Η Δυστοπία και η ιστορία της σε λογοτεχνία και κινηματογράφο

Enter the rabbit's lair...

Ιστορία της Δυστοπίας σε λογοτεχνία και κινηματογράφο, ένα αφιέρωμα από το Φονικό Κουνέλι / History of Dystopia in literature and film

Ήδη από τα μισά του εικοστού αιώνα η έννοια της «δυστοπίας» είχε μπει για τα καλά στο λεξιλόγιό μας. Μια λέξη που έμοιαζε ν’ αναδύεται από τις στάχτες δύο παγκοσμίων πολέμων, την αποφορά τρομακτικών ολοκληρωτικών καθεστώτων και τον φόβο αναδυόμενων τεχνολογικών κινδύνων που έφερνε η εποχή που ξημέρωνε. Μια λέξη που συνιστά γέννημα-θρέμμα του πνεύματος του εικοστού αιώνα – αν και οι ρίζες της πάνε αρκετά πιο πίσω.

Μα ας μη μας ξεγελάει ο όρος και η συσχέτισή του με τη λογοτεχνία της Επιστημονικής Φαντασίας. Μελετώντας τη δυστοπία και την ιστορία της, θα βρει κανείς λίγη φαντασία και άφθονη πραγματικότητα. Κεντρικό χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε δυστοπίας, λιγότερο ή περισσότερο φανταστικής, είναι εκείνο ακριβώς το ΜΗ φανταστικό στοιχείο που περιλαμβάνει. Στα δυστοπικά σενάρια ο κίνδυνος δεν έρχεται ποτέ “απ’ έξω” – δεν πρόκειται για κάποιο τρομακτικό ιό ή μία εισβολή εξωγήινων. Ο κίνδυνος είναι πάντα ανθρώπινος – υπερβολικά ανθρώπινος. Περισσότερο από κάθε άλλο αφηγηματικό είδος, το δυστοπικό έργο ή μυθιστόρημα μοιάζει προφητικό. Είναι ο καθρέφτης της ίδιας της κοινωνίας μας εξωθημένης στα άκρα.

Σε κάθε δυστοπία εκείνο που διακυβεύεται περισσότερο από οτιδήποτε είναι εκείνο ακριβώς που μας καθιστά ανθρώπινους – και ορισμένες φορές η ίδια η έννοια της ανθρώπινής μας φύσης τίθεται σε αμφισβήτηση. Το “κακό” δεν συνιστά κάποια αφηρημένη πνευματική ουσία ή κάποιον εξωτερικό αντίπαλο – βρίσκεται ενσαρκωμένο στους κοινωνικούς θεσμούς, στους μηχανισμούς της κρατικής εξουσίας, στην κυρίαρχη αντίληψη περί κανονικότητας. Η “κοινωνία” και τα μεμονωμένα μέλη της αντιμετωπίζονται ως μια οργανική ενότητα – όπου η “λειτουργικότητα” του συνόλου κατέχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, σε βάρος κάθε μορφής ελευθερίας. Επιστήμη, τεχνολογία και εξουσία έχουν σχηματίσει μία αδιάσπαστη συμμαχία, έναν φοβερό μηχανισμό – από τα γρανάζια του οποίου μοιάζει αδύνατο να ξεφύγεις. Η ομοιομορφία και ο απόλυτος κομφορμισμός μοιάζουν σαν μοναδικές λύσεις απέναντι σε μία κοινωνία που εξοστρακίζει τη διαφορετικότητα. Τα δεδομένα των καιρών αλλάζουν, το ίδιο και οι κίνδυνοι. Όπως έγραφε ο ψυχαναλυτής και φιλόσοφος Έριχ Φρομ [Erich Fromm], “παλιά ο κίνδυνος ήταν μήπως οι άνθρωποι μετατραπούν σε σκλάβοι. Σήμερα είναι μήπως μετατραπούν σε ρομπότ”.

Και αυτός ακριβώς ο κίνδυνος – η απώλεια της ίδιας της ανθρώπινής μας φύσης – δεσπόζει στον πυρήνα κάθε δυστοπίας.

Η δυστοπία είναι τρομακτική – ο σκοπός της όμως δεν είναι να αποθαρρύνει, μα να αφυπνίσει. Παρουσιάζοντας τη ζοφερή πλευρά μιας πιθανής εναλλακτικής πραγματικότητας, μας υπενθυμίζει το χρέος μας απέναντι στην πραγματικότητα όπως τη ζούμε τώρα. Εκεί που άλλοι καταστροφολογούν, η δυστοπία κριτικάρει. Σαν άλλη ψηφιακή αλογόμυγα, βουίζει και αυτή πάνω από το κεφάλι μας, ταρακουνώντας τα ύδατα μιας υπερβολικά εφησυχασμένης καθημερινότητας.

ALLEYWAY WITH CHIMPANZEE, photography by Nick Brandt

ALLEYWAY WITH CHIMPANZEE, photography by Nick Brandt

Α Μέρος: Η Δυστοπία στη Λογοτεχνία

Δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για τη δυστοπία, δίχως να αναφερθεί στο δίδυμο αδερφάκι της: την ουτοπία. Οι βιβλιογραφικές ρίζες της δεύτερης θα μπορούσαμε να πούμε πώς πηγάζουν από το ομότιτλο βιβλίο του Τόμας Μορ [Thomas More] του 1516 [για το οποίο έχω γράψει σχετικό κείμενο που μπορείτε να διαβάσετε εδώ]. Αν θελήσει βέβαια να αναζητήσει κάποιος τις ρίζες της ουτοπίας θα χρειαστεί να αναδιφήσει ακόμα βαθύτερα, στις παρυφές του χρόνου, φτάνοντας ως την αρχαιότητα. Θα μπορούσαμε λοιπόν να αναφερθούμε στην ομηρική Ωγυγία ή στην Ατλαντίδα όπως την περιέγραψε ο Πλάτωνας, στη Νεφελοκοκκυγία [την πολιτεία των πουλιών] στους “Όρνιθες” του Αριστοφάνη ή στις Νήσους των Μακάρων. Ωστόσο η ουτοπία μπορεί να αποτελέσει θέμα για κάποια άλλη παρουσίαση.

Αναζητώντας τις ρίζες της δυστοπικής λογοτεχνίας, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στον Τζόναθαν Σουίφτ και τα “Ταξίδια του Γκιούλιβερ”. Δίχως να αποτελεί δυστοπία με την κυριολεκτική έννοια του όρου, το κλασικό αυτό μυθιστόρημα παρουσιάζει μία σειρά φανταστικών κόσμων και τις συνήθειες των αλλόκοτων κατοίκων τους, όχι με σκοπό απλά να ψυχαγωγήσει – μα να ασκήσει μια δριμύτατη κριτική στην κοινωνία των καιρών του. Η γλώσσα του Τζόναθαν Σουίφτ είναι βαθύτατα σαρκαστική και μέσα από την καταγραφή ολοένα και περισσότερο παράδοξων καταστάσεων, που συναντάει ο ήρωας στα ταξίδια του, καταλήγει να ξεγυμνώσει το σύνολο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος της Βρετανίας της εποχής. Ο συνδυασμός της απεικόνισης φανταστικών κόσμων από τη μία, με την κοινωνική κριτική από την άλλη, είναι εκείνος μας επιτρέπει να τοποθετήσουμε τα “Ταξίδια του Γκιούλιβερ” στους προπάτορες του δυστοπικού μυθιστορήματος.

Ωστόσο οι πραγματικές απαρχές του λογοτεχνικού αυτού είδους τοποθετούνται στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και στη “Μηχανή του Χρόνου” του H.G. Wells [The Time Machine, 1895]. Για πρώτη φορά το ταξίδι στο μέλλον γίνεται το επίκεντρο ενός μυθιστορήματος – και αυτό χάρη στη θαυματουργή μηχανή που κατασκεύασε περήφανος ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, βαθιά επηρεασμένος από τον επιστημονικό οπτιμισμό των καιρών του. Μα η συνέχεια κάθε άλλο παρά οπτιμιστική είναι – και σε αυτήν ακριβώς τη θραύση του πνεύματος του οπτιμισμού του 19ου αιώνα συναντάμε και τις απαρχές του δυστοπικού μυθιστορήματος.

Κατά την άφιξή του στον κόσμο του μακρινού μέλλοντος, ο ήρωας ανακαλύπτει μία κοινωνία που δείχνει να έχει επιστρέψει σε έναν χαμένο παράδεισο: την κοινωνία των φιλήσυχων και φυσιολατρών Ελόι. Σύντομα όμως διαπιστώνει πως το υπόβαθρο αυτής της κοινωνίας είναι κατά πολύ σκοτεινότερο. Μοιάζει λες και η Ουτοπία συνυπάρχει με τη Δυστοπία, έχοντας συνάψει μεταξύ τους μια ανίερη συμμαχία. Κάτω στα βάθη της γης, στα σκοτεινά και υγρά σπήλαια, ενεδρεύουν οι τερατόμορφοι Μόρλοκ – το αντίπαλο δέος των Ελόι. Η παραμορφωμένη, θα λέγαμε, όψη τους στον καθρέφτη.

Οι Μόρλοκ στην κινηματογραφική μεταφορά της Μηχανής του Χρόνου του Ουέλς / Morlocks in The Time Machine film adaptation

Επηρεασμένος από τον δαρβινισμό, τον Νίτσε και τα θέματα κοινωνικής ανισότητας που μάστιζαν τους καιρούς του, ο Γουέλς αντιπαραβάλει στη φυσική αρμονία των Ελόι το βίαιο χάος των Μόρλοκ. Στην αφελή παιδικότητα των πρώτων, τη δεσποτική πανουργία των δεύτερων. Στη λεπτεπίλεπτη αδυναμία των πρώτων, την ωμή δύναμη των δεύτερων. Και αποκαλύπτει πως οι μεν εξελίχθηκαν χάρη στους δε, μέσα από αιώνες σκληρής κοινωνικής επιλογής και ταξικών διαιρέσεων. Η βιολογική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, σαν άλλος Δόκτωρ Τζέκυλ και Μίστερ Χάιντ, κόπηκε κυριολεκτικά σε δύο κομμάτια – και το αποτέλεσμα δεν στάθηκε ευνοϊκό για κανένα από τα δύο μέρη. Οι Ελόι επέστρεψαν στη φύση – μα έγιναν άκακοι και άτολμοι σαν πρόβατα. Οι Μόρλοκ διατήρησαν τη φυσική τους δύναμη – μα απώλεσαν κάθε ίχνος ανθρωπιάς.

Παρέα με τον Ιούλιο Βερν, ο Γουέλς θεωρείται ο πατέρας της Επιστημονικής Φαντασίας. Στον Βερν, ωστόσο, διατηρείται ακέραιο το αισιόδοξο πνεύμα των καιρών του – η υπόσχεση μιας κοινωνίας, που με τη δύναμη της τεχνολογικής εξέλιξης και των νέων επιστημονικών ανακαλύψεων, θα κατορθώσει να υπερκεράσει τα προβλήματα του παρελθόντος και να ανοίξει τον δρόμο σε ένα καλύτερο αύριο. Ο Γουέλς, από την άλλη, παραμένει βαθιά σκεπτικιστής – και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η δυστοπία του ανήκει. Στον “Πόλεμο των Κόσμων” οι άνθρωποι παρουσιάζονται σαν μυρμήγκια μπροστά στην τρομακτική εισβολή των εξωγήινων. Όλη η δύναμη και η τεχνολογία τους μοιάζουν μικρές και ασήμαντες μπροστά στην επερχόμενη απειλή.

Ο 20ος αιώνας έμελλε δυστυχώς να επιβεβαιώσει τον σκεπτικιστή Γουέλς και όχι τον αισιόδοξο Βερν. Στη βρετανική ταινία του 1936 “Τhings to Come”, βασισμένη σε προγενέστερο κείμενο του Γουέλς, προφητεύεται το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και, εν συνεχεία, μια σειρά καταστροφικών πολέμων που έμελλε να σαρώσουν την ανθρωπότητα και να την επαναφέρουν σε έναν νέο Μεσαίωνα. Μεταξύ άλλων, γίνεται αναφορά και στη χρήση βιοχημικών όπλων, με τη δύναμη των οποίων οι πολέμαρχοι του μέλλοντος κατορθώνουν να διασφαλίζουν την εξουσία τους καταμεσής του χάους.

Εξίσου τρομακτικό είναι το σενάριο που περιγράφει ο αμερικάνος Τζακ Λόντον στο έργο του “Η Σιδερένια Φτέρνα” [The Iron Heel, 1906]. Μα οι πόλεμοι που εξιστορεί ο London είναι πόλεμοι ταξικοί, όχι εθνικοί. Εχθροί δεν είναι οι βίαιοι πολέμαρχοι του μέλλοντος, αλλά οι αδηφάγοι καπιταλιστές. Γραμμένο στις αρχές του 20ου αιώνα, μια εποχή που το ταξικό εργατικό ζήτημα σιγόβραζε και έμοιαζε έτοιμο να εκραγεί σαν ηφαίστειο, η “Σιδερένια Φτέρνα” εξωθεί τα πιθανά σενάρια της ταξικής πάλης στα άκρα – περιλαμβάνοντας μία από τις πιο επεισοδιακές κορυφώσεις στην ιστορία της λογοτεχνίας. Εκείνο που καθιστά περισσότερο τρομακτικό το έργο είναι η αληθοφάνειά του – διαβάζοντάς το αισθάνεσαι πως παρακολουθείς μία αληθινή ιστορική καταγραφή. Και βαθιά μέσα σου γνωρίζεις πως τα πράγματα θα μπορούσαν όντως να πάρουν μία τέτοια τροπή. Μια κατάληξη που αποκαλύπτει τον βόρβορο του καπιταλιστικού συστήματος.

Ωστόσο θα μπορούσαμε να δούμε και μία άλλη πλευρά στο μυθιστόρημα του Λόντον: το γεγονός πως το εργατικό κίνημα στο έργο του έφτασε να γιγαντωθεί σε τέτοιο βαθμό που κατέληξε να αποτελεί αληθινή απειλή για τους προνομιούχους των καιρών του. Τέτοια που χρειάστηκε να την καταπολεμήσουν με τη δύναμη των όπλων. Η παθητικότητα, η αδιαφορία και η προσαρμογή ήταν ακόμα άγνωστες λέξεις για τους συγγραφείς των καιρών.

The Iron Heel by Jack London, art by Shepard Fairey / Αφίσα για τη Σιδερένια Φτέρνα του Τζακ Λόντον

Η συνέχεια της βιβλιογραφικής διαδρομής μας κατευθύνει σ’ ένα πεδίο μάχης: έναν τόπο όπου η ουτοπία και η δυστοπία έμοιαζαν να πολεμούν και ταυτόχρονα να συμπληρώνονται αναμεταξύ τους, σαν δύο αντίπαλα στρατεύματα – κάποιες φορές, μάλιστα, να μεταμορφώνονται η μία στην άλλη. Ο λόγος για τη Σοβιετική Ρωσία. Εκεί, το 1921, έκανε την εμφάνισή του ένα μυθιστόρημα με τον επιγραμματικό τίτλο: “Εμείς”. Συγγραφέας του ο Γιεβγκένι Ζαμιάτιν [Евге́ний Замя́тин]. Και σε αυτό το μυθιστόρημα παρουσιάζεται, για πρώτη φορά, το πρόσωπο του απόλυτου ολοκληρωτισμού.

Η κοινωνία του μέλλοντος που περιγράφει ο Ζαμιάτιν παραλληλίζεται με μία τέλεια μουσική συμφωνία. Τίποτα δεν αποκλίνει από τον μεγάλο σκοπό, κάθε νότα οφείλει να εναρμονίζεται απόλυτα με το σύνολο. Ευτυχία συνιστά να αποτελείς ένα εξάρτημα του συνόλου, μία σταγόνα στον ωκεανό, μία νότα στο μεγάλο μουσικό πεντάγραμμο. Η προσωπική ζωή είναι ανύπαρκτη – κάθε μεμονωμένη πράξη, κάθε αποσπασματική κίνηση, εκτίθεται σε κοινή θέα – στην κοινωνία του Ζαμιάτιν οι τοίχοι είναι φτιαγμένοι από γυαλί. Όλοι ακολουθούν το ίδιο καθημερινό πρόγραμμα, κάνουν τις ίδιες κινήσεις με μαθηματική ακρίβεια. Όλα είναι ανοιχτά σε όλους, οι ίδιες οι σκέψεις σου είναι περιττές: Γιατί “εσύ” δεν υπάρχεις πια. Οι σκέψεις και τα συναισθήματά σου έχουν απορροφηθεί από το σύνολο. Το Εγώ έχει αντικατασταθεί από το Εμείς.

Πέρα όμως από την κοινωνία της τέλειας αρμονίας δεσπόζει ένα Τείχος. Και πέρα από το Τείχος ένας κόσμος παρατημένος στη μοίρα και τα άγρια ένστικτά του – το χάος των πρωτόγονων. Εκείνων που δεν απορροφήθηκαν από την τέλεια κοινωνία. Μία διπολική πραγματικότητα, ακολουθώντας τον δρόμο του Γουέλς και προοικονομώντας τον Xάξλεϋ και τον Όργουελ.

WE, by Yevgeny Zamyatin illustration / Εικονογράφηση για το Εμείς του Γιεβγκένι Ζαμιάτιν

Η δυστοπία στο Εμείς του Γιεβγκένι Ζαμιάτιν / Dystopian world in Yevgeni Zamyatin's WE

Ήταν 1932 όταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ο “Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος” του Άλντους Χάξλεϋ [Aldous Huxley, “Brave New World”]. Και στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο πραγματοποιήθηκε επιτέλους το αρχέγονο όνειρο της ανθρωπότητας: όλοι μπορούν πια να είναι ευτυχισμένοι. Αντιλήψεις όπως η αλήθεια, η ομορφιά και η ελευθερία μοιάζουν απαρχαιωμένες – είναι πια περιττές και στέκουν εμπόδιο στη συλλογική ευτυχία. Τα προσωπικά συναισθήματα δεν έχουν καμία απολύτως αξία μπρος στην ομαδική ηδονή του θαυμαστού καινούργιου κόσμου – θεωρούνται επιβλαβή και αποθαρρύνονται με επιστημονικές μεθόδους που ξεκινούν ήδη από τα πρώτα χρόνια της διαπαιδαγώγησης. Τα πάντα ανήκουν στο κράτος: εκπαίδευση, εργασία, γενετικός ταξικός διαχωρισμός, ψυχαγωγία μπολιασμένη με άφθονα ναρκωτικά. Το κράτος όμως δεν συνιστά κάποιον μισητό τύραννο – κάθε άλλο. Μοιάζει περισσότερο με προστατευτικό πατέρα σε μία κοινωνία όπου οι ίδιοι οι βιολογικοί γονείς δεν έχουν καμία απολύτως αξία. Κάθε άνθρωπος μαθαίνει να αγαπάει τη θέση του στην κλίμακα της μεγάλης κοινωνικής ανισότητας – και να ταυτίζεται με αυτήν, γνωρίζοντας πως είναι πλασμένος έτσι.

Να το πούμε αλλιώς: στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο οι μέθοδοι καθυπόταξης δεν φέρουν καμία απολύτως βία μέσα τους. Η επιστήμη και η τεχνολογία καθιστούν απολύτως περιττό κάτι τέτοιο. Ο άνθρωπος μαθαίνει να αγαπάει την ασφάλεια και τις ηδονές που του παρέχονται σε καθημερινή βάση. Δώσε στον κόσμο ευχαρίστηση, έστω επίπλαστη, έστω επιφανειακή, έστω μπολιασμένη με ναρκωτικά και σεξ – και θα δεις για πότε εγκαταλείπει κάθε αξίωση περί ελευθερίας και αλήθειας! Αυτό μοιάζει να είναι το κεντρικό μότο των ιθυνόντων του θαυμαστού καινούργιου κόσμου.

Στο μεταξύ, οι σκιές πλήθαιναν στην Ευρώπη και τον κόσμο. Ο καταγεγραμμένος ολοκληρωτισμός παραχωρούσε τη σκυτάλη στον ιστορικό ολοκληρωτισμό του φασισμού – κεντρικό χαρακτηριστικό του οποίου ήταν η συναίνεση της πλειοψηφίας των μαζών. Και αυτός είναι ο κεντρικός διαχωρισμός ανάμεσα στον ολοκληρωτισμό και τη δικτατορία: ο πρώτος δεν έχει ανάγκη να επιβληθεί δια της βίας, καθώς έχει ήδη επιβληθεί στις συνειδήσεις. Κεντρικό δίδαγμα σε έργα όπως το “Εμείς” και στον “Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο”. Ασφαλώς καθεστώτα όπως του Χίτλερ ήταν κατά πολύ πρωτόγονα στην εφαρμογή του ολοκληρωτισμού τους, συγκριτικά με την ολοκληρωτική τελειότητα που περιέγραψαν οι συγγραφείς της επιστημονικής φαντασίας. Μα ας μην τα κατηγορούμε – έκαναν ό,τι μπορούσαν.

Brave New World poster - Community, Identity, Stability / Αφίσα για τον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο

Brave New World by Aldous Huxley book cover / Εξώφυλλο για τον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο

Κάποια στιγμή ο νέος πόλεμος τελειώνει. Και στα ερείπια ενός κόσμου που πασχίζει να ανοικοδομηθεί, καταμεσής των ελπίδων και των φόβων, ένας συγγραφέας ύψωσε ένα θεόρατο φρούριο. Και ονόμασε αυτό το φρούριο “1984”. Και η λογοτεχνία έφτασε σε μία καμπή της ιστορίας της. Τίποτα πια δεν έμελλε να είναι ίδιο στον κόσμο που είχε ζήσει υπό τη σκιά του Μεγάλου Αδερφού.

Λένε για το “1984” του Τζορτζ Όργουελ πως συνιστά το πιο πολυσυζητημένο βιβλίο που ΔΕΝ έχει διαβάσει η πλειοψηφία του κόσμου. Οι πάντες το γνωρίζουν, ακόμα και αν δεν το έχουν πιάσει στα χέρια τους. Οι πάντες νομίζουν πως ξέρουν περί τίνος πρόκειται, ακόμα και αν δεν είναι βέβαιοι για το περιεχόμενό του. Κεντρικές φράσεις του έργου όπως “Αστυνομία Σκέψης”, “Έγκλημα Σκέψης”, “η Ελευθερία είναι Σκλαβιά”, “ο Πόλεμος είναι Ειρήνη”, έχουν χαραχτεί στο συλλογικό φαντασιακό. Στο επίκεντρο όλων δεσπόζει το κεντρικό θέμα της κοινωνίας του Μεγάλου Αδελφού: ο απόλυτος έλεγχος του Κόμματος σε κάθε πτυχή της πραγματικότητας – όχι μόνο στο εδώ και τώρα, αλλά και στο πριν και στο μετά: «Όποιος ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν, κι όπως ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον.»

Στην κοινωνία του Μεγάλου Αδελφού ο πόλεμος είναι αναγκαίος για την εξασφάλιση της τάξης – δεν έχουν σημασία τα αίτια, μα η διαρκής εγρήγορση απέναντι σε έναν παντοτινό εξωτερικό εχθρό. Κι αν ο εχθρός αλλάζει απρόσμενα από τη μία μέρα στην άλλη, πάλι δεν έχει σημασία – αρκεί να υπάρχει [περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στο ακόλουθο απόσπασμα του βιβλίου που έχω ανεβάσει εδώ: 1984 – Ο πόλεμος αναγκαίος για την κοινωνική ιεραρχία].

Η απόλυτα κατευθυνόμενη ενημέρωση έχει καταλήξει να παραποιεί το ίδιο το νόημα των λέξεων, προκειμένου να εξυπηρετήσει τον σκοπό της. Μα αν αυτό δεν είναι αρκετό, τότε καταλήγει να εξαλείψει τις ίδιες τις λέξεις και να τις αντικαταστήσει με καινούριες, ανασκευάζοντας διαρκώς το περιεχόμενό της ιστορίας. Και αν αυτό πάλι δεν αρκεί – τότε καταφεύγει στη λύση της “διπλής σκέψης” – την πιο τρομακτική απ’ όλες τις ιδέες του βιβλίου. Εκεί που δύο αντιφατικά πράγματα καταλήγουν να συνυπάρχουν το ένα με το άλλο και η αλήθεια καταλήγει να συνυπάρχει αρμονικά με το ψέμα.

Σκηνή από το 1984 - Ο Μεγάλος Αδερφός, κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Όργουελ / A scene from 1984 film

1984 Nothing to Hide poster by Libertymaniacs

Δεν είναι λίγες οι συζητήσεις που έχουν γίνει για το αν η σύγχρονη κοινωνία μας μοιάζει περισσότερο στην κοινωνία του “Μεγάλου Αδελφού”, ή στην κοινωνία του “Θαυμαστού Καινούργιου Κόσμου”. Όσον αφορά τις δυτικές κοινωνίες, νομίζω πως η πλάστιγγα γέρνει περισσότερο προς τη δυστοπία του Χάξλεϊ. Αποδεικνύεται καθημερινώς πως δεν χρειάζεται κάποιος διαρκής πόλεμος ή μια παντοδύναμη κεντρική εξουσία για να τιθασεύονται τα πλήθη. Η εξασφάλιση ασφάλειας και διαρκούς ηδονής για την πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αρκετή από μόνη της. Ο μιμητισμός σαν κοινωνική πρακτική καθιστά περιττό τον εξαναγκασμό. Η αόρατη εξουσία του κομφορμισμού μοιάζει μεγαλύτερη από την εξουσία του κόμματος. Όταν η πλειοψηφία των ανθρώπων καταλήγουν να αδιαφορούν για τη γνώση και τη μάθηση, τότε δεν υπάρχει πια κανένας λόγος λογοκρισίας. Όταν η πλειοψηφία των ανθρώπων αντιδρούν παθητικά στα γεγονότα του κόσμου, τότε δεν υπάρχει πια κανένας λόγος καταστολής.

Η σκιά του Μεγάλου Αδελφού όμως θα γέρνει πάντα πάνω από κάθε συζήτηση περί ολοκληρωτισμού – το ίδιο και οι κεντρικές πρακτικές της όσο αφορά τη γλώσσα, την παραποίηση της ιστορίας, την εξάλειψη του παρελθόντος, την αναγκαιότητα κατασκευής εχθρών – και φυσικά εκείνη η τρομακτική “διπλή σκέψη”.

Τι είναι εκείνο που φοβάται κάθε ολοκληρωτισμός; δεν υπάρχει αμφιβολία – είναι η κριτική σκέψη και η γνώση. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, που ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραφε [στην “Παναγία των Παρισίων”] πως «η εφεύρεση της τυπογραφίας είναι το μεγαλύτερο γεγονός της ιστορίας. Είναι η μητέρα όλων των επαναστάσεων που θ’ ακολουθήσουν». Μπρος σε αυτή την αναμφίβολη πραγματικότητα, το βιβλίο συνιστά τον μεγαλύτερο εχθρό κάθε ολοκληρωτικού καθεστώτος. Στο “Φαρενάιτ 451”, που εκδόθηκε το 1953, ο Ρέι Μπράντμπερι [Ray Bradbury – “Fahrenheit 451”] αναπαριστά μια κοινωνία, στην οποία επίλεκτα σώματα πυροσβεστών αναλαμβάνουν να εντοπίζουν κάθε λογής βιβλίο που κρύβουν οι ιδιώτες στα σπίτια τους, να το περισυλλέγουν και, εν συνεχεία, να το καίνε σε μεγάλες δημόσιες πυρές.

Fahrenheit 451 by Ray Bradbury / Εξώφυλλο του Φαρενάιτ 451

Στην κοινωνία του Μπράντμπερι η λογοτεχνία και η ποίηση μοιάζουν απομεινάρια ενός άχρηστου και αχρείαστου παρελθόντος. Η ίδια η ιδέα του “παρελθόντος”, όπως ανατροφοδοτείται μέσω της γνώσης των βιβλίων, συνιστά περιττό και επικίνδυνο βάρος – και γι’ αυτόν το λόγο θα ήταν καλύτερο να εξαλειφθεί. Δεν χρειάζεται πια το παρελθόν – μας βαραίνει, μας θλίβει, μας κουράζει. Αρκεί ένα μόνιμο παρόν, μπολιασμένο στην καθημερινή αποχαύνωση της τηλεόρασης και των μαγικών χαπιών έκστασης που προμηθεύει το ίδιο το κράτος στους πολίτες του. Και εδώ μπορούμε να υπενθυμίσουμε και τα λόγια του Μίλαν Κούντερα [στο “Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης”]: “ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη.”

Ο μεταπολεμικός κόσμος αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στις υποσχέσεις ενός περίλαμπρου μέλλοντος και στον φόβο μιας μαζικής καταστροφής. Η επεκτεινόμενη χρήση της τεχνολογίας για τις ανάγκες της καθημερινότητας σήμαινε ταυτόχρονα μία ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση από τα μέσα της. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που οι ιστορίες Επιστημονικής Φαντασίας των καιρών έθεσαν στο επίκεντρο της προβληματικής τους το θέμα της αναδυόμενης τεχνολογικής εποχής.

Στο βιβλιογραφικό ντεμπούτο του, “Player Piano”, δημοσιευμένο το 1952, o Κερτ Βόνεγκατ [Kurt Vonnegut] παρουσιάζει το καλογυαλισμένο πρόσωπο μιας κοινωνίας που αναδεικνύεται από τις στάχτες ενός νέου πολέμου – έναν πόλεμο στη διάρκεια του οποίου τα κυρίαρχα μέλη της κοινωνίας [οι διευθυντές, οι βιομήχανοι, οι μηχανικοί, οι ιδιοκτήτες καπιταλιστές] αναζήτησαν νέες παραγωγικές μεθόδους, ώστε να αντικαταστήσουν τα πλήθη των εργαζομένων που έλειπαν στον πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν μία ολοένα αυξανόμενη χρήση των μηχανών. Και όταν οι εργάτες είχαν πια επιστρέψει, διαπίστωσαν πως δεν ήταν πλέον αναγκαίοι: οι μηχανές έκαναν τη δουλειά γι’ αυτούς. Σαν να μην έφτανε αυτό, η ίδια η πολιτεία κατέληξε να χωριστεί σε δύο μέρη – από τη μία πλευρά ζουν οι προνομιούχοι και τα μηχανήματά τους… και από την άλλη οι εργατικές μάζες. Ο κόσμος που περιγράφει ο Βόνεγκατ, ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 50, θέτει το ζήτημα της αυτοματοποίησης στο επίκεντρό του – ένα ζήτημα που έμελλε να απασχολήσει πλήθος κοινωνιολογικών μελετών στις επόμενες δεκαετίες. Το κεντρικό ερώτημα που τίθεται θα μπορούσε να είναι το εξής: τι αξία αισθάνεται πως έχει ένας εργαζόμενος, όταν η κοινωνία τον καθιστά αχρείαστο;

Depressed workers in a dystopian society / Κατάθλιψη των εργαζομένων σε μια δυστοπία του μέλλοντος... ή στην σύγχρονη πραγματικότητά μας;

Η ανάδειξη της τεχνολογίας σήμαινε ταυτόχρονα την ολοένα αυξανόμενη προβληματική γύρω από το θέμα της τεχνητής νοημοσύνης. Περισσότερο όλων, ο συγγραφέας που εντρύφησε βαθύτερα στο θέμα ήταν ο Ισαάκ Ασίμοφ [Isaac Asimov]. Τα έργα του Ασίμοφ δεν συνιστούν δυστοπίες – οι φουτουριστικές κοινωνίες που περιγράφει μοιάζουν τόσο ρεαλιστικές, ως και στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, που θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε και ως “κοινωνιολογία του μέλλοντος”. Συνυπάρχουν τα σπέρματα τόσο της δυστοπίας, όσο και της ουτοπίας – εν τέλει, εναπόκειται στον άνθρωπο και τις επιλογές του προς ποια κατεύθυνση θα πάει.

Ο Ασίμοφ δεν χρωματίζει με τόνους άσπρου και μαύρου. Τα ρομπότ στον κόσμο του Ασίμοφ δεν αποτελούν απειλή για τον άνθρωπο – αρκεί ο ίδιος ο άνθρωπος να το συνειδητοποιήσει και να τα χρησιμοποιήσει προς όφελος των αληθινών αναγκών του. Μα όσο και αν προοδεύει τεχνολογικά ο κόσμος, η δεισιδαιμονία, ο φόβος και οι διακρίσεις παραμένουν. Σε έναν τέτοιο κόσμο, τα δημιουργήματα του ανθρώπου καταλήγουν να γίνουν ωριμότερα και από τον ίδιο το δημιουργό τους. Ένας δημιουργός που αποξενώνεται από τα δημιουργήματα των χεριών του – και επιλέγει να υψώσει θεόρατες γυάλες που χωρίζουν τον κόσμο των μεν από τον κόσμο των δε. Πολιτείες ολόκληρες (κάποιες σε ξεχωριστούς πλανήτες) αποξενωμένες η μία από την άλλη. Πολιτείες που φοβούνται το φως του ήλιου και έχουν συνηθίσει τόσο στην κλειστότητά τους, που φτάνουν να αποφεύγουν την έκθεση σε κάθε ανοιχτό χώρο. Άνθρωποι που καταλήγουν να επικοινωνούν μεταξύ τους μόνο μέσω ψηφιακών μέσων – αποφεύγοντας κάθε πραγματική επαφή. Δεν χωράει καμία αμφιβολία: τα δυστοπικά στοιχεία στο έργο του Ασίμοφ δεν οφείλονται στην τεχνολογία, αλλά στην ανθρώπινη προκατάληψη και τον φόβο.

I, Robot, by Isaac Asimov, book cover / Εγώ, το Ρομπότ, του Ισαάκ Ασίμοφ

Τα ρομπότ στον κόσμο του Ισαάκ Ασίμοφ / Robots in Isaac Asimov's books

Δυστοπικό μυθιστόρημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ο “Άρχοντας των Μυγών” [“Lord of the Flies”] του William Golding. Όπως όλα τα έργα του είδους, έτσι κι σ’ αυτό παρουσιάζεται μία εναλλακτική μορφή κοινωνίας. Εδώ όμως δεν θα βρεις γκρίζες πολιτείες με θεόρατα κτίρια που φτάνουν ως τον ουρανό, τεχνολογικούς ανθρώπους και αστυνομοκρατούμενα κράτη… Η κοινωνία που περιγράφει ο Γκόλντινγκ οικοδομείται σε ένα έρημο νησί – και οι οικοδόμοι της είναι μια συντροφιά παιδιών που έμειναν ναυαγοί και καλούνται να οικοδομήσουν μια κοινωνία από το μηδέν… Όπως συμβαίνει στην πλειοψηφία των δυστοπικών μυθιστορημάτων, η εξέλιξη της ιστορίας δεν χαρακτηρίζεται από την αισιοδοξία της όσο αφορά την ανθρώπινη φύση – και φανερώνεται για άλλη μία φορά πως η δυστοπία είναι παιδί του 20ου αιώνα. Μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικό αφιέρωμα που έγραψα για τον “Άρχοντα των Μυγών” εδώ.

Στα πιο ξακουστά μυθιστορήματα δυστοπίας των τελευταίων δεκαετιών ανήκει το “The Handmaid’s Tale” της Margaret Atwood – δημοσιευμένο το 1985 και μεταφρασμένο στα ελληνικά ως “Η Ιστορία της Πορφυρής Δούλης”. Η ιστορία εξελίσσεται σε ένα όχι πολύ μακρινό μέλλον, όπου το κοινοβουλευτικό πολίτευμα έχει καταλυθεί από μία ολοκληρωτική στρατιωτική θεοκρατία. Νομιμοποιώντας την εξουσία του από μία ιδιόμορφη ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης, το νέο καθεστώς οικοδομεί σταδιακά ένα νέο μοντέλο κοινωνικής ιεραρχίας – και στην αναδυόμενη θεοκρατική τάξη πραγμάτων δεν υπάρχει ασφαλώς χώρος για ανθρώπινα δικαιώματα.

Περισσότερο όλων πλήττονται οι γυναίκες – στις οποίες πλέον δεν επιτρέπεται να διαβάζουν, να γράφουν, ή να διαθέτουν περιουσία. Θεοκρατία στο πνεύμα της Παλαιάς Διαθήκης συνεπάγεται και επιστροφή στην απόλυτη πατριαρχία: η γυναίκα μετατρέπεται εκ νέου σε αντικείμενο και ιδιοκτησία των προνομιούχων αρρένων ιδιοκτητών. Μεταξύ άλλων, η ολοένα αυξανόμενη περιβαλλοντική καταστροφή έχει πλήξει σοβαρά το επίπεδο γονιμότητας των γυναικών και ελάχιστες, ανάμεσά τους, φέρουν την ικανότητα να κάνουν παιδιά. Σε έναν τέτοιο κόσμο η διαδικασία γέννησης και ανατροφής των παιδιών δεν ανήκει πλέον στις ίδιες τις μητέρες, μα στο θεοκρατικό κράτος.

The Handmaid's Tale by Margaret Atwood

Κι αν ιστορίες σαν αυτήν φαντάζουν υπερβολικές σε κάποιους, η Margaret Atwood είχε δηλώσει πως “δεν περιγράφω τίποτα, που να μην έχει συμβεί, σε κάποιο μέρος.” Όπως αναφέραμε ήδη, χαρακτηριστικό κάθε σοβαρής δυστοπίας είναι η προβολή της ίδιας της πραγματικότητας που ζούμε, εξωθημένης στα άκρα. Το βιβλίο γράφτηκε καταμεσής της δεκαετίας του 80, στα χρόνια της προεδρίας του του Ronald Reagan και του ολοένα αυξανόμενου συντηρητικού πνεύματος που καταλάμβανε τις ΗΠΑ – ένα πνεύμα που συνόδευσε την αναβίωση άφθονων θρησκευτικών και φονταμενταλιστικών ομάδων, σε συνδυασμό με τη σκληροπυρηνική νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική. Μένει στον αναγνώστη να συλλογιστεί κατά πόσο έχει ενισχυθεί αυτό το πνεύμα στις μέρες μας.

Μεταξύ των πολλών ακόμα σημαντικών έργων που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, να σταθούμε στον “Νευρομάντη” του William Gibson – το έργο που έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της κυβερνοπάνκ αισθητικής, και στο “Περί Τυφλότητος” του Ζοζέ Σαραμάγκου [José de Sousa Saramago]. Στο δεύτερο περιγράφεται η σταδιακή ανάδειξη μιας νέας μορφής κοινωνίας, στην οποία το σύνολο του πληθυσμού, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, έχουν χάσει την όρασή τους. Μπορείτε να διαβάσετε αναλυτική παρουσίασή μου στο “Περί Τυφλότητος” εδώ.

Η καταγραφή μας ασφαλώς θα μπορούσε να συνεχίσει για πολύ, παραθέτοντας πλήθος ακόμα βιβλίων. Μεταξύ τους ξεχωρίζουν έργα που έγιναν διάσημα από τις κινηματογραφικές τους μεταφορές, όπως “Το Κουρδιστό Πορτοκάλι” του Άντονι Μπέρτζες [Anthony Burgess], το “Ηλεκτρικό Πρόβατο” [“Do Androids Dream of Electric Sheep?”] του Philip K. Dick και “Τα Παιδιά των Ανθρώπων” [“Children of Men”] του P.D. James. Για τα συγκεκριμένα έργα θα μιλήσουμε στο ακόλουθο, δεύτερο μέρος της παρουσίασης – όπου εγκαταλείπουμε τις σελίδες του βιβλίου και μεταφερόμαστε σε κάποια καταχωνιασμένη κινηματογραφική αίθουσα…

Κλώνοι σε μια δυστοπία του μέλλοντος / March of clones in a dystopian society

Β μέρος: Η Δυστοπία στον Κινηματογράφο μέσα από 23 ταινίες

Metropolis [1927] – το αρχέτυπο κάθε δυστοπικού φιλμ και ένα από τα σημαντικότερα κινηματογραφικά επιτεύγματα των καιρών του. Σκηνές όπως η εμβληματική απεικόνιση του διαχωρισμού των τάξεων στην κοινωνία του μέλλοντος – με τους προνομιούχους να ζουν ελεύθερα στις κορυφές των κτιρίων και τις μάζες των εργαζομένων να δουλεύουν σαν άβουλα ρομπότ στις βάσεις -, ή η περίφημη κατασκευή της τεχνητής γυναίκας από τον Φρανκενστάιν του μέλλοντος, έχουν χαραχτεί στο συλλογικό ασυνείδητο της κινηματογραφικής φαντασίας. Το επίτευγμα του Fritz Lang και της Thea von Harbou θα υποκινεί πάντα συζητήσεις σε κινηματογραφόφιλους και μη: για τις διαχρονικές του εικόνες, για το αμφιλεγόμενό του μήνυμα [όπου επικρατεί η ιδέα της συμφιλίωσης ανάμεσα στους εργάτες και το κεφάλαιο], για το γεγονός πως, εν τέλει, έμεινε ανολοκλήρωτο.

Μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικότερη παρουσίαση στο “Metropolis” και τον Γερμανικό Εξπρεσιονισμό σε αυτό το αφιέρωμά μου.

Το ρομπότ-γυναίκα στο Μητρόπολις του Φριτς Λανγκ / Female robot in Metropolis by Fritz Lang

Οι μάζες των εργατών στο Μετρόπολις / Workers in Fritz Lang's Metropolis

Η κυκλώπεια αρχικτεκτονική στο Μετρόπολις / Architecture in Fritz Lang's Metropolis film

The Crowd [1928] – Δύο σύντομα λόγια για το “Πλήθος” του King Vidor. Πρώτον, συνιστά μία από τις κορυφαίες ταινίες στην ιστορία του βωβού κινηματογράφου. Δεύτερον, ΔΕΝ είναι δυστοπία. Κάθε άλλο – η πραγματικότητα που απεικονίζει αφορά την σύγχρονη κοινωνία της εποχής του. Για ποιο τότε λόγο συμπεριέλαβα την ταινία; Διότι, απλά, φέρει μέσα της τους σπόρους κάθε δυστοπικού φιλμ. Εδώ βρίσκονται όλα: η αποξενωτική κοινωνία, η αλλοτρίωση της εργασίας, η μάζα που αδιαφορεί, η μετατροπή του ανθρώπου σε εξάρτημα μιας πελώριας κοινωνικής πραγματικότητας που τον ξεπερνά. Ο αγώνας του απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα – και η παραδοχή της μικρότητάς του.

Δείτε το “Πλήθος”. Παραμένει τρομακτικά επίκαιρο.

Σκηνή από το Πλήθος του King Vidor / The Crowd by King Vidor

The Trial [1962] – Ανάμεσα στα λιγότερο γνωστά διαμάντια που σκηνοθέτησε ο Όρσον Ουέλς, η “Δίκη” μετουσιώνει σε εικόνα τον εφιαλτικό γραπτό κόσμο του Φραντς Κάφκα. Έναν κόσμο στον οποίο ο ανώνυμος πρωταγωνιστής μοιάζει παραδομένος σε δυνάμεις που βρίσκονται διαρκώς πέρα από τον έλεγχό του. Έναν κόσμο στον οποίο φταις, δίχως να γνωρίζεις γιατί φταις. Έναν κόσμο στον οποίο το ερώτημα “γιατί;” μοιάζει να συνιστά το μεγαλύτερο έγκλημα όλων.

Σκηνή από τη Δίκη του Όρσον Ουέλς, μεταφορά του βιβλίου του Φραντς Κάφκα / A scene from The Trial film, by Orson Welles

Alphaville [1965] – Η νουάρ δυστοπία του Jean-Luc Godard. Ένα ολοκληρωτικό καθεστώς παραδομένο στη λογική και την επιστήμη, όπου ένας υπερ–υπολογιστής, ο Alpha–60, ηγεμονεύει υπέρ πάντων. Ένας κόσμος στον οποίο οι λέξεις εξαφανίζονται ανά τακτά διαστήματα και μαζί με τις λέξεις χάνεται και η σημασία τους: λέξεις που παραπέμπουν σε συναισθήματα, ποιητικές–αφηρημένες έννοιες ή ακόμα και η λέξη “γιατί;”. Περιττές λέξεις για έναν κόσμο στον οποίο τα πάντα οφείλουν να λειτουργούν τέλεια. Ένας κόσμος στον οποίο όσοι δεν προσαρμόζονται καλούνται να αυτοκτονήσουν – εναλλακτικά, τους εξοντώνουν.

Το σενάριο της ταινίας περιλαμβάνει ορισμένες από τις καλύτερες ατάκες που έχουμε δει σε δυστοπικό φιλμ, ενώ η επιβλητική νυχτερινή ατμόσφαιρά της σε μεταφέρει στον κόσμο του μέλλοντος, δίχως να περιλαμβάνει ούτε μια σκηνή με ειδικά εφέ.

Οι πρωταγωνιστές του Alphaville του Jean-Luc GodardAlphaville by Jean-Luc Godard, quote

Fahrenheit 451 [1966] – Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Ρέι Μπράντμπερι, η κινηματογραφική μεταφορά του François Truffaut διαφοροποιεί αρκετά από τα επιμέρους στοιχεία του βιβλίου – διατηρώντας όμως άθικτο τον πυρήνα. Πως θα αντιδρούσαμε άραγε αν ζούσαμε σε μια κοινωνία, στην οποία το κάψιμο των βιβλίων συνιστούσε μέρος της καθημερινότητας; – κατά τον ίδιο τρόπο που αναλαμβάνουν τα δημοτικά συνεργεία καθαριότητας να καθαρίσουν τους δρόμους;

Και αν δεν αντιδρούσαμε; Αν το θεωρούσαμε απολύτως φυσιολογικό και αναγκαίο;…

Fahrenheit 451, film poster / Αφίσα της ταινίας Φαρενάιτ 451

Fahrenheit 451 book burning / Κάψιμο βιβλίων, σκηνή από το Φαρενάιτ 451

Ο Πλανήτης των Πιθήκων [1968] – Ένα κλασικό έργο που θα μπορούσε να συνιστά μια ιδιόμορφη περιπέτεια σε ένα εξωτικό εξωγήινο περιβάλλον – ένα περιβάλλον στο οποίο οι πίθηκοι έχουν αντικαταστήσει τους ανθρώπους, αντιστρέφοντας τους ρόλους, αντιμετωπίζοντας τους δεύτερους σαν αξιοπερίεργα ζώα. Μα η εξέλιξη της ταινίας αφήνει να εννοηθεί πως δεσπόζει κάτι βαθύτερο πίσω από την επιφάνεια. Το περιβόητο τέλος δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβήτηση: δεν υπάρχει μεγαλύτερη απειλή για τη φύση και τον κόσμο από τον ίδιο τον άνθρωπο. Το μοναδικό ον που είναι ικανό, καταστρέφοντας το περιβάλλον του, να καταστρέψει και τον ίδιο τον εαυτό του.

Σκηνή από τον Πλανήτη των Πιθήκων / Planet of the Apes, 1968

A Clockwork Orange [1971] – Η περιβόητη δυστοπία του Stanley Kubrick, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Anthony Burgess. Στο επίκεντρο της ιστορίας δεσπόζει η βία: Η ατομική βία από τη μία πλευρά, η βία των θεσμών από την άλλη. Όταν ένα κράτος επιλέγει να εξαλείψει τις κοινωνικά αποκλίνουσες συμπεριφορές εφαρμόζοντας επιστημονικά πειράματα στα αποκλίνοντα μέλη του, δεν καταλήγει να υιοθετεί το ίδιο το πρόσωπο της βίας που επιθυμεί να εξαλείψει;

Περισσότερα για το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» και τις ταινίες του Στάνλεϊ Κιούμπρικ μπορείτε να διαβάσετε σε αυτό εδώ το αφιέρωμά μου.

A Clockwork Orange, by Anthony Burgess book cover / Το Κουρδιστό Πορτοκάλι, εξώφυλλο του βιβλίου

Stalker [1979] – “Κάποτε το μέλλον ήταν απλά μία συνέχεια του παρόντος. Όλες οι αλλαγές που έφερνε έμοιαζαν να βρίσκονται πέρα απ’ τον ορίζοντα. Τώρα όμως, το μέλλον είναι μέρος του παρόντος.” Και με τα λόγια αυτά του Συγγραφέα, ο Αντρέι Ταρκόφσκι στο τελευταίο του σοβιετικό φιλμ λίγο-πολύ συνοψίζει το κεντρικό νόημα της δυστοπίας. Το μέλλον βρίσκεται διάσπαρτο, εδώ και εκεί, καταμεσής του παρόντος – και μένει στον συγγραφέα να ενώσει τα κομμάτια και να ερμηνεύσει το νόημά τους. Ένα νόημα που θα μπορούσε να μοιάζει σαν την μυστήρια εκείνη “Ζώνη” που δεσπόζει στο επίκεντρο του έργου: ένας τόπος που υπόσχεται να πραγματοποιήσει τις πιο απόκρυφες επιθυμίες σου. Ένας τόπος απαγορευμένος από την κρατική εξουσία. Ένα αινιγματικό περιβάλλον που ξετυλίγει υπνωτικά το πέπλο του, παρασέρνοντάς μας βαθύτερα στον ίδιο τον πυρήνα μιας γεωγραφικής Ζώνης – θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς οι ίδιοι στο βάθος της φύσης μας.

Σκηνή από το Stalker του Ταρκόφσκι / Andrei Tarkovsky's Stalker quoteΣκηνή από το Stalker του Ταρκόφσκι / Andrei Tarkovsky's Stalker quote

Escape from New York [1981] – Μεταβαίνουμε στη δεκαετία του 80 με ένα από τα κλασικότερα φιλμ του Τζων Κάρπεντερ. Σ’ ένα όχι πολύ μακρινό μέλλον το Μανχάταν της Νέας Υόρκης έχει μετατραπεί σε μια πελώρια φυλακή, όπου στοιβάζονται κατά χιλιάδες οι παράνομοι. Και η πολιτεία έξω και πέρα από τη φυλακή; Ένας σκοτεινός, χαώδης κόσμος, παραδομένος στις δυνάμεις της νύχτας. Από τη μία η απόλυτη καταστολή και από την άλλη το απόλυτο χάος –δρώντας συμπληρωματικά το ένα στο άλλο, θυμίζοντάς μας πως αυτή ακριβώς υπήρξε πάντα η ουσία τους. Όσο ενισχύεται η μία πλευρά, αντίστοιχα ενδυναμώνεται η άλλη.

Blade Runner [1982] – το φιλμ που έθεσε το πρότυπο για κάθε μεταγενέστερο δυστοπικό έργο, βασισμένο κι αυτό με τη σειρά του σε μυθιστόρημα του Philip K. Dick [“Do Androids Dream of Electric Sheep”, μεταφρασμένο στα ελληνικά ως “Το Ηλεκτρικό Πρόβατο”]. Στον κόσμο του Blade Runner οι τεχνητά κατασκευασμένοι άνθρωποι [επονομαζόμενοι “ρέπλικες”] είναι σχεδόν αδύνατο πια να διαχωριστούν από τους κανονικούς ανθρώπους. Τα όρια μοιάζουν ρευστά, ευμετάβλητα – και μαζί με αυτά το ερώτημα γύρω από την ουσία της “ανθρώπινης φύσης”. Αν η αίσθηση μοναξιάς, η αναζήτηση κάποιου νοήματος και ο υπαρξιακός σπαραγμός χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη κατάσταση – και αν στον δρόμο αυτής της αναζήτησης οι διαχωρισμοί ανάμεσα σε φυσικό και τεχνητό χάνουν πια τη σημασία τους – τότε, πες μου, πού αρχίζει και πού τελειώνει η ανθρώπινή μας φύση;

Μεταξύ άλλων, το Blade Runner έθεσε το πρότυπο της κυβερνοπάνκ αισθητικής στον κινηματογράφο: Υγροί πυκνοκατοικημένοι δρόμοι, φωτεινές επιγραφές νέον, ασιατικές αποχρώσεις, νουάρ ατμόσφαιρα – ενώ οι γκρίζοι χαρακτήρες του έργου μοιάζουν να επικυρώνουν τόσο τις νουάρ ρίζες του, όσο για τη φιλοσοφία του: πού θέτουμε τελικά τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην τεχνολογία και τη φύση, τη μηχανή και τον άνθρωπο, την ψυχή και το σώμα;

Πανοραμική σκηνή από το Blade Runner / City scene in Blade Runner film

Do Androids Dream Of Electric Sheep, book cover

1984 – η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Όργουελ δεν θα μπορούσε να απουσιάζει. Εκείνο που τρομάζει περισσότερο στον κόσμο του Μεγάλου Αδελφού δεν είναι ο ολοκληρωτικός έλεγχος στις ζωές και την καθημερινότητα των ανθρώπων – δεν είναι η διαρκής προπαγάνδα όσο αφορά την αξία του πολέμου και τη σπουδαιότητα της κοινωνικής συναίνεσης απέναντι στον κοινό εχθρό – δεν είναι ούτε η τρομακτική απαλοιφή των λέξεων και η διαρκής επανερμηνεία της ιστορίας. Όχι. Το πιο τρομακτικό στον κόσμο του Μεγάλου Αδερφού είναι πως απέναντι σε μία τέτοια κοινωνική πραγματικότητα οι πολίτες πια δεν αντιδρούν. Μαθαίνουμε όχι μόνο να την αποδέχονται, μα και να την αγαπούν ως έχει.

Brazil [1985] – παίρνουμε τα μυθιστορήματα του Φραντς Κάφκα, κάποιες δόσεις από το “1984”, και προσθέτουμε άφθονες πινελιές σουρεαλιστικού χιούμορ – δίχως όμως να χάνουμε το κεντρικό τους νόημα. Κάπως έτσι προκύπτει το “Brazil” του Terry Gilliam. Ένα έργο που μας αποκαλύπτει τις πιθανές συνέπειες μιας ακραία γραφειοκρατούμενης κοινωνίας στη ζωή ενός ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ [Max Weber], η γραφειοκρατία συνιστά την απόλυτη μορφή εξορθολογισμού μιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Μα στον κόσμο του Τέρι Γκίλιαμ δεν συναντούμε κανέναν ορθολογισμό – αλλά το ακριβώς αντίθετο. Πώς να αποδράσεις από τα γρανάζια μιας πελώριας κρατικής μηχανής, που στο όνομα της λειτουργικότητας εγκατέλειψε κάθε ίχνος λογικής; Μοιάζει σαν ένα μικρό παιδί να έχει παραδοθεί στον παράλογα εξορθολογισμένο κόσμο των ενηλίκων. Ίσως τελικά ο μόνος δρόμος που απομένει να είναι εκείνος της φαντασίας και του ονείρου.Εκείνη ακριβώς τη φαντασία και εκείνα ακριβώς τα όνειρα που μας τρέφουν όταν είμαστε μικροί – και τοποθετούμε στο περιθώριο όταν μεγαλώνουμε και μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε “λογικά”.

Plastic surgery in Brazil by Terry Gilliam, a scene from the film / Πλαστική χειρουργική στο Μπραζίλ του Τέρι Γκίλιαμ

Akira [1988] – Είναι δύσκολο να συνοψίσω σε λίγες μόνο γραμμές τη σημασία του “Akira”. Πρόκειται για το φιλμ που ανέδειξε τα ιαπωνικά anime ως μία από τις σημαντικότερες νέες κινηματογραφικές εκφάνσεις των καιρών τους και τα εκτόξευσε σε δημοτικότητα στις χώρες της Δύσης. Σε αισθητικό επίπεδο, έθεσε την τελική σφραγίδα στο κυβερνοπάνκ σύμπαν που είχε οριοθετήσει ο William Gibson [στον “Νευρομάντη”] και είχε επιχρωματίσει το “Blade Runner”. Σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, τοποθετούσε στο επίκεντρο της ιστορίας το ζήτημα της αλόγιστης δύναμης, τα όρια της ανθρώπινης επεκτατικότητας απέναντι στο περιβάλλον, τον τρόμο της πυρηνικής καταστροφής. Σε ιστορικό επίπεδο, έχτιζε στις βάσεις ενός διχασμένου μεταπολεμικού ιαπωνικού κόσμου. Τέλος, σε ψυχολογικό επίπεδο, συζητούσε για τη φιλία ανάμεσα σε δυο νεαρούς ανθρώπους που αναγκάζονται να τεθούν αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο. Και υπενθύμιζε την αξία μιας κάποιας χαμένης παιδικότητας.

Akira, anime film poster depicting the end of the world / Το τέλος του κόσμου στην αφίσα του Ακίρα

Σκηνή καταστροφής στο Ακίρα / City destruction in Akira anime

Total Recall [1990] – βασισμένο σε σενάριο του Philip K. Dick. Επανερχόμαστε στο θέμα της εικονικής πραγματικότητας – και στη δυνατότητα μελλοντικών εταιρειών να εμφυτεύουν αναμνήσεις και όνειρα στη σκέψη μας. Η εμφύτευση μπορεί να φτάνει σε βαθμό τέτοιο, ώστε να καταλήγουμε να οικοδομούμε εικονικές προσωπικότητες – και να χανόμαστε τελικά μέσα τους. Αν το καλοσκεφτούμε, δεν είναι λίγες οι τάσεις φυγής στους καιρούς μας και η ακόλουθη αναζήτηση εικονικών περιβάλλοντων. Η “Ολική Επαναφορά” εξωθεί απλά αυτή την τάση στο λογικό της άκρο – και περιλαμβάνει παρεμπιπτόντως το κορυφαίο “screw you!” στην ιστορία του κινηματογράφου.

Ghost in the Shell [1995] – Αναμφίβολα ένα από τα κορυφαία anime φιλμ που έχουν δημιουργηθεί ως τώρα, το έργο του Masamune Shirow αποκαλύπτει μια κοινωνία στην οποία η κυβερνητική τεχνολογία έχει κατορθώσει να αντικαθιστά μέρος (ή ολόκληρο) του ανθρώπινου σώματος με τεχνολογικά εμφυτεύματα – φτάνοντας ως τον ίδιο τον εγκέφαλο. Σ’ έναν τέτοιο κόσμο σκοτεινές συνομωσίες εξυφαίνονται υπό τη δράση εξελιγμένων χάκερς, που καταλήγουν να διεισδύουν στους κατασκευασμένους εγκεφάλους των ανθρώπων και να κατευθύνουν τη μνήμη και την προσωπικότητά τους.

Και εδώ ανακύπτει το ερώτημα που δίνει τον τίτλο του στον έργο: καταμεσής τόσης τεχνολογίας, στα πλήθη των κατασκευασμένων πια ανθρώπων, απομένει πια χώρος για εκείνο το βαθιά προσωπικό «φάντασμα στη μηχανή»;

Scene from Ghost in the Shell anime film

Gattaca [1997] – πόσο τελικά προσδιοριζόμαστε από το γενετικό και βιοχημικό υλικό μας; Πόσο μας καθορίζει; Μπορούμε να μιλάμε για “ανώτερους” και “κατώτερους” ανθρώπους βασισμένοι απλά και μόνο στην ποιότητα του προσωπικού τους DNA; Και αν η γενετική επιστήμη του μέλλοντος έχει φτάσει να διαχωρίζει τους ανθρώπους σε γενετικά ανώτερες και κατώτερες κάστες – δεν θα μιλούσαμε για τον απόλυτο επιστημονικό ολοκληρωτισμό; Αξίζει εδώ να θυμίσουμε την υποτιθέμενη επιστήμη της “ευγονικής” που πάσχιζε να διαχωρίσει τις “βιολογικά ανώτερες” φυλές από τις κατώτερες – και είχε τόση πέραση στις αρχές του εικοστού αιώνα και στους συμπαθούντες ιδεολόγους του ναζισμού.

The Matrix [1999] – Αναμφισβήτητα ένα από τα κορυφαία δυστοπικά φιλμ όλων των εποχών – αναφέρομαι πάντα στο πρώτο μέρος. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας σύντομα συνειδητοποιεί πως η “πραγματικότητα” που θεωρούσε δεδομένη συνιστά μία κατασκευή – ένα παραπέτασμα διαμορφωμένο ώστε να αποκρύβει την τρομακτική αλήθεια που υποβόσκει. Το φιλμ γεννάει σημαντικά ερωτήματα γύρω από τη φύση της “αλήθειας”, την πρόσληψή της, τον ρόλο της “κανονικότητας” ως συγκάλυψη. Μοιάζει λες και ξυπνάς από κάποιο όνειρο – και διερωτάσαι αν τελικά θα ήταν καλύτερο να συνεχίσεις να κοιμάσαι ή όχι.

Η πραγματικότητα πίσω από το Μάτριξ σε σκηνή απ' την ταινία / Reality behind the Matrix, scene from the movie

The Matrix wall / Ο ψηφιακός τοίχος του Μάτριξ

A.I. Artificial Intelligence [2001] – Στο επίκεντρο της ιστορίας συναντούμε ένα αγόρι, προϊόν της τεχνητής νοημοσύνης, προγραμματισμένο να αισθάνεται αγάπη. Ρόλος του είναι να αντικαταστήσει το αληθινό παιδί μιας μητέρας, το οποίο βρίσκεται σε κώμα. Αμέσως γεννάται το ερώτημα: Μπορούμε να μιλάμε για “αισθήματα” σε ένα τεχνητά κατασκευασμένο ον; – και ποια είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ εκείνου και των “κανονικών” ανθρώπων;

Minority Report [2002] – ένα μέλλον στο οποίο η τεχνολογία φτάνει να προβλέπει τις μελλοντικές πράξεις των ανθρώπων. Σκέψου η συγκεκριμένη τεχνολογία, λοιπόν, να βρίσκεται στα χέρια της αστυνομίας. Οδηγούμαστε σε μία κοινωνία μεγαλύτερης ασφαλείας; – ή σε μια κοινωνία απόλυτης καταστολής;

V for Vendetta [2005] – Βασισμένο στο περίφημο graphic novel του Alan Moore, παρουσιάζοντας μία Βρετανία παραδομένη στον απόλυτο ολοκληρωτισμό – και μία μυστήρια μασκοφορεμένη φιγούρα δίχως όνομα, που έχει σκοπό να θερίσει τους σπόρους της αναρχίας και να υπενθυμίσει στη σιωπηλή πλειοψηφία του λαού πως είναι υπεύθυνοι για τις επιλογές τους. Πως η “κοινωνία” ανήκει πρώτα σε αυτούς και μετά στο κράτος – πως η “κοινωνία” ΕΙΝΑΙ αυτοί οι ίδιοι.

Εικόνα από το V For Vendetta του Άλαν Μουρ / Panel from V For Vendetta by Alan Moore

Children of Men [2006] – Σκέψου έναν κόσμο στον οποίο δεν γεννιούνται πια παιδιά. Έναν κόσμο που γυροφέρνουν οι ενήλικες, άγονοι σαν στέρφα γη, γνωρίζοντας πως είναι καταδικασμένοι να χαθούν στη λήθη. Έναν κόσμο παραδομένο στον πόλεμο, τη βία, την καταστολή, τον αποκλεισμό, το χάος. Έναν κόσμο όπου αστυνομοκρατούμενα κράτη επιδιώκουν να ελέγχουν κάθε πλευρά της γεννητικότητας των πολιτών, υποχρεώνοντας τους νεότερους σε ελέγχους γονιμότητας και εξωθώντας τους ηλικιωμένους σε “εθελοντικές” αυτοκτονίες. Τι αξία μπορεί να έχει ένα παιδί που γεννιέται ξαφνικά σε έναν κόσμο σαν αυτόν; Τι σημασία να έχει ένα τόσο δα βλαστάρι που φυτρώνει καταμεσής της ερήμου; Θα δίναμε τη ζωή μας για να διασφαλίσουμε την επιβίωσή του; Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του P.D. James.

Σκηνή από την ταινία Τα Παιδιά των Ανθρώπων / Children of Men movie still

WALL-E [2008] – Μία διαφορετική, περισσότερο χιουμοριστική ματιά στην κοινωνία του μέλλοντος – όχι λιγότερο επίκαιρη όμως. Μέσα από τα μάτια ενός συμπαθέστατου ρομπότ παρακολουθούμε μία πιθανή εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, κατά την οποία έχουν όλοι μετατραπεί σε τρυφηλά, βαρεμένα παχύδερμα, υπόδουλοι των οθονών και έρμαια του φαστ φουντ. Κοινωνία του μέλλοντος είπατε;

Fat people - a scene from WALL-E

Αστακός [2015] – στον απολαυστικά παράδοξο “Αστακό” ο Γιώργος Λάνθιμος μας μεταφέρει σε ένα μυστήριο Ξενοδοχείο, όπου οι κάτοικοί του είναι υποχρεωμένοι να ζευγαρώνουν εντός 45 ημερών – αλλιώς μεταμορφώνονται σε ζώα. Πέρα και έξω από το Ξενοδοχείο ζουν οι “άγριοι”: απομονωμένοι, κατατρεγμένοι και ελεύθεροι. Μεταξύ των πολλών ερωτημάτων που θα μπορούσε να γεννήσει η ταινία είναι και αυτό: Τι γίνεται όταν ο έρωτας, η κατεξοχήν φυσική ενόρμηση, περιχαρακωθεί στα ασφυκτικά όρια των συμβάσεων μιας κοινωνίας; Πόσο ζει τον έρωτα κάποιος που παραδίδεται σε αυτές τις συμβάσεις; – πόσο περιθωριοποιεί τον εαυτό του κάποιος που επιλέγει να ζήσει πέρα από αυτές;

Επίμετρο. Συμβουλές του παππού

Κάπου εδώ επιλέγω να δώσω ένα τέλος στο αφιέρωμά μας. Ασφαλώς θα μπορούσαμε να πούμε πολλά ακόμη – μα ενδεχομένως να το κάνουμε κάποια άλλη στιγμή. Οι δυστοπίες δεν εξαντλούνται στα έργα και τα βιβλία που ανέφερα και η παρουσίαση θα μπορούσε κάποια μέρα να συνεχιστεί. Επιγραμματικά αναφέρω τηλεοπτικές σειρές όπως το “Black Mirror” (κάποια επεισόδια του οποίου είναι ανατριχιαστικά επίκαιρα) και τη «Ζώνη του Λυκόφωτος» (η πρώτη τηλεοπτική σειρά που έθιξε το ζήτημα της δυστοπίας), ενώ μπορούμε να αναφερθούμε και σε περίφημες σειρές βιντεοπαιχνιδιών, όπως το “Final Fantasy VII” (που θίγει πετυχημένα το ζήτημα της ολοκληρωτικής κυριαρχίας πάνω στη φύση και τον άνθρωπο) ή το “Fallout” (που εξελίσσεται σε έναν μετά-αποκαλυπτικό κόσμο). Και μια που μιλάμε για μετά-αποκαλυπτικούς κόσμους, αξίζει να αναφερθώ και στην κινηματογραφική σειρά του “Mad Max” – α, θα μπορούσε να μην έχει τελειωμό η παρουσίαση.

Έγραψα το παρόν αφιέρωμα καταμεσής μιας δύσκολης περιόδου σε συλλογικό επίπεδο. Μία φράση τριβέλιζε στο νου μου τον περασμένο καιρό και μια σκοτεινή φαντασίωση τη συνόδευε: «η κοινωνία της αποστειρωμένης γυάλας». Πρόκειται για έναν υποτιθέμενο μελλοντικό κόσμο, στον οποίο καταλήγουμε να ζούμε κλειδαμπαρωμένοι σε γυάλινα κελιά, απομονωμένα το ένα από το άλλο, ασφαλείς από κινδύνους, με την εξασφάλιση που μας παρέχει ένα αστυνομικό κράτος, καλωδιωμένοι στις εικονικές φαντασιώσεις και τους συλλογικούς φόβους μας. Πέρα και μακριά από τη φύση, πέρα και μακριά απ’ τον συνάνθρωπο. Ένας κόσμος στον οποίο θα θριάμβευε ο σκληρότερος ατομικισμός και η ισχυρότερη απομόνωση. Ένας κόσμος που θρυμματίζει το αρχαίο όνειρο μιας ενωμένης ανθρωπότητας.

Με άλλα λόγια: μια δυστοπία.

Ασφαλώς δεν αναφέρομαι στις παρούσες συνθήκες και στην αναγκαιότητά τους, αλλά σε μια πιθανή μελλοντική παρεκτροπή, όταν με το καλό οι πανδημίες έχουν εξαλειφθεί – μα οι συνήθειες έχουν μείνει. Ας μην ξεχνούμε τον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο». Δεν είναι αναγκαίο να καταπιέζεις τους πολίτες ενός κράτους – αρκεί να τους μάθεις να αγαπούν την καταπίεσή τους.

Μα κάθε δυστοπία χρησιμεύει σαν προειδοποίηση – θέλω να πιστεύω πως είναι στο χέρι μας αν και πόσο θα εξελιχθούμε προς την κατεύθυνση μιας πιθανής δυστοπίας… ή κατά πόσο θα επαναφέρουμε στο προσκήνιο τη μεγαλύτερη και αρχαιότερη αδερφή της: την ουτοπία.

Απομόνωση του ανθρώπου στη δυστοπία του μέλλοντος / Man in a dystopian society

Κλείνω με ένα απόσπασμα από το «Φάρεναϊτ 451» του Ρέι Μπράντμπερι, σε μετάφραση Βασίλη Δουβίτσα – και μια φράση-σε-εικόνα από σκηνή του “Alphaville” του Ζαν Λυκ Γκοντάρ. Παρακαλώ κρατήστε το νόημά τους.

«Ο καθένας μας πρέπει να αφήνει κάτι πίσω του όταν πεθαίνει, έλεγε ο παππούς μου. Ένα παιδί ή ένα βιβλίο ή έναν πίνακα ή ένα σπίτι ή έναν χτισμένο τοίχο ή ένα ζευγάρι παπούτσια χειροποίητα. Ή έναν κήπο καλλιεργημένο. Κάτι που να το έπιασες με το χέρι σου, με όποιον τρόπο, έτσι ώστε η ψυχή σου να έχει κάπου να πάει ήταν πεθάνεις και όταν οι άνθρωποι κοιτάζουν εκείνο το δέντρο ή το λουλούδι που φύτεψες, να είσαι εκεί. Δεν έχει σημασία το τι κάνεις, έλεγε, παρά μόνο να αλλάζεις κάτι από αυτό που ήταν πριν το αγγίξεις σε κάτι που να σου μοιάζει αφότου το αφήσεις από τα χέρια σου. Η διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο που απλώς κουρεύει το γκαζόν και στον πραγματικό κηπουρό είναι στο άγγιγμα, έλεγε. Ο πρώτος θα μπορούσε και να μην ήταν εκεί καθόλου• ο κηπουρός θα είναι εκεί για πάντα.

» Ο παππούς μου μου έδειξε κάποτε ορισμένα φιλμάκια για τους πυραύλους V–2, που είχαν γυριστεί πριν από πενήντα χρόνια. Έχετε δει ποτέ το μανιτάρι της ατομικής βόμβας από ύψος τριακοσίων χιλιομέτρων; Είναι μια καρφίτσα. Ένα τίποτα. Με τόση ερημιά ολόγυρά του.

» Ο παππούς μου έβαλε εκείνο το φιλμάκι για τους πυραύλους V–2 καμιά δεκαριά φορές, ελπίζοντας ότι κάποια μέρα οι πόλεις μας θα γίνονταν πιο ανοιχτές και θα άφηναν περισσότερο χώρο για το πράσινο και τη γη και την ύπαιθρο, για να υπενθυμίζεται στους ανθρώπους ότι μας έχει παραχωρηθεί μόλις ένα μικρό μέρος πάνω στη Γη και ότι επιβιώνουμε σε εκείνη την ύπαιθρο που μπορεί να πάρει πίσω ό,τι έχει δώσει, και μάλιστα πολύ εύκολα, είτε φυσώντας την ανάσα της πάνω μας είτε στέλνοντας τη θάλασσα να μας πει ότι δεν είμαστε και τόσο μεγάλοι. Όταν ξεχνάμε πόσο κοντά είναι η ύπαιθρος τη νύχτα, έλεγε o παππούς μου, κάποια μέρα αυτή θα έρθει και θα μας σαρώσει, διότι θα έχουμε ξεχάσει πόσο φοβερή και πραγματική μπορεί να είναι. […]

» “Μισώ τον Ρωμαίο που τον λένε Στάτους Κβο!” μου έλεγε.

» Να έχεις τα μάτια σου ορθάνοιχτα, μου έλεγε, να ζεις σαν να επρόκειτο να πεθάνεις τα επόμενα δέκα δευτερόλεπτα. Να δεις τον κόσμο. Είναι πιο φανταστικός από οποιοδήποτε όνειρο έχεις κάνει ή πληρώσει ποτέ σε εργοστάσια. Μη ζητάς εγγυήσεις, μη ζητάς ασφάλεια, δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο ζώο. Κι ακόμα κι αν υπήρχε, θα σχετιζόταν με τη μεγάλη οκνηρία που κρέμεται από ένα δέντρο όλη μέρα κάθε μέρα, περνώντας όλη τη ζωή της κοιμώμενη. Στο διάολο να πάει αυτή, είπε, κούνα το δέντρο και πέτα κάτω τη μεγάλη οκνηρία».

Ένα αφιέρωμα στη δυστοπία και την ιστορία της που γράφτηκε από το Φονικό Κουνέλι αρχές Απριλίου του 2020.

Alphaville quote: Away, away says hate... Closer, closer, says love

Tags: , , , , , , , , , , ,

20 Responses

  1. Με την ευχή και την ελπίδα να εκτιμήσει ο κόσμος (ξανά) αυτά τα έργα. Στο μυαλό μου από τότε που ξεκίνησε ο “εγκλεισμός” μας γυρίζουν εικόνες από τα βιβλία του Ασίμωφ, όπου περιέγραφε πλανήτες τους κατοίκους να βρίσκονται μεταξύ τους μόνο για τον σκοπό της αναπαραγωγής, και τον υπόλοιπο χρόνο τους να τον περνούν σε μεγάλα σπίτια περιστοιχισμένοι από υπηρέτες-ρομπότ.

    Θέλω να πιστεύω ότι μέσα σε τόσο άσχημες εποχές, που η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει την εύπεπτη φαντασία-μυθοπλασία που μας είχαν βομβαρδίσει, θα βρεθεί η ευκαιρία για τέτοια κείμενα.
    Πολύ ωραίο κείμενο, σε ευχαριστούμε και να είσαι καλά 🙂

  2. Σάκης says:

    Υπέροχη παρουσίαση για λατρεμένα βιβλία και ταινείες!!! Η κομβική -για εμένα – φράση είναι της Margaret Atwood “δεν περιγράφω τίποτα ,που να μην έχει συμβεί σε κάποιο μέρος”. Ευχαριστώ φίλε για το αφιέρωμα!!!!!!!

    • Να ‘σαι καλά, Σάκη! ps – χαίρομαι που βρήκες τον τρόπο να σχολιάζεις στο σάιτ. Το κρατάω σαν ένα ελπιδοφόρο μήνυμα πως κάποια πράγματα μπορούν όντως να αλλάξουν προς το καλύτερο! 😉

  3. Stala says:

    Ξαφνικά έχω μια λιγούρα να δω ξανά το Μάτριξ ενώ στο κεφάλι μου μέσα παίζει το θεματάκι του Μπραζίλ…κάψαμε πάλι κύτταρα σήμερα,τέλεια ????????????

  4. Κωστής says:

    Εξαιρετικό κείμενο, τρομάζει και ανακινεί σκέψεις και συναισθήματα….

    Στο χέρι μας είναι να τα καταφέρουμε τώρα για το αύριο.

  5. Μαργαρίτα says:

    “Δεν είναι αναγκαίο να καταπιέζεις τους πολίτες ενός κράτους- αρκεί να τους μάθεις να αγαπούν την καταπίεσή τους.” Είναι τόσο τρομακτική σκέψη αυτή. Και ειδικά το ότι μπορεί ένα κράτος -και κάθε είδους εξουσία- να εκφοβίσει τους ανθρώπους που υπακούν σ’αυτό και να τους μάθει να αγαπούν και να υπερασπίζονται την καταπίεση ως μόνο μέσο ασφάλειας και ασπίδα σωτηρίας. Γιατί και για το κάθε ανθρώπινο υποκείμενο είναι δύσκολο να κρίνει πότε κάποιος περιορισμός είναι αναγκαίος -όπως στην σημερινή συγκυρία λόγου χάρη- και πότε κάποιος κυβερνών εκμεταλλεύεται τις ανθρώπινες ανάγκες και φοβίες του.
    Σε κάθε περίπτωση, ευχαριστώ πραγματικά για την παρουσίαση και πλούσια ανάλυση του υλικού, είναι κάτι τέτοια πόστ που αφυπνίζουν απ’ τον λήθαργο της καραντίνας και του φβ! Βιβλία και ταινίες για τις επόμενες μέρες: check.

    • Κι εγώ ευχαριστώ για το σχόλιο, Μαργαρίτα. Προσυπογράφω κάθε προβληματισμό σου. Καλές εξορμήσεις στον κόσμο των βιβλίων και των ταινιών!

  6. Vicky Dikaiakou says:

    Θα ήθελα ειλικρινά να σας δώσω συγχαρητήρια για το blog .
    Eιδικά το Matrix και το Κουρδιστό Πορτοκάλι είναι αγαπημένες μου ταινίες.
    Και αυτό το αφιέρωμα στις ταινίες δυστοπίας, όπως και πολλά άλλα σχετικά με τέχνες και μουσική είναι εξαιρετικά!
    Με έχουν βοηθήσει πολύ, εξ’αλλου πάνω σε διάφορες εργασίες μου.
    Καλό και το σαιτ του fbook, αλλά το blog , έχει κάτι από την χροιά του ” παλιού” βιβλίου…
    Ευχαριστώ!
    Vicky Dikaiakou.

    • Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, Βίκυ! Εννοείται συμφωνώ μαζί σου όσο αφορά τη διάκριση μεταξύ Blog και Facebook. Το δεύτερο εξυπηρετεί αποκλειστικά τον σκοπό της επαφής με τον κόσμο… μα όλη η ουσία και το περιεχόμενο βρίσκεται εδώ μέσα. Αυτό είναι και το “κεντρικό Λαγούμι”, εξάλλου. Και αυτή η παρομοίωση με το “παλιό βιβλίο” με ικανοποιεί ιδιαίτερα, όντας λάτρης των βιβλίων και της ατμόσφαιρας που δημιουργούν.

      Τους χαιρετισμούς μου!

  7. Σάκης says:

    Με αγάπη και αναμονή για την επόμενη προβολή ταινίας (δυστοπική – ουτοπική) σου εύχομαι τα καλύτερα! Πάντα εξαίρετες οι αναλύσεις σου.

  8. Μαργαριτα ΤΣΑΜΗ says:

    Αγαπημένο θέμα, τραγικά επίκαιρο, βαθιά ανθρώπινο. Μια εξαιρετική παρουσίαση! Ευχαριστώ!

  9. SoSta says:

    ε,λοιπον ,εχω μεινει αναυδος…η μονη φραση που μου ερχεται στο μυαλο ειναι,[[ζητησε το και θα σου δωθει]]…τι αρθρο ηταν αυτο…τι blog ειναι αυτο…νιωθω σαν ανθρωπος των σπηλαιων που ανακαλυψε την φωτια….σας ευχαριστω θερμα για ολα….

  10. Debbie says:

    Υπόκλιση.
    Για την οργάνωση και τον όγκο της πληροφορίας, τη διεισδυτική ματιά και -κυρίως- την επαγρύπνηση που μεταφέρει το αφιέρωμα.
    Ελπίδα vs δυστοπία : 1-0

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *