Το Ύποπτο Χέρι… Ένα διήγημα του Τάσου Λειβαδίτη

Enter the rabbit's lair...

Το Ύποπτο Χέρι του Τάσου Λειβαδίτη, από τη συλλογή διηγημάτων Το Εκκρεμές - σχεδιασμός, το φονικό κουνέλι

Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι γνωστός στους περισσότερους ανάμεσά μας για τα ποιήματά του. Ωστόσο το 1966 κυκλοφόρησε μια συλλογή με διηγήματα του Λειβαδίτη, τιτλοφορούμενη «Το Εκκρεμές». Αγνοώντας το ύφος και το περιεχόμενο που θα μπορούσαν να έχουν τα πεζά του, ξεκίνησα να διαβάζω τη συλλογή – και ήδη από τις πρώτες δύο σελίδες είχα απορροφηθεί. Ιστορίες βγαλμένες από κάποια υπερρεαλιστική πραγματικότητα, ισορροπώντας ανάμεσα στο όνειρο και τον εφιάλτη, το λογικό και το παράλογο, την ψυχροπολεμική παράνοια των καιρών και την ελληνική πραγματικότητα, τον Ντοστογιέφσκι και τον Κάφκα, τα διηγήματα του Λειβαδίτη σε απορροφούν στη δίνη μιας πραγματικότητας ιδωμένης μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέπτη. Ή μήπως είναι η πραγματικότητα παραμορφωμένη και ο καθρέπτης φυσιολογικός;

Σήμερα σας παρουσιάζω ένα από αυτά τα διηγήματα, ο τίτλος του οποίου είναι «Το Ύποπτο Χέρι». Θέμα της ιστορίας είναι ένας καθημερινός άνθρωπος, υπάλληλος σε μια τράπεζα, που μια μέρα διαπιστώνει πως το χέρι του έχει μεταμορφωθεί σε χέρι πιθήκου. Φοβισμένος από αυτή την αλλαγή, αδυνατώντας να δώσει κάποια εξήγηση, προτού φτάσει να συναναστραφεί άλλους ανθρώπους και να κάνει τις καθημερινές του εργασίες, αισθάνεται την ανάγκη να αποκρύψει την τρομακτική αυτή παραμόρφωση…

Η σκυτάλη στον Τάσο Λειβαδίτη. Μεταφερόμαστε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, τις μικρές ώρες πριν το ξημέρωμα…

***

«Το δωμάτιο ήταν κατασκότεινο, σαν ανύπαρχτο, καθώς άνοιξε τα μάτια. Στις γρίλιες ούτε ίχνος ακόμα απ’ την αυγή. «Περίεργο, γιατί ξύπνησα τόσο νωρίς», σκέφτηκε. Όλο το δεξί μέρος του κορμιού του ήταν μουδιασμένο, ειδικά το χέρι, σαν παράλυτο. «Να, αυτά παθαίνω όταν πλαγιάζω απ’ το δεξί πλευρό». Είχε πάντοτε ένα φόβο να κοιμάται απ’ το μέρος της καρδιάς, μήπως πάθει τίποτα και δεν ξαναξυπνήσει. Και του άρεσε να σκέφτεται, λίγο αυτάρεσκα είναι αλήθεια, ότι ήθελε να γευτεί τον θάνατό του. «Δεν υπάρχει πιο εξευτελιστικό πράγμα απ’ το να πεθάνεις κοιμισμένος» είχε γράψει κάποτε στο ημερολόγιο που κρατούσε. Τρόπος του λέγειν, δηλαδή, που κρατούσε. Ήταν ένα παλιωμένο εκατόφυλλο τετράδιο, που τρεις – τέσσερις φορές το χρόνο το θυμόταν, και με την ευκαιρία κάτι έγραφε απ’ τις σκέψεις που κατά καιρούς τούχαν περάσει απ’ το μυαλό.

Το μούδιασμα είχε κάπως λιγοστέψει. Μα εκείνο που πιο πολύ τον αηδίαζε ήταν στο στόμα, μια γεύση σαπισμένης φλούδας. «Το καλύτερο είναι να διαβάσω λίγο, μόνο έτσι θα μπορέσω ν’ αποκοιμηθώ. Και το πρωί ποιός άκουε τις φωνές του τμηματάρχη, αν αργήσω». Άναψε το πορτατίφ, κι όπως ήταν τώρα απ’ το αριστερό πλευρό γυρισμένος, άπλωσε το δεξί χέρι να πάρει ένα βιβλίο απ’ το κομοδίνο. Του φάνηκε κάπως περίεργο, κι όμως δυσκολευόταν στις κινήσεις του. Λες και το χέρι του δεν τον υπάκουε πια. Τελικά, ύστερ’ από μερικές προσπάθειες τόπιασε, μα καθώς έκανε να το σηκώσει, το βιβλίο του ξέφυγε κι έπεσε στο πάτωμα μ’ ένα ξερό κρότο.

Τότε κοίταξε το χέρι του. Ασφαλώς, αν δεν είχε χάσει τη φωνή του απ’ τον τρόμο, θάβγαζε μια κραυγή που θα ξύπναγε όλους τους ένοικους. Το χέρι του ήταν ισχνό, πολύ κοντύτερο απ’ το άλλο, κι ολόκληρο τριχωτό. Όσο για τα δάχτυλα είχαν κι εκείνα λιγνέψει και τέλειωναν σε μια γαμψή στάση, αποκρουστική. Αμέσως τούρθε στο νου: το χέρι ενός πιθήκου.

Προσπάθησε να χαμογελάσει. «Μάλλον κοιμάμαι ακόμα κι ονειρεύουμαι. Έτσι ήταν πάντα τα όνειρά μου, εφιαλτικά, ευτυχώς όμως που το πρωί τα ξεχνάω». Έσβησε το πορτατίφ κι έκλεισε τα μάτια. «Είσαι ηλίθιος, πως μπορεί το χέρι ενός ανθρώπου να μεταμορφωθεί σε πιθήκου. Απλούστατα ή κοιμάσαι ή έχεις πέσει θύμα παραίσθησης». Αυτό το τελευταίο του άρεσε. «Βέβαια, κάτι τέτοιο πρέπει νάναι, μια απλή παραίσθηση που θα περάσει με την ώρα της.

Θυμάσαι; σούχει ξανασυμβεί μια – δυο φορές στη ζωή σου. Κάποτε ένα ολόκληρο βράδυ νόμιζες πως είσαι ο τμηματάρχης της Τραπέζης. Σηκώθηκες μάλιστα και κοιτάχτηκες στον καθρέφτη — ολόιδιος. Όταν όμως κάθισες κι ανέλυσες λογικά τις αιτίες, το βρήκες: τον φθονούσες για τη θέση του, για την εκτίμηση που τούδειχναν όλοι, για το αξιοσέβαστο ύφος του, ενώ εσύ ήσουνα ένας ασήμαντος λογιστής τρίτης τάξεως. Αυτό είχε δημιουργήσει την αντικατάσταση. Το πρωί ξύπνησες εντελώς καλά, πήγες στη δουλειά σου και κανείς δεν έμαθε ποτέ τίποτα. Μια άλλη φορά νόμιζες πως πλάι σου, στο κρεβάτι, πλάγιαζε μια πεθαμένη γυναίκα — ενώ από νωρίς είχες πέσει καταμόναχος. Έψαξες και βρήκες πάλι τη λύση: όλες οι γυναίκες πούχες κοιμηθεί μαζί τους — κοινές γυναίκες οι περισσότερες — δεν σούχαν δώσει ποτέ ότι είχες ελπίσει από κείνες. Έπεσες και σηκώθηκες απ’ το ερωτικό κρεβάτι με το ίδιο αφόρητο συναίσθημα του κενού. Γι’ αυτό έβλεπες τώρα αυτήν την πεθαμένη γυναίκα δίπλα σου.

«Ωραία, αλλά σήμερα, πώς εξηγείται το σημερινό; Απλούστατα. Εγώ, άνθρωπος που πίστευε πάντοτε βαθιά στο Θεό, έπεσα στον πειρασμό, πριν κάμποσο καιρό, να διαβάσω μερικά επιστημονικά βιβλία. Ήθελα, διάβολε, να μπορώ κι εγώ να συζητήσω, αν τύχαινε, σε καμιά συντροφιά — βέβαια δεν έτυχε, γιατί οι μόνες μου συντροφιές είναι ο εαυτός μου και μια αδέσποτη γάτα πούρχεται κάθε πρωί και της δίνω λίγο γάλα, όταν έχει ξυνίσει. Διάβασα, λοιπόν, και για την καταγωγή του ανθρώπου, όπως λένε, και ομολογώ πως δεν πίστεψα λέξη. Όμως ο νους μου ταράχτηκε. Αποτέλεσμα αυτής της ταραχής πρέπει νάναι η αποψινή παραίσθηση. Ή πάλι μπορεί εκείνο το καταραμένο σύμπλεγμα κατωτερότητας, πούχω από παιδί, να με παρουσιάζει τώρα στα μάτια μου σαν ένα ον κατώτερο. Ένα απ’ τα δυο θα είναι, το βρήκα» συλλογίστηκε ικανοποιημένος: «Μπορεί να μην κατόρθωσα τίποτα στη ζωή μου, μα γύρω απ’ τα ψυχολογικά, ά, όλα κι όλα, είμαι στην εντέλεια καταρτισμένος. Είναι τόσο παρήγορο, τις ώρες της ερημιάς, να χώνεσαι στα μυστήρια της ψυχής».

Ή πάλι μπορεί εκείνο το καταραμένο σύμπλεγμα κατωτερότητας, πούχω από παιδί, να με παρουσιάζει τώρα στα μάτια μου σαν ένα ον κατώτερο.

Άλλαξε πλευρό, με κάποια δυσκολία, βέβαια, για να ξεκουραστεί, και προσπάθησε ν’ αποκοιμηθεί. «Το πρωί όλα θάχουν περάσει. Πάντως πρέπει να συμβουλευτώ κι ένα γιατρό, — τα νεύρα μου είναι λίγο χαλασμένα. Τί θα του πω όμως, αλήθεια; σκέφτηκε, με περισσότερη έκπληξη παρά τρόμο. Πως μια ολόκληρη νύχτα ήμουνα τμηματάρχης, ή πως μεταμορφώθηκα σε πίθηκο; Θα με πάρει για τρελό. Όχι, θα βρω έναν άλλο τρόπο. Έξ άλλου οι γιατροί, όπως κι οι εξομολόγοι, πρέπει να κρατάνε το μυστικό σου μέχρι τον τάφο».

Τότε του πέρασε μια ιδέα: «Απλούστατα, θα του τα πω όλα, και όταν πια θα μ’ έχει θεραπεύσει, θα τον σκοτώσω». Χαμογέλασε με την ανόητη σκέψη του. Συχνά τουρχόντουσαν κάτι τέτοια στο μυαλό, μα σαν λογικός άνθρωπος, φρόντιζε να τα ξεχνάει το γρηγορότερο. Αλλά και πάντοτε απορούσε: γιατί του ερχόντουσαν;

Το ξυπνητήρι, που το κούρντιζε με σχολαστικότητα κάθε βράδυ, χτύπησε όπως πάντα στις επτά παρά τέταρτο. «Ώστε δεν είναι τόσο νωρίς όσο νόμιζα». Πήδησε απ’ το κρεβάτι, με την αόριστη ελπίδα πως η εφιαλτική παραίσθηση θα ‘χε περάσει. «Είδες στόλεγα εγώ, μια μικρή κρίση ήταν». Βέβαια δεν τολμούσε να κοιτάξει το δεξί του χέρι, και για να μην υποκύψει στον πειρασμό τόχωσε στην τσέπη της πυτζάμας. Μπαίνοντας στην κουζίνα να ψήσει καφέ, βρήκε ξαφνικά τον εαυτό του (κι ούτε μπορούσε να θυμηθεί πόσο αστραπιαία έγινε), βρήκε τον εαυτό του γονατιστό, μπροστά στον τενεκέ των σκουπιδιών, ν’ αρπάζει και να τρώει με βουλιμία κάτι φλούδια από μήλα, που ποιος ξέρει πόσες μέρες βρίσκονταν εκεί. Μόνο αυτή τη στιγμή κατάλαβε πως ετούτη τη φορά τον είχε βρει κάτι πολύ χειρότερο από μια παραίσθηση. Το χέρι που κρατούσε τα φλούδια, γελοίο και τριχωτό, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, ήταν το χέρι ενός πιθήκου. Τούρθαν στο νου κάτι ειδήσεις στις εφημερίδες για τέρατα που γεννιούνται χωρίς χέρια, με δυο κεφάλια. Ναι, μα όλα τούτα είναι εκ γενετής. Αυτός ήδη πατούσε τα τριανταοχτώ. «Και τώρα πως πηγαίνουν στο γραφείο», αναρωτήθηκε.

Το χέρι που κρατούσε τα φλούδια, γελοίο και τριχωτό, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, ήταν το χέρι ενός πιθήκου.

Στο τραπεζάκι της κουζίνας έβαζε πάντα αποβραδίς τα ξυριστικά του. Ξυρίστηκε με πολλή δυσκολία, κατακόπηκε, το αριστερό χέρι, βλέπεις, δεν τον βοηθούσε, ιδιαίτερα πρόσεξε στο δεξί μάγουλο, που οι τρίχες φτάνανε μέχρι το μάτι, κι αυτό. ήταν το χειρότερο, ένα μάτι μικρό, κόκκινο και τσιμπλιασμένο, ένα μάτι φοβισμένο και μοχθηρό. «Δεν χωράει συζήτηση, κάτι συμβαίνει. Αλλά τί;»

Κοίταξε το αρρωστημένο χέρι — και θυμήθηκε, πριν από πολλά χρόνια, πέντε-έξη χρονών θάταν, είχανε γιορτή στο σπίτι, μόλις είχε γυρίσει, μάλιστα, ύστερ’ από δέκα χρόνια, ο θείος του, αδερφός της μητέρας του, που ταξίδευε, ναυτικός. Όπως ήταν, λοιπόν, μικρός, και δεν τούδινε κανείς σημασία, θύμωσε, και μη βρίσκοντας άλλο τρόπο να τους χαλάσει τη διασκέδαση, χούφτωσε το γυαλί της λάμπας που έκαιγε πάνω στο τραπέζι. Έμπηξε μια δυνατή κραυγή απ’ τον πόνο. Η μητέρα του, έτρεξε απ’ τη τραπεζαρία, τάβαλε με όλους που δεν πρόσεχαν το παιδί, και παίρνοντάς τον στην αγκαλιά του φίλαγε το καμένο χέρι, μουρμουρίζοντας με δάκρυα: «Το χεράκι του, το χεράκι του…» «Μητέρα πούσαι τώρα να δεις πως έγινε αυτό το χέρι», σκέφτηκε με παράπονο.

Μα το βλέμμα του έπεσε στο ρολόι. Οχτώ παρά είκοσι, «Θέ μου, πρέπει να βιαστώ. Τί γίνεται όμως με τούτο;» και κοίταξε το χέρι. «θα το κρατάω στην τσέπη, όχι, όχι, μπορεί αφηρημένος να το βγάλω». Τούρθε μια ωραία ιδέα. Σ’ ένα συρτάρι που φύλαγε διάφορα άχρηστα πράγματα (ένα παιχνίδι, κάτι φουρκέτες πούχε βρει στο δρόμο, δυο εισιτήρια λεωφορείου όταν πρωτοβγήκε με κοπέλα και το μισό κρανίο απ’ ένα ψόφιο σκυλί), θυμήθηκε, λοιπόν, πως είχε εκεί μέσα κι έναν μεγάλο επίδεσμο. Τύλιξε προσεχτικά το χέρι του, αρχίζοντας απ’ τον αγκώνα μέχρι κάτω τα δάχτυλα. «θα τους πω ότι τόκαψα — μα θα μου πούνε, βέβαια, ότι τόκαψα εδώ και χρόνια, όταν ήμουνα παιδί, ακόμα δε γιατρεύτηκε; Τότε να πω ότι με χτύπησε περνώντας έν’ αυτοκίνητο. Κάθε μέρα γίνονται του κόσμου τα δυστυχήματα». Όσο για κείνο το μάτι, φόρεσε ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά πούχε για το καλοκαίρι και βγήκε.

***

Υπάλληλοι σε γραφείο εταιρίας, κατά τη δεκαετία του 60

Έφτασε δέκα ολόκληρα λεπτά αργοπορημένος. Η τεράστια αίθουσα που χρησίμευε για λογιστήριο της Τράπεζας ήταν γεμάτη μικρά τραπέζια, γραφομηχανές και σκυφτούς υπαλλήλους. Όλοι, ένας – ένας, σήκωναν το κεφάλι και τον κοιτάζανε καθώς περνούσε. «Λες να κατάλαβαν τίποτα;» σκέφτηκε με αγωνία. Κοίταξε το χέρι, ήταν καλά διπλωμένο. Έφτασε στο γραφείο του, στο βάθος, και κάθισε.

— Τι έπαθες, χτύπησες; ρώτησε αδιάφορα ο διπλανός του.

— Μάλλον… μάλλον ναι… έκανε εκείνος, ενώ το μυαλό του έτρεχε αλλού: πού είχε βρει εκείνο το κρανίο του σκύλου και γιατί το φύλαγε; Το βράδυ που θα γύριζε θα το πετούσε οπωσδήποτε.

Για μια στιγμή του πέρασε η σκέψη να λύσει το χέρι του και να βγάλει τα μαύρα γυαλιά, να δει επιτέλους την αντίδραση στο διπλανό του. Αν ήταν παραίσθηση, ο υπαλληλάκος θα τον κοίταζε, άχρωμα, όπως πάντα, και θα συνέχιζε τη δουλειά του. Αν πάλι υπήρχε στ’ αλήθεια εκείνη η αλλαγή θάβαζε ασφαλώς τις φωνές. Έτσι θα καταλάβαινε κι εκείνος τί ακριβώς συμβαίνει, να μην τον τρώει η αμφιβολία.

Αν όμως δεν είναι παραίσθηση; Τί θα συμβεί κει και πέρα; Πρώτα – πρώτα θα τον απολύανε, πολύ φυσικό. Ποιος θέλει στη δουλειά του έναν άνθρωπο, που αρχίζει κιόλας να μην είναι άνθρωπος. Ύστερα οι εφημερίδες: «Τερατώδες γεγονός», θάγραφαν με μεγάλα γράμματα. Θάβαζαν τ’ όνομά του και τη φωτογραφία του. Θα επενέβαινε η αστυνομία, κι οπωσδήποτε η Ιατρική Ακαδημία. Γιατί η πολιτεία θάπρεπε να πάρει μιαν απόφαση, σε τί είδος ανήκει, κι αν του επιτρέπεται να συνεχίζει να κατοικεί και να συγχρωτίζεται με τους ανθρώπους. Κι ίσως, τελικά, δεν αποκλείεται καθόλου, να τον κλείναν σε κάνα ζωολογικό κήπο.

Γιατί η πολιτεία θάπρεπε να πάρει μιαν απόφαση, σε τί είδος ανήκει, κι αν του επιτρέπεται να συνεχίζει να κατοικεί και να συγχρωτίζεται με τους ανθρώπους.

Πήρε την αμετάκλητη απόφαση να το κρύψει οπωσδήποτε. Άνοιξε ένα μεγάλο βιβλίο «Δούναι-Λαβείν» πούχε μπροστά του, μα αμέσως κέρωσε. «Πώς θα γράψω με το αριστερό χέρι. Μην είσαι ανόητος. Αφού το δεξί σου είναι τραυματισμένο, απλούστατα δεν μπορείς να γράψεις, θα πας στον κύριο τμηματάρχη και θα του ζητήσεις μιας ημέρας άδεια. Έτσι θάχεις όλον τον καιρό να σκεφτείς».

Ο κρότος απ’ τις γραφομηχανές σα ναρχόταν από μακριά. Οι υπάλληλοι σκυφτοί πάνω στα τραπέζια γράψανε αδιάκοπα. Πού και πού μόνο σήκωναν τα κεφάλια τους, σα νάθελαν ν’ ανασάνουν κάπως πιο βαθιά. «Τί γράφουνε όλοι τούτοι οι άνθρωποι, αλήθεια», σκέφτηκε, προσπαθώντας να ξεχάσει το άλλο. «Τεράστια ποσά, ιλιγγιώδη, μπαίνουν, βγαίνουν και δεν τα βλέπει κανείς, απλώς τα καταγράφουμε. Γι’ αυτό κι οι περισσότεροι παθαίνουν κύρτωση με τα χρόνια, απ’ το πολύ σκύψιμο. Μα τι με νοιάζει εμένα; Εγώ κάθε πρωί κάνω τη γυμναστική μου. Μερικές ασκήσεις την ημέρα ωφελούν πολύ, όλα τα περιοδικά το λένε». Στο μυαλό του ξανάρθε απότομα η παράξενη κατάσταση που βρισκόταν, «θα το αντιμετωπίσω με κάθε τρόπο. Δε θα το μάθει κανείς». Αρκετό καιρό άφησε να ορίζουν οι άλλοι τη ζωή του. Όχι, τώρα θα τους ξεγέλαγε. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος να πάρει την εκδίκησή του. «Πρέπει να οργανώσω τη ζωή μου σε νέες βάσεις, σκέφτηκε. Μα βρω μάλιστα, κι ένα λεξικό να δω τί τρώνε αυτά τα ζώα. Μάλλον χορτοφάγα είναι. Ευτυχώς, έχω μια τέτοια προδιάθεση».

Ένοιωσε κάπως καλύτερα κι ετοιμάστηκε να πάει στον κύριο τμηματάρχη. Μα ήταν τυχερός. Η πόρτα του βάθους άνοιξε, κι ο κύριος τμηματάρχης μπήκε, ψηλόσωμος, επιβλητικός, μ’ ένα μικρό αυτάρεσκο χαμόγελο, και γενικά μ’ έναν αέρα μεγαλόκαρδης συγκατάβασης. Φορούσε πάντα ένα ζευγάρι γυαλιά του ήλιου, με ακριβό σκελετό, προσπαθώντας να εξωραΐσει τη μυωπία του. «Κοίταξε σύμπτωση» σκέφτηκε, μόλις είδε, όχι χωρίς έκπληξη, τόνα χέρι του κυρίου τμηματάρχη δεμένο μ’ επιδέσμους. Σηκώθηκε και πήγε προς συνάντησή του. «Πρέπει να μιλήσω όσο γίνεται πιο ευγενικά, του αρέσουνε κάτι τέτοια».

—Κύριε τμηματάρχα, καλημέρα σας. Είστε καλά; Χτυπήσατε, για όνομα του Θεού, πρέπει να προσέχετε. Σας αγαπάμε τόσο όλοι εδώ.

Ο κύριος τμηματάρχης ξαφνιάστηκε. Δεν έτρεφε καμμιά εκτίμηση γι’ αυτόν τον αναιμικό υπάλληλο.

—Κύριε τμηματάρχα, θα ήθελα, και μ’ όλη την καλοσύνη που σας διακρίνει, θα ήθελα μιας ημέρας άδεια. Ξέρετε, χτύπησα, έχω λίγο πυρετό, έξ άλλου μου είναι αδύνατο μέσα σε μια μέρα να συνηθίσω να γράφω με το αριστερό χέρι…

«Προδόθηκα, σκέφτηκε με τρόμο. Γιατί είπα: δεν μπορώ να συνηθίσω μέσα σε μια μέρα — σα να τούπα, δηλαδή, το δεξί μου χέρι είναι άχρηστο πια και πρέπει από δω και μπρός να τα βολέψω με το άλλο».

Η φωνή του κυρίου τμηματάρχη ήταν όπως όλα του, επιβλητική, κι όχι χωρίς κάποια, αλλά ευχάριστη, επιτήδευση.

— Αγαπητέ μου κι εγώ δεν είμαι τόσο καλά, κι έδειξε το χέρι του, μα αυτό δε σημαίνει πως με το παραμικρό μπορούμε να εγκαταλείπουμε την εργασία μας. Άλλωστε, πρέπει να σας το πω, τον τελευταίο καιρό οι συχνές απουσίες σας, η αφηρημάδα σας, τα λάθη στα βιβλία. Η διεύθυνση σκοπεύει να πάρει αυστηρά μέτρα.

— Κύριε τμηματάρχα, είσαστε ένας ανεκτίμητος άνθρωπος, μα ξέρετε, δεν νοιώθω καλά, η υγεία μου…

— Η υγεία σας δεν μπορεί να ενδιαφέρει έναν οικονομικό οργανισμό, μόνο η απόδοσή σας ενδιαφέρει. Φοβάμαι πως στο τέλος του μηνός θάχετε δυσάρεστα νέα.

—Η υγεία σας δεν μπορεί να ενδιαφέρει έναν οικονομικό οργανισμό, μόνο η απόδοσή σας ενδιαφέρει.

Καθώς έσκυψε το κεφάλι λυπημένος είδε τα καλογυαλισμένα παπούτσια του τμηματάρχη. Τόνα κορδόνι ήταν λυμένο, θυμήθηκε κάποιο συμμαθητή του στο Γυμνάσιο. Ένα παιδί κουτσό, με δεκανίκι και με κείνο το πρόωρο τρίχωμα των καχεκτικών αγοριών στο πρόσωπο, τούδειχνε μια λατρεία περίεργη, τον ακλουθούσε παντού σέρνοντας το ατροφικό του ποδάρι, έτσι που μια μέρα, για να τον ευχαριστήσει, έσκυψε να του δέσει τα λυμένα κορδόνια του παπουτσιού του. Κι αυτός, με κείνες τις παράξενες αντιδράσεις που τούρχονταν κάποτε, τούδωσε μια με το πόδι στο πρόσωπο — τον είχε ενοχλήσει αυτή η εύκολη χειρονομία. Το κουτσό παιδί έπεσε ανάσκελα και τον κοίταζε με αμηχανία, λες κι ήταν εκείνο ο φταίχτης. Πέθανε ύστερ’ από μερικά χρόνια.

—Να σας βοηθήσω, έκανε με μια ενστικτώδη κίνηση, έτοιμος να σκύψει στα παπούτσια του κυρίου τμηματάρχη. Μα συγκρατήθηκε αμέσως: «Γιατί τόκανα αυτό;» απόρησε ντροπιασμένος.

— Σας παρακαλώ, είπε ο άλλος, που τούρθε κάπως απρόσμενα.

Και για ν’ αλλάξει ατμόσφαιρα, ο κύριος τμηματάρχης έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε μ’ ένα ανάλαφρο μεταξωτό μαντήλι. Τον έβλεπε για πρώτη φορά χωρίς γυαλιά και τα μυωπικά του μάτια του κάναν αμέσως εντύπωση. Ήταν φοβισμένα και μοχθηρά — ακριβώς σα το δικό του αρρωστημένο μάτι. Μήπως; Ή σκέψη τούρθε ξαφνικά. Κοίταξε το δεμένο χέρι του τμηματάρχη. Αυτό έπρεπε νάναι — πως δεν το κατάλαβε νωρίτερα! Στο τέλος – τέλος, γιατί δηλαδή; Αποκλείεται εκείνο που τούχε συμβεί, να συμβεί και σε κάποιον άλλον;

— Κύριε τμηματάρχα, η φωνή του ήταν δυνατή, μπορείτε να λύσετε αυτό το χέρι να το δούμε;

Ο άλλος δεν κατάλαβε στην αρχή. Έμεινε να τον κοιτάζει απορημένος.

— Κύριε τμηματάρχα, επανέλαβε ακόμα πιο δυνατά, έτσι που όλοι μέσα στην αίθουσα γύρισαν προς το μέρος τους. Μπορείτε να λύσετε αυτό το χέρι να το δούμε;…

— Δεν ξέρεις τί λες, κατόρθωσε ν’ αρθρώσει ο τμηματάρχης κι έκανε να φύγει. Μα υστέρα κοντοστάθηκε. Το μούτρο του είχε κιτρινίσει.

— Απολύεσαι, φώναξε, κάπως υστερικά. Απολύεσαι αυτή τη στιγμή. Έχω και την έγκριση της διευθύνσεως…

«Θέλει να με διώξει, για να μην τον αποκαλύψω», τούρθε αμέσως στο νου.

— Ο κύριος τμηματάρχης φοβάται να μας δείξει το χέρι του, για να μη μάθουμε την αλήθεια. Ο κύριος τμηματάρχης έχει αρχίσει να γίνεται πίθηκος!…

Ο τμηματάρχης είχε φύγει κιόλας. Ίσως και να μην άκουσε τις τελευταίες λέξεις. Οι άλλοι τον κοίταζαν ξαφνιασμένοι, δεν καταλάβαιναν. Οι γραφομηχανές είχαν σταματήσει. Μια μεγάλη ησυχία, που του θύμισε μακρινά, ήρεμα δάση, μια απέραντη νοσταλγία για να χαθεί μέσα στην πράσινη, κατευναστική ερημιά τους. «Το κακό προχωράει, σκέφτηκε. Να που νοιώθω και την ανάγκη να γυρίσω στο φυσικό μου περιβάλλον. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει τη Μοίρα του. «Ας πάω λοιπόν».

Κι ακούστηκε το βήμα του πάνω στις πλάκες καθώς τραβούσε προς την έξοδο.»

Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων “Το Εκκρεμές” – πρώτη έκδοση 1966. Για την εισαγωγή και την ψηφιοποίηση του κειμένου: Το φονικό κουνέλι, Νοέμβριος 18

Δέντρα σε τροπικό δάσος

Tags: , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *