Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας #7: “We’ re All Mad Here”

Enter the rabbit's lair...

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας... We Are All Mad Here

Το Λαγούμι της Λογοτεχνίας ανοίγει ξανά μετά από καιρό τις δρύινές του πόρτες. Και, για δες, η κατάσταση στο εσωτερικό του είναι χαοτική: σωροί από βιβλία, μπερδεμένες σημειώσεις, πεταμένα χαρτιά, διάδρομοι που ξεκινούν από παντού για να καταλήξουν κάπου και πόρτες που ανοίγουν κάπου για να καταλήξουν πουθενά.

Μα δεν παύει να είναι ένας κόσμος γνώριμος και οικείος σε σένα. Είναι το καταφύγιό σου, σε τελική ανάλυση. Όσο χαώδες και αν είναι, δείχνει πάντα γαλήνιο και περιποιημένο συγκριτικά με το χάος του εξωτερικού κόσμου…

Αυτού του τρελού κόσμου που τυχαίνει και βρισκόμαστε…

Είμαστε όλοι τρελοί εδώ

«”Μπορείς να μου πεις, σε παρακαλώ, ποιόν δρόμο θα έπρεπε να πάρω από εδώ;”

“Aυτό εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, προς τα που θέλεις να πας”, είπε η Γάτα.

“Δε με νοιάζει τόσο -“, έκανε η Αλίκη.

“Τότε δεν έχει καμία σημασία ποιόν δρόμο να πάρεις”, είπε η Γάτα. […]

“Mα δε θέλω να πάω ανάμεσα σε τρελούς!”

“Α, δε μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό”, έκανε η Γάτα. “Είμαστε όλοι τρελοί εδώ. Εγώ είμαι τρελή. Εσύ είσαι τρελή”.

“Που το ξέρεις ότι είμαι τρελή;”, ρώτησε η Αλίκη.

“Για να ξεκινήσουμε”, είπε η Γάτα. “Ένας σκύλος δεν είναι τρελός. Το δέχεσαι αυτό;”

“Yποθέτω”, αποκρίθηκε η Αλίκη.

“Ε λοιπόν”, συνέχισε η Γάτα, “ένας σκύλος γρυλίζει όταν θυμώνει και κουνάει την ουρά του όταν είναι ικανοποιημένος. Εγώ από την άλλη γρυλίζω όταν είμαι ικανοποιημένη και κουνάω την ουρά μου όταν θυμώνω. Επομένως, είμαι τρελή”.

Από την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» [“Alice’s Adventures In Wonderland”] του Lewis Carroll. Ένα βιβλίο για ενήλικες μεταμφιεσμένο σε βιβλίο για παιδιά. Η εικονογράφηση στην εικόνα του John Tenniel, από την πρώτη έκδοση του βιβλίου, το 1865.

Who watches the Watchmen?

Η πόλη σε χάος. Δρόμοι ξέχειλοι με διαδηλωτές, καπνοί πνίγουν τις φωνές τους. Γιατί αυτές οι διαδηλώσεις; Γιατί ο κόσμος αντιδρά; Θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένοι. Τα καλύτερα βρίσκονται μπροστά μας. Λίγη υπομονή χρειάζεται μονάχα. Εξάλλου, κανείς δεν είναι τέλειος.

Δες τους. Άκου πως φωνάζουν. Θα λεγε κανείς πως μας μισούν. Ποιους, εμάς… που τόσα έχουμε προσφέρει για το καλό αυτού του τόπου. Αγνώμονες μάζες… Αν δε καταλαβαίνουν με το καλό, θα τους δείξουμε την άλλη πλευρά του φεγγαριού… Δες τους. Δες τους πως σκορπίζουν μπροστά στα χημικά μας. Έτσι, φύγετε, τρέξτε σαν τις κότες!

….Ο δρόμος άδειασε. Ένα ψοφίμι από τσιμέντο που ζέχνει καπνό. Τα καταφέραμε και πάλι. Οι μάζες δε γνωρίζουν πως ό,τι κάνουμε, το κάνουμε για το καλό τους. Ο κόσμος δεν ξέρει. Εμείς όμως ξέρουμε τι είναι καλό γι’ αυτόν. Είμαστε οι προστάτες του, σε τελική ανάλυση.

Δρόμος που αναβρύζει αντίλαλους φωνών. Σε άδεια πεζοδρόμια και μυστικές γωνίες. Στοιχειωμένο πεδίο μάχης. Πολεμήσαμε τον κόσμο. Το κάναμε για το καλό του. Τον προστατεύουμε.

Σιωπή, διαπεραστική σαν ουρλιαχτό.

Ένα ερώτημα ξεπετάγεται στη στιγμή. Ενοχλητικό… Τους προστατεύουμε, ναι…

Μα από ποιόν;

Αφήγησή μου βασισμένη στο “Watchmen” του Alan Moore και στο απόσπασμα που βλέπετε στην εικόνα.

Ο φόβος της ελευθερίας

Πορτραίτο του πάπα Ιννοκέντιου του 10ου, από τον Ντιέγκο Βελάσκεθ.

«Δεν υπάρχει έγνοια πιο βασανιστική και πιο συνεχής για τον άνθρωπο, όταν μείνει ελεύθερος, από το να βρει το γρηγορότερο κάποιον να προσκυνήσει.

Αλλά ο άνθρωπος γυρεύει να προσκυνήσει κάποιον που είναι κιόλας αναμφισβήτητος, τόσο αναμφισβήτητος που όλοι οι άνθρωποι θα συμφωνήσουν αμέσως να τον προσκυνήσουν όλοι μαζί. Γιατί η έγνοια που βασανίζει αυτά τα αξιολύπητα πλάσματα δεν είναι μονάχα να βρουν κάτι που να το προσκυνήσω εγώ ή κάποιος άλλος, αλλά να βρουν κάτι που θα το πιστέψουν όλοι και που θα το προσκυνήσουν, αλλά που θα το προσκυνήσουν οπωσδήποτε ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ.

Αυτή λοιπόν, η ανάγκη της γενικής λατρείας, είναι το κυριότερο μαρτύριο του κάθε ανθρώπου χωριστά, όπως και ολόκληρης της ανθρωπότητας από την αρχή του κόσμου. Εξαιτίας της γενικής λατρείας εξολόθρευαν ο ένας τον άλλον με το σπαθί. Δημιούργησαν θεούς και φώναζαν ο ένας στον άλλον: “Παρατήστε τους θεούς σας και ελάτε να προσκυνήσετε τους δικούς μας, ειδεμή θα πεθάνετε και σεις και οι θεοί σας!” Κι αυτό θα γίνεται μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, ακόμα και τότε, όταν θα έχουν εξαφανιστεί οι θεοί στον κόσμο: και τότε ακόμα θα πέσουν γονατιστοί μπροστά σε είδωλα. […]

Σου λέω πως ο άνθρωπος δεν έχει πιο βασανιστική έγνοια, όταν βρεθεί ελεύθερος, από το να βρει εκείνον, στον οποίο θα παραδώσει πιο γρήγορα το δώρο της ελευθερίας, που μ’ αυτό γεννιέται αυτό το δύστυχο πλάσμα…»

Ένα μικρό απόσπασμα από τον ξακουστό μονόλογο του Μέγα Ιεροεξεταστή , όπως αποτυπώθηκε στους “Αδερφούς Καραμαζόφ” του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι [μετάφραση, Κ. Σίνου]. Στην εικόνα το πορτραίτο του πάπα Ιννοκέντιου του 10ου, από τον Ντιέγκο Βελάσκεθ.

Περί Ηρώων – του Νίκου Τσιφόρου

«Η βιολογία λέει ότι ο άντρας είναι από τη φύση του «πολεμιστής, εραστής και κυνηγός». Στα πολύ παλιά χρόνια και οι τρεις αυτές ιδιότητες δεν γινόντουσαν με το μυαλό, αλλά με τα αντίστοιχα όργανα του σώματος και της ψυχής. Ο αληθινός άντρας ήταν εκείνος που μπορούσε να αντιμετωπίζει τον εχθρό, γερός πολεμιστής που μπορούσε να προμηθεύεται την τροφή τη δική του και των εξαρτωμένων του, γερός κυνηγός που μπορούσε ν’ ανταποκρίνεται στον έρωτα σαν γερός εραστής.

Σήμερα ακόμα, τα κοριτσάκια ανάμεσα στα 13 και στα 18 χρόνια τους, κατά κανόνα, έλκονται από τον «ωραίον και δυνατόν» άντρα, κι όχι από τον διανοητικό, αλλά αδύνατον σε σωματική ανάπτυξη άρρενα. Οι αθλητές, οι πρωταγωνιστές, οι επιφανειακές διασημότητες, τραβάνε το ένστικτο που ξυπνάει κι ακόμα και οι ώριμες γυναίκες, με λιγότερη πνευματική ανάπτυξη, προτιμάνε έναν γερό κι όμορφο άντρα από έναν δυνατό στο μυαλό.

Το ίδιο γίνεται και με τους λαούς, στο σύνολο, που σαν ομαδική ψυχολογία, είναι «ψυχολογία ενστίκτου», όπως λέει ο Ντε Μπον. Θεοποιούνε τους δυνατούς, τους ηρωικούς, τους πολεμιστές τους, αυτοί είναι που «τους χτυπάνε στο μάτι κατευθείαν», τον Κανάρη που ανατινάζει με το μπουρλότο του την Τουρκική ναυαρχίδα, τον κάνει θεό, τον Φούλτωνα που την ίδια εποχή ανακαλύπτει με το μυαλό το καράβι με τον ατμό ούτε τον καλοξέρει ο απλοϊκός άνθρωπος.

Έτσι, ήρωας είναι ο μεγαλοπρεπής, ο ρωμαλέος κι ο ωραίος και δεν είναι ο πνευματικός που στην πραγματικότητα αυτός εξυψώνει και εξελίσσει την ανθρωπότητα.

Στην πραγματικότητα όμως και με την εξέλιξη, την κοινωνία την παίρνουνε στα χέρια τους οι άνθρωποι με το μυαλό, σε καλή ή κακή χρήση. Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος ήτανε ένας βασιλιάς-ήρωας και τον καμαρώνανε όλοι για τα μεγάλα του κατορθώματα, ο αδερφός του Ιωάννης ο Ακτήμων ήτανε ένας βασιλιάς-μυαλό, που έφτιασε τη Μάγκνα Κάρτα κι’ έδωσε δικαιώματα στους δούλους, μέχρι τότε καλλιεργητές, όμως δεν τον χωνέψανε γιατί η λάμψη του ηλίθιου ήρωα αδερφού του σκότισε τη δική του, σοφή ενέργεια. Οι λαοί προτιμάνε να θεοποιούνε τους κούφιους ήρωες και να αδικούνε, μέσα στην αφάνεια ή την λησμονιά, τους ευεργέτες τους. Οι λαοί θαμπώνονται από τα φανταχτερά λιλιά και αγνοούνε το σκούρο φόρεμα ενός σοβαρού και ωφέλιμου πολιτικού. Σήμερα ακόμα, οι μεγάλοι, οι ηγεμόνες, οι παπάδες, οι ξέρω γω τι, το γνωρίζουνε τούτο το μυστικό και παρουσιάζονται στο λαό χρυσοφορεμένοι και μεγαλοπρεπείς για να κάνουν εντύπωση. […]

Οι ήρωες είναι ένα είδος προγόνων που κάνανε μεγάλα κατορθώματα. Τούτα τα κατορθώματα περάσανε από στόμα σε στόμα, μείνανε, γίνανε παραμύθια, στο τέλος καταντήσανε να φτιάξουνε τον ήρωα-πρόγονο, ένα είδος μικρού θεού και να τον αφήσουνε στην ανθρώπινη μνήμη μ’ αυτή τη μορφή. Από κει και πέρα ο ήρωας καταντάει να είναι το «θύμα» του ίδιου του λαού του κι επειδή πολλές φορές τυχαίνει να είναι ένας ασυλλόγιστος παλικαράς, που κάνει τρέλες, ή ένα «τυχαίο κατόρθωμα», έφτασε να χαρακτηρίζεται σαν κοινό κορόιδο, που παραδίνει την πράξη του στον κοινό θαυμασμό και στην εκμετάλλευση των επιτηδείων, γιατί στο τέλος αυτουνού του δίνουνε ένα παράσημο και μια σύνταξη πείνας, την πράξη όμως «κοινής ωφελείας» που έκανε, την εκμεταλλεύονται προς όφελος τους οι έξυπνοι και τον ρίχνουνε κανονικά, σε σημείο που να υπάρχουνε ήρωες καρπαζωνόμενοι και στο τέλος καταντάει να μη ξέρεις αν ο ήρωας είναι ήρωας.

Όσοι ήρωες ξεπεράσανε τούτον τον σκόπελο και μπήκανε στην αθανασία, σημαίνει ότι «υπήρχε κοινό συμφέρον να τον ξεπεράσουνε και δεν ήτανε κατόρθωμα δικό τους, αλλά κατόρθωμα εκείνων που τους δώσανε το χέρι σε τούτο το ξεπέρασμα». Ένα σωρό παραμύθια πλέκονται γύρω από τον δράστη μιας ηρωικής πράξης, που οι έξυπνοι την στρέφουνε απάνω τους, την οικειοποιούνται και σύμφωνα με το συμφέρον τους την παραδίνουνε να γίνει παραμύθι, θρύλος, παράδοση…»

Nίκου Τσιφόρου, από την “Ελληνική Μυθολογία”.

Η εξουσία του ψέματος

Σε έναν κόσμο που είναι τόσο μακρινός όσο τα όρια της φαντασίας μας (άρα η απόστασή του είναι διαφορετική για τον καθένα), ένα αγόρι συναντάει έναν επικίνδυνο, μαύρο λύκο. Το αγόρι ονομάζεται Ατρέγιου. Ο λύκος ονομάζεται Γκμορκ. Κι εγώ, δίχως άλλη χρονοτριβή, παραδίδω τη σκυτάλη στο συγγραφέα του βιβλίου:

«Γκμορκ», τραύλισε ο Ατρέγιου και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα χείλη του που ‘τρεμαν, «μπορείς να μου φανερώσεις τον δρόμο που τραβάει για τον Κόσμο των Ανθρώπων;»

Στα μάτια του Γκμορκ άναψε μια μικρή, πράσινη σπίθα.΄Ηταν σα να γελούσε μέσα του.

«Για σένα και τους δικούς σου ο δρόμος που σε βγάζει εκεί είναι πολύ απλός. Υπάρχει όμως μία και μόνη δυσκολία: δε θα μπορέσετε να γυρίσετε πίσω ποτέ. Πρέπει να μείνετε εκεί για πάντα. Το θες αυτό;»

«Τι πρέπει να κάνω;», ρώτησε αποφασιστικά ο Ατρέγιου.

«Αυτό που ‘κάναν εδώ όλοι οι άλλοι πριν από σένα, γιόκα μου. Πρέπει να πηδήξεις στο Τίποτα. […] Και όταν μπεις πια στον Κόσμο των Ανθρώπων, δε ‘θα σαι αυτό που είσαι εδώ. Αυτό ακριβώς είναι το μυστικό που δεν μπορεί να ξέρει κανένας σας στην χώρα της Ονειροφαντασίας».

Ο Ατρέγιου έμεινε ακίνητος, με κρεμασμένα χέρια.

«Και τι θα είμαι εκεί;», ρώτησε. «Πες μου το μυστικό». […]

Έπειτα από μια στιγμή σιωπής, ο Γκμορκ εξακολούθησε:

«Με ρωτάς τι θα είσαι εκεί; Και τι είσαι εδώ; Τι είσαστε λοιπόν όλοι εσείς οι κάτοικοι της Ονειροφαντασίας; Όνειρα είστε, γεννήματα της ποιητικής φαντασίας, πρόσωπα της ιστορίας χωρίς τέλος! Μήπως περνάς τον εαυτό σου για πραγματικό, γιόκα μου; Καλά, στον δικό σου τον κόσμο είσαι. Όταν όμως περάσεις μέσα από το Τίποτα δε θα ‘σαι πια. Τότε θα ‘χεις γίνει αγνώριστος, θα βρίσκεσαι σ’ έναν άλλο κόσμο. Αυταπάτες και τύφλωση κουβαλάτε στον Κόσμο των Ανθρώπων. Για μάντεψε, γιόκα μου, τι γίνονται όλοι οι κάτοικοι της Στοιχειωμένης Πόλης, που πήδησαν στο Τίποτα;»

«Δεν ξέρω», ψιθύρισε ο Ατρέγιου.

«Γίνονται φαντασιώσεις στα κεφάλια των ανθρώπων: Παραστάσεις του φόβου, εκεί που στην αλήθεια δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθούν. Επιθυμίες για πράγματα που τους αρρωσταίνουν. Ιδέες της απελπισίας, εκεί που δεν υπάρχει λόγος ν’ απελπίζονται».

«Έτσι γινόμαστε όλοι;», ρώτησε τρομαγμένος ο Ατρέγιου.

«Όχι», απάντησε ο Γκμορκ. «Υπάρχουν ειδών ειδών φαντασιώσεις και αυταπάτες. Ανάλογα με το τι είστε εδώ, ωραίοι ή άσχημοι, έξυπνοι ή κουτοί, γίνεστε ένα ψέμα ωραίο ή άσχημο, έξυπνο ή κουτό». […]

Ο Γκμορκ εξακολούθησε:

«Γι’ αυτό οι άνθρωποι μισούν και φοβούνται την Ονειροφαντασία και ό,τι προέρχεται απ’ αυτή. Και θέλουν να την καταστρέψουν, χωρίς να ξέρουν πως έτσι ίσα ίσα πληθαίνουν τον χείμαρρο της ψευτιάς, που αδιάκοπα πλημμυρίζει τον κόσμο τους, αυτόν τον χείμαρρο που ‘χει γίνει απ’ τα αγνώριστα πλάσματα της Ονειροφαντασίας, που ζουν εκεί μια ψεύτικη ζωή ζωντανών πτωμάτων και φαρμακώνουν τις ανθρώπινες ψυχές με μια μυρωδιά σαπίλας που αναδίνουν. […]

Και εσείς πια με τη σειρά σας, θα τους εξουσιάζετε. Και τίποτα δε δίνει μεγαλύτερη εξουσία πάνω στους ανθρώπους, από το ψέμα. Γιατί οι άνθρωποι, γιε μου, ζουν όλο με φαντασιώσεις. Κι αυτές μπορεί να τις κατευθύνει κανείς. Αυτή η δύναμη είναι η μόνη που λογαριάζεται. Γι’ αυτό κι εγώ στεκόμουν στο πλευρό της εξουσίας και την υπηρετούσα, για να μπορώ να ‘χω το μερίδιό μου».

«Εγώ δε θέλω να παίρνω μέρος στην εξουσία», φώναξε ο Ατρέγιου.

«Σώπα, σώπα, ανόητο παιδί», γρύλισε ο Λύκος. «Μόλις έρθει η σειρά σου να πηδήξεις μες στο Τίποτα θα γίνεις κι εσύ ένας άβουλος κι αγνώριστος υπηρέτης της εξουσίας. Ποιος ξέρει σε τι θα την ωφελήσεις! Ίσως με τη βοήθειά σου θα καταφέρουν να παρακινήσουν τους ανθρώπους ν’ αγοράσουν πράγματα που δεν τους είναι χρήσιμα, ή να μισούν κάτι που δεν το ξέρουν. Να πιστεύουν σ’ ότι τους μεταβάλλει σε πειθήνια όργανα, ή ν’ αμφιβάλλουν για κάτι που θα μπορούσε να τους σώσει. Με σας, μικροί υπήκοοι της Ονειροφαντασίας, γίνονται στον Κόσμο των Ανθρώπων μεγάλες δουλειές, ξεσπούν πόλεμοι, ή θεμελιώνονται αυτοκρατορίες…»

Ήταν ένα απόσπασμα από την “Ιστορία Χωρίς Τέλος” του Γερμανού συγγραφέα Μίχαελ Έντε [“Die unendliche Geschichte” – “The Neverending Story”, σε μετάφραση Ρ. Καρθαίου, Λ. Λάμπρου]. Πρώτη δημοσίευση το 1979. Ένα βιβλίο στο οποίο θα επανέλθω σίγουρα κάποια στιγμή, μέσα από τα λαγούμια της Κουνελοχώρας.

Υποκατάστατο μιας παλιάς συνήθειας

«H πρώτη σκέψη της ημέρας.

Ο καλύτερος τρόπος για να αρχίσεις καλά τη μέρα σου, είναι να σκεφτείς, αμέσως μόλις ξυπνήσεις, αν μπορείς να δώσεις χαρά σ’ έναν τουλάχιστον άνθρωπο αυτή τη μέρα.

Αν αυτή η πρακτική μπορούσε να γίνει υποκατάστατο της θρησκευτικής συνήθειας της προσευχής, οι συνάνθρωποι μας θα είχαν όφελος απ’ αυτή την αλλαγή».

Φρήντριχ Νίτσε, Από το “Ανθρώπινο, Πάρα Πολύ Ανθρώπινο” (μετάφραση Ζ.Σαρίκα). Πρώτη έκδοση το1878.

Μια θεραπευτική διέξοδος. Το βυζί και το γάλα

«Πεινάς για να μάθεις,
πεινάς για να μεγαλώσεις,
πεινάς για να γνωρίσεις,
πεινάς για να πετάξεις…
Μπορεί σήμερα
εγώ να είμαι το βυζί
που σου δίνει γάλα,
που καταλαγιάζει την πείνα σου…
Μην ξεχνάς, όμως:
δεν είναι το βυζί
που σε τρέφει.
Είναι το γάλα!»

Χόρχε Μπουκάι. Αργεντινός συγγραφέας και ψυχοθεραπευτής.

Τα προηγούμενα μέρη από το «Λαγούμι της Λογοτεχνίας» (κάνετε κλικ πάνω στους συνδέσμους)

Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 1 – Κρασιά, Καράβια και Βιβλία που Δαγκώνουν
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 2 – Τσουκνίδες και Ποτά
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 3 – Παραμύθια, διάβολοι και θάλασσες
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 4 – Υπαρξισμός και Έκσταση
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 5 – Τα πιο παλιά σου Όνειρα
Στο Λαγούμι της Λογοτεχνίας, μέρος 6 – Θαυμαστοί Καινούργιοι Κόσμοι

 

 

Tags: , , , , , , , , ,

6 Responses

  1. Πολύ ωραίο! Το απόσπασμα του Τσιφόρου μού θύμισε ότι τον περασμένο Αύγουστο πέθανε ο Ντόναλντ Χέντερσον, μέσα στη γενική αδιαφορία. Όλοι κλαψούριζαν για διάφορους καλλιτέχνες -που στο κάτω κάτω οι περισσότεροι έπαιρναν για χρόνια διάφορες ουσίες- ενώ ο Χέντερσον ήταν εκείνος που απάλλαξε την ανθρωπότητα από μια φριχτή ασθένεια: την ευλογιά! Με μια μικρή ομάδα ξεκίνησαν την έρευνα το 1967, για να παρασκευάσουν το εμβόλιο.
    Μέχρι τότε, 2 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαιναν κάθε χρόνο από αυτήν. Το 1977 υπήρξε το τελευταίο κρούσμα.
    Όχι τίποτε άλλο, δηλαδή, αλλά ακούω σήμερα ότι πολλές μανάδες αρνούνται να εμβολιάσουν τα παιδιά τους, με κίνδυνο να επανέλθουν ξεχασμένες ασθένειες.
    Καλή χρονιά είπαμε; Πάντα ανήσυχος και δημιουργικός, Κούνελε.

    • Ευχαριστώ για την πληροφορία, Λωτοφάγε! Αυτοί είναι αληθινοί ήρωες – για τους οποίους δεν θα γραφτούν βιβλία και δεν θα μπολιάσουν εθνικές συνειδήσεις. Μα η προσφορά τους είναι βαθιά και ουσιώδης. Όσο αφορά τους καλλιτέχνες – έχουν προσφέρει και με το παραπάνω, σε άλλο επίπεδο όμως. Αμφότεροι είναι σημαντικοί και δεν ξέρω τι θα κάναμε χωρίς τους μεν ή τους δε.

      Για κάποιους άλλους είναι που αμφιβάλλω. Κάποιους πολεμοκάπηλους, κάποιους πολιτικούς, κάποιους σαν αυτούς…

      Καλή χρονιά!

    • Μάλλον δεν ήμουν σαφής: δεν παραγνωρίζω την καλλιτεχνική προσφορά, απλώς λέω ότι ε, για κάποιους αυτοκαταστροφικούς το περιμέναμε, έτσι δεν είναι;

  2. Giannis Pit says:

    Τις καλησπέρες μου Κούνελε και καλή βδομάδα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *