή Τέχνη έφτασε πλέον να μιλά με τη γλώσσα των Νεόπλουτων. Ήταν οι δικές τους αξίες εκείνες που αντανακλούσε, τα δικά τους γούστα. Μιλώντας με ταξικούς διαχωρισμούς, επρόκειτο για αξίες που μεταδόθηκαν από Πάνω προς τα Κάτω – από την κοινωνική τάξη των πλουσίων στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, τα οποία έφτασαν να τους απομιμούνται.

Με άλλα λόγια, κι επί της ουσίας, δεν υπάρχει καμία απολύτως «λαϊκή» τέχνη εδώ. Γιατί η γνήσια λαϊκή τέχνη εκπορεύεται από το λαό τον ίδιο, ενώ στην περίπτωση του Lifestyle η διαδικασία ήταν αντίστροφη. Ήταν ένας τρόπος ζωής που ασπάστηκε και αγάπησε η μάζα του κόσμου… μα δεν τον δημιούργησε η ίδια. Ήταν ο θρίαμβος του καπιταλιστικού ήθους και της ανεγκέφαλης κατανάλωσης, η επιβολή του στις τέχνες και την έκφραση, η μετατροπή των αξιών του σε τρόπο ζωής για τους μικρούς αστούς που ονειρεύονται να γίνουν μεγάλοι αστοί. Ήταν η επικράτηση του νεοπλουτισμού, η μετατροπή του σε αξία καθ’ εαυτή.

 

Στα ίδια εκείνα χρόνια της δεκαετίας του 90 το ελληνικό «λαϊκό» τραγούδι απέκτησε τη σημασία που έχει σήμερα για πλήθος κόσμου. Εκείνη του ανάλαφρου, ανεγκέφαλου, βιομηχανικού στυλ που ονομάστηκε «Λαϊκό-Ποπ». Ποπ και Λαϊκό είχαν πλέον παντρευτεί, σκορπώντας γύρω τους πλήθος από μπάσταρδα. Η ελληνική Ποπ έχασε τη γλυκιά αφέλεια που είχε άλλοτε. Και το ελληνικό Λαϊκό Τραγούδι διέσυρε το ίδιο το όνομά του. Οι λαϊκοί τραγουδιστές της νέας γενιάς δεν ήταν οι μεσήλικες του παρελθόντος. Ήταν νέοι άνθρωποι, όμορφοι, σκορπώντας λαμπερά χαμόγελα στα εξώφυλλα των περιοδικών, ντυμένοι με την τελευταία λέξη της μόδας. Τους έβλεπες στα τηλεοπτικά σόου, άκουγες συνεχώς τη μουσική τους στο ραδιόφωνο. Δεν είχε καμία απολύτως σημασία το γεγονός πως οι ίδιοι δεν έγραφαν ούτε τη μουσική, ούτε τους στίχους, ούτε καν επέλεγαν τι θα πουν και πως – σημασία είχε μόνο το περίβλημα, το πρoϊόν προς πώληση. Κι εκείνοι πούλησαν τους εαυτούς τους – ονομάστηκαν «καλλιτέχνες». Και αν τραγούδησαν για το λαό… το έκαναν προδίδοντάς τον. Γιατί δεν του αποκάλυψαν ποτέ την πραγματικότητα: δεν τραγουδάμε για σένα – για τους λίγους τραγουδάμε… για εκείνους που κινούν τα νήματα.

Κάπως έτσι η Λαϊκή Τέχνη κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέπτη· και ξέρασε με αηδία, βλέποντας την παραμορφωμένη αντανάκλασή της. Ξέρασε πάνω στο πλήθος από νεκρά λουλούδια που κοσμούν τις πίστες· ξέρασε πάνω στα εκατομμύρια κέρδη των ανθρώπων της νύχτας· ξέρασε πάνω στις μάσκες των τηλεοπτικών προσώπων, πάνω στα γυαλιστερά εξώφυλλα των περιοδικών. Ξέρασε φωνάζοντας: «που με καταντήσατε!»

Σήμερα. Λύσεις και προτάσεις

Βρισκόμαστε πια στο έτος 2016 κι ενώ η οικονομική/κοινωνική κρίση καλά κρατεί. Μα το φαινόμενο του Lifestyle δεν έχει υποχωρήσει. Παραμένει εκεί, σαν φίδι στη φωλιά του, περιμένοντας την ώρα που θα σηκώσει πάλι το κεφάλι και θα κάνει την επόμενή του κίνηση. Ο μέσος Έλληνας του 2016 είναι περισσότερο σκεπτικιστής από εκείνον της δεκαετίας του 90… μα είναι, άραγε, αρκετό αυτό; Μπορούμε να πούμε πως έχει τινάξει από πάνω του τους μύθους του Lifestyle – ή περιμένει απλά πότε θα βγάλει περισσότερα λεφτά, για να τα ξοδέψει πάλι με τον γνωστό τρόπο;

Δεν υπάρχει κοινωνική κρίση δίχως πολιτισμική κρίση – το ένα φέρνει το άλλο και αυτό είναι κάτι που πολλοί, ακόμα, δεν έχουν συνειδητοποιήσει. Δεν έχουν κατανοήσει πως οι αξίες του νεοπλουτισμού δεν είναι δικές τους αξίες – δεν εξυπηρετούν τους ίδιους, δεν τους προσφέρουν τίποτα περισσότερο από μια πλασματική φυγή και όνειρα κούφιου μεγαλείου. Αν όφειλε να μας έχει διδάξει κάτι η οικονομική κρίση είναι πως το χρήμα δεν είναι το παν – και αντίστοιχα, δεν είναι το παν ο τρόπος διασκέδασης που έχει ως κεντρικό του άξονα το χρήμα και την επίδειξή του. Αν δεν το κατανοήσουμε αυτό ζώντας στις μέρες της κρίσης… πότε θα το κατανοήσουμε;

Αναμφισβήτητα θετική είναι η παρουσία του Διαδικτύου στις μέρες μας. Το Διαδίκτυο κατόρθωσε να σπάσει σε έναν βαθμό το μονοπώλιο των κυρίαρχων Μέσων Ενημέρωσης (τηλεόρασης, εφημερίδων, περιοδικών) – πλέον δεν μας υπαγορεύουν μονόπλευρα τι θα δούμε, τι θα ακούσουμε, τι θα φορέσουμε και πως θα διασκεδάσουμε. Ο πομπός παραμένει ισχυρός, οι κυρίαρχες τάσεις εξακολουθούν να εκμεταλλεύονται την αδυναμία των ανθρώπων να σκεφτούν για τους εαυτούς τους και οι διαφημίσεις διαδραματίζουν ακόμα καθοριστικό ρόλο…. μα ο δέκτης έχει δυναμώσει, σε σχέση με παλιά.

Από την άλλη οι τάσεις προβατοποίησης παραμένουν ισχυρές – ο άνθρωπος είναι ζώο που μιμείται τον συνάνθρωπό του και η κούφια απομίμηση αποκτά νέες μορφές, αντίστοιχες με τα Μέσα των καιρών. Τότε ήταν τα περιοδικά του lifestyle που υπαγόρευαν τις «σωστές» συμπεριφορές, τώρα είναι οι κυρίαρχες τάσεις στα κοινωνικά δίκτυα, όπως το Facebook. Μα αν συναντούμε μεγάλη ανουσιότητα στα τελευταία και ατελείωτες μιμητικές τάσεις, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, παράλληλα, καθιστούν δυνατό: 1) τον προσωπικό λόγο, 2) τη διαφοροποίηση και 3) τη δημόσια προβολή της τελευταίας. Εν ολίγοις, πρόκειται για μια ρευστή κατάσταση που υπόκειται συνεχώς σε αλλαγές και δεν υπαγορεύεται μονόπλευρα από «πάνω προς τα κάτω», όπως συμβαίνει στην τηλεόραση ή τα μαζικά περιοδικά. Τα παλαιά Μέσα καλλιεργούν την παθητικότητα. Το Διαδίκτυο (παρά τα τόσα στραβά που έχει) καλλιεργεί μια περισσότερο ενεργητική στάση – περισσότερο ατομική, κόντρα στις μάζες. Και αυτό είναι ασφαλώς κάτι ελπιδοφόρο.

Γκράφιτι στην Αθήνα / Athens graffiti

Το Διαδίκτυο εξάλλου επιτρέπει την ανάδειξη και την προβολή μιας γνήσιας, εναλλακτικής τέχνης – είτε μιλάμε για μουσική, είτε για εικαστικά, ταινίες, θεατρικές παραστάσεις ή οτιδήποτε σχετικό. Κάθε δημιουργός μπορεί να μοιραστεί το έργο του και να επικοινωνήσει με όσους ενδιαφέρονται. Ασφαλώς όλα αυτά πολλές φορές τείνουν να πνίγονται μέσα στο σωρό των ανούσιων πληροφοριών, μα αποτελούν ένα μικρό βήμα τουλάχιστον. Άνθρωποι με κοινά γούστα γνωρίζονται, επικοινωνούν, ανταλλάσσουν ιδέες, πέρα από τον κόσμο των κυρίαρχων Μέσων και της κυρίαρχης μαζικής κουλτούρας. Κάτι γίνεται, κάτι σιγοβράζει, ακόμα και αν η φωτιά είναι ακόμα σιγανή. Τουλάχιστον υπάρχει – και ολοένα εξαπλώνεται.

Τίποτα δεν μπορεί να γίνει σε μαζική κλίμακα ασφαλώς αν δεν επιχειρήσουν ριζικές αλλαγές οι φορείς που κινούν τα νήματα – οι ιδιοκτήτες, οι καναλάρχες, οι βιομήχανοι, οι πολιτικοί. Πως γίνεται να αγαπήσει ο κόσμος τις τέχνες αν το ίδιο το Σχολείο τις περιθωριοποιεί, τις υποβαθμίζει, τις μετατρέπει σε «δευτερεύον μάθημα»; Αν οι σκληρές εργασιακές συνθήκες διδάσκουν την εύκολη απόδραση της ελαφράς ψυχαγωγίας; Αν το όνειρο του εύκολου πλουτισμού παραμένει πρωτεύον στα μυαλά του κόσμου;

Ας είμαστε ειλικρινείς: Δεν μπορούμε να περιμένουμε πολλά από τους κοινωνικούς φορείς της εξουσίας – αλίμονο αν γκρέμιζαν το ίδιο το έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζεται η δύναμή τους. Η τωρινή κοινωνία στηρίζεται στη δύναμη του χρήματος, στα προνόμια των λίγων και, αντίστοιχα, στην απαξίωση της γνώσης και της τέχνης – ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα καταπολεμούσε αυτούς τους βασικούς πυλώνες θα έφτανε να γκρεμίσει το ίδιο το σύστημα. Τα ιδιωτικά κανάλια θα συνεχίσουν να προβάλλουν ανούσια πρωινάδικα, οι ιδιωτικές εφημερίδες θα συνεχίσουν να μιλούν για τους τραγουδιστές της πίστας, οι μαζικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί θα συνεχίσουν να παίζουν τις ίδιες playlists, τα μπουζούκια θα συνεχίσουν να ραίνουν τον κόσμο με λουλούδια.

Και θα συνεχίσω, για πολλά χρόνια μάλλον, να βλέπω τις φάτσες των γνωστών τραγουδιστών στις στάσεις των λεωφορείων. Και οι γυναίκες θα συνεχίσουν να φοράνε ψιλοτάκουνα και να χορεύουν τσιφτετέλια. Και οι άντρες θα συνεχίσουν να επιδεικνύουν τα αμάξια τους. Και αμόρφωτοι σκυλάδες θα εξυψώνουν την κούφια εθνική συνείδηση. Και θα βάζω στην άκρη τα βιβλία μου, τα κείμενα και τα σχέδιά μου… και θα με πνίγει το αίσθημα της αδικίας. Της απομόνωσης. Και θα σκέφτομαι «σε τι κόσμο ζω, θεέ μου».

Μα θέλω να ελπίζω. Θέλω να ελπίζω πως κάτι θα αλλάξει. Πως αλλάζει ήδη, λίγο λίγο, σκόρπια, εδώ κι εκεί. Το βλέπουμε στο διαδίκτυο, το βλέπουμε στις εναλλακτικές επιλογές μερίδας κόσμου, στην αυξανόμενη διασπορά του γούστου, στις πολυάριθμες (έστω σκόρπιες, έστω δίχως μεγάλη προβολή) καλλιτεχνικές και πνευματικές δραστηριότητες. Στα ποσοστά του κόσμου που στρέφουν την πλάτη τους στις κάλπικες αξίες και τον τρόπο ζωής τους. Στην κοινωνική ευαισθητοποίηση, στις συλλογικές αυτοοργανώμενες ενέργειες. Στην ανάγκη για μια γνήσια μορφή επικοινωνίας που, έστω περιορισμένα, αντικαθιστά τον συρφετό της κοινωνικής επιδειξιομανίας. Ασφαλώς υπάρχουν πλήθη δραστηριοτήτων και συμπεριφορών που μας κάνουν να θλιβόμαστε – μα η μονόπλευρη προβολή του αρνητικού καλλιεργεί την ηττοπάθεια. Το κάνουν τα κυρίαρχα Μέσα – ας μην πέσουμε στην ίδια παγίδα. Γιατί ένα πελώριο ψηφιδωτό είμαστε, σαν κοινωνία – αν κάθε μοναδική ψηφίδα κάνει τη διαφορά, τότε στο τέλος η σφαιρική εικόνα θα αλλάξει.

Γιατί η αληθινή αλλαγή… κάθε αληθινή αλλαγή… ποτέ δεν έρχεται από πάνω. Ποτέ δεν έρχεται από ψηλά. Από κάτω έρχεται – απ’ τα χαμηλά. Απ’ την στάση που επιλέγει κάθε ένας από μας ξεχωριστά. Κάθε ένας ξεχωριστά.

Από τη θέληση να είμαστε οι ίδιοι εκείνη η αλλαγή που θέλουμε να δούμε γύρω μας.

 
Hope... Writing on the wall

Tags: , , , , , , , ,

14 Responses

  1. airis says:

    Ξέρεις κούνελε, έχω ζήσει όλη αυτή την εξέλιξη που περιέγραψες. Γεννημένη το 70 πρόλαβα το γνήσιο λαϊκό ταργούδι. Μεγάλωσα με το ΠΑΣΟΚ και τα "μπουζούκια" να κυριαρχούν στα εφηβικά και μεταεφηβικά μου χρόνια, η ιδιωτική τηλεόραση ξεκίνησε όταν ήμουν φοιτήτρια. Και ψιλοτάκουνα φόρεσα και σε πίστες χόρεψα (κάποτε). Και Κλικ και Κοσμοπόλιταν είχαν περάσει από τα χεράκια μου!

    Δεν μπορώ να διαγράψω όλες τις βλακείες που έκανα στα νιάτα μου ☺
    Σημασία έχει ότι όντας μακριά πολύ απ' όλα αυτά, χρόνια τώρα, είχα βγάλει τα συμπεράσματα μου, που καθόλου δεν απέχουν από όσα διάβασα απόψε στην ανάρτησή σου!
    Και πως το διαδίκτυο που τόσο κατηγορούν πολλοί είναι ευλογία για μένα.
    Ακόμα και η κρίση είναι ευλογία. Γιατί ίσως έτσι υπάρξει ελπίδα να ξυπνήσουν περισσότεροι.
    Μόνο μέσα από μεγάλη απελπισία έρχεται η αλλαγή (κατά τη ψυχολογία).
    Μήπως το να πιάσουμε πάτο σημάνει ίσως μια ευκαιρία για καινούργια αρχή;

    • Νομίζω Αριστέα πως ο περισσότερος κόσμος αφέθηκε να παρασυρθεί, εκεί πίσω στα 90ς, από το κλίμα των καιρών. Ήταν η μόδα, ο αέρας της εποχής, η κυρίαρχη τάση. Η ιδιωτική τηλεόραση, τα μπουζούκια και το Lifestyle (με τα περιοδικά του και όλα) είχαν κατακλύσει σχεδόν τους πάντες. Πολύ δυσκολότερα τα αντιμετώπιζε ο κόσμος με κριτική ματιά, συγκριτικά με σήμερα – αυτό ίσως είναι ένα ακόμα ελπιδοφόρο μήνυμα για μένα. Όπως εσύ, έτσι και τόσοι άλλοι που είχαμε τον καιρό εκείνο απορροφηθεί, βλέπουμε πλέον την κατάσταση πολύ διαφορετικά – έχουμε απομυθοποιήσει την ανουσιότητα εκείνων των ημερών (βάζω και τον εαυτό μου μέσα, αν και ήμουν παιδί ακόμα – ωστόσο η τηλεόραση υπήρξε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της καθημερινότητάς μου , όπως και τόσων άλλων παιδιών της ηλικίας μου).

      Αφήνω να αιωρείται το τελευταίο σου ερώτημα…. The answer is blowin' in the wind…

  2. Ωστόσο, παραλείπετε να αναφερθείτε στην άλλη μεριά, αυτή της θεωρούμενης ως "ποιοτικής" κουλτούρας. Αυτής που το μόνο που τελικά ξέρει να κάνει είναι το εθνικό μας αυτομαστίγωμα. Αν κάποιος ξένος που δεν ξέρει τίποτα για μας δει τις ταινίες μας (τις "ποιοτικές" όχι τις κολλημένες στη χούντα και το χακί) θα νομίζει ότι εδώ οι οικογένειες τρώνε τα παιδιά τους, αν είσαι μελαμψός ή ομοφιλόφυλος και βγεις στο δρόμο θα σε φτύσουν. Θεατρικά έργα αστείας έμπνευσης με δεσποινίδες ετών 50 κόρες στρατιωτικώ, χυδαίους κοιλαράδες και η ελληνική σημαία ως τραπεζομάντηλο. Μουσική με ελάχιστα ελληνικά στοιχεία (σποραδικά περάσματα κλαρίνου ή λύρας μόλις που μας το θυμίζουν), στίχοι "όλα είναι μαύρα" για αδιέξοδα, χαφιέδες και επανάστα. Οι καλλιτέχνες δηλώνουν περήφανα ότι ξερνάνε στην παράδοση και χέζουν τη σημαία ζήτω το μπάχαλο στο όνομα του δικαίου. Φυσικά και το "πατρίς-θρησκεία-οικογένεια" λειτουργεί και ως τροχοπέδη, ότι εμφανίστηκαν λεφτά (από πού;) και την είδαμε κάποιοι, φερθήκαμε υπεροπτικά στους μετανάστες, φερόμαστε ατομικιστικά, φοβόμαστε την αλλαγή κλπ κλπ. Και καλή είναι η ενδοσκόπηση και η κριτική, καλός είναι ο "Κυνόδοντας", το "Σπιρτόκουτο", ο Αγγελάκας. Αλλά όχι άλλη μαυρίλα. Δείτε πως π.χ. οι Γάλλοι, γνωστοί σωβινιστές και ψηλομύτες, πρώην σκληροί αποικιοκράτες και υποκριτές κριτικάρουν την κοινωνία τους. Δεν υπάρχει μόνο το "Μίσος", υπάρχει και το "Για οα φταίει το όνομά σου!", το "Θεέ μου τι σου κάναμε" κλπ, διεισδυτικές αλλά και ανάλαφρες ματιές όπου μία κοινωνία κοιτάζεται στον καθρέφτη χωρίς να καταριέται την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε. Αλλά εκεί υπάρχει κάτι που λείπει από τους δικούς μας: έμπνευση. Και αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα. Αλλά τι έμπνευση και τι (θα χρησιμοποιήσω τι μιαρή λέξη "εθνική") ιδομορφία να έχεις αν στη χώρα σου θεωρείται ανοιχτόμυαλος και υγιής αυτός που την περιφρονεί;

    • Το θέμα με το οποίο καταπιάνομαι σήμερα είναι το Lifestyle και η κουλτούρα του mainstream, γι' αυτό και δεν εστιάζω αλλού. Ωστόσο μια αναφορά την κάνω, έστω στο μουσικό κομμάτι – αναφέρομαι στη δημιουργία του "δίπολου" μεταξύ "ποιοτικού" και "μη-ποιοτικού", τονίζοντας πως αυτός ο διαχωρισμός είναι προβληματικός από μόνος του.

      Ουσιαστικά η έλλειψη φαντασίας και δημιουργικότητας είναι το ζητούμενο. Και δημιουργικός δεν είναι ο μίζερος ούτε εκείνος που βλέπει τα πάντα "μαύρα". Πουθενά στο κείμενό μου δεν αναφέρομαι σε τέτοια παραδείγματα προς λύση, παραδείγματα που ούτως ή άλλως θεωρώ μια αντανάκλαση της παρακμής. Γιατί εν τέλει ανήκουν κι αυτά στο ίδιο δίπολο του "ποιοτικού-μη ποιοτικού" – ένα νόμισμα με δύο όψεις.

      Ο προσεκτικός αναγνώστης θα καταλάβει πως η λύση για μένα δεν βρίσκεται "έξω" από αυτό που ονομάζω "λαϊκό" αλλά μέσα. Βρίσκεται στον πολύ τον κόσμο, όχι στους λίγους – στον κόσμο και στις επιλογές του. Και το πρόβλημα δεν είναι η παρουσία της λαϊκής τέχνης, αλλά η διαστέβλωσή της – η παραποίησή της. Πόσο όμορφες ήταν οι παλιές ελληνικές ταινίες, με το χιούμορ και την εμπνευσμένη σάτιρά τους, ή τα παλιά λαϊκά τραγούδια με την αυθεντικότητα που τα χαρακτήριζε. Δεν χρειάζεται να είσαι "σοβαρός" για να αλλάξεις τον κόσμο. Μερικές φορές το χιούμορ είναι πολύ καλύτερη τακτική. Και δεν είναι η μιζέρια, μα η φαντασία μας εκείνη που θα κάνει τη διαφορά – αν την κάνει.

      Το ζητούμενο είναι αυτό λοιπόν: η δημιουργικότητα. Όχι κούφια λόγια για "περασμένα μεγαλεία", σίγουρα όχι εθνικιστικά παραληρήματα, ούτε ένα γενικευμένο φτύσιμο των πάντων και μια ολική ανάλωση μιας σνομπ κουλτούρας. Αλλά φαντασία, δημιουργικότητα, τέχνη που θα βγαίνει προς τον κόσμο και θα επιθυμεί να ξεφύγει από τα τετριμμένα.

      Γιατί – όπως λέω στο κείμενο – έτσι κάνεις τη διαφορά: δουλεύοντας, μέσα από τις πράξεις και τις ενέργειές σου. Γιατί ένα από τα αρνητικά που έχουμε στη χώρα (πέραν των άλλων) είναι η ατελείωτη διάθεση μονόπλευρης κριτικής, μέσα από παχιά λόγια – πολύ εύκολα εντοπίζουμε παντού ψεγάδια και προβλήματα και δείχνουμε με περίσσια ευκολία το δάχτυλο. Μα αδυνατούμε να κάνουμε τη διαφορά οι ίδιοι, κάνοντας κάτι πραγματικά δημιουργικό.

      Θέλω να πιστεύω λοιπόν πως το σχόλιό σας δεν εντάσσεται σε αυτήν την τελευταία κατηγορία. Πως εντοπίσατε ουσιώδη πράγματα στο κείμενο που διαβάσατε, ακόμα και αν δεν τα αναφέρατε – και ξεκινήσατε ευθύς αμέσως με την "κριτική". Και πως η γνώμη σας περί δημιουργικότητας και φαντασίας είναι κάτι που προσπαθείτε να εφαρμόζετε οι ίδιοι στην καθημερινότητά σας. Πως "κάνετε οι ίδιοι τη διαφορά που θέλετε να δείτε γύρω σας".

  3. Giannis Pit says:

    Αγαπητέ φίλε "Κούνελε" για μια ακόμα φορά θίγεις ένα καυτό και σοβαρό θέμα. Και το κάνεις με τρόπο συγκροτημένο και αναλυτικό.
    Το θέμα μας έχει πλημμυρίσει πραγματικά εδώ και πολλές δεκαετίες. Η Πολιτισμική παρακμή ήταν μέρος της γενικότερης διαδικασίας αλλοίωσης ολάκερης της φυσιογνωμίας του λαού και της κοινωνίας μας.
    Και η αντιστροφή, όπως σωστά λες, μονάχα από τα κάτω μπορεί να γίνει με τη διαμόρφωση των σχετικών συνθηκών.
    Καλό βράδυ φίλε και μια ακόμα φορά συγχαρητήρια για το ζήτημα που ανοίγεις.

  4. Καλό μήνα, φίλε Κούνελε. Όπως πάντα, ένα εξαιρετικό κείμενο! Για μια εποχή που εσύ έζησες πιο άμεσα, ως πολύ νεότερος.
    Όποια κι αν είναι η ερώτηση, η απάντηση είναι "παιδεία". Όχι μόρφωση, αλλά παιδεία. Αξιοζήλευτη μόρφωση έχουν κι οι Φιλανδοί, αλλά βλέπεις τα χάλια τους με τους φασίστες που στηρίζουν.
    Νομίζω πως οι άνθρωποι παλιά δημιουργούσαν, αφενός επειδή δεν έβλεπαν τηλεόραση και αφετέρου επειδή η εκπαίδευση δεν αποσκοπούσε στο να τους αφυδατώσει.
    Ασφαλώς έτρωγαν ξύλο από τους δασκάλους, ασφαλώς ζήλευαν τους επιτυχημένους μετανάστες ("μπρούκληδες", από το Μπρούκλιν), αλλά η ζωή τους ήταν πιο εξωστρεφής και πιο ομαδική.
    Αυτές τις αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις τις βλέπεις στις ελληνικές ταινίες του '50 και του '60. Η νεοπλουτίστικη αλλαγή φαίνεται στα σχόλια του Αλεξανδράκη όταν βλέπει το σπίτι της Καρέζη στην ταινία "Μια τρελή, τρελή οικογένεια".
    Γεννήθηκα το 1956. Στο δημοτικό μαθαίναμε όλη την ελληνική μυθολογία,το ανώδυνο τμήμα της Παλαιάς Διαθήκης και τη ζωή του Ιησού. Ξεχωριστά το καθένα.
    Έπαθα πραγματικό σοκ, όταν διαπίστωσα ότι τα παιδιά μου, στη δεκαετία 1987-1997 διάβαζαν ένα συνονθύλευμα μύθων, παραβολών και ιστοριών, από τις οποίες δεν ξεχώριζαν τιποτε. Η σύγχυση συνεχιζόταν και στο Γυμνάσιο, ενώ στο Λύκειο πλέον κάθε μαθητής ακολουθούσε την "κατεύθυνση", αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο.
    Οι κουλτουριάρηδες ήταν δακτυλοδεικτούμενοι. Προσπάθεια όλων ήταν να ακολουθούν το κοπάδι, να μην ξεχωρίζουν, για να μην τους κοροϊδεύουν οι άλλοι. "Ξεχώριζαν" μόνο αυτοί που περιγράφεις τόσο γλαφυρά, για να αποτελούν το πρότυπο. Όσο οι νέοι πηδούσαν σαν τον Τάνταλο για να φτάσουν το σταφύλι της φήμης, οι Κωστόπουλοι ευημερούσαν εις βάρος των κορόιδων.
    Τα πρωινάδικα προκάλεσαν μια ακόμα παράπλευρη απώλεια: την απώλεια της ιδιωτικότητας. Στα ΜΜΜ ακούς τους πάντες να περιγράφουν τη ζωή τους στα κινητά! Μιλάνε δυνατά και χαχανίζουν δυνατά. Δεν σέβονται τον συνομιλητή τους. Πάνω από όλα, όμως, δεν σέβονται τον εαυτό τους.
    Ελπίζω να αλλάξουν τα πράγματα. Επειδή νιώθω υπερηφάνεια για τη συμπεριφορά του ελληνικού λαού εδώ και ένα χρόνο απέναντι στους πρόσφυγες.
    Και δεν πιστεύω ότι οι άλλοι λαοί είναι καλύτεροι ή ότι έχουν παιδεία. Αν είχαν, δεν θα φλέρταραν ξανά με τους νεοναζί.

    • Καταρχάς φίλε Λωτοφάγε να σε ευχαριστήσω για το τόσο ανάγλυφο σχόλιο που άφησες – μια μικρή ιστορική αναδρομή από μόνο του. Πολλά από όσα έγραψες εγείρουν ερωτήματα με τη σειρά τους και προσφέρονται για επέκταση του γενικότερου προβληματισμού…

      Πολύ σωστή η διευκρίνησή σου περί μόρφωσης – μόρφωση "ξερή", δίχως αξίες, είναι κενό γράμμα ουσιαστικά.

      Σχετικά με το ακόλουθο: "Νομίζω πως οι άνθρωποι παλιά δημιουργούσαν, αφενός επειδή δεν έβλεπαν τηλεόραση και αφετέρου επειδή η εκπαίδευση δεν αποσκοπούσε στο να τους αφυδατώσει."… θα έλεγα πως το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη δημιουργικότητας σήμερα (η οποία σε ατομικό και μικρό ομαδικό επίπεδο ασφαλώς υπάρχει, έστω και στις μειονότητες), αλλά το γεγονός πως έχει χτιστεί μια ολόκληρη βιομηχανία της διασκέδασης και του lifestyle, που φτάνει να κυριαρχεί στις επιλογές του πλήθους – και να πνίγει τις αληθινά δημιουργικές φωνές, που κάνουν τη διαφορά. Αυτή η βιομηχανία δεν υπήρχε σε τέτοια έκταση πριν μερικές δεκαετίες.

      Μα ο κόσμος δεν το βάζει κάτω και αυτό με κάνει να διατηρώ ελπίδες πως κάποτε, τα πράγματα θ' αλλάξουν ριζικά. Η στάση απέναντι στους πρόσφυγες που αναφέρεις συνιστά ένα καλό παράδειγμα θετικής συμπεριφοράς του πληθυσμού, μα και σε επίπεδο δημιουργικότητας και επιλογών υπάρχουν εδώ κι εκεί πολλά παραδείγματα. Απλά όλα αυτά εξακολουθούν να δρουν "πέρα" από το μαζικό lifestyle της βιομηχανίας.

      Ωστόσο έτσι γίνονταν πάντα οι μεταβολές… από τους λίγους στους πολλούς.

      Και δεν θα διαφωνήσω – δεν είναι απαραίτητα "καλύτεροι" άλλοι λαοί – ούτως ή άλλως το φαινόμενο της "μαζικής βιομηχανίας της διασκέδασης" είναι παγκόσμιο. Αλλά ας κριτικάρουμε τους εαυτούς μας, να γίνουμε καλύτεροι όσο γίνεται – κακό δεν κάνει… και αν μπορούν ας μας ακολουθήσουν και οι άλλοι.

    • Βεβαίως. Έχεις δίκιο. Η αυτοκριτική είναι πάντοτε εποικοδομητική.
      Απλώς έβγαλα το θυμό μου για την άνοδο -και πάλι!- του νεοφασισμού στην κακομαθημένη Ευρώπη.
      Επειδή βλέπω και στην Ολλανδία, όπου ζουν τα κορίτσια μου, την αδιαφορία για τα κοινά, τον ωχαδελφισμό, την ανοησία, και τρελαίνομαι. Τίποτε δεν καταλαβαίνουν τα άτομα.

    • Είναι κι αυτό ένα θέμα που σηκώνει συζήτηση: για ποιούς λόγους χώρες "προηγμένες" φτάνουν να βιώνουν τέτοιες καταστάσεις. Καταστάσεις που φαίνεται είναι κοινές για τις περισσότερες χώρες του σύγχρονου κόσμου – κάτι που αποδεικνύει πως υφίσταται μια σαφής κρίση αξιών και μια επικράτηση μιας γενικευμένης ρηχότητας…

      Ελπίζω πως είναι η μία μόνο όψη του νομίσματος αυτή. Μα το θέμα προσφέρεται για περισσότερη κουβέντα, επομένως ίσως επανέλθουμε με κάποια άλλη ανάρτηση.

  5. Γλαύκη says:

    Η επέλαση των βαρβάρων και μάλιστα με τέτοιου μεγέθους αλαζονεία, που ξεπερνούσε (και ξεπερνά ακόμα ίσως) το μπόι τους!
    Η εποχή του "έχω άρα είμαι", του "είμαι ό,τι φαίνομαι, αρκεί να φαίνομαι"!
    Η ταύτιση είναι απόλυτη σε κάθε πρότασή σου, σε κάθε σου λέξη!
    Το έχω ξαναπεί ότι πριν κάποια χρόνια είχα θεωρηθεί γραφική για κάτι τέτοιες ιδέες, που αναπτύσσεις εξαιρετικά και ολοκληρωμένα πιο πάνω.
    Ναι, κάτι φαίνεται να κινείται, αλλά ακόμα κρατώ μικρό καλάθι…

    (Από το προηγούμενο υπερβολικό κράτα μόνο το παραπάνω).

  6. Ευχαριστώ για το σχόλιο, Γλαύκη – και την ταύτιση. Όσο αφορά το καλάθι… κάλλιο μικρό παρά καθόλου… 🙂

  7. hellel says:

    Αγαπητέ Κούνελε: α) "Η άνοδος της ασημαντότητας" του Κορνήλιου Καστοριάδη, νομίζω εξηγεί πολλά , β)οι Νεοέλληνες είναι από τους πιο ηλίθιους, ακριβώς γιατί πιστεύουν ότι είναι οι πιό έξυπνοι (συμφωνώ με τον Hades του blog "Κάτω Κόσμος" ), γ)η Ηλιθιότητα έχει βαθίες ρίζες, και όποιος νομίζει ότι ο "παλιός καλός Ελληνικός Κινηματογράφος " είναι αμέτοχος, χαιρετίσματα και καλά κρασιά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χατζηδάκης στο τέλος αποκύρηξε τη "γατούλα με την ρόζ μυτούλα". Από την Βουγιουκλάκη στον Πανταζή είναι ένα βήμα μόνο, δ)κάποια στιγμή θα πρέπει να μάθουμε να πετάμε στα σκουπίδια ότι δεν αξίζει, ακόμα και τους εαυτούς μας. Keep on digging my rabbit..

    • α) "Η Άνοδος της Ασημαντότητας" ανήκει σε εκείνα τα αναγκαία βιβλία που θα έπρεπε οι πάντες να διαβάσουν – σίγουρα ένα από τα κορυφαία του Καστοριάδη. β) Νομίζω κάθε λαός και εθνότητα που θεωρούν τους εαυτούς τους "ανώτερους" σε σχέση με τους άλλους φλερτάρουν επικίνδυνα με την ηλιθιότητα. Οι Νεοέλληνες είναι ανάμεσά τους, μα δυστυχώς δεν είναι μόνοι. γ) Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος έχει πολλαπλές πτυχές. Είναι η Βουγιουκλάκη, μα είναι και ο Χορν, η Λαμπέτη, ο Τζαβέλλας, ο Τσιφόρος, ο Κούνδουρος, ο Κακογιάννης… Υπάρχει μεγάλος και βαθύς πλούτος εδώ, για όποιον προχωράει πέραν της επιφάνειας. δ) Όσο αφορά το τελευταίο… ας πούμε πως υπάρχει και ο κάδος ανακύκλωσης. Μπας και σώσουμε και τίποτα στο τέλος.

      Να 'σαι καλά! Ps – Και συνεχίζουμε να σκάβουμε… 🙂

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *