Τα Πεινασμένα Τσακάλια. Του Ηλία Βενέζη

Enter the rabbit's lair...

Τα πεινασμένα τσακάλια. Ένα απόσπασμα από την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη. Παρουσίαση: το φονικό κουνέλι

Ένα κεφάλαιο από την “Αιολική Γη” του Ηλία Βενέζη

«Έρχονταν νύχτες πού τίποτα δεν ακουγόταν, τίποτα δε γινόταν έξω στα Κιμιντένια. Ήταν οι νεκρές νύχτες. Σε βουβά κύματα κατέβαινε απ’ τα σύννεφα κι απ’ τα βουνά η δροσιά, κατέβαιναν και κάθονταν πάνω στα φύλλα οι στάλες. Το ταξίδι τους ήταν αδιατάρακτο, στην καθαρή ατμόσφαιρα που πλέανε κανένα κακό συναπάντημα δεν είχαν, μονάχο οδηγό τους και σύντροφο είχαν τα άστρα. Όμως δεν είχαν ανάγκη μήτε από οδηγό, μήτε από σύντροφο. Γιατί από τότε που γεννηθήκανε ψηλά οι στάλες της δροσιάς, η γη ήταν η μαγική χώρα όπου προορίζονταν. Ξέραν πως τελικά εκεί ήταν η μοίρα τους, κ’ έτσι η γη τις τραβούσε να πέσουν να χαθούν, τις έσερνε η γοητεία του τέλους.

Τα παιδιά — τ’ αδέρφια μου κ’ εγώ — μαζεμένα στο δωμάτιο του πάππου και της γιαγιάς μας, ανήσυχα απ’ την τόση γαλήνη, σκύβαμε έξω απ’ το παράθυρο μπας και πάρουμε κανέναν ήχο.

Τίποτα. Καμιά φωνή δε ζούσε. Όμως η μαγεία της νύχτας, βαθύς και ανεξερεύνητος κόσμος, μιλούσε στην καρδία μας.

— Παππού, τι γίνεται έξω; ρωτούσαμε.

— Τι γίνεται! Τίποτα!

Τίποτα; Μα άκου λοιπόν!..

Στύλωνε τ’ αυτί του, κ’ υστέρα επιβεβαίωνε τον πρώτο λόγο του:

— Σας είπα. Δεν ακούω τίποτα! Και γυρίζοντας στη γιαγιά μιας:

— Εσύ ακούς τίποτα, γιαγιά;

Μα εκείνη ήταν γυναίκα, ήταν γιαγιά, και καταλάβαινε.

— Βέβαια ακούω, έλεγε γλυκά, ευλογώντας μας όλους με τη ματιά της.

— Τι είναι; Τι είναι λοιπόν; ρωτούσαμε με αγωνία να μάθουμε.

— Η Νύχτα ξύπνησε, παιδιά μου, αποκρινόταν γαλήνια και πειστικά.

Α! Η Νύχτα ξύπνησε…

— Και τα τσακάλια τι γίνανε; Οι αλεπούδες τι γίνανε και δε φωνάζουν;

— Μα δεν το ξέρετε; Όλα τα ζαρκάδια τα πήρε απόψε ο Μεγάλος Δράκος στη σπηλιά, τα έβαλε να φάνε και τ’ αποκοίμισε.

— Α! Γι’ αυτό…

Μα εκείνη ήταν γυναίκα, ήταν γιαγιά, και καταλάβαινε.

 

Ο Μεγάλος Δράκος ήταν το πιο ευνοούμενο πλάσμα της γιαγιάς μας. Από ανθρωποφάγος ήρωας των παραμυθιών σιγά-σιγά κατάντησε στο στόμα της αγαθοποιός θεότητα του δάσους. Εκείνος σφαλνούσε τα μάτια των παιδιών να κοιμηθούνε, εκείνος τα τιμωρούσε με ψιλή βέργα τόσο ελαφρά σα να τα χάιδευε, αν κάνανε κακή πράξη, αν δεν άκουγαν τη μητέρα τους ή ξεχνούσαν την προσευχή τους. Εκείνος έδειχνε στους παραστρατημένους ξένους το μονοπάτι της κοιλάδας, εκείνος έστρωνε τραπέζι και καλούσε να φάνε τα καημένα τα τσακάλια όταν πολύ ούρλιαζαν.

Κι εμείς, αυτά ακούγοντας για το Μεγάλο Δράκο, τον φανταζόμαστε σαν το Θεό που ήταν ζωγραφισμένος στους θόλους των εκκλησιών. Τον φανταζόμαστε με μεγάλη άσπρη γενειάδα, με χρυσή κορόνα στο κεφάλι, κουκουλωμένον, να πορεύεται σιωπηλός, δρασκελώντας με τα ψηλά ποδάρια του τα δέντρα. Μπροστά του πήγαιναν σαράντα μικροί δράκοι και πίσω του άλλοι σαράντα, και τα βαριά κουδούνια που κρέμονταν απ’ το λαιμό τους αχολογούσαν μες στο δάσος —γκλάγκα γκλούγκα— όλα να το ξέρουν πως ο Μεγάλος Δράκος περνά…

Η Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη
***

Αυτά γίνονταν στις ήσυχες καλοκαιρινές νύχτες κάτω απ’ τα Κιμιντένια. Μα δεν ήταν πάντα έτσι ήσυχα. Έρχονταν άλλες νύχτες, κι αυτές ήταν οι πιο πολλές, που ο Μεγάλος Δράκος, αποκάνοντας να φιλεύει και να κοιμίζει τα τσακάλια, τ’ άφηνε να ξεχυθούν στον κάμπο, στην οργωμένη γη, να φάνε και να χορτάσουν. Την άνοιξη, όταν οι καρποί ακόμα δεν είχαν γίνει, η επιδρομή τους ήταν ακίνδυνη, και κανένας στο κτήμα δε νοιαζόταν γι’ αυτή. Ακούγαμε τ’ άγρια ουρλιαχτά τους μακριά στο βάθος, αδύνατα στην αρχή, και τα περιμέναμε με αγωνία και φόβο.

— Θα ‘ρθουν άραγες ίσαμε δω;..

— Ε, τι; Φοβόσαστε; έλεγε ο παππούς.” Ας έρθουν!

— Ας έρθουν! έλεγα κ’ εγώ, το αγόρι του σπιτιού, να δείξω θάρρος στ’ αδέρφια μου. Τι τρέμετε;

Η μικρή Αρτέμη, η μικρή Αγάπη, η μικρή Λένα τρέμαν αληθινά και, βλέποντας το θαρραλέο εμένα, αγαναχτούσαν με τα καμώματα μου.

— Καημένε κ’ εσύ! φώναζαν με αβάσταχτη περιφρόνηση. Να μας κάνεις κιόλας πως δε φοβάσαι! Εσύ που τρέμεις τις σαύρες!

Τρέμω τις σαύρες. Σωστό. Όμως μ’ αυτό τι; Οι σαύρες τρέχουν μες στα πόδια σου και γλιστρούν σα χέλια. Τι πιο φυσικό να τις φοβάσαι; Ενώ απ’ τα τσακάλια, εδώ, σε φυλάνε οι τοίχοι.

Α, α, βέβαια! Μονάχα πίσω απ’ τούς τοίχους κάνεις εσύ το παλικάρι!

Τα κορίτσια δεν προφταίνανε ν’ αποτελειώσουν τον καγχασμό τους, όταν τα ουρλιαχτά των τσακαλιών, που στο μεταξύ είχαν φτάξει πολύ κοντά, κόβαν στο στόμα τη φωνή τους και το αίμα στις φλέβες τους.

— Θέ μου! Έρχουνται!

Ερχόταν σπαραχτική και ιερή, μες στην ησυχία της γης, η φωνή της πείνας. Ποτέ σπαραγμός ανθρώπου, ποτές οδύνη θανάτου, δεν αντήχησε έτσι άγρια. Τίποτα απ’ ό, τι ξέραμε δεν μπορούσε να είναι όμοιο μ’ αυτό. Τα φύλλα ριγούσαν και σώπαιναν απάνω στα δέντρα, οι στάλες της δροσιάς, χτυπημένες απότομα στον αγέρα, σταματούσαν να πέφτουν στη γη, οι ρίζες δε σάλευαν στα έγκατα, τα άστρα πια δεν πορεύονταν, οι υπόγειες φλέβες των νερών πάγωσαν — επειδή στα Κιμιντένια, θεότητα σκληρή κι αλύπητη ήρθε η πείνα. Ήμαστε τότε μικρά παιδιά, η καλή γη μας έδινε σπόρους και τα δέντρα καρπούς, δεν ξέραμε ακόμα τότε τι ήταν η πείνα. Όμως είχαμε την καθαρή καρδιά μας οδηγό καλό, γι’ αυτό όλα τα μυστικά του κόσμου μπορούσαν να βρουν μέσα μας χώρο φιλικό, μπορούσαμε να αισθανθούμε και να εννοήσουμε. Μες στην ασφάλεια των ψηλών τοίχων που μας προφυλάγανε, κάτω απ’ τη σκιά του μεγάλου δέντρου —του παππού μας— που μας έσκεπε, δε γινόμαστε σαν τους μεγάλους ανθρώπους, που όταν εκείνοι δεν υποφέρνουνε είναι ανελέητοι κι αδιάφοροι. Ζούσαμε όσο γίνεται δυνατά το δράμα της νύχτας.

Ερχόταν σπαραχτική και ιερή, μες στην ησυχία της γης, η φωνή της πείνας. Ποτέ σπαραγμός ανθρώπου, ποτές οδύνη θανάτου, δεν αντήχησε έτσι άγρια.

— Αχ πια! πρώτη πάντα ξεσπούσε η Αγάπη, επειδή ήταν πιο αδύνατη και πιο ευαίσθητη απ’ όλους.

Άρχιζε να κλαίει σπαραχτικά, με λυγμούς. Βλέποντάς την παίρναμε κ’ εμείς θάρρος, η Άρτεμη, η Λένα κ’ εγώ, αρχίζαμε να κλαίμε όλοι και να ξεφωνίζουμε:

— Γιατί να πεινάνε τα τσακάλια; Γιατί να πεινάνε τα τσακάλια;

Γινόταν τότε πανδαιμόνιο μέγα: απέξω να ουρλιάζουν τ’ αγρίμια και μέσα εμείς να οδυρόμαστε. Ο πάππους στην αρχή γελούσε μ’ αυτά τα ξεσπάσματα της παιδικής καρδιάς, ενώ η μητέρα μας κ’ η γιαγιά τρέχαν να μας χαϊδέψουν και να μας μερώσουν.

— Γιαννακό! έλεγε σοβαρή η γιαγιά. Μην το κάνεις αυτό! Δεν τα βλέπεις; έλεγε κ’ έδειχνε το σπαραγμό μας.

Πολύ σπάνια του μιλούσε σ’ αυτό τον τόνο, σα να τον μάλωνε. Κ’ εκείνος τότε γινόταν απότομα σοβαρός, σαν άνθρωπος που έσφαλε, και σταματούσε να γελά.

— Ελάτε! Ελάτε τώρα! Ησυχάστε! μας καταπράυνε η γιαγιά. Θα βρει τροφή και για τα τσακάλια ο θεός. Είναι καλός και θα βρει. Πηγαίνετε να κοιμηθείτε.

Πολύ αργά οι φωνές των τσακαλιών σβήνανε. Πια δεν ακουγόταν τίποτα. Κάναμε την προσευχή μας για να κοιμηθούμε και παρακαλούσαμε, όπως πάντα, το Θεό να φυλάει τον παππού, τη γιαγιά, τον πατέρα μας, τη μητέρα μας, τα δέντρα κι όλους τους ανθρώπους. Πέφταμε, μα ο ύπνος δε μας έπαιρνε. Ερχόταν και βάραινε απάνω στα ματόκλαδά μας, όμως βάζαμε όλη τη δύναμη να τον διώξουμε ίσαμε που να βεβαιωθούμε πως πια τα τσακάλια φύγανε. Και τότες, όταν πια ήμαστε σίγουροι πως φύγανε, ψιθυρίζαμε μέσα μας ξανά την προσευχή μας και, πλάι στους ανθρώπους και στα δέντρα, παρακαλούσαμε και για τα πεινασμένα τσακάλια του κόσμου.

Τα πεινασμένα τσακάλια. Κεφάλαιο από την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη
Εικονογράφηση του Σπύρου Βασιλείου για την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη
***

Ερχόταν όμως ο καιρός που ωρίμαζαν οι καρποί, και τα μισογινωμένα τσαμπιά κρέμονταν απ’ τα κλήματα. Τότες το να μας ριχτούνε τα τσακάλια δεν ήταν χωρίς κίνδυνο όπως την άνοιξη. Αν τόσο μεγάλα κοπάδια πεινασμένα αγρίμια μπαίναν για μια μονάχα νύχτα μες στο κτήμα, την άλλη μέρα δε θα βρισκόταν πια καρπός.

Γι’ αυτό οι άνθρωποι κοίταζαν πως να πολεμήσουνε το κακό και ν’ αντισταθούνε. Όλοι όσοι δουλεύανε στο υποστατικό, γυναίκες κι άντρες, χωρίζονταν σε τρεις βάρδιες. Η πρώτη ίσαμε τις δέκα τη νύχτα, η άλλη ίσαμε τα μεσάνυχτα, κ’ η τρίτη ως τις πρωινές ώρες. Περιμένανε και, μόλις τα τσακάλια έρχονταν κοντά, χύνονταν όλοι κατά τα σύνορα του υποστατικού, βγάζοντας φωνές φωνές και χτυπωντας ντενεκέδες ή τούμπανα. Αν η νύχτα ήταν σκοτεινή, πολλοί βαστούσανε αναμμένες σκίζες δαδιά στα χέρια. Τ’ αγρίμια τρομαγμένα τραβιόνταν πίσω, λυσσασμένα ουρλιάζοντας, και χιμούσαν σ’ άλλα γειτονικά υποστατικά. Σε λίγο έρχονταν οι αλαλαγμοί των ανθρώπων από κει, από τ’ άλλα τα κτήματα, που προσπαθούσαν ν’ αμυνθούνε στρέφοντας το κοπάδι της πείνας άλλου. Περνούσε κάμποση ώρα, και πάλι οι κραυγές ακούγονταν, τώρα από πιο βαθιά, από άλλο υποστατικό. Ήταν σαν ένα φοβερό κύμα που στριφογύριζε δαιμονισμένο, χτυπούσε πότε δω, πότε κει, ώσπου να βρει τόπο να ξεσπάσει. Δεν έβρισκε και ξανάρχιζε τον κύκλο. Πάλι μας χτυπούσε, πάλι χιμούσαν οι άνθρωποί μας να το διώξουνε. Έτσι έρχονταν νύχτες που αυτό το κυνήγι του φόβου και της πείνας βαστούσε ίσαμε το πρωί.

Ήταν σαν ένα φοβερό κύμα που στριφογύριζε δαιμονισμένο, χτυπούσε πότε δω, πότε κει, ώσπου να βρει τόπο να ξεσπάσει. Δεν έβρισκε και ξανάρχιζε τον κύκλο.

Η πρώτη γνωριμία μας μ’ αυτό το σκληρό παιχνίδι έφερε, σ’ εμάς τα παιδιά, αληθινή αναστάτωση. Ένα βράδυ περίεργη κίνηση έγινε μες στην αυλή του υποστατικού. Οι γυναίκες, οι νέες προπάντων εργάτισσες, κ’ οι άντρες κάνανε παρέες παρέες, λέγαν, γελούσαν, ετοίμαζαν δαδιά, ετοίμαζαν ντενεκέδες και τούμπανα. Είχαμε μαζευτεί νωρίς στην κάμαρά μιας η μικρή Λένα, η Αγάπη κ εγώ, και παίζαμε κάνοντας καραβάκια από πεύκο. Γι’ αυτό δεν πήραμε είδηση τι γινόταν έξω.

Έλειπε μονάχα από ανάμεσά μας η Αρτέμη. Κάπου θα γύριζε, κάτω. Κανένας δεν παραξενεύτηκε. Η Αρτέμη ήταν το πιο ανήσυχο παιδί απ’ όλους μας. Είχε περιέργεια απίθανη για την ηλικία της, που έφτανε ως το πάθος. Σα να προαισθανόταν πως έμελλε να μας φύγει πολύ νωρίς, γι’ αυτό ήθελε να τα μάθει όλα του κόσμου τούτου, βιαζόταν να προφτάξει πριν έρθει η μεγάλη ώρα της και είναι αργά. Όταν εμείς οι άλλοι ικανοποιούμαστε με τις πιο πρόχειρες απαντήσεις που δίναν οι μεγάλοι στις απορίες μας, εκείνη, πάντα άπιστη, οσμιζόταν μιαν άλλη αλήθεια κρυμμένη πίσω απ’ τα πέπλα που τύλιγαν τον κόσμο, ρωτούσε, ανασκάλευε, επέμενε να της πουν, επέμενε να μάθει. Έτσι βρίσκονταν κ’ οι μεγάλοι σε δυσκολία τί να της αποκριθούνε, κάθε φορά, για πράματα που δεν έπρεπε να τα ξέρει ακόμα. Λοιπόν, της λέγαν ό, τι τους ερχόταν. Τα πέπλα του κόσμου έτσι γίνονταν πιο πυκνά, η Άρτεμη το διαισθανόταν και χτυπούσε νευριασμένη τα πόδια της.«Όχι! Δεν είναι αυτό! Δεν είναι αυτό!» φώναζε, έτοιμη να κλάψει.

Όμως δεν έκλαιγε, πολύ σπάνια έκλαιγε. Τη συγκρατούσε πάντα ένα πρώιμο αίσθημα σοβαρότητας, μια αξιοπρέπεια ολότελα αφύσικη για παιδί.

Ενώ, λοιπόν, κείνο το βράδυ εμείς παίζαμε με καραβάκια από πεύκο, ανοίγει απότομα η πόρτα και χιμά μέσα η Αρτέμη. Το πρόσωπό της ήταν ξαναμμένο, αλαφρό κόκκινο χρώμα έβαφε τα χλωμά της μάγουλα, τα μεγάλα μαύρα μάτια της σπίθιζαν.

Εικονογράφηση του Σπύρου Βασιλείου για την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη

— Το μάθατε, λοιπόν; Το μάθατε;

Πεταχτήκαμε απάνω, παρατώντας τα καράβια μας, και κρεμαστήκαμε με απληστία απ’ το στόμα της.

— Τι είναι, Άρτεμη; Τι είναι;

Σα να ‘θελε να μας τυραννήσει, έριξε μια περιφρονητική ματιά στα πόδια μας, στα λατίνια και στις ψαρόβαρκες που μέναν έρημες.

— Εσείς παίζετε τα καράβια, όταν απόψε…

— Αχ, Άρτεμη, πες μας τι είναι! Πες μιας! την ικετεύαμε.

Έγινε απότομα σοβαρή, μας κοίταξε μια, κ’ έπειτα:

— Δεν είδατε τα δαδιά και τα τούμπανα που ετοιμάζουνε;

— Ετοιμάζουνε δαδιά και τούμπανα; Γιατί λοιπόν; Γιατί;

— Πόλεμος!, λέει η Άρτεμη κοιτάζοντάς μας κατάματα.

«Πόλεμος;» Τι θα πει αυτό; Κανένας μας δεν ήξερε, ποτές δεν είχαμε ακούσει παρόμοιο πλάσμα, ζώο ή πουλί ή δέντρο.

— Απόψε αρχίζει ο πόλεμος με τα τσακάλια! λέει η Άρτεμη. Μου το είπε ο Αλέξης,

Πηδήσαμε απ’ τη χαρά μας, επειδή κάτι νέο μαθαίναμε πως θα’μπαινε στη ζωή μας. Σίγουρα τίποτα παιχνίδι θα ‘ταν ο «πόλεμος»…

— Αλήθεια; Θα γίνει, λοιπόν, αυτό; Πως το είπες αυτό; Θα γίνει… πόλεμος; φωνάζαμε και πηδούσαμε.

Όμως η Άρτεμη δεν πηδούσε, δε γελούσε μαζί μας. Είχε δεμένα σφιχτά τα χείλια της και χτυπούσε τα πόδια της νευρικά. Σα να μάντευε κάτι, σαν κάτι να προαισθανόταν.

Πρώτη η Αγάπη — κοριτσάκι δέκα χρόνω τότε — πρόσεξε τη σοβαρή έκφραση της μικρότερης αδερφής μας, που τόσο παραφωνούσε με τη δική μας τη χαρά.

— Τι έχεις, Άρτεμη; της λέει.

Κ ευθύς αμέσως συνδέοντας την απορία που ξαφνικά πρόβαλε μέσα της με την έκφραση που είχε το πρόσωπο της Άρτεμης:

—… Και τι είναι αυτό το παιχνίδι, Άρτεμη; Τι είναι πόλεμος; ρώτησε δειλά.

Αχ! Αλήθεια! Τι είναι;

Τα πηδηχτά και τα ξεφωνητά μας σταμάτησαν μονομιάς, και τα μάτια πάλι στυλώθηκαν στην Άρτεμη.

— Τι είναι, Άρτεμη; Τι είναι πόλεμος;

Όμως κ’ η Αρτέμη δεν ήξερε, δεν είχε μπορέσει να καταλάβει. Της είχε αναγγείλει το νέο ο Αλέξης, ο πιο φίλος μας ανάμεσα σ’ όλους τους ζευγάδες. Μα ήταν βιαστικός και φουριόζος, κ’ η Άρτεμη δεν μπόρεσε να ρωτήσει άλλον, ανυπόμονη καθώς ήταν να μιας φέρει το νέο πρώτη. Αλλά το μυστήριο του λόγου, το ότι δεν μπορούσε να ξέρει, αυτό, δεμένο με τα προαισθήματά της, την τάραζε βαθιά.

— Δεν ξέρω! έλεγε. Που να ξέρω; Τι ρωτάτε εμένα;

Στάθηκε μια στιγμή διστάζοντας, κ’ έπειτα:

— Πρέπει να μάθω! λέει αποφασιστικά. Πρέπει να μάθω! Πηγαίνω στον παππού!

Χίμηξε στην πόρτα, τρέξαμε κ’ εμείς από πίσω της. Όπως ήμαστε αναστατωμένοι απ’ το νέο μήνυμα, περιμέναμε να βρούμε και τον παππού μας σε ταραχή, σε κίνηση. Τίποτα. Καθόταν γαλήνιος καθώς τα άλλα βράδια, σα να μη γινόταν τίποτα, τίποτα να μην έμελλε να συμβεί.

— Παππού, απόψε θα γίνει πόλεμος; λέει η Άρτεμη λαχανιασμένη, πέφτοντας στα πόδια του.

Γύρισε ξαφνιασμένος και την κοίταξε, κοίταξε κ’ εμάς όλους, τα μάτια μας που ερευνούσαν.

— Τι θα γίνει λέει;

— Πόλεμος, παππού! Απόψε δεν είναι να γίνει πόλεμος;

Στέκουν εκεί και τρέμουν απ’ την απληστία του αγνώστου, τρέμουν τα μάτια μας.

— Πόλεμος; ψιθυρίζει ο παππούς. Ποιος σας τον είπε αυτό το λόγο; Ποιος σας είπε πως θα γίνει πόλεμος;

— Έλα, παππού, μη μας το κρύβεις! φώναξε η Άρτεμη. Το ‘μαθα σίγουρα πως θα κάμουμε πόλεμο με τα τσακάλια!

Από την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη

Τότε ο παππούς άρχισε να γελά μ’ εκείνο το μακάριο παιδικό γέλιο του, να γελά και να μας κοιτάζει όλους.

— Α! Γι’ αυτό λέτε; Γι’ αυτό λέτε;

Σκούπισε τα μάτια του και χάιδεψε την Άρτεμη:

— Δεν είναι τίποτα, παιδάκια μου. Δεν είναι τίποτα.

— Πως δεν είναι τίποτα, παππού! Πως δεν είναι τίποτα! έλεγε εκείνη, φωνάζαμε κ’ εμείς. Γιατί τότε ετοιμάζουνε δαδιά και τούμπανα;

— Μα βέβαια δεν είναι τίποτα! Τα πεινασμένα τσακάλια μπορούν τώρα να μας κάνουν κακό. Λοιπόν, θα τα χτυπήσουμε. Αυτό είναι!

— Α! Θα χτυπήσουμε τα πεινασμένα τσακάλια!

— Μα βέβαια. Θα τα χτυπήσουμε.

Ακαθόριστα συναισθήματα μας είχαν κυριέψει εκείνο το βράδυ. Τι έγινε, λοιπόν, ο καλός θεός της γιαγιάς, εκείνος που μυστικά τον ικετεύαμε στην προσευχή μας να βρει και για τα πεινασμένα τσακάλια σπόρους; Τι έγινε και χάθηκε ο Μεγάλος Δράκος, θεότητα τόσο φιλική και φιλεύσπλαχνη του δάσους που, όταν πολύ πεινούσαν τα τσακάλια και φώναζαν, τα έβαζε να φάνε και να κοιμηθούνε; Κι αφού εκείνοι γίνηκαν καπνός — ο Θεός κι ο Μεγάλος Δράκος — και τα τσακάλια πεινούσαν, πως οι άνθρωποι τα χτυπούσαν έτσι σκληρά;

Ήταν πια αδύνατο να καταλάβουμε. Τα τσακάλια, από πλάσματα του δάσους που είχαν δικαίωμα να φάνε, έπρεπε τώρα να γίνουν εχτρός. Ως τότε ξέραμε μονάχα να τα φοβόμαστε, επειδή μας ήταν άγνωστα, επειδή δεν ξέραμε παρά μονάχα τη φωνή το κ’ η φωνή τους ήταν άγρια. Τώρα έπρεπε να συνηθίσουμε να τα πολεμούμε, έπρεπε να κάμουμε τα πρώτα βήματα προς το παντοδύναμο εφόδιο των ανθρώπων, το μίσος.

Τα τσακάλια, από πλάσματα του δάσους που είχαν δικαίωμα να φάνε, έπρεπε τώρα να γίνουν εχτρός.

Άγρυπνοι κείνη τη νύχτα, ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας περιμέναμε, όταν ακούστηκαν τα ουρλιαχτά των τσακαλιών που πλησίαζαν. Κρατήσαμε την ανασαμιά μας. Άξαφνα, σ’ ένα σύνθημα δοσμένο ποιος ξέρει πως, άγρια χλαπαταγή αντήχησε μες στη νύχτα: οι άνθρωποι χιμούσαν. Αλάλαζαν, χτυπούσαν τα τούμπανα, χτυπούσαν ντενεκέδες, κουνούσαν τ’ αναμμένα δαδιά. Που και που έπεφτε και καμιά ντουφεκιά. Τ’ αγρίμια, έτσι απότομα χτυπημένα, βγάλανε σπαραχτικές φωνές κι αποτραβήχτηκαν, μιά. Πάλι ξεχύθηκαν με λύσσα. Πάλι η φωνή των ανθρώπων χτύπησε απάνω στη νύχτα σα σε μπακίρι• πάλι τα ουρλιαχτά αντήχησαν. Ο αγέρας ήταν πυκνός και βαρύς από σπαραγμό, από πάθος και αφρούς. Τα άστρα κρύφτηκαν για λίγο κάτω απ’ τον καπνό. Ύστερα ήρθε ένα μεγάλο σύννεφο και τα σκέπασε.

Σωπαίναμε. Ακούγαμε. Μήτε τα δάκρυα δε θελαν να βλογήσουν τα κουρασμένα μάτια μας. Τρέμοντας μπαίναμε στο νόημα του σκληρού νόμου του κόσμου.»

Η “Αιολική Γη” του Ηλία Βενέζη εκδόθηκε το 1943. Εικονογράφηση βιβλίου: Σπύρος Βασιλείου. Για την παρουσίαση: το Φονικό Κουνέλι, Μάιος 19.

Ο συγγραφέας Ηλίας Βενέζης

Tags: , , , , ,

One Response

  1. Giannis Pit. says:

    Κλασικά αριστουργήματα, έργα της λογοτεχνίας μας. Μεγάλη μορφή ο Βενέζης και ένα ακόμα σου μεγάλο αφιέρωμα γεμάτο σεβασμό Κούνελε όπως συνήθως κάνεις.
    Χρόνια Πολλά αγαπητέ φίλε.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *