Μπρεχτ: Επιλογές από τις Ιστορίες του κυρίου Κόυνερ

Enter the rabbit's lair...

Επιλογές από τις Ιστορίες του Κυρίου Κόυνερ του Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Ο κύριος Κ. διέσχιζε μια κοιλάδα όταν άξαφνα πρόσεξε ότι πατούσε στα νερά. Και τότε κατάλαβε πως η κοιλάδα του ήταν στην πραγματικότητα μια προέκταση της θάλασσας, και πως πλησίαζε η ώρα της παλίρροιας. Σταμάτησε λοιπόν, κοιτάζοντας γύρω του μήπως δει καμιά βάρκα, κι όσο κράτησε η ελπίδα του για τη βάρκα, δεν έκανε βήμα. Και καθώς βάρκα δεν φαινόταν πουθενά, εγκατέλειψε την πρώτη ελπίδα, κι άρχισε να ελπίζει ότι το νερό δεν θ’ ανέβαινε άλλο. Μα όταν το νερό έφτασε μέχρι το σαγόνι του, εγκατέλειψε και αυτή την ελπίδα και κολύμπησε. Είχε καταλάβει επιτέλους πως αυτός ήταν η βάρκα.»

Ιστορίες γραμμένες μεταξύ τριών δεκαετιών, στη διάρκεια των οποίων άλλαξε ο κόσμος· οι περισσότερες μικρές σε έκταση, κάποιες λίγες αράδες όλες κι όλες· δίχως απαραίτητα συνοχή μεταξύ τους, καλύπτοντας μια ποικιλία θεμάτων, συχνά φέροντας την προσωπίδα της αλληγορίας.

Πρωταγωνιστής τους; Ένας ανώνυμος χαρακτήρας της καθημερινότητας με το όνομα «Κόυνερ» [Keuner] – παραπέμποντας στο γερμανικό “keiner”, που σημαίνει «κανένας».

Μέθοδος του Κόυνερ; Η σωκρατική διαλεκτική.

Σκοπός του; Το ξεσκέπασμα του πέπλου της κοινωνικής υποκρισίας. Η σπουδή μιας κοινωνίας στη βάση της οποίας εδράζεται, σαν φίδι στη φωλιά του, η αδικία. Όπως ο Αίσωπος μια φορά κι έναν καιρό, μέσα από τους Μύθους του, αποκάλυπτε με αλληγορικά κείμενα τις αλήθειες της ανθρώπινης φύσης, αντίστοιχα ο «Κανένας» των ιστοριών μας φανερώνει την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Μια εποχή που είδε – με τα μάτια του συγγραφέα της – το Μεσοπόλεμο, την άνοδο του φασισμού, το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το διχασμό του κόσμου σε δύο αντίπαλα ψυχροπολεμικά στρατόπεδα.

Φυσικά το πανταχού παρόν βλέμμα, πίσω από τον «κανένα», δεν είναι άλλο από εκείνο του Μπέρτολτ Μπρεχτ [Bertolt Brecht]… Και οι «Ιστορίες του Κυρίου Κόυνερ» ανήκουν στα πλέον χαρακτηριστικά κείμενα που άφησε πίσω του ο γερμανός συγγραφέας της «Όπερας της Πεντάρας» και του «Κύκλου με την Κιμωλία». Διαφορετικά συγκριτικά με τα θεατρικά του, περισσότερο αλληγορικά, ως και αινιγματικά σε σημεία, μα προτάσσοντας πάντα την αιχμή της μαρξιστικής διαλεκτικής κριτικής του. Αν κάποιοι δημιουργοί ενδιαφέρονται να τυλίξουν τον κόσμο σε εξιδανικευμένα πέπλα ωραιοποίησης, ο Μπρεχτ κάνει ακριβώς το αντίθετο: μέσα από το μύθο επιθυμεί να απογυμνώσει την πραγματικότητα, να φανερώσει τις αντιφάσεις της, να καταδείξει τους αληθινούς σκοπούς της. Και με τον δικό του τρόπο να ωθήσει τον αναγνώστη του σε προβληματισμό και γόνιμη κοινωνική κριτική.

Στο παρόν αφιέρωμα επέλεξα τις αγαπημένες μου από τις «Ιστορίες του Κυρίου Κόυνερ». Εκείνες που με προβλημάτισαν περισσότερο, εκείνες στις οποίες, κατά τη γνώμη μου, ο συγγραφέας τους έσκαψε βαθύτερα στις ρίζες – ή απλά εκείνες που μου άρεσαν πιο πολύ. Μεταξύ άλλων θα βρείτε και το κλασικό «Αν Ήταν Άνθρωποι οι Καρχαρίες» (από τα γνωστότερα και πιο αγαπημένα κείμενα του Μπρεχτ).

Ας παραδώσω τη σκυτάλη στον κύριο Κόυνερ λοιπόν.

 
 

Μέτρα κατά της βίας

«Μια φορά, καθώς ο κύριος Κ., ο στοχαστής, έβγαζε λόγο σε μια κατάμεστη αίθουσα και καταφερόταν κατά της βίας, πρόσεξε ξαφνικά πως ο κόσμος άρχισε να οπισθοχωρεί και να φεύγει. Γύρισε τότε και είδε να στέκει πίσω του η Βία αυτοπροσώπως.

«Τι τους έλεγες;» τον ρώτησε η Βία.

«Τους μιλούσα υπέρ της Βίας», απάντησε ο κύριος Κ.

Την ώρα που έφευγε ο κύριος Κ., τον ρώτησαν οι μαθητές του γιατί υποχώρησε. Ο κύριος Κ. απάντησε: «Υποχώρησα για να μπορέσω να προχωρήσω. Εγώ πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη Βία».

Και ο κύριος Κ. τους διηγήθηκε μια ιστορία:

Στο σπίτι του κυρίου Έγκε, που ήξερε να λέει όχι, μπήκε μια μέρα, στα χρόνια της παρανομίας, ένας πράκτορας και του έδειξε ένα χαρτί. Το χαρτί, στο όνομα εκείνων που είχαν καταλάβει την πόλη, όριζε ότι ο πράκτορας θα είχε στη δικαιοδοσία του κάθε σπίτι όπου θα πατούσε το πόδι του και κάθε λογής τροφή που θα ζητούσε, και πως θα είχε υπηρέτη του όποιον έβρισκε μπροστά του.

Ο πράκτορας πήρε καρέκλα και κάθισε, του ζήτησε φαγητό, πλύθηκε, ξάπλωσε, γύρισε με το πρόσωπο στον τοίχο, και πριν τον πάρει ο ύπνος ρώτησε: «Θα γίνεις υπηρέτης μου;»

Ο κύριος Έγκε τον σκέπασε με μια κουβέρτα, έδιωξε τις μύγες, κι άγρυπνος παραστάθηκε στον ύπνο του. Εφτά ολόκληρα χρόνια τον υπάκουγε όπως την πρώτη εκείνη μέρα, κι έκανε για τον πράκτορα τα πάντα, εκτός από ένα: δεν του είπε ποτέ λέξη. Κι ο πράκτορας όλο και πάχαινε απ’ το πολύ φαγητό, κοιμόταν και έδινε διαταγές, και πάνω στα εφτά χρόνια πέθανε. Τον τύλιξε τότε ο κύριος Έγκε στην τριμμένη κουβέρτα, τον έβγαλε σέρνοντας από το σπίτι, έπλυνε το στρώμα, έβαψε τους τοίχους, ανάσανε βαθιά και απάντησε:

«ΟΧΙ».

Το ανυπεράσπιστο παιδί

«Ο κύριος Κ. έλεγε πως είναι σφάλμα να καταπίνεις σιωπηλά την αδικία που σου έγινε, και διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία:

«Κάποιος περαστικός είδε ένα αγόρι που έκλαιγε και το ρώτησε τι είχε πάθει.

“Είχα δυο γρόσια για να πάω σινεμά” είπε το αγόρι, “κι ένα παιδί που περνούσε, μου άρπαξε το ένα γρόσι απ’ το χέρι”, και του έδειξε ένα παιδί λίγο πιο πέρα.

“Και δεν φώναξες βοήθεια;” ρώτησε ο περαστικός.

“Πως δεν φώναξα!” είπε το αγόρι και οι λυγμοί του δυνάμωσαν.

“Και δεν σ’ άκουσε κανείς;” ρώτησε πάλι ο περαστικός, και το χάιδεψε τρυφερά.

“Όχι” είπε μέσα στ’ αναφιλητά του το αγόρι.

“Και γιατί δεν φώναξες πιο δυνατά; Δεν μπορούσες;” ξαναρώτησε ο περαστικός.

“Όχι” ξανάπε το αγόρι, που βλέποντάς τον να χαμογελάει, ένιωσε την ελπίδα του να ζωντανεύει.

“Τότε, δώσ’ μου το κι αυτό!” είπε ο περαστικός, και αρπάζοντάς του και το άλλο γρόσι από το χέρι, συνέχισε ανέμελα τον δρόμο του».

 
 

Ο κύριος Κ. και η φύση

«Όταν ερωτήθηκε για τη σχέση του με τη φύση, ο κύριος Κ. είπε: «Θα μου άρεσε να βλέπω κάνα δυο δέντρα βγαίνοντας από το σπίτι μου. Κυρίως γιατί αλλάξουν όψη κάθε μέρα και κάθε εποχή, και δίνουν έτσι μια εντελώς άλλη αίσθηση πραγματικότητας. Στις πόλεις, χάνουμε την αίσθηση του χρόνου, γιατί βλέπουμε πάντοτε αντικείμενα χρηστικά, τα σπίτια, που θα ήταν άδεια αν δεν τα κατοικούσε κανείς, και τους δρόμους, που θα ήταν άχρηστοι αν κανένας δεν τους χρησιμοποιούσε. Η ιδιόμορφη τάξη που επικρατεί στην κοινωνία μας, μας επιτρέπει να συνυπολογίζουμε και τους ανθρώπους σ’ αυτά τα χρηστικά αντικείμενα, κι έτσι τα δέντρα, τουλάχιστον για μένα, που δεν είμαι ξυλουργός, έχουν μια καθησυχαστική αυθυπαρξία, εντελώς ανεξάρτητη από τον εαυτό μου, αλλά ελπίζω πως και για τον ξυλουργό έχουν κάτι που αντιστέκεται στην αξιοποίηση».

«Κι αφού θέλετε να βλέπετε δέντρα, γιατί δεν πηγαίνετε καμιά φορά στην εξοχή;» τον ρώτησαν.

Ο κύριος Κ. απάντησε ξαφνιασμένος: «Εγώ είπα ότι θέλω να τα βλέπω όταν βγαίνω από το σπίτι μου».

(Ο κύριος Κ. είπε και κάτι άλλο: «Είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε τη φύση με μέτρο. Όταν τριγυρνάς άσκοπα στη φύση, κινδυνεύεις να βρεθείς σε νοσηρή κατάσταση, σαν να έχεις ανεβάσει πυρετό».)

Η συνάντηση

«Ένας άνθρωπος που είχε καιρό να δει τον κύριο Κ., τον χαιρέτησε λέγοντας:

«Δεν αλλάξατε καθόλου»,

«Αχ!» έκανε ο κύριος Κ. και χλόμιασε.»

Συνομιλίες

«Εμείς οι δύο δεν μπορούμε να συζητήσουμε πια», είπε ο κύριος Κ. σ’ έναν άνθρωπο.

«Γιατί;», ρώτησε τρομαγμένος ο άλλος.

«Όταν σας βλέπω, δεν μου ‘ρχεται τίποτα λογικό», παραπονέθηκε ο κύριος Κ.

«Ά, δεν με πειράζει καθόλου», τον παρηγόρησε ο άλλος.

«Σας πιστεύω», είπε πικρόχολα ο κύριος Κ., «αλλά πειράζει εμένα.»

Ο κύριος Κ. οδηγεί αυτοκίνητο

«Ο κύριος Κ. έμαθε να οδηγεί αυτοκίνητο, αλλά στην αρχή δεν οδηγούσε πολύ καλά. «Μόλις έμαθα να οδηγώ ένα αυτοκίνητο» έλεγε απολογητικά, «αλλά τώρα πρέπει να μάθω να οδηγώ δύο, δηλαδή και το αυτοκίνητο που πηγαίνει μπροστά από το δικό μου. Μόνο όταν παρατηρήσεις τις κυκλοφοριακές συνθήκες για το προπορευόμενο αυτοκίνητο και εκτιμήσεις σωστά τις δυσκολίες του, ξέρεις πως να οδηγείς σε σχέση με το αυτοκίνητο αυτό».

 
 

Οι δύο οδηγοί

«Ο κύριος Κ. ρωτήθηκε κάποτε για τη δουλειά δυο ανθρώπων του θεάτρου, και απάντησε με την εξής παραβολή: «Ξέρω έναν οδηγό που γνωρίζει καλά τον κυκλοφοριακό κώδικα, τον εφαρμόζει πιστά και τον εκμεταλλεύεται επωφελώς. Τα καταφέρνει περίφημα να ανοίγει ταχύτητα, κι έπειτα πάλι να επανέρχεται στην κανονική, και να μην κουράζει τη μηχανή του, κι έτσι με προσοχή αλλά και τόλμη ανοίγει δρόμο ανάμεσα στα άλλα οχήματα. Ξέρω όμως κι έναν άλλον οδηγό που οδηγεί διαφορετικά. Πιο πολύ απ’ τη δική του διαδρομή τον ενδιαφέρει όλη η κυκλοφορία, και θεωρεί ότι ο ίδιος δεν είναι παρά ένα μικρό της κομμάτι. Τα δικαιώματά του δεν τα εκμεταλλεύεται, ούτε προσπαθεί να διακριθεί ατομικά. Οδηγεί συντονισμένος με το αυτοκίνητο που προπορεύεται και με το αυτοκίνητο που ακολουθεί, και με μια σταθερή ευχαρίστηση: πως όλα τα αυτοκίνητα και όλοι οι πεζοί τραβούν μπροστά».

Ο κύριος Κ. και οι ελεύθερες ασκήσεις

«Ένας φίλος είπε στον κύριο Κ. ότι η υγεία του είχε βελτιωθεί από το φθινόπωρο, από τότε που έκοψε όλα τα κεράσια μιας μεγάλης κερασιάς στον κήπο του.

Σκαρφάλωσε, είπε, ως την άκρη των κλαδιών, και οι πολύπλοκες κινήσεις που έκανε προσπαθώντας να φτάσει τα κεράσια γύρω του και πάνω απ’ το κεφάλι του, πρέπει να του έκαναν καλό.

«Τα κεράσια τα φάγατε;» ρώτησε ο κύριος Κ., κι όταν έλαβε καταφατική απάντηση, είπε:

«Τέτοιες σωματικές ασκήσεις πολύ ευχαρίστως θα τις έκανα κι εγώ».

[Ο κύριος Κ. και η παλίρροια]

«Ο κύριος Κ. διέσχιζε μια κοιλάδα όταν άξαφνα πρόσεξε ότι πατούσε στα νερά. Και τότε κατάλαβε πως η κοιλάδα του ήταν στην πραγματικότητα μια προέκταση της θάλασσας, και πως πλησίαζε η ώρα της παλίρροιας. Σταμάτησε λοιπόν, κοιτάζοντας γύρω του μήπως δει καμιά βάρκα, κι όσο κράτησε η ελπίδα του για τη βάρκα, δεν έκανε βήμα. Και καθώς βάρκα δεν φαινόταν πουθενά, εγκατέλειψε την πρώτη ελπίδα, κι άρχισε να ελπίζει ότι το νερό δεν θ’ ανέβαινε άλλο. Μα όταν το νερό έφτασε μέχρι το σαγόνι του, εγκατέλειψε και αυτή την ελπίδα και κολύμπησε. Είχε καταλάβει επιτέλους πως αυτός ήταν η βάρκα.»

[Περί αλήθειας]

«Ο μαθητής Τιφζίνιχ έπιασε τον κύριο Κ., τον στοχαστή, και του είπε: «Θέλω να γνωρίσω την αλήθεια».

«Ποιαν αλήθεια; Η αλήθεια είναι γνωστή. Θέλεις να γνωρίσεις την αλήθεια της ψαραγοράς ή την αλήθεια για το φορολογικό σύστημα; Αν μαθαίνοντας την αλήθεια της ψαραγοράς πάψεις ν’ ακριβοπληρώνεις τα ψάρια τους, τότε δεν θα τη μάθεις ποτέ», είπε ο κύριος Κ.»

Αγάπη για ποιον;

«Είπαν στον κύριο Κ. πως η ηθοποιός Ζ αυτοκτόνησε από ερωτική απογοήτευση. Ο κύριος Κ. είπε: «Από αγάπη για τον εαυτό της σκοτώθηκε. Τον Χ πάντως, αποκλείεται να τον αγαπούσε, γιατί τότε δεν θα του το ‘κανε αυτό. Αγάπη είναι η επιθυμία να δώσεις κάτι, κι όχι να το κρατήσεις. Αγάπη είναι η τέχνη να παράγεις κάτι με τις ικανότητες του άλλου. Γι’ αυτό χρειάζεσαι και τον σεβασμό και τη συγκατάθεση του άλλου. Αυτά πάντα μπορείς να τα εξασφαλίσεις. Η υπέρμετρη επιθυμία ν’ αγαπηθείς δεν έχει μεγάλη σχέση με την αληθινή αγάπη. Η φιλαυτία κρύβει πάντα μέσα της κάτι το αυτοκτονικό».

 

Αν ήταν άνθρωποι οι καρχαρίες

«Ρώτησε κάποτε τον κύριο Κ. η κόρη της οικονόμου του:

«Αν ήταν άνθρωποι οι καρχαρίες θα φερόντουσαν καλύτερα στα μικρότερα ψάρια;»

«Α βέβαια», είπε ο κύριος Κ. «Αν ήταν άνθρωποι οι καρχαρίες, θα ‘χτιζαν μέσα στη θάλασσα πελώρια κουτιά για τα μικρά ψάρια, και μέσα θα ‘βαζαν κάθε είδους τρόφιμα, φυτά και ζώα. Θα φρόντιζαν να υπάρχει πάντα τρεχούμενο νερό στα κουτιά, και θα έπαιρναν όλα τα μέτρα υγιεινής. Κι όταν, ας πούμε, κανένα ψαράκι χτυπούσε στο πτερύγιό του, οι καρχαρίες θα του έβαζαν αμέσως επίδεσμο, για να μην τους ψοφήσει πριν της ώρας του. Και για να μην πλήττουν τα ψαράκια, θα γίνονταν κάθε τόσο μεγάλα νεροπανηγύρια, γιατί τα χαρούμενα ψαράκια είναι πιο νόστιμα από τα λυπημένα.

Στα μεγάλα αυτά κουτιά θα υπήρχαν, φυσικά, και σχολεία, και τα ψαράκια θα μάθαιναν πώς να κολυμπούν στο στόμα του καρχαρία. Θα χρειάζονταν όμως και λίγη γεωγραφία, π.χ. να ανακαλύπτουν τα μέρη όπου τεμπελιάζουν οι μεγάλοι καρχαρίες.

Το κυριότερο θα ήταν η ηθική διαπαιδαγώγηση των ψαριών. Θα τα δίδασκαν πως το Μέγιστο και το Άριστο για κάθε ψαράκι, είναι η αυτοθυσία, και πως όλα τους πρέπει να πιστεύουν τυφλά τους καρχαρίες – αυτοί τους υπόσχονται ένα σίγουρο μέλλον. Τα ψαράκια θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν ότι το μέλλον αυτό θα εξασφαλιζόταν μόνο με τη δική τους υπακοή. Τα ψαράκια θα ‘πρεπε να αποβάλουν κάθε ευτελή, υλιστική, εγωιστική και μαρξιστική τάση, και να αναφέρουν επί τόπου στους καρχαρίες κάθε ψαράκι που θα τύχαινε να εκδηλώσει παρόμοιες αδυναμίες.

Αν ήταν άνθρωποι οι καρχαρίες, θα έκαναν φυσικά και πολέμους για να κατακτήσουν ξένα ψαροκούτια και ξένα ψαράκια. Στους πολέμους αυτούς θα πολεμούσαν τα ψαράκια, στο πλευρό του καρχαρία τους. Τα ψαράκια θα μάθαιναν ότι τα χωρίζουν τεράστιες διαφορές από τα ψαράκια των άλλων καρχαριών. Είναι γνωστό, θα τους έλεγαν, ότι τα ψαράκια δεν μιλούν. Σωπαίνουν όμως σε ένα σωρό γλώσσες, γι’ αυτό και είναι αδύνατο να συνεννοηθούν μεταξύ τους.

Κι όταν κάποιο ψαράκι θα σκότωνε στον πόλεμο άλλα ψαράκια, εχθρικά, που σώπαιναν σε ξένη γλώσσα, θα του καρφίτσωνε ένα μικρούτσικο παράσημο από φύκι και θα το αναγόρευαν σε ήρωα.

Αν ήταν άνθρωποι οι καρχαρίες θα είχαν βέβαια και καλές τέχνες. Θα είχαν ωραίους πίνακες που θα έδειχναν τα δόντια των καρχαριών με εξαίσια χρώματα, και τα στόματά τους θα ήταν σωστοί παραδείσιοι κήποι για εξαίσιους περιπάτους.

Στα θέατρα του βυθού ηρωικά ψαράκια θα κολυμπούσαν πασίχαρα στο λαρύγγι του καρχαρία, και θα ‘παιξε τόσο ωραία μουσική, ώστε τα ψαράκια, τυλιγμένα στους ήχους της, θ’ ακολουθούσαν την ορχήστρα σαν υπνωτισμένα, σαν ονειροπαρμένα από σκέψεις υπέροχες, τραβώντας γραμμή για τ’ ανοιγμένα στόματα.

Θα είχαν όμως και θρησκεία οι καρχαρίες, αν ήταν άνθρωποι. Κι η θρησκεία τους θα δίδασκε στα ψαράκια πως η αληθινή ζωή αρχίζει μόνο στην κοιλιά του καρχαρία.

Κατά τα άλλα, το σημερινό καθεστώς θα καταργούνταν αν γίνονταν άνθρωποι οι καρχαρίες, και τα ψαράκια δεν θα ήταν όλα ίσα κι όμοια. Μερικά θα έπαιρναν αξιώματα, και θα ήταν ανώτερα από τ’ άλλα ψαράκια, κι ακόμη τα λίγο μεγαλύτερα θα είχαν το δικαίωμα να τρώνε τα πιο μικρά. Αυτό θα βόλευε τους καρχαρίες γιατί έτσι θα έτρωγαν συχνότερα μεγάλα κομμάτια. Και τα μεγαλύτερα ψαράκια, αυτά που θα είχαν πιάσει τα πόστα, θα επέβαλλαν την τάξη στα υπόλοιπα ψαράκια, και θα γίνονταν στα ψαροκούτια δάσκαλοι, αξιωματικοί, μηχανικοί, και άλλα πολλά.

Με δυο λόγια, η θάλασσα θα αποκτούσε πολιτισμό μόνο αν γίνονταν άνθρωποι οι καρχαρίες.»

Εισαγωγή και επιλογή κειμένων: το φονικό κουνέλι, Μάρτιος του 18

Tags: , , , , , , ,

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *