Ένας Αριθμός. Διήγημα του Άντον Τσέχωφ

Enter the rabbit's lair...

Ένας Αριθμός. Από τα διηγήματα του Άντον Τσέχωφ. Παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι

Αυτό είναι ένα μικρό διήγημα του Άντον Τσέχωφ, γραμμένο στα τέλη του 19ου αιώνα. Ένα διήγημα το οποίο θα δημοσιευόταν πρωτοσέλιδο σε κάθε εφημερίδα, κάθε σχολικό βιβλίο, κάθε μορφής επιμορφωτικό έντυπο, παντού και συνεχώς – αν ζούσαμε σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο. Θα το βλέπαμε τοιχοκολλημένο έξω από γραφεία επιχειρήσεων και θα συνόδευε κάθε αξιοπρεπές βιογραφικό. Μα το γεγονός πως δεν συμβαίνει (και δεν θα συμβεί ποτέ) δεν εμποδίζει εμένα να το μοιραστώ τώρα εδώ. Κάτι είναι κι αυτό. Το γεγονός πως έχει συμπεριληφθεί στα λογοτεχνικά κείμενα κάποιας τάξης του Γυμνασίου δεν αρκεί – γιατί τι σχέση μπορεί να έχει η λογοτεχνία που μετατρέπεται σε “διδακτέα ύλη” με την πραγματικότητα όπως τη ζούμε. Θέμα του διηγήματος: μια νεαρή δασκάλα που καλείται να πάρει τον μισθό της από τον εργοδότη της…

«Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.

— Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα ‘χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου… Λοιπόν… Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα…

— Για σαράντα.

— Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες… Λοιπόν, έχεις δυο μήνες εδώ…

— Δυο μήνες και πέντε μέρες…

— Δυο μήνες ακριβώς… Το ‘χω σημειώσει… Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές… Δε δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές…

Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της μα δεν είπε λέξη.

— Τρεις γιορτές… Μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα… Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα… Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες… Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό… Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν… Χμ! σαράντα ένα ρούβλια… Σωστά;

Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακόκκινο και άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της μα δεν έβγαλε άχνα.

— Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού και το πιατάκι του… Βγάζουμε δυο ρούβλια… Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει… Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του… Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια… Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε η καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να ‘χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι’ αυτό σε πληρώνουμε… Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια…

— Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα… μουρμούρισε η Ιουλία.

— Το ‘χω σημειώσει!

— Καλά…

— Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια μας μένουν δεκατέσσερα…

Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στην μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!

— Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε… Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.

— Μπα; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου! Τρία… Τρία, τρία… ένα και ένα… Πάρτα…

Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.

— Ευχαριστώ, ψιθύρισε.

Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνιά μου.

— Και γιατί με ευχαριστείς;

— Για τα χρήματα.

— Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;

—Οι άλλοι δε μου ‘διναν τίποτα!…

— Δε σου ‘διναν τίποτα. Φυσικά!… Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ’ αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;

Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.»

Άντον Τσέχωφ [Anton Chekhov, Антон Павлович Чехов], «Ένας Αριθμός». Γραμμένο μεταξύ 1880–1903. Μετάφραση: Κυριάκος Σιμόπουλος. Παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι.

Tags: , , , , , , ,

2 Responses

  1. Πράγματι ένα διήγημα το οποίο θα βοηθούσε στο να κατανοήσουμε κάποια δικαιώματα μας που βρίσκονται βαθιά κρυμμένα.
    Και ναι,θα έπρεπε να διδάσκονται τέτοια κείμενα, όμως, έρχονται σε αντίθεση με την εργατική νοοτροπία της εποχής μας.
    Δουλειά χωρίς όρους και με υποδεέστερες απολαβές.
    Τουλάχιστον υπάρχουν κείμενα που μπορεί να ανοίξουν σε πολλούς τα μάτια.

    • Το σχόλιό σου τα είπε όλα, φίλε Γιώργο. Διαπιστώνουμε, μεταξύ άλλων, πόσο διαχρονικές είναι κάποιες νοοτροπίες – η έλλειψη μαχητικότητας, ο συμβιβασμός με τα λίγα, ο φόβος να διεκδικήσεις κάτι καλύτερο. Και πως η πρώτη μάχη που χρειάζεται να δίνουμε, παντού και πάντα, είναι απέναντι στον εαυτό μας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *