Ήταν σχεδόν ειρωνικό. Η ίδια Ευρώπη που γέννησε στις αρχές του νέου αιώνα αξιοθαύμαστες νέες μορφές τέχνης και επέκτεινε τους πνευματικούς ορίζοντες της πέρα από τα συμβατικά όρια των καιρών, έμελλε να αναλωθεί, σε βαθμό αυτοκαταστροφικό, στην συμβατική – τόσο συμβατική – περιπέτεια ενός μάταιου πολέμου. Ο κόσμος είχε δώσει πνοή στον Πικάσο και τον Προυστ, τον Φρόυντ και τον Αϊνστάιν, μα φαίνεται αυτό δεν ήταν αρκετό· δες πόσο χαμογελαστοί εξορμούσαν οι στρατιώτες για το μέτωπο εν έτει 1914, βαδίζοντας με γοργό βήμα προς την κόλαση των χαρακωμάτων και έναν πρόωρο τάφο. Θα έλεγε κάποιος πως όσο υψηλότερα άγγιζε η γηραιά ήπειρος τα ύψη, τόσο βαθύτερα βούλιαζε στο βούρκο.
Μα οι πληγές που άφησε ο Μεγάλος Πόλεμος στην Ευρώπη έμελλε να αποβούν καθοριστικές. Στα τέλη της δεκαετίας του 10 η ενισχυμένη – οικονομικά και γεωπολιτικά – Αμερική παρέλαβε πια την σκυτάλη. Οι τέχνες ασφαλώς έμελλε να καρποφορήσουν στην παλαιά ήπειρο την εποχή του Μεσοπολέμου (αποπνέοντας αέρα εξέγερσης και μια διάθεση εξερεύνησης του αχανούς εσωτερικού κόσμου), μα σε επίπεδο μαζικής κουλτούρας και ψυχαγωγίας ήταν οι Αμερικάνοι πλέον εκείνοι που κατεύθυναν τις εξελίξεις. Καθοδηγούμενοι από το επιχειρηματικό τους πνεύμα και αυτόν τον ανελέητο ατομικισμό που χαρακτηρίζει την κουλτούρα τους, σχηματίζοντας πελώριες επιχειρηματικές ενώσεις – τα λεγόμενα Τραστ – και μονοπωλώντας τις Αγορές, έμελλε να μεταμορφώσουν τον Κινηματογράφο σε έμβλημα της νέας εποχής: της εποχής των μαζών.
Από ταπεινή μορφή διασκέδασης των κατώτερων τάξεων, ο κινηματογράφος μετεξελίχτηκε στο απόλυτο Μέσο Φυγής και Απόδρασης. Οι κινηματογραφικές αίθουσες – μεγάλες και διακοσμημένες σαν παλάτια, εξοπλισμένες με πλούσιο προσωπικό μουσικών και υπαλλήλων – ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια στο γόνιμο έδαφος των πόλεων, πλάι στα πανύψηλα κτίρια, τις ανυψωμένες γέφυρες, τις αλυσίδες καταστημάτων και τους πολύφωτους δρόμους που ξεχείλιζαν, πλέον, αυτοκίνητα. Η βιομηχανία του κινηματογράφου καθοδηγούσε τη βιομηχανία του θεάματος – και το θέαμα κατέκλυζε τον διψασμένο γι’ αυτό κόσμο. Τα αστέρια είχαν κατέβει απ’ τον ουρανό και πλούμιζαν τα κινηματογραφικά πανιά, σκορπίζοντας αστραφτερά χαμόγελα και μάταιες υποσχέσεις.
Ήταν μόλις 1910 όταν γυρίστηκε η πρώτη ταινία σ’ ένα μικρό, ηλιόλουστο χωριό βόρεια του Λος Άντζελες, το κλίμα του οποίου διευκόλυνε τα γυρίσματα των έργων· η ταινία ονομαζόταν «Στην Παλιά Καλιφόρνια» [“In Old California”]. Σκηνοθέτης της ένας νεοφερμένος αμερικάνος στον χώρο του κινηματογράφου: Ο David Llewelyn Wark Griffith – γνωστότερος με το συντομότερο D.W. Griffith. Όσο αφορά το όνομα εκείνου του μικροσκοπικού χωριού, το οποίο έμελλε να μεγαλώσει και να φουσκώσει σαν μπαλόνι, να υψωθεί στους ουρανούς και να ταξιδέψει σε όλο το μήκος της γης… ήταν Hollywood.
Καλώς ήρθατε στον εικοστό αιώνα.
Ο Ντέιβιντ Γκρίφιθ και το υπερτροφικό μωρό
Κάθε μικρό παιδί, όταν κάνει τα πρώτα του βήματα, χρειάζεται έναν ενήλικα να το πάρει από το χέρι και να το βοηθήσει να στηριχτεί στα δυο του πόδια. Ήταν ο Γκρίφιθ εκείνος ο ενήλικας και το παιδί φυσικά δεν ήταν άλλο από τον κινηματογράφο. Βέβαια έρχεται και η στιγμή που το παιδί πρέπει να απαλλαγεί απ’ τον ενήλικα – να κατορθώσει να βαδίσει μονάχο του (αν του το επιτρέπει το κράτος με την ανεργία και τους χαμηλούς μισθούς του!). Στα χέρια του Γκρίφιθ το βλαστάρι μας σημείωσε εντυπωσιακά βήματα που μετεξελίχτηκαν κυριολεκτικά σε άλματα – μα η πατρική σκιά του Γκρίφιθ έφτασε να δεσπόζει, σχεδόν ανησυχητική, απάνω του, καθοδηγώντας το, μα παράλληλα αντιμετωπίζοντάς το μονίμως σαν ένα μικρό παιδί. Ο κινηματογράφος δεν ενηλικιώθηκε απότομα με τον Γκρίφιθ· παρέμεινε παιδί, μα ένα παιδί γιγαντωμένο σε υπέρογκες διαστάσεις, εντυπωσιάζοντας τον κόσμο με τις μοναδικές του δυνατότητες. Ένα υπερτροφικό μωρό που μιλάει ήδη ξένες γλώσσες, μα συναισθηματικά δεν έχει ωριμάσει.
Ο Γκρίφιθ υπήρξε ο σημαντικότερος αμερικανός σκηνοθέτης της δεκαετίας του Πολέμου. Οι καινοτομίες που καθιέρωσε, οι πρωτοποριακές του επινοήσεις και η απήχηση των έργων του δεν είχαν προηγούμενο. Ο κινηματογράφος ποτέ ξανά δεν θα ήταν ίδιος μετά από αυτόν. Παράλληλα όμως ξεχωρίζει για ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα έργα στην ιστορία του κινηματογράφου, μια ταινία που όσο θαυμασμό προκάλεσε τον καιρό εκείνον που προβλήθηκε, άλλη τόση αποδοκιμασία επέφερε σε μια μεγάλη μερίδα του κόσμου. Ο λόγος για την «Γέννηση Ενός Έθνους»: ένα από τα σημαντικότερα και, ταυτόχρονα, πιο αμφιλεγόμενα φιλμ όλων των εποχών.
6 # Η Γέννηση Ενός Έθνους [“Birth Of A Nation”, ΗΠΑ, 1915]
Σκηνοθεσία: D. W. Griffith
Η «Γέννηση Ενός Έθνους» υπήρξε το πιο πετυχημένο εμπορικά φιλμ μέχρι το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» του 1939 – για ένα διάστημα σχεδόν 25 χρόνων, διανύοντας ορισμένες από τις λαμπρότερες μέρες στην ιστορία του κινηματογράφου. Και αυτό από μόνο του λέει πολλά. Καταλαμβάνοντας τρεις ώρες, επρόκειτο για ένα έπος που ξετυλίγεται στα χρόνια του αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, μα και στην περίοδο της Ανοικοδόμησης που ακολούθησε. Επηρεασμένος από τα ιταλικά επικά φιλμ της εποχής του, ο Γκρίφιθ επέκτεινε το κινηματογραφικό ιστορικό δράμα σε πρωτόγνωρα ύψη για τα δεδομένα των καιρών. Οι θεατές που εξορμούσαν κατά χιλιάδες στις αίθουσες έμεναν αποσβολωμένοι από τα φαντασμαγορικά σκηνικά, τα πιστά στην εποχή κουστούμια, τις απεικονίσεις των μαχών, τα εντυπωσιακά γενικά πλάνα, τις μοναδικές κοντινές λήψεις στα πρόσωπα των ηθοποιών, την ίδια την παρουσίαση της δολοφονίας του Αβραάμ Λίνκολν – τόσο ρεαλιστικά δοσμένη που ένιωθες που άνοιγε ένα παράθυρο στην εποχή εκείνη και πως αυτό που παρακολουθούσες δεν ήταν μια κινηματογραφική ταινία, μα ρεπορτάζ, πιστή καταγραφή μιας εποχής, που κάπως ξεπήδησε μέσα στο χρόνο.
Να αναφέρουμε ορισμένες από τις τεχνικές καινοτομίες της ταινίας; Οι εναλλαγές μεταξύ σκηνών που εκτυλίσσονται παράλληλα (cross-cutting)· η διαδοχή ανάμεσα σε μακρινά (γενικά) και κοντινά πλάνα· η εμβάθυνση στην ψυχολογία των ηθοποιών μέσα από τις εκφράσεις τους· ο ρεαλιστικός φωτισμός και τα απολύτως πειστικά εφέ (για παράδειγμα στη διάρκεια των μαχών, στις οποίες τα γενικά πλάνα, οι καπνοί και οι εκρήξεις δίνουν την αίσθηση πως αυτό που βλέπεις είναι αληθινό και όχι αποτέλεσμα ενός στούντιο)· οι ιδιαίτερες γωνίες λήψης· η χρήση των flashback, του fade in και του fade out· το travelling της κάμερας· μα πάνω απ’ όλα, η αίσθηση πως εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου ένα αληθινό ιστορικό δράμα, δοσμένο μέσα από τα μάτια των βασικών του χαρακτήρων, περιγράφοντας την προσωπική τους ιστορία, τα πάθη, τους έρωτες, τα μίση, τους κινδύνους τους… ο κινηματογράφος ως αφηγηματικό μέσο ποτέ άλλοτε δεν είχε κάνει τόσο σθεναρή την παρουσία του. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως με τον Γκρίφιθ το σινεμά καθιερώθηκε πλέον ως το μεγάλο οπτικό μυθιστόρημα της νέας εποχής – όπως το γνωρίζουμε σήμερα.
Μα αν είχε μάθει να πετάει πρόωρα, το μωρό παρέμενε μωρό – όσο καινοτόμο και αν ήταν το έργο οπτικά και αφηγηματικά, άλλο τόσο ανώριμο παρέμενε σε επίπεδο περιεχομένου. Η «Γέννηση Ενός Έθνους» σκόρπισε τότε τον ενθουσιασμό (ανάμεσα στους θαυμαστές της υπήρξε και ο αμερικανός πρόεδρος Woodrow Wilson), μα σήμερα βλέποντας την δεν μπορούμε παρά να αγανακτούμε μπροστά στο κατάφωρο ρατσιστικό της περιεχόμενο. Βασισμένη στο βιβλίο του Thomas Dixon “The Clansman: An Historical Romance of the Ku Klux Klan”, η ταινία παραμένει ως σήμερα ένα από τα πιο αντιδραστικά φιλμ όλων των εποχών: ήδη από την πρώτη κιόλας σκηνή, ο μαύρος πληθυσμός των ΗΠΑ παρουσιάζεται ως «ο σπόρος που έσπειρε τη διχόνοια» στη χώρα.
Το δεύτερο μέρος του έργου, το οποίο ασχολείται με την περίοδο της Ανοικοδόμησης, είναι τόσο έκδηλα ρατσιστικό, που σχεδόν σε πιάνουν τα γέλια βλέποντάς το. Γελάς για να αποτρέψεις την αίσθηση της αηδίας με αυτά που ξετυλίγονται μπροστά στα έκπληκτα μάτια σου: οι μαύροι παρουσιάζονται ως τεμπέληδες, ανίκανοι, βίαιοι και επικίνδυνοι, ορμώμενοι από τα χαμηλότερα δυνατά ένστικτα· η χώρα κυλούσε αρμονικά τον καιρό που ο λευκοί κατείχαν τα ηνία, μα από την εποχή που οι μαύροι αποτίναξαν τις αλυσίδες τους τα πράγματα ακολούθησαν την κατιούσα. Εν τέλει είναι η ηρωική Κου Κλουξ Κλαν εκείνη που σώζει την κατάσταση. Η Κου Κλουξ Κλαν, τα μέλη της οποίας παρουσιάζονται σαν ιππότες σε λευκές στολές, αληθινοί ήρωες καβάλα στ’ άλογά τους, ικανοί να ανοικοδομήσουν τη χώρα πάνω στις σωστές αξίες, που τόσο κινδύνεψαν στα χέρια των μαύρων.
Ανάμεσα στους μαύρους χαρακτήρες, εκείνοι που παρουσιάζονται ως «καλοί» είναι οι υπάκουοι (πρώην) σκλάβοι και υπηρέτες. Εκείνοι που αρνούνται να προδώσουν τον άξιο, λευκό αφέντη τους, μα μένουν πιστοί στην παλαιά τάξη πραγμάτων. Τα αιώνια παιδιά, έχοντας ανάγκη κάποιος να τους κρατάει από το χέρι – ένας λευκός αφέντης να τους ποδηγετεί, προκειμένου να μην ξεστρατίσουν. Αξίζει εξάλλου να αναφέρουμε πως τους σημαντικότερους μαύρους χαρακτήρες στο φιλμ δεν τους υποδύονται αληθινοί μαύροι – μα λευκοί, έχοντας βάψει το πρόσωπό τους – μια παράδοση από τον παλιό καιρό των αμερικανικών θεατρικών παραστάσεων, που έμελλε να επιζήσει περίπου μια εικοσαετία ακόμα.
Μετά από όλα αυτά είναι άραγε άξιο απορίας το γεγονός πως η ταινία συνέβαλε στην ενδυνάμωση της (αληθινής) Κου Κλουξ Κλαν, η οποία είδε τα μέλη της να αυξάνονται με αλματώδεις ρυθμούς και φρόντιζε για πολλά χρόνια να προβάλλει το φιλμ στους νεοφερμένους, ως προπαγανδιστικό εργαλείο; Πως ξεδιπλώθηκαν ρατσιστικά φαινόμενα σε πλήθος πόλεων; Μα και πως το έργο αποκηρύχτηκε από την NAACP (Εθνική Οργάνωση Για Την Πρόοδο Των Εγχρώμων), καθώς και από μια μερίδα αγανακτισμένου κόσμου – πολύ λιγότερου όμως από το πλήθος εκείνων που είχαν ενθουσιαστεί μαζί της, μετατρέποντάς την στη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στην ιστορία του βωβού κινηματογράφου.
7 # Μισαλλοδοξία [“Intolerance”, ΗΠΑ, 1916]
Σκηνοθεσία: D. W. Griffith
Ο τίτλος του έργου είναι ενδεικτικός. Αν το “Birth of a Nation” υπήρξε το πλέον αντιδραστικό και ρατσιστικό φιλμ των καιρών του, η «Μισαλλοδοξία» ήταν ένα έργο που μιλούσε για τη σημασία της αποδοχής της διαφορετικότητας και τη σπουδαιότητα της ειρήνης – καταμεσής μιας πολεμόχαρης εποχής. Βρισκόμαστε στο έτος 1916, τον καιρό που οι Ηνωμένες Πολιτείες προετοιμάζονταν να εισχωρήσουν με τη σειρά τους στην υπερατλαντική περιπέτεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Και την εποχή εκείνη τα πλέον αποδεκτά και εμπορικά επιτυχημένα φιλμ ήταν εκείνα που προπαγάνδιζαν τις αξίες του πολέμου – όχι το αντίθετό τους! Θα έλεγε κάποιος πως το νεότερο, πασιφιστικό επιχείρημα του Γκρίφιθ ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία εξαρχής.
Επρόκειτο για το μεγαλύτερο έπος που είχε γυριστεί ως τότε. Μια φαντασμαγορική παραγωγή, υπερβαίνοντας τις τρεις ώρες, μπολιασμένη με συγκλονιστικά σκηνικά, χιλιάδες κομπάρσους, επικές μάχες, φαντασμαγορικά πλάνα, ανυπέρβλητες εικόνες. Παρουσιάζοντας παράλληλα τέσσερις ιστορίες σε διαφορετικό τόπο και χρόνο, από την αρχαία Βαβυλώνα στη Γαλλία της Σφαγής του Αγίου Βαρθολομαίου, και από την εποχή του Χριστού στη σύγχρονη κοινωνία του 20ου αιώνα, το έργο ξετυλίγει το πασιφιστικό του μήνυμα, τονίζοντας τη σπουδαιότητα της καθολικής αγάπης και της αποδοχής της διαφορετικότητας. Παράλληλα προσφέρει στο θεατή το πλέον εντυπωσιακό θέαμα που είχε αντικρίσει ως τότε – κανένα άλλο έργο δεν ήταν τόσο λαμπρό σε σκηνικά, σε τοπία, σε κοστούμια, σε εφέ.
Σκηνές εξάλλου όπως της Lillian Gish, η οποία παρουσιάζεται ως αιώνια Μάνα που νανουρίζει το μωρό στην Κούνια – τότε και τώρα και για πάντα, χαρίζοντάς μας μία από τις εμβληματικότερες εικόνες στην ιστορία του κινηματογράφου, έχουν χαραχτεί για πάντα στη μνήμη. Το έργο σχεδόν εξιλεώνει το δημιουργό του από το κατάφωρα ρατσιστικό, προηγούμενο εγχείρημά του.
Μα δες ποια ήταν η ειρωνεία. Η «Μισαλλοδοξία» απέτυχε εμπορικά. Ο κόσμος δεν ενδιαφερόταν να δει ένα έπος με ανθρωπιστικά μηνύματα. Βρισκόμασταν σε εποχή πολέμου! Η πολύπλοκη δομή του εξάλλου, και η εναλλαγή ανάμεσα σε τέσσερις διαφορετικές ιστορίες λειτούργησαν αρνητικά, μπερδεύοντας τους θεατές, οι οποίοι αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν ένα τόσο μπλεγμένο αφηγηματικά φιλμ. Οι κριτικές που δέχτηκε η ταινία ήταν αντιφατικές και εν τέλει, το υπέρογκο κόστος παραγωγής στάθηκε αδύνατο να ξεπεραστεί. Το στούντιο χρηματοδότησης του Γκρίφιθ είδε τα ταμεία του ν’ αδειάζουν και κατέληξε στη χρεοκοπία.
Εν τέλει έμελλε να είναι η «Γέννηση Ενός Έθνους» το φιλμ εκείνο για το οποίο θα θυμόταν ο περισσότερος κόσμος τον Γκρίφιθ – το έργο που θα σάρωνε τα ταμεία και τις κριτικές. Η ρατσιστική και αντιδραστική «Γέννηση Ενός Έθνους» και όχι η ανθρωπιστική «Μισαλλοδοξία».
Με την εμπορική αποτυχία της «Μισαλλοδοξίας» τελείωνε μια εποχή. Ποτέ ξανά δεν θα αναλάμβανε ο Γκρίφιθ τόσο φαντασμαγορικές παραγωγές. Και ο κινηματογράφος θα εστίαζε σε μικρότερες ιστορίες, λιγότερο επικές, δίνοντας έμφαση στις προσωπικές ιστορίες των χαρακτήρων του. Η ίδια η λογοτεχνία εξάλλου ξεκίνησε μεν απ’ το Έπος, μα στη συνέχεια προχώρησε αλλού… πως θα μπορούσε η κινηματογραφική αφήγηση να κάνει διαφορετικά.
8 # Το Σπασμένο Κρίνο [“Broken Blossoms”, ΗΠΑ, 1919]
Σκηνοθεσία: D.W. Griffith
Κάποιες φορές το απλό είναι το περισσότερο όμορφο. Όχι το εντυπωσιακό, όχι το φαντασμαγορικό – σίγουρα όχι το ακριβό. Στις λεπτομέρειες κάποιες φορές βρίσκεται η ομορφιά. Σε μια απαλή μελωδία, όχι σε ήχους πομπώδεις και επικούς. Σ’ ένα φυσικό τοπίο κάποιας παλιάς γειτονιάς, περιχυμένο στο ημίφως, όχι σε περίλαμπρα, επιβλητικά στην όψη σκηνικά. Σ’ ένα απλό χαμόγελο, μια χειρονομία, μια λεπτομέρεια του σώματος – όχι στη γενική εικόνα, όχι σε πολύπλοκες στάσεις και προκατασκευασμένες λέξεις. Ίσχυε τότε. Ισχύει και τώρα.
Η ταινία “Broken Blossoms” δεν είναι η γνωστότερη ταινία του Γκρίφιθ, ούτε η πιο επιβλητική. Δεν είναι το έργο που άλλαξε την πορεία του κινηματογράφου, ούτε η ταινία που εντυπωσίασε με τις τεχνικές καινοτομίες της. Είναι όμως σίγουρα το ομορφότερο από τα φιλμ του. Δώστε μου τον Γκρίφιθ του «Σπασμένου Κρίνου» – και κρατήστε τον άλλον, τον αμφιλεγόμενο, για τα χρονικά. Ο πρώτος είναι που με αγγίζει περισσότερο.
Πρόκειται για ένα απλό στη δομή του φιλμ, που αφηγείται τη συνάντηση και την αγάπη δύο περιθωριακών φιγούρων στις συνοικίες μιας ξένης γι’ αυτούς, πόλης. Καταμεσής του ομιχλώδους λιμανιού, κακόφημων κρησφύγετων οπίου και παρακατιανών, φτωχικών σπιτιών, συναντιούνται ένας Κινέζος και μια νεαρή κοπέλα. Το κορίτσι υπόκειται στη συνεχή κακομεταχείριση του βάρβαρου πατέρα της και αποζητά στον Κινέζο ένα καταφύγιο από έναν κόσμο σκληρό και επικίνδυνο. Ο ίδιος ο Κινέζος, καταμεσής μια πολιτείας που τον αντιμετωπίζει σαν περιθωριακό στοιχείο, βλέπει στην κοπέλα ένα ραγισμένο άνθος, τα πέταλα του οποίου προσπαθεί, όπως μπορεί, να ανασυγκροτήσει.
Το έργο είναι χαρακτηριστικό του στυλ του «Μελοδράματος». Περισσότερο ποιητικό, παρά ρεαλιστικό, προβαίνει σε απόλυτες αντιθέσεις «καλού» και «κακού», μοιάζοντας σε σημεία με μια παιδική ιστορία – απλά δοσμένη και βασισμένη στο συναίσθημα. Η κοπέλα συνιστά την προσωποποίηση του «αγαθού κοριτσιού», θύματος ενός σκληρού κόσμου, το καθάριο βλέμμα της οποίας ξεχειλίζει με αγνότητα – όμοια με λευκό λουλούδι. Ο Κινέζος έλκεται από το λουλούδι, μα αποφεύγει να το κόψει – να το κάνει δικό του. Η ταινία σαφώς εξιδανικεύει την πραγματικότητα, θυμίζοντας κάποιο όνειρο κάποιας άλλης εποχής – ενώ παράλληλα καθιστά φανερή την αντίληψη των καιρών (και του ίδιου του Γκρίφιθ) περί κοριτσίστικης αγνότητας.
Μα περισσότερο από την απλή ιστορία, είναι η μοναδική του εικόνα εκείνη που εκτοξεύει το έργο. Χαρακτηριστική μιας τεχνικής που ονομάστηκε “Soft Style”, η φωτογραφία απαλύνει τις έντονες αντιθέσεις και σκορπίζει παντού έναν απαλό τόνο, ένα καθάριο φως, που φαίνεται να περιλούζει με μια ονειρική διάθεση τους χαρακτήρες και τα σκηνικά. Η ομορφιά της Λίλιαν Γκις – που υποδύεται την νεαρή κοπέλα και η οποία είχε μετατραπεί πλέον σε μούσα του Γκρίφιθ – είναι εξωπραγματική, διάφανη, αγγελική, όπως αχνοφέγγει πάνω της το φως. Η εκφραστικότητά της αποκαλύπτει τη δύναμη της ηθοποιού να αποδώσει συναισθήματα δίχως να πει κουβέντα – τη δύναμη του βωβού κινηματογράφου, ο οποίος πια διαπίστωνε πως μπορούσε να πει μεγάλα πράγματα με τον πλέον απλό τρόπο. Για την τεχνική του “Soft Style” χρησιμοποιήθηκαν ως και σεντόνια που κρέμονταν από το ταβάνι, προκειμένου να απαλύνουν την εικόνα και να αποδώσουν το υπερκόσμιο αυτό συναίσθημα.
Το «Σπασμένο Κρίνο» είναι το πρώτο κινηματογραφικό ποίημα – το πρώτο έργο που μετουσίωσε σε εικόνα την εξιδανικευμένη ομορφιά ενός άλλου κόσμου. Ενός κόσμου περισσότερο συγγενικού στο όνειρο, παρά στην πραγματικότητα.
Το μωρό στα χέρια του Γκρίφιθ είχε μάθει πρόωρα να πετά, η πτήση του ήταν εντυπωσιακή και ανώριμη συνάμα. Μα κάποια στιγμή έπεσε και άρχισε πια να βλέπει τον κόσμο με τα καθάρια μάτια, όχι ενός ενήλικα, μα ενός παιδιού. Και ο κόσμος φάνταζε φρέσκος και γεμάτος προκλήσεις. Ήταν καιρός πια να παραδώσει τη σκυτάλη στον επόμενο.
Η ιστορία του D.W. Griffith στο αφιέρωμά μας φτάνει πια στο τέλος της. Μα η ιστορία του κινηματογράφου συνεχίζεται…
7 Responses
"Κούνελε" για μια ακόμα φορά τα θερμά μου συγχαρητήρια φίλε για την εγκυκλοπαιδική συγκρότηση και παρουσίαση ενός ακόμα θέματός σου.
Πάντα η δουλειά σου είναι γεμάτη σεβασμό απέναντι στους αναγνώστες σου σε ότι μας δίνεις, το παρουσιάζεις με μεράκι, απόλυτα ενημερωμένο και οργανωμένο.
Να σε ευχαριστήσουμε μια ακόμα φορά.
Καλή Κυριακή.
Και σε σένα μια όμορφη Κυριακή εύχομαι, Γιάννη. Και όπως πάντα, ευχαριστώ θερμά για τα καλά σου λόγια!
Πολύ το ευχαριστήθηκα το αφιέρωμα, κουνελάκι! Και, κυρίως, έμαθα πολλά πράγματα που δεν γνώριζα. Ευχαριστώ την τύχη μου που ανακάλυψα το λαγούμι σου!
Δεν έχω παρά να σου ευχηθώ μια όμορφη Κυριακή Pippi! Και όπως διαπιστώνω είναι ωραία, ηλιόλουστη μέρα σήμερα…
Αυτή είναι ανάρτηση στα μέτρα του Γιάννη cineful. Δηλώνω παντελώς άσχετη!!!
Εξαιρετική η δουλειά που έκανες για την προσέγγιση και παρουσίαση του καλλιτέχνη. Πραγματικά υπήρξε ιδιαίτερα επιδραστικός για την εξέλιξη του κινηματογράφου.Μερικές παρατηρήσεις ως προς τον άνθρωπο – σκηνοθέτη.
Πατέρας του ήταν ο συνταγματάρχης Τζέικομπ Γουόρκ Γκρίφιθ, χρυσοθήρας, μεγαλοκτηματίας και τσαρλατάνος, που ενίοτε πουλούσε φαρμακευτικά παρασκευάσματα χωρίς άδεια. Ο Τζέικ, που ισχυριζόταν ότι καταγόταν από Ουαλούς πολέμαρχους βασιλείς, μπήκε στον στρατό των Νοτίων το 1861, όταν κάηκε το σπίτι του από αντάρτες των Βορείων και κατάφερε να γίνει αντισυνταγματάρχης, στη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου.. Για τον μελλοντικό σκηνοθέτη Ντέηβιντ, αυτή η εικόνα ήταν μια μόνιμη υπενθύμιση της ήττας των Νοτίων…. Η ταινία που έμελλε να τον κάνει παγκοσμίως γνωστό έχει δύο κυρίαρχα (σεναριακά) χαρακτηριστικά του νεαρού (τότε) κινηματογράφου. 1ον Η εντυπωσιακές υπερπαραγωγές προσελκύουν εισητήρια. 2ον Το θέμα πρέπει να μην θίγει την άρχουσα τάξη (αντιθέτως να υποβιβάζει πιθανούς διαφωνούντες) και ο D. W. Griffith τα κατάφερε περίφημα.
Ο Γκρίφιθ έκανε διάφορα επαγγέλματα μέχρι που εργάστηκε στο θέατρο, όπου απέκτησε πολύτιμη καλλιτεχνική εμπειρία. Με το καλλιτεχνικό όνομα Λόρενς Γκρίφιθ, έπαιξε πολλούς μικρούς ρόλους και δούλεψε ως βοηθός της Σάρα Μπερνάρ…. Η χρήση των (κινηματογραφικών) σημείων στίξης, του μοντάζ και ο τρόπος αφήγησης είναι εξαιρετικός. Η βασική του επιρροή υπήρξε
Η Cabiria είναι μια κλασσική ταινία του βωβού κινηματογραφου, γυρισμένη στην Ιταλία το 1914 από τον Τζιοβάνι Παστρόνε.
Το σενάριο είχε γράψει ο Ιταλός συγγραφέας Γκαμπριέλε ντ'Ανούντσιο. Η κινηματογραφία της ταινίας υπήρξε πρωτοποριακή και άκρως εφευρετική για τα δεδομένα της εποχής (είναι η πρώτη ταινία που η κάμερα κινείται και εγκαταλείπεται το στατικό θεατρικό ύφος), αποτελώντας μεγάλη επιρροή για την ταινία «Η Γέννηση Ενός Έθνους».Η «Καμπίρια» προκάλεσε αντιπαραθέσεις εξαιτίας της πολιτικής φύσεως του κεντρικού θέματός της. Η παραγωγή της ταινίας έγινε από τον υπερ-εθνικιστή Γκαμπριέλε ντ'Ανούντσιο και η ταινία βγήκε στις αίθουσες αμέσως μετά τον Ιταλο-Τουρκικό πόλεμο, που είχε σαν αποτέλεσμα την κατάκτηση από την Ιταλία Βορειο-Αφρικανικών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.Ο παραλληλισμός στην ταινία, με τη Ρώμη να κατακτά την Καρχηδόνα, μπορεί να ειδωθεί και σαν μια επιβράβευση του Ιταλικού ιμπεριαλισμού. Οι ομοιότητες δεν είναι τυχαίες και συμπτωματικές.
Ως εμπλεκόμενος στους χώρους του κινηματογράφου και του θεάτρου έχω μεγάλη δυσκολία να μην αναγνωρίσω την καλλιτεχνική αξία του σκηνοθέτη. Ως άνθρωπος κατηγορώ τον D. W. Griffith για την επιλογή και την προσέγγιση στην ταινία «Η Γέννηση Ενός Έθνους» και τον σκηνοθέτη-παραγωγό για την γέννηση ενός τέρατος που στον βωμό του κέρδους καταστρέφει κάθε προσπάθεια εναλλακτικής δημιουργίας.
Δεν θα συμπληρώσω πολλά στο σχόλιό σου, Σάκη, καθώς δεν θεωρώ πως συνιστά ένα απλό σχόλιο – μα ένα ιδανικό συμπλήρωμα του βασικού κειμένου και, επιπρόσθετα, μια πολύτιμη πηγή πληροφόρησης. Χαίρομαι, επίσης, που επέλεξες να καταθέσεις το σχόλιο εδώ στο blog και όχι στο Facebook – μια που θα παραμείνει και θα μπορεί να το διαβάσει κάθε μελλοντικός επισκέπτης του αφιερώματος.
Εκ μέρους όλων των αναγνωστών, ευχαριστώ.