Αντίδοτο στον φόβο. Το Δεκαήμερο του Βοκάκιου

Enter the rabbit's lair...

Ένα αφιέρωμα στο Δεκαήμερο του Βοκάκιου... κόντρα στον γενικευμένο φόβο των καιρών. Παρουσίαση από το Φονικό Κουνέλι

Μια αληθινή ιστορία θα σας πω, βγαλμένη από το μεγάλο χρονικό της λογοτεχνίας. Για άλλη μια φορά.

Πάμε αρκετούς αιώνες πίσω. Στα σκληρά χρόνια του Μεσαίωνα, κάπου στα μισά του 14ου αιώνα, τον καιρό που η Πανούκλα – γνωστή και ως «Μαύρος Θάνατος» – θέριζε τον μισό πληθυσμό της Ευρώπης. Τον καιρό εκείνο, ένας ιταλός συγγραφέας που είχε ζήσει από κοντά την εξάπλωση της φρίκης, αποφάσισε να γράψει γι’ αυτήν στο νεότερο έργο του. Βρισκόμαστε στο έτος 1348.

Στο ξεκίνημα του βιβλίου ο συγγραφέας περιγράφει με ανατριχιαστικό τρόπο την σπορά του θανάτου. Διαβάζουμε με τρόμο για τα εκατοντάδες πτώματα που σκόρπιζαν στους δρόμους, βουτηγμένα στη λάσπη• για τους κατοίκους που δεν έβγαιναν από τα σπίτια τους από φόβο μην κολλήσουν• για τις σιχαμερές μυρωδιές που εξαπλώνονταν σε κάθε στενό, κάθε συνοικία• για εκείνους που καλούσαν φίλους και γλεντούσαν, κλειδαμπαρωμένοι, γνωρίζοντας πως ίσως ζουν τις τελευταίες μέρες τους• για όσους δεν είχαν πλέον χώρο για να θάψουν τους συγγενείς, που σαν τα ζώα ψοφούσαν μες στα πόδια τους• για τα νεκρά κορμιά που πετούσαν απ’ τα σπίτια, σα νά ‘ταν σκουπίδια• για φίλους που εγκατέλειπαν φίλους• γονείς που εγκατέλειπαν παιδιά.

Ήξεραν πως ο ένας στους δύο είναι χαμένος.

Από τα εισαγωγικά λόγια μου θα έλεγε κάποιος πως θέλω να σας αφηγηθώ μια τρομακτική ιστορία. Μα δεν είναι αυτός ο σκοπός μου – ούτε ήταν ο σκοπός του συγγραφέα, όταν ξεκίνησε (απολογούμενος μάλιστα στους αναγνώστες), στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του, να περιγράφει το πλαίσιο της φρίκης.

Σκηνές από την Πανούκλα του Μεσαίωνα / Black Death in the Middle Ages

Ο Θρίαμβος του Θανάτου, έργο του Πίτερ Μπρέγκελ του πρεσβύτερου / Pieter Bruegel the Elder -The Triumph of Death painting (1562)

Ο Θρίαμβος του Θανάτου, του Πίτερ Μπρέγκελ του πρεσβύτερου / Pieter Bruegel the Elder -The Triumph of Death (1562)

Γιατί το τρομακτικό εκείνο πλαίσιο έγινε αφορμή (στο βιβλίο) για μια παρέα νεαρών (αντρών και γυναικών) να σχηματίσουν μια συντροφιά μεταξύ τους και να καταφύγουν, για λίγες μέρες, μακριά, στην εξοχή. Σκοπός τους ήταν να κάνουν οτιδήποτε περνούσε από το χέρι τους, προκειμένου να περάσουν όμορφα. Μέσα στον γενικευμένο φόβο, να απολαύσουν τη ζωή. Και έτσι έκαναν: σε καταπράσινες χλόες, πλάι σε κελαρυστά σιντριβάνια, χόρευαν, τραγουδούσαν, έπαιζαν μουσική, έπαιζαν παιχνίδια, έτρωγαν και έπιναν και φλέρταραν.

Και αφηγούνταν ιστορίες, ο ένας στον άλλο. Κάθε μέρα της παραμονής τους έλεγαν ιστορίες, ξέχειλες περιπέτεια, έρωτα και χαρούμενη τρέλα. Συνολικά έμειναν δέκα μέρες. Δέκα μέρες γεμάτες ιστορίες.

Ο συγγραφέας ήταν ο Βοκάκιος [Giovanni Boccaccio]. Και το βιβλίο είναι το «Δεκαήμερο». Ένα έργο ξέχειλο ζωή και έρωτα – γραμμένο στη σκοτεινότερη περίοδο της ιστορίας. Ένα έργο που έσκισε στα δύο το σκοτάδι του Μεσαίωνα – και δες τι φως ανέβλυσε από μέσα του! Πέταξε στα σκουπίδια την απονεκρωμένη ηθική της εποχής, ύμνησε τις ηδονές του σώματος, αποθέωσε τη φύση και σαν άλλος θεός Παν έσυρε τα λάγνα τραγοπόδαρά του στον πιο ηδονικό χορό, παρασέρνοντας μαζί του κάθε νύμφη του δάσους.

Και στις ιστορίες αυτές, για πρώτη φορά στα χρόνια εκείνα, ακούστηκε το ρητό «Κάνετε έρωτα, όχι πόλεμο». Και νεαρά ζευγάρια όπως εκείνο της φωτογραφίας με την οποία ανοίγω το κείμενο – παρμένη από την κινηματογραφική διασκευή του Παζολίνι – έκαναν αυτό ακριβώς: έρωτα. Γυμνά, φυσικά, δίχως ντροπή. Έτσι γυμνούς και όμορφους θέλω και εγώ να τους τοποθετήσω στην κορυφή της ανάρτησής μου.

Γυμνούς καταμεσής του φόβου και της αρρώστιας.

Giovanni Boccaccio, The Decameron, book cover

Έχουμε πολλά να διδαχτούμε, κύριοι. Έχουμε πολλά να μάθουμε. Και αν τα λόγια μου κάτι σας θυμίζουν – να ξέρετε, τα έχω ξαναπεί. Η κοινωνία μας νοσεί και γι’ αυτό δεν χωράει αμφιβολία – μα η νόσος της είναι πρώτα ψυχολογική, μετά σωματική. Οι άνθρωποι νοσούν, κλειδαμπαρωμένοι στα μικροσκοπικά κελιά τους, περιχαρακωμένοι στις ατομικιστικές τους φυλακές. Νοσούν διότι βλέπουν παντού σκιές να τρεμοπαίζουν γύρω τους – σκιές της πανταχού παρούσας αόρατης απειλής. Νοσούν διότι αναπαράγουν τον φόβο, λησμονώντας πως ο φόβος συνιστά το μεγαλύτερο μικρόβιο, τον πιο τρομακτικό απ’ όλους τους ιούς.

Νοσούν διότι θυμούνται πως ζουν σε μια «κοινωνία» μόνο τις στιγμές εκείνες που καλούνται να κρυφτούν από αυτήν. Λες και δεν κρυβόμαστε ήδη αρκετά. Λες και δεν έχουμε απομονωθεί ο ένας απ’ τον άλλο ήδη αρκετά. Λες και δεν αντιμετωπίζουμε με μόνιμη καχυποψία ο ένας τον άλλο ήδη αρκετά. Λες και δεν σιχαινόμαστε ο ένας τον άλλο ήδη αρκετά.

Δεν απαρνούμαι την προσωπική ευθύνη, αγαπητοί μου. Δεν κλείνω τα μάτια στην πραγματικότητα. Αν εξαπλώνεται κάποιος ιός, οφείλουμε να δείξουμε προσοχή και υπευθυνότητα. Μα γνωρίζω πως ευθύνη σημαίνει λογική – όχι διασπορά φόβου. Δεν δέχομαι κανένα κράτος και κανένα τρομολάγνο Μέσο Ενημέρωσης να παίξει με την ψυχοσύνθεσή μου. Θα πάρω τα μέτρα μου, μα να ξέρετε – η ψυχή μου δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Και σίγουρα όχι δική σας, κύριοι. Δεν θα φοβηθώ επειδή μου λέτε να φοβηθώ.

Και ας επανέλθω στον Βοκάκιο και στα διδάγματά του. Το «Δεκαήμερο» χάραξε μια τομή στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όχι μόνο λόγω του απολαυστικού περιεχομένου του, μα και λόγω της ψυχολογικής σημασίας του. Σκεφτείτε: γράφτηκε όχι μόνο κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα, μα και κατά τη διάρκεια της φοβερότερης πανδημίας που έπληξε ποτέ την ανθρωπότητα. Μια πανδημία που εξόντωσε τον μισό πληθυσμό της Ευρώπης. Σκεφτείτε ο ίδιος ο Βοκάκιος να μην είχε πιάσει ποτέ την πένα και να έτρεμε ζαρωμένος στη γωνιά του.

Μα έγραψε. Και το έργο δεν μετέδωσε κατήφεια, ούτε πανικό. Το αντίθετο: αποκάλυψε έναν άγνωστο κόσμο που δεν είχε ακόμα δει το φως. Έναν κόσμο χαράς, ερωτισμού και τέχνης. Έναν κόσμο που προανήγγειλε τον ερχομό της Αναγέννησης, εκατό χρόνια μετά. Εκεί που άλλοι έσπειραν τρόμο, εκείνο φύτεψε σπόρους.

Και το περιεχόμενό του θα παραμένει πάντα ένα αντίδοτο απέναντι σε κάθε φόβο, κάθε θλίψη, κάθε πουριτανισμό, κάθε ψευδοηθική, κάθε διασπορά φόβου και μαυρίλας.

Οι σκελετοί που χορεύουν χαρούμενοι μας υπενθυμίζουν, με ελαφρύ σαρκασμό, την αναμφίβολη θνητότητά μας. Όχι για να μας τρομοκρατήσουν – μα για να μας υπενθυμίσουν πως η ζωή είναι ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ – και οφείλουμε να τηρήσουμε το χρέος μας απέναντί της. Αν μια κοινωνία τρέμει την αρρώστια είναι διότι απαρνείται τον θάνατο – διότι επιθυμεί να λησμονήσει τη θνητότητά της. Μα το αντίδοτο της καταστροφής δεν είναι η καταστροφή, ούτε ο γενικευμένος τρόμος, ούτε η αέναη λησμονιά – μα η δημιουργία, η τέχνη… και πάνω απ’ όλα, η ίδια η ζωή.

Ο Χορός του Θανάτου, γκραβούρα του Michael Wolgemut / Michael Wolgemut, Dance of Death, 1493.jpg

Ο Χορός του Θανάτου, γκραβούρα του Michael Wolgemut / Michael Wolgemut, Dance of Death, 1493.jpg

Ο Χορός του Θανάτου, μεσαιωνική γκραβούρα / Dance of Death, medieval gravure

Ο Καλός Διαβολάκος. Μια ιστορία από το «Δεκαήμερο»

Ας μιμηθούμε τώρα τη χαρούμενη εκείνη συντροφιά του «Δεκαήμερου» – και ας αφηγηθούμε μία από τις ιστορίες του, όπως την κατέγραψε ο Βοκάκιος. Η ιστορία ανήκει στις πλέον κεφάτες και ερωτικές του έργου. Το όνομά της: «ο Καλός Διαβολάκος».

«Ο Διονέος, που άκουσε με προσοχή την αφήγηση της βασίλισσας, σαν είδε πως εκείνη είχε τελειώσει και πως αυτός μονάχα έμενε να μιλήσει, δίχως να περιμένει την προσταγή της, άρχισε να λέει χαμογελώντας:

Χαριτωμένες μου κυρίες, ίσως να μην έχετε ποτέ ακούσει πως βάζουν το διάβολο στην Κόλαση. Θα σας το πω. δίχως να ξεμακρύνω πολύ από την αρχή που ακολουθήσατε ίσαμε τώρα σχετικά με το συμπέρασμα της κάθε ιστορίας σας. Ίσως η σωτηρία της ψυχής σας να εξαρτάται από τούτη τη διδαχή. Πάντως, θα μάθετε πως αν ο Έρωτας προτιμάει να συχνάζει στα πλούσια παλάτια και στα επιχρυσωμένα φατνώματα, παρά στις καλύβες, δεν αποστρέφεται κάποιες φορές να κάνει αισθητό το κεντρί του μες στις πυκνούρες και τα δάση, στα κακοτράχαλα βουνά και στις ερημικές σπηλιές. Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε πως όλα είναι υποταγμένα στους νόμους του.

Αλλά ας έρθουμε στα γεγονότα. Λοιπόν, ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος στην Κάψα — στην Μπαρμπαριά — είχε, ανάμεσα στα άλλα του παιδιά, μια κόρη όμορφη και χαριτωμένη, την Αλιμπέχ, που δεν ήταν χριστιανή. Πολλοί χριστιανοί κατοικούσαν στην ίδια πόλη, και μια μέρα που εγκωμίαζαν μπροστά της τη χριστιανική θρησκεία και την υπηρεσία του Θεού, η Αλιμπέχ ρώτησε έναν από δαύτους με ποιον τρόπο μπορεί κανείς να υπηρετήσει το Θεό ανεμπόδιστα. Της αποκρίθηκαν πως οι καλύτεροι υπηρέτες του Θεού ήταν αυτοί που έφευγαν μακριά από τον κόσμο, και ιδιαίτερα αυτοί που αποσύρονταν στις μοναξιές και τους ερημότοπους της Θηβαΐδος.

Η κοπελίτσα, απλοϊκή, κάπου δεκατεσσάρων χρονών, το κατοπινό πρωί, δίχως να πει τίποτα σε κανέναν, σπρωγμένη από παιδιάστικο καπρίτσιο κι όχι από ώριμη σκέψη, ξεκίνησε κρυφά και πήρε ολομόναχη το δρόμο για τη Θηβαΐδα. Αφού πέρασε πολλές κακουχίες και υπέφερε από πείνα κι από δίψα, έφτασε ύστερα από μερικές μέρες σ’ εκείνες τις ερημιές. Ξεχώρισε από μακριά μια καλύβα, πήγε κατά κει και βρήκε στην πόρτα έναν άγιο άνθρωπο, που έμεινε κατάπληκτος σαν την είδε, και τη ρώτησε τι γύρευε σ’ εκείνα τα μέρη. Η Αλιμπέχ αποκρίθηκε πως, εμπνευσμένη απ’ το Θεό, ήρθε γυρεύοντας να μπει στην υπηρεσία Του, κι ακόμα, να βρει κάποιον που να της μάθει τον τρόπο να υπηρετήσει το Θεό. Ο καλός άνθρωπος, βλέποντάς την τόσο νέα και όμορφη, φοβήθηκε πως αν την κρατούσε κοντά του, θα ‘πεφτε στα βρόχια του Σατανά. Την παίνεσε λοιπόν για τις καλές της προθέσεις, της έδωσε να πιει νερό, της έδωσε να φάει μια χούφτα χορταρόριζες, βατόμουρα και χουρμάδες, και ύστερα της είπε:
«Κόρη μου, όχι μακριά από δω, είναι ένας άγιος άνθρωπος, πολύ πιο άξιος από μένα για να σου μάθει αυτό που ζητάς. Πήγαινε να τον βρεις».

Και της έδειξε ποιο δρόμο ν’ ακολουθήσει.

Πίνακας για το Δεκαήμερο του Βοκάκιο από τον Franz Xaver Winterhalter / Franz Xaver Winterhalter, Decameron

Πίνακας για το Δεκαήμερο του Βοκάκιο από τον Franz Xaver Winterhalter

Σαν έφτασε η Αλιμπέχ κοντά στον άγιο άνθρωπο, πήρε κι απ’ αυτόν την ίδια απάντηση.

Συνέχισε το δρόμο της κι έφτασε τέλος στην καλύβα ενός νεαρού ερημίτη, καλόκαρδου και ζηλωτή της θρησκείας, που τον έλεγαν Ρουστίκο, κι επανέλαβε και σ’ αυτόν ό, τι είχε πει στους άλλους. Ο Ρουστίκο, θέλοντας να υποβάλει τη σταθερότητά του σε αποφασιστική δοκιμασία, δεν την έδιωξε όπως οι άλλοι. Την κράτησε στο κελί του, και σαν νύχτωσε, της ετοίμασε ένα στρώμα από φύλλα φοινικιάς και της είπε να πλαγιάσει. Τότε οι πειρασμοί δεν άργησαν να επιτεθούν κατά της αρετής του. Ο Ρουστίκο, ξεγελασμένος από τις ελπίδες που βάσιζε στον εαυτό του, και μη θέλοντας να βασανίζεται από επιθέσεις που δεν είχαν τελειωμό, ομολόγησε την ήττα του. Άρχισε να παραμερίζει κάθε σκέψη ηθικής, κάθε ιδέα προσευχής ή πειθαρχίας στους ιερούς κανόνες, δεν είχε πια στο νου του άλλο από τούτη την κοπελίτσα, από τα νιάτα της κι από την ομορφιά της, και παίδευε το μυαλό του για να βρει ποια στάση έπρεπε να κρατήσει, ώστε να μην πάρει είδηση εκείνη τη λαχτάρα του και τις ακόλαστες προθέσεις του. Από ορισμένες ερωτήσεις που της έκανε, κατάλαβε πως δεν είχε γνωρίσει ακόμη άντρα και πως η απλοϊκότητά της δεν ήταν προσποιητή. Έκρινε λοιπόν πως έπρεπε να την υποτάξει στην επιθυμία του με το πρόσχημα πως υπηρετούσε το Θεό. Πρώτα την κατήχησε με άφθονη πολυλογία πως ο διάβολος είναι ο εχθρός του Θεού, κι ύστερα της έδωσε να καταλάβει πως δεν υπάρχει υπηρεσία πιο ευχάριστη στο Θεό από το να βάζει κανείς το διάβολο στην Κόλαση, εκεί δηλαδή όπου τον είχε καταδικάσει ο Θεός. Η κοπελίτσα τον ρώτησε με ποιον τρόπο μπορεί να γίνει αυτό.

«Θα το δεις αμέσως» αποκρίθηκε ο Ρουστίκο. «Κάνε μονάχα ό,τι θα δεις να κάνω».
Και άρχισε να πετάει από πάνω του τα λίγα ρούχα που φορούσε, κι έμεινε ολόγυμνος• το ίδιο έκανε κι η κοπελίτσα. Ύστερα γονάτισε, σαν να θελε να προσευχηθεί, και την πρόσταξε να πάρει την ίδια στάση, αντίκρυ του. Στη θέα τόσης ομορφιάς, άναψε ακόμα περισσότερο η επιθυμία του Ρουστίκο και προκάλεσε την ανάσταση της σάρκας. Βλέποντάς το, η Αλιμπέχ απόρησε και τον ρώτησε: «Ρουστίκο, τι είναι αυτό που βλέπω να ξεπετάγεται από σένα, και που εγώ δεν το ‘χω;»

«Κόρη μου» αποκρίθηκε, «είναι ο διάβολος που σου ανέφερα πρωτύτερα. Βλέπεις, με βασανίζει τόσο, που μόλις μπορώ να το υποφέρω».

«Δόξα να ‘χει ο Θεός» είπε τότε η κοπελίτσα, «που είμαι σε καλύτερη θέση από σένα, γιατί εγώ δεν έχω έναν τέτοιο διάβολο».

«Αυτό είναι αλήθεια» της είπε ο Ρουστίκο, «μα σε αντάλλαγμα έχεις κάτι που δεν το ‘χω εγώ».

«Και τι είναι αυτό;» ρώτησε η Αλιμπέχ.

«Έχεις την Κόλαση» της αποκρίθηκε ο Ρουστίκο. «Και πίστεψέ με, ο Θεός σ’ έστειλε εδώ για τη σωτηρία της ψυχής μου. Αφού αυτός ο διάβολος με παιδεύει τόσο πολύ, αν με συμπονάς και δέχεσαι να τον ξαναβάλω στην Κόλαση, θα ‘ναι μια μεγάλη βοήθεια που θα μου κάνεις, και η υπηρεσία σου θα προξενήσει μεγάλη ευχαρίστηση στο Θεό — αν πραγματικά ήρθες με την πρόθεση να Τον υπηρετήσεις».

Η κοπελίτσα, με απόλυτα καλή πίστη, αποκρίθηκε:

«Πάτερ μου, αφού εγώ έχω την Κόλαση, ας γίνει όπως ορίζεις».

«Τέκνον μου, να ‘σαι ευλογημένη. Πάμε λοιπόν να τον ξαναβάλουμε στη θέση του για να μ’ αφήσει ήσυχο».

Και λέγοντάς το, την πήγε σ’ ένα από τα στρώματά τους, την έβαλε να πλαγιάσει και της έδειξε ποια στάση να πάρει για να φυλακίσουν τον καταραμένο απ’ το Θεό. Η κοπελίτσα, που δεν είχε ξαναβάλει κανένα διάβολο στην Κόλαση, ένιωσε κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα σ’ αυτή την πρώτη επαφή και είπε στον Ρουστίκο:

«Σίγουρα, πάτερ μου, αυτός ο διάβολος είναι πραγματικά εχθρός του Θεού: δε φτάνει το κακό που κάνει αλλού, μα κάνει ως και την Κόλαση να πονάει, σαν χώνεται μέσα».

«Κόρη μου» της αποκρίθηκε ο Ρουστίκο, «δε θα ναι πάντα έτσι».

Και για να δει η μικρή πως η δοκιμασία είχε τελειώσει, ξαναβούτηξαν έξι φορές το διάβολο στην Κόλαση μέχρι να σηκωθούν από το στρώμα• τόσο, που για την ώρα. κάθε ιδέα έπαρσης βγήκε απ’ το κεφάλι του, και ησύχασε επιτέλους. Μα αυτή η έπαρση ξαναρχόταν συχνά και η Αλιμπέχ δεν είχε ποτέ αντίρρηση να την καταπολεμάει. Μονάχα πως άρχισε να της αρέσει αυτό το παιχνιδάκι, και είπε στον Ρουστίκο:

«Καταλαβαίνω πως εκείνοι οι καλοί άνθρωποι στην Κάψα είχαν δίκιο να λένε πως έχει τόση γλύκα να υπηρετείς το Θεό. Δε θυμάμαι τίποτα που να μου ‘χει δώσει τόση ευχαρίστηση, όσο το να βάζω το διάβολο στην Κόλαση. Όποιος καταγίνεται με άλλα, και όχι με την υπηρεσία του Θεού, είναι βλάκας».

Δώσ’ του λοιπόν και τριγύριζε τον Ρουστίκο κι έλεγε:

«Πάτερ μου, ήρθα εδώ για να υπηρετώ το Θεό κι όχι για να τεμπελιάζω. Πάμε να βάλουμε το διάβολο στην Κόλαση».

Και πάνω στην πράξη έλεγε συχνά:

«Ρουστίκο, δεν καταλαβαίνω γιατί ξεφεύγει ο διάβολος από την Κόλαση. Αν έμενε εκεί με την ίδια ευχαρίστηση που νιώθει η Κόλαση να τον δέχεται και να τον κρατάει, δε θα ‘φευγε ποτέ».

Σκηνή από το Δεκαήμερο του Πιέρ Πάολο Παζολίνι

Σκηνή από το Δεκαήμερο του Πιέρ Πάολο Παζολίνι

Οι αδιάκοπες προκλήσεις της Αλιμπέχ και οι παρακινήσεις της να υπηρετήσουν το Θεό, είχαν τόσο πολύ φυράνει τον Ρουστίκο, που άρχισε να κρυώνει εκεί που άλλοι θα ίδρωναν. Βάλθηκε να εξηγήσει στην κοπέλα πως έπρεπε να τιμωρούν το διάβολο μονάχα όταν η έπαρση τον έκανε να σηκώνει κεφάλι:

«Κι εμείς, με τη Χάρη του Θεού, τον τιμωρήσαμε τόσο πολύ, που παρακάλεσε τον Ύψιστο να τον αφήσει στην ησυχία του».

Κι έτσι, για ένα διάστημα, κατάφερε να επιβάλει σιωπή σ’ αυτές τις διαμαρτυρίες.

Μα εκείνη, βλέποντας πως ο Ρουστίκο δεν την παρακινούσε πια να βάλουν το διάβολο στην Κόλαση, του είπε μια μέρα:

«Ρουστίκο, αν εσένα τιμωρήθηκε ο διάβολός σου κι έπαψε να σ’ ενοχλεί, η Κόλασή μου εμένα δε μ’ αφήνει σε ησυχία. Καλά θα κάνεις να ‘ρθεις με το διάβολό σου να την ησυχάσεις, όπως κι εγώ βοήθησα με την Κόλασή μου να πέσει η έπαρση του διαβόλου σου».

Ο Ρουστίκο, που τρεφόταν με χορταράκια και νεράκι, δεν ήταν σε θέση ν’ ανταποκριθεί στις προκλήσεις. Απάντησε πως χρειάζονταν πολλοί διάβολοι για να καταπραΰνουν την Κόλαση, μα ωστόσο θα ‘κανε ό, τι μπορούσε. Έτσι, την ικανοποιούσε πότε πότε, αλλά πολύ σπάνια: ήταν σαν να ‘ριχνες ένα κουκί στο στόμα λιονταριού για να το χορτάσεις. Κι η κοπελίτσα, βέβαιη πως δεν υπηρετούσε το Θεό όσο θα ‘πρεπε, άρχισε να γκρινιάζει.

Στο διάστημα που ο υπερβολικός πόθος και η αδυναμία κορεσμού του προκαλούσαν τέτοιες φιλονικίες ανάμεσα στο διάβολο του Ρουστίκο και στην Κόλαση της Αλιμπέχ, έτυχε, σε μια πυρκαγιά στην Κάψα, να καεί ο πατέρας της Αλιμπέχ μαζί με όλη την οικογένεια του. Έτσι, η Αλιμπέχ έμεινε κληρονόμος ολόκληρης της περιουσίας του. Πάνω σ’ αυτό το περιστατικό, ένας νέος, που τον έλεγαν Νεερμπάλ και που μια άσωτη ζωή τον είχε καταντήσει πανί με πανί, πήρε είδηση πως ζούσε η Αλιμπέχ. Βάλθηκε να την ψάχνει, και τη βρήκε πριν θεωρηθεί από το νόμο πως ο πατέρας της πέθανε άκληρος και βάλει χέρι στην περιουσία το δημόσιο ταμείο. Προς μεγάλη ικανοποίηση του Ρουστίκο, ο Νεερμπάλ έφερε πίσω στην Κάψα την Αλιμπέχ, παρόλο που εκείνη αντιστεκόταν, την παντρεύτηκε κι έγινε μαζί της κύριος της μεγάλης κληρονομιάς.

Πριν να ‘ρθει η Αλιμπέχ σε συζυγικές σχέσεις με τον Νεερμπάλ, διάφορες γειτόνισσες τη ρώτησαν πως υπηρετούσε το Θεό στην έρημο, κι εκείνη αποκρίθηκε πως τον υπηρετούσε βάζοντας το διάβολο στην Κόλαση, προσθέτοντας πως ο Νεερμπάλ είχε κάνει μεγάλη αμαρτία που την απόσπασε από μια τέτοια υπηρεσία.

«Και πως βάζουν το διάβολο στην Κόλαση;» τη ρώτησαν.

Με λόγια και χειρονομίες, τους έδειξε τον τρόπο. Τις έπιασαν τέτοια γέλια, που ακόμα σήμερα γελούν.

«Ε, κόρη μου» της είπαν, «μη χολοσκάς γι’ αυτό. Και στη δική μας θρησκεία γίνεται το ίδιο. Ο Νεερμπάλ θα τα καταφέρει να υπηρετήσει μαζί σου το Θεό».

Από στόμα σε στόμα, η ιστορία διαδόθηκε σ’ ολόκληρη την πόλη, κι από τότε βγήκε η παροιμία: «Η πιο ευχάριστη υπηρεσία στο Θεό είναι να βάζεις το διάβολο στην Κόλαση». Και από κει κάτω, η παροιμία πέρασε τη θάλασσα, έφτασε ως εμάς και είναι ακόμα σε χρήση.

Κι εσείς, νεαρές μου κυρίες, που έχετε ανάγκη από τη Χάρη του Θεού, μάθετε να βάζετε το διάβολο στην Κόλαση. Είναι μια πράξη πολύ ευχάριστη στο Θεό, απολαυστική για τα δυο μέρη που έρχονται σ’ επαφή, και μπορεί να γεννηθεί και να πηγάσει απ’ αυτήν το μεγαλύτερο καλό.»

Η μετάφραση του «Δεκαήμερου» από τον Κοσμά Πολίτη. Για την παρουσίαση και τα λόγια: Το Φονικό Κουνέλι, Μάρτιος του 20

Ο Χορός του Θανάτου, άγνωστου εικονογράφου, 16ος αιώνας / The Dance of Death, unknown illustrator, 16th century

Ο Χορός του Θανάτου, άγνωστου εικονογράφου, 16ος αιώνας

Tags: , , , , , , , ,

7 Responses

  1. Λιλη Παπασπυροπούλου says:

    Θυμάμαι πόσο μου είχε αρέσει το φιλμ του Παζολίνι που είχα δει παλιά. Το βιβλίο δεν το έχω διαβάσει. Εξαιρτεικό όπως πάντα το αφιέρωμα Κούνελέ μου.

  2. Rorschach says:

    Απλά εξαιρετικό !!!
    Σε ευχαριστούμε για την όμορφη συντροφιά.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *