Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #14: Λογοτεχνία και Μοναχικότητα

Enter the rabbit's lair...

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας - λογοτεχνία και μοναξιά, λογοτεχνία και μοναχικότητα - από το φονικό κουνέλι

Μοναχικότητα ή μοναξιά; Ελευθερία ή φυλακή; Ευλογία ή κατάρα;

Σήμερα θα ταξιδέψουμε στον αληθινό κόσμο του βιβλιοφάγου. Στην καρδιά του καλλιτέχνη. Στην ψύχη που φωνάζει: «θέλω συντροφιά!» και στη σκέψη που αντιμιλά: «αφήστε με μόνο!»

Που τελειώνει η μοναχικότητα και που αρχίζει η μοναξιά; Ποια είναι τα σύνορα ανάμεσα στο Εγώ και το Εμείς; Είναι η μοναξιά το σκοτάδι που θρέφει τον καημό σου; Ή ο ήλιος που τροφοδοτεί το ισχυρότερό σου πνεύμα;

Θα διαβάσουμε λογοτεχνικά αποσπάσματα που περιστρέφονται γύρω από το θέμα της μοναχικότητας – ή της μοναξιάς, ανάλογα. Ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ μας υπενθυμίζει πως μπορεί κάποιος να νιώθει μόνος καταμεσής του πιο ξέφρενου γλεντιού. Ο Χαρούκι Μουρακάμι μας μιλά για την ακατάδεκτη σιωπή του φεγγαριού. Ο Λωτρεαμόν περιφρονεί τους ανθρώπους που αδυνατούν να επικοινωνήσουν μαζί του – διότι οι λύκοι και τα πρόβατα αδυνατούν να συνυπάρξουν. Ο Φλωμπέρ μας παρουσιάζει τον μοναχικό κόσμο μιας παντρεμένης γυναίκας σε αδιέξοδο – το όνομά της Έμμα Μποβαρύ. Ο Ανρί Μπαρμπίς αναφέρεται σε ένα ζευγάρι που ένωσαν τη μοναξιά τους – και τώρα είναι μαζί και μόνοι. Ο Λέρμοντοφ παρουσιάζει έναν άνθρωπο που άφησε πίσω του τον έρωτα – και αφήνεται στην απέραντη αγκαλιά της φύσης. Μα ο Ιβάν Τουργκένιεφ, σαν αντίδραση, επαναφέρει τη σημασία της συντροφικότητας. Μα αυτά δεν έχουν σημασία για τον Έσσε και τον «Λύκο της Στέπας» – που βρίσκει τον εαυτό του στη μοναξιά του.

Ακολουθούν τα ποιήματα δύο γάλλων: του Ζυλ Συπερβιέλ και του Αλφρέ ντε Μυσσέ. Και κλείνουμε με κάποια λόγια για μια αγαπημένη κινηματογραφική ταινία – με τα νυχτερινά φώτα μιας υγρής πόλης και τον αντίλαλο μιας τρομπέτας.

Κάπου εκεί ίσως να συναντηθούμε.

Τα φώτα των πάρτι

The Great Gatsby illustration / Εικονογράφηση για τον Μεγάλο Γκάτσμπι

«Μου αρέσουν, ξέρεις, τα μεγάλα πάρτι. Υπάρχει μια άνεση. Στα μικρά πάρτι δεν μπορείς να απομονωθείς.»

***

«Κατευθύνθηκα στο τραπέζι με τα κοκτέιλ – το μόνο μέρος στον κήπο όπου ένας άντρας χωρίς παρέα μπορούσε να σταθεί χωρίς να δείχνει μόνος κι έρημος.»

***

«Άρχισε να μου αρέσει η Νέα Υόρκη, η τολμηρή, ριψοκίνδυνη, νυχτερινή της ατμόσφαιρα, η ικανοποίηση που δίνουν στο αεικίνητο μάτι η αέναη κίνηση αντρών, γυναικών και μηχανών. Μου άρεσε να ανεβαίνω την Πέμπτη Λεωφόρο, να ξεχωρίζω ρομαντικές γυναίκες στο πλήθος και να φαντάζομαι ότι σε δύο λεπτά θα μπω στη ζωή τους και κανείς δεν θα το μάθει ποτέ, κανείς δεν θα αποδοκιμάσει.

Μερικές φορές, στη φαντασία μου, τις ακολουθούσα ως την κατοικία τους σε γωνιές ασύχναστων δρόμων, κι εκείνες γύριζαν και μου χαμογελούσαν, προτού χαθούν μέσα από μια πόρτα στο ζεστό σκοτάδι. Στο μαγεμένο λυκόφως της μεγαλούπολης ένιωθα κάποτε μια έμμονη μοναξιά• την ένιωθα και σε άλλους – σε φτωχούς νεαρούς υπαλλήλους που χάζευαν τις βιτρίνες ωσότου έρθει η ώρα να δειπνήσουν σε ένα μοναχικό εστιατόριο – σε νεαρούς υπαλλήλους το σούρουπο, που σπαταλούν τις δριμύτερες στιγμές της νύχτας και της ζωής.»

*************

Από τον «Μεγάλο Γκάτσμπυ» του Φράνσις-Σκοτ Φιτζέραλντ [F. Scott Fitzgerald, “The Great Gatsby”, 1925, Μετάφραση: Άρης Μπερλής]. Δημοσιευμένο στην Αμερική του μεσοπολέμου, καταμεσής μιας εποχής παραδομένης στις ασυδοσίες των πάρτι, του ποτού, της κατανάλωσης και της τζαζ – από έναν συγγραφέα που υπήρξε ο ίδιος ενσαρκωτής και θύμα τους. Και αν τον καιρό που κυκλοφόρησε η απήχηση του έργου ήταν χλιαρή, σήμερα πια θεωρείται ένα από τα ορόσημα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα.

Και το ερώτημα που τίθεται, σήμερα, 90 χρόνια μετά, παραμένει ίδιο. Μένουν τα χαμόγελα όταν τα φώτα στο πάρτι έχουν σβήσει;…

Η σιωπή του φεγγαριού

Ιαπωνική ζωγραφική, φεγγάρι σε παραλία / Japanese moon drawing

«Το φεγγάρι παρατηρούσε από κοντά τη γη περισσότερο καιρό από οποιονδήποτε. Πρέπει να είχε αντικρίσει όλα τα φαινόμενα – όλα τα συμβάντα – πάνω στην επιφάνειά της. Μα το φεγγάρι παρέμενε σιωπηλό. Δεν έλεγε ιστορίες. Το μόνο που έκανε ήταν να αγκαλιάζει το βαρύ παρελθόν με μια ψυχρή αδιαφορία. Στην επιφάνειά του δεν υπήρχε άνεμος ή αέρας. Το κενό του ήταν ιδανικό για να διατηρούνται οι μνήμες άθιχτες. Κανείς δεν μπορούσε να ξεκλειδώσει την καρδιά του φεγγαριού.

Η Αοράμι ύψωσε το ποτήρι της προς το φεγάρι και ρώτησε: “Έχεις κοιμηθεί στο κρεβάτι με κάποιον στην αγκαλιά σου πρόσφατα;”

Το φεγγάρι δεν απάντησε.

“Έχεις καθόλου φίλους;”

Το φεγγάρι δεν απάντησε.

“Δεν κουράζεσαι συνέχεια να το παίζεις κουλ;”

Το φεγγάρι δεν απάντησε.»

Χαρούκι Μουρακάμι, “IQ84” [Haruki Murakami, いちきゅうはちよん Ichi–Kyū–Hachi–Yon]

Λύκοι και πρόβατα

Ο Λωτρεαμόν, ο λύκος και τα πρόβατα / Lautréamont, the sheep and the wolf

«Γύρευα νάβρω μια ψυχή που θάμοιαζε με τη δική μου, και δεν μπορούσα να τη βρω. Έψαξα σ’ όλες τις γωνιές της γης: μάταιη όμως η επιμονή μου. Παρ’ όλα αυτά, μόνος μου δεν μπορούσα να μείνω. Χρειαζόταν κάποιος που θα παραδεχόταν τον χαρακτήρα μου, κάποιος που θάχε τις ίδιες με τις δικές μου ιδέες.

Ήταν πρωί, ο ήλιος είχε υψωθεί στον ορίζοντα σ’ όλη του τη λαμπρότητα, και νάσου μπρος στα μάτια μου σηκώνεται ένας νέος, που η παρουσία του, το πέρασμά του, ξεπέταγε ανθούς. Με πλησίασε, δίνοντάς μου το χέρι: “Ήρθα σε σένα, σε σένα που ψάχνεις να με βρεις. Ας ευλογάμε τούτη την ευτυχισμένη ημέρα”. Όμως εγώ: “Πήγαινε. Ούτε σε φώναξα, ούτε ανάγκη τη φιλία σου έχω”.

[…]

Ήταν βράδυ, και είχε αρχίσει να απλώνει τη σκοτεινιά του πέπλου του στη φύση. Μια όμορφη γυναίκα, που μόλις και διέκρινα, άπλωνε κι αυτή απάνω μου την γοητευτική επίδρασή της, και με κοίταζε με συμπόνια χωρίς να τολμάει να μιλήσει. Είπα: “Πλησίασέ με, για να μπορέσω να ιδώ πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου, γιατί το φως των αστεριών από μια τέτοια απόσταση, δεν φτάνει να τα φωτίσει”.

Τότε, με μια κίνηση διστακτική, και με τα μάτια χαμηλωμένα, προχώρησε σε μένα, πατώντας στο χορτάρι. Μόλις την είδα: “Μα, βλέπω πως στην καρδιά σου φωλιάζουν η καλοσύνη και το δίκιο: δεν θα μπορούσαμε εμείς να ζήσουμε μαζί. Τώρα θαυμάζεις την ομορφιά μου, που δεν έχει μόνο εσένα αναστατώσει, όμως αργά ή γρήγορα θα μετανιώσεις, έχοντας την αγάπη σου σε μένα αφιερώσει, γιατί δεν ξέρεις την ψυχή μου. Κι αυτό όχι γιατί δεν θα σου μείνω παντοτινά πιστός: εκείνη που μου δίνεται με τόση αφοσίωση κι εμπιστοσύνη, με άλλη τόση αφοσίωση κι εμπιστοσύνη δίνομαι κι εγώ σ’ αυτήν, αλλά βάλτο καλά στο κεφάλι σου για να μη το ξεχάσεις: οι λύκοι και τα πρόβατα δεν γλυκοκοιτάζονται”.»

Λωτρεαμόν – “Τα Άσματα του Μαλντορόρ” [Comte de Lautréamont (Isidore Lucien Ducasse), 1868–69, Μετάφραση: Έλλη Νεζερίτη]

Έμμα Μποβαρύ

Jennifer Jones as Madam Bovary / Η Μαντάμ Μποβαρύ σε σκηνή από το ομότιτλο φιλμ

«Τη θάλασσα την αγαπούσε μόνο και μόνο για τις τρικυμίες της, και την πρασινάδα μόνο σαν φύτρωνε αραιά και πού μες στα ερείπια.»

***

«Πριν παντρευτεί νόμιζε πως ήταν ερωτευμένη• αλλά, καθώς η ευτυχία που θα έπρεπε να ‘ρθει από τούτον τον έρωτα δεν ήρθε, έπρεπε να είχε κάνει λάθος, συλλογιζόταν. Και η Έμμα ζητούσε να μάθει τι εννοούσανε στη ζωή με τις λέξεις ΕΥΤΥΧΙΑ, ΠΑΘΟΣ και ΜΕΘΗ, που τόσο όμορφες της είχανε φανεί στα βιβλία.»

***

«Η ζωή της ήταν κρύα σαν τη σοφίτα με βορινό φεγγίτη. Και η πλήξη, αράχνη σιωπηλή, ύφαινε το δίχτυ της στη σκιά, σ’ όλες τις γωνιές της καρδιάς της.»

***

«Είχε αγοράσει στυπόχαρτο, χαρτοφύλακα, πέννα και φακέλους, αν και δεν είχε κανέναν να του γράψει• ξεσκόνιζε την εταζέρα της, κοιταγόταν στον καθρέπτη, έπαιρνε ένα βιβλίο, το άνοιγε, ύστερα ονειροπολώντας από γραμμή σε γραμμή τ’ άφηνε κι έπεφτε στα γόνατά της. Ποθούσε ταξίδια […] Αγόρασε ένα χάρτη του Παρισιού και, με την άκρη του δαχτύλου της πάνω στο χάρτη, περπατούσε εδώ κι εκεί στην πρωτεύουσα. Ανέβαινε τα βουλεβάρτα, σταματώντας σε κάθε γωνιά, ανάμεσα στις γραμμές των οδών, μπροστά στα λευκά τετράγωνα που παράσταιναν τα σπίτια […] Γράφτηκε συνδρομήτρια στην «Κορμπέιγ», γυναικείο περιοδικό, και στη «Σιλφ ντε Σαλόν». Καταβρόχθιζε, χωρίς να της ξεφεύγει τίποτε, όλες τις περιγραφές για τις πρεμιέρες των θεάτρων, τις κούρσες των ιπποδρομίων, τις εσπερίδες […]

Ό,τι την περιέβαλλε (η πληκτική εξοχή, οι ηλίθιοι μικροαστοί, η μέτρια ζωή) της φαινόταν σαν εξαίρεση στον κόσμο, μια σύμπτωση που έλαχε σ’ αυτήν, ενώ πέρα μακριά απλωνόταν, όσο έφτανε το μάτι, η ατέλειωτη χαρά της ευτυχίας και του πάθους. Σύγχυζε, με τη σφοδρή επιθυμία της, τις ηδονές της πολυτέλειας με τις χαρές της καρδιάς και τη λεπτή συμπεριφορά με τα λεπτά αισθήματα. Δε χρειαζόταν κι ο έρωτας, όπως τα ινδικά φυτά, ένα καλλιεργημένο έδαφος, μια ιδιαίτερη θερμοκρασία;»

***

«Αλλά κυρίως οι ώρες του φαγητού της ήταν ανυπόφορες, μέσα σ’ εκείνη τη μικρή τραπεζαρία, στο ισόγειο, με τη σόμπα να καπνίζει, την πόρτα να τρίζει, τους τοίχους να ιδρώνουν, το πάτωμα υγρό• όλη η πίκρα της ύπαρξής της φαινότανε σερβιρισμένη στο πιάτο της”.

***

«Στο βάθος της ψυχής της πάντως περίμενε κάτι. Σαν τους απελπισμένους ναύτες ζητούσε, περιφέροντας το βλέμμα της στην άδεια ζωή της, να δει πέρα μακριά στον ορίζοντα της καταχνιάς κάποιο άσπρο άρμενο. Δεν ήξερε ποιο θα ήταν τούτο το πανί, ο αγέρας που θα το φυσούσε ως εκείνην, σε ποιο γιαλό θα την έφερνε, αν θα ήταν βάρκα, αν θα ήταν τρικάταρτη φρεγάδα, φορτωμένη άγχος ή γεμάτη ως την τηλεβοθυρίδα με χαρές. Αλλά κάθε πρωί, σαν ξυπνούσε, ήλπιζε πως αυτή θα ήταν η μέρα της. Πεταγόταν όρθια, παραξενευόταν που δεν ήρθε, κι έπειτα, με το ηλιοβασίλεμα, όλο και πιο θλιμμένη, επιθυμούσε το αύριο.»

***

«Θα ήθελε το “Μποβαρύ”, που ήταν τ’ όνομά της, να δοξαστεί, να φαίνεται σε βιβλία, να το γράφουν κάθε τόσο οι εφημερίδες, να είναι γνωστό στα πέρατα της Γαλλίας. Ο σύζυγός της όμως δεν είχε καμιά φιλοδοξία!

“Τι ανθρωπάκος! Τι ανθρωπάκος!”, έλεγε σιγανά, δαγκώνοντας τα χείλη της.»

***************

Τα αποσπάσματα από τη “Μαντάμ Μποβαρύ” του Γκυστάβ Φλωμπέρ [Gustave Flaubert, “Madame Bovary. Mœurs de province”, 1856, Μετάφραση: Γιάννης Λο Σκόκο].

Η Έμμα Μποβαρύ είναι μια παντρεμένη γυναίκα που ονειρεύεται μια άλλη ζωή• που περιφρονεί βαθιά οτιδήποτε συνδέεται με το μικρόκοσμό της, με τις μικροαστικές συνήθειες που την περιβάλλουν, και θεωρεί πως η ευτυχία βρίσκεται «κάπου εκεί έξω», σε κάποιο άλλο «ανώτερο» περιβάλλον, ή πλάι σε κάποιον άλλο, «ανώτερο» σύντροφο… Αυτά ενώ ο σύζυγός της την αγαπάει με την αφέλεια ενός πιστού σκυλιού κι εκείνη τον περιφρονεί βαθιά.

Πάντως μία από τις επιθυμίες της γυναίκας έγινε πραγματικότητα, έστω και δίχως να το ξέρει – να αναγράφεται το όνομά της στα βιβλία και να καταξιωθεί ως μία από τις πιο ξακουστές γυναικείες λογοτεχνικές φιγούρες που γέννησε η πέννα ενός συγγραφέα.

Μόνοι Μαζί

Egon Schiele, The Embrace, 1917

«Ο άντρας της δεν την κοιτάζει, μα και όταν την κοιτάζει δεν την βλέπει!

Είναι δράμα• ένα δράμα πένθιμο, μα γι’ αυτό κιόλας εναγώνιο. Αυτός ο άντρας δεν είναι ευτυχισμένος, κι ωστόσο εγώ φθονώ την ευτυχία του. Πέστε μου, τι άλλο μπορεί ν’ αποκριθεί κανείς εκτός από αυτό: πως η ευτυχία βρίσκεται μέσα μας, είναι ακριβώς για τον καθένα μας ο πόθος για όσα δεν έχουμε!

Τούτοι οι άνθρωποι είναι μαζί, μα στην πραγματικότητα μακριά ο ένας απ’ τον άλλο. Έχουν χωρίσει, χωρίς να χωρίσουν. Τους βαραίνει ένα είδος συνωμοσίας του κενού. Δεν θα ξανασμίξουν ποτέ πια, αφού ανάμεσά τους βρίσκεται η πεθαμένη αγάπη τους. Αυτή η σιωπή, αυτή η αμοιβαία άγνοια είναι ό,τι πιο απάνθρωπο υπάρχει στη γη. Να πάψει κανείς ν’ αγαπιέται είναι χειρότερο κι από το να τον μισούν, όπως και ο θάνατος είναι χειρότερος από τον πόνο.

Τους λυπάμαι που βαδίζουν δυο–δυο, αλυσοδεμένοι από την αδιαφορία. Λυπάμαι τη φτωχή καρδιά που τόσο λίγο χάρηκε αυτό που είχε. Λυπάμαι όλους όσους έχουν μια καρδιά, μα δεν αγαπούν.

Και για μια στιγμή, μπροστά στην τόσο απλή και σπαραγμένη σκηνή, δοκίμασα το ανείπωτο μαρτύριο εκείνων που δεν υποφέρουν πια.»

Ανρί Μπαρμπίς – “Η Κόλαση” [Henri Barbusse, “L’Enfer”, 1908, Μετάφραση: Στέλλα Βουρδουμπα]

Απελευθέρωση

A Hero Of Our Time, by Mihail Lermontov / Ένας Ήρωας του Καιρού μας, του Μιχαήλ Λέρμοντοφ

 

«Στο τέλος χωρίσαμε• ώρα την παρακολουθούσα με τα μάτια, ώσπου χάθηκε το καπέλο της πίσω από θάμνους και τους βράχους. Η καρδιά μου σφίχτηκε με πόνο, όπως μετά τον πρώτο χωρισμό. Α! Πόσο χαιρόμουν την εμπειρία αυτού του συναισθήματος! Μήπως η νιότη μου με τις ευεργετικές της θύελλες μου ξαναρχόταν πάλι ή μήπως αυτό ήταν το αποχαιρετιστήριο βλέμμα της, το τελευταίο της αναμνηστικό δώρο; […]

Όταν γύρισα σπίτι, καβάλησα το άλογο κι άρχισα να καλπάζω στη στέπα. Μ’ αρέσει να διασχίζω μ’ ένα γοργό άτι το ψηλό χορτάρι, ενάντια στον άνεμο της ερήμου• ηδονικά καταπίνω το μυρωδάτο αέρα και απλώνω τη μάτια στο μακρινό γαλάζιο, προσπαθώντας να διακρίνω τα ομιχλώδη σχήματα των πραγμάτων που λεπτό το λεπτό όλο ξεκαθαρίζουν. Όποια και να ‘ναι η θλίψη που βαραίνει την καρδιά, όποια αγωνία κι αν βασανίζει τη σκέψη, όλα αμέσως διαλύονται• η ψυχή ελαφρώνει, η κούραση του κορμιού νικάει τα βάσανα του νου.

Δεν υπάρχει βλέμμα γυναίκας που να μην ξέχασα μπροστά στη θέα των χλοερών βουνών, σαν τα φωτίζει ο ήλιος του νότου, αντικρίζοντας το γαλανό ουρανό ή όταν τέντωνα αυτί ν’ ακούσω το νερό να πέφτει από βράχο σε βράχο.»

Μιχαήλ Λέρμοντοφ, “Ένας Ήρωας Του Καιρού Μας” [“Герой нашего времени” – Михаи́л Ю́рьевич Ле́рмонтов / Mikhail Lermontov, 1840–41, μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ]

Αυτή είναι η δύναμη και η ιαματική πλευρά της φύσης… εκεί που η ομορφιά της απαλύνει τον πόνο της καρδιάς.

Μεταξύ δύο φίλων

«Έχεις παρατηρήσει», άρχισε να μιλά ο Μπερσιένεφ, «τι αλλόκοτα συναισθήματα μας προκαλεί η Φύση; Στη Φύση καθετί είναι τόσο ολοκληρωμένο, τόσο ξεκάθαρο, κι όλα αυτά τα εκτιμούμε και τα θαυμάζουμε. Κι όμως, την ίδια στιγμή – σ’ εμένα τουλάχιστον – ξυπνά ένα περίεργο αίσθημα αναστάτωσης, άγχους, ίσως και θλίψης. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ή συνειδητοποιούμε περισσότερο την ατέλειά μας και την παροδικότητα της ύπαρξής μας όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη Φύση ή, πάλι, υστερούμε σ’ εκείνο το είδος της αρμονίας που διέπει τη Φύση». […]

«Χμ», ανταπάντησε ο Σούμπιν, «θα σου πω τι φταίει για όλ’ αυτά, Αντρέι Πέτροβιτς. Όλα όσα περιγράφεις είναι οι εντυπώσεις ενός μοναχικού ατόμου που δεν ζει πραγματικά, αλλά παρακολουθεί τη ζωή σαν απλός θεατής και κυριεύεται απ’ τις ευαισθησίες του. Ποιο το όφελος, όμως, στο να παραμένεις θεατής των γεγονότων; Ζήσε, γίνε άντρας. Όσο συχνά και να χτυπάς την πόρτα της Φύσης, δε θα σου απαντήσει με λόγια που μπορείς να καταλάβεις – γιατί η Φύση είναι βουβή. Μπορεί να πάλλεται και να τρίζει σαν χορδή βιολιού, αλλά μην περιμένεις να την ακούσεις να βγάζει καμιά μελωδία.

Ενώ μια ζωντανή ψυχή, ναι, αυτή θα σου αποκριθεί – και προπάντων μια γυναικεία ψυχή. Έτσι λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε, σου συνιστώ να βρεις μια αδελφή ψυχή, και τότε όλη αυτή η μελαγχολία που σε κυριεύει θα εξαφανιστεί. Αυτό «έχουμε ανάγκη», για να χρησιμοποιήσω τα δικά σου λόγια. Βλέπεις, αυτή η αναστάτωση, αυτή η θλίψη – στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα είδος πείνας. Γέμισε την κοιλιά σου με το κατάλληλο φαγητό και όλα θα ξεδιαλύνουν. Προσπάθησε να δεις την υλική διάσταση του εαυτού σου, φίλε μου. […]

Ήθελα απλώς να σου εξηγήσω για ποιο λόγο νομίζεις πως η Φύση μας επηρεάζει με τέτοιο τρόπο. Αυτό συμβαίνει επειδή αφυπνίζει την ανάγκη μας για αγάπη, χωρίς όμως να είναι η ίδια σε θέση να ικανοποιήσει την ανάγκη αυτή. Εκείνη μας δείχνει διακριτικά το δρόμο για μια άλλη, ζωντανή αγκαλιά, αλλά εμείς δεν το αντιλαμβανόμαστε και περιμένουμε κάτι από την ίδια τη Φύση.

Ω, Αντρέι, Αντρέι, πόσο όμορφη είναι αυτή η λιακάδα, κι αυτός ο ουρανός! Τα πάντα, τα πάντα γύρω μας είναι υπέροχα, και παρ’ όλα αυτά εσύ γκρινιάζεις. Αν όμως αυτή τη στιγμή που μιλάμε κρατούσες το χέρι της αγαπημένης σου, αν αυτό το χέρι κι ολόκληρη η γυναίκα αυτή ήταν δική σου, κι ακόμη, αν έβλεπες με τα δικά της μάτια και ένιωθες τα συναισθήματά σου όχι με τη δική σου μοναχική ψυχή αλλά με τη δική της, τότε, Αντρέι, δε θα σου προκαλούσε θλίψη κι αναστάτωση η Φύση, δε θα καθόσουν να ατενίζεις την ομορφιά της: όχι, θα έβλεπες την ίδια τη Φύση να πανηγυρίζει και να τραγουδά, μέσα της θα αντηχούσαν οι δικοί σου ύμνοι – γιατί θα είχες δώσει στη φύση, στη βουβή φύση, μια λαλιά.»

Ιβάν Τουργκένιεφ – “Την Παραμονή” [Ivan Sergeyevich Turgenev, Иван Сергеевич Тургенев, “On The Eve”/ “Накануне”,1860, Μετάφραση: Γιάννα Καπη]

Μοναχικότητα θα πει ανεξαρτησία

Prince's Dock, painting by John Atkinson Grimshaw

«Ο παγωμένος άνεμος παράσερνε στην ορμή του το ψιλόβροχο καθώς βγήκα στον έρημο δρόμο. Έσπρωχνε με θόρυβο τις σταγόνες πάνω στα φανάρια του δρόμου που τρεμόφεγγαν με μια ανέκφραστη λάμψη. Και τώρα τι γίνεται; Αν τούτη την ώρα είχα ένα μαγικό ραβδί, θα έφτιαχνα με τη δύναμή του ένα όμορφο μικρό σαλόνι με μερικούς μουσικούς για να μου παίξουν δυο τρία κομμάτια μουσικής δωματίου του Χαίντελ ή του Μότσαρτ. Ήμουν στην πιο ταιριαστή διάθεση για κάτι τέτοιο και θα ρουφούσα την απαλή κι ευγενική μουσική όπως οι θεοί ρουφούν το νέκταρ. Ω, αν είχα ένα φίλο τούτη την ώρα, ένα φίλο σε μια σοφίτα να ονειρεύεται στο φως των κεριών μ’ ένα βιολί στο χέρι! Θα τρύπωνα κρυφά στην κάμαρά του ανεβαίνοντας αθόρυβα τη στριφογυριστή σκάλα για να του κάνω έκπληξη και τότε, με κουβεντούλα και μουσική, θα στήναμε παραδεισένια γιορτή όλη τη νύχτα! Κάποτε, σε χρόνια φευγάτα, είχα γνωρίσει συχνά τέτοια ευτυχία, αλλά κι αυτή την πήρε ο χρόνος μακριά. Ανάμεσα σ’ εκείνες τις μέρες και στο σήμερα, χρόνια αμέτρητα!

Στο δρόμο του γυρισμού για το σπίτι, αφέθηκα να χασομερήσω· σήκωσα το γιακά μου και χτύπησα το μπαστούνι μου στο βρεγμένο πεζοδρόμιο. Όσο κι αν αργοπορούσα, όμως, ήθελα δεν ήθελα κάποια στιγμή θα βρισκόμουν στο δωμάτιό μου, σ’ αυτό το ψευτοσπιτικό μου που δεν τ’ αγαπούσα μα και που δεν μπορούσα να κάνω δίχως του. Πάει πια ο καιρός που μπορούσα να περάσω μια χειμωνιάτικη νύχτα σεργιανίζοντας στους δρόμους. Και τώρα, εκείνο που ευχόμουν ήταν να μην αφήσω να χαθεί η καλή διάθεση που μου ‘χε χαρίσει η αποψινή βραδιά ούτε από τη βροχή ούτε από την ποδάγρα ούτε από την αρωκαρία. Μ’ όλο που δεν υπήρχε ούτε μουσική δωματίου ούτε κάποιος μοναχικός φίλος με το βιολί του, εκείνη η όμορφη μελωδία ήταν ακόμα στο μυαλό μου. Βάλθηκα να τη μουρμουρίζω κρατώντας το ρυθμό της με την ανάσα μου.

Μ’ αυτές τις σκέψεις συνέχισα το δρόμο μου. Ναι, χωρίς μουσική δωματίου, χωρίς φίλο. Τι ανοησία να φθείρεσαι ανώφελα ζητώντας ζεστασιά! Μοναχικότητα θα πει ανεξαρτησία. Αυτή ζητούσα τόσα χρόνια και τώρα την είχα επιτέλους αποκτήσει. Παγερή, βέβαια. Ναι, πολύ παγερή! Αλλά και ήρεμη, εξαίσια ήρεμη κι απέραντη, σαν την παγερή ηρεμία του διαστήματος που μέσα του περιστρέφονται αστέρια και πλανήτες.»

Έρμαν Έσσε, “Ο Λύκος της Στέπας” [Hermann Hesse, “Der Steppenwolf”, 1927, Μετάφραση Γιάννης Κωστόπουλος].

Τα φαντάσματα

«Μοναξιά, στην κάμαρά μου μπαίνεις οπλισμένη με αμέτρητες υπάρξεις:
Σ’ εκείνου το παλτό βρέχει, σε τούτου χιονίζει
κι’ ο άλλος αντανακλά τον ήλιο του Ιουλίου.
Από παντού μπαίνουν: “Άκουσέ με! Άκουσέ με!”
Κι’ ο ένας θέλει να πει λίγο πιο πολύ απ’ τον άλλον.
Μερικοί ζητούν ένα χαμένον αδελφό, κι’ άλλοι τις έρωμένες τους, τα παιδιά τους.

“Δε μπορώ να σας κάνω τίποτα”
Όλοι κάτι έχουν να πουν πριν εξαφανιστούν:
“Άκου με, κι υπόσχομαι να φύγω αμέσως.”
Για να κρατήσει πιο πολύ η κουβέντα τους μου κάνουν νεύματα να καθίσω.

“Μα σας είπα δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σας,
φαντάσματα των ματιών μου και των αυτιών μου!”
…Είν’ ένας ξένος και μ’ εκλιπαρεί να τον συγχωρέσω
κι ύστερα γίνεται άφαντος δίχως να μάθω ποιο ήταν το έγκλημά του,
μια μικρή περιπλανήθηκε σε δάση που δεν υπάρχουν στην πατρίδα μας
κι’ αυτή η γριά ζητά την συμβουλή μου: “Συμβουλή πάνω σε τί;”
Και δίχως να προφέρει δεύτερη λέξη χάνεται αγαναχνισμένη.
Άλλο τίποτα δεν υπάρχει πια σ’ αυτή την κάμαρά μου
παρεκτός το μακρόστενο τραπέζι μου, τα βιβλία μου, τα χαρτιά μου.
Η λάμπα φωτίζει ένα κεφάλι, ανθρώπινα χέρια
Και τα χείλια μου αρχινάν από μαναχά τους
να ονειρεύονται σαν παιδιά απορφανισμένα.»

Του Ζυλ Συπερβιέλ [Jules Supervielle, μετάφραση: Νίκος Σπάνιας]

Η οπτασία

«Φίλε, ο πατέρας μου δικός σου,
Δεν είμαι ο φύλαξ άγγελός σου
Μήτε τ’ ανθρώπου η ειμαρμένη•
Δεν ξέρω, αυτοί που έχω αγαπήσει
Τάχα για πού να ‘χουν κινήσει
Σ’ αυτή τη γη που ζούμε ξένοι…

Δεν είμαι δαίμονας ή θεός
Και τ’ όνομά μου είπες, καθώς
Με φώναζες δειλά αδελφό σου,
Όπου κι αν πας θα ‘ρθώ μαζί σου,
Κι όταν θα βγει η στερνή πνοή σου,
θα γείρω απάνω στο σταυρό σου…

Μου εμπιστευθήκαν την καρδιά σου
Κι όταν κυλούν τα δάκρυά σου
Ζήτα σε μέ παρηγοριά,
Το δρόμο σου θ’ ακολουθήσω
Μα δεν μπορώ ούτε να σ’ αγγίσω
Φίλε μου, είμαι η Μοναξιά!…»

“Η Οπτασία” του Αλφρέ ντε Μυσσέ [Alfred de Musset, μετάφραση: Μαρία Φ. Γεωργίου]

Νότες στη νύχτα

Αscenseur Pour L'echafaud [Elevator to the Gallows] movie scenes

 

Υπάρχουν ταινίες που σε κερδίζουν με τα λόγια τους• και άλλες που σε κερδίζουν με τη σιωπή τους. Όπως οι άνθρωποι – κάποιες φορές η σιωπή μιλάει περισσότερο από χίλιες λέξεις μαζεμένες, δέκα χιλιάδες σελίδες σεναρίου. Γιατί υπάρχουν σιωπές και σιωπές – κάθε μία κουβαλάει τη δική της ιστορία.

Και αν η σιωπή συνδυάζεται με τον ήχο της βροχής• με τα φώτα μιας πόλης που πάλλονται στους αδέσποτους χτύπους της καρδιάς σου• με ένα βλέμμα που περιφέρετα άσκοπα στη πολύβοη πολιτεία σαν παράταιρος πυρσός σε φωτισμένη αίθουσα• αποζητώντας τον έρωτα που γνωρίζεις πως χάθηκε για πάντα, μα αρνείσαι να το αποδεχτείς• και έτσι γυρίζεις, υγρή μες στη νύχτα, σμίγοντας βλέμματα με την αντανάκλασή σου στα τζάμια κάποιας βιτρίνας, προσπερνώντας αδιάφορους περαστικούς, αδιάφορα αυτοκίνητα, αδιάφορους δρόμους, αδιάφορα κτίρια, σέρνοντας το σώμα σου προς άγνωστο προορισμό, στα ίχνη μιας ελπίδας που ξεστράτισε και στην οποία πλέον δεν πιστεύεις.

Και αν η βροχή που πέφτει ασταμάτητα σμίγει με τον ήχο μιας μακρινής τρομπέτας… Αν οι νότες μοιάζουν να αγκαλιάζουν το σκοτάδι, ντύνοντάς το με χρώματα παρήγορα, σκορπώντας γύρω τους μια μουσική που σου μιλάει δίχως λόγια• αν η γλώσσα της μελαγχολικής, μα ταξιδιάρας αυτής τρομπέτας επικοινωνεί μαζί σου, όπως δεν επικοινώνησε ποτέ κανένας άνθρωπος με τη φτωχή του γλώσσα… Αν αισθάνεσαι πως η μουσική αυτή σε συμπονά στην άκαρπη αναζήτησή σου… τότε ίσως η αναζήτησή σου να μην ήταν τόσο άκαρπη. Βρήκες ένα φίλο – έστω μακρινό και άγνωστο. Ένα φίλο που σου μιλάει δίχως λόγια.

Ο λόγος για το φιλμ “Αscenseur Pour L’echafaud” [Ασανσέρ για Δολοφόνους]. Παραγωγή 1958, σκηνοθεσία Louis Malle.

Όσο αφορά την τρομπέτα; Ανήκει στον Miles Davis. Και με αυτά τα λόγια και αυτή τη μουσική επιλέγω να σας αποχαιρετήσω.

Και η μοναξιά πια δεν είναι τόσο μόνη.

Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας»

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 1 – Κρασιά, Καράβια και Βιβλία που Δαγκώνουν

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 2 – Τσουκνίδες και Ποτά

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 3 – Παραμύθια, διάβολοι και θάλασσες

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 4 – Υπαρξισμός και Έκσταση

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 5 – Τα πιο παλιά σου Όνειρα

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 6 – Θαυμαστοί Καινούργιοι Κόσμοι

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 7 – “We’ re All Mad Here”

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 8 – Οι στάχτες του πολέμου

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 9 – O χορός των εφτά πέπλων

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 10 – Λογοτεχνία και Σπορ

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 11 – Ποίηση και Τρέλα

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 12 – Ιδού η κοινωνία σου, Αστέ

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 13 – Λογοτεχνία και Χιούμορ

Παρουσίαση: Το Φονικό Κουνέλι

Tags: , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

One Response

  1. SoSta says:

    …………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………καθε τελεια και ενα ευχαριστω………………………………………………………..

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *