Το Θηρίο Μέσα σου… Ένα αφιέρωμα στον “Άρχοντα των Μυγών”

Enter the rabbit's lair...

Ένα αφιέρωμα στον Άρχοντα των Μυγών... από το Φονικό Κουνέλι

«Το θέμα είναι: Υπάρχουν φαντάσματα, Πίγκυ; Ή θεριά;», ρώτησε ο Ραλφ.

 «Βεβαίως και δεν υπάρχουν».

«Γιατί όχι;»

«Γιατί τότε τίποτα δεν θα είχε νόημα. Τα σπίτια και οι δρόμοι και… η τηλεόραση… δεν θα λειτουργούσαν».

«Σε τούτο το νησί, όμως, δεν υπάρχουν όλα αυτά. Αν μας παρακολουθούν και περιμένουν;»

Ήταν 1954 όταν ο κόσμος, τινάσσοντας ακόμα από πάνω του τις στάχτες ενός Πολέμου, είδε να δημοσιεύεται ένα παράξενο μυθιστόρημα με τον τίτλο «Ο Άρχοντας των Μυγών» [“Lord Of The Flies”]. Συγγραφέας του ένας Βρετανός, ο William Golding. Τον πρώτο καιρό το βιβλίο δεν σημείωσε ιδιαίτερη απήχηση, μα με το πέρασμα των χρόνων η φήμη του εξαπλώθηκε – και τελικά καταξιώθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της βρετανικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Θέμα του μυθιστορήματος μια μεγάλη ομάδα παιδιών που πέφτουν από ένα αεροπλάνο και καταλήγουν, μόνα, σ’ ένα ακατοίκητο νησί, καταμεσής του μεγάλου ωκεανού…

Ο συγγραφέας δεν μας εξηγεί πως βρέθηκαν τα παιδιά στο αεροπλάνο, ή ποια υπήρξε η προηγούμενη ζωή τους. Γνωρίζουμε μόνο πως προέρχονται από καλοστεκούμενες βρετανικές οικογένειες της αστικής τάξης – έχοντας συνηθίσει σ’ έναν άνετο τρόπο ζωής, πηγαίνοντας σχολείο, συμμετέχοντας σε μουσικές ή αθλητικές ομάδες, παίζοντας παιχνίδια και πίνοντας το τσάι τους στις πέντε.

Οι γονείς τους όμως φαίνεται πως πολεμούν σε κάποιο απροσδιόριστο πόλεμο, κάπου μακριά, πέρα απ’ τα ήσυχα νερά του ωκεανού… έναν πόλεμο που αναφέρεται έμμεσα, σαν κάτι μακρινό, κάτι που δεν σχετίζεται με το δικό τους κόσμο – μα αφορά τον κόσμο «των μεγάλων». Και τα παιδιά, ντυμένα ακόμα στις σχολικές στολές τους, έχοντας πια βρεθεί καταμεσής ενός άγνωστου νησιού, καλούνται να επιβιώσουν μοναχά τους.

 

Στην αρχή όλα μοιάζουν με παιχνίδι – και ο συγγραφέας, γράφοντας σε μια απλή, σχεδόν παιδική γλώσσα, μας δημιουργεί μια αντίστοιχη διάθεση. “Σύμφωνοι, είμαστε μόνοι μας στο νησί, μα όπου νά ‘ναι θα έρθουν οι Μεγάλοι να μας σώσουν. Στο μεταξύ λοιπόν ας το φχαριστηθούμε!”. Έτσι φαίνεται να σκέφτονται τα παιδιά του βιβλίου… συστήνονται λοιπόν ο ένας στον άλλο, χτίζουν πρόχειρες (από φυτά και ξύλα) κατασκευές για διαμονή, εκλέγουν έναν «αρχηγό» ανάμεσά τους και ζουν μαζεύοντας φρούτα, πίνοντας νερό και παίζοντας ανέμελα στην παραλία… Τι ωραίο που είναι να είσαι παιδί! σκέφτεσαι.

Μέχρι που οι σκιές πυκνώνουν στο νησί… και τα παιδιά σταδιακά αποκαλύπτουν μια βαθύτερη πτυχή τους. Ως τώρα είχαν μάθει να ζουν εντός ενός πολιτισμένου πλαισίου. Μα τώρα που το πλαίσιο αυτό απέχει· τώρα που δεν υπάρχουν γύρω τους τα σπίτια, το σχολείο, η τηλεόραση, οι ειδήσεις, το πρόγραμμα της καθημερινότητας· τώρα που απουσιάζουν οι Μεγάλοι και ο κόσμος τους· τώρα που λείπουν οι κανόνες συμπεριφοράς, τα «σωστά» και τα «λάθος», οι κώδικες ηθικής, η αίσθηση συμμετοχής σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο…

Τώρα που καλούνται να δημιουργήσουν ένα κοινωνικό πλαίσιο αναμεταξύ τους, μια δική τους μικρή κοινωνία εκ του μηδενός – τί κοινωνία θα είναι αυτή;

Και αν ο «πολιτισμός» δεν είναι κάτι που μας χαρακτηρίζει, σε βάθος, σαν ανθρώπινα όντα… μα συνιστά μονάχα ένα προκάλυμμα; Απόκρυψη μιας βαθύτερης τάσης που δε γνωρίζει όρια, που ρέπει τόσο προς την απόλυτη ελευθερία, όσο και προς την απόλυτη βαρβαρότητα; Και αν τα φαντάσματα που φοβούνται τα παιδιά, πως κρύβονται κάπου μέσα στο νησί, δεν κρύβονται παρά μέσα στους ίδιους τους εαυτούς τους;

Το έργο αυτό, φαινομενικά ένα βιβλίο που μιλάει για παιδιά, είναι στην πραγματικότητα μια δήλωση γύρω απ’ την ανθρώπινη κατάσταση. Και το γεγονός πως ο Γκόλντινγκ χρησιμοποιεί αποκλειστικά παιδιά ως χαρακτήρες εντείνει ακόμα περισσότερο τον προβληματισμό. Γιατί συχνά μέσα από τον αυθορμητισμό ενός παιδιού μπορούμε να δούμε τον ενήλικα σε ακατέργαστη μορφή – δίχως τα διάφορα «φίλτρα» του πολιτισμού. Μακριά από ταινίες, βιβλία ή απλά τα νέα στις ειδήσεις, η εικονική βία των οποίων φτάνει να μας δημιουργεί μια ευχάριστη ψευδαίσθηση: πως όλα αυτά είναι «πέρα και έξω» από μας, κι εμείς, οι «πολιτισμένοι», τα σχολιάζουμε εξ’ αποστάσεως…

Μέχρι να βρεθούμε οι ίδιοι καταμεσής μιας κατάστασης όπου τα μέσα του πολιτισμού απέχουν εντελώς. Όπως τα παιδιά του βιβλίου. Τί μένει τότε από όλα εκείνα που μας έκαναν πολιτισμένους; Τί μένει από εκείνα που μας έκαναν ανθρώπους;

Υπάρχουν φαντάσματα λοιπόν; Υπάρχει κάποιο θηρίο που κρύβεται εκεί πέρα στα δέντρα, πίσω από τους θάμνους και περιμένει να έρθει η νύχτα για να επιτεθεί;

 

Η Λεπτή Γραμμή μεταξύ Παραδείσου και Κόλασης

«Κύμα το κύμα, ο Ραλφ παρακολουθούσε τη θάλασσα να σηκώνεται και να πέφτει, μέχρι που του φάνηκε πως το μυαλό του είχε μουδιάσει. Μετά, σιγά σιγά, το σχεδόν άπειρο μέγεθος αυτής της έκτασης επιβλήθηκε στην προσοχή του. Αυτό ήταν το χώρισμα, το φράγμα. Στην άλλη πλευρά του νησιού, τυλιγμένος το μεσημέρι από τους αντικατοπτρισμούς, προστατευμένος από την ασπίδα της γαλήνιας λιμνοθάλασσας, μπορούσες να φαντάζεσαι τη διάσωση· αλλά εδώ, βλέποντας την ωμή δύναμη του ωκεανού, τα μίλια που σε χώριζαν από την πατρίδα, ένιωθες ανίσχυρος, ένιωθες καταδικασμένος, ένιωθες…»

Όλοι μας, λίγο πολύ, έχουμε ονειρευτεί ένα νησί σαν εκείνο του μυθιστορήματος. Φοίνικες, φρούτα σε αφθονία, παραλίες με παρθένα λευκή άμμο, πλούσια βλάστηση, και μια θάλασσα γαλάζια σαν πίνακας ζωγραφικής.

Μα ακόμα και το ωραιότερο μέρος του κόσμου δύναται να μεταμορφωθεί σε σκηνικό ενός εφιάλτη – γιατί δεν είναι το περιβάλλον καθ’ εαυτό που έχει σημασία, μα η θέση μας σε αυτό. Είναι πολύ διαφορετικό να επισκέπτεσαι ένα τόσο μαγευτικό νησί σαν επισκέπτης ή τουρίστας… ή να έχεις κάποιο σπίτι όπου μπορείς να δραπετεύεις απ’ τη βαβούρα της καθημερινότητας… και πολύ διαφορετικό αν καλείσαι να ζήσεις εκεί πέρα, δίχως κανένα μέσο στη διάθεσή σου που θα μπορούσε να σου κάνει τη ζωή ευκολότερη. Εδώ δεν υπάρχει ηλεκτρισμός, δεν υπάρχουν Μέσα, δεν υπάρχει ίντερνετ – το οποίο δίνει την αίσθηση μιας «επαφής» ακόμα και στον πιο απομονωμένο άνθρωπο του κόσμου. Όχι – εδώ είσαι εσύ και η φύση, στην πιο πρωτόγονη μορφή της.

Οι άνθρωποι ασφαλώς έζησαν για εκατομμύρια χρόνια σε συνθήκες σαν αυτές, στη διάρκεια της εξέλιξής τους. Έμαθαν να επιβιώνουν, μα ακόμα σημαντικότερο – έμαθαν να ζουν συλλογικά, μέσα σε κοινωνίες, καταμεσής των συνανθρώπων τους και σε αρμονία με τη φύση. Λέγοντας «κοινωνίες» δεν αναφερόμαστε φυσικά σε σπίτια και δρόμους… «Κοινωνία» είναι οποιαδήποτε μορφή συλλογικής συμβίωσης – τέτοια υπάρχει και στα ζώα. Μα στον άνθρωπο έπαιξε καθοριστικό ρόλο το στοιχείο της Εξέλιξης – και οι κοινωνίες του έγιναν κάποια στιγμή πολιτισμοί…

 

Τί γίνεται όμως αν ρίξεις τον σύγχρονο πολιτισμένο άνθρωπο καταμεσής των ίδιων εκείνων συνθηκών που έζησαν κάποτε οι μακρινοί του πρόγονοι; Τον άνθρωπο που έχει μάθει να ζει στις πόλεις του, στα διαμερίσματά του, με το καθημερινό του πρόγραμμα, τις δουλειές, τις ειδήσεις και τον υπολογιστή του;

Σε αντίθεση με εκείνους που έχτισαν άλλοτε βήμα βήμα το δρόμο τους, που έμαθαν μέσα από χιλιάδες χρόνια την αξία της συνεργασίας και της συλλογικότητας, δίχως την οποία δεν θα είχαν επιβιώσει, ο πολιτισμένος άνθρωπος τα θεωρεί όλα δεδομένα. Ποτέ δεν προσπάθησε να οικοδομήσει κάτι από αυτά, γιατί τα είχε πάντα έτοιμα. Θεωρεί πως «φέρει» μέσα του τον πολιτισμό – και ως ένα βαθμό το κάνει. Οι συνήθειες, η γλώσσα και ο τρόπος σκέψης του τον ακολουθούν, ακόμα και στην πιο έρημη βραχονησίδα.

Μα «πολιτισμός» δεν είναι μόνο οι εφημερίδες, τα λεωφορεία και το χτύπημα κάρτας στη δουλειά. Πολιτισμός είναι και τα ήθη, οι κοινωνικές συμπεριφορές, οι συλλογικές αξίες. Αν λοιπόν ο πολιτισμένος αυτός φίλος μας βρεθεί καταμεσής ενός νησιού, παρέα με άλλους σαν αυτόν και προσπαθήσει να οικοδομήσει μια στοιχειώδη μορφή συλλογικής οργάνωσης, το εύλογο ερώτημα είναι: θα τα καταφέρει άραγε; Ή θα διαπιστώσει στην πορεία πως θεώρησε υπερβολικά δεδομένα κάποια πράγματα;

Γιατί αν δεν τα καταφέρει, θα διαπιστώσει πως με τρομακτική ευκολία ο παραδεισένιος αυτός τόπος μπορεί να μετατραπεί σε κόλαση… Κι εδώ μπορούμε να θυμηθούμε και την περίφημη εκείνη στιγμή όπου ο Ζαν Πολ Σαρτρ δήλωνε πως «Η Κόλαση είναι οι Άλλοι»…

 

Μια γνωριμία με τους βασικούς χαρακτήρες

«Σοβαρά μιλάω», ψιθύρισε ο Πίγκυ. «Αν δεν γυρίσουμε γρήγορα στην πατρίδα, θα μας στρίψει εντελώς».

«Θα παλαβώσουμε», είπε ο Ραλφ.

«Θα ‘μαστε για δέσιμο».

«Θα τρελαθούμε».

Ο Ραλφ έσπρωξε τις υγρές μπούκλες απ’ τα μάτια του. «Δεν γράφεις κάνα γράμμα στη θείτσα σου;» Ο Πίγκυ εξέτασε σοβαρά την πρότασή του. «Δεν ξέρω πού βρίσκεται τώρα. Και δεν έχω φάκελο, ούτε γραμματόσημο. Και δεν υπάρχει γραμματοκιβώτιο. Ούτε ταχυδρόμος».

Η επιτυχία του μικρού του αστείου ενθουσίασε τον Ραλφ. Άρχισε να χασκογελάει τόσο ασυγκράτητα, που το κορμί του χοροπηδούσε και τρανταζόταν ολόκληρο.

Ο Πίγκυ τον αποδοκίμασε, χωρίς όμως να χάσει την αξιοπρέπειά του.

«Δεν ήταν και τόσο αστείο αυτό που είπα…»

Ένα από τα βασικά γνωρίσματα του βιβλίου είναι πως οι χαρακτήρες του δεν αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο την κατάστασή τους. Μπορεί να προέρχονται όλοι από το ίδιο «πολιτισμένο» πλαίσιο, μα στα πλαίσια της νέας τους ζωής η συμπεριφορά τους ποικίλλει. Και αυτό θα μπορούσαμε να το δούμε ως μια ενθαρρυντική ένδειξη: δεν αρκούν οι συνθήκες από μόνες τους για να τροποποιήσουν έναν άνθρωπο. Σημασία έχει και αυτό που, ήδη, κουβαλάει μέσα του από πριν.

 

Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του βιβλίου ξεχωρίζει ο κεντρικός ήρωας, Ραλφ – κυρίως μέσα από τα δικά του μάτια βλέπουμε να ξετυλίγεται το νήμα της ιστορίας. Είναι ο εκλεγμένος αρχηγός της ομάδας και μέλημά του, πρωτίστως, είναι η συλλογική τους διάσωση. Βάζει την ομάδα πάνω από τον εαυτό του και προσπαθεί να σκεφτεί ορθολογικά. Μα δεν μπορεί να τα κάνει όλα μόνος του – έχει ανάγκη από κάποιο στιβαρό βράχο, πάνω στον οποίο να μπορεί να στηρίζεται πού και πού.

Ο βράχος αυτός θα μπορούσε να λέγεται Πίγκυ. Ο χοντρούλης με τα γυαλάκια που όλοι κοροϊδεύουν, ο Πίγκυ αποδεικνύεται ο πλέον ορθολογιστής της ομάδας. Δεν πιστεύει σε φαντάσματα και θηρία, παρέχει τις πλέον ψύχραιμες συμβουλές, ενώ συχνά στα μάτια του η συμπεριφορά των υπολοίπων παιδιών φαντάζει υπερβολικά… παιδική.

Από κάποιες απόψεις ο Πίγκυ είναι ένας ώριμος, λογικός ενήλικας μεταμφιεσμένος σε παιδί. Μα αυτό δεν είναι αρκετό για να κερδίσει το σεβασμό της ομάδας… στα δικά τους μάτια παραμένει «εκείνος ο χοντρός με τα γυαλιά». Ίσως αυτή να είναι και η εκδίκησή τους, απέναντι στο γεγονός και μόνο πως είναι διαφορετικός. Ή απέναντι στο γεγονός πως είναι υπερβολικά λογικός για ένα παιδί.

Στα μάτια της πλειοψηφίας δεν μετράει η λογική, η γνώση και η σύνεση. Μετρούν το νταηλίκι, οι μεγάλες κουβέντες και το στιβαρό ανάστημα. Ο εύκολος εντυπωσιασμός. Ένα πρόσωπο σαν τον Πίγκυ μοιάζει παράταιρο στην ομάδα – απλά και μόνο γιατί εκφράζει μια ψύχραιμη άποψη, ασύμφωνη με εκείνη της πλειοψηφίας. Και φυσικά γιατί δεν μοιάζει εξωτερικά με αυτούς. Και αν κάνετε παραλληλισμούς με τη δική μας, ενήλικη και σύγχρονη πραγματικότητα, τότε κάνετε πολύ καλά. Γιατί τίποτα δεν είναι τυχαίο στον «Άρχοντα των Μυγών».

 
 

Ο τύπος που κατορθώνει να εντυπωσιάσει τα πλήθη με την παρουσία του ονομάζεται Τζακ. Είναι το αντίπαλο δέος του Ραλφ, τον οποίο και ανταγωνίζεται στο θέμα της αρχηγίας. Είναι ψηλός και δυναμικός – μα πάνω απ’ όλα κατέχει την ικανότητα του κυνηγού. Στη μορφή του τα παιδιά βλέπουν έναν παροχέα τροφής – άρα ένα σημαντικό πρόσωπο, άξιο για αρχηγία. Είναι ένας εξαιρετικός δημαγωγός που κατορθώνει να εκμεταλλευτεί τις αρχέγονες επιθυμίες της ομάδας για να αναδειχτεί – τα ζωικά τους ένστικτα. Δεν απευθύνεται στη λογική – μα στο θυμικό τους.

Πάνω απ’ όλα είναι Δυνατός. Και αυτό, στα μάτια των παιδιών, μοιάζει να αρκεί. Στα μάτια τους σημασία δεν έχει τόσο η λογική, όσο η δύναμη και ο εντυπωσιασμός… Αναρωτιέμαι: Αν δούμε το θέμα της «δύναμης» από τη δική μας ενήλικη σκοπιά, που διαμεσολαβείται μέσα από παράγοντες όπως το χρήμα, η κοινωνική επιρροή, το εξωτερικό περίβλημα, ή το κοινωνικό status… τότε πόσοι αφήνονται να κατευθυνθούν από τη «δύναμη» αυτού του τύπου στις μέρες μας… και πόσοι από τον ορθό λόγο; Μπορεί άραγε η δύναμη του δεύτερου να υπερνικήσει την επιρροή που ασκούν οι πρώτοι παράγοντες;

Τέταρτος σημαντικός χαρακτήρας είναι ο Σάιμον. Το πιο μυστήριο από τα παιδιά, βαθιά εσωστρεφές, που μοιάζει να έχει κάποια περίεργη μορφή ψύχωσης – ή ενδεχομένως ένα ιδιαίτερο χάρισμα να αφουγκράζεται τη «βαθύτερη ουσία» των όντων που τον περιβάλλουν. Ο διάλογός του με την αποκεφαλισμένη κεφαλή του γουρουνιού ανήκει στις κλασικότερες στιγμές του έργου.

Είναι εξάλλου ο πρώτος που δηλώνει πως ίσως τελικά να μην υπάρχει κάποιο «θηρίο» εκεί έξω. Ίσως το «θηρίο να είμαστε εμείς»…

Μα τα υπόλοιπα παιδιά γελούν με τη δήλωσή του.

 

Η Πηγή του Φόβου

«Υπάρχουν γιατροί για το καθετί, ακόμη και για το μυαλό. Δεν φαντάζομαι να πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι πρέπει συνέχεια να φοβόμαστε; Η ζωή», είπε ο Πίγκυ, «είναι επιστημονική, αυτό είναι. Σε κάνα δυο χρόνια, όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα πηγαινοερχόμαστε στον Άρη. Ξέρω ότι δεν υπάρχει θεριό – όχι με δόντια και τέτοια δηλαδή -, αλλά ξέρω ότι δεν υπάρχει και φόβος». Ο Πίγκυ έκανε μια παύση. «Εκτός κι αν…»

Ο Ραλφ, ανήσυχος, έκανε μια χειρονομία.

«Εκτός κι αν τι;»

«Εκτός κι αν αρχίσουμε να φοβόμαστε τους ανθρώπους».

Λένε πως οι φόβοι της παιδικής μας ηλικίας είναι οι μεγαλύτεροι φόβοι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν που ο Γκόλντινγκ χρησιμοποιεί αποκλειστικά παιδιά για το μυθιστόρημά του. Διαβάζοντας την ιστορία τους γινόμαστε κι εμείς παιδιά και ζούμε τους φόβους τους – γιατί ένα φαινόμενο που στα μάτια ενός εξορθολογισμένου ενήλικα θα απορριφθεί ως φαντασίωση, στα μάτια ενός παιδιού μπορεί να προκαλέσει γνήσιο αίσθημα τρόμου.

Δεν είναι εξάλλου τυχαίο πως το βιβλίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για έναν μεταγενέστερο συγγραφέα ιστοριών τρόμου: τον Στήβεν Κίνγκ. Ο Κινγκ ανήκε στους μεγαλύτερους θαυμαστές του «Άρχοντα των Μυγών» και μπορούμε να δούμε την επιρροή που του άσκησε σε βιβλία όπως το «Αυτό» – εκεί που οι φόβοι της παιδικής ηλικίας εμπνέουν μια απ’ τις μεγαλύτερες ιστορίες τρόμου της νεότερης λογοτεχνίας.

Σχεδόν απ’ το ξεκίνημα του «Άρχοντα των Μυγών» γίνεται λόγος για ένα μυστήριο πλάσμα που κατοικεί κάπου στο βάθος του νησιού – ένα πλάσμα που δεν είναι άνθρωπος και η σκέψη του σκορπίζει τον τρόμο στα παιδιά. Λένε πως έχει πλοκάμια και τερατώδες βλέμμα. Λένε πως ξυπνά τις νύχτες και γυροφέρνει στο βαθύτερο σημείο του νησιού… εκεί όπου τα παιδιά αποφεύγουν να πάνε. Το αποκαλούν «Θηρίο» και η σκιά της ιδέας του και μόνο απλώνεται πάνω απ’ την ήσυχη ακρογιαλιά σα μαύρο σύννεφο.

 
 

Δύο παιδιά μόνο αντιστέκονται στην ιδέα του «θηρίου»: ο ορθολογιστής Πίγκυ· και ο εσωστρεφής Σάιμον. Προσπαθούν να βρουν μια λογική εξήγηση, καταμεσής ενός κόσμου όπου δεν έχει πια καμία βάση για να υποστηρίξει τη λογική. Γιατί εδώ πια δεν υπάρχουν οι Μεγάλοι… και δεν υπάρχει ο πολιτισμός που έκτισαν.

Μα η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών παραδίδονται στο αντικείμενο του φόβου τους. Και σταδιακά τα βλέπουμε να μεταμορφώνονται, κραδαίνοντας όπλα, βάφοντας τα πρόσωπά τους με τρομακτικά χρώματα, χορεύοντας φρενήρεις χορούς και βγάζοντας έξαλλες κραυγές μέσα στη νύχτα. Στην προσπάθειά τους ν’ αντιμετωπίσουν το Άγνωστο που τους τρομάζει, υιοθετούν σταδιακά τη μορφή Του. Μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με αρχέγονους Ιθαγενείς, σαν εκείνους που ξόρκιζαν άλλοτε το Κακό με θυσίες και τελετουργικά.

Πλέον δεν έχει σημασία η λογική, μα η συλλογική ισχύς, το κύρος του δυνατότερου και ο αρχέγονος νόμος της βίας. Σκοπός πλέον δεν είναι η συμφιλίωση με τη φύση, μα η κυριαρχία πάνω της. Και για να υποτάξει τις δυνάμεις της φύσης, ο άνθρωπος μεταμορφώνεται ο ίδιος σε θηρίο – πιο τρομακτικό από κάθε άλλο.

Κι ενώ η κεφαλή του σφαγμένου γουρουνιού δείχνει να χαχανίζει με νόημα πάνω στον ξύλινο στύλο. Κι ενώ οι μύγες γυροφέρνουν βουίζοντας το υπνωτιστικό τραγούδι τους.

Ποιος είναι, λοιπόν, ο  «Άρχοντας των Μυγών»;

 
Lord of the Flies... by Sam Weber

Lord of the Flies… by Sam Weber

Επίλογος

«Το μυαλό του γλίστρησε στη σκέψη μιας πολιτισμένης πόλης, όπου η αγριότητα δεν θα τολμούσε να πατήσει το πόδι της. Τί θα μπορούσε να είναι πιο ασφαλές απ’ τον σταθμό των λεωφορείων με τα φώτα του και τους τροχούς του;»

Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Ραλφ, συχνά πιάνει τον εαυτό του ν’ αναπολεί τα περασμένα – την εφησυχαστική ασφάλεια της πόλης, τον κόσμο όπου όλα έμοιαζαν σε τάξη, τη προγενέστερη ζωή του στον πολιτισμό.

Μήπως όμως ακόμα και αυτή η ασφάλεια που παρέχει η πολιτισμένη, αστική ζωή, δεν είναι παρά ένα παραπέτασμα; Μήπως είναι απλά το παχουλό χαλί που στρώνουμε πάνω από ένα πελώριο στρώμα σκόνης και βρωμιάς, ώστε να καλύψουμε τα ίχνη της;

Και αν τελικά καταλήξουμε ν’ αντιπαραβάλλουμε την «άγρια» ζωή του νησιού με την «πολιτισμένη» ζωή της πόλης… Το «Εκεί» και το «Εδώ», το «Αυτοί» και το «Εμείς»… Αν φτάσουμε να τα διαχωρίζουμε αναμεταξύ τους, λες και πρόκειται για δύο εντελώς διαχωρισμένους κόσμους… Μήπως τελικά δημιουργούμε ένα ακόμα Θηρίο, «πέρα και μακριά από εμάς»; Μήπως αρνούμαστε ν’ αντικρίσουμε το θηρίο μέσα στους εαυτούς μας;

Ωστόσο επιτρέψτε μου να κλείσω αυτό το αφιέρωμα με μια σχετικά αισιόδοξη νότα – αν και η τελευταία συνιστά αποκλειστικά προσωπική ερμηνεία σε ένα ιδιαίτερα σκοτεινό έργο. Γιατί ένα από τα χαρακτηριστικά του βιβλίου του Γκόλντινγκ είναι πως δεν μετατρέπονται όλα τα παιδιά σε «μικρούς άγριους». Δεν υποτάσσονται όλα στα χαρίσματα του «Ηγέτη», δεν ακολουθούν τυφλά τις επιταγές της Ομάδας, δεν εγκαταλείπουν κάθε ίχνος λογικής και ψυχραιμίας, δεν παραδίδονται στη λαίλαπα, στη δύναμη της ρουφήχτρας. Κάποια αντιστέκονται στη μαγική αυτή επίδραση.

Θα ‘λεγε κανείς πως σε κάποια παιδιά τα αληθινά γνωρίσματα του Πολιτισμού – η συνεργασία, η επικοινωνία, ο ορθός λόγος, η κριτική και ο νόμος που πηγάζει μέσα από τη συλλογική αποδοχή, όχι τον καταναγκασμό – επιζούν μέσα τους.

Νομίζω αυτός είναι ένας καλός τρόπος να κλείσω αυτή την παρουσίαση. Η συνέχεια στις σελίδες του βιβλίου.

Τα αποσπάσματα από το βιβλίο σε μετάφραση Ρένας Χατχουτ, εκδόσεις Καστανιώτη. Οι κινηματογραφικές φωτογραφίες από τη μεταφορά σε ταινία του 1963. © Παρουσίαση και σχεδιασμός banner: Το Φονικό Κουνέλι

 

Tags: , , , , , , ,

6 Responses

  1. Pippi says:

    Άλλο ένα βιβλίο που δεν έχω διαβάσει και που με ιντριγκάρεις να διαβάσω, κουνελάκι. Τι θα κάνω με εσένα;
    Να έχεις ένα όμορφο βράδυ.

  2. Giannis Pit says:

    Η Εγκυκλοπαίδεια της γνώσης και της έκφρασης εξακολουθεί να είναι εδώ, μέσα από τη γραφή σου, και να μας δίνει γνώση και ομορφιά. Καλό βράδυ φίλε.

  3. Χάρηκα με το κείμενό σου και με τα σχόλια από τους αναγνώστες. Έτυχε να διαβάσω πρόσφατα άρθρο από ξένο σάιτ για το “Lord of the Flies”, και απόρησα. Έγραφαν για το αρνητικό κλίμα του κείμενου και για το τέλος της ιστορίας και το σύγκριναν με κάποιο άλλο που είχε πιο “θετικό” τέλος (δεν θυμάμαι με ποιο). Πολλοί αναγνώστες στα σχόλια συμφωνούσαν. Θεωρούσαν υπερβολικές τις αντιδράσεις των παιδιών, σαν να χαλούσαν την ανάγκη τους για θετικά πρότυπα. Ώρες ώρες, νομίζω ότι έχουμε μπει σε φάση (αυτο)λογοκρισίας…

    • Νομίζω πως έχουμε χάσει εντελώς το νόημα, Κωνσταντίνα. Όταν καταλήγουμε να “αμβλύνουμε” τις σκληρές πτυχές ενός έργου ή ενός λόγου προκειμένου να τον κάνουμε περισσότερο αρεστό και ευκολοχώνευτο, μοιάζει σα να αναιρούμε την ουσία του. Όπως και να το κάνουμε, ακόμα και το ομορφότερο δέντρο φέρει ρίζες που είναι σκαμμένες βαθιά μέσα στη γη – στο σκοτάδι. Ναι, είναι σκοτεινό έργο ο “Άρχοντας των Μυγών” – μα εδώ ακριβώς έγκειται η δύναμή του. Στο γεγονός πως φανερώνει μία από τις σκοτεινότερες πλευρές της ανθρώπινης κατάστασης. Στο χέρι μας είναι αν θα την αφουγκραστούμε ή αν θα την συγκαλύψουμε…

      Ευχαριστώ για το σχόλιο!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *