Καημός. Ένα διήγημα του Άντον Τσέχωφ

Enter the rabbit's lair...

Ο Καημός... ένα χειμερινό διήγημα του Άντον Τσέχωφ...

Κάποιες φορές μία από τις εγγενείς ιδιότητες που μας καθιστά ανθρώπινους είναι η επιθυμία μας να επικοινωνήσουμε. Όχι απλά να μιλήσουμε… μα ν’ ανοίξουμε την ψυχή μας, και από μέσα της να ξεχυθούν ποτάμια οι σκέψεις και τα συναισθήματα που μας κατακλύζουν. Σαν χύτρα που ξεφυσά από την πίεση, αντίστοιχα αναστενάζουμε και ξεφυσούμε στην προσπάθειά μας ν’ απελευθερώσουμε από πάνω μας τις έγνοιες, ν’ αποτινάξουμε από μέσα μας το βάρος των σκέψεων. Να μιλήσουμε – ελεύθερα, δίχως περιορισμό, δίχως φιλτράρισμα, ν’ αφεθούμε στη ροή των συναισθημάτων μας. Τότε είναι που χρειαζόμαστε έναν αποδέκτη, κάποια ανάλαφρη ψυχή ικανή ν’ απορροφήσει σαν σφουγγάρι τον εσωτερικό μας χείμαρρο, και, αν είναι δυνατόν, να μας προσφέρει μια μικρή παρηγοριά.

Ποιος, όμως, είναι ικανός γι’ αυτό το τελευταίο; Αλίμονο – ο καθένας φέρει μέσα του τις έγνοιές του και σπάνια επιθυμεί ν’ αφουγκραστεί τον άλλον. Και αν σε ακούσουν, πόσοι θα το κάνουν δίχως να γυρεύουν κάποιο όφελος, κάποια μορφή ανταμοιβής; Πόσοι, τέλος, μπορούν αληθινά να σε κατανοήσουν; Να μιλήσουν στην ίδια γλώσσα μαζί σου;

Ανθρώπινος, εν τέλει, δεν είναι μονάχα εκείνος που μπορεί να μιλάει… μα κι εκείνος που μπορεί ν’ ακούει.

Το διήγημα που θα δούμε σήμερα έχει απόχρωση κρύου ρωσικού χειμώνα και γράφτηκε από τον Άντον Τσέχωφ. Η γλώσσα του είναι καθαρή σαν χιόνι, «απλή όπως λες “δώσ’ μου ένα ποτήρι νερό”», όπως είχε πει για τον Τσέχωφ ο ποιητής Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Ο τίτλος του είναι “Καημός”. Θέμα του; Ένας φτωχός αμαξάς, ο Ιωνάς, που επιθυμεί να μοιραστεί την έγνοια που τον βασανίζει με κάποιον άνθρωπο. Η μετάφραση είναι του Κ. Σιμόπουλου.

Ας μεταφερθούμε νοερά, λοιπόν, στην καρδιά μιας παγερής ρωσικής πολιτείας του 19ου αιώνα… και ας παραδώσουμε τη σκυτάλη του λόγου στον Τσέχωφ.

Illumination in St. Petersburg, 1869 - Fyodor Vasilyev

Illumination in St. Petersburg, 1869 – Fyodor Vasilyev

 

ΚΑΗΜΟΣ

Σε ποιον να πω τον πόνο μου

Σουρουπώνει. Πηχτό νερόχιονο πέφτει απαλά απαλά στα αναμμένα φανάρια του δρόμου. Απλώνει ένα λεπτό, φουρφουριστό τραπεζομάντιλο στις στέγες, στα καπούλια των αλόγων, στους ώμους και τα καπέλα των περαστικών. Ο άμαξάς Ιωνάς Ποτάπωφ είναι κάτασπρος σαν φάντασμα. Έχει καμπουριάσει, όσο μπορεί να καμπουριάσει ένα ανθρώπινο κορμί. Στέκεται εκεί κουρνιασμένος ασάλευτος. Και ολόκληρη στοίβα χιόνι να κυλούσε πάνω του δε θα κουνούσε το χέρι να τιναχτεί…

Η φοράδα του κάτασπρη και κείνη και ασάλευτη. Στεκόταν στην άκρη του δρόμου ξεπαγιασμένη, όλο γωνιές, με τα κοκαλιάρικα πόδια της ίδια μπαστούνια. Σίγουρα ήταν βυθισμένη σε σκέψεις. Πως να μη συλλογιέται έτσι όπως είναι ζεμένη στο αμάξι, χαμένη μέσα στις ίδιες εικόνες της κάθε μέρας, μέσα σ’ αυτό το στρόβιλο των αποκρουστικών φυτών, του ατέλειωτου βουητού και των βιαστικών ανθρώπων;

Ο Ιωνάς και το άλογό του στέκονται πολλή ώρα ακίνητοι στη άκρη του δρόμου. Έχουν από το μεσημέρι να πάρουν αγώι και δεν είναι διόλου σίγουρο πως θα παρουσιαστεί απόψε πελάτης. Το σκοτάδι της νύχτας κατεβαίνει και τυλίγει την πολιτεία. Το χλωμό φως των φαναριών ζωντανεύει και η κίνηση στο δρόμο όλο και μεγαλώνει.

—Έ! Αμαξά! Πήγαινέ με στο Βιμπόργκ, ακούει ο Ιωνάς. Αμαξά!

Ο Ιωνάς τινάζεται και ανάμεσα από τα βλέφαρά του που έχουν γεμίσει χιόνι ξεχωρίζει έναν αξιωματικό κουκουλωμένο στο μαντύα του.

— Συνοικία Βιμπόργκ! ξαναλέει ο αξιωματικός. Μίλα, λοιπόν, κοιμάσαι; Συνοικία Βιμπόργκ!

Για απάντηση ο Ιωνάς κουνάει πέρα δώθε τα χαλινάρια και τινάζει το χιόνι από τα καπούλια της φοράδας και τον ώμο του… Ο αξιωματικός θρονιάζεται στο έλκηθρο. Ο αμαξάς κάνει ένα «κλάκ» με τη γλώσσα του, απλώνει μπροστά το λαιμό, μακρύ σαν του κύκνου, ανασηκώνεται και έτσι από συνήθειο περισσότερο παρά από ανάγκη, κάνει μια στράκα με το καμιτσίκι. Η φοραδίτσα απλώνει και αυτή το λαιμό, διπλώνει τα κοκαλιάρικα πόδια και ξεκινάει ανόρεχτα.

— Που πας μωρέ να χωθείς, που να σε πάρει ο διάολος!… Ο Ιωνάς ακούει τις οργισμένες φωνές που ανεβαίνουν από τη μαύρη πήχτρα των διαβατών. Κόσμος πάει κι έρχεται γύρω του.

— Που διάολο ξεφύτρωσες εσύ, μωρέ!… Τράβα δεξιά!…

— Μα δεν ξέρεις να οδηγήσεις; Τράβα δεξιά! γκρινιάζει ο αξιωματικός.

Ο αμαξάς πετάει μια βλαστήμια. Ένας πελάτης του ρίχνει αγριεμένα βλέμματα και τινάζει το χιόνι από το μανίκι του. Περνούσε το δρόμο και ο ώμος του σκόνταψε στα ρουθούνια της φοράδας. Ο Ιωνάς στριφογυρίζει στην κούρνια του σα να κάθεται στα καρφιά, σκουντάει με τον αγκώνα και τα μάτια του παίζουν σαν χαμένα, λες και δεν καταλαβαίνει που βρίσκεται και γιατί.

— Είδες τους μασκαράδες! κοροϊδεύει ο αξιωματικός. Όλοι απάνω σου πέφτουν και μπερδεύονται στα πόδια της φοράδας. Συνωμοσία!…

Ο Ιωνάς γυρίζει το κεφάλι προς τον πελάτη και τα χείλη του σαλεύουν. Είναι ολοφάνερο πως κάτι θέλει να πει, μα τίποτα δε βγαίνει από το λαιμό, μονάχα ένα βραχνό βογκητό.

— Πως; ρώτησε ο αξιωματικός.

Ο Ιωνάς στραβώνει το στόμα, έτσι σαν να θέλει να χαμογελάσει. Πνίγεται, ξεροβήχει για να ανοίξει ο λαιμός του, ξεφυσάει, αγκομαχάει.

— Ξέρετε, κύριε, να… δηλαδή… ο γιος μου πέθανε αυτή τη βδομάδα.

—Χμ!… Και από τι πέθανε;

Ο Ιωνάς γυρίζει τώρα ολόκληρο το πανωκόρμι προς τον πελάτη και αποκρίνεται:

— Και ποιος ξέρει; Από θέρμες φαίνεται… Έμεινε τρεις μέρες στο νοσοκομείο, υστέρα πέθανε. Έτσι θέλει ο θεός…

— Στρίψε, ανάθεμά σε! Ακούγεται μια φωνή στο σκοτάδι. Που πας ζωντόβολο! Άνοιξε τα στραβά σου!…

— Άντε, λοιπόν! φωνάζει ο πελάτης. Όπως πάμε δε θα φτάσουμε ούτε το πρωί. Κουνήσου λιγάκι!…

Ο αμαξάς ξαναπλώνει το λαιμό, ανασηκώνεται και με μια χαριτωμένη κίνηση αλλά κάπως βαριά τινάζει το καμιτσίκι. Ύστερα ρίχνει ένα βλέμμα στον πελάτη, ξαναγυρίζει, ξανακοιτάζει, μα κείνος έχει κλείσει τα μάτια και φαίνεται πως δεν έχει όρεξη για κουβέντα.

Ο αξιωματικός βγήκε στη συνοικία Βιμπόργκ και ο Ιωνάς σταματάει μπροστά στην πόρτα κάποιου καμπαρέ, διπλώνεται ξανά στα δυο, αμπαρώνεται στον εαυτό του και στέκει εκεί στην κούρνια του ασάλευτος… Και να που το νερόχιονο αρχίζει να τον ξαναβάφει κάτασπρο κι αυτόν και τη φοράδα του. Περνάει μια ώρα, περνάνε δυο…

Τρεις νεαροί πλησιάζουν χτυπώντας δυνατά τις γαλότσες στο καλντερίμι και καβγαδίζουν. Οι δυο είναι ψηλοί και αδύνατοι, ο άλλος καμπούρης και κοντοστούπης.

— Αμαξά, στη Γέφυρα της 9 Αστυνομίας, φωνάζει ο καμπούρης με τρεμουλιαστή φωνή. Και οι τρεις μας είκοσι καπίκια!

Ο Ιωνάς τινάζει τα γκέμια, κάνει «κλάκ!» με τη γλώσσα του. Είκοσι καπίκια, δεν είναι αγώι αυτό, μα τι τον νοιάζει για λεφτά; Τι ένα ρούβλι, τι ένα καπίκι! Γι’ αυτόν όλα καλά είναι, φτάνει να παίρνει πελάτες… Οι νεαροί ζυγώνουν στο έλκηθρο, σπρώχνονται, βλαστημάνε και αδράχνουν και οι τρεις μαζί το παραπέτο. Άρχισε συζήτηση ποιος θα καθίσει και ποιος θα μείνει όρθιος. Αφού καβγάδισαν ώρα πολλή αποφάσισαν να μείνει ο καμπούρης όρθιος επειδή ήταν ο πιο κοντός.

— Άντε, τράβα! πρόσταξε ο καμπούρης με μια ψιλή φωνούλα. Βολεύτηκε κει μπροστά και ξεφυσάει στο σβέρκο του Ιωνά. Δίνε του!

— Ωχ! Τι κούκος είναι αυτός μωρέ γέρο: Τέτοια παλιατσούρα δεν τη βρίσκεις, αδερφέ μου, σε όλη την Πετρούπολη!…

— Χι! Χι! Χι! έκανε ο Ιωνάς. Καθένας φοράει τον κούκο που έχει…

— Άντε, «τον κούκο που έχει», βάρα του! Έτσι θα πάμε, μωρέ; Έ; Θέλεις να σου κοπανίσω καμία;

— Το κεφάλι μου πάει να σπάσει, λέει ο ένας από τους ψηλούς. Χτες ήπιαμε οι δυο μας, εγώ και ο Βάσκα τέσσερα μπουκάλια βότκα.

— Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί λες ψέματα, πετιέται ο άλλος αγανακτισμένος. Μωρέ αυτός όλο την ψευτιά έχει στο στόμα του σαν οδοντογιατρός!

— Να ρίξει ο θεός αστραπή να με κάψει αν δε λέω την αλήθεια…

— Αν αυτό είναι αλήθεια τότε και οι ψείρες τραγουδάνε…

— Χι! Χι! έκανε ο Ιωνάς και η καρδιά του μαλάκωσε. Οι κύριοι έχουν κέφι!

— Ουφ! Ο διάολος να σε… νευριάζει ο καμπούρης. Θα κουνηθείς γέρο φαφούτη η όχι; Έτσι θαρρείς πως θα μας πας; Δώσ’ της μια καμιτσικιά που να πάρει ο διάολος. Άντε λοιπόν. Δώσ’ της μια!

Ο Ιωνάς νιώθει στη ράχη του το κορμί του καμπούρη που όλο αναδεύεται και τη βραχνή τρεμουλιαστή φωνή του. Χωνεύει τις βρισιές, αγναντεύει τους διαβάτες και σιγά σιγά νιώθει πως δεν είναι τόσο μόνος. Ο καμπούρης ξεκουκκίζει τις βρισιές του. Κάποια στιγμή πνίγηκε καθώς πετούσε μια μπερδεμένη βλαστήμια έξι πατώματα και τον έπιασε φοβερός βήχας. Οι δυο καθισμένοι μιλούσαν για κάποια Ναντέζντα Πετρόβνα. Ο Ιωνάς γύρισε το κεφάλι του στους πελάτες, περίμενε λίγο, βρήκε ευκαιρία που έγινε μια μικρή διακοπή, τους ξανακοίταξε και μουρμούρισε:

— Να, δηλαδή… πέθανε ο γιος μου αυτή τη βδομάδα.

— Όλοι θα πεθάνουμε, αναστέναξε ο καμπούρης σφουγγίζοντας τα χείλη του υστέρα από το βήχα. Άντε! Δώσ’ της! Χτυπά λοιπόν! Κύριοι είναι αδύνατο να συνεχιστεί αυτό το βιολί. Δεν θα φτάσουμε ούτε το πρωί…

— Βοήθησέ τον και συ λίγο… ξέρεις, στο λαιμό!

— Τ’ ακούς γέρο φαφούτη; Θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο… Τ’ ακούς παλιόμουτρο; Ή μας κοροϊδεύεις κιόλας;

Και ο Ιωνάς άκουσε, περισσότερο άκουσε παρά ένιωσε, το σβούριγμα μιας καρπαζιάς στο σβέρκο του.

— Χι! Χι! γέλασε. Οι κύριοι έχουν κέφι! Ο θεός να τους δίνει υγεία…

—Έ! άμαξά, παντρεμένος είσαι; ρώτησε ένας από τους ψήλους.

— Ποιος; Εγώ; Χι! Χι! Έχουν κέφι οι κύριοι. Τώρα έχω γυναίκα τη μαύρη γη… Χο! Χο! Χο! Το μνήμα! Ο γιος μου πέθανε και γω ζω. Παράξενο πράμα! Ο χάρος έκανε λάθος στην πόρτα. Αντί να ‘ρθει σε μένα πήγε στο γιό μου…

Και ο αμαξάς γυρίζει ξανά για να διηγηθεί πως έχασε το γιό του. Μα κείνη τη στιγμή, ο καμπούρης αναστενάζει με ανακούφιση και λέει πως, δόξα να ‘χει ο θεός, φτάσαμε επί τέλους. Ο Ιωνάς παίρνει τα είκοσι καπίκια και παρακολουθεί ώρα πολλή τους τρεις γλεντζέδες, ώσπου τρύπωσαν σε μια σκοτεινή πόρτα.

Είναι πάλι ολομόναχος και τον κυκλώνει η σιωπή. Ο καημός του που για μια στιγμή είχε καταλαγιάσει και του βαραίνει τώρα πιο πολύ την καρδιά. Τα μάτια του Ιωνά, ανήσυχα, πονεμένα, ψάχνουν τους διαβάτες που πάνε κι έρχονται στα δυο πεζοδρόμια. Δεν θα βρεθεί κανείς ανάμεσα στις χιλιάδες των περαστικών που να θέλει να ακούσει τον πόνο του; Μα όλοι τρέχουν βιαστικοί, κανείς δεν τον προσέχει, κανείς δεν λογαριάζει τον καημό του. Και ο πόνος του είναι βαθύς, απέραντος. Αν μπορούσε να σπάσει η καρδιά του Ιωνά, και να κυλήσει ο πόνος του, θα μαύριζε όλος ο κόσμος. Και όμως, κανείς δεν τον βλέπει!… Κρύβεται καταχωνιασμένος σ’ ένα μικρό, τιποτένιο καρυδότσουφλο, τόσο μικρό, που τα μάτια σου δε θα το ‘βλεπαν και να το φώτιζες ακόμα.

Ο Ιωνάς βλέπει κάποιον πορτιέρη που κουβαλάει στον ώμο ένα σακί και αποφασίζει να πιάσει κουβέντα.

— Δε μου λες, φίλε, τι ώρα είναι; ρωτάει.

— Εννιά. Τι σταμάτησες εδώ; Προχώρα!…

Ο Ιωνάς αποτραβιέται κάμποσο, ξαναδιπλώνεται, κλείνεται στον εαυτό του και απομένει με τον καημό του. Τώρα πια, συλλογιέται, είναι μάταιο να μιλήσω σε άνθρωπο. Μα σε πέντε λεπτά, ανασηκώνεται, σαλεύει το κεφάλι λες και τον περόνιασε κάποιος σουβλερός, ξαφνικός πόνος. Έπειτα τινάζει τα γκέμια. Δεν αντέχει πια!

— Να γυρίσω! λέει. Να γυρίσω!…

Και η φοραδίτσα, σαν να κατάλαβε τη σκέψη του, χίμηξε στο σοκάκι τριποδίζοντας. Σε μιάμιση ώρα, ο Ιωνάς κάθεται μπροστά σε ένα βρώμικο πατάρι. Κόσμος κοιμάται στο πατάρι, κατά γης και σε πάγκους. Ο καπνός ανεβαίνει τούφες τούφες… Πνίγεται κανείς εδώ μέσα. Ο Ιωνάς κοιτάζει τους κοιμισμένους, ξύνει το κεφάλι του και στενοχωριέται που γύρισε τόσο νωρίς…

«Δεν έβγαλα ούτε τη βρώμη της φοράδας σήμερα!» σκέφτεται. «Γι’ αυτό τα βλέπω όλα μαύρα. Ο αμαξάς που ξέρει τη δουλειά του, που είναι χορτάτος και έχει και το άλογό του ταϊσμένο είναι πάντοτε ήσυχος».

Στη γωνιά ανασηκώνεται ένας νεαρός αμαξάς, μουρμουρίζει μισοκοιμισμένος ακόμα και τραβάει κατά τον κουβά με το νερό.

— Διψάς; ρωτάει ο Ιωνάς.

— Έ! Ναι…

— Ωραία! Στην υγειά σου… Και γω φίλε. Ο γιος μου πέθανε. Τ’ άκουσες πουθενά; Ναι, αυτή τη βδομάδα στο νοσοκομείο… Τι τράβηξα!…

Ο Ιωνάς τον κοίταζε με αγωνία στα μάτια να δει τι εντύπωση θα κάνουν τα λόγια του. Μα δεν είδε τίποτα. Ο νεαρός τράβηξε την κουβέρτα στο κεφάλι και αποκοιμήθηκε αμέσως. Ο γέρος αναστενάζει και ξύνει το σβέρκο του. Ο νεαρός διψούσε για νερό, αυτός διψάει για κουβέντα. Είναι τώρα μια βδομάδα που πέθανε ο γιος του και δεν μπόρεσε ακόμα να ανοίξει σε κανένα την καρδιά του. Πρέπει να τα πει όλα καθαρά, έτσι όπως έγιναν. Να διηγηθεί πως αρρώστησε ο γιος του, τα βάσανά του, τι έλεγε την ώρα που ψυχορραγούσε, πως πέθανε. Πρέπει να μιλήσει σε κάποιον για την κηδεία και πως πήγε στο νοσοκομείο να ψάξει για τα ρούχα του πεθαμένου. Στο χωριό έχει ακόμα μια κόρη, την Ανίσσια… Έπρεπε να μιλήσει και γι’ αυτή. Καλύτερα θα ήταν να πει τον πόνο του σε καμιά γυναίκα, γιατί οι γυναίκες είναι πονόψυχες. Είναι αρκετά δυο λόγια για να τις πάρουν τα δάκρυα…

— Δεν πάω να δω τη φοράδα μου; σκέφτηκε ο Ιωνάς. Έχουμε καιρό για ύπνο.

Ντύνεται και κατεβαίνει στο στάβλο. Συλλογιέται τη βρώμη, το άχερο, τι καιρό θα κάνει… Όταν είναι μονάχος δεν μπορεί να σκεφτεί το γιό του. Μπορεί να μιλήσει με κάποιον, μα να τον σκεφτεί όταν είναι μονάχος, να τον θυμηθεί έτσι πεθαμένο, αχ, δε μπορεί, είναι φοβερό…

— Μασάς; ρωτάει ο Ιωνάς τη φοράδα του και κοιτάζει τα μάτια της που γυαλίζουν. Ωραία! Τρώγε! Τρώγε! Αφού δεν έχουμε λεφτά για βρώμη, τι να κάνουμε, θα μασάμε άχερο. Ναι… Αρχίζω και γερνάω, δε βαστάνε πια τα χέρια μου… Θα την είχε παραλάβει πια ο γιος μου τη δουλειά. Αυτός ήταν αληθινός αμαξάς! Ας ήτανε μονάχα στη ζωή…

Ο Ιωνάς στέκεται λίγο σιωπηλός, ύστερα ξαναρχίζει.

— Έτσι είναι, φοραδίτσα μου. Δεν υπάρχει πια ο γιος του Ιωνά. Δε πρόλαβε να ζήσει. Ναι, έτσι χάθηκε, για το τίποτα. Και τώρα ας πούμε πως εσύ έχεις ένα πουλαράκι και πως είσαι η μάνα που γέννησε αυτό το πουλαράκι. Και ξαφνικά να το χάσεις αυτό το πουλαράκι. Θα πονούσες, δεν είναι έτσι;

Η φοραδίτσα μασάει, αφουγκράζεται και ξεφυσάει στα χέρια του αφεντικού της.

Και ο Ιωνάς, που τον παίρνει το παράπονο, κάθεται και τα διηγιέται όλα…»

Μετάφραση: Κ. Σιμόπουλου

Παρουσίαση: το φονικό κουνέλι, Φλεβάρης του 18

Άλλες παρουσιάσεις του έργου του Άντον Τσέχωφ από το φονικό κουνέλι:

Όταν ο Τσέχωφ ανέβασε το “Γλάρο”

 

Vasily Surikov - Bronze horseman in st Petersburg - 1870

Vasily Surikov – Bronze horseman in st Petersburg – 1870

 

Tags: , , , , , , ,

5 Responses

  1. Giannis Pit says:

    Το κρατώ για ανάγνωση Κούνελε.
    Κλασικά αριστουργήματα τα έργα του Τσέχωφ.
    Καλή βδομάδα να σου ευχηθώ.

  2. Σπαραχτικό διήγημα, δεν το είχα διαβάσει. Νιώθεις το κρύο και τη σκληρότητα.
    Βέβαια, αυτός που ακούει, ενίοτε δεν έχει τον χώρο να μιλήσει, αφού οι άλλοι θεωρούν δεδομένο ότι απλώς θα ακούει…
    Τώρα θυμήθηκα τη Μόμο 🙂

  3. Lysippe says:

    Ομοίως, το βρήκα σπαραχτικό. Όλοι μας λίγο-πολύ έχουμε φάει τα στραπάτσα μας, άρα αυτό θα έπρεπε να μας καθιστά περισσότερο ανθρώπινους, αλλά τελικά βλέπεις να μην ισχύει στη πράξη. Αυτό δεν μπορώ να το προσπεράσω εύκολα, καίτοι ξέρω βαθιά μέσα μου πως τέτοιοι άνθρωποι αποφεύγουν ν' αγγίζουν τις ίδιες τους τις χαρακιές, όχι ν' ακουμπήσουν απαλά των υπολοίπων. Τελικά, θέλει τύχη ακόμα και το να βρεις μία γλώσσα που να μπορεί να σιωπά μπροστά σε δύο αυτιά που είναι πρόθυμα ν' αφουγκραστούν.

    Είναι απ' τα θέματα που σκέφτομαι συχνά (κι εσύ έδωσες φωνή με τον καλύτερο τρόπο), οπότε αναπόδραστα αγάπησα τούτη την ανάρτησή σου. Να 'σαι καλά, Κούνελε

  4. Κι εσύ το ίδιο, Λυσίππη. Τους χαιρετισμούς μου.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *