Φρανκενστάιν: Το τέρας στον καθρέφτη σου

Enter the rabbit's lair...

Ένα αφιέρωμα στον Φρανκενστάιν [Frankenstein], το περίφημο βιβλίο της Μαίρης Σέλλεϋ - παρουσίαση: το φονικό κουνέλι

«Όλοι οι άνθρωποι απεχθάνονται τα σιχαμερά πλάσματα• πόσο, λοιπόν, περισσότερο εμένα πρέπει να με απεχθάνονται, που είμαι ο πιο σιχαμερός από όλα τα άλλα ζωντανά πράγματα! Ακόμα και συ, ο πλάστης μου, με αποστρέφεσαι και με περιφρονείς, εμένα τα πλάσμα σου, που μ’ αυτό η τέχνη σου είναι δεμένη με δεσμά που λύνονται μονάχα με την εκμηδένιση κάποιου από μας τους δυο. Σκοπεύεις να με σκοτώσεις. Πως τολμάς να παίζεις έτσι με τη ζωή; […]

» Αχ, Φράνκενσταϊν, μην είσαι δίκαιος μ’ όλους τους άλλους και ποδοπατάς μονάχα εμένα, εμένα που η δικαιοσύνη σου κι ακόμα η καλοσύνη σου και η στοργή σου είναι ό,τι μου χρειάζεται περισσότερο. Μην ξεχνάς πως είμαι το δημιούργημά σου• θα μπορούσα να είμαι ο Αδάμ σου• μα είμαι μάλλον ο έκπτωτος άγγελος, που εσύ τον διώχνεις από τη χαρά χωρίς να έχει κάνει κακό. Παντού βλέπω ευδαιμονία, απ’ όπου μονάχα εγώ είμαι αμετάκλητα αποκλεισμένος. Ήμουν καλοπροαίρετος και καλός• η δυστυχία μ’ έκανε τέρας. […]

» Πίστεψέ με, Φρανκενστάιν• ήμουν καλοπροαίρετος• η ψυχή μου ακτινοβολούσε από αγάπη και ανθρωπιά• όμως δεν είμαι μόνος, απαίσια μόνος; Εσύ, ο πλάστης μου, με αποστρέφεσαι• τι μπορώ, λοιπόν, να ελπίζω από τους άλλους, που στο κάτω-κάτω δε μου χρωστάνε τίποτα; Με αποδιώχνουν και με μισούν. Τα έρημα βουνά κι οι ζοφεροί παγετώνες είναι το καταφύγιό μου. Έχω περιπλανηθεί μέρες και μέρες εδώ• οι σπηλιές του πάγου, που μονάχα εγώ δε φοβάμαι, είναι η κατοικία μου και είναι το μόνο που οι άνθρωποι δε μου παραχωρούν με μισή καρδιά. Αυτούς τους μαύρους ουρανούς τους χαιρετίζω γιατί μου φέρνονται καλύτερα απ’ ό,τι οι συνάνθρωποί σου. Αν το πλήθος της ανθρωπότητας ήξερε για την ύπαρξή μου, ασφαλώς θα έκανε όπως κάνεις εσύ και θα οπλιζόταν για να με καταστρέψει. Δε θα πρέπει, λοιπόν, να τους μισώ που με αποστρέφονται; […]

» Καταραμένε δημιουργέ! Γιατί έφτιαξες ένα τέρας τόσο αποκρουστικό που ακόμα και συ απέστρεψες από αηδία το πρόσωπό σου από μένα; Ο Θεός, μέσα στην ευσπλαχνία του, έκανε τον άνθρωπο όμορφο και γοητευτικό, κατ’ εικόνα και ομοίωσή του• το δικό μου όμως πρόσωπο είναι ένα τιποτένιο κακέκτυπο του δικού σου, που γίνεται ακόμα πιο απαίσιο από τη δήθεν ομοιότητα. Ακόμα κι ο Σατανάς είχε τους συνοδούς του, τους διαβόλους, για να τον θαυμάζουν και για να του δίνουν κουράγιο• εγώ όμως είμαι ολομόναχος και μισητός. […]

» Γιατί θα πρέπει να σεβαστώ τον άνθρωπο, όταν εκείνος με περιφρονεί; Αν γινόταν να ζήσει μαζί μου και η επικοινωνία μας ρυθμιζόταν από ένα πνεύμα αντίστοιχης καλοσύνης, τότε αντί να τον βλάψω, θα του χάριζα το καλύτερο που γινόταν, με δάκρυα μάλιστα ευγνωμοσύνης στα μάτια που το δεχόταν. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει• οι ανθρώπινες αισθήσεις στέκονται ανυπέρβλητα φράγματα στην ένωσή μας. Τα δικά μου όμως αισθήματα επαναστατούν στην ιδέα της αποδοχής αυτής της απαίσιας σκλαβιάς. […]

» Αν μια οποιαδήποτε ανθρώπινη ύπαρξη ένιωθε καλοσύνη για μένα, θα της την ανταπέδιδα χίλιες φορές περισσότερο• για χάρη αυτού και μόνο του πλάσματος, θα έκανα ειρήνη μ’ ολόκληρο το ανθρώπινο είδος! Τώρα όμως παρασύρομαι σε όνειρα όλο ευδαιμονία που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν.

» Εκείνο που σου ζητάω είναι λογικό και μετριοπαθές• ζητάω ένα πλάσμα από το άλλο φύλο, μα τόσο άσχημο όσο κι εγώ• αυτή η ανταμοιβή είναι μικρή, μα είναι ό,τι μπορώ να πάρω αυτή τη
στιγμή και που θα με ικανοποιήσει. Είναι αλήθεια πως θα είμαστε δυο τέρατα, ξεκομμένα από όλο τον άλλο κόσμο• μα εξαιτίαςαυτού του πράγματος θα είμαστε πιο ενωμένοι ο ένας με τον
άλλο. Οι ζωές μας δε θα είναι ευτυχισμένες, μα θα είναι άκακες και απαλλαγμένες από τη δυστυχία που τώρα νιώθω.

» Αχ, πλάστη μου, κάνε με ευτυχισμένο! Δος μου την ευκαιρία να σου χρωστάω ευγνωμοσύνη για ένα σου ευεργέτημα! Άσε με να δω πως κατάφερα να κερδίσω τη συμπόνια κάποιου ζωντανού πράγματος• μη μου αρνηθείς αυτό που σου ζητάω!»

Φρανκενστάιν, σκίτσο του Bernie Wrightson / Frankenstein by Bernie Wrightson

Frankenstein by Bernie Wrightson

Ο Φρανκενστάιν, το Τέρας και η ανθρώπινη κατάσταση

Ήταν 1823 όταν ο ζοφερός κόσμος της πρώιμης βικτωριανής Αγγλίας γνώρισε ένα μυθιστόρημα που αγκάλιασε όσο κανένα άλλο τον κόσμο των σκιών. Βρισκόμαστε στο απόγειο του κινήματος του Ρομαντισμού: το σκοτάδι δεν στέκει πια αντίκρυ και ενάντια στο φως, σαν αιώνιος αντίπαλος και ενσάρκωση κάποιου αμετάβλητου κακού• μα το συμπληρώνει, τρέφεται από την ίδια ουσία, εξεγείρεται, αποζητάει να εκφραστεί. Και στην έκφρασή του, αιώνια σαν αρχέγονη κραυγή, αναδύεται μια και μόνη επιθυμία: μη με αποδιώχνεις! Άκουσε τον λόγο μου! Είμαι κι εγώ ένας από σας! Και οι ανάγκες μου είναι όμοιες με τις δικές σας!

Ο Ρομαντισμός έδεσε την βάρκα του στην αντίπερα όχθη. Βύθισε την καρδιά του στην καρδιά του σκότους. Επισκέφτηκε τη σκιερή πλευρά της σελήνης. Και τι είδε; Την ίδια ουσία, τον ίδιο πυρήνα από τον οποίο κάθε ον είναι πλασμένο. Διέγνωσε την ολοένα αυξανόμενη αποξένωση που ελλοχεύει στον κόσμο της τεχνικής εξέλιξης και της κοινωνικής συμβατικότητας – και απαίτησε ελευθερία και έκφραση για εκείνους που ποτέ άλλοτε δεν είχαν: εκείνους που ακροβατούν στο περιθώριο της κοινωνίας, εκείνους που η ίδια η κοινωνία περιθωριοποίησε εξαιτίας της διαφορετικότητάς τους.

Αξίζει εδώ να παραθέσουμε το περίφημο ποίημα του Ουγκώ για την «αράχνη και την τσουκνίδα» [Victor Hugo, “Les Contemplations”, 1856, Μετάφραση: Γιάννη Στρίγκου]:

«Την αράχνη αγαπώ και την τσουκνίδα,
Επειδή όλος ο κόσμος τις μισεί,
Τους πόθους τους κανείς δεν εισακούει
Και πάντοτε γι’ αυτούς τις τιμωρεί.
Καταραμένες, λεν πως είναι, τιποτένιες,
Έρποντα όντα, σκοτεινά,
Στην ίδια την παγίδα τους πιασμένες,
Αιχμάλωτες, έρμαια θλιβερά.
Κατάδικοι στο ίδιο τους το έργο,
Στης μοίρας τους μπλεγμένες τον ιστό,
Με φίδι λεν πως μοιάζει η τσουκνίδα,
κι η αράχνη με ρακένδυτο πτωχό.
Της αβύσσου η σκιά πως τις βαραίνει,
κι όλοι τις προσπερνούν μ’ αποστροφή,
Πως θύματα κι οι δυο τους έχουν πέσει
Μέσα σε μαύρη νύχτα, ζοφερή…
Διαβάτες, σπλαχνιστείτε το τριβόλι,
κι αυτό το άμοιρο το ζωντανό
Για την ασχήμια και το τσίμπημά τους!
Δείξτε το έλεός σας στο κακό!
Παντού δε βρίσκεται η μελαγχολία;
κι όλοι ένα φιλί δεν προσδοκούν;
Στη φρίκη τους την άγρια φτάνει μόνο
Να πάψουν πια να τα πατούν,
Με καταφρόνια πια να πάψουν να τα βλέπουν,
Εκεί, στη σκοτεινή τους τη γωνιά,
Τόσο το ζωύφιο, όσο και το ζιζάνιο,
“Αγάπη θέλω!”, λεν ψιθυριστά.»

Ένα πλάσμα του περιθωρίου υπήρξε και το «Τέρας» του Φρανκενστάιν. Δίχως όνομα, δίχως ταυτότητα, δίχως ιστορία, δίχως οικογένεια, δίχως παρελθόν. Καταδικασμένος να περιφέρεται μονάχος, γνωρίζοντας μόνο τον αποτροπιασμό εκείνων με τους οποίους επιθυμούσε να γνωρίσει. Και τι γυρεύει; Επαφή. Επικοινωνία. Κατανόηση.

Μα όταν πια δεν τα βρίσκει• όταν το μόνο που συναντάει είναι το μίσος και οι διωγμοί• όταν ο κόσμος στρέφει με αηδία το πρόσωπό του εναντίον του• τότε δεν μπορεί παρά να αντιδράσει το ίδιο με μίσος. Η αγάπη που δεν ανταποδίδεται εύκολα στρέφεται στο αντίθετο συναίσθημα. Και η επιθυμία καταστροφής γεννιέται όταν δεν πληρώνεται η επιθυμία της ανάπτυξης – μια επιθυμία που δεσπόζει στον πυρήνα κάθε όντος: ζώου, φυτού, ανθρώπου… και τέρατος.

Ειδικά στα τέρατα, θα λέγαμε: εκεί όπου η επιθυμία μοιάζει με τα στρεβλωμένα κλαδιά κάποιου δέντρου που, αποζητώντας το φως του ήλιου, αναγκάστηκε να παραμορφώσει την όψη του ώστε να βρει κάποια μικρή διέξοδο στις ευεργετικές ακτίνες του.

Από το αυθεντικό χειρόγραφο του Φρανκενστάιν της Μαίρης Σέλλεϋ / Frankenstein original manuscript

Από το αυθεντικό χειρόγραφο του Φρανκενστάιν της Μαίρης Σέλλεϋ

Πορτραίτο της Μαίρης Σέλλεϋ από τον Richard Rothwell, 1840-41 / Mary Shelley portrait by Richard Rothwell, 1840-41

Mary Shelley portrait by Richard Rothwell, 1840-41

Μα αυτό είναι μόνο το ήμισυ της θεματολογίας του κλασικού έργου της Μαίρης Σέλλεϋ [Mary Shelley]. Στην αντίπερα όχθη δεσπόζει η μορφή του δημιουργού: του ίδιου του Βίκτωρ Φρανκενστάιν, ενσαρκωτή της ανθρώπινης επιθυμίας για δύναμη και κυριαρχία πάνω στη φύση. Βαθιά αντιφατικός σαν το πλάσμα που δημιούργησε, ο Φρανκενστάιν συνιστά μια φιγούρα φαουστικών διαστάσεων, αγγίζοντας την ουσία της ανθρώπινης φύσης. Μια φύση που χαρακτηρίζεται από εκείνην ακριβώς την επιθυμία της να υπερβεί κάθε όριο, στο όνομα μιας υπετροφικής απόπειρας για ανάπτυξη, γνώση, κατοχή και συγκέντρωση δύναμης.

Μη ξεγελιόμαστε: ο Φρανκενστάιν, στην απόπειρά του να κατακτήσει τα μυστικά του σύμπαντος, είμαστε εμείς οι ίδιοι:

«Γι’ αυτό συχνά αναρωτιόμουν, “από πού προέρχεται το στοιχείο της ζωής;” Ήταν ένα τολμηρό ερώτημα και μάλιστα ένα ερώτημα που από πάντα είχε θεωρηθεί ως μυστήριο• κι ακόμα πόσα πολλά άλλα πράγματα θα μπορούσαμε να είχαμε μάθει, αν η διστακτικότητα ή η αδιαφορία δεν εμπόδιζαν τις έρευνές μας. […] Στάθηκα για να εξετάσω και να αναλύσω όλες τις. λεπτομέρειες των αιτιών όπως εξηγούνται με την αλλαγή από τη ζωή στο θάνατο και από το θάνατο στη ζωή, ώσπου μέσα απ’ αυτή τη σκοτεινιά άστραψε ξαφνικά μπροστά μου ένα φως —ένα φως τόσο λαμπρό κι απίστευτο και ταυτόχρονα τόσο απλό που ζαλίστηκα από την απεραντοσύνη της προοπτικής που πρόβαλλε. […] Εκείνο που ήταν η επιδίωξη και ο στόχος όλων των σοφών από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου τώρα ήταν στα χέρια μου. […] Έμοιαζα σαν τον Άραβα που είχε θαφτεί μαζί με το νεκρό και είχε βρει ένα πέρασμα προς τη ζωή, μονάχα όταν
βοηθήθηκε από ένα αδύναμο, και φαινομενικά άκαρπο, φως. […]

» Κανείς δεν μπορεί να βάλει με το νου του πόσα διαφορετικά συναισθήματα με διαπερνούσαν σαν σίφουνας με τον πρώτο ενθουσιασμό της επιτυχίας. Η ζωή κι ο θάνατος μου φάνηκαν ιδεατά όρια που θα έπρεπε πρώτα να διαχωρίσω κι έπειτα εισχωρώντας μέσα απ’ αυτά να χύσω ένα χείμαρρο από φως στο σκοτεινό μας κόσμο. Ένα νέο ανθρώπινο είδος θα με υμνούσε σαν δημιουργό και σαν πηγή της ύπαρξής του• πολλές ευτυχισμένες και εξαιρετικές φύσεις θα όφειλαν την ύπαρξή τους σε μένα. Κανένας πατέρας δε θα μπορούσε να αξιώσει την ευγνωμοσύνη του παιδιού του τόσο απόλυτα όσο θα μου άξιζε η δική τους. Κάνοντας τέτοιες σκέψεις, συλλογίστηκα πως εφόσον μπορώ να δώσω ζωή σε άψυχο υλικό, με την πάροδο του χρόνου θα μπορούσα (αν και αυτό τώρα το βρίσκω αδύνατο) να δώσω καινούργια ζωή στο σώμα που ο θάνατος το ‘χε παραδώσει στη φθορά. […]

» Ένα μυστικό που μονάχα εγώ ήξερα ήταν η ελπίδα που σ’ αυτή είχα αφιερωθεί• και το φεγγάρι από ψηλά έβλεπε τους μεσονύχτιους κόπους μου την ώρα που εγώ ακούραστα και παθιασμένα ξεψάχνιζα τη φύση στα πιο κρυφά σημεία της. Ποιος μπορεί να φανταστεί τους τρόμους του μυστικού μου μόχθου έτσι καθώς τσαλαβουτούσα ανάμεσα στις ανίερες λάσπες των τάφων ή την ώρα που βασάνιζα τα ζώα για να δώσω ζωή στον άψυχο πηλό; Τώρα που τα θυμάμαι τρέμω σύγκορμος και τα μάτια μου θολώνουν μα τότε μια ακατάσχετη και σχεδόν μανιακή ώθηση μ’ έσπρωχνε προς τα μπρος• φαινόμουν σαν να ‘χα χάσει κάθε συναισθηματισμό ή συναίσθηση για όλα τα πράγματα που δεν αφορούσαν αυτή τη μόνη επιδίωξη. […] Μάζεψα κόκαλα από οστεοφυλάκια και με βέβηλα δάχτυλα ψηλάφισα τα τρομερά μυστικά του ανθρώπινου σώματος. Σ’ ένα μοναχικό δωμάτιο, ή μάλλον κελί, στο επάνω μέρος του σπιτιού, που χωριζόταν από όλα τα άλλα διαμερίσματα από ένα διάδρομο κι από μια σκάλα, εγκατέστησα το εργαστήριο της ανήθικης δημιουργίας μου• τα μάτια μου πετιόνταν γουρλωμένα από τις κόγχες τους καθώς παρακολουθούσα τις λεπτομέρειες του έργου μου• το ανατομείο και το νεκροτομείο μου προμήθευαν πολλά από τα υλικά μου• και ήταν στιγμές που η ανθρώπινη φύση μου αποστρεφόταν τη δουλειά που έκανε, ενώ την ίδια ώρα, παρακινημένος από δίψα για γνώση που συνεχώς μεγάλωνε, έφερνα το έργο μου κοντά σε κάποιο αποτέλεσμα.»

Κατεχόμενος από αφόρητο πυρετό να κατακτήσει νέες κορυφές στα όρια της γνώσης και της δύναμης, δίχως όμως να λησμονεί τις ηθικές καταβολές του, ο Φρανκενστάιν συνιστά όντως έναν «σύγχρονο Προμηθέα» – όπως μαρτυρεί και ο υπότιτλος που έδωσε η Μαίρη Σέλλεϋ στο έργο. Ο σκοποί του δεν είναι κακοί. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου κατατρύχεται από βαθύτατη αγωνία σχετικά με τα αποτελέσματα των πράξεών του – και αυτό μαρτυρά το δισυπόστατο της βαθιά ανθρώπινης φύσης του. Μα, όπως συχνά συμβαίνει, τα αποτελέσματα των πράξεών του καταλήγουν να υπερβούν τους αρχικούς σκοπούς που έθεσε. Και δεν διστάζει να προειδοποιήσει:

«Μάθε από μένα, αν όχι από τα διδάγματά μου, τουλάχιστον από το παράδειγμά μου, πόσο επικίνδυνη είναι η απόκτηση της γνώσης και πόσο πιο ευτυχισμένος είναι εκείνος ο άνθρωπος που πιστεύει πως η πόλη που γεννήθηκε είναι όλος ο κόσμος από εκείνον που φιλοδοξεί να ξεπεράσει τη φύση του.»

Φρανκενστάιν, σκίτσο του Bernie Wrightson / Frankenstein by Bernie Wrightson

Εικονογράφηση από την πρώτη έκδοση του Φρανκενστάιν, 1831 / Frankenstein illustration, 1831

Εικονογράφηση από την πρώτη έκδοση του Φρανκενστάιν, 1831

Μπορεί εύκολα να κάνει κάποιος μια αντιπαραβολή της φυσιογνωμίας του Φρανκενστάιν με την εξέλιξη της τεχνικής και της επιστήμης στην σύγχρονη εποχή. Η ηθική αναμφίβολα θέτει περιορισμούς στην ανάπτυξη της επιστήμης και στην εξέλιξη κάθε γνώσης – άρα και στην πρόοδο. Ωστόσο όταν η θέληση για γνώση αποδεσμεύεται πλήρως από τα ηθικά της πλαίσια ελλοχεύει ο κίνδυνος να τεθεί στην υπηρεσία άλλων δυνάμεων που ενεδρεύουν και περιμένουν να πάρουν τη σκυτάλη: η θέληση για εξουσία και το πάθος της κυριαρχίας πάνω στη φύση (και πάνω στους ανθρώπους) ανήκουν σε αυτές τις δυνάμεις. Η συγκέντρωση πλούτου και χρήματος συνιστά, εξάλλου, ένα κεντρικό κίνητρο πίσω από αρκετές μορφές τεχνικής ανάπτυξης στην εποχή μας.

Και αυτός είναι ο δύσκολος δρόμος που καλείται να βαδίσει η επιστήμη και η αγάπη της γνώσης: ακροβατώντας ανάμεσα στις Συμπληγάδες των ηθικολογικών περιορισμών από τη μία, και της φιλοδοξίας για κυριαρχία και κέρδος απ’ την άλλη.

Δεν έχουμε παρά να συλλογιστούμε αν και πόσο η σύγχρονη τεχνική και επιστημονική εξέλιξη συμβαδίζει με τις ανάγκες του ανθρώπου – ή κατά πόσο καταλήγει να δημιουργήσει τεχνητές ανάγκες και προτεραιότητες.

Μα ας γυρίσουμε στο Τέρας – ο λόγος του οποίου ανήκει αναμφισβήτητα στις βαθύτερες εξομολογήσεις που μας παρέδωσε η λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Όσο ο Φρανκενστάιν ενσαρκώνει πτυχές της ανθρώπινής μας φύσης (εκείνης της φύσης που παλεύει να ΜΗΝ είναι φύση), άλλο τόσο μας χαρακτηρίζει η απεγνωσμένη ανάγκη του Τέρατος για επικοινωνία και αποδοχή. Μα και ο τρόμος απέναντι στο διαφορετικό – με τον οποίο αντιμετωπίζουν το Τέρας όσοι έρχονται σε επαφή μαζί του.

Τι είναι ο «Φρανκενστάιν»; Ένας καθρέφτης στα μύχια της ανθρώπινης πραγματικότητάς μας. Ένας καθρέφτης από τον οποίο πολύ θα θέλαμε να στρέψουμε το βλέμμα. Γιατί, κοιτάζοντας μέσα του, αντικρίζουμε το ίδιο το Τέρας να μας κοιτάζει μες στα μάτια.

Και τα λόγια του Τέρατος κατορθώνουν να μιλήσουν στην ψυχή μας: «Εγώ κι εσύ… είμαστε Ένα!»

Κείμενο: Το Φονικό Κουνέλι, κάποιο πρωινό Κυριακής, γράφοντας κάτω στο χαλί του νέου, μισοάδειου ακόμα λαγουμιού (ένα λαγούμι που δεν αισθάνομαι και πολύ λαγούμι μου ακόμα) – και φλερτάροντας έντονα με τις σκιές που παίζουν στους τοίχους. Η μετάφραση των αποσπασμάτων του «Φρανκενστάιν» είναι του Θάνου Σακκέτα.

Φρανκενστάιν, σκίτσο του Bernie Wrightson / Frankenstein by Bernie Wrightson

Tags: , , , , , ,

4 Responses

  1. Dana Stameti says:

    Τι είναι ο Φρανκεσταιν;
    Ένας καθρέφτης στα μύχια
    Της ανθρώπινης πραγματικότητας μας!
    ……εγώ κ Εσύ είμαστε ένα…

  2. Kaity Samara says:

    Πολύπλευρο και ουσιαστικό αφιέρωμα, εκ βαθέων, για ένα λογοτεχνικό αριστούργημα που θα είναι πάντα μπροστά απ΄την εποχή του αλλά και την εποχή μας.

    • Να συμπληρώσω με αφορμή το σχόλιό σου, Καίτη, πως πρόκειται για ένα έργο που άφθονος κόσμος γνωρίζει μέσα από τις πολυάριθμες διασκευές του στον ευρύτερο χώρο του θεάματος, κάποιες εκ των οποίων (οι παλιές κινηματογραφικές μεταφορές με τον Μπορίς Καρλόφ) έχουν μείνει κλασικές – μα τίποτα δεν φτάνει το βάθος και τις ευρύτερες προεκτάσεις του πρωτότυπου βιβλίου. Χαίρομαι που πέρασες και απ’ το Λαγούμι μου!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *