Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #8: Οι στάχτες του πολέμου

Enter the rabbit's lair...

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας... Ο πόλεμος μέσα από λογοτεχνικά αποσπάσματα

Για άλλη μια φορά, το Λαγούμι της Λογοτεχνίας ανοίγει τις βαριές, δρύινες πύλες του. Και νά σου πάλι οι σωροί από βιβλία, που σαν τρενάκι κάποιου αρχαϊκού λούνα-παρκ υψώνονται σε οροσειρές, γυρίζουν σε σβούρες – και χάνονται στο σκοτάδι του χρόνου.

Και να ένα βαγονέτο που ήρθε να πάρει κι εσένα μαζί του για μια βόλτα. Ο σημερινός προορισμός μυρίζει έντονα στάχτη από μάχες – ενώ οι ρόδες του βαγονέτου στη γραμμή τσιρίζουν σαν πολεμικές σειρήνες…

Το τέλος του πολέμου

 

1945. Πλήθη εξορμούν χαρούμενα στους δρόμους, πανηγυρίζοντας το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο κόσμος μπορεί πια να ανασάνει ελεύθερος!

Κάποιοι όμως δεν είναι τόσο αισιόδοξοι. Στην εορταστική σκηνή που βλέπετε στην εικόνα, διακρίνουν γκρίζα σύννεφα να θολώνουν τον ορίζοντα. Σαν σκοτεινή ομίχλη, στο βάθος της οποίας εισέρχονται οι ανυποψίαστοι, γελαστοί πολίτες. Ο δρόμος φαίνεται να έχει σχεδόν χαθεί και στη θέση του υπάρχει ένας συννεφιασμένος ουρανός.

Ο πόλεμος τελείωσε, ναι. Λύθηκε όμως δια παντός εκείνο που τον είχε προκαλέσει; Ή απλά φόρεσε τα γιορτινά, αφήνοντας τη σκιά του να συρθεί μες στα σκοτάδια;

«Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. Η σκύλα που το γέννησε ζει και είναι ακόμα σε οργασμό» – έλεγε ο Μπρεχτ.

Από το ημερολόγιο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ. 23 Νοεμβρίου του 1939.

«Σήμερα το πρωί συζητάμε πολιτικά. Ο Χανγκ, ο Πίτερ, ο Πωλ, εγώ, για την αναδιοργάνωση της Ευρώπης μετά τον πόλεμο. Λέμε ένα σωρό ανοησίες. Ο Νοντέν, στην άλλη άκρη του δωματίου, προσπαθεί να γράψει μια επιστολή. Η φασαρία από τη συζήτηση τον διασπά και αρπάζεται: “Μου τα πρήξατε πια!”

Ο Χανγκ προσπαθεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον στην κουβέντα μας, μάταια όμως. Έτσι του λέω και γω ξεκάρφωτα, ενώ κρατάει το κεφάλι του στα δυο του χέρια, προσπαθώντας να απομονωθεί: “Ξέρεις, Νοντέν, κοντά στο Βίσενμπουργκ, οι Γερμανοί κάψανε ζωντανό έναν Γάλλο αιχμάλωτο”.

Σηκώνεται και έρχεται προς το μέρος μου, κοιτάζοντας με ερωτηματικά: “Ποιός στο είπε αυτό;”. Απαντώ, εσκεμμένα αόριστα: “Ένας δικός μας…” Δίνω μερικές λεπτομέρειες: “Ήτανε δυο αιχμάλωτοι. Ο ένας δε μιλούσε, κι έτσι τον έκαψαν ζωντανό. Απείλησαν να λούσουν και τον άλλο με πετρέλαιο και να τον ανάψουν μ’ ένα σπίρτο. Τότε τρόμαξε κι αυτός και τα ξέρασε όλα”.

Ο Νοντέν βγαίνει έξω απ’ τα ρούχα του και ξεχνάει εντελώς το γράμμα του. “Ω, οι μπάσταρδοι! Μόνο να ‘ρθουν κατά δω! Ας τολμήσουν… θα δούμε αμέσως αν θα μπορέσουν να κάψουν εμένα”.

Πηγαίνει και κάθεται σε μια γωνιά με διπλωμένα μπράτσα, κουνώντας πάνω-κάτω το κεφάλι του, τρομοκρατημένος, έξαλλος, σοβαρός και ευτυχής: Πήρε και σήμερα το πρωί τη μερίδα του της φρίκης.»

Γράφοντας ένα βιβλίο με θέμα του τον πόλεμο

Δύο παλιοί φίλοι συναντώνται ξανά μετά από χρόνια – και αναπολούν τις μέρες του πολέμου. Έχουν μεγαλώσει πια, ο ένας έχει γυναίκα και μωρά. Ο άλλος πάλι έχει σκοπό να γράψει ένα βιβλίο:

«Προσπαθήσαμε να θυμηθούμε τον πόλεμο. Ήπια μερικά ποτηράκια από το ποτό που έφερα. Χασκογελάσαμε, σαν να μας έρχονταν στο νου ιστορίες από τον πόλεμο, αλλά κανένας από τους δυο δεν μπορούσε να θυμηθεί κάτι καλό. Ο Ο’Χέαρ θυμήθηκε έναν τύπο που ήπιε τόσο πολλά κρασιά στη Δρέσδη, πριν από το βομβαρδισμό, ώστε αναγκαστήκαμε να τον μεταφέρουμε με καροτσάκι. Δεν ήταν αρκετό υλικό για να γράψει κάποιος ένα βιβλίο. Θυμήθηκα δυο Ρώσους στρατιώτες που είχαν λεηλατήσει ένα εργοστάσιο ρολογιών. Ήταν χαρούμενοι και μεθυσμένοι. Κάπνιζαν κάτι τεράστια τσιγάρα που είχαν στρίψει με εφημερίδες.

Αυτά ήταν όλα όσα θυμηθήκαμε, και η Μέρι εξακολουθούσε να κάνει θόρυβο. […] Ύστερα εκείνη γύρισε προς το μέρος μου, μου έδειξε πόσο θυμωμένη ήταν και πως εγώ ήμουν η αιτία του θυμού της. Μονολογούσε, οπότε αυτό που είπε ήταν ένα απόσπασμα μιας μεγαλύτερης συζήτησης. “Ήσαστε ΜΩΡΑ τότε” είπε.

“Τι;” αποκρίθηκα.

“Ήσαστε μωρά στον πόλεμο – σαν τα παιδάκια στο πάνω πάτωμα”.

Έγνεψα σαν να της έλεγα πως αυτό ήταν αλήθεια. Πράγματι ήμαστε ανόητοι παρθένοι στον πόλεμο, ακριβώς στο τέλος της παιδικής ηλικίας.

“Όμως δεν πρόκειται να τα γράψεις έτσι, σωστά;” Δεν ήταν ερώτηση. Ήταν κατηγορία.

“Δεν… δεν ξέρω”, είπα.

“Ε, λοιπόν, εγώ ξέρω”, είπε εκείνη. “Θα προσποιηθείς πως ήσαστε άντρες αντί για μωρά, και στις ταινίες θα σας ενσαρκώσουν ο Φρανκ Σινάτρα και ο Τζον Γουέιν, ή κάποιοι απ’ αυτούς τους διάσημους, πολεμοχαρείς πορνόγερους. Και ο πόλεμος θα παρουσιαστεί σαν κάτι το υπέροχο, ώστε να γίνουν πολλοί περισσότεροι. Και θα πάνε να πολεμήσουν μωρά σαν αυτά που είναι επάνω”.

Τότε λοιπόν κατάλαβα. Ο πόλεμος ήταν που την είχε εξοργίσει τόσο πολύ. Δεν ήθελε τα μωρά της ή τα μωρά των άλλων να σκοτωθούν σε κάποιον πόλεμο. Και πίστευε πως τα βιβλία και οι ταινίες εν μέρει ενθαρρύνουν τους πολέμους.

Έτσι λοιπόν ύψωσα το δεξί μου χέρι και της ορκίστηκα: “Μέρι”, είπα, “δεν πιστεύω ότι το βιβλίο μου θα ολοκληρωθεί ποτέ. Πρέπει να έχω γράψει πέντε χιλιάδες σελίδες μέχρι τώρα και τις έχω πετάξει όλες. Αν όμως πρόκειται ποτέ να το τελειώσω, σου δίνω το λόγο της τιμής μου: δεν πρόκειται να υπάρχει σ’ αυτό ρόλος για τον Φρανκ Σινατρα ή τον Τζον Γουέιν.

“Θα σου πω κι αυτό”, είπα. “Θα τ’ ονομάσω “Η Σταυροφορία των Παιδιών””.

Έπειτα από αυτό το περιστατικό έγινε φίλη μου.»

***

Και έτσι έγινε λοιπόν. Το βιβλίο τελικά ολοκληρώθηκε – και ο συγγραφέας του κάθε άλλο παρά εξιδανίκευσε τη φρίκη του πολέμου. Πλάι μάλιστα στον τίτλο “Η Σταυροφορία των Παιδιών” προστέθηκε ένας άλλος, με τον οποίο το βιβλίο έμελλε να γίνει περισσότερο γνωστό: “Σφαγείο Νο-5”.

Δημοσιευμένο το 1969, παραμένει το γνωστότερο έργο του Κερτ Βόνεγκατ [Kurt Vonnegut] – και το απόσπασμα που είδατε προέρχεται από την εισαγωγή του βιβλίου, σε μετάφραση Φ. Χρυσόπουλου.

Το αληθινό πρόσωπο του πολέμου

Ρωσία, 1812. Την παραμονή της μεγάλης μάχης απέναντι στο Ναπολέοντα, στη διάρκεια μιας νύχτας που ίσως είναι η τελευταία, ένας νεαρός Ρώσος αξιωματικός κάνει τον απολογισμό του.

«“Παίζουμε τον πόλεμο”. Να τι είναι το κακό», είπε ο πρίγκιπας Αντριέι. «Κάνουμε τους μεγαλόψυχους, κ.τ.λ. Κι αυτή η μεγαλοψυχία και η ευαισθησία μοιάζει με τη μεγαλοψυχία και την ευαισθησία της κυρίας που την πιάνει λιποθυμία όταν δει να σφάζουν ένα μοσχάρι. Είναι τόσο αγαθή, που δεν μπορεί να βλέπει αίματα, όμως με μεγάλη όρεξη το τρώει το μοσχάρι αυτό με σάλτσα. Διαρκώς μας κοπανάνε για το Δίκαιο του πολέμου, για τον ιπποτισμό απέναντι στους απεσταλμένους του αντιπάλου, για τον οίκτο προς τους ατυχείς και τα παρόμοια. Όλα αυτά είναι ανοησίες. […]

Ο πόλεμος δεν είναι χαριεντισμός, μα η πιο βρωμερή υπόθεση της ζωής, κι αυτό πρέπει να το καταλαβαίνουμε και να μην παίζουμε τον πόλεμο. Πρέπει αυτή την τρομερή ανάγκη να την παίρνουμε αυστηρά και σοβαρά. Το παν έγκειται σ’ αυτό. Ν’ αφήσουμε κατά μέρος τις ψευτιές και ν’ αποβλέπουμε στον πόλεμο σαν σε πόλεμο. Γιατί κατάντησε ο πόλεμος να’ ναι η αγαπημένη διασκέδαση των αργόσχολων και επιπόλαιων… Η τάξη των στρατιωτικών είναι η πιο αξιοσέβαστη. Όμως τί είναι πόλεμος; Τι χρειάζεται για την επιτυχία της πολεμικής υπόθεσης; Ποια είναι τα ήθη της στρατιωτικής κοινωνίας; Σκοπός του πολέμου είναι ο σκοτωμός, μέσα του πολέμου είναι η κατασκοπεία, η προδοσία και η ενθάρρυνσή της, η καταστροφή των στρατευμάτων, η απάτη και η ψευτιά, που αποκαλούνται πολεμικά τεχνάσματα.

Ήθη της στρατιωτικής κοινωνίας είναι η έλλειψη της ελευθερίας, δηλαδή η πειθαρχία, η αργία, η αμορφωσιά, η απανθρωπιά, η διαφθορά, το μεθύσι. Και παρόλ’ αυτά η τάξη των στρατιωτικών είναι η ανώτατη τάξη που τη σέβονται όλοι. Όλοι οι ηγεμόνες, εκτός απ’ τον Κινέζο, φορούν στρατιωτική στολή και τιμούν με το μεγαλύτερο παράσημο εκείνον που σκοτώνει τους πιο πολλούς. Συναντιούνται, σαν αύριο, για να σκοτώσει ο ένας τον άλλον, να σκοτώσουν, ν’ ακρωτηριάσουν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, κι ύστερα να ψάλουν ευχαριστήριες δοξολογίες γιατί σκότωσαν πολλούς ανθρώπους και να διαλαλήσουν τη νίκη, νομίζοντας πως όσο πιο πολλούς ανθρώπους σκότωσαν, τόσο πιο μεγάλο είναι το κατόρθωμά τους. Και πως ο Θεός από κει πάνω τους βλέπει και τους ακούει!», ξεφώνισε με μια διαπεραστική φωνή γεμάτη αγανάχτηση.

«Αχ, ψυχή μου! Τον τελευταίο καιρό μου κάνει πολύν κόπο να ζω. Βλέπω πως άρχισα πάρα πολλά να καταλαβαίνω. Και δεν πρέπει ο άνθρωπος να τρώει απ’ το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού…»

Λέων Τολστόι, «Πόλεμος και Ειρήνη». Πρώτη δημοσίευση το 1869. Το απόσπασμα σε μετάφραση Κοραλίας Μακρή.

Η λεπτή γραμμή μεταξύ ελευθερίας και ισότητας

«Πολιτικές αντινομίες. Βρισκόμαστε σ’ έναν κόσμο όπου πρέπει να διαλέξει κανείς ανάμεσα στο να είναι θύμα ή θύτης – αυτό και τίποτε άλλο. Δεν είναι εύκολο να διαλέξεις. Πάντοτε πίστευα ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν θύτες αλλά μόνο θύματα. Σε τελευταία ανάλυση είναι αυτονόητο. Όμως, αυτή η αλήθεια δεν είναι διαδεδομένη.

Τρέφω έντονη αγάπη για την ελευθερία. Και, για κάθε διανοούμενο, η ελευθερία συγχέεται τελικά με την ελευθερία της έκφρασης. Παρ’ όλα αυτά, αντιλαμβάνομαι απολύτως πως, για μια πολύ μεγάλη μερίδα Ευρωπαίων, αυτή δεν είναι η πρώτιστη φροντίδα: μόνον η δικαιοσύνη μπορεί να τους παράσχει το υλικό μίνιμουμ που χρειάζονται, ενώ, δικαίως ή αδίκως, θα θυσίαζαν ευχαρίστως την ελευθερία για μια στοιχειώδη δικαιοσύνη.

Αυτά τα γνωρίζω εδώ και πολύ καιρό. Και θα έκρινα απαραίτητο να υπεραμυνθώ μιας συμφιλίωσης μεταξύ δικαιοσύνης και ελευθερίας, μιας και, κατά τη γνώμη μου, εκεί θα βρισκόταν η έσχατη ελπίδα της Δύσης. Αλλά αυτή η συμφιλίωση δεν είναι δυνατή παρά μόνο σ’ ένα συγκεκριμένο κλίμα, το οποίο σήμερα θεωρώ σχεδόν ουτοπικό. Πρέπει άραγε να θυσιάσει κάποιος μία από τις δύο αυτές αξίες;

Τι να σκεφτεί κανείς;»

Από το ημερολόγιο του Αλμπέρ Καμύ, Σεπτέμβριος του 1945.

Ένας εφιάλτης

Λεπτομέρεια από το "Κρόνος που Καταβροχθίζει ένα από τα τα Παιδιά του" του Φρανθίσκο Γκόγια.

«Είχε αρχίσει να μου φαίνεται, πως το σύμπαν με τον έναστρο θόλο του απ’ αυτούς τους απαθείς και ενοχλητικούς γλόμπους, πιθανό να μην ήταν αυτό που είχα οραματιστεί ως το πιο μεγαλειώδες. Μια μέρα λοιπόν, κουρασμένος από το να σέρνω τα πόδια μου στο τραχύ μονοπάτι του επίγειου ταξιδιού, και να πηγαίνω τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος, μέσα από τις σκοτεινές κατακόμβες της ζωής, σήκωσα αργά τα θλιμμένα μάτια μου, με τους ολόγυρα μπλάβους κύκλους, προς την κοιλότητα του στερεώματος και τόλμησα να διεισδύσω εγώ, τόσο νέος, στα μυστήρια του ουρανού!

Μη βρίσκοντας όμως κείνο που γύρευα, σήκωσα ακόμη πιο ψηλά το τρομαγμένο μάτι μου, κι όλο ακόμη πιο ψηλά, ώσπου διέκρινα ένα θρόνο, που ήταν φτιαγμένος από περιττώματα ανθρώπινα και χρυσάφι, κι όπου θρονιαζότανε με μια ηλίθια υπεροψία, το τυλιγμένο κορμί μ’ ένα σάβανο καμωμένο από άπλυτα σεντόνια νοσοκομείου, αυτού που έχει αυτοτιτλοφορηθεί Δημιουργός!

Στο χέρι του κρατούσε τον κορμό ενός πεθαμένου ανθρώπου που είχε σαπίσει, και τον πηγαινόφερνε από τα μάτια στη μύτη, κι από τη μύτη στο στόμα, όπου στο στόμα πια, καταλαβαίνει κάνεις τι τον έκανε. Τα πόδια του κολυμπούσαν σε μια πελώρια χαβούζα από αίμα που κόχλαζε, κι απ’ όπου ξαφνικά ξεπηδούσαν στην επιφάνεια, λες κι ήταν ταινίες μέσα απ’ το περιεχόμενο αγγείου της νύχτας, δυο ή τρία προνοητικά κεφάλια, για να ξαναβουλιάξουν πάραυτα, με την ταχύτητα βέλους. […]

Μέχρι που ο Δημιουργός, μη έχοντας τίποτα πια στο χέρι, άρπαζε απ’ το λαιμό με τις δυο πρώτες νυχάρες του, λες κι ήταν τανάλια, έναν άλλον από τους λουόμενους, τον σήκωνε στον αέρα, έξω από κείνη την εξαίσια σάλτσα του ερυθρόχρωμου βάζου, για να επακολουθήσει μετά ό,τι και με τον προηγούμενο. Πρώτα καταβρόχθιζε το κεφάλι, κατόπιν πόδια και χέρια, και τελευταίο τον κορμό, μέχρι που δεν έμενε τίποτα πια. Αφού ακόμα και τα κόκαλα ροκάνιζε. Έτσι περνούσε τις ώρες της αιωνιότητάς του. Και πότε-πότε μονολογούσε: «Εγώ σας δημιούργησα, δικαίωμά μου λοιπόν να σας κάνω ό,τι θέλω. Κι αν σας κάνω να υποφέρετε, είναι γιατί μ’ ευχαριστεί κι όχι γιατί εσείς μου φταίξατε σε τίποτα».

Και δώστου απ’ την αρχή το αποτρόπαιο γεύμα του, σειώντας το κάτω σαγόνι και με δαύτο και τη γεμάτη μυαλά γενειάδα του.»

***

Απόσπασμα από τα περιβόητα “Άσματα του Μαλντορόρ”, από τη πένα ενός από τους “καταραμένους” της λογοτεχνικής Γαλλίας: του Isidore-Lucien Ducasse, γνωστού ως Λωτρεαμόν. Βρισκόμαστε στο έτος 1868. Η μετάφραση της Ε.Νεζερίτη. Όσο αφορά τον πίνακα, είναι γνωστός σε όλους: Λεπτομέρεια από το “Κρόνος που Καταβροχθίζει ένα από τα τα Παιδιά του” του Φρανθίσκο Γκόγια. (1819-23).

Να προσέχεις, λοιπόν, στο δρόμο των ονείρων σου… Μπορεί δίχως να το καταλάβεις να βρεθείς στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού… Εκεί που δεν υπάρχουν καλοκάγαθοι θεοί – μόνο δαίμονες, αχόρταγοι και αδίστακτοι.

Επιστροφή

Και κάπως έτσι το βαγονέτο επιστρέφει στον προορισμό του. Η σημερινή περιπλάνηση στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας έλαβε τέλος!

Κι ενώ οι δρύινες πόρτες ανοίγουν, ξεχύνεται μπρος σου το απαλό φως του φεγγαριού… Έξω βασιλεύει μια βαθιά γαλήνη. Η φύση είναι όμορφη ξανά και ο κόσμος αναπαύεται στη σιγαλιά της νύχτας.

Φεύγεις τινάζοντας από πάνω σου τη στάχτη του ονείρου… Μα προσπαθείς να μην ξεχάσεις τον απόηχο εκείνης της μακρινής σειρήνας. Όχι, αυτή τη φορά δεν θες να τον ξεχάσεις.

Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας» (κάνετε κλικ πάνω στους συνδέσμους)

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 1 – Κρασιά, Καράβια και Βιβλία που Δαγκώνουν

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 2 – Τσουκνίδες και Ποτά

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 3 – Παραμύθια, διάβολοι και θάλασσες

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 4 – Υπαρξισμός και Έκσταση

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 5 – Τα πιο παλιά σου Όνειρα

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 6 – Θαυμαστοί Καινούργιοι Κόσμοι

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 7 – “We’ re All Mad Here”

 

Tags: , , , , , , , , ,

One Response

  1. Lysippe says:

    Δεν θες να ξεχάσεις τον απόηχο εκείνης της μακρινής σειρήνας, ή τελικά είναι κάτι που συμβαίνει από μόνο του, μπροστά στη φρικαλεότητα που προκαλεί αυτός ο τσιριχτός ήχος;

    Σ' ευχαριστούμε, Κούνελε.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *