Τα Χριστούγεννα του Καρόλου Ντίκενς

Enter the rabbit's lair...

Τα Χριστούγεννα του Τσαρλς Ντίκενς... ένα αφιέρωμα από το Φονικό Κουνέλι

Ένα αφιέρωμα στις χριστουγεννιάτικες ιστορίες του Τσαρλς Ντίκενς

Σύμφωνα με μια διαδεδομένη αφήγηση της εποχής, ήταν 1870 όταν μια νεαρή κοπέλα κάπου στους δρόμους του Λονδίνου πληροφορήθηκε το θάνατο του συγγραφέα Καρόλου Ντίκενς. Η κοπέλα ξαφνιάστηκε και αναφώνησε μεμιάς: «Ο Ντίκενς νεκρός; Αυτό σημαίνει δηλαδή πως θα πεθάνει και ο Άι Βασίλης;»

Γιατί, βλέπετε, ο Κάρολος Ντίκενς υπήρξε κάτι εφάμιλλο του Άι Βασίλη στις συνειδήσεις πλήθους κόσμου τον καιρό εκείνο. Ήταν εκείνος που με τη δύναμη της πένας και το εύρος της φαντασίας του έφτασε να ανασύρει από την απύθμενη φωλιά του χρόνου το πνεύμα των Χριστουγέννων· να φυσήξει τους ιστούς απ’ τις καταχωνιασμένες ευχετήριες κάρτες και να ανορθώσει στη βάση του, πλάι στο αναμμένο και πλουμισμένο με ροδοκόκκινες γιρλάντες τζάκι, το χριστουγεννιάτικο δέντρο· εκείνος που έκανε ν’ αντηχήσει ζωηρότερα από ποτέ το κρυστάλλινο, διαυγές τραγούδι απ’ τα Κάλαντα· εκείνος που διακόσμησε το αιώνιο χριστουγεννιάτικο τραπέζι της φαντασίας μας, ξέχειλο λαχταριστά φαγητά και μυρωδικά ποτά· εκείνος που έθεσε την οικογενειακή θαλπωρή και τη ζεστασιά των φίλων στο επίκεντρο της σκέψης του· εκείνος που τόνισε όσο κανένας άλλος πως τα Χριστούγεννα συνιστούν πρωτίστως μια γιορτή κοινωνικής συνείδησης και ανθρωπιάς, σ’ έναν κόσμο συχνά απάνθρωπο.

Θα περιγράψω μια σκηνή και θέλω να προσπαθήσετε να τη φέρετε στο νου σας. Είναι νύχτα· ο αέρας λυσσομανά και το κρύο θερίζει· οι χιονισμένοι δρόμοι της πόλης βουλιάζουν στην ομίχλη, σαν να βυθίζονται σε κάποιο όνειρο. Μα στο μικρό διαμέρισμα βασιλεύει φως· τα αναμμένα κεριά κάνουν τη νύχτα μέρα· η φωτιά τριζοβολά χαρούμενη στο τζάκι, ξεπετώντας σπίθες στα καψαλισμένα κούτσουρα· το γκι – γνωστό στη χώρα μας και ως Ιξός – περιφέρεται παιχνιδιάρικα στο χώρο, φιδογυρίζοντας μέσα από στολισμένα έπιπλα και διακοσμημένους με στεφάνια τοίχους. Και οι φίλοι κάθονται γύρω απ’ το τραπέζι, πλάι στην εστία. Τρώνε και μιλάνε και γελάνε. Έξω κάνει κρύο, μα εκείνοι γιορτάζουν την ανάσταση του φωτός στο καταχείμωνο. Και οι ευχές τους είναι αληθινές, οι καρδιές τους γνήσιες. Και η πόρτα τους είναι πάντα ανοιχτή, το σπίτι τους φιλόξενο για κάθε έναν που έχει ανάγκη. Και το τραγούδι αντηχεί κρυστάλλινο· και τα τσουγκρίσματα θυμίζουν κουδούνισμα κάποιας χαρμόσυνης καμπάνας· και νιώθεις πως ακούς το έλκηθρο να αρμενίζει στην παγωμένη θάλασσα του ουρανού, σκορπώντας γύρω του αστέρια.

Δεν ήταν δύσκολο να φανταστείτε την ζεστή αυτή σκηνή – είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Υπάρχει, βλέπετε, μέσα στον καθένα από μας, σαν κατάλοιπο κάποιας μακρινής συλλογικής ανάμνησης. Πρόκειται για την αρχέτυπη χριστουγεννιάτικη σκηνή – εκείνη που έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε από τα παιδικά μας κιόλας χρόνια. Εκείνη που περιγράφουν τα τραγούδια, οι κάρτες, οι ζωγραφιές και οι ταινίες.

Μα πριν 200 χρόνια η σκηνή αυτή δεν ήταν καθόλου δεδομένη. Τα Χριστούγεννα, ως παράδοση, ως θεσμός, μα πάνω απ’ όλα ως εικόνα (όπως εκείνη που σας περιέγραψα) είχαν εξασθενήσει. Οι χιονισμένοι δρόμοι, τα Κάλαντα, τα στολισμένα αστικά διαμερίσματα, η σύναξη γύρω απ’ το οικογενειακό τραπέζι, το χριστουγεννιάτικο δέντρο… τίποτα απ’ αυτά δεν ήταν δεδομένο. Χρειάστηκε η φαντασία ενός νεαρού συγγραφέα για να τα δημιουργήσει, ξανά απ’ την αρχή. Ήταν Δεκέμβρης του 1843 όταν ο Κάρολος Ντίκενς έγραψε τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» – και τα Χριστούγεννα ποτέ δεν θα ήταν ίδια ξανά.

Η τεράστια απήχηση της ιστορίας και η εμβληματική φιγούρα του Εμπενίζερ Σκρουτζ έμελλε να μεταμορφώσουν τον τρόπο που έβλεπε ο κόσμος τη γιορτή των Χριστουγέννων. Δεν επρόκειτο απλά για μια επιστροφή στις παραδόσεις ή μια καταφυγή στις ρίζες – μα για μια νέα κοινωνική θεώρηση, βαθιά μαχητική και ριζοσπαστική στο πνεύμα της. Ποτέ άλλοτε ως τότε δεν είχε ενταχθεί η παραδοσιακή (και μισοξεχασμένη) αυτή γιορτή στο σύγχρονο πλαίσιο της αστικής μεγαλούπολης – ένα πλαίσιο ξέχειλο αδικία, φτώχεια και εκμετάλλευση. Ποτέ δεν είχε αντιμετωπιστεί ως εφαλτήριο μιας ριζικής αναθεώρησης και μεταμόρφωσης του κόσμου, ξεκινώντας από την ανασύσταση της χαμένης ανθρωπιάς μας.

Δεν ήταν μια καινούργια (ή παλιά) θρησκεία, ούτε κάποιος ιερωμένος. Δεν ήταν κάποιο πολιτικό μανιφέστο, ούτε κάποια απαρχαιωμένη καταφυγή στις παραδόσεις. Όχι – ήταν ένας συγγραφέας, με μοναδικό όπλο τη φαντασία και τη γλώσσα του. Λένε πως ακόμα και η φράση “Merry Christmas” καθιερώθηκε στην Αγγλία μετά την επιτυχία του βιβλίου του. Λένε πως η επίδραση του έργου του ήταν τόσο μεγάλη, που ο κόσμος έφτασε να ζει τα Χριστούγεννα όπως ακριβώς τα είχε περιγράψει στις σελίδες του – και να νομίζει πως ήταν πάντα έτσι.

Ήταν ο συγγραφέας στον οποίο χρωστά τα περισσότερα το ταλαίπωρο πνεύμα των Χριστουγέννων – διπολικά διαταραγμένο σήμερα ανάμεσα στον ξέφρενο καταναλωτισμό και στην κοινωνική αδικία. Αλήθεια, τι θα έλεγε αν ζούσε σήμερα ο Κάρολος Ντίκενς; Τι μορφή να είχαν οι σύγχρονες χριστουγεννιάτικες ιστορίες του; Θα εξαπέλυε την επίθεσή του στην υποκρισία των καιρών; Θα έφτανε μήπως να αποκηρύξει την ίδια τη γιορτή που, σχεδόν, ανέσυρε απ’ τις στάχτες της;

Δεν μπορούμε να ξέρουμε. Ωστόσο μπορούμε να θυμηθούμε, για άλλη μια φορά, τι ήταν εκείνο που έκανε τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες του Ντίκενς τόσο ξεχωριστές. Και για ποιο λόγο έφτασαν να πουν – σαφώς με κάποια δόση υπερβολής, μα υπερβολής δίκαιης – πως ο Κάρολος Ντίκενς ήταν «ο άνθρωπος που εφηύρε τα Χριστούγεννα».

Ο Σκρουτζ και το φάντασμα του Jacob Marley σε εικονογράφηση από το Φονικό Κουνέλι / Foniko Kouneli illustration for a Christmas Carol

Τα Χριστούγεννα πριν τον Ντίκενς

Τα Χριστούγεννα φέρουν ρίζες στα βάθη της ιστορίας, εκεί που η παράδοση σμίγει με το μύθο, παραδομένη στην αχλή του χρόνου. Από τα παγανιστικά ρωμαϊκά Σατουρνάλια στο γερμανικό Yule, από τις πρωτοχριστιανικές παραδόσεις στις μεσαιωνικές γιορτές με φαγοπότια και γλέντια, τα Χριστούγεννα έζησαν πολλές μεταμορφώσεις στη μακρόχρονη, ως σήμερα, πορεία τους. Αντίστοιχες με τις μεταμορφώσεις του Άι Βασίλη: από το ιστορικό πρόσωπο του Αγίου Νικολάου της Μικράς Ασίας, στον γερμανικό Santa Klaus και τον βρετανικό Father Christmas, μέχρι τον εμπορικό Άι Βασίλη της Κόκα Κόλα… κι όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια του αφιερώματός μας, ο Άι Βασίλης χρωστάει την ύπαρξή του όχι μόνο στις φιγούρες των μύθων και των παραδόσεων, μα και στη δημιουργική φαντασία των συγγραφέων και των εικονογράφων του 19ου αιώνα – ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Ντίκενς.

Με ή χωρίς γλέντια, με ή χωρίς χριστουγεννιάτικο δέντρο, με ή χωρίς διακοσμήσεις ή κάλαντα ή στολίδια, με ή χωρίς πίστη στη χριστιανική θρησκεία, τα Χριστούγεννα (και οι προγενέστερες μορφές τους) γιορτάζονται ανελλιπώς εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Μα η πουριτανική και καλβινιστική θρησκεία από τον 16ο αιώνα και μετά είχε επιφέρει σημαντικά χτυπήματα στην ίδια την καρδιά τους: η διακόσμηση και το φαγοπότι θεωρούνταν αντίθετα στο πνεύμα των Γραφών, ενώ οι παγανιστικές τους ρίζες όφειλαν να εξαλειφθούν πλήρως. Φυσικά ούτε λόγος να γινόταν για κοινωνική συνείδηση, αγαθοεργίες και άλλα τέτοια… αντιχριστιανικά.

Η Βιομηχανική Επανάσταση είχε επιφέρει ακόμα περισσότερα χτυπήματα: ο κόσμος μετανάστευε πλέον μαζικά στις πόλεις και δεν υπήρχε ούτε χρόνος, ούτε διάθεση για εορτασμούς. Πνιγμένοι σε μια αδιάκοπη, καθημερινή εργασία, συνωστισμένοι στα μικροσκοπικά, βρόμικά τους αστικά διαμερίσματα, οι εργάτες της βικτωριανής εποχής δεν είχαν δυνάμεις για γιορτές. Τα Χριστούγεννα θάβονταν ολοένα και περισσότερο στη σκόνη μιας λησμονημένης, απαρχαιωμένης παράδοσης.

Ήταν οι Ρομαντικοί εκείνοι που επιχείρησαν να ανασύρουν απ’ τα βάθη του χρόνου το θαμμένο πνεύμα των γιορτών – όχι η Εκκλησία. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο ποιητής Robert Southey μιλούσε με νοσταλγική διάθεση για «παλιές παραδόσεις και γιορτές» που χάθηκαν. Αντίστοιχη διάθεση είχε εκδηλώσει ο Αμερικανός συγγραφέας Ουάσινγκτον Ίρβινγκ. Ο Ουόλτερ Σκοτ περιέγραφε στο ποίημά του “Marmion” τη σκηνή από ένα χριστουγεννιάτικο γεύμα, στο επίκεντρο του οποίου δέσποζε ένα επιβλητικό Ψητό στη φωτιά, γύρω απ’ την οποία συνωστίζονταν άνθρωποι κάθε τάξης. Ο ζωγράφος Daniel Maclise, φίλος του Ντίκενς, έμελλε τρεις δεκαετίες μετά να ζωγραφίσει μια αντίστοιχη σκηνή από χριστουγεννιάτικο γεύμα, σε ένα γνωστό του έργο.

Ανήσυχοι εξάλλου από την εξάπλωση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, οι Συντηρητικοί επιθυμούσαν μια επιστροφή στις ρίζες· μια ανασύσταση του πνεύματος των παραδόσεων του «παλιού καλού καιρού», πριν τον εξαστισμό και τον ερχομό της βιομηχανίας. Επιστροφή στο παρελθόν σήμαινε γι’ αυτούς επιστροφή στην ομαλότητα· σταθερότητα σ’ έναν κόσμο που μεταμορφωνόταν με τρομακτικούς ρυθμούς. Αυτό ήταν τα Χριστούγεννα κατά την άποψή τους: μια καταφυγή στην ασφάλεια του παρελθόντος.

Μέχρι που έκανε την εμφάνισή του ο Κάρολος Ντίκενς…

Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Ντίκενς σε πίνακα του Dean Morrissey / A Christmas Carol by Dean Morrissey

Η “Χριστουγεννιάτικη Ιστορία” και η Μεταμόρφωση των Χριστουγέννων

Τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» [“A Christmas Carol”], γνωστά και ως “Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία”, γράφτηκαν το 1843. Σήμερα, μετά από σχεδόν 170 χρόνια, λογοτεχνικές μορφές όπως ο σπαγγοραμένος Εμπενίζερ Σκρουτζ, ο καλοκάγαθος υπάλληλος Μπομπ Κράτσιτ και ο μικρούλης, άρρωστος Τιμ, έχουν υπερβεί τα όρια της λογοτεχνικής φαντασίας και έχουν πλέον γίνει συνώνυμα της δημοφιλούς, μαζικής κουλτούρας. Ακόμα και αν δεν έχει διαβάσει κάποιος το διήγημα του Ντίκενς, σαφώς αναγνωρίζει τους πρωταγωνιστές του μέσα από τις αναρίθμητες διασκευές που έχουν γίνει – σε κινηματογράφο, θεατρικά, μιούζικαλ, σειρές, καρτούν και άλλα. Η νυχτερινή επίσκεψη από τα Τρία Φαντάσματα των Χριστουγέννων, το αγαθό Φάντασμα του Παρελθόντος, το επιβλητικό Φάντασμα του Παρόντος και το τρομακτικό Φάντασμα του Μέλλοντος έχουν χαραχτεί στις συνειδήσεις μας. Σχεδόν ακούμε ν’ αντηχεί τα βράδια ο ήχος απ’ τις αλυσίδες του Τζέικομπ Μάρλεϊ – του τσιγκούνη πρώην συναδέλφου του Σκρουτζ, πάνω στον οποίο κρέμονται τα βάρη από κλειδαριές και χρηματοκιβώτια.

Κλειδαμπαρωμένα όπως η καρδιά του.

Θυμάμαι μικρός να μαθαίνω πρώτη φορά την ιστορία του Ντίκενς μέσα από μια διασκευή κινουμένων σχεδίων – επρόκειτο για την τηλεοπτική διασκευή της Disney, και στο ρόλο του Εμπενίζερ Σκρουτζ δεν ήταν άλλος απ’ τον Σκρουτζ Μακ Ντακ – ο γνωστός πάπιος του Καρλ Μπαρκς είναι ένας ακόμα που οφείλει την ύπαρξή του στο αρχέτυπο λογοτεχνικό δημιούργημα του Ντίκενς. Η ιστορία είχε χαραχτεί στη μνήμη μου και με είχε εντυπωσιάσει για τους σκοτεινούς της τόνους – ασυνήθιστοι για ένα κινούμενο σχέδιο. Λίγο καιρό μετά είδα την πρώτη, από τις άφθονες κινηματογραφικές διασκευές του έργου, που έμελλε να δω: ήταν το μιούζικαλ “Scrooge” του 1970, με τον Albert Finney. Η ιστορία πλέον με είχε συνεπάρει. Το ταξίδι στο χρόνο απ’ τη μία και στις ομιχλώδεις, χιονισμένες αλέες του Λονδίνου απ’ την άλλη, είχε απορροφήσει τη φαντασία μου όσο καμία άλλη χριστουγεννιάτικη ιστορία.

Από τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Μίκυ / Scene from Mickey's Christmas Carol

Με το πέρασμα των χρόνων συνειδητοποίησα πως η μικρή αυτή ιστορία ήταν, απλά, η ωραιότερη χριστουγεννιάτικη ιστορία που γράφτηκε ποτέ. Δεν ήξερα τίποτα για την επιρροή που άσκησε, ούτε για την καθοριστική επίδρασή της σε εκείνο που σήμερα ονομάζουμε «Χριστούγεννα». Γνώριζα μόνο πως ήταν μια ιστορία μαγική. Τρομακτική σαν το βαθύτερο σκοτάδι και φωτεινή σαν το αγαθότερο φως – στο τέλος, λυτρωτική και συγκινητική όσο ελάχιστες.

Φαίνεται πως ο ίδιος ο Ντίκενς είχε επίγνωση πως είχε χτίσει κάτι ιδιαίτερο, κάτι ξεχωριστό. Σε ένα γράμμα προς ένα φίλο του περιέγραφε τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρισκόταν τις εβδομάδες που έγραφε το έργο: άλλοτε έκλαιγε, άλλοτε γελούσε, άλλοτε επιδιδόταν σε πολύωρους, ατελείωτους περιπάτους στα στενά του Λονδίνου, η καρδιά του χτυπώντας σαν το ταμπούρλο του μικρού Τυμπανιστή· προαισθανόταν πως είχε δημιουργήσει κατι που θα άφηνε εποχή.

Κι όμως, το έργο αυτό που έκανε τον κόσμο να πάλλεται στο ρυθμό της χριστουγεννιάτικης μαγείας του, χρωστά την ύπαρξή του στις οικονομικές ανάγκες του Ντίκενς. Έχοντας γνωρίσει μεγάλη δόξα σε πολύ νεαρή ηλικία (δεν είχε ακόμα κλείσει τα τριάντα) χάρη στην απήχηση των πρώιμων έργων του όπως ο «Όλιβερ Τουίστ» και ο «Νίκολας Νίκλεμπι», ο Ντίκενς έβλεπε σταδιακά τη φήμη του να φθίνει και τις ιδέες του να μην έχουν πια την ίδια απήχηση στον κόσμο. Το έργο του “Martin Chuzzlewit” δεν συγκίνησε το κοινό και η προοπτική μιας σημαντικής περικοπής των οικονομικών του ήταν πλέον πιθανή. Πανικόβλητος, ο Ντίκενς είχε σκεφτεί ως και να εγκαταλείψει το σπίτι του στο Λονδίνο και να μετακομίσει με την οικογένειά του στο εξωτερικό.

Τότε λοιπόν συνέλαβε την ιδέα της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας». Ή μήπως θα ήταν σωστότερο αν λέγαμε πως η Ιδέα τον επισκέφτηκε, όμοια με κάποιο απ’ τα Φαντάσματα την Παραμονή των Χριστουγέννων; Όποια και αν είναι η πραγματικότητα, ο Ντίκενς χάρη στην ιστορία αυτή έσωσε τον εαυτό του από την οικονομική καταστροφή. Και παράλληλα έσωσε, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, το ταλαίπωρο πνεύμα των Χριστουγέννων, που παρέπαιε σε μια ατελείωτη θάλασσα αδιαφορίας. Όχι και άσχημα, τι λέτε.

Η παιδική ηλικία του Ντίκενς και ο Εμπενίζερ Σκρουτζ

Ο νεαρός Κάρολος Ντίκενς σε πίνακα του Daniel Maclise / Young Charles Dickens by Daniel Maclise

“Ας πεθάνουν λοιπόν! Καλύτερα, καθώς έτσι θα μειωθεί ο παραπανίσιος πληθυσμός”… λέει με περιφρόνηση ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, αναφερόμενος στους φτωχούς και άπορους, στο ξεκίνημα του διηγήματος. Και εν συνεχεία πετάει την ξακουστή φράση του, την οποία είναι σωστό να αποδώσουμε στην αυθεντική της γλώσσα: “Bah! Humbug!”

Η φιγούρα του Εμπενίζερ Σκρουτζ στέκει ανάμεσα στις εμβληματικότερες που γέννησε η ιστορία της λογοτεχνίας. Η μεταμόρφωση του μισανθρώπου σε φιλάνθρωπο, του αδίστακτου κεφαλαιούχου σε στοργικό γεράκο, είναι ισάξια με τα ωραιότερα παραμύθια που γράφτηκαν ποτέ. Μα στον Ντίκενς τίποτα δεν είναι τυχαίο – όπως και σε κάθε δημιουργό όταν χτίζει μια ιστορία με τη φαντασία του. Η βαθιά αντιφατική μορφή του Σκρουτζ έχει τις ρίζες της στις εμπειρίες του μικρού Ντίκενς με τον πατέρα του και στην αμφιθυμική στάση απέναντί του.

Εν έτει 1824 ο δωδεκάχρονος Ντίκενς είχε δει τον πατέρα του να φυλακίζεται και είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σχολείο, να βάλει ενέχυρο όλα τα βιβλία του και να πιάσει δουλειά σε ένα εργοστάσιο, υπό τις χειρότερες εργασιακές συνθήκες. Έχοντας γνωρίσει την εξαθλίωση και την εκμετάλλευση από τα παιδικά του χρόνια, ο Ντίκενς προσέδωσε σε αυτό το θέμα κυρίαρχη θέση στα έργα του. Τα συναισθήματα που έτρεφε για τον πατέρα του ήταν απολύτως αντιφατικά· τον αγαπούσε και τον μισούσε ταυτόχρονα. Στη φαντασία του ο πατέρας του δέσποζε σαν εξουσιαστικός δυνάστης και σαν αγαθοποιός δύναμη. Σκληρόκαρδος απ’ τη μία, προστατευτικός από την άλλη, μια φιγούρα ανάμεσα στο καλό και στο κακό, το λογοτεχνικό ισοδύναμο της οποίας βρήκε την έκφρασή του στον χαρακτήρα του Εμπενίζερ Σκρουτζ. Δεν θα είχε υπάρξει ο Σκρουτζ αν δεν τον είχε ζήσει ο ίδιος ο Ντίκενς, μέσα από τα προσωπικά του βιώματα.

Σε αυτόν λοιπόν, τον σκληρόκαρδο Εμπενίζερ Σκρουτζ, που περιφρονητικά χωρίζει τους ανθρώπους σε κατηγορίες, σε ανώτερους και κατώτερους λόγω της κοινωνικής τους θέσης, φτάνοντας να θεωρεί μια μερίδα ανάμεσά τους «παραπανίσιο πληθυσμό», το Πνεύμα των Χριστουγέννων του Παρόντος τονίζει λέξη προς λέξη τα ακόλουθα:

“Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο Παραπανίσιος Πληθυσμός; Που βρίσκεται; Θα αποφασίσεις εσύ ποιοι άνθρωποι θα ζήσουν και ποιοι θα πεθάνουν; Ποιος ξέρει, πιθανό υπό το βλέμμα τ’ Ουρανού εσύ να είσαι περισσότερο άχρηστος και λιγότερο άξιος για να ζεις, σε σύγκριση με εκατομμύρια σαν το παιδί αυτού του φτωχού ανθρώπου. Ω, Θεέ! Να ακούς το Έντομο πάνω στο φύλλο να διακηρύττει πως τα φτωχά αδέρφια του στο χώμα ζουν παραπανίσια!”

Χριστούγεννα και Κοινωνική Συνείδηση

Φτώχεια στη βικτωριανή Αγγλία / Victorian England poverty

Η “Χριστουγεννιάτικη Ιστορία” δεν είχε ως στόχο να σώσει τα Χριστούγεννα ή να αναβιώσει τις μισοξεχασμένες παραδόσεις, όπως επιθυμούσαν οι συντηρητικοί της εποχής. Ο Ντίκενς δεν ενδιαφερόταν να περιγράψει την ιστορία της εσωτερικής μεταμόρφωσης ενός ανθρώπου που ενδεχομένως παραστράτησε. Ούτε στόχευε απλά στην εξύμνηση του οικογενειακού δείπνου και της θαλπωρής της μονιασμένης οικογένειας, συμβολικά παρουσιασμένη μέσα από τη μορφή του μικρού Τιμ – η φράση του οποίου “And God Bless Us, Everyone” έφτασε να γίνει σλόγκαν και να επισκιάσει το βαθύτερο περιεχόμενο του έργου.

Όπως τόσα έργα του Ντίκενς, έτσι και η “Χριστουγεννιάτικη Ιστορία” συνιστούν, πρωτίστως, μια γροθιά του συγγραφέα στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Ακόμα και αν ήταν πλουμισμένη με γκι, σταφίδες και κεράσια, ακόμα και αν αστραποβολούσε υπό τις αχτίδες της φωτιάς στο τζάκι, ακόμα και αν αντιλαλούσε το τραγούδι απ’ τα Κάλαντα και τον ήχο από χαρμόσυνες καμπάνες, η ιστορία του Ντίκενς παρέμενε μια γροθιά. Ένα μέσο να μιλήσει για την κοινωνική αδικία των καιρών. Ασφαλώς και επιθυμούσε να εξάρει τις αρετές της χριστιανικής αγάπης, του ζεστού σπιτικού και της δεμένης οικογένειας… μα όλα αυτά λειτουργούσαν ως αντιπαραβολή με την απάνθρωπη, συχνά, πραγματικότητα γύρω του. Μια πραγματικότητα παραδομένη στο χρήμα, την αδιαφορία και την εκμετάλλευση. Τότε… και τώρα.

Όχι, κύριοι. Το έργο του Ντίκενς δεν συνιστά διακοσμητικό γύρω απ’ το χριστουγεννιάτικό σας δέντρο. Δεν είναι απλά μια όμορφη ιστοριούλα για να λέτε γύρω από το τζάκι. Είναι αυτό – μα είναι και πολλά περισσότερα. Όλοι θυμούνται τα τρία Φαντάσματα και τον μικρό Τιμ και τα ξέχειλα φαγητά τραπέζια και τους χορούς… μα πόσοι, άραγε, θυμούνται την ακόλουθη σκηνή από την ιστορία;

“Ήταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Χλωμά, πενιχρά, κουρελιασμένα, βλοσυρά, αγριωπά. Εκεί που η κομψή νιότη όφειλε να είχε προσδώσει βάρος στα χαρακτηριστικά τους και να τα συμπληρώσει με τις ελαφρότερες των αποχρώσεων, ένα μπαγιάτικο, ζαρωμένο χέρι, όπως εκείνο της ηλικίας, τα είχε τσιμπήσει και παραμορφώσει και κόψει σε κουρέλια. Εκεί που άγγελοι θα μπορούσαν να κάθονται θρονιασμένοι, διάβολοι παραφύλαγαν και κοιτούσαν απειλητικά.

Καμία αλλαγή, καμιά εξαθλίωση, καμία διαστροφή της ανθρωπότητας, σε κανέναν βαθμό, μέσα απ’ όλα τα μυστήρια της υπέροχης ύπαρξης, δεν είχε να επιδείξει τέρατα τόσο φοβερά και τρομακτικά.

Ο Σκρουτζ έκανε πίσω, τρομαγμένος. […]

“Πνεύμα! Είναι δικά σου;”, είπε, μα δεν μπορούσε να πει άλλα.

“Είναι του Ανθρώπου”, απάντησε το Πνεύμα, κοιτάζοντάς τα. “Το αγόρι είναι η Άγνοια. Το κορίτσι είναι η Ανάγκη. Να προσέχεις και τα δύο και όλα σαν αυτά, μα πάνω απ’ όλα να προσέχεις το αγόρι, καθώς στο μέτωπό του πάνω βλέπω γραμμένο τον Όλεθρο, εκτός αν το γράψιμο σβηστεί. Αρνήσου το, λοιπόν!”, φώναξε το Πνεύμα, απλώνοντας το χέρι του προς την μεριά της πόλης. “Συκοφάντησε εκείνους που στο λένε! Παραδέξου το για τους διχαστικούς σκοπούς σου και κάνε το ακόμα χειρότερο. Και προετοιμάσου για το τέλος”.

Η Ανάγκη και η Άγνοια, από τη Χριστουγγενιάτικη Ιστορία του Ντίκενς / Want and Ignorance in A Christmas Carol

Η περιγραφή των δύο παιδιών – της Ανάγκης και της Άγνοιας απουσιάζει από τις περισσότερες διασκευές της ιστορίας του Ντίκενς. Μα δεν είναι μόνη – απουσιάζουν εξίσου σκηνές όπως η απεικόνιση των ανθρώπων που προσπαθούσαν να ζεσταθούν με φωτιές στους δρόμους… των μοναχικών ναυτικών που σαλπάρουν σε απόμακρες, φουρτουνιασμένες θάλασσες… των εργατών στα ορυχεία που δουλεύουν ασταμάτητα… μα και του πλήθους εκείνων που προσπαθούν να αρπάξουν και να πουλήσουν τα αντικείμενα του πεθαμένου, πλέον, Σκρουτζ (όπως ο ίδιος παρακολουθεί έντρομος στο μέλλον του), μπας και βγάλουν κανένα παραπάνω φράγκο.

Και αυτό ενώ οι αρουραίοι μασουλούν το άψυχο κορμί του.

Όλα αυτά συνιστούν μέρος της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας»… και δεν πρέπει να το λησμονούμε. Σκοπός του Ντίκενς ήταν η μεταμόρφωση της κοινωνίας – και ο μισοξεχασμένος, ως τότε, θεσμός των Χριστουγέννων, παραδομένος στη λήθη της βιομηχανικής εποχής, υπήρξε το ιδανικό εφαλτήριο για να οικοδομήσει το ριζοσπαστικό του μήνυμα. Κανένας άλλος συγγραφέας ως τότε δεν είχε συλλάβει στη σκέψη του τα Χριστούγεννα με αυτόν τον τρόπο. Η ιδέα και μόνο ενός πλούσιου κεφαλαιούχου όπως ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, να μεταμορφώνεται και να δειπνεί παρέα με την οικογένεια του φτωχού υπάλληλου του… στον οποίο μάλιστα χαρίζει απλόχερα αύξηση αποδοχών… και η ταύτιση αυτής της ιδέας με την παραδοσιακή γιορτή των Χριστουγέννων… Η ιδέα αυτή ήταν ικανή να προκαλέσει σκάνδαλο την εποχή εκείνη. Μια εποχή που όχι μόνο λόγος δεν γινόταν για «πνεύμα των Χριστουγέννων»… μα ο κόσμος δεν γιόρταζε καν, στην πλειοψηφία του, τα Χριστούγεννα.

Τα κοινωνικά μυνήματα θα παρέμεναν στο επίκεντρο του έργου του Ντίκενς καθ’ όλη τη συγγραφική του διαδρομή. Ας επαναλάβουμε: σκοπός του δεν ήταν κάποια μορφή υποκριτικής φιλανθρωπίας, στο όνομα της καλής συνείδησης. Μα η μεταμόρφωση της κοινωνίας, μέσα από τη μεταμόρφωση των ανθρώπων της. Μιας κοινωνίας που έμελλε να ζωγραφίσει με ακόμα μελανότερους τόνους σε μελλοντικά του έργα, όπως ο «Ζοφερός Οίκος», τα «Δύσκολα Χρόνια» και το (εν μέρει αυτοβιογραφικό) «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», ή σε μεταγενέστερες χριστουγεννιάτικες ιστορίες του όπως οι «Καμπάνες».

Η Επίσκεψη από το Φάντασμα του Μέλλοντος. Ένα απόσπασμα.

Ο Σκρουτζ και το φάντασμα των Χριστουγέννων του Μέλλοντος σε εικονογράφηση του John Leech, 1843 / The Ghost of Christmas Future, by John Leech, 1843

εικονογράφηση του John Leech, 1843

“Το Πνεύμα έστεκε ανάμεσα στους τάφους και έδειχνε τον Έναν. Ο Σκρουτζ πλησίασε τρέμοντας. Το Φάντασμα παρέμενε ίδιο και απαράλλαχτο, μα εκείνος έτρεμε διακρίνοντας κάποιο καινούργιο νόημα στην αγέλαστη μορφή του.

“Προτού πλησιάσω στην ταφόπλακα που μου υποδεικνύεις”, είπε ο Σκρουτζ, “απάντησε μου σε μια ερώτηση. Αυτές όλες είναι οι Σκιές των Πραγμάτων που Θα γίνουν, ή οι Σκιές των Πραγμάτων που Πιθανό να γίνουν μόνο;”

Ωστόσο το Φάντασμα συνέχιζε να δείχνει προς τον τάφο, δίπλα στον οποίο έστεκε. (…)

Ο Σκρουτζ πλησίασε τρεμάμενος – και ακολουθώντας την κατεύθυνση που έδειχνε το δάχτυλο, διάβασε πάνω στην πέτρα του παραμελημένου τάφου τ’ όνομα του: ΕΜΠΕΝΙΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ.

“Όχι Πνεύμα! Όχι, όχι!”

Το δάχτυλο παρέμενε εκεί.

“Πνεύμα!”, φώναξε σπαρακτικά ο Σκρουτζ, αγκιστρωμένος πάνω στον μανδύα του. “Άκουσε με! Δεν είμαι ο άνθρωπος που ήμουν! Δεν θα γίνω ο άνθρωπος που θα γινόμουν, αν δεν είχε υπάρξει αυτή η συναναστροφή! Γιατί να μου τα δείχνεις αυτά, αν δεν έχω πια ελπίδα;”

Για πρώτη φορά το χέρι φάνηκε να τρέμει.

“Καλό μου Πνεύμα”, συνέχισε, πεσμένος στο χώμα. “Η φύση σου παρεμβαίνει για μένα και με λυπάται. Βεβαίωσε με πως έχω ακόμα τη δυνατότητα να αλλάξω τις σκιές αυτές που μου έδειξες, με μια διαφορετική ζωή!”

Το ευγενικό χέρι έτρεμε.

“Θα τιμώ τα Χριστούγεννα με όλη μου την καρδιά και θα προσπαθώ να τα τηρώ όλο τον χρόνο. Θα ζω στο Παρελθόν, στο Παρόν και στο Μέλλον. Τα πνεύματα και των τριών θα αγωνίζονται μέσα μου. Δε θα διώξω πέρα τα μαθήματα που μου παρέχουν. Ω, πες μου πως μπορώ να σβήσω τα γράμματα πάνω σ’ αυτήν εδώ την πέτρα!”

Ο Σκρουτζ και το φάντασμα των Χριστουγέννων του Παρόντος σε εικονογράφηση του John Leech, 1843 / The Ghost of Christmas Present, by John Leech, 1843

εικονογράφηση του John Leech, 1843

«Ο άνθρωπος που εφηύρε τα Χριστούγεννα»;

Όχι, δεν εφηύρε ο Ντίκενς τα Χριστούγεννα. Μα η επιρροή του έργου του στα Χριστούγεννα όπως τα ζούμε και όπως τα γνωρίζουμε σήμερα υπήρξε καταλυτική. Χωρίς να συνιστά το πρώτο έργο με θέμα του τα Χριστούγεννα, τα «Κάλαντα» του Ντίκενς υπήρξαν η πρώτη ιστορία στην οποία παρουσιάζονται τα Χριστούγεννα σε ένα σύγχρονο, αστικό περιβάλλον. Κι αυτό σε μια εποχή που οι πόλεις έτειναν να τα ξεχάσουν, παραδομένες στο κυνήγι του κέρδους και της βιομηχανοποίησης. Οι ήρωες του είναι χαρακτήρες της σύγχρονης καθημερινότητας, όχι φιγούρες βγαλμένες από κάποιο λησμονημένο, εξωραϊσμένο παρελθόν. Βλέπουμε κεφαλαιούχους, εργοδότες, εργάτες, ναυτικούς, υπαλλήλους, οικογένειες που ζουν σε διαμερίσματα, απόβλητους των δρόμων και του περιθωρίου – όλοι ενταγμένοι στο ίδιο χριστουγεννιάτικο πλαίσιο.

Σε επίπεδο διαμόρφωσης εικόνων η επιρροή του έργου του Ντίκενς υπήρξε εξίσου καταλυτική. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως ένα μεγάλο μέρος από χριστουγεννιάτικες καρτ ποστάλ, σαν εκείνες που στολίζουμε τα σπίτια μας ή βλέπουμε στα καταστήματα, έλκουν τις ιδέες τους από τις εμπνεύσεις του Βρετανού συγγραφέα. Στο έργο του ο Ντίκενς παρουσιάζει μια πολιτεία παραδομένη στο κρύο, την ομίχλη και το χιόνι, με κατάφωτες όμως βιτρίνες ξέχειλες φρούτα και νόστιμους ξηρούς καρπούς· εσωτερικά σπιτιών διακοσμημένα με στολίδια και μοσχομυρισμένα μαγειρευτό φαγητό· ξέφρενα γλέντια και χορούς· οικογένειες μονιασμένες γύρω απ’ το τραπέζι, στο κέντρο του οποίου δεσπόζει η περίφημη βρετανική πουτίγκα· και ανθρώπους διατεθειμένους να προσφέρουν μια χείρα βοηθείας στον συνάνθρωπό τους.

Τίποτα απ’ αυτά δεν ήταν δεδομένο εν έτει 1843. Ούτε οι διακοσμήσεις· ούτε τα οικογενειακά φαγοπότια· ούτε οι πολύχρωμες βιτρίνες· ούτε τα γλυκίσματα· ούτε το κρύο και το χιόνι (δε χιόνιζε απαραίτητα στις βρετανικές πόλεις τα Χριστούγεννα)· ούτε η διάθεση κάποιας, μικρής έστω, αγαθοεργίας, λόγω ημερών.

Μα από το 1843 και έπειτα η μορφή των Χριστουγέννων άρχισε ν’ αλλάζει. Η επιτυχία του διηγήματος του Ντίκενς υπήρξε τόσο μεγάλη, που ο κόσμος άρχισε να μετατρέπει σε πραγματικότητα ό,τι είχε διαβάσει στις σελίδες του βιβλίου. Οι επόμενες δεκαετίες γνώρισαν μια σημαντική αναβίωση – ή πιο σωστά, αναδιαμόρφωση – των Χριστουγέννων στην Αγγλία, ενώ αρχέγονα ευρωπαϊκά έθιμα επανήλθαν στο προσκήνιο.

Όσο αφορά τον κεφάτο, γενειοφόρο γίγαντα που συμπαρασύρει τον Εμπενίζερ Σκρουτζ στους δρόμους και τα σπίτια του Λονδίνου; Λένε πως ο Ντίκενς εμπνεύστηκε τη μορφή του από την πατροπαράδοτη, βρετανική φιγούρα του “Father Christmas”… αντίστοιχη στον γερμανικό “Santa Klaus” και στον Άγιο Νικόλα της ιστορικής παράδοσης…

Μπορεί να τον ονόμασε “Φάντασμα των Χριστουγέννων του Παρόντος”… μα όλοι ξέρουμε πως το πραγματικό του όνομα είναι Άγιος Βασίλης.

Το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο σε μια παλιά εικονογράφηση / Vintage Christmas illustration

Τον καιρό που ο Dickens έγραφε τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» το Δέντρο δεν είχε καθιερωθεί ακόμα ως το κατεξοχήν στολίδι και σύμβολο των Εορτών – γι’ αυτό και δεν το συναντούμε πουθενά στο συγκεκριμένο διήγημα. Λίγα χρόνια μετά ωστόσο, εν έτει 1850, ο Ντίκενς έγραψε μια από τις πιο ιδιαίτερες ιστορίες του, τιτλοφορούμενη «Το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο», στην οποία περιγράφει το δέντρο ως «εκείνο το όμορφο γερμανικό παιχνίδι».

Ουσιαστικά το Δέντρο, ως έθιμο, έλκει την καταγωγή του από τις παραδόσεις της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης. Την ίδια εποχή που ο Ντίκενς παρέδιδε τα «Κάλαντα» κάποιο μέλος της αγγλικής βασιλικής οικογένειας λέγεται πως έφερε μαζί του ένα Δέντρο από τη Γερμανία – στολισμένο με κεριά, όπως συνηθιζόταν τότε. Σε λίγα μόνο χρόνια, κι ενώ η επιρροή του έργου του Ντίκενς εξαπλωνόταν, καθιερώθηκε και η διακόσμηση του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Κάποια στιγμή θα ερχόταν και στη χώρα μας…

Το «Χριστουγεννιάτικο Δέντρο» ανήκει στα πιο ταξιδιάρικα διηγήματα του Ντίκενς. Μικροσκοπικό σε έκταση, ολίγων μόνο σελίδων, συνιστά μια μαγική εξόρμηση στα βάθη της παιδικής ηλικίας, συμβολίζοντας όλους εκείνους τους αθέατους κόσμους που απλώνονται μπροστά στα μάτια μας κάθε φορά που αφηνόμαστε στη θέα του φωταγωγημένου δέντρου – αρκεί να διαθέτουμε το αναγκαίο όχημα για να τους επισκεφτούμε: τη φαντασία.

Κόσμοι ξέχειλοι παιχνίδια ζωντανεύουν μπρος στα έκπληκτα μάτια μας, στρατιωτάκια και άλογα και νεράιδες και νύμφες, κουκλόσπιτα και άμαξες, ξωτικά και δράκοι, τρομακτικές ιστορίες γύρω από το τζάκι και φιγούρες απ’ τις Χίλιες και Μια Νύχτες… Και τα φώτα στο δέντρο μοιάζουν με πυγολαμπίδες. Και τα κλαδιά του δέντρου απλώνονται πέρα ψηλά, πάνω από τα σύννεφα, όμοια με τη Φασολιά που σκαρφάλωσε ο Τζακ στο παραμύθι· και συ σκαρφαλώνεις μαζί του, ο προορισμός σου κάποιο θεόρατο κάστρο τ’ ουρανού, κατοικημένο από γίγαντες, ιππότες και θεσπέσιες καλλονές…

Μην υποτιμάτε τη δύναμη της φαντασίας, κύριοι. Η φαντασία ενός μόνο συγγραφέα ήταν αρκετή για να αναβιώσει το πνεύμα των Χριστουγέννων. Η φαντασία ορισμένων ποιητών, μια φορά κι έναν καιρό στα αρχαία χρόνια, δημιούργησε τη θρησκεία ενός ολόκληρου λαού – τότε, τον καιρό που τις θρησκείες δημιουργούσαν οι ποιητές, όχι οι προφήτες.

«Αθώοι και ευπρόσδεκτοι ας είναι πάντα, κάτω απ’ τα κλαδιά του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου, τα οποία ποτέ δε ρίχνουν ζοφερές σκιές».

Το δεύτερο χριστουγεννιάτικο διήγημα του Ντίκενς: Οι Καμπάνες

Οι Καμπάνες του Τσαρλς Ντίκενς σε μια παλιά έκδοση / The Chimes by Charles Dickens

“Ο Τόμπι ξεδίπλωσε την εφημερίδα από την τσέπη του. “Είναι γεμάτη παρατηρήσεις! Γεμάτη παρατηρήσεις! Θέλω να γνωρίζω και γω τα νέα, όπως κάθε άνθρωπος”, είπε σιγανά, διπλώνοντας τη πάλι και βάζοντας τη πίσω στην τσέπη, “μα σχεδόν πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα για μένα αν διαβάζω τώρα εφημερίδα. Με φοβίζει περίπου. Δε ξέρω που μπορεί να καταλήξουμε οι φτωχοί και μεις. Κάνε, Κύριε, ώστε να δούμε κάτι καλύτερο τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς! […]

Τίποτα, φαίνεται, δεν μπορούμε να κάνουμε σωστά, ούτε να βρούμε το δίκιο μας. Δεν έλαβα μεγάλη εκπαίδευση ο ίδιος όταν ήμουν μικρός και δεν μπορώ να καταλάβω αν έχουμε τελικά καμιά δουλειά στο πρόσωπο της γης, ή όχι. Κάποιες φορές νομίζω πως πρέπει να έχουμε – λιγάκι. Κάποιες άλλες όμως μου φαίνεται πως παρεμβαίνουμε, σαν καταπατητές. Μπερδεύομαι τόσο πολύ ώρες ώρες που δεν μπορώ αληθινά να καταλήξω αν υπάρχει ίχνος καλού μέσα μας, ή αν γεννιόμαστε κακοί. Φαίνεται να είμαστε απαίσια πλάσματα. Φαίνεται να προκαλούμε συνέχεια τον μπελά. Πάντα μας κατηγορούν και πάντα μας υπερασπίζονται. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο γεμίζουμε τα πρωτοσέλιδα. Ωραία παραμονή Πρωτοχρονιάς, μα την αλήθεια!”, είπε θρηνητικά ο Τόμπι. […] “Ίσως τελικά να μην έχουμε δικαίωμα στην Πρωτοχρονιά – ίσως να είμαστε όντως καταπατητές…”

“E, πατέρα! Πατέρα!”, ακούστηκε μια ευχάριστη φωνή.

Ο Τόμπι ταράχτηκε. Σταμάτησε. Και εστιάζοντας την προσοχή του, ήρθε σε επαφή με την ίδια του την κόρη, κοιτάζοντας κοντά στα μάτια της.

Φωτεινά μάτια ήταν αυτά. […] Μάτια αληθινά και όμορφα, που ακτινοβολούσαν ελπίδα. Ελπίδα νέα και φρέσκια. Ελπίδα φωτεινή και δραστήρια, παρά τα είκοσι χρόνια εργασίας και φτώχειας που είχαν αντικρίσει. Αυτά τα μάτια έγιναν φωνή και είπανε του Τόμπι:

“Νομίζω έχουμε και μεις κάποια δουλειά εδώ, στον κόσμο – κάποια λίγη!”

***

Ήταν ένα απόσπασμα από το διήγημα του Ντίκενς «Οι Καμπάνες» [“The Chimes”], του 1844. Επρόκειτο για το δεύτερο χριστουγεννιάτικο έργο του, γραμμένο ένα χρόνο μετά το “Christmas Carol”, στο οποίο και εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στα προβλήματα της εργατικής τάξης. Αν τα «Κάλαντα» εξελίσσονται τη μέρα πριν απ’ τα Χριστούγεννα, η πλοκή των «Καμπάνων» μας μεταφέρει μια εβδομάδα μετά – την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Και αν το πρώτο φέρνει σε επαφή τον πρωταγωνιστή του, Εμπενίζερ Σκρουτζ, με τέσσερα φαντάσματα, το δεύτερο φέρνει σε επαφή τον πρωταγωνιστή του, Τόμπι, με παράξενα τελώνια, που κρύβονται στις κορυφές ενός παλαιού κωδωνοστασίου… Τελώνια που χαρίζουν στον πρωταγωνιστή του έργου νεφελώδη οράματα μιας μέλλουσας ζωής, στην οποία ο ίδιος δεν υπάρχει πια.

Συγκριτικά με τα «Κάλαντα», η διάθεση στις «Καμπάνες» είναι σκοτεινότερη και η πολεμική που εξαπολύει ο Ντίκενς απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα των καιρών του ακόμα πιο σφοδρή. Κάποιες συντηρητικές εφημερίδες είχαν μάλιστα φτάσει να κατηγορήσουν τον Ντίκενς πως, με το διήγημά του αυτό, υποδαυλίζει τη σύγκρουση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Στα τέσσερα κεφάλαια της ιστορίας (τιτλοφορούμενα «τέταρτα», συμβολίζοντας το πέρασμα των δεικτών του ρολογιού – στα τέσσερα τέταρτα ο δείκτης περιστρέφεται μια φορά γύρω απ’ τον εαυτό του και οι καμπάνες χτυπούν) βλέπουμε να παρελαύνουν χαρακτήρες που συγκρούονται με το νομικό σύστημα και οδηγούνται στις φυλακές, γυναίκες που εξωθούνται στην πορνεία, άντρες που βρίσκουν παρηγοριά στο αλκοόλ, ενώ μια απ’ τις ηρωίδες αποφασίζει, πάνω στην απελπισία της, να αυτοκτονήσει.

Όλα αυτά συνιστούν μέρος των τρομακτικών οραμάτων που παρακολουθεί, έντρομος, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Μα στο τέλος οι καμπάνες αντηχούν ξανά και τα φοβερά όνειρα εξασθενίζουν σαν τοπίο στην ομίχλη… Και ο ήρωας συνειδητοποιεί πως έχει ακόμα χρόνο μπροστά του, για να αλλάξει την πραγματικότητα που ζει… και να αποκαταστήσει έτσι τη χαμένη πίστη του στον άνθρωπο.

Εικονογράφηση της Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας του Ντίκενς από τον Roberto Innocenti / A Christmas Carol illustration by Roberto Innocenti

Εικονογράφηση της Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας από τον Roberto Innocenti

Το τρίτο χριστουγεννιάτικο διήγημα του Ντίκενς: Ο Γρύλος στο Τζάκι

«Και τώρα, αγαπημένε μου σύζυγε, πάρε με πάλι πίσω στην καρδιά σου! Αυτό είναι το σπίτι μου· και μην σκεφτείς ποτέ ξανά να με στείλεις σε άλλο!»

Με το τρίτο από τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του, ο Ντίκενς έμελλε να επιστρέψει στο θερμό πλαίσιο της οικογενειακής θαλπωρής. Ο «Γρύλος στο Τζάκι» [“The Cricket On The Hearth”], γραμμένο το 1845, σημείωσε μεγάλη επιτυχία, και παραμένει το διασημότερο, μετά τα «Κάλαντα», χριστουγεννιάτικο έργο του.

Τα πάντα εδώ θυμίζουν κάποιο θεατρικό. Σχεδόν όλες οι σκηνές εξελίσσονται στο στενό πλαίσιο δυο σπιτιών και το επίκεντρο είναι οι ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των κατοίκων τους. Ένα αντρόγυνο μ’ ένα μικρό μωρό από τη μία, ένας πατέρας με την τυφλή του κόρη από την άλλη. Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ το αντρόγυνο δέχεται μια επίσκεψη από έναν λιγομίλητο, μυστηριώδη γέρο… και η ιστορία ξεκινά. Και αν στα «Κάλαντα» το μεταφυσικό στοιχείο εκπροσωπείται στα Φαντάσματα, αν στις «Καμπάνες» το ίδιο στοιχείο φανερώνεται στα ζωηρά τελώνια του καμπαναριού, εδώ αποκαλύπτεται με τη μορφή ενός γρύλου στο τζάκι. Ενός γρύλου που συμβολίζει την αιώνια Εστία: φωτιά, ζεστασιά και σπιτικό μαζί· η αγάπη που αναβλύζει στις ξέχειλες καρδιές, όμοια με φωτιά. Η αγάπη που μπορεί να υπερβεί κάθε εμπόδιο.

Ο Ντίκενς εγκαταλείπει παροδικά την κοινωνική κριτική. Όλα στο συγκεκριμένο διήγημα σχετίζονται με τις ανθρώπινες σχέσεις: αγάπη, πίστη, φιλία, φιλοξενία, προδοσία, απάτη, μοναξιά. Δεν απουσιάζει εξάλλου εκείνο το τόσο χαρακτηριστικό στοιχείο της «ντικενσιανής αποκάλυψης», σύμφωνα με το οποίο τα πρόσωπα του έργου δεν είναι απαραίτητα αυτό που φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Ήταν κάτι που θα βλέπαμε να επαναλαμβάνεται σε πλήθος άλλων έργων του συγγραφέα.

Μια μερίδα κόσμου θεώρησε τον «Γρύλο στο Τζάκι» υπερβολικά συναισθηματικό – η πλειοψηφία όμως αγάπησε τους χαρακτήρες του βιβλίου και δέθηκε μαζί τους. Το αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη επιτυχία που σημείωσε το διήγημα και το πλήθος θεατρικών μεταφορών του – έφτασαν να ξεπεράσουν μάλιστα εκείνες των «Καλάντων»!

Προσωπικά θεωρώ πως η ιστορία αυτή ανήκει στις πλέον συναισθηματικές και τρυφερές του συγγραφέα. Είναι εξάλλου εκείνη που διαθέτει το ομορφότερο, κατά τη γνώμη μου, τέλος. Ένα τέλος που μοιάζει με τη φωτιά που σιγοκαίει στο τζάκι… ξέρεις πως κάποια στιγμή θα σβήσει, μα αυτό καθιστά ακόμα γλυκύτερη τη λάμψη της.

Εικονογράφηση για τον Γρύλο στο Τζάκι του Καρόλου Ντίκενς / Cricket on the Hearth illustration

Εικονογράφηση για τον Γρύλο στο Τζάκι

Ντίκενς και Χριστούγεννα

Ο Ντίκενς έμελλε να γράψει αρκετές ακόμα χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Αυτές που αναφέραμε ωστόσο παραμένουν οι ωραιότερές του. Οι ζοφερές «Καμπάνες»… το τρυφερό «Γρύλος στο Τζάκι»… το παραμυθένιο «Χριστουγεννιάτικο Δέντρο»… και φυσικά τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» – η γνωστότερη και διασημότερη χριστουγεννιάτικη ιστορία που γράφτηκε ποτέ.

Και τα χρόνια πέρασαν. Και ο Ντίκενς ωρίμασε μέσα απ’ τα γραπτά του. Και αν κάποια στιγμή κουράστηκε να γράφει κατά παραγγελία ιστορίες για τα Χριστούγεννα, δεν εγκατέλειψε ποτέ το πνεύμα που τον ώθησε να καταπιαστεί, πρώτη φορά, με αυτά. Ο κόσμος είχε πια αλλάξει – τα Χριστούγεννα πλέον γιορτάζονταν παντού και είχαν περάσει πλέον στην εποχή της εμπορευματοποίησης. Μα οι σπίθες που πρώτος πέταξε ο Ντίκενς είχαν πια εξαπλωθεί. Τα Χριστούγεννα θα διατηρούσαν, έστω καταχωνιασμένο στα βάθη κάποιας ιστορίας, λίγη απ’ τη φλόγα που τους προσέδωσε. Πέρα απ’ τις ταινίες, τα τραγούδια, τις διακοσμήσεις, τις γιορτές και τα πακέτα. Πέρα απ’ το παραμύθι και πίσω απ’ το εμπόριο… Μια διάθεση αλλαγής, μια θέληση να αλλάξει ο κόσμος – να μεταμορφωθεί σε κάτι καλύτερο, γνησιότερο, ευγενικό. Δίκαιο.

Το δίκαιο που λάμπει σαν αστέρι στην κορφή κάποιου δέντρου. Η αγάπη που ακτινοβολεί μες στις καρδιές. Αυτά είναι τα Χριστούγεννα του Καρόλου Ντίκενς.

Χριστούγεννα βικτωριανής εποχής σε εικονογράφηση του Charles Edmund Brock / Victorian Christmas illustration by Charles Edmund Brock

εικονογράφηση του Charles Edmund Brock

Επίλογος

…Και ο Σκρουτζ έγινε άλλος άνθρωπος. Και ξημέρωσε 25η του Δεκέμβρη.

Ο Σκρουτζ ταξίδεψε σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Ο τρόμος που ένιωσε ωστόσο δεν ήταν υπερφυσικός – δε φοβήθηκε πως έχανε τον παράδεισο ή τη χάρη κάποιου θείου πνεύματος. Όχι – το νόημα της Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας του Καρόλου Ντίκενς είναι βαθιά ανθρώπινο και, παρά τις υπερφυσικές του διαστάσεις, ουσιαστικά πατάει με τα δυο πόδια του στη γη.

Ήταν η αγάπη των ανθρώπων εκείνο που ο Σκρουτζ διαπίστωνε πως έχανε. Οι άνθρωποι που όχι μόνο δεν αισθάνονταν θλίψη με το θάνατό του, μα έβρισκαν αφορμή για πανηγύρια. Χρειάστηκε να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια πόσο αχρείαστος ήταν, πόσο ασήμαντος, πόσο βλαβερός – όλα στα μάτια των συνανθρώπων του, όπως τον είχαν ζήσει μέσα από τις πράξεις του.

Γιατί στο τέλος εκείνο μόνο έχει σημασία – οι πράξεις και η σημασία τους για τους ανθρώπους γύρω μας.

Γι’ αυτό και το έργο αυτό του Ντίκενς αγγίζει τον πυρήνα εκείνου που θα έπρεπε να είναι τα Χριστούγεννα. Μια αφορμή να θυμηθούμε πως είμαστε όλοι μικροί και θνητοί – μα γινόμαστε μεγάλοι μέσα από τις πράξεις και την ανθρωπιά μας.

© Παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι, Δεκέμβρης 15-18. Παρακαλώ να μην αντιγραφεί και αναδημοσιευτεί το αφιέρωμα σε άλλες ιστοσελίδες.

Ο Σκρουτζ, ο Tiny Tim και η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Ντίκενς σε κλασική εικονογράφηση

Tags: , , , , , , ,

16 Responses

  1. Pippi says:

    Τι όμορφη ανάρτηση, κουνελάκι! Και, για άλλη μια φορά ακόμα, πόσα πράγματα αγνοούσα!
    Να είσαι πάντα καλά και να έχεις πολύ όμορφες γιορτές, με υγεία και άφθονη δημιουργικότητα! Και, εννοείται, ποτέ να μην στερέψει το κελάρι σου από καροτόκρασο.
    Πολλά φιλιά

  2. Giannis Pit says:

    "Κούνελε" για μια ακόμα φορά, βαθύτατη υπόκλιση στο έργο σου. Διάβασα το θέμα σου φωναχτά σε όλη την οικογένεια. Ήταν μια εξαίρετη εμπειρία αυτή η δουλειά σου. Και τούτο γιατί λειτουργεί σαν δάδα.
    Καλά Χριστούγεννα φίλε με όλες μου τις ευχές.

  3. Πολύ τρυφερή και βαθιά συναισθηματική ή αφήγηση σου. Έμαθα πολλά για τον Ντίκενς και τα Χριστούγεννα. Καλες γιορτές με υγεια και ευτυχία.

  4. Gio says:

    Πολύ καλό ποστ φονικό κουνέλι μας!! Και εγώ δεν γνώριζα όλα αυτά. Πάντα μαθαίνω κάτι καινούριο εδώ σ' εσένα, κάνεις όλο τον κόπο εσύ και εμείς τα βρίσκουμε έτοιμα για ανάγνωση στα πολυ ωραία δομημένα άρθρα σου. Είμαι σίγουρη πως το ευχαριστιεσαι πολύ αυτό που κάνεις εξου και η επιτυχία σου. Εύγε ξανα! Σου εύχομαι Καλά Χριστούγεννα! 🙂 Γιώτα

  5. Gio says:

    Κάτι που ξέχασα να σου προτείνω, έτσι για τώρα ταιριάζει, τα χριστουγεννιατικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη- αγαπημένος και αυτός –

    • Την ίδια ακριβώς πρόταση μου έκαναν και στη σελίδα του Φονικού Κουνελιού στο Facebook! Φαίνεται πρέπει να τη λάβω σοβαρά υπόψη μου… 🙂 Πέραν αυτού, σε ευχαριστώ για τα σχόλια, Γιώτα. Χάρηκα που μοιράστηκα μαζί σου λίγο από αυτό το τόσο ιδιαίτερο, χριστουγεννιάτικο πνεύμα του Καρόλου Ντίκενς… Χαιρετώ!

  6. Γλαύκη says:

    Πολύ αγαπημένος μου!
    Βαθιά ανθρώπινος με απόλυτη συνείδηση των κοινωνικών συνθηκών της εποχής του! Προέβαλλε την ουσία κι αυτό ήταν φυσικό να μην αρέσει στην υποκριτική και σκληρά συμφεροντολογική κοινωνία του!
    Να είσαι καλά και να μοιράζεσαι πάντα την αγάπη σου για τη γνώση με όσους θέλουν να μάθουν…!
    Χρόνια Πολλά!
    Να έχεις στην αγκαλιά και την ψυχή σου ό,τι ποθείς πολύ!

    υ.γ.
    Το έχω παρουσιάσει από την πρώτη μέρα στο μπλογκ μου, πριν προλάβω να σχολιάσω εδώ, διότι ο χρόνος μου ήταν περιορισμένος!

    • Να ξέρεις, αγαπητή μου Γλαύκη, εμένα μου αρκεί που ανήκεις στο εκλεκτό αναγνωστικό κοινό μου! Και φυσικά θεωρώ αυτονόητο πως χρειάζεται να μοιραστείς τα έργα του Ντίκενς με τους μαθητές σου… να τους μυήσεις στον ιδιαίτερο, κοινωνικά ευαισθητοποιημένο, κόσμο του… τον κόσμο όχι μόνο του Εμπενίζερ Σκρουτζ, μα και του Όλιβερ Τουίστ, του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, του μικρού Πιπ απ' τις "Μεγάλες Προσδοκίες"…

      Καλό υπόλοιπο γιορτών να έχεις και αν δεν μιλήσουμε ξανά ως τότε, εύχομαι να σε βρει χαρούμενη ο νέος χρόνος!

  7. Βασω says:

    καθε χρονο τα χριστουγεννιατικα αφιερωματα σου ειναι τοσο ωραια κουνελε! ακομα και τωρα που περασαν οι γιορτες ειναι απολαυση να διαβαζω αυτο το αρθρο!
    ξερω ποσο πολυ σου αρεσουν τα χριστουγεννα, ελπιζω να περασες ωραια! 🙂

    • Όπως έχεις καταλάβει, Γάτα, Χριστούγεννα για μένα πλέον δίχως κάποιο σχετικό αφιέρωμα στην Κουνελοχώρα δε νοούνται… Μπορώ να πω πως το παρόν αφιέρωμα στον Ντίκενς το χάρηκα όσο λίγα. Και συνέβαλε κι αυτό με τη σειρά του στο να απολαύσω τις γιορτές λίγο παραπάνω…

      Χαιρετισμοί!

  8. Τον αγαπώ τον Ντίκενς γιατί είναι ο πιο δυνατός μάρτυρας της στυγερότητας του καπιταλισμού. Ζωντανή σπαρταριστή ιστορία του σύγχρονου "πολιτισμού"

    • Πραγματικά λίγοι βρετανοί λογοτέχνες τον 19ο αιώνα εξέθεσαν με τόση ζωντάνια τα κοινωνικά ζητήματα των καιρών, όσο ο Ντίκενς. Τα βιβλία του είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στην πραγματικότητα του κόσμου.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *