Ξεκινάω να γράφω. Δεν γνωρίζω τι. Ξέρω μόνο τρία πράγματα: Πρώτον, η ανάρτηση θα βγει μεγάλη σε μέγεθος, πολύ μεγάλη. Σαν διήγημα ίσως. Δεύτερον, θα την κρατήσω αρκετό καιρό πρωτοσέλιδη στο blog. Τρίτον, θα περιλαμβάνει νυχτερινούς δρόμους, ξοδεμένα ποτά, μια γυναίκα σ’ ένα μπαρ, εξομολογήσεις, ίσως και ένα σαξόφωνο να σκορπίζει νότες εδώ κι εκεί.
Νομίζω θα είναι ένα αρκετά περίεργο κείμενο.
Ακούω ένα πιάνο να παίζει. Παιχνιδιάρικος ρυθμός. Αυτοσχεδιασμός. Το ακούω ενώ γράφω στον υπολογιστή. Αυτοσχεδιάζω μαζί του, πετάω λέξεις, γράμματα, πατάω κουμπιά στην τύχη, δοκιμάζω να φνρθδφθεςρωνξριργρφφγββ. Μδδεη ψε μφες σμοες. Σχεδόν μοιάζει με κανονική πρόταση το προηγούμενο. Σου δίνεται η αίσθηση πως “θέλει κάτι να πει ο ποιητής”. Υπάρχει ένα πλάνο πίσω απ’ όλα, τα πάντα είναι προμελετημένα, οργανωμένα, στη σειρά.
Κι όμως, δεν είναι παρά γράμματα που πέταξα τυχαία στην οθόνη. Χωρίς κρυφό νόημα. Χωρίς βαθύτερη ουσία. Σημαίνοντα χωρίς το σημαινόμενο. Κενά σύμβολα. Μια κλειδαριά δίχως κλειδί. Μια πόρτα ζωγραφισμένη σ’ έναν τοίχο.
Όλα τυχαία.
Πολύχρωμα Φτερά
Με ενοχλεί η φαντασία μου. Με ενοχλεί γιατί σε αυτήν την πόρτα, την εικονική, αυτήν που είναι ζωγραφισμένη στον τοίχο πάνω, μου φανερώνει μια διέξοδο. Μπορώ απλά να την ανοίξω και να περάσω στον μυστικό της κόσμο. “Όλα είναι δυνατά”, αυτό μου λέει η φαντασία μου και με εκνευρίζει, με αυτήν την παιδική της αίσθηση παντοδυναμίας. “Μπορείς να σχεδιάσεις μια πόρτα σ’ έναν τοίχο, να φτιάξεις ένα πέρασμα, εκεί που δεν υπήρχε τίποτα πριν”, αυτό ψιθυρίζει η πλανεύτρα σκέψη μέσα μου, και γω θέλω να αφεθώ στο κάλεσμα της. Να γίνω ξανά παιδί.
“Ονειρεύτηκα πως ήμουν μια πεταλούδα και πετούσα εδώ κι εκεί, από λουλούδι σε λουλούδι. Είχα συνείδηση πεταλούδας, είχα ξεχάσει εντελώς την ανθρώπινη μου φύση. Ξαφνικά ξύπνησα και ήμουν πάλι εγώ”, μας αφηγείται εκείνος ο κινέζος, στα χρόνια τα παλιά. Κάνω search να θυμηθώ το όνομα του: Τσουάνγκ Τσου, μάλιστα. Και συνεχίζει: “Άραγε όμως είμαι άνθρωπος που ονειρεύτηκε πως ήταν πεταλούδα, ή μήπως τώρα είμαι μια πεταλούδα που ονειρεύεται πως είναι άνθρωπος?”
Κατέχουμε όλοι μας ένα μικροσκοπικό κομματάκι εδάφους πάνω στο οποίο πατούμε. Ένα βάθος πεδίου και έναν μικρό, τόσο δα ορίζοντα, για μας και μόνο. Κι όμως, θαρρούμε πως κατέχουμε τον κόσμο όλο. Η φαντασία μας, το αδάμαστο εκείνο ζώο, δεν γνωρίζει σύνορα, δεν αποδέχεται αρχές, είναι από τη φύση της αναρχική. Όμως οι κοινωνίες του κόσμου όλου επιθυμούν να την καθυποτάξουν, να παραμορφώσουν το άγριο θηρίο σε ένα άκακο, αξιολύπητο ζώο σε κλουβί. Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε γύρω μας για να διαπιστώσουμε αν και πόσο τα έχουν καταφέρει.
Οι πεταλούδες, σε τελική ανάλυση, δεν είναι παρά εκείνα τα χαριτωμένα πετούμενα, κατάλληλα για παιδικές ζωγραφιές και διακόσμηση σε άλμπουμ συλλεκτών. Ξεχνάμε τον συμβολισμό της μεταμόρφωσης, του γίγνεσθαι. Ίσως θέλουμε να διατηρήσουμε τον χρόνο παγωμένο, εκεί, πάνω στο μικροσκοπικό κομμάτι γης που πατούμε.
Η πεταλούδα ονειρεύτηκε πως ήταν άνθρωπος. Ξύπνησε, κοιτάχτηκε στον καθρέπτη, και διαπίστωσε με τρόμο πως είχε γίνει κάμπια. Για μια στιγμή μονάχα.
Γράφω, μα γύρω μου νυχτώνει. Μέσα μου απλώνεται η ομίχλη. Είμαι εδώ, στην οθόνη μου μπροστά, μα βρίσκομαι ήδη αλλού – άνοιξα την πόρτα της φαντασίας μου. Και συ που με διαβάζεις… δεν έχεις παρά να με ακολουθήσεις. Βρίσκεσαι εδώ μαζί μου. Μα και στην δική σου οθόνη μπροστά, μακριά μου όσο η μέρα με τη νύχτα… Δεν υπάρχει εδώ, δεν υπάρχει εκεί, υπάρχει μόνο το Μέρος στο οποίο μαζευόμαστε, όταν αφηνόμαστε σε μια αφήγηση που μας ξεπερνάει.
Είμαστε όλοι μέρος της Αφήγησης.
Η Πόλη
Περπατάω. Είμαι στην πόλη και είναι νύχτα. Δεν έχει σημασία ποιά πόλη, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, το Λονδίνο, η Βιέννη ή η Νέα Υόρκη. Η πόλη της νύχτας δεν έχει όνομα, δεν υπάγεται σε κάποιο μέρος, είναι απλά η πόλη. Φωλιάζει μέσα μου και μέσα σου, στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Δεν έχεις παρά να σχηματίσεις εικόνες με την σκέψη σου και θα την δεις να παίρνει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια σου: Ψηλά, γκριζαρισμένα κτίρια… Μια πεταμένη εφημερίδα στη γωνιά του δρόμου… Φως από κάποιο παράθυρο πέρα ψηλά, μια ασαφής φιγούρα που ετοιμάζεται να πάει για ύπνο – ή ενδεχομένως να σε κοιτάζει στα κρυφά.
Μισοσκισμένες αφίσες, ξεθωριασμένα σλόγκαν, ρουφώντας αδίστακτα την υγρασία των τοίχων. Σκόρπια αποτσίγαρα σβησμένα εδώ κι εκεί, καπνοί που ξοδεύτηκαν χωρίς σκοπό, στρατιώτες που έπεσαν για έναν πόλεμο που χάθηκε. Τα βήματα σου ενώ αντηχούν στο πεζοδρόμιο, απολιθώματα ενός παράταιρου παρόντος, ηχώ που διαπερνά την ησυχία, σαν όνειρο που εισβάλλει στην απανεμιά του ύπνου.
Οι εικόνες σχηματίζονται μέσα σου. Βλέπεις τα κτίρια, ακούς τα βήματα μου στον δρόμο. Ή μήπως είναι τα δικά σου βήματα? Με ακολουθείς, βαδίζουμε μαζί και ας μην γνωριζόμαστε ενδεχομένως. Συνέχισε να περπατάς μαζί μου.
Πλάι στο πεζοδρόμιο ξαπλωμένοι δύο άστεγοι. Άντρας και γυναίκα, χωμένοι βαθιά μες στις κουβέρτες τους, ο ένας δίπλα στον άλλον. Ίσως για να νιώσουν ζεστασιά. Σαν τους πρωτόγονους που μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά στο βάθος της σπηλιάς, καταμεσής της ζούγκλας. Της ζούγκλας που μας περιβάλλει. Ποιά είναι τα θηρία λοιπόν? Ρίχνω ένα φευγαλέο βλέμμα μόνο και συνεχίζω να βαδίζω. Δεν είναι όμορφο αν τους κοιτάς για ώρα. Δαγκωματιά του εσώτερου, που έλεγε και ο Τζόυς. Η ενοχή του καλοθρεμμένου αστού. Εκείνου που όλα συνεχώς του φταίνε, όμως στο τέλος έχει σπίτι να γυρίσει. Δεν φταίω εγώ, η κοινωνία φταίει, το σύστημα, σκέφτεσαι, και συνεχίζεις τον δρόμο σου.
Δίπλα ο ένας στον άλλον. Για να ζεσταθούν.
Το ξαφνικό θέαμα μιας νεκρής από αμάξι γάτας στον δρόμο σε σοκάρει. Αισθάνεσαι οργή για τον οδηγό που την χτύπησε και την παράτησε εκεί, πλάι στα σκουπίδια. Πόσο θα ήθελες να έβρισκες το αμάξι του και να άδειαζες μέσα του όλο το περιεχόμενο των κάδων της πόλης! Γάτα. Εφτάψυχη. Μυστήριο ζώο, μάτια που αναβλύζουν φως. Αυτόφωτη. Λυγερόκορμη, μπορεί να ελίσσεται μέσα από τις καταστάσεις. Θέλει να γίνεται πάντα το δικό της. Εκτός αν σε αγαπήσει πραγματικά – στην περίπτωση αυτή μπορεί να κάνει αρκετές παραχωρήσεις για σένα. Τις λάτρευαν ως θεές στην Αίγυπτο. Μια ρόδα όμως ήταν αρκετή. Διαπιστώνεις τότε πως ένιωσες μεγαλύτερο οίκτο και συμπόνοια για την γάτα, παρά για τους άστεγους που αντίκρισες πριν λίγο.
Απέραντα Σκιρτόκουτα
Θαμμένα στο ημίφως κτίρια υψώνονται σαν ερωτηματικά δίχως απάντηση. Εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι ζουν μέσα τους. Μικροσκοπικά διαμερίσματα, πυργάκια με τις σημαίες τους να ανεμίζουν εδώ κι εκεί. Τόσο δα. Πως γίνεται να περιλαμβάνουν τόσες ζωές, σκέψεις, βιώματα, συναισθήματα, αυταπάτες, όνειρα κι ελπίδες? Διαμερίσματα σαν σπιρτόκουτα, κι όμως χωράνε μια απεραντοσύνη.
Τι ζωές να κάνουν άραγε οι κάτοικοι τους? Μπορώ να φανταστώ και ευχαρίστως να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί σου. Και αν θες μπορείς να μου πεις τις δικές σου σκέψεις με τη σειρά σου. Εδώ είναι blog, δεν είναι βιβλίο. Μπορείς αν θες να σχολιάσεις στο τέλος του κειμένου!
Σε ένα από τα διαμερίσματα, που λες, μένει ένας τύπος, μόνος του. Τριανταπεντάρης. Τη μισή μέρα την περνά σ’ ένα γραφείο, σε κάποια εταιρία, κάνει μια δουλειά δίχως νόημα. “Πάλι καλά”, όμως, σκέφτεται. “Θα μπορούσα να είμαι άνεργος”. Μαζεύει χρήματα, λίγα λίγα στην άκρη, για να αγοράσει ένα καινούργιο αυτοκίνητο. Ίσως πάει κάποιες μέρες διακοπές το καλοκαίρι. Έχει εντοπίσει ορισμένους εξαιρετικούς προορισμούς. Παραλίες, ξενύχτια με το κοκτέιλ στο χέρι, αξιοθέατα και καλοπέραση. Τι είναι η ζωή αν όχι αυτές οι λιγοστές, ξεχωριστές στιγμές της?
Τέτοια σκέφτεται σε καθημερινή βάση. Και όταν επιστρέφει σπίτι, κατάκοπος από την δουλειά, περνάει λίγη ώρα χαζεύοντας στον υπολογιστή και μετά ξεραίνεται στον ύπνο. Κάθε μέρα. Συνέχεια. Υπομονή, θα έρθει το καλοκαίρι και οι λίγες εκείνες μέρες των διακοπών.
Και μετά θα ακολουθήσει μια ακόμα χρονιά, στα ίδια και τα ίδια. Μέχρι το επόμενο καλοκαίρι.
Στο διπλανό διαμέρισμα ζει παροδικά ένας νέος φοιτητής. Η ιστορία του έχει πλάκα. Κάθεται με τις ώρες, κάθε μέρα μπροστά στον υπολογιστή, βλέποντας τσόντες. Έχει ένα φετίχ με τις χοντρές. Δεν θα επέλεγε ποτέ να κάνει σχέση με μια χοντρή, έτσι λέει, ωστόσο του αρέσει να τις βλέπει σε ταινίες σκληρού πορνό, ενώ επιδεικνύουν τα κολοσσιαία τους προσόντα.
Τον χρόνο που δεν βλέπει τσόντες, ασχολείται με ένα προσωπικό blog που έχει στο διαδίκτυο, στο οποίο γράφει πολύ βαθιά και συγκινητικά ποιήματα, για τον έρωτα, την ελευθερία, και άλλα σχετικά. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και το ίντερνετ είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της χιλιετίας, τέτοιες σκέψεις περνάνε από το μυαλό του. Από τη μία τον βοηθάει να εκφορτίζει τις ξέφρενες σεξουαλικές του ενορμήσεις, από την άλλη μοιράζεται με τον κόσμο τις ευαίσθητες, ποιητικές του τάσεις. Τις προάλλες είχε γράψει ένα υπέροχο ποίημα, στο οποίο μιλούσε για κάτι χρυσάνθεμα στον κάμπο. Αφού το δημοσίευσε, ικανοποιημένος, έβαλε να δει μια πρόσφατη τσόντα που κατέβασε, με τίτλο “Υπέρβαροι Αναστεναγμοί”. Ενώ την έπαιζε, φανταζόταν πως βρισκόταν σ’ ένα σαφάρι και άκουγε τους βρυχηθμούς των ελεφάντων.
Υπάρχουν όμως και εκείνες οι στιγμές. Όταν αισθάνεται να τον καταλαμβάνει μια βαθιά μελαγχολία, αν και αδυνατεί να την εντάξει σε ένα συγκεκριμένο νοηματικό πλαίσιο. Ίσως του λείπει ο έρωτας, έτσι σκέφτεται. Κάτι αληθινό, για μια φορά. Κοιτάζει από το παράθυρο τα βράδια και υποθέτει πως “κάπου εκεί έξω, ίσως υπάρχει εκείνη που πάντα ήθελα να βρω. Γλυκιά, έξυπνη, με χιούμορ και κατανόηση”. Και μεγάλα, στητά βυζιά. Και εδώ φαίνεται πως δεν τον έχουν επηρεάσει οι προτιμήσεις του στις τσόντες, καθώς εκεί σπάνια συναντάς χοντρές με στητά βυζιά.
Η ειρωνεία είναι πως στον κάτω όροφο ακριβώς μένει μια κοπέλα, δύο χρόνια μικρότερη του, η οποία σκέφτεται ανάλογα πράγματα τα βράδια που μελαγχολεί. Πως της λείπει ο αληθινός έρωτας, πως ο καιρός περνάει και δεν βρίσκει κανέναν άντρα της προκοπής, πως όλοι είναι ίδιοι, και άλλα σχετικά. “Κάπου εκεί έξω, κάποτε, ίσως γνωρίσω αυτόν που αναζητώ”, τέτοιες σκέψεις πεταρίζουν σαν πουλιά μέσα της.
Θα σας εκμυστηρευτώ κάτι τώρα: Αν τα δύο αυτά παιδιά γνώριζαν ο ένας τον άλλον, μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως θα ερωτεύονταν σφοδρά. Γιατί πραγματικά ο ένας για την άλλο ήταν αυτό ακριβώς που αναζητούσε, το χαμένο κομμάτι του παζλ.
Κι όμως, οι δυο τους δεν θα γνωριστούν ποτέ, και ας τους χωρίζει ένας όροφος μόνο. Και αυτό είναι το αστείο της ιστορίας! Ο φοιτητής κάποια στιγμή θα αλλάξει πόλη, και αφού περάσουν χρόνια μοναξιάς, θα τα φτιάξει κάποια στιγμή με μια κοπέλα. Θα διαπιστώσει πως η εξυπνάδα, η γλυκύτητα, η κατανόηση, το χιούμορ και τα μεγάλα, στητά βυζιά δύσκολα συνδυάζονται.
Ευτυχώς που υπάρχουν και οι τσόντες με τις χοντρές.
Η κοπέλα θα κάνει πολλές σχέσεις με πολλούς, η μία περισσότερο απογοητευτική από την άλλη – αν και στο ξεκίνημα κάθε σχέσης θα πείθει τον εαυτό της πως βρήκε τον ιδανικό. Κάποια μέρα θα χτυπήσει το βιολογικό της ρολόι, θα παντρευτεί και θα κάνει οικογένεια. Όχι γιατί βρήκε τον ιδανικό άντρα. Απλά γιατί χτύπησε το βιολογικό της ρολόι.
Σ’ ένα άλλο διαμέρισμα ζει ένα ζευγάρι. Τα έχουν πέντε χρόνια και πήγαιναν όλα μέλι γάλα. Μέχρι που αποφάσισαν να συγκατοικήσουν. Τρεις μήνες ήταν αρκετοί για να πέσουν και οι δύο από τα σύννεφα. Οι καυγάδες έγιναν καθημερινότητα. Ένα σκυλάκι, που φροντίζουν από κοινού και οι δυο, συνιστά τον βασικό συνδετικό τους κρίκο σε αυτήν την φάση, το κύριο στοιχείο που συντηρεί τη σχέση τους. “Μα αν χωρίσουμε ποιός θα φροντίζει το σκυλάκι?”. Και έτσι παραμένουν σε σχέση, με τα χίλια ζόρια. Φανταστείτε, αντί για σκυλάκι, να είχαν παιδί.
Κάνουν πάντως καλό σεξ, ακόμα και τώρα. Εκείνος την πηδάει και φαντασιώνεται πως πηδάει διάφορες γνωστές του, εδώ κι εκεί, με τις οποίες χρόνια τώρα έχει περιοριστεί σε μια “φιλική” απλά επαφή. Εκείνη κλείνει τα μάτια και σκέφτεται πως πάνω της είναι κάποιος άλλος, κάποιος άγνωστος, κάποιος που την ποθεί και την αγαπάει πραγματικά, περισσότερο από καθετί στον κόσμο.
Σκόρπια διαμερίσματα που ξεχειλίζουν ιστορίες. Αυτές είναι μόνο τρεις. Θα μπορούσα να σας πω δεκάδες. Και η νυχτόβια πεταλούδα συνεχίζει τις πτήσεις της, ανάμεσα σε γειτονιές και κτίρια.
Διάλειμμα
Thelonious Monk. Ωραίος τύπος. Από τους σημαντικότερους jazzmen, άνοιξε δρόμους εκεί πίσω, στην δεκαετία του 50. Συχνά χόρευε, ενώ έπαιζε πιάνο παράλληλα. Το όνομα του παραπέμπει σε καλόγερο, η μουσική του όμως θα κόλαζε ασύστολα καλόγριες, πλουμίζοντας το νου τους με απαγορευμένες εικόνες, διαπερνώντας τα οχυρά της φαντασίας τους με το υγρό πυρ του έρωτα.
Παίζει το κομμάτι “Misterioso”, ενώ πληκτρολογώ αυτές τις λέξεις, ξεχειλίζουν οι παιχνιδιάρικες νότες του πιάνου. Σαν την πεταλούδα φίλη μας. Τι σημασία έχει αν τη νύχτα μοιάζει περισσότερο με νυχτερίδα? Τα φαινόμενα κάποιες φορές ίσως απατούν.
Στέγνωσε ο λαιμός μου. Σηκώνομαι από την θέση μου, αφήνω τον υπολογιστή, κατευθύνομαι στην κουζίνα. Ο πραγματικός εαυτός μου πίνει ένα ποτήρι νερό. Ο εικονικός καταφτάνει σ’ ένα μπαρ… Ή μήπως συμβαίνει το αντίστροφο? Μήπως βρίσκομαι σ’ ένα μπαρ, με το laptop αγκαλιά, γράφοντας αυτό το κείμενο, ενώ φαντάζομαι τον εαυτό μου να είναι σπίτι? Αναθεματισμένη πεταλούδα.
Βλέπω λοιπόν μπροστά μου το μπαράκι. Θα έρθεις μαζί μου? Αν ναι, δεν έχεις παρά να συνεχίσεις την ανάγνωση. Αν όχι, άφησε το. Γύρισε στις ασχολίες σου. Ένα κλικ αρκεί, και ο κόσμος μου θα αντικατασταθεί από πλήθος εικονικών φωνών, σχόλια σε κοινωνικά δίκτυα, likes και friend requests, ειδησεογραφικά site και τραγούδια στο youtube. Ένα κλικ και έχεις φύγει. Σαν ένα έσχατο “χωρίζουμε”, γραμμένο στην άψυχη οθόνη ενός κινητού τηλεφώνου. Μια αποστασιοποιημένη λέξη ή φράση και τερματίζει μια επαφή χρόνων.
Πολλές σχέσεις έχουν σχήμα ρόμβου. Πέφτεις μέσα από το στενό στόμιο στην κορυφή, και η επαφή σας αρχίζει να πλαταίνει, να επεκτείνεται. Κάπου εκεί στη μέση έχει φτάσει στο πλατύτερο, το καλύτερο σημείο της. Και μετά, ενώ πας προς τα κάτω, αρχίζει να στενεύει πάλι. Ο χώρος όλο και περιορίζεται. Στο τέλος μία λέξη είναι αρκετή για να τα τερματίσει όλα. Για να βάλει την τελεία.
Κι όμως, ίσως γυρίσεις πάλι στα γνωστά λημέρια. Ρόμβοι ο ένας δίπλα στον άλλον. Γιατί μερικές φορές ακόμα και η τελεία δεν αρκεί. Χρειάζεται να μπει και η παύλα.
Το Μπαρ. Η Κοπέλα.
Εγώ πάντως συνεχίζω. Ένα ζεστό, κίτρινο φως, διαφαίνεται από το παράθυρο του μπαρ. Πάντα αγαπούσα τα κίτρινα φώτα, μου ξυπνάνε γλυκές αναμνήσεις, μου αποπνέουν ζεστασιά. Τα λευκά είναι εκείνα που σιχαίνομαι, φώτα χλωμά, νεκρικά, άρρωστα. Φώτα ιατρείων – ή εκείνων των λαμπτήρων γύρω από τους οποίους μαζεύονται τα έντομα. Εκείνους που τα σκοτώνουν. Μπζιτ, μπζιτ, και η πτήση του μεμιάς τελειώνει. Το φως στην άκρη του τούνελ. Το ζουζούνι τρέχει ενθουσιασμένο καταπάνω του, αγνοώντας πως εκεί βρίσκεται το τέλος. Μπζιτ.
Μερικές φορές το σκοτάδι είναι καλύτερο.
Ανοίγω την πόρτα. Με κατακλύζει ο ήχος από το σαξόφωνο – πρέπει να υπάρχει ένα σαξόφωνο, το ξέρεις πως πρέπει. Στο είχα πει εξάλλου πως θα υπάρξει. Ξύλινα τραπέζια, χαμηλωμένο φως, ζεστασιά – το ιδανικό νυχτερινό μπαρ. Στη γωνία κάπου κάθεται ένας τύπος, πλάτη γυρισμένη, πίνει το ποτό του. Ο κλασικός τύπος που πίνει το ποτό του με την πλάτη γυρισμένη, ξέρεις. Ο ίδιος που βλέπουμε παντού, σε βιβλία και ταινίες, και ποτέ δεν μαθαίνουμε ποιός είναι. Ο άγνωστος ήρωας των μπαρ. Είναι πάντα εκεί. Θα ήθελες μια φορά να τον πλησιάσεις, να τον κεράσεις, να του πεις μια καλησπέρα επιτέλους. Να σκορπίσεις την ανωνυμία του στους πέντε ανέμους, να γίνει μια φορά κι αυτός μέρος του πρωτοσέλιδου και όχι τα άρθρα εκείνα που πάντα προσπερνάς. Γιατί πρέπει πάντα να υπάρχουν και εκείνα τα άρθρα, ως γνωστόν, κάθε φορά που φυλλομετράς ένα έντυπο.
Η ματιά είναι επιλεκτική. Βλέπουμε εκείνα που θέλουμε να δούμε από πριν. Τα υπόλοιπα είναι απλά θόρυβος, χιόνια στην οθόνη μιας παλιάς τηλεόρασης, μηνύματα χωρίς αποδέκτη. Η γνώση είναι επιλεκτική. Γνωρίζουμε εκείνο που θέλουμε να μάθουμε.
Αράζω στο μπαρ. Βγάζω το καπέλο – γιατί, πρέπει να φοράω ένα καπέλο, το ξέρεις πως πρέπει -, το αφήνω δίπλα μου. Με πλησιάζει η κοπέλα που δουλεύει στο μπαρ. Χαμογελάει. Λευκή ημισέληνος το στόμα της, σκορπίζει λάμψη στο ημίφως. Ή μήπως είναι το ζεστό της βλέμμα? Ο βασικός τρόπος να διαπιστώσεις αν κάποιος χαμογελάει επιτηδευμένα ή όχι, είναι να κοιτάξεις τα μάτια του. Όταν τα μάτια μισοκλείνουν, το χαμόγελο είναι πηγαίο, αυθεντικό. Όταν τα μάτια παραμένουν στο κανονικό τους σχήμα, το χαμόγελο είναι ψεύτικο.
“Τι θα πάρεις?”, με ρωτάει.
“Φέρε κάτι καλό”, απαντώ. “Το αφήνω σε σένα”.
Υπάρχουν οι γυναίκες που τους αρέσει όταν τις αφήνεις να παίρνουν πρωτοβουλίες σε τέτοια, μικροσκοπικά, φαινομενικά ασήμαντα θέματα. Υπάρχουν και κείνες που σκέφτονται αλλιώς. Αν πάτε σε μια καφετέρια μαζί, θέλουν να τις κατευθύνεις αποφασιστικά στο τραπέζι της επιλογής σου. Αν τις ρωτήσεις που προτιμούν οι ίδιες να καθίσουν, θα σκεφτούν πως δεν παίρνεις πολλές πρωτοβουλίες και τα περιμένεις όλα από κείνες.
Μπζιτ, έκανε το μυγάκι, καθώς έπεφτε στο φως. Ή μήπως είναι εκείνη η πεταλούδα? Ελπίζω να μην συμβαίνει το δεύτερο. Μερικές φορές το σκοτάδι είναι καλύτερο. Η αλήθεια δεν είναι πάντα επώδυνη. Ενίοτε είναι απλά βλακώδης. Όμως ακόμα και η μεγαλύτερη βλακεία μπορεί να υποδυθεί έναν μανδύα καθωσπρεπισμού και άποψης – όλα για το φαίνεσθαι.
Η κοπέλα στο μπαρ στρέφει την πλάτη της σε μένα, για να ετοιμάσει το ποτό. Το βλέμμα μου μεμιάς πάει στον κώλο της. Στρογγυλός, καλοσχηματισμένος. Αναδεικνύεται σωστά από το παντελόνι. Οι ωραιότερες οροσειρές του κόσμου και το στενό φαράγγι ανάμεσα τους. Το βουνό που θες να κατακτήσεις, να μπήξεις τη σημαία σου. Νιώθω μια σχετική έξαψη μέσα μου. Μαθημένο από νεαρή ηλικία αντανακλαστικό, να παρατηρείς τον κώλο μιας γυναίκας όταν εκείνη στρέφει την πλάτη της σε σένα. Ενώ περπατάει μπροστά σου, στον δρόμο. Ενώ σκύβει στην αγορά, για να αρπάξει εκείνο το ζουμερό φρούτο από τον πάγκο. “Να σας βοηθήσω μαντάμ?”, “Ω, σας ευχαριστώ πολύ, ω”. “Δεν κάνει τίποτα”. Και με τα στιβαρά σου χέρια αγκιστρώνεις με αποφασιστικότητα το φρούτο, το ζουμερό της φρούτο.
Το γνωρίζουν οι περισσότερες, ήδη από μικρές. Πως τις κοιτάζεις. Μαθαίνουν έτσι. Πως τις φυλλομετράς με το βλέμμα σου. Ένα δευτερόλεπτο αρκεί, μια ματιά σου μόνο. Καταλαβαίνουν. Γνωρίζουν πως εκπέμπουν ερωτισμό, ακόμα και αν το αρνούνται. Περπατάνε μπροστά σου στον δρόμο, νιώθουν την παρουσία σου. Εσύ τις προσπερνάς σε κάποια φάση, ένας ακόμα κώλος στην ανωνυμία των κώλων της μεγάλης πόλης. “Θέλω να με αγαπάς γι’ αυτό που είμαι! Για τα συναισθήματα μου, για τις σκέψεις μου, για τις ιδέες μου!”. Σ’ αγαπάω. Μα το πρώτο πράγμα που κοίταξα σε σένα μόλις έστρεψες την πλάτη σου, ήταν τα οπίσθια σου. Στη βάση των οποίων ανορθώθηκαν μετά, σαν κτίριο σε οικοδομή, οι ιδέες και οι απόψεις.
H κοπέλα αφήνει το ποτό στον πάγκο. Πίνω, μου αρέσει. Την κοιτάζω, χαμογελάει. “Λοιπόν? Τι έχεις να μου πεις?”, με ρωτάει.
“Ωραίο είναι το ποτό, μπράβο”.
“Το ξέρω πως είναι ωραίο, δεν εννοώ αυτό όμως. Τι έχεις να μου πεις? Θες να μου μιλήσεις, σωστά?”, αποκρίνεται, ενώ το χαμόγελο πεταρίζει στο βλέμμα της. Έξυπνα μάτια, μάτια γυναίκας που γνωρίζει.
Όντως θέλω να της μιλήσω. Στο κάτω κάτω, βρισκόμαστε σε μια εικονική πραγματικότητα. Μόνο σε γραπτά και σε ταινίες πηγαίνεις μόνος σ’ ένα μπαρ, αργά τη νύχτα, και πιάνεις γνωριμίες με μια όμορφη barwoman. Κι αυτά ενώ το σαξόφωνο συνεχίζει να αντηχεί μες στο ημίφως, νότες θαμμένες στους καπνούς. Θέλω να της μιλήσω, να της ανοίξω την ψυχή μου. Θέλω να ρουφήξει όσα έχω να της πω. Και μετά θέλω να μου το ανταποδώσει. Να μου ανοίξει την πόρτα για την καρδιά της και την πόρτα για το σώμα της. Πάνω στον πάγκο, δίπλα στα ποτά. Να πηδηχτούμε ως την ανατολή του ήλιου. Xωρίς χθες, δίχως αύριο, καμία συνέπεια, κανένα παρεπόμενο. Να πηδηχτείς με έναν τύπο που μόλις γνώρισες, γιατί έτσι. Κανείς δεν θα σκεφτεί κάτι αρνητικό για σένα, κανείς δεν θα σε κρίνει. Γιατί υπάρχεις μόνο ως χαρακτήρας ενός κειμένου. Υπάρχεις μόνο μέσα από τα μάτια μου. Για μια νύχτα μόνο θα γίνεις η αχόρταγη για σεξ πουτάνα που πάντα ήθελες να είσαι.
“Τι θέλεις να σου πω?”, ρωτάω, πίνοντας μια γουλιά ακόμα. Υπέροχο ποτό.
“Χμ. Κάτι χαρούμενο, για αλλαγή. Κάτι που συνέβη πρόσφατα και σου σκόρπισε χαμόγελα”.
Με αιφνιδίασε η απάντηση της. Δεν έχω προετοιμάσει τίποτα χαρούμενο να πω. Και τη στιγμή αυτή που γράφω, δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι τέτοιο. Κάτι χαρούμενο? Δεν ταιριάζει και με την ατμόσφαιρα εξάλλου. Εδώ είναι το σημείο που πιάνουμε τις μοιραίες συζητήσεις και τις βαθιές φιλοσοφίες, δεν είναι ώρα για χαζοχαρούμενες κουβέντες. Τι χαρούμενο θα μπορούσα να αναφέρω? Τι μου σκόρπισε πολλά χαμόγελα πρόσφατα?
Α ναι. Κάτι θυμήθηκα.
Ο Miles γυρίζει τον Γαλαξία με Ωτοστόπ
“Διαβάζω το “The Hitchiker’s Guide to The Galaxy”, του Douglas Adams. Ίσως το θρυλικότερο βιβλίο-παρωδία Επιστημονικής Φαντασίας που έχει γραφτεί ποτέ, ένα ξεκαρδιστικό και πανέξυπνο συνάμα έργο και σίγουρα ένα από τα πιο ξεκαρδιστικά βιβλία έχω διαβάσει μέχρι σήμερα. Σκέψου πως ξεκινάει με την συντέλεια του κόσμου και την ανατίναξη της Γης στον αέρα, και παίρνεις μια ιδέα για το πόσο ανατρεπτικό μπορεί να είναι.
Ένα βιβλίο το οποίο ανάμεσα σε άλλα αποκαλύπτει πως οι άνθρωποι δεν είναι παρά τα πειραματόζωα των ινδικών χοιριδίων – και όχι το αντίστροφο, όπως μας έκαναν τόσους αιώνες να νομίζουμε, συμπεριλαμβάνει στους βασικούς του χαρακτήρες ένα ρομπότ που πάσχει από μανιοκατάθλιψη (το θρυλικό “Paranoid Android”, για το οποίο έγραψαν και το γνωστό τους τραγούδι οι Radiohead), τονίζει πως κάπου εκεί έξω υπάρχει ένας πλανήτης που κατοικείται μόνο από στυλό, ενώ φανερώνει την ίδια την απάντηση στο Μεγάλο Ερώτημα, σχετικά με το νόημα της ζωής και όλα αυτά. Και η απάντηση αυτή είναι ο αριθμός σαράντα δύο.”
Έχω πιάσει τον εαυτό μου να χαζογελάω μόνος μου. Η κοπέλα γνέφει με επιδοκιμασία. “Ναι, πασίγνωστο βιβλίο, μου κάνει εντύπωση που δεν το είχες ξεκινήσει τόσο καιρό – αλλά ποτέ δεν είναι αργά!”
Πίνω μια γουλιά ακόμα από το ποτό. Πίσω μου τώρα αντηχεί μια τρομπέτα. Θυμίζει Miles Davis, εκείνα τα παλιά του. Μήπως απλά παίζει το τραγούδι στον υπολογιστή μου, ενώ γράφω αυτό το κείμενο? Το κομμάτι λέγεται “Dear Old Stockholm”. Και ενώ αφήνομαι στους φευγάτους, ταξιδιάρικους ρυθμούς του, οι καπνοί γύρω φουντώνουν, ενώ τα φώτα αχνοφέγγουν, λες και στενάζουν από ικανοποίηση.
Η νύχτα συνεχίζει ακάθεκτη να υφαίνει το μυστήριο πέπλο της.
Λέξεις Κλουβιά
“Τώρα μπορώ να σου μιλήσω για εκείνα που ήθελα εξαρχής?”, ρωτάω την τύπισσα.
Συνειδητοποιώ εκείνη τη στιγμή πως δεν γνωρίζω το όνομα της. Τι σημασία έχει όμως. Τα ονόματα συχνά παραπλανούν. Mας παγιδεύουν στο αποκρυσταλλωμένο νόημα τους. Κάποιες φορές οι σημασίες γυρεύουν να δραπετεύσουν, σαν τα πουλιά μες στο κλουβί, οι λέξεις όμως τις κρατάνε περιορισμένες, πίσω από τα κάγκελα. Ψάχνουμε την κατάλληλη λέξη για να εκφράσουμε κάτι και καταλήγουμε σε έναν αναγκαίο συμβιβασμό με κάποιο όνομα που δεν σημαίνει εκείνο ακριβώς που εννοούμε, είναι όμως ό,τι πλησιέστερο έχει δώσει η γλώσσα μας σε αυτό ως τώρα. Ενίοτε η ίδια η λέξη μας αποπροσανατολίζει, η σημασία της δραπετεύει και αποκτά δική της ύπαρξη, αυτόνομη, και μεις τρέχουμε ξωπίσω της, προσπαθώντας να την πιάσουμε, να γίνουμε κύριος, κάτοχος της.
Σαν τις πεταλούδες. Να τες πάλι. Όλο και εμφανίζονται, αν και δεν είχα τέτοια πρόθεση αρχικά. Λοιπόν, άλλοτε οι λέξεις πετάνε σαν πεταλούδες και μεις τρέχουμε ξωπίσω τους. Άλλοτε σέρνονται βαριά στο έδαφος, σαν κάμπιες, και μας ποδοπατάνε. Μας κατευθύνουν στα δικά τους νοήματα και έχουμε την ψευδαίσθηση πως ασκούμε κάποια μορφή ελέγχου πάνω τους.
“Παντού, όπου οι αρχαίοι άνθρωποι έβαζαν μια λέξη, πίστευαν πως είχαν κάνει μια ανακάλυψη. Πόσο διαφορετικά είναι όμως τα πράγματα! Έθιγαν ένα πρόβλημα, και ενώ φαντάζονταν πως το είχαν λύσει, είχαν δημιουργήσει ένα εμπόδιο στην λύση του. Τώρα, σε κάθε γνώση είναι υποχρεωμένος να σκοντάφτει κανείς σε σκληρές σαν πέτρα και διαιωνισμένες λέξεις, και θα σπάσει πρώτα ένα πόδι, παρά μια λέξη” (Φρίντριχ Νίτσε, από την “Χαραυγή”).
Ο κόσμος μας είναι η γλώσσα μας. H νοημοσύνη και η φαντασία, oι απαρχές και τα όρια μας. Σε κάνει να αναρωτιέσαι: τι κόσμος είναι εκείνος του διαδικτύου και των συντομευμένων εκφράσεων του? Lol, rofl, brb, bb, wtf, tldr, +1, +2, emoticon smile, emoticon sad, thumbs up, thumbs down, like, ksereis pos dn s eipa afto pou nomizeis ego su eipa pos sagapo k to ennoo.
Μια γουλιά ακόμα απ’ το ποτό. Ωραίο είναι. Υπάρχουν ποτά που μεθάς με μια γουλιά? Υπάρχουν λέξεις που μένουν μέσα σου για πάντα?
Η κοπέλα με κοιτάζει. “Ξέρεις τι σημαίνει η φράση Σ’ αγαπώ?”, με ρωτάει.
Τι παράξενη ερώτηση. Εδώ που τα λέμε, τα πάντα είναι παράξενα απόψε. Τίποτα δεν θα πρεπε να μου κάνει εντύπωση. Κάνω νόημα στην κοπέλα πως αγνοώ τη σημασία της, είμαι περίεργος να δω τι έχει να μου πει.
“Λες σε κάποιον “σ’ αγαπώ”, αλλά αυτό που εννοείς κατά βάθος είναι “αγάπησε με”.
Στο βάθος αντηχεί το πιάνο. Ρυθμοί cool jazz. Είδος που αναπτύχθηκε πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του ’40. Ασπρόμαυρες ταινίες μυστηρίου, φιλμ νουάρ. Καιρό έχω να δω κάτι αντίστοιχο. Σκέφτομαι πως μου έχουν λείψει τα έργα του Χίτσκοκ. Έχω πει από καιρό πως θέλω να δω τα άπαντα του, αλλά το αναβάλλω συνεχώς. Υποθέτω θα το κάνω, κάποια στιγμή κι αυτό.
“Μερικές φορές μπορεί και να ισχύει αυτό που λες”, απαντάω στην κοπέλα, μετά από κάποια σκέψη. “Δε νομίζω όμως πως συμβαίνει πάντα. Κάποιες φορές η λέξη απλά σημαίνει αυτό που δείχνει να σημαίνει, τίποτα περισσότερο. Σ’ αγαπώ. Νιώθω για σένα αγάπη και σου το εκφράζω, έτσι απλά”… Ομολογουμένως με προβλημάτισε αυτό που είπε, για ένα-δυο λεπτά το σκέφτηκα. Μετά όμως συλλογίστηκα πως κάποια άτομα τα αγαπούμε χωρίς να γυρεύουμε τίποτα ως ανταπόδοση, απλά και μόνο γιατί υπάρχουν στη ζωή μας.
Θα νιώθαμε αγάπη όμως για τα συγκεκριμένα άτομα αν δεν μας την ανταπέδιδαν ήδη, με τον τρόπο τους?… Θα αγαπούσαμε το ίδιο αν δεν εισπράτταμε πίσω το αίσθημα?
Πανάθεμα σε, προβληματίστηκα τώρα. Πίνω άλλη μια γουλιά και διαπιστώνω πως το ποτήρι αδειάζει. Η μουσική πίσω έπαψε για λίγο να αντηχεί. Ακούω τις φωνές των μουσικών να συζητάνε μεταξύ για το κομμάτι που θα παίξουν μετά και συνειδητοποιώ πως υπάρχει κανονική live μπάντα στο μπαρ. Τζαμάρισμα. Ομαδικό όργιο δίχως σεξ. Ο τύπος με την γυρισμένη πλάτη στη γωνία στέκεται ακόμα εκεί, στο τραπέζι, με το βλέμμα του χαμηλωμένο. Για κάποιον λόγο δεν επιθυμώ να με κοιτάξει. Μείνε στις σκιές. Ίσως χαθεί αν πέσει πάνω του το φως.
“Η ερωτική αγάπη τις περισσότερες φορές δεν είναι παρά κατοχή”, ακούω την κοπέλα να λέει. “Αναγκαία και επιθυμητή κατοχή βέβαια, ωστόσο αφαίρεσε το στοιχείο της εγωιστικής αυτο-ικανοποίησης από μέσα της και χάνεται ένα μεγάλο μέρος του αρχικού ενθουσιασμού. Στην πορεία είναι πιθανό να ενισχυθούν τα συναισθήματα αμοιβαιότητας, ανιδιοτέλειας και αυταπάρνησης, ωστόσο κάτι τέτοια χτίζονται – δεν υπάρχουν εξαρχής”.
“Μάλιστα. Γιατί μου τα λες αυτά?”, ρωτάω. Με ξενέρωσε. Γίνεται απλά να πάμε να γαμηθούμε ξέρω γω? Στο κάτω κάτω, όλα αυτά δεν είναι παρά μια φαντασίωση.
Αντρίκειες Κουβέντες: Πολιτική
Με κάρφωσε με το βλέμμα της. “Μίλησε μου. Πες μου κάτι για σένα. Θέλω αντρίκειες κουβέντες! Θέλω να μου μιλήσεις λες και μιλάς στον κολλητό σου. Τι συζητάτε εσείς οι άντρες? Πολιτική… μπάλα… αμάξια και γυναίκες, σωστά? Μίλα μου λοιπόν γι’ αυτά!”
“Δε θεωρώ τον εαυτό μου τυπικό παράδειγμα του μέσου άντρα…”, αποκρίνομαι. Ίσως ακούγομαι υπερφίαλος με σχόλια σαν αυτό. Ωστόσο, στην εποχή της γενικευμένης κατάθλιψης, κι ενώ η χαμηλή αυτοεκτίμηση έχει γίνει σημαία της ανώνυμης πλειοψηφίας, ε, ας υπάρχουμε κάποιοι που τη βρίσκουμε με ορισμένες μας πτυχές και με εκείνα τα στοιχεία που μας κάνουν διαφορετικούς από το σύνολο. Υπάρχουν, τι να κάνουμε. Είναι γεγονός εξάλλου πως αυστηρότερος κριτής του εαυτού μου δεν υφίσταται άλλος, πέρα από μένα τον ίδιο…
Ας μιλήσω για πολιτική λοιπόν.
“Πολιτική. Το κακοποιημένο μπάσταρδο της συλλογικής επιθυμίας να διαχειριστούμε τη ζωή μας. Η πνευματώδης, γοητευτική εταίρα που όλοι θέλουν να γευτούν. Η τίγρης που έγινε νούμερο σε τσίρκο. Το χιλιοπαιγμένο εκείνο τραγούδι που κάθε μπάντα διασκευάζει. Η καρτ ποστάλ με θέα εξωτικούς προορισμούς, στον πάγκο του μανάβικου, δίπλα στο ληγμένο γάλα. Ή στο ράφι κάποιου σούπερ μάρκετ, πλάι στην πινακίδα “καλύτερες προσφορές στην καλύτερη τιμή”.
Η πολιτική έχει λάβει μια εντελώς διαστρεβλωμένη σημασία, ταυτιζόμενη με τα κόμματα και τους ανθρώπους που έκαναν επάγγελμα κάτι που άλλοτε, για μικρό διάστημα έστω, είχε φτάσει να ταυτίζεται με τον λαό. Η έννοια του πολίτη έχει παραχωρήσει τη θέση της σε εκείνη του αγανακτισμένου. Συμμετέχω στα κοινά σημαίνει γκρινιάζω για τους πάντες και τα πάντα. Ο μέσος Έλληνας δε σκέφτεται με το μυαλό, μα με το δάχτυλο, που σαν εξαρτημένο αντανακλαστικό τεντώνεται και δείχνει αριστερά και δεξιά, επιρρίπτοντας παντού ευθύνες – εκτός από τον εαυτό του. Η πολιτική του σκέψη φτάνει ως το επίπεδο της κούφιας επιχειρηματολογίας, γύρω από το αν ο τάδε πολιτικός αρχηγός είναι ικανότερος από τον άλλον. Όσο οι αριστεροί αποπειρώνται να εξοβελίσουν ο ένας τον άλλον από το πολιτικό παιχνίδι και να αναδείξουν τους εαυτούς τους ως τους ηγέτες της Μεγάλης Επανάστασης, όσο τα γκρίζα κι άχρωμα ιδεολογικά “κεντρώα” κόμματα παραχωρούν ψυχή και σώμα στον ιερό βωμό του χρήματος και της στεγνής κεφαλαιοκρατικής διαχείρισης, όσο η κρίση ενισχύεται, άλλο τόσο φουντώνει ο πιθηκισμός του νεοφασισμού.
Είμαι διχασμένος. Η ρομαντική πλευρά μου πάντα ονειρευόταν τη στιγμή εκείνη που οι λαοί του κόσμου θα ξυπνούσαν και θα έπαιρναν την κατάσταση στα χέρια τους. Η κυνική πλευρά μου αντικρίζει την γενικευμένη ηλιθιότητα του κόσμου γύρω και εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια. Σε τελική ανάλυση, το δέντρο μπορεί να απλώσει δεκάδες, εκατοντάδες κλαδιά, όλα όμως ξεκίνησαν από λίγους μόνο σπόρους. Λίγοι είναι εκείνοι που κάνουν την διαφορά, ωστόσο είμαι αισιόδοξος πως οι λίγοι θα συνεχίζουν να υπάρχουν. Ποιός ξέρει, ίσως κάποτε πληθύνουν. Τα πάντα πηγάζουν από την παιδεία”.
Σιωπή. Την κοιτάζω. Το πιάνο πίσω ξεκίνησε πάλι και παίζει έναν ζωηρό ρυθμό. Παιχνιδιάρικα πλήκτρα, λευκά και μαύρα άλογα που καλπάζουν στην ακροθαλασσιά. “Σε κάλυψαν τα λόγια μου?”, ρωτάω. Μικρή σιωπή. Ομολογώ έχω αγωνία για την απάντηση της. Για κάποιον άγνωστο λόγο, θέλω την έγκριση της, τον θαυμασμό της. Να μου πει πόσο όμορφα τα λέω.
“Και με το παραπάνω”, απαντάει. Το χαμόγελο της επιβεβαιώνει πως κατάλαβε την σκέψη μου.
Γυναίκες
“Δεν ασχολείσαι λοιπόν με εκείνα τα κλασικά θέματα που απασχολούν τους άντρες στην πλειοψηφία τους? Αμάξια, ποδόσφαιρο, γυναίκες και όλα αυτά?”
“Με μπάλα και σπορ ασχολούμαι λίγο, ανά διαστήματα. Για να χαλαρώσω όμως, όχι για να φανατιστώ. Τι με νοιάζει εμένα αν ο τάδε επιχειρηματικός όμιλος (το λένε και: “ομάδα”) πήρε το πρωτάθλημα και κέρδισαν μερικά επιπλέον εκατομμύρια οι παίχτες του. Τι σημασία έχει για την ζωή μου. Με αμάξια πάλι, ομολογώ, δεν ξέρω τι μου γίνεται”.
“Ε, τότε με τους κολλητούς σου θα συζητάτε με τις ώρες για γυναίκες!”, μου λέει, ένα χαμόγελο ικανοποίησης ζωγραφισμένο πάνω της. Πανάθεμα την, είναι όμορφη. Τα μάτια της, το πρόσωπο της. Και το βλέμμα της αποπνέει εξυπνάδα. Τώρα που το σκέφτομαι, δε θα μπορούσε παρά μια πραγματικά υπέροχη γυναίκα να συμμετέχει σε αυτήν την γραπτή φαντασίωση μου. Η τέλεια γυναίκα. Εκείνη που θα περπατήσεις μαζί της στην ακροθαλασσιά, και το θέαμα των γυμνών ποδιών της και του ελαφρά ανασηκωμένου φουστανιού της, ενώ βυθίζει γελώντας τις πατούσες της στην άμμο, το θέαμα αυτό είναι το ωραιότερο που έχεις δει ποτέ.
Ξέρετε ποιά γυναίκα είναι η καλύτερη, η πιο υπέροχη απ’ όλες? Εκείνη που συνδυάζει τρεις ικανές αρετές, και μια αναγκαία τελική συνθήκη. Οι τρεις αρετές είναι: σεξουαλικότητα/ομορφιά, εξυπνάδα και όμορφο, βαθιά όμορφο κι ευγενικό χαρακτήρα.
Η τελική αναγκαία συνθήκη είναι να είναι διατεθειμένη να μοιραστεί αυτές τις αρετές της μαζί σου.
Μία γάτα περπατάει στο πιάνο. Λαμπερό τρίχωμα, αθόρυβο βάδισμα, μάτια που αντανακλούν τη λάμψη απ’ τα ποτά. Πριν η γάτα στον δρόμο, τώρα αυτή. Δεν είναι τυχαίο. Το γατάκι πηδάει στην σκηνή, παίζει κυνηγώντας την ουρά του, οι μουσικοί γελούν, μια εύθυμη νότα πετάγεται απ’ το μπάσο. Η γατούλα αράζει στο πλάι, σε κοιτάζει με νόημα. Προκλητικά. Ανοιγοκλείνει τα μάτια της, τεντώνεται. Αν ήμουν γάτος δεν θα μπορούσα να αντισταθώ. Θέλει όμως να κοιτάζεις αυτήν και καμία άλλη. Η γάτα μεγάλωσε πια, ωρίμασε. Αράζει στον πάγκο πάνω, με τα γατάκια της τριγύρω, ενώ αναπολεί τα περασμένα. Σκέφτεται πως ήταν μια τρελόγατα. Γλείφεται με ικανοποίηση.
“Μπορώ να σου πω διάφορα σχετικά με γυναίκες. Αλλά δεν ξέρω αν θέλω να μοιραστώ αυτές τις σκέψεις μου μαζί σου”.
“Γιατί? Εγώ θέλω να μου τα πεις όλα…”, λέει η Γάτα πίσω από το μπαρ, με την απαλή, παιχνιδιάρικη φωνή της.
Τι να πω για τις γυναίκες που να μην έχω ήδη πει κατά καιρούς. Τα όμορφα προτιμώ να τα κρατώ για τον εαυτό μου. Ούτε θέλω να γκρινιάξω για όσα τυχόν με πλήγωσαν.
Κάτι σκέφτηκα.
Ξεθωριασμένες αναμνήσεις
“Είχα γνωρίσει πριν πολλά χρόνια, φοιτητής, μια κοπέλα σ’ ένα πάρτυ. Όμορφο κορίτσι, η πιο εντυπωσιακή παρουσία εκεί μέσα. Είχαμε πιάσει την κουβέντα. Μου έλεγε πως έχει θέμα με το βάρος της, προσπαθεί να ελέγχει όσο μπορεί την διατροφή της και της είχε γίνει εμμονή. Θεωρούσε τον εαυτό της παχουλό. Την κοιτούσα. Κορμάρα, από πάνω μέχρι κάτω. Από τις κοπέλες της βραδιάς η ομορφότερη. Απορούσα. Μα πως είναι δυνατόν να σκέφτεται τέτοια πράγματα?
Μου άρεσε. Σε κάποια φάση της λέω “προσωπικά εγώ πάντως θεωρώ πως είσαι μια χαρά, αν θες να ξέρεις”. Το είπα με καλή διάθεση, ίσως λίγο ντροπαλά. Η ίδια όμως αντέδρασε ψυχρά. Σα να έβαλε ένα αόρατο “τικ” σε κάποια υποσημείωση στην άκρη της σκέψης της. Στην πορεία της νύχτας δε θυμάμαι να μιλήσαμε άλλο. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί μπορεί να ενοχλήθηκε. Είπα μήπως κάτι που δεν έπρεπε?
Τώρα, χρόνια μετά, σκέφτομαι το περιστατικό και αναθεωρώ: Έπρεπε να σε είχα πει σκατόχοντρη, γαμημένο φαλαινοθηρικό της κακιάς ώρας. Ποιός ξέρει, μπορεί και να σε πηδούσα το ίδιο βράδυ κιόλας.
“Αυτό”, είπα, λίγο αγανακτισμένος. “Βάλε μου ένα ποτό ακόμα”.
Η τύπισσα άδειασε με ζέση στο ποτήρι μου. Tι ώρα να έχει πάει άραγε. Τα παράθυρα του μπαρ έχουν τα παντζούρια κατεβασμένα. Θα μπορούσε να έχει ξημερώσει. Ποιός ξέρει, ίσως να έχουν περάσει μέρες και μέρες. Τι σημασία έχει ο χρόνος εδώ μέσα. Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση απ’ όλες. Ένα κείμενο που είναι γραμμένο σε σκόρπια διαστήματα, το οποίο αναφέρεται σ’ ένα φανταστικό μέρος, συμπεριλαμβάνοντας φανταστικά πρόσωπα, εξιστορώντας ορισμένα αληθινά περιστατικά και σκέψεις, ενώ εσύ διαβάζεις κάποια άσχετη στιγμή και γίνεται έτσι τμήμα του δικού σου, προσωπικού χρόνου.
Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση απ’ όλες.
Η πεταλούδα γυρνάει εδώ κι εκεί. Η γάτα κάνει το νυχτερινό της μπάνιο, γλύφει με ικανοποίηση την γούνα της.
Σκεφτείτε οι άνθρωποι να κάναμε μπάνιο όπως οι γάτες. Γλείφοντας τον εαυτό μας. Καλύτερα να γλείφεις τον εαυτό σου, τώρα που το σκέφτομαι, παρά να γλείφεις τον προιστάμενο για να πετύχεις την εύνοια του, ή έναν καθηγητή για να σε περάσει στο μάθημα. Σαν κοινωνία γλείφουμε πολύ, μα δεν γλείφουμε σωστά.
Θα χε πλάκα να μυρίζαμε ο ένας τον άλλο εξάλλου, όπως τα σκυλιά. “Καλησπέρα σας δεσποινίδα Ειρήνη”. “Ω, καλησπέρα σας κύριε Γιώργο! Τι ωραία μέρα σήμερα”. “Πράγματι, ο ήλιος λάμπει”. Και αυτά ενώ έχουν σκύψει και μυρίζουν ο ένας τον άλλον στα πισινά του.
Η μπάντα παίζει ακόμα. Θα ήθελα για αλλαγή να δω λίγο κόσμο μες στο μπαρ. Κάποιο live. Tom Waits πάνω στη σκηνή, ο κόσμος κάτω να γελά με τα ευφυολογήματα του, να ταξιδεύει με τις μελωδίες του. Και γω να αράζω και να τον απολαμβάνω. Και συ το ίδιο μαζί μου.
The Night Goes On – and so does the Booze
Κοιτάζω την κοπέλα. Όσο αδειάζεις το ποτό σου στο ποτήρι μου, τόσο επιθυμώ να αδειάσω την ψυχή μου στην δική σου.
“Θες να μου πεις κάτι για σένα, έτσι για αλλαγή?”, τη ρωτάω. “Τις απόψεις σου, τα βιώματα σου. Τι σου αρέσει, τι σε ενοχλεί. Τι σε εξιτάρει. Κάτι. Θέλω να μάθω για σένα. Θέλω να σε γνωρίσω… Θέλω να μάθω ποιά είσαι σε τελική ανάλυση.”
Χαμογελάει. “Είναι δική σου η βραδιά απόψε φίλε, δικό σου το ποτό, δικά σου τα λόγια. Και το ξέρεις. Ο ρόλος μου τώρα είναι απλά να σε ακούσω. Να σε συμπληρώσω. Αυτό επιθυμείς. Άφησε τα λόγια σου ελεύθερα. Είσαι ο χείμαρρος και εγώ σαν τον κόλπο σε υποδέχομαι. Πες ό,τι σου κατέβει και απόλαυσε το…”
Λένε πως οι άντρες είμαστε καράβια που μας σέρνουν τα θηλυκά ξωπίσω τους. Στην πραγματικότητα όμως κανένα καράβι δεν επιθυμεί να σέρνεται. Να ξαποστάσει σ’ έναν όρμο γυρεύει, σε κάποιο λιμανάκι. Για λίγο έστω. Να ανεφοδιαστεί με τις απαραίτητες προμήθειες, και μετά να συνεχίσει τον δρόμο του. Την δική του πορεία, στο άγνωστο το πέλαγος.
Και ίσως κάποτε φτάσει στην δική του την Ιθάκη.
“Το περασμένο καλοκαίρι, στο camping, γνώρισα δυο αδερφές”, είπα. “Φοιτήτριες. Η μικρότερη έδειχνε ιδιαίτερα ντροπαλή και μαζεμένη. Έμοιαζε άβγαλτη κοπέλα. Ως συνήθως, τα φαινόμενα απατούν. Η μεγαλύτερη ήταν πιο άνετη, αν και επέλεγε προσεκτικά τα λόγια της.
Ένα βράδυ με την μεγαλύτερη μιλούσαμε αρκετή ώρα, για πολλά και διάφορα θέματα. Σε κάποια φάση την ρωτάω αν βρίσκεται σε σχέση. Μου λέει ναι, χωρίς να μιλήσει περισσότερο για το θέμα. Είπαμε κάτι άσχετο μετά. Σκέφτηκα τότε πως αν δεν την ρωτούσα ο ίδιος στα ίσια, πιθανό να μη μου έλεγε τίποτα.
Υπάρχουν ορισμένες κοπέλες που ακόμα και αν τις προσεγγίζεις, δεν θα σου αποκαλύψουν πως βρίσκονται σε σχέση. Και εδώ δεν αναφέρομαι σε προσεγγίσεις της μιας νύχτας. Μπορεί να έχετε καιρό επαφή και να μην έχεις ιδέα. Ίσως επιλέξουν να σου ανοιχτούν για ένα κάρο θέματα, προσωπικά δικά τους, ίσως και να σου μιλήσουν για περασμένες σχέσεις τους. Ωστόσο το απλό γεγονός πως επί του παρόντος είναι δεσμευμένες δεν θα σου το φανερώσουν – εκτός αν τις ρωτήσεις ο ίδιος στα ίσια.
Αντίθετα, θα σου μεταδώσουν την αίσθηση πως είναι ελεύθερες. Και εσύ πιθανό να το προχωρήσεις παραπέρα, γιατί αυτήν την εικόνα έχεις. Και ίσως μόνο, την τελευταία πια στιγμή, όταν το πράγμα έχει αρχίσει να ξεφεύγει, όταν έχεις πια κάνει την κίνηση σου, να σου πουν “ξέρεις, είμαι σε σχέση”. Μόνο όταν έχεις εκδηλωθεί.
Ένα αόρατο “τικ” σε κάποια υποσημείωση στην άκρη της σκέψης της. Για άλλη μια φορά.
Η μικρότερη από τις δύο αδερφές, η ντροπαλή, έκανε το ίδιο ακριβώς. Με ένα φιλαράκι μου, εκεί, στο camping. Του φανέρωσε πως ήταν και αυτή δεσμευμένη, όπως ακριβώς η αδερφή της έκανε σε μένα. Η διαφορά μεταξύ τους ήταν πως φανέρωσε την πραγματικότητα στον φίλο, αφού πηδήχτηκαν οι δυο τους ένα βράδυ”.
Αντηχεί ένας γνώριμος ήχος στα ηχεία του υπολογιστή. “Freddie Freeloader”, έτος 1959, από το θρυλικό “Kind Of Blue”, το σημαντικότερο ίσως άλμπουμ στην ιστορία της τζαζ μουσικής. Κάποια στιγμή χρειάζεται να τερματίσω αυτό το κείμενο. Ήδη έχει βγει πολύ μεγάλο. Έχουμε μια τάση να τραβάμε κάτι όταν το απολαμβάνουμε. Χάνουμε την αίσθηση του μέτρου. Μέτρο, μέτριο. Ο Αριστοτέλης όμως θεωρούσε πως συνιστά μεγάλη κατάκτηση.
Η κοπέλα στο μπαρ με κοιτάζει σιωπηλή. Τα μάτια της ωκεανός. Δυσκολεύομαι να καταλάβω αν επιδοκιμάζει τα λεγόμενα μου ή όχι. Σε κάποια φάση γνέφει, σα να απαντάει σε ένα κρυφό ερώτημα μέσα της. “Συμβαίνει αυτό που λες, ορισμένες φορές”, μου λέει. Και συνεχίζει:
“Συνήθως, αν θέλουμε ο άλλος να γνωρίζει πως είμαστε δεσμευμένες, έχουμε τον τρόπο μας να του το φανερώσουμε από νωρίς, χωρίς να φαίνεται ξεκάρφωτο. Για παράδειγμα, να αναφέρουμε τάχα τυχαία πως μας έστειλε ένα μήνυμα το αγόρι μας στο κινητό, ή πως βγήκαμε μαζί του… Είναι ένας καλός τρόπος να το καταστήσουμε γνωστό στον άλλον. Δεν είμαστε και υποχρεωμένες βέβαια, να το δηλώνουμε αριστερά και δεξιά. Ωστόσο είναι ένας απλός τρόπος για να αποφευχθούν τυχόν δύσκολες καταστάσεις, ειδικά αν διαπιστώνεις προσέγγιση από την πλευρά του άλλου, και αυτός ο άλλος έχει αναπτύξει μια κάποια μορφή σταθερής επαφής μαζί σου – δεν αναφέρομαι σε γνωριμίες της μιας νύχτας. Και, μεταξύ μας, οι γυναίκες μπορούμε να καταλάβουμε αν και πότε μας προσεγγίζετε… Πάντως κι εσείς μπορεί να βρίσκεστε σε σχέση και να μη λέτε τίποτα στις κοπέλες που γνωρίζετε. Μπορώ να πω πως η συγκεκριμένη είναι κατεξοχήν συμπεριφορά πολλών αντρών, ξέρεις…”
Όπως και να χει. Κάπως έτσι φτάνεις να μεταδίδεις παραπλανητικά δεδομένα στον άλλο. Είναι σα να κοροιδεύεις και την σχέση σου, και το άτομο που σε προσεγγίζει. Το οποίο αν γνώριζε εξαρχής, θα είχε μια εντελώς διαφορετική στάση απέναντι σου. Στο τέλος πιθανό να χάσεις και τους δύο.
Η πεταλούδα τινάζει τα φτερά της.
Και συνεχίζουμε. Η βραδιά/ανάρτηση δεν έχει τελειωμό. Κόσμος πάει κι έρχεται στο μπαρ. Αντικρίζεις ένα χλωμό πρόσωπο απ’τα παλιά, είχατε πάει κάποτε για έναν καφέ, πολλά χρόνια πριν. Έχεις ξεχάσει το όνομα της. Σκόρπιοι καφέδες. Ξοδεμένοι. Με πόσες και πόσες παρέες δεν έχουμε μοιραστεί το ίδιο τραπέζι μέχρι τώρα. Ίδιο τραπέζι, ίδιο αμάξι, ίσως ίδιο κρεββάτι.
Οι παρέες, οι φιλίες και οι σχέσεις είναι σαν τα μπαρ. Πολλοί έρχονται, αράζουν, περνάνε την ώρα τους. Όταν όμως πέφτει η μουσική, λίγοι είναι που μένουν. Στο τέλος πιθανό να μείνεις μόνος, τελευταίος να χαμηλώσεις τα παντζούρια, να κλείσεις τη μουσική.
A Happy Ending
Η νυχτερινή μας διαδρομή βαίνει προς το τέλος της. Θα ήταν ωραίο να έκανα κάτι για να δέσω όλα όσα είπα μέχρι τώρα, να προσδώσω μια αίσθηση συνέχειας και συνοχής σε ένα κείμενο που δεν είχε τέτοιο σκοπό. Τυχαίες λέξεις, δφερωξρνω, εριγξε34, φμριγ0μψω, σκέψεις που πετάχτηκαν αυθόρμητα, χωρίς κάποιο προδιαγεγραμμένο σχέδιο. Μόνο μια πολύ αμυδρή αρχική ιδέα. Ήξερα πως θα γράψω ένα μεγάλο, ένα πολύ μεγάλο κείμενο. Στο οποίο θα μιλήσω για νυχτερινές περιπλανήσεις, για κάποιο μπαρ και σχέσεις, υπό τους ήχους του σαξοφώνου. Ωστόσο, εκ των υστέρων, γυρεύουμε πάντα να αποδώσουμε ένα νόημα στο όλο, να ενώσουμε τα μεμονωμένα, σκορπισμένα τμήματα του σε κάτι ενιαίο.
Νομίζω σκέφτηκα κάτι.
Εκεί στο μπαρ διαπιστώνεις πως αντικρίζεις κάποια γνώριμα σου πρόσωπα. Δεν έχετε μιλήσει ποτέ, ενδεχομένως να μην μπορείς καν να θυμηθείς τα χαρακτηριστικά τους. Έχεις ακούσει γι’ αυτούς όμως, ξέρεις δυο πράγματα για τις ιστορίες τους, γι’ αυτό και σου φαίνονται οικείοι. Κάπου εκεί αράζουν λοιπόν, σε χωριστά τραπέζια, ένας φοιτητής και μια κοπέλα, που μένουν στο ίδιο κτίριο μα δεν έχουν γνωριστεί ποτέ. Λίγο πέρα ήρθε κι έκατσε ένα ζευγάρι, παρέα με τον σκύλο τους. Επιτρέπεται ο σκύλος στο μπαρ, γιατί όχι – είναι εξάλλου ο βασικός συνδετικός τους κρίκος, σε μια σχέση που έχει πια φθαρεί. Απέναντι τους, δίπλα στην σκηνή, ένας τριανταπεντάρης που αποφάσισε, για μια βραδιά μονάχα, να κάνει κάτι διαφορετικό, να αφήσει την καθημερινή μιζέρια και να καταφύγει σε ένα μπαράκι της γειτονιάς, να απολαύσει τη μουσική και την συντροφιά του κόσμου.
Στην σκηνή έχει βγει η Billie Holliday και τραγουδάει. Μα πως είναι δυνατόν, αναρωτιέσαι, τόσα και τόσα χρόνια μετά? Τι γυρεύει εδώ, σ’αυτό το μέρος? Αλλά μετά συνειδητοποιείς πως δεν θα πρεπε να σου κάνει τίποτα εντύπωση. Ταιριάζει κι αυτή εδώ, όπως όλα τα άλλα. Το ξέρεις πως ταιριάζει.
Ο τριανταπεντάρης, που λέτε, συνειδητοποιεί πόσο πολύ του αρέσει η μουσική. Την επόμενη κιόλας μέρα αποφασίζει να βάλει στην άκρη κάποια από τα χρήματα που φύλαγε για το αυτοκίνητο και να αγοράσει μια τρομπέτα. Θυμήθηκε εκείνους τους παλιούς του φίλους – δεν ήταν σε μια μπάντα? Γιατί να μην δοκιμάσει ο ίδιος να ασχοληθεί, έστω περιστασιακά, με την μουσική? Ίσως να έβρισκε τους φίλους του, ξανά, μετά από τόσα χρόνια. Ποτέ δεν είναι αργά.
Ο φοιτητής γνωρίζει την φοιτήτρια – γιατί όχι. “Σε έχω δει νομίζω, μένεις στο κάτω διαμέρισμα από μένα, σωστά?…”. Και εκείνη του γνέφει με χαρά – τι σύμπτωση, να μένουν τόσο καιρό στην ίδια πολυκατοικία και να γνωριστούν τελικά σε αυτό το μπαρ. Όσο αφορά το ζευγάρι με τον σκύλο… Ο σκύλος, που λέτε, έπιασε φιλίες με την γάτα που άραζε πάνω στο πιάνο. Η γάτα θα αποδεικνυόταν πως ανήκει σε έναν από τους παίχτες της μπάντας. Η γυναίκα θα τον γνώριζε και δύο χρόνια μετά θα τον παντρευόταν. Θα χώριζε τον τύπο που είναι τώρα μαζί, ωστόσο θα έμεναν φίλοι – πέντε χρόνια σχέσης δεν είναι λίγα βλέπετε, και ας αδυνατούσαν να συνυπάρξουν στο ίδιο σπίτι. Όσο αφορά τον τύπο, αυτός θα αποφάσιζε πως έχει καλύτερα πράγματα να κάνει στη ζωή του, από το να κλαίγεται για μια χαμένη σχέση. Θα ξεκινούσε ένα μεταπτυχιακό που πάντα επιθυμούσε, και η ζωή στην πορεία θα τον έφερνε σε νέα, ενδιαφέροντα μονοπάτια. Νέες γνωριμίες, νέες απασχολήσεις, νέοι δρόμοι.
Οι άστεγοι που είδες πριν – είναι κι αυτοί εκεί, στο μπαρ, σε μια γωνιά. Μόνο που τώρα δεν κρυώνουν. Τους ζεσταίνει το ποτό που τους κέρασε εκείνος ο ανώνυμος τύπος με την γυρισμένη πλάτη, που εδώ και ώρα παρατηρούσες. Εξακολουθείς να μη τον βλέπεις, νομίζεις όμως πως ακούς το γέλιο του να αντηχεί, ενώ τσουγκρίζει το ποτήρι του μαζί τους.
Και όσο οι πεταλούδες τινάζουν τα φτερά τους, δροσοσταλίδες φαντασίας ξεπετάγονται και βάφουν με πλήθος από χρώματα το ασπρόμαυρο της νύχτας.
Αχτίδες φωτός εισβάλλουν από τις χαραμάδες. Μια νέα μέρα έφτασε.
Λίγο πριν φύγω η κοπέλα στο μπαρ με σταματά. Τα ωραιότερα μάτια. Πόσο θα ήθελα να βυθίζομαι για πάντα μέσα τους. “Για μισό λεπτό, κάτσε λίγο!”, μου λέει. “Αποφάσισες, έτσι ξαφνικά και αψυχολόγητα, να δώσεις ένα χαρούμενο τέλος σε όλους και σε όλα, αγνοώντας πλήρως πόσο εκτός τόπου και χρόνου είναι, πόσο μη-ρεαλιστικό και αφελές, και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, σηκώνεσαι και φεύγεις! Ποιό είναι το νόημα σε όλα αυτά?”
Σκέφτομαι. Ποιό ήταν, άραγε? Όπως τόνισα, έγραφα χωρίς πλάνο. Χωρίς σχέδιο, χωρίς σκοπό. Ήθελα να γράψω μια πολύ μεγάλη, νυχτερινή ανάρτηση. Δεν ήξερα αν θα υπάρχει μια κατάληξη και ποιά θα ήταν αυτή. Σε κάποια φάση σκέφτηκα πως θα ήταν ωραίο να υπήρχε μία. Και, γιατί όχι, ας έχει χαρούμενο τέλος. Γιατί όχι. Ας γίνουμε μια φορά οι μάγοι που από μικρά παιδιά επιθυμούσαμε. Τότε που ζωγραφίζαμε πεταλούδες με πολύχρωμα φτερά. Ας δώσουμε ένα χαρούμενο τέλος στο κείμενο. Μερικές φορές δεν χρειάζονται ηθικά διδάγματα, ο τόπος γέμισε με τραγικές φιγούρες και σκατόψυχα φινάλε. Ένα happy ending είναι αρκετό. Ένα γαμημένο happy ending.
Το εξηγώ στην κοπέλα.
Χαμογελάει. “Εντάξει, ας τα δεχτώ όλα αυτά.Αλλά και πάλι. No sex? Για σένα? Έπλασες τέτοια φαντασίωση, με μπαρ, σαξόφωνα και πανέμορφες, μοιραίες barwomen, και δεν θα έχεις, εσύ ο ίδιος, στο φινάλε την κορύφωση? Απλά θα φύγεις?”
Είναι η σειρά μου να χαμογελάσω.
“Αν ήθελα να κάνω σεξ με τον εαυτό μου θα βάραγα απλά μια μαλακία. Χαιρετώ!”
Ανοίγω την πόρτα, βγαίνω έξω. Πόσο διαφορετικά φαντάζουν όλα. Κάνω ένα βήμα στον δρόμο… και παρατηρώ τον υπολογιστή μπροστά μου… τα χέρια μου στο πληκτρολόγιο… Μερικά βιβλία παρατημένα εδώ κι εκεί. Μια λάμπα. Ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί στο δωμάτιο, ως συνήθως. Και ο Tom Waits, που ακούγεται από τα ηχεία. Πείνασα. Θα χτυπήσω μια κατεψυγμένη πίτσα και θα βάλω να δω τίποτα. Μάλλον κάποιο επεισόδιο του Supernatural.
Ήταν ομολογουμένως μια ωραία φαντασίωση.
Κάπως έτσι λοιπόν λέω να βάλω τέλος σε ένα από τα πιο περίεργα κείμενα που έχω γράψει ποτέ σε αυτό το blog.
15 Responses
Κατάφερες να μετατρέψεις τις οθόνες μας σε σινεμά, να παρακολουθήσουμε την ασπρόμαυρη ταινία σου με αμείωτο ενδιαφέρον, να γελάσουμε σε μερικά σημεία, να προβληματιστούμε σε κάποια άλλα… μα και να τα ζήσουμε όλα αυτά μαζί σου.
Απίστευτος!!
Σ'ευχαριστώ πάρα, πάρα, πάρα πολύ. Μου άρεσε ειδικά η πρώτη σου πρόταση. Χαίρομαι πολύ που μετέδωσα κάτι από την ατμόσφαιρα που ήθελα και που ήσουν ανάμεσα στους θεατές της αρκετά παράξενης αυτής παράστασης μου… :)))
Καλώς σε βρίσκω με μια μόνη απορία: Πάντα έτσι μακροσκελείς αναρτήσεις γράφεις? 🙂
Μμμ… τι άλλο να προσθέσω?
Ααα! Στην αρχή νόμισα ότι ήσουνα γυναίκα… μέχρι που προχώρησε η ανάρτηση και ανακάλυψα το φύλο… :-p
Oσο για την πεταλούδα που ήταν το αβατάρ μου στο προηγούμενο μπλογκ μου ένα έχω να πω: M'αρέσουν οι άνθρωποι που βλέπουνε πέρα από την εικόνα… πέρα απ'το προφανές… που ξέρουν και προχωρούν σε αποσυμβολισμούς… (τα'χουμε πει και με την Lysippe γι'αυτό το θέμα)
Οι υπόλοιποι ας προσπερνούν παρακαλώ…
Y.Γ Εκτός από την αισθητική σου και τη γραφή σου μου άρεσε κι η μουσική σου 🙂
Γειά σου λοιπόν Λιακάδα! Μου αρέσει ο ήλιος δίπλα απ' το όνομα σου. Μικρές λεπτομέρειες που ξεχωρίζουν.
Αν γράφω πάντα τόσο μεγάλα κείμενα? Όχι. Μόνο όταν αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω τόσο. Η συγκεκριμένη ανάρτηση ανήκει σε κείνα τα κείμενα-χείμαρρους, ξεχειλίζουν από μέσα σου, σαν την λεγόμενη ροή της συνείδησης, τεχνική που έχουν χρησιμοποιήσει ορισμένοι συγγραφείς. Δεν έχεις παρά να αφεθείς σε αυτά…
Αυτό με την γυναίκα μου έχει ξανασυμβεί που λες! Εντάξει, θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα: θα μπορούσες να διάβαζες το κείμενο και να νόμιζες ΑΚΟΜΑ πως είμαι γυναίκα, χαχαχα.
Για τα υπόλοιπα σχόλια σου, δεν έχω παρά να γνέψω με ικανοποίηση… Χαίρομαι πολύ. Καλώς ήρθες στα κουνελολημέρια μου λοιπόν!!!!
Καλημέρα Κουνέλι και καλώς σε βρίσκω! Όλως παραδόξως,διάβασα την ανάρτησή σου με αμείωτο ενδιαφέρον,ιδίως όταν ξεκίνησε η ιστορία με τη barwoman. Και το λέω αυτό,γιατί εδώ μέσα πετυχαίνω κατά καιρούς μακροσκελείς αναρτήσεις,που περιστρέφονται γύρω απ' το ίδιο θέμα,καταλήγουν σ' ένα αυτονόητο συμπέρασμα και τελειωμό δεν έχουν. Σιγά τύπε,ανακάλυψες το αυγό του Κολόμβου! Άτιμο πράμα η αερολογία.
Μ' έκανες να γελάσω και να σκεφτώ κάποια πράγματα για 'μένα. Βέβαια,διατηρώ κάποιες ενστάσεις ως προς την φιλία της κοπέλας με τον πρώην,αλλά δε βαριέσαι,η ζωή θα 'ταν απελπιστικά βαρετή αν συμφωνούσαμε με όλους,σε όλα. Πολύ καλές και οι μουσικές σου επιλογές,επίσης,και με τον Waits ειδικά ανέβηκες "σκαλάκι" στην εκτίμησή μου.
Μάλιστα! Καλώς σε βρήκα λοιπόν Κάπα! Καλώς ήρθες στο κουνελομέρος, κατευθείαν στα βαθιά – δεν είναι λίγο να μπαίνεις πρώτη φορά και να διαβάζεις μία από τις μεγαλύτερες σε έκταση αναρτήσεις που έχω κάνει ποτέ, ωστόσο με χαροποιεί.
Όχι, δεν μας αρέσουν τα αυτονόητα συμπεράσματα και η περιστροφή γύρω από το ίδιο, ξανά και ξανά. Προκαλεί ζαλάδα.
Όσο αφορά την φιλία της κοπέλας με τον πρώην: διατηρώ και γω ενστάσεις, πολλές! Αλλά όπως έγραψα, μερικές φορές η αφήγηση μας ξεπερνά. Κάποια απ' αυτά που έγραψα ένιωθα ο ίδιος πως τα παρατηρούσα, σχεδόν από απόσταση! (αν και όχι τα περισσότερα ομολογώ, που ήταν πολύ κοντινά μου).
Ανέβηκες και συ σκαλάκι με το γούστο σου για τον πολυαγαπημένο μου Tom Waits!
Αυτά τα ολίγα για την ώρα, σου στέλνω άφθονες καλησπέρες. 😉
Καλημέρα!!Ένα βραβείο σε περιμένει στο blog μου..έλα όποτε και αν θες να το παραλάβεις..:)
Αμέ, ας περάσω. 🙂
τη διαβασα σε δοσεις…τοσο μεγαλη αναρτηση και με τοσο ομορφες ιστοριες μεσα που δεν μπορουσα να τη δοαβασω μονορουφι σαν τα χιουμοριστικα κειμενα σου,κι ας ειναι κι αυτα μεγαλουτσικα.
με εχει προβληματισει και μενα αυτο με την πατημενη γατα και τους αστεγους.παντα στεναχωριεμαι περισσοτερο με τα ζωα και καποια στιγμη αναρωτηθηκα γιατι, αλλα μετα κατεληξα στο οτι δεν λυπομαι τοσο τους ανθρωπους γιατι δεν ειναι 'αθωοι'΄σαν τα ζωα,οτι τις περισσοτερες φορες αν μπορουσαν θα εκαναν ηθελιμενα κακο σε καποιον για να πετυχουν αυτο που θελουν. κανενα ζωο δε θα το εκανε αυτο με επιγνωση της πραξης του καθεαυτης. με βοηθησε πολυ και ο Mark Twein στο να καταληξω σε αυτο το συμπερασμα, στον 'Μυστηριωδη ξένο'.
η Λυσσιπη πιο πανω περιεγραψε την αναρτηση σου με τον πιο ιδανικο τροπο,
δεν ειμαι καλη στα λογια και γι'αυτο δε μπορω να περιγραψω με καλυτερο τροπο την αναρτηση σου αυτη. και οι μουσικες που επελεξες ιδανικες.
μας ταξιδευεις…
Ευχαριστώ πολύ Γάτα μου… Χαίρομαι πραγματικά που ταξιδεύετε μαζί μου, κανένα ταξίδι δεν είναι το ίδιο όμορφο χωρίς καλή παρέα.
Μου αρέσει που στάθηκες στο κομμάτι με την γάτα και τους άστεγους. Επέλεξες ένα μικροσκοπικό σημείο από αυτήν την ανάρτηση και επέλεξες να το σχολιάσεις ξεχωριστά. Ναι, νομίζω συμφωνώ μαζί σου. Τα ζώα είναι πάντα αθώα, ακόμα και στις στιγμές εκείνες που γίνονται επιθετικά και άγρια.
Ευχαριστώ και πάλι. Σου στέλνω άφθονες καλησπέρες, να έχεις μια όμορφη, γατίσια νύχτα!!!
Από τα ωραιότερα κείμενα που έχω διαβάσει σε blog. Ήταν λες και ήμουν μαζί σου, σε εκείνο το μπαρ. Μπορούσα ακόμα και να μυρίσω την ελαφριά μυρωδιά του οινοπνεύματος.. Αυτός ο τύπος, ο κρυμμένος στις σκιές που έκανε παρέα στους άστεγους στο τέλος, πολύ μου άρεσε. Μου έκανε εντύπωση πιο πολύ απ' όλους στην ανάρτησή σου. Τι λες, θα μπορούσες να γράψεις μια ανάρτηση μόνο γι' αυτόν; Τον συμπάθησα τον άτιμο, χαχα!
Να είσαι καλά, με έκανες να σκεφτώ πολλά πράγματα και κυρίως να αναθεωρήσω τον τρόπο που γράφω τώρα. Ίσως θα πρέπει να γυρίσω στον τρόπο που έγραφα παλιά, στις αυθόρμητες αναρτήσεις που ο λόγος ρέει από μόνος του. Αυτές είναι και οι πιο αληθινές.
Καλώς τη Χριστίνα! Πολύ χαίρομαι που σας μετέφερα στο κλίμα του κειμένου και γίνατε έτσι μέρος του και σεις…
Ο άγνωστος τύπος στις σκιές λοιπόν! Γνωρίζει στιγμές μεγάλης δόξας, τώρα που αναφέρεται και στα σχόλια! Είναι μια μορφή δικαίωσης γι'αυτόν… Να σου πω εδώ πως στο τέλος είχα σκεφτεί να τον εμφανίσω με τρόπο τέτοιο, ώστε να φαίνεται το πρόσωπο του, ωστόσο τελευταία στιγμή αναθεώρησα και τον διατήρησα με την πλάτη γυρισμένη – μόνο που τώρα άκουγε κανείς το γέλιο του, ενώ τα έπινε μαζί με τους άστεγους… Ποιός ξέρει, ίσως απασχοληθώ περισσότερο μαζί του στο μέλλον!
Όσο αφορά τις αναρτήσεις που ρέει μόνος του ο λόγος… Ναι, μερικές φορές ο υπερβολικός προσχεδιασμός δεν έχει νόημα – είναι σαν την πραγματικότητα "εκεί έξω", κάποιες φάσεις έχει περισσότερο νόημα να είσαι αυθόρμητος, απλά.
(αν και το κείμενο εμπεριείχε μια κάποια δόση σχεδίου, ένα 30% ας πούμε, δεν είναι και εντελώς ό,τι μου κατέβαινε εκείνη τη στιγμή – ωστόσο στο μεγαλύτερο ποσοστό του υπήρξε αυθόρμητο, έγραφα πραγματικά χωρίς να ξέρω που θα καταλήξω, και μου έκανε εντύπωση (ΕΝΩ το έγραφα!) που αποφάσισα στο τέλος να δώσω εκείνο το happy ending, χαχαχα!)
Χαίρομαι που πέρασες απ'τα λημέρια μας και που σου άφησε κάτι το κείμενο… Την καλησπέρα μου!!!
Xάρηκα πολύ για το happy ending, είχα απογοητευθεί που οι δύο φοιτητές δεν είχαν καταλήξει μαζί αρχικά! χαχα!
Ναι, πάντα χρειάζεται ένας μικρός προσχεδιασμός, να ξέρεις γενικά το θέμα για το οποίο θες να γράψεις. Η μαγκιά είναι πέρα από αυτό να καταφέρεις γράφοντας εκείνη την στιγμή να μεταφέρεις στον άλλον τα συναισθήματα και τις σκέψεις σου. Και αυτό εσύ το κατάφερες και με το παραπάνω!
Θα συνεχίσω να περνάω από τα λημέρια σου, συνέχισε την καλή δουλειά!
Καλησπέρα!
Ε ναι μωρέ, όσο αφορά τους φοιτητές, "δε βαριέσαι", είπα. Αν και η "ρεαλιστική" εξέλιξη θα ήταν εκείνη που περιέγραψα πιο πάνω, καθώς έτσι γίνεται συνήθως, ωστόσο, όπως έγραψα στο φινάλε, "μερικές φορές χρειάζεσαι απλά ένα happy ending, ένα γαμημένο happy ending"… 🙂
Καλά ναι, η πιο πιθανή κατάληξη ήταν η αρχική, αλλά έλα που δυστυχώς πιστεύω ακόμα στο πεπρωμένο, στο άλλο μας μισό που το βρίσκουμε κάποτε και άλλα τέτοια ωραία που είναι μόνο μέσα στο κεφάλι μου! 😛
Σταματάω να σχολιάζω γιατί θα αρχίσω να φλυαρώ!